σημειωματαριο κηπων

14 Ιουνίου 2019

kiss me Kate / το ημερωμα το εξημερωμα και το ξημερωμα

 

 

 

 

 

μικρο εισαγωγικο σημειωμα (για το kiss me Kate και το ξημερωμα του χριστοφορουλη) : τουτο δω δεν ειναι παρα μια δοκιμη, για μια πιο ολοκληρωμενη «ιστορια» που θα γραφτει (ισως) (κι αν θελουνε οι πονηρουληδες οι θεοι μας) αλλη φορά

 

 

καταρχας σε αφηνει εμβροντητη το γεγονος οτι στα μεσα του 17ου αιωνα, και κατω απο την πιεση των ευσεβων πουριτανων, τα θεατρα εκλεισαν (τουτεστιν απαγορεύτηκαν) στο λονδινο – κι αυτο κρατησε 18 ολοκληρα χρονια – κι ο σαιξπηρ μεσα σ’ αυτα τα 20 χρονια ακριβως εγραψε τα σημαντικοτερα (κατα το κοινως, και βλακωδως, λεγομενο τα «ωριμοτερα») εργα του – (παρεμπιπτοντως, πεφτω με την καρδια μου στα γονατα, που ’πε καποτε κι ενα αλλο βασανισμενο θεατρικο θηριο (*), για το πώς, και μεσα σε τι εφιαλτες αγνοησης μισους και ανυποληψιας, εχουνε γραψει τα εργα τους οι ανθρωποι, ανα τους αιωνες) :

το «ημερωμα της στριγγλας» παντως δεν ταλαιπωρηθηκε απο την απαγορεψη, γιατι ειναι απο τα πρωτα του εργα – κι αλλοι λεν το πρωτο – αλλοι ειδικοι θεωρουσαν (τουλαχιστον παλιοτερα) πρωτο του το «αγαπης αγωνας αγονος»

αλλά βλεποντας προχτες στην (κρατικη, πού αλλού) τηλεοραση μια εκπομπη για το «ημερωμα της στριγγλας» σκεφτηκα πόσο μα πόσο, αυτοι οι ειδικοι, δεν ξερουνε κάμποσες φορές τι τους γινεται τελος παντων

εγω εχω χρονια που διαβασα το «ημερωμα» (το ’χα συμπεριλαβει σ’ εναν αγωνα (αγαπης ισως, ερωτα σιγουρα (εχουμε το αβανταζ εδω στα ελληνικα να τα διακρινουμε) και παντως γονιμο θα ελεγα) αγωνα δρομου μαζι με μερικα ακομα του : κι ο αγωνας ηταν τοσο γονιμος που ειχα την αισθηση τοτε οτι ειχα διαβασει τον βαρδο ολοκληρο – και γι’ αυτο μού εμεινε και μια εμμονικη ομιχλη – και ατμοσφαιρα – απο τού λογου του, περισσοτερο απο τα λογια (και τα εργα τους) τα ιδια –

ολοι αυτοι οι αγγλοι και αμερικάνοι ειδικοι λοιπον (ευτυχως ειδαμε και μερικες ωραιες σκηνες απο ανεβασματα του εργου – πχ εγω δεν ηξερα οτι εχει παιξει την κατερινα και η μερυλ στρηπ, ή τον πετρούκιο ο μοργκαν φρημαν) ολοι οι αλλοι λοιπον (οι ειδικοι) αφου μας ενημέρωσαν οτι το εργο εχει εναν «αστειο» προλογο με τον «χριστοφορο τον πονηρουλη», στην συνεχεια τον ξεχασαν εντελως, και ασχολήθηκαν με την υποθεση του «εξημερωματος»

φεμινιστικες θεωριες πηραν σειρα, αλλες μη φεμινιστικες μπηκαν επισης στη γραμμη, και αυτο που εμεινε τελικα (με τα λογια του μοργκαν φρημαν κιολας αν θυμαμαι) ηταν οτι ο κακομοιρης ο γουιλυ, νεαρουλης κιολας, θελησε να συμβιβασει τ’ ασυμβιβαστα και να δειξει στον κοσμο οτι τελικα ο γαμος ειναι καλο πραγμα, και οι συμβιβασμοι (εντος και εκτος αυτου) ακομα καλυτεροι : κι οταν η στριγγλα εξημερωθει, ο αντρας τελικα την αγαπαει : το γλυκο και πεινασμενο «kiss me Kate» ειναι αυτο που μενει, και η αγαπη ως συνηθως θριαμβευει

εγω ξερω παντως οτι θριαμβευει και η βλακεια

 

…………………………………………………

 

ο χριστοφορος ο πονηρουλης με τον οποίο αρχιζει το εργο, δεν ειναι δηλαδη καθολου ασημαντουλης – μολονοτι ετσι τον θελουν οι περισσοτεροι (στην πραγματικοτητα αλλες γραφες τών φόλιο τού σαιξπηρ τον εξαφανιζουν εντελως (αφαιρωντας ετσι απο το εργο ουσιαστικα την κυριοτερη περιπλοκή και αμφισημια του – που ειναι ακριβως η ιδια η υπαρξη προλογου και επιλογου στο εργο – διοτι το επεισοδιο με τον πονηρουλη ακριβως ειναι αυτο που κανει το εργο «θεατρο μεσα στο θεατρο» – το δε ακομα πιο απιστευτο ειναι οτι ο επιλογος εξαφανιζεται περισσοτερες φορές απ’ ο,τι ο προλογος : το ζητημα ομως (κατα τη γνωμη μου βεβαιως) ειναι οτι, με την εξαφανιση του επιλογου ακριβως, το εργο παυει να ειναι «εργο μεσα στο εργο» και γινεται απλως ενα εργο μ’ εναν περιεργο (και μαλλον ανεξηγητο – για να μην πουμε και περιττο) προλογο)

ο γουιλυ εχει πολλα εργα με μεταμφιεσεις και μασκαρεματα – αυτο ομως ειναι σιγουρα το πρωτο του : κι εδω ακριβως (λεω εγω) οι μεταμφιεσεις δεν ειναι απλως για να διευκολυνουν τα αστεια και τα μπερδεματα και την πλακα και τις ιντριγκες : διοτι η μεταμφιεση εδω ξεκιναει ακριβως απο τον προλογο και τον χριστοφορουλη – πραγμα που δεν ειναι νευραλγικως απαραιτητο για την υποθεση :

αν ο σαιξπηρ ηθελε να βαλει απλως ενα πλαισιο για να χτιστει το «θεατρο μεσα στο θεατρο» θα μπορουσε να κανει το απλουστερο (που το εκανε αργοτερα), να βαλει ας πουμε μια γιορτη, κι εκειμεσα, προς τιμην του εορταζοντος ας πουμε, να ανεβαζουν καποιοι ενα εργο

αλλά οχι – αυτο που τονιζεται απο την αρχη ειναι αυτος ο (μυστηριος) αλλος εαυτος : ο χριστοφορουλης μεθαει, κοιμαται, τον μεταμφιεζουν, ξυπναει, δεν ξερει ποιος ειναι, μπερδευεται : και εκει μεσα (νομιζει οτι) εχει δει στον υπνο του ενα εργο – κατα το οποιο ανθρωποι επι ανθρωπων μεταμφιεζονται με μεταμφιεσεις επι μεταμφιεσεων, λενε οτι ειναι αλλοι απ’ αυτους που ειναι, και (απ’ ο,τι αποδεικνυεται), δεν ξερουν ακριβως κι οι ιδιοι ποιοι ακριβως ειναι :

οταν ο σαιξπηρ δινει τετοια ενταση και εκταση και φωτισμο, απο την αρχη, στην (σχεδον ανεξηγητη και μυστηριωδη) «αντιληψη περι εαυτου» δεν δικαιουμαστε δια να ομιλουμε περι τυχαιοτητας, ή «απλου ευρηματος δια το αστειο του πραγματος» : το ευρημα της «αγνοιας» περι του «πραγματικου» εαυτου καθοριζει, και ακινητοποιει, κατα καποιον τροπο, το εργο απο την αρχη του : πότε ειναι η Καιτη πιο «αληθινη» : οταν φωναζει οτι οι αντρες ενγενει την αηδιαζουν ή οταν υποτασσεται (σ’ εναν συγκεκριμμενο αντρα, και) στον γαμο της ; πότε κοροϊδευει περισσοτερο ; και πότε ειναι ο πετρουκιος πιο πολυ ο εαυτος του, οταν την αγαπαει, ή οταν τη βασανιζει ; (και πότε κοροϊδευει (και ποιον) περισσοτερο ; ) και πότε ειναι ο χριστοφορουλης πιο πολυ ο εαυτος του, οταν πιστευει οτι ειναι ευγενης ή οταν διαμαρτυρεται οτι ειναι ενας κακομοιρης ζητιανος που τον κοροϊδευουν ; και πότε ειναι η μνημη του αληθινοτερη – οταν λεει οτι ειδε ενα ονειρο, ή οταν αφηγειται οτι ειδε ενα εργο ;

και μεσα σ’ ολο αυτο το οργιο μεταμφιεσεων (να μην ξεχασουμε τις, οντως ξεκαρδιστικες, μεταμφιεσεις των μνηστηρων της υποταγμενης μπιανκας, σε αντρες «αλλους» απ’ αυτους που ειναι) ο «οντως» ευγενης του προλογου, εφοδιαζει τον «ψευτοευγενη» χριστοφορο και με μια συζυγο η οποία ειναι μεταμφιεσμενος αντρας, πραγμα καθολου «δραματουργικα» απαραιτητο : θα μπορουσαν να ντυσουνε μια «οντως» ζητιανα να του κανει την «ευγενη» συζυγο : σε μια παραδοση θεατρικη (επιπλεον) οπου ολους τους ρολους (ηταν γνωστο οτι) τους παιζανε αντρες, θα λειτουργουσε ακομα πιο πολυ στο κοινο (θα ’ταν και πολυ πιασαρικο, να πουμε) να ντυσουν εναν αντρα γυναικα που θα παριστανε μια γυναικα που θα ’ταν μια γυναικα αλλη απο τη γυναικα που (ολοι θα υποστηριζαν οτι) ειναι

ο γουιλυ προτιμαει κατι περιεργως λιγοτερο εφετζίδικο : εναν αντρα που θα τον ντυσουν απλως επι σκηνης κιολας γυναικα, για τις απλες αναγκες ενος ρολου, και ενος εργου, που παλι επι σκηνης θα στηθει, και θα παιχτει : το all the world’s a stage ο σαιξπηρ θα μας το σερβιρει στο as you like it, που το ’γραψε λιγο μετα το «ονειρο θερινης νυχτος» και λιγο πριν τη «δωδεκάτη νυχτα», οπου ως γνωστον και στα δυο γινεται το σωσε απο μεταμφιεσεις

χωρις να θελω βεβαια να διαπραξω καμια βαρεια βλασφημία απλοποιωντας οτιδηποτε, θα ’θελα απλως να πω οτι οι μεταμφιεσεις αυτες δεν εχουν καθολου την πολυπλοκοτητα των μεταμφιεσεων στην «στριγγλα»

στην στριγγλα, απο τον εμφανως περιττον και ανεξηγητο ας πουμε προλογο, οι μεταμφιεσεις – ξεκινωντας απο τον ευγενη που κανει τον ζητιανο, και ντυνει εναν ζητιανο ως ευγενη, και βαζει και τους φιλους του ευγενεις να κανουν τους ζητιανους, κι εναν μαλιστα απ’ ολους να κανει επιπλεον και τη γυναικα και τη ζητιανα μαζι – ολα αυτα αν θελησουμε να ειμαστε ειλικρινεις δεν εχουν αλλη εξηγηση απο την ιδια τη μαγεια της απατης του εργου που (θα) εχουμε στα χερια μας

ο γουιλυ μάς λεει ευθαρσως απο την αρχη «μην τυχον και πιστεψετε στα λογια μου ολα – μερικα ειναι λαθος φορεματα – κοιταξτε καλυτερα μηπως κοιμοσαστε και ξημερωθειτε χωρις να ξερετε τι βλεπετε μπροστα σας»

 

 

 

 

 

(* ο χαϊνριχ φον κλαϊστ το ειπε, ετσι ακριβως («σας γραφω με την καρδια μου πεσμενη στα γονατα») – ικετευοντας (φευ, ματαιως ομως) τον κυρ–γκαιτε να δωσει λιγη σημασια στα γραφτα του)

 

 

 

(πηγη : φεϊσμπουκ)

η εικονα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

24 Οκτωβρίου 2012

κάκτοι στους δρόμους # 3 : τζαίην και τζούλιετ

.
.
.
.
.
.
.
.

   1 κάποτε είχα ακούσει για ένα ανέκδοτο (επί καθεστώτος υπαρκτού) που κυκλοφορούσε μεταξύ μορφωμένων ρώσων (τό «μορφωμένων» εδώ μάλλον περιττό γιατί οι περισσότεροι ρώσοι ως γνωστόν ανέκαθεν αγαπούσαν τό διάβασμα) : «παλιότερα οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, σ’ αυτούς που είχαν διαβάσει τούς «αδελφούς καραμαζώφ» και σ’ αυτούς που δεν τούς είχαν διαβάσει – τώρα οι κατηγορίες γίνανε τρεις : είναι κι αυτοί που τούς μάθανε από τήν τηλεόραση»

   η παρακάτω σπαραξικάρδια εναέρια στιχομυθία, που μαζεύτηκε από δω, μαρτυράει τή συμμετοχή επίσης τού σινεμά στην όλη υπόθεση, μαρτυράει όμως και ότι ο κόσμος μας δεν είναι καν μεγάλος αλλά μάλλον μικρός, και σίγουρα ένας :

.

.

(για να μη νομίζουμε δηλαδή και ότι τά χάλια τής παιδείας είναι όλα δικά μας – εσχάτως
κλίνω μάλιστα χωρίς να ντρέπομαι καθόλου και προς μία γενική θεωρία συνωμοσίας
που λέει ότι οι άνθρωποι στον πλανήτη πρέπει να γίνονται όλο και πιο
άσχετοι
με τήν πραγματική τέχνη – διότι όπως ξέρετε κι εσείς η πραγματική τέχνη
γεννά και προκαλεί
και μυαλό και κρίση)

.
.
.

η βερόνα λοιπόν είναι μια υπέροχη μικρή πόλη (όπου μπορεί κανείς να δει τό (υποτιθέμενο)
μπαλκόνι τής ιουλιέττας, καθώς και χιλιάδες μηνύματα και
τιτιβίσματα
στον τοίχο τής (υποτιθέμενης) πόρτας)

.
.
.
.
.

   2 η θεία τζαίην (τό «θεία» κατά τό θεία κωμωδία και θεία πρόνοια, μολονότι η ίδια υπήρξε εν ζωή κι η αγαπημένη θεία τζαίην για τίς ανηψιές της – στις οποίες διάβαζε τά χειρόγραφα τών έργων της πριν τά στείλει στον εκδότη) έχει υποστεί επίσης μια καταρράκωση εκ μέρους τού σινεμά, και ειλικρινά δεν ξέρω να πω αν η εξαιρετική της δημοφιλία προκάλεσε τήν κινηματογραφική έκρηξη ή η παραχάραξη τού κινηματογράφου τήν εκλαϊκευτική αυτή δημοφιλία : και λέω «εκλαϊκευτική» γιατί μολονότι για μένα (και πολλούς άλλους) η τζαίην ώστιν αποτελεί τή μοναδική σίγουρη σύντροφο τού σαίξπηρ στα αγγλικά γράμματα – είναι επίσης σαν συγγραφέας και μέσα σ’ όλη της τήν τρομαχτική ειρωνεία μια εξαιρετικά σκοτεινή και ενίοτε ζοφερή περίπτωση «θείας» ματιάς προς τά πράγματα

   γι’ αυτό τόν λόγο πιστεύω ότι είναι και πολύ δύσκολο να τή διαβάσει κανείς μεταφρασμένη (μολονότι συνήθως για τήν πεζογραφία έχουμε τό κλισέ ότι μεταφράζεται – τουλάχιστον ευκολότερα από τήν ποίηση) : πιστεύω ακράδαντα ότι η τζαίην ώστιν σχεδόν δεν μεταφράζεται * – και σίγουρα οι μεταφράσεις της στον κινηματογράφο είναι κατά τό μάλλον ή ήττον μια κόλαση – για όσους τήν αγαπούν και τή σέβονται

   εδώ ακούτε (τό βρήκα πριν από δυο–τρεις μήνες εδώ) τήν έκθεση μιας συναφούς άποψης για τή «θεία τζαίην», κι  επιφυλάσσομαι άλλη φορά για πιο αναλυτικά δικά μου :

.

.

η fran lebowitz για τήν τζαίην ώστιν

.

.

«δεν νομίζω ότι είναι δημοφιλής για τούς σωστούς λόγους, αντιθέτως νομίζω ότι οφείλει τή δημοφιλία της σε λάθος λόγους – για να πω τήν αλήθεια ίσως να μην είναι και δυνατόν να είσαι δημοφιλής για τούς σωστούς λόγους – ξέρετε αν οι λόγοι σου είναι σωστοί, μάλλον δεν υπάρχει περίπτωση να γίνεις δημοφιλής»  

«η τζαίην ώστιν έχει πραγματική ειρωνεία … είναι αληθινά είρων … και δεν είναι αμερικάνικη στάση αυτή διότι τής λείπει η αισιοδοξία – στην πραγματικότητα μάλιστα αποτελεί τό αντίθετο τής αισιοδοξίας»

.

.

.

.

.

.

* και δεν εννοώ καθόλου ότι πρέπει να ξέρει κανείς καλά αγγλικά για να τή διαβάσει : ακόμα και πολλές άγνωστες λέξεις να έχει μπουσουλώντας πάνω στο κείμενό της θα καταλάβει πολύ περισσότερα πράγματα μυρίζοντας να πούμε τό γενικό μήκος τών παραγράφων και τή σύνταξη τών σκέψεων, απ’ ό,τι διαβάζοντας μια ελληνική μετάφραση η οποία – μολονότι έχουν γραφτεί και μελέτες περί τού πώς στα έργα της δεν έχει η ίδια πει ποτέ τή λέξη ψυχή – ξεκινάει κιόλας τήν πρώτη πρόταση βιβλίου της με αυτή τή λέξη να φιγουράρει καμαρωτά (προφανώς κακομεταφράζοντας τό mind)

.

.

.

.

.

.

12 Φεβρουαρίου 2011

ο υποδιοικητής και η λογοτεχνία (ή : ο άμλετ τού υποδιοικητή)

 
   

. 

«για τήν επόμενη επανάσταση ο πλανήτης θα συνεννοηθεί μέσω ίντερνετ» είχε πει παλιά ο υποδιοικητής…
: η αίγυπτος μάλλον δεν είναι η αρχή αλλά είχε τόση φαντασία : κι είμαστε ακόμα στην αρχή

 

υποσχέθηκα πέρσι να μεταφράσω τή συνέντευξη που πήρε ο κολομβιανός συγγραφέας γκαμπριέλ γκαρσία μαρκές από τόν μεξικάνο υποδιοικητή μάρκος, και να τήν βάλω στην ίδια ανάρτηση με τό κεφάλαιο τού «μονοδιάστατου άνθρωπου» τού γερμανού χέρμπερτ μαρκούζε, που θα ακολουθούσε, περί τέχνης και αισθητικής : νομίζω όμως ότι τής αξίζει εντέλει, και στην αρχή τού χρόνου, χωριστή ανάρτηση

{ η αρχική σελίδα «writings of subcommander marcos of the ezln» στο διαδίκτυο, που περιείχε διάφορα γραφτά τού υποδιοικητή και από τήν οποία πρωτοδιάβασα τή συνέντευξη (και έδωσα ένα πρώτο δείγμα της εδώ) έχει όπως φαίνεται κατέβει (ή επισκευάζεται…)· εντέλει βρήκα τή συνέντευξη στο αμερικάνικο περιοδικό nation στο τεύχος τής 2 ιουλίου 2001 (διαβάζεται ευκολότερα και από εδώ) (τό περιοδικό αναφέρει ότι πρόκειται για τμήμα μεγαλύτερης συνέντευξης που είχε πάρει από τόν υποδιοικητή, νωρίτερα τόν ίδιο χρόνο, τό περιοδικό cambio με τή συνεργασία τού  μαρκές)· διαβάζετε επίσης τήν ίδια συνέντευξη στ’ αγγλικά και σ’ αυτό τό μπλογκ

τελικά όμως βρήκα ολόκληρη τή συνέντευξη (στα αγγλικά, και σε μια λίγο διαφορετική μετάφραση) στο περιοδικό new left review (τεύχος 9, μάϊος – ιούνιος 2001) που δίνει και τήν πληροφορία ότι : «this interview was first published in «revista cambio», bogotá, 26 march 2001» με τόν υπότιτλο «interviewed by garcía márquez and roberto pombo just after the ezln’s entry into mexico city, marcos explains the strategy of zapatista patience and the literary origins of a revolutionary militant»

 (μπορεί επομένως, τώρα που τή βρήκα ολόκληρη, κάποια άλλη φορά να μεταφράσω και τό πρώτο μέρος τής συνέντευξης, που δόθηκε από τόν μάρκος αμέσως μετά τήν είσοδο τού ezln στην πόλη του μεξικού) }

 

          
        
η φωτογραφία από τήν ισπανική σελίδα τής συνέντευξης,
         ευγενής παραχώρηση τού τσαλ, ευχαριστούμε

.

βρίσκετε ακόμα τόν καιρό να διαβάζετε μέσα σ’ όλες αυτές τίς φασαρίες ;

ναι, γιατί αλλιώς… τί θα κάναμε ; παλιότερα στους άλλους στρατούς οι στρατιώτες ξέκλεβαν χρόνο για να καθαρίσουν τά όπλα τους και να ανασυγκροτηθούν… τά όπλα μας εμάς είναι τά λόγια μας, και τό οπλοστάσιό μας τό χρειαζόμαστε ανά πάσα στιγμή και πρέπει να τό φροντίζουμε

όλα όσα λέτε – και ως μορφή και ως περιεχόμενο – δείχνουν γερό λογοτεχνικό υπόβαθρο από τή μεριά σας. Πού οφείλεται και πώς τά καταφέρατε ;

από τά παιδικά μου χρόνια προέρχεται. Στη οικογένειά μου οι λέξεις είχαν αξία πολύ ιδιαίτερη. Βγήκαμε στον κόσμο μέσω τής γλώσσας. Δεν μάθαμε να διαβάζουμε στο σχολείο, μάθαμε ανάγνωση διαβάζοντας εφημερίδες. Και μάς έμαθαν και οι δύο, και η μητέρα μου και ο πατέρας μου, να διαβάζουμε βιβλία – τά οποία μάς αποκάλυψαν από πολύ νωρίς άλλα πράγματα. Ήταν σαν με τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο να αποκτήσαμε τήν επίγνωση πως η γλώσσα δεν ήταν και τόσο τρόπος για να επικοινωνούμε αναμεταξύ μας όσο κυρίως τό μέσο για να χτίσουμε κάτι. Ήταν δηλαδή περισσότερο ευχαρίστηση και λιγότερο καθήκον ή υποχρέωση. Από τήν άλλη, όταν έρχεται η εποχή τής παρανομίας, που ’ναι ένας κόσμος στον οποίο οι αστοί διανοούμενοι δεν συμμετέχουν, τά λόγια δεν απολαμβάνουν και τής μεγαλύτερης εκτίμησης. Υποβιβάζονται, θεωρούνται δευτερεύοντα. Όμως μόλις μπεις στις κοινότητες τών ιθαγενών η γλώσσα γίνεται καταπέλτης : συνειδητοποιείς ότι υπάρχουν πράγματα που οι λέξεις σου δεν μπορούν να τά πουν, κι αυτό σέ κάνει να θες να αναπτύξεις τίς δυνατότητες τής γλώσσας σου, να παλέψεις με τίς λέξεις – να γυρνάς και να ξαναγυρνάς στις λέξεις για να τίς οπλίσεις και τίς αφοπλίσεις

δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνέβη και τό αντίστροφο – δηλαδή αυτός ο έλεγχος και η γνώση τής γλώσσας ακριβώς να έκαναν δυνατή τήν πραγματοποίηση μιας νέας φάσης για τόν αγώνα ;

μα είναι σαν ένα μπλέντερ, δεν ξέρεις με ποια σειρά ρίχτηκαν μέσα τά πράγματα, καταλήγεις όμως να ’χεις στα χέρια σου στο τέλος ένα κοκτέϊλ

να ρωτήσουμε γι’ αυτή τήν οικογένεια ;

ήταν μια αστική οικογένεια. Ο πατέρας μου που ήταν η κεφαλή της είχε κάνει δάσκαλος σε χωριά τήν εποχή τού lázaro cárdenas τότε που, όπως μάς έλεγε, κόβαν τ’ αυτιά τών δασκάλων που κατηγορούνταν για κομμουνιστές. Η μητέρα μου ήταν επίσης δασκάλα στην επαρχία μέχρι που έφυγε. Και σιγά–σιγά γίναμε μια οικογένεια μεσοαστική – δεν είχαμε οικονομικά προβλήματα. Όλ’ αυτά βέβαια στις επαρχίες, όπου ο μορφωτικός σου ορίζοντας καθορίζεται από τίς κοινωνικές σελίδες τής τοπικής φυλλάδας. Ο έξω κόσμος κι η μεγάλη πόλη, η πόλη τού μεξικού, είχαν εκείνη τή φοβερή γοητεία εξαιτίας τών βιβλιοπωλείων τους. Γίνονταν όμως και γιορτές βιβλίων στις επαρχίες και έτσι μπορούσαμε ν’ αγοράσουμε μερικά πράγματα. Ο γκαρσία μάρκες, ο φουέντες, ο βάργκας λιόσα – ασχέτως με τίς ιδέες του – για να αναφέρω λίγους μόνο, μάς επισκέφτηκαν μέσω τών γονιών μου. Αυτοί μάς βάλαν να τούς διαβάσουμε. Με τά «εκατό χρόνια μοναξιάς» καταλάβαμε τί ήταν οι επαρχίες εκείνα τά χρόνια, και ο «θάνατος τού αρτέμιου κρουζ» μάς έδωσε να καταλάβουμε τί έγινε με τήν μεξικάνικη επανάσταση. Τό «dias de guardar» τού carlos monsiváis μάς εξήγησε τί συνέβαινε με τήν αστική τάξη. Όσο για τήν «πόλη και τά σκυλιά», αυτό ήταν από μια άποψη τό πορτραίτο μας αν και ελαφρώς απογυμνωμένο. Όλα υπήρχαν εκειμέσα. Βγαίναμε έξω στον κόσμο βυθιζόμενοι στη λογοτεχνία. Και λέω ότι αυτό μάς σημάδεψε : η είσοδός μας στον κόσμο δεν έγινε μέσα από τά επίκαιρα τών εφημερίδων αλλά με ένα μυθιστόρημα, με ένα δοκίμιο ή με ένα ποίημα : αυτό μάς έκανε τελείως διαφορετικούς. Μέσα απ’ αυτόν τόν καθρέφτη, σαν ένα πρίσμα, οι γονείς μου θέλησαν να αντικρύσω εγώ τόν κόσμο, κατά τόν ίδιο τρόπο που άλλοι δίνουν στα παιδιά τους ως πρίσμα τά μέσα μαζικής ενημέρωσης ή ένα μαύρο γυαλί μέσα από τό οποίο δεν μπορείς να πάρεις καν χαμπάρι τί γίνεται γύρω σου

 κι ο δον κιχώτης πού βρισκόταν μέσα σ’ όλ’ αυτά τά διαβάσματα ;

όταν ήμουν δώδεκα χρονών μού χαρίσανε ένα υπέροχο βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο – ήταν ο «δόν κιχώτης τής μάντσα». Τόν είχα διαβάσει, αλλά πιο παλιά, σε μια απ’ αυτές τίς παιδικές εκδόσεις. Ήταν ένα βιβλίο ακριβό κι ένα δώρο πολύτιμο – κάπου πρέπει να υπάρχει ακόμα. Ο σαίξπηρ έφτασε ακριβώς μετά. Αλλά αν ήταν να μιλήσω για τή σειρά με τήν οποία ήρθανε τά βιβλία, πρώτη ήταν η λατινοαμερικάνικη έκρηξη, ύστερα ο θερβάντες, ύστερα ο garcía lorca, κι ύστερα ήταν μια εποχή με ποίηση μόνο. Επομένως λοιπόν, είσαι κι εσύ [δείχνοντας τόν μαρκές] εν μέρει υπεύθυνος για όλ’ αυτά

υπήρχαν οι υπαρξιστές και ο σαρτρ πουθενά σ’ όλ’ αυτά ;

όχι. Αυτά αργήσανε : σαφέστατα, και στον υπαρξισμό, και, πριν απ’ τόν υπαρξισμό, στην επαναστατική φιλολογία φτάσαμε όταν είχαμε πλέον αρκετά διαβρωθεί – όπως θα λέγαν οι ορθόδοξοι : συνεπώς τήν εποχή που πήγα στον μαρξ και τόν ένγκελς είχα πια διαφθαρεί εντελώς από τήν ειρωνεία και τό χιούμορ τής λογοτεχνίας

δεν διαβάζατε πολιτική θεωρία ;

αρχικά, όχι : από τ’ αλφαβητάρι μου μεταπήδησα κατευθείαν στη λογοτεχνία και πολύ αργότερα στα θεωρητικά και πολιτικά κείμενα – αυτά τά ’πιασα τήν εποχή περίπου τού γυμνασίου

οι συμμαθητές σας πιστεύανε ότι είσαστε, ή μπορεί να γίνετε ποτέ, κομμουνιστής ;

μπα δεν νομίζω, τό πιο πολύ που μού ’χαν πει ήταν ότι ήμουνα σα ραπανάκι : κόκκινος απέξω κι άσπρος από μέσα

τί διαβάζετε τώρα ;

έχω πάντα πλάϊ μου τόν δον κιχώτη και κουβαλάω μαζί μου συνήθως και τίς τσιγγάνικες μπαλάντες (τό romancero gitano) τού garcía lorca. Ο δον κιχώτης είναι τό καλύτερο βιβλίο που υπάρχει στον κόσμο για τήν πολιτική θεωρία, κι ακολουθούν ο άμλετ και ο μάκβεθ. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς τήν τραγωδία και τήν κωμωδία τής πολιτικής κατάστασης στο μεξικό από τόν άμλετ, τόν μάκβεθ, και τόν δον κιχώτη. Αξίζουν πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε πολιτική ανάλυση

γράφεις με τό χέρι ή στον κομπιούτερ ;

στον κομπιούτερ. Μόνο σ’ αυτή τήν πορεία έγραψα πολύ με τό χέρι, γιατί δεν είχα τόν χρόνο να δουλέψω κανονικά. Κανονικά γράφω ένα πρώτο πρόχειρο, κι ύστερα τό διορθώνω και τό διορθώνω και τό ξαναδιορθώνω. Θα νομίζετε ότι κάνω πλάκα αλλά συνήθως είναι έτοιμο στην έβδομη διόρθωση

τί βιβλίο γράφετε τώρα ;

ήθελα να γράψω μια τρέλα, ένα πράγμα παράλογο : να εξηγήσω τόν εαυτό μας στον εαυτό μας από τήν πλευρά τού εαυτού μας, τό οποίο είναι κατ’ ουσίαν αδύνατο. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και να διηγηθούμε τό παράδοξο που αποτελούμε : γιατί ένας επαναστατικός στρατός δεν στοχεύει στην κατάληψη τής εξουσίας, και γιατί ένας στρατός δεν πολεμάει – εφόσον αυτή είναι η δουλειά του… Όλα τά παράδοξα τού κόσμου που αντιμετωπίσαμε : τό πώς μεγαλώναμε, τό πώς δυναμώναμε, μέσα σε μια κοινότητα τόσο απόμακρη και αποξενωμένη απ’ τήν κατεστημένη κουλτούρα

αν όλοι ξέρουν ποιος είσαι τότε προς τί η μάσκα ;

κομμάτι κοκεταρία. Πάντως ούτε ξέρει κανείς ποιος είμαι ούτε νοιάζεται. Αυτό που μετράει εδωπέρα είναι τό ποιος είναι ο υποδιοικητής μάρκος τώρα, κι όχι τό ποιος ήταν ξεκινώντας.

 

 

αυτός λοιπόν ο άνθρωπος εμένα μ’ αρέσει και μού εμπνέει εμπιστοσύνη όχι μόνο γιατί αγαπάει τήν τέχνη (καθόλου δεν είθισται), αλλά και γιατί έχει χιούμορ και δεν έχει καθόλου σοβαροφάνεια : πέρα από τό ότι έχει και μια πολύ καλά οργανωμένη αναρχική συνείδηση, που για μένα συμπυκνώνεται (τό ’χω πει τού λόγου μου αλλού  : δεν υπάρχει κατάργηση τής εξουσίας αν δεν καταργηθεί πρώτα η δικιά σου) στη φράση when we say “no” to leaders, we are also saying “no” to ourselves.

πιστεύω λοιπόν ακράδαντα [και όχι γιατί έχω παρακολουθήσει κάθε πτυχή τής πορείας του – συγγραφέας είμαι, και τό σταθερό ενδιαφέρον μου είναι η λογοτεχνία, η οποία όπως είπε και ο ezra pound είναι εργασία πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και ένα επάγγελμα κερατένιο τό οποίο σού ζητάει κάθε μέρα να είσαι στη διάθεσή του, και απορώ πώς βρίσκω καιρό ν’ ασχολούμαι και με τό μπλογκ – αλλά τέλος πάντων αφού ασχολούμαι έστω και με διαλείμματα και με τό μπλογκ ας συμπληρώσω τή σκέψη μου η οποία είναι ότι : ]

ο υποδιοικητής δεν θα προδώσει ποτέ όσα αγαπάει και είμαι σίγουρη πως θα επιμείνει ώς τό τέλος σ’ αυτά που τόν συνδέουν με τόν κόσμο (και όχι σ’ αυτά που θα τόν συνέδεαν με μια καριέρα * ) και ότι επομένως αξίζει τόν κόπο να τόν αγαπάει κανείς : διότι ενσαρκώνει μιαν ελπίδα για τόν αιώνα και τήν χιλιετία που μπήκε : τήν ελπίδα ότι η επανάσταση, η εξέγερση, η αλλαγή στο μυαλό τήν καρδιά και τή ζωή μας, δεν θα γίνει με μέτρο τά συνηθισμένα ώς τώρα – δεν θα γίνει με μέτρο δηλαδή μόνο τήν πείνα αλλά και τήν υπόλοιπη ανθρώπινη κατάσταση : τό να είσαι γυναίκα, παιδί, ομοφυλόφιλος, μαύρη, κίτρινη, κόκκινη, να αγαπάς τήν τέχνη, να μη θέλεις να δουλέψεις για τό κράτος, να μη θέλεις να δουλέψεις για κανέναν – να θέλεις να ζήσεις ελεύθερη κι ευτυχισμένος *

 

                 

 

*  τέτοια πράγματα δεν θα κατορθωθούν βέβαια με τά ανέκδοτα τού περιοδεύοντος σοφού τών βαλκανίων : (τόν όρο «βαλκάνιος» τόν χρησιμοποιώ, όπως ξέρουν όσοι μέ διαβάζουν, ως ηθική κατηγορία και όχι γεωγραφική : ο όρος βαλκάνιος σημαίνει για μένα δηλαδή τόν κακομαθημένο άντρα, λευκής ή άλλης φυλής, που δεν θέλει να ξεκολλήσει από τόν  μισογυνισμό και τήν ξενοφοβία στα οποία τόν έμαθε η οικογένεια και η λοιπή κοινωνία, ακόμα και η αριστερά στην οποία μπορεί να ανήκει, και ο οποίος θεωρεί κάποιου είδους συνδιαλλαγή με τήν εξουσία, επίσης φυσιολογική για τή ζωή του : ακόμα και τό να γίνει εξουσία ο ίδιος δεν τό θεωρεί συνεπώς αποτρόπαιο, αλλά αποτέλεσμα σοφής κατάληξης, σοφής θεωρίας, και σοφής καριέρας.) Και για να ολοκληρώσω ένα προηγούμενο σχόλιo με τήν ευκαιρία : Ένας τέτοιος άντρας είθισται να χρησιμοποιεί τή θεσμοθετημένη βία κατά τού (άλλου) μισού τού πλανήτη, ως ευκαιρία για να γελάσει παρέα με τό (ελεήμον) κοινό του : και δεν τόν αθωώνει τό ότι εξηγεί στο τέλος (3.13΄ λεπτό) – επειδή φοράει και τή μάσκα τού αμερικανού ή τού ευρωπαίου τέλος πάντων – πως «και οι γυναίκες λένε τέτοια ανέκδοτα» : οι γυναίκες μπορεί να λένε, αυτός δεν επιτρέπεται να λέει –

   αλλά οι ευαισθησίες, και η χειραφετημένη συνείδηση, είναι σαφές ότι δεν διδάσκονται (αν δεν έχεις ήδη μέσα σου μια καταραμένη προδιάθεση για τέτοια πράγματα) : ο άντρας αυτού τού είδους γελάει λοιπόν αθώα, και αν τού κάνεις κριτική θα σού πει ότι είσαι και κατά τού γέλιου. Αν ήταν όντως φιλόσοφος όμως, και όχι πασίχαρος περιπλανώμενος δερβίσης, θα τό ήξερε : όπως τό ήξερε καλά ο (ανθρωπολόγος, και καθόλου φιλόσοφος) πιερ μπουρντιέ, που διακήρυξε ότι τό να μιλάει εξ ονόματος τών γυναικών ένας άντρας, είναι έμπρακτη συμμετοχή σε μια μορφή συμβολικής βίας, κατά τήν οποία τό να γίνεις αυτές είναι εύκολο, και είναι ζήτημα δικής σου απόφασης : γιατί (συμβολικά) η ιδιότητα τού «άλλου» είναι ξέφραγο αμπέλι  στη διάθεσή σου – εφόσον είσαι άντρας –

   η πραγματικότητα είναι ανήλεη όμως – δυστυχώς : άλλο λοιπόν εκ γαλλίας κι άλλο εκ σλοβενίας, όπως άλλο εκ κολομβίας κι άλλο εκ μεξικού, ή αργεντινής ( : και πάλι, ηθικής κατηγορίας είναι τά ονόματα τόπων, όχι γεωγραφικής … )

   έτσι τό μεξικό ξάφνου (μπορεί να) έρχεται πολύ κοντά μας – και μάλιστα πολύ κοντύτερα από τή γειτονιά μας τών βαλκανίων : Γιατί ο μεξικάνος διανοούμενος που συμπάσχει με τούς άφωνους στην πατρίδα του και τόν άλλο πλανήτη, δεν φοράει τή μάσκα για να πάρει (και να σφετεριστεί) τή φωνή τους ώστε να κάνει καλύτερη καριέρα σε, οποιοδήποτε, πανεπιστήμιο : φοράει τή μάσκα ως ηχείο, αντηχείο και τηλεβόα, τής φωνής τών άλλων – όταν λέει «είμαι γυναίκα εδώ» και «ομοφυλόφιλος εκεί» τό κάνει δηλαδή με κίνδυνο τής ζωής του, και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει ανέκδοτο : μπορούμε όμως να τόν αγαπάμε

   να τόν αγαπάμε και να τόν θαυμάζουμε (βέβαια) σε πείσμα τών υποκωμικών και υπερκωμικών υπανάπτυκτων φιλοσοφούντων (τό λινκ παραπέμπει σε συνέντευξη για τήν οποία καμάρωσε προ καιρού η εφημερίδα «αυγή»)

    

 

 

 

τό κείμενο που ακούγεται είναι μια συντομευμένη παραλλαγή ενός ποιήματος που δόθηκε αρχικά ως απάντηση από τόν υποδιοικητή
όταν κάποιοι (ευφυείς) κυκλοφόρησαν τή φήμη ότι είναι ομοφυλόφιλος μπας και τόν μειώσουν λίγο στη συνείδηση τών «οπαδών του»
– ως αναρχικός είμαι σίγουρη ότι σιχαίνεται, τόσο τήν τελευταία  λέξη όσο και τήν πραγματικότητα που υπονοεί :
«ναι, ο μάρκος είναι ομοφυλόφιλος… ο μάρκος είναι γκαίη στο σαν φραντσίσκο μαύρος στη νότια αφρική μετανάστης από τήν ασία
στην ευρώπη… αναρχικός στην ισπανία… εβραίος στη γερμανία… τσιγγάνος στην πολωνία… κομμουνιστής τήν εποχή
τού ψυχρού πολέμου και ζωγράφος χωρίς έργα και χωρίς γκαλερί : ειρηνιστής στη βοσνία, νοικοκυρά πνιγμένη στη μοναξιά τό σαββατόβραδο
σ’ όλες τίς γειτονιές και τίς πόλεις τού μεξικού… απεργός… μικροδημοσιογράφος… μια γυναίκα μόνη στο μετρό στις 10 η ώρα τό βράδυ…
είναι ένας αγρότης χωρίς γη, ένας εργάτης χωρίς δουλειά, ένας θλιμμένος φοιτητής, ένας συγγραφέας
που δεν έχει ούτε βιβλία ούτε αναγνώστες, και, φυσικά, είναι ένας ζαπατίστας
στα βουνά τού μεξικού : ο μάρκος είναι ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος
σ’ αυτό τόν κόσμο : είναι οι μειονότητες αυτού τού κόσμου, που καταπιέζονται, που βρίσκονται
στο περιθώριο, που άλλοι τίς εκμεταλλεύονται :
που κάποια στιγμή αντιστέκονται και λένε ‘ώς εδώ’…
ναι, είναι οι μειονότητες που τώρα αρχίζουν
να μπορούν να μιλάνε, και οι πλειονότητες
που καλά θα κάνουν να σκάσουν και ν’ αρχίσουν ν’ ακούνε… είναι
οι άνθρωποι που συναντούν μπροστά τους
τή μισαλλοδοξία και που ψάχνουν να βρουν
έναν τρόπο να εκφραστούν… Ο μάρκος
είναι αυτό που κάνει τήν εξουσία να
ξεβολεύεται, και τήν ήσυχη συνείδηση αυτών που έχουν τήν εξουσία να ανησυχεί»

 

      

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: