διαβάστε κι αυτό
.
.
μεταφράζω μερικές προτάσεις από αυτή τήν εισήγηση που ο μαρκούζε έκανε, στα πλαίσια ενός συνέδριου με θέμα «η διαλεκτική τής
απελευθέρωσης» στο λονδίνο τό 1967 : τό παραπάνω βίντεο περιλαμβάνει μόνο τά πρώτα 8 λεπτά τής εισήγησής του
(«απελευθέρωση από τήν κοινωνία τής αφθονίας») – αλλά ολόκληρο τό κείμενο (στα αγγλικά) βρίσκεται εδώ
(θα μού πει βέβαια κανείς ότι η ίδια η διατύπωση απελευθέρωση από τήν κοινωνία τής αφθονίας σήμερα ηχεί και ειρωνικά
και παράκαιρα, όταν η κοινωνία αυτή τείνει ιλιγγιωδώς πλέον να μετατραπεί σε «παγκόσμια κοινωνία τής
αμεταμφίεστης φτώχειας» : ίσως όμως όχι τόσο ειρωνικά ούτε τόσο παράκαιρα αν σκεφτούμε τίς διαπιστώσεις ακριβώς και τού ίδιου
τού μαρκούζε και τών συνεργατών του τής «κριτικής θεωρίας» για τά στοιχεία που καθορίζουν τό άτομο και τίς (αυτο)ματαιωνόμενες
κατά κανόνα δυνατότητές του να εξεγερθεί εγκαίρως και ριζοσπαστικά ενάντια στη μεταμφιεσμένη ευημερία του – περί αυτού
ακριβώς και τά αποσπάσματα από τόν «μονοδιάστατο άνθρωπο» που ακολουθούν, και θα ακολουθήσουν)
είμαι πολύ ευτυχής που βλέπω τόσα λουλούδια εδωμέσα, και γι’ αυτό θα ’θελα να σάς υπενθυμίσω ότι τά λουλούδια από μόνα τους δεν έχουν καμιά απολύτως δύναμη, άλλην από τή δύναμη τών ίδιων τών αντρών και τών γυναικών που τά φροντίζουν και τά προστατεύουν από τήν επιθετικότητα και τήν καταστροφή
σαν φιλόσοφος χωρίς ελπίδα, και για τόν οποίο η φιλοσοφία έγινε αξεχώριστη από τήν πολιτική, φοβάμαι ότι θα σάς βγάλω σήμερα έναν λόγο μάλλον φιλοσοφικό, οπότε ζητώ τήν επιείκειά σας. Θα μιλήσουμε για τή διαλεκτική τής απελευθέρωσης (που πιστεύω ότι σαν φράση είναι στην πραγματικότητα πλεονασμός, μια που η διαλεκτική όλη είναι μια απελευθέρωση) και για τήν απελευθέρωση όχι μόνο με τή διανοητική της σημασία, αλλά για τήν απελευθέρωση που αγκαλιάζει τό σώμα και τό μυαλό μαζί, τήν απελευθέρωση που αφορά ολόκληρη τήν ανθρώπινη ύπαρξη…
μιλώ εδώ για τήν απελευθέρωση από τήν κοινωνία τής αφθονίας, δηλαδή σαν να λέμε από τίς κοινωνίες τού προηγμένου καπιταλισμού. Τό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε δεν είναι η απελευθέρωση από μια κοινωνία φτώχειας, από μια κοινωνία σε κατάρρευση, ούτε καν στις περισσότερες περιπτώσεις από μια κοινωνία τρόμου, αλλά απελευθέρωση από μια κοινωνία που σε μεγάλο βαθμό έχει αναπτύξει τίς υλικές και ακόμα και τίς μορφωτικές και καλλιτεχνικές ανάγκες τού ανθρώπου…
αυτό σημαίνει πως έχουμε να κάνουμε με τήν απελευθέρωση από μια κοινωνία μέσα στην οποία η έννοια τής απελευθέρωσης δεν έχει καθόλου μαζική βάση…
πιστεύω πως όλοι μας (και θα χρησιμοποιώ αυτό τό «όλοι μας» καθ’ όλη τή διάρκεια τής ομιλίας μου) έχουμε διστάσει πολύ, έχουμε ντραπεί πολύ, ίσως κατανοητά ντραπεί, να επιμείνουμε στα ουσιώδη, στα ριζοσπαστικά στοιχεία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, να επιμείνουμε στην ποιοτική διαφορά της από τίς κατεστημένες κοινωνίες…
έχουμε, για να τό πούμε έτσι, καταστείλει πολλά απ’ αυτά που θα ’πρεπε να ’χουμε πει, απ’ αυτά που θα ’πρεπε να ’χουμε τονίσει…
εάν σήμερα αυτά τά ουσιώδη χαρακτηριστικά, αυτά τά αληθινά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά που θα έκαναν τή σοσιαλιστική κοινωνία να είναι η οριστική άρνηση όλων τών κοινωνιών που έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα, εάν αυτή η ποιοτική διαφορά σήμερα παρουσιάζεται σαν Ουτοπική, σαν ιδεαλιστική, σαν μεταφυσική, ε ακριβώς μ’ αυτήν τή μορφή πρέπει να εμφανίζονται αυτά τά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά : αν πρόκειται ν’ αποτελέσουν πράγματι τήν οριστική άρνηση τής κατεστημένης κοινωνίας…
ο βάλτερ μπένγιαμιν βάζει κάπου μαρτυρίες από τίς μέρες τής παρισινής κομμούνας : πως σ’ όλες τίς γειτονιές τού παρισιού άνθρωποι πυροβολούσαν τά ρολόγια πάνω στα κωδωνοστάσια τών εκκλησιών ή τίς στέγες τών ανακτόρων ή αλλού, εκφράζοντας μ’ αυτόν τόν τρόπο συνειδητά ή και μισοσυνείδητα τήν ανάγκη που ένιωθαν ο χρόνος κατά κάποιον τρόπο να σταματήσει : πως εκείνο τουλάχιστον τό κυρίαρχο, τό κατεστημένο συνεχές τού χρόνου έπρεπε να διακοπεί, κι ένας νέου είδους χρόνος να ξεκινήσει – θέλοντας έτσι να τονίσουν με κάθε τρόπο τήν ποιοτική διαφορά και τήν ολοκληρωτική ρήξη που έπρεπε να υπάρξει ανάμεσα στην παλιά κοινωνία και τήν καινούργια…
μ’ αυτήν τήν έννοια θα μ’ άρεσε να συζητήσω εδώ μαζί σας για τά καταχωνιασμένα (καταπιεσμένα) προαπαιτούμενα τής ποιοτικής αλλαγής. Λέω επίτηδες «τής ποιοτικής αλλαγής» και όχι «τής επανάστασης» γιατί έχουμε ήδη δει πάρα πολλές επαναστάσεις κατά τίς οποίες τό συνεχές τής καταστολής και τής καταπίεσης διατηρήθηκε, επαναστάσεις που αντικατέστησαν απλώς τό ένα σύστημα κυριαρχίας μ’ ένα άλλο. Πρέπει ν’ αποκτήσουμε συνείδηση τών ουσιωδώς νέων χαρακτηριστικών που θα συντελέσουν στο ν’ αποτελέσει η ελεύθερη κοινωνία τήν συγκεκριμένη τήν καθαρή άρνηση τών κατεστημένων κοινωνιών – και πρέπει ν’ αρχίσουμε να τά διαμορφώνουμε αυτά τά χαρακτηριστικά, χωρίς να μάς νοιάζει πόσο μεταφυσικοί, χωρίς να μάς νοιάζει πόσο Ουτοπικοί, και θα ’λεγα ακόμα χωρίς να μάς νοιάζει και πόσο γελοίοι μπορεί να φανούμε στα μάτια τών κανονικών ανθρώπων όλων τών παρατάξεων, και τής δεξιάς και τής αριστεράς…
απελευθέρωση σημαίνει και προϋποθέτει ν’ ανοίξει και να ενεργοποιηθεί μια βαθύτερη διάσταση στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτή η πλευρά της που βρίσκεται μαζί και κάτω από τήν παραδοσιακή υλική της βάση : όχι μια ιδεαλιστική διάσταση που βρίσκεται πάνω από τήν υλική της βάση και τήν περιφρονεί, αλλά μια διάσταση ακόμα πιο υλική από τήν υλική της βάση, μια διάσταση που αποτελεί τό θεμέλιο τής υλικής της βάσης
η έμφαση που δίνω σ’ αυτή τή νέα διάσταση δεν σημαίνει καθόλου ότι θέλω να βάλω στη θέση τής πολιτικής τήν ψυχολογία, αλλά μάλλον τό ακριβώς αντίθετο : σημαίνει τελικά ότι πρέπει να καταλάβουμε πως η κοινωνία έχει εισβάλει και στις βαθύτερες γωνιές και ρίζες τής ατομικής ύπαρξης, έχει καταλάβει ακόμα και τό ασυνείδητο τού ανθρώπου. Πρέπει να μπούμε στις ρίζες τής κοινωνίας καταδυόμενοι στα βάθη τών ίδιων τών ατόμων, τών ατόμων που, υποκείμενα στους μηχανισμούς τής κοινωνίας, σταθερά και μόνιμα αναπαράγουν τό συνεχές τής καταπίεσης ακόμα και στη διάρκεια τών μεγαλύτερων επαναστάσεων…
η διαλεκτική τής απελευθέρωσης, μετατρεπόμενη καθοδόν από ποσότητα σε ποιότητα, θα προκαλέσει, ας τό ξαναπώ, ένα ρήγμα σ’ αυτό τό συνεχές τής καταπίεσης, που φτάνει στη βαθύτερη διάσταση τού ίδιου τού ανθρώπινου οργανισμού…
τό εργαστηριακό πείραμα η επιστήμη κι η τεχνολογία θα μπορούσαν, αλλά και θα ’πρεπε κιόλας, να γίνουν ένα παιχνίδι με τίς ώς τώρα κρυμμένες – μεθοδικά κρυμμένες και μπλοκαρισμένες – δυνατότητες τών ανθρώπων και τών πραγμάτων, τής κοινωνίας και τής φύσης
κι αυτό είναι ένα απ’ τά παλιότερα όνειρα κάθε ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής : σημαίνει ότι η δημιουργική φαντασία, κι όχι μόνο ο ορθολογισμός τής «αρχής τής αποτελεσματικότητας», μπορεί να γίνει δύναμη παραγωγική και να οδηγήσει στη μεταμόρφωση τού κοινωνικού και τού φυσικού σύμπαντος : σημαίνει ότι μια νέα μορφή πραγματικότητας μπορεί να κάνει τήν εμφάνισή της, που θα ’ναι και τό αποτέλεσμα και τό μέσο για τήν ανάπτυξη και τής λογικής και τής ευαισθησίας τού ανθρώπου
κι εδώ θα ρίξω τή φοβερή ιδέα : αυτό θα ’ταν μια πραγματικότητα «αισθητικής φύσεως» : η κοινωνία σαν έργο τέχνης : είναι η πιο Ουτοπική, η πιο ριζοσπαστική πιθανότητα για τήν απελευθέρωση σήμερα…
μετάφραση στα ελληνικά © σημειωματάριο κήπων 2010
marcuse@history.ucsb.edu
μετά από τή διακοπή λοιπόν που μεσολάβησε διά λόγους ανωτέρας και κατωτέρας βίας, συνεχίζω σήμερα να διαλέγω αποσπάσματα από τόν «μονοδιάστατο άνθρωπο» τού χέρμπερτ μαρκούζε
είμαστε στο 2ο κεφάλαιο (τά αποσπάσματα τής εισαγωγής και τού 1ου κεφάλαιου (από τό πρώτο μέρος) βρίσκονται εδώ και εδώ)
μέρος πρώτο : η μονοδιάστατη κοινωνία / κεφάλαιο
δεύτερο : η περιχαράκωση τής πολιτικής ζωής
τά παραδοσιακά ανατρεπτικά στοιχεία έχουν εξαφανιστεί ή απομονωθεί και όσοι απειλούσαν τήν τάξη έχουν εξουδετερωθεί
η οικονομία αλληλοκαλύπτεται με ένα παγκόσμιο σύστημα στρατιωτικών συμμαχιών, νομισματικών συμφωνιών, τεχνικής βοήθειας και σχεδίων ανάπτυξης· οι εργάτες ταυτίζονται σιγά–σιγά με τούς υπάλληλους κι οι συνδικαλιστές με τούς διευθυντές τών εργοστασίων, οι διασκεδάσεις και οι επιθυμίες τών διαφόρων τάξεων γίνονται ομοιόμορφες· μια προκαθορισμένη αρμονία βασιλεύει ανάμεσα στις επιστημονικές έρευνες και στους εθνικούς στόχους· τέλος μέσα στα σπίτια έχει εισβάλει η κοινή γνώμη και στην κρεβατοκάμαρα η τηλεόραση
στη σφαίρα τής πολιτικής, αυτές οι τάσεις εκδηλώνονται με τήν ξεκάθαρη ή σχεδόν ξεκάθαρη εξομοίωση τών διαφωνούντων
η εξομοίωση αυτή επεκτείνεται και στην εσωτερική πολιτική, όπου γίνεται όλο και περισσότερο δύσκολο να διακρίνουμε μια κάποια διαφορά ανάμεσα στα προγράμματα τών μεγάλων κομμάτων· έχουν τόν ίδιο βαθμό υποκρισίας και χρησιμοποιούν τά ίδια κλισέ
στο βαθμό που η ατομική και δημόσια ύπαρξη έχει εμφιαλωθεί μέσα στον κατεστημένο τεχνικό μηχανισμό – που είναι τό μέσο ελέγχου και συνοχής ενός πολιτικού συνόλου όπου έχουν ενσωματωθεί οι εργαζόμενες τάξεις – στον ίδιο βαθμό είναι αναγκαία, για μια ποιοτική μετατροπή, η αλλαγή τής ίδιας τής τεχνολογικής δομής. Για να γίνει όμως μια τέτοια αλλαγή, θα έπρεπε οι εργαζόμενες τάξεις να είναι και με τήν ίδια τους ακόμη τήν ύπαρξη «α π ο ξ ε ν ω μ έ ν ε ς» απ’ αυτό τό σύνολο, θα έπρεπε να τούς φαίνεται αδύνατο να συνεχίσουν να ζουν μέσα σ’ αυτόν τόν κόσμο, θα έπρεπε να είναι γι’ αυτές ζήτημα ζωής και θανάτου η ανάγκη μιας ποιοτικής αλλαγής. Η άρνηση θα έπρεπε να προϋπάρχει τής αλλαγής. Η άποψη ότι οι ιστορικές απελευθερωτικές δυνάμεις πρέπει να αναπτυχθούν σ τ ο ε σ ω τ ε ρ ι κ ό τής κατεστημένης κοινωνίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος τής μαρξιστικής θεωρίας
οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν πια ούτε να φανταστούν, με τή στενή έννοια, έναν κόσμο με ποιοτικά διαφορετικό λόγο και πράξη, μια και η κοινωνία καταπνίγει κάθε προσπάθεια αντίθεσης και καθορίζει τή φαντασία. Όσοι βρίσκονται στις ζώνες πείνας τής κοινωνίας τής αφθονίας γίνονται αντικείμενα τόσο κτηνώδικης μεταχείρισης που αναβιώνει τά μεσαιωνικά βασανιστήρια και μερικά άλλα πιο πρόσφατα. Όσο για τούς άλλους, λιγότερο απόκληρους, η κοινωνία απαντά στην ανάγκη τους για ελευθερία ικανοποιώντας ανάγκες που κάνουν υποφερτή κι ίσως ανυποψίαστη τή σκλαβιά
η μηχανοποιημένη εργασία, που στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από αυτόματες και μισοαυτόματες αντιδράσεις, είναι πάντα μια απασχόληση που σκεπάζει ολόκληρη τή ζωή, είναι πάντα μια εξαντλητική, αποκτηνωτική, απάνθρωπη σκλαβιά
αυτή η μορφή υποδούλωσης «ανώτερης ποιότητας» δεν διαφέρει ουσιαστικά απ’ αυτή που ασκείται πάνω στη δακτυλογράφο, πάνω στον τραπεζικό υπάλληλο, πάνω στον πωλητή και στην πωλήτρια που συνέχεια είναι στο πόδι, πάνω στον εκφωνητή τής τηλεόρασης. Η ισοπέδωση, η ρουτίνα, εξομοιώνουν τίς παραγωγικές με τίς μη παραγωγικές εργασίες. Ο προλετάριος τών περασμένων εποχών τού καπιταλισμού ήταν πραγματικά τό ζώο που κάλυπτε με τή δουλειά τού κορμιού του τίς ανάγκες και τίς πολυτέλειες τής ζωής, ενώ αυτός ζούσε μέσ’ στην ταπεινοσύνη και τή φτώχεια. Ήταν έτσι μια «ζωντανή» άρνηση τής κοινωνίας του. Αντίθετα, ο εργάτης τών προχωρημένων τμημάτων τής τεχνολογικής κοινωνίας, αισθάνεται πολύ λιγότερο τήν ανάγκη αυτής τής άρνησης. Όπως κι όλα τά άλλα ανθρώπινα αντικείμενα τού κοινωνικού καταμερισμού τής εργασίας, βρίσκεται σε μια πορεία ενσωμάτωσης στην τεχνολογική κοινωνία. Στους τομείς με μεγαλύτερο βαθμό αυτοματισμού, ένα είδος τεχνολογικής κοινότητας συνενώνει τά άτομα στη δουλειά τους. Η μηχανή μοιάζει να επιβάλλει στους χειριστές της έναν υπνωτικό ρυθμό
η μηχανική διαδικασία μέσα στον τεχνολογικό κόσμο καταστρέφει ό,τι μυστικό και κρυφό έχει η ελευθερία, συνενώνει δουλειά και σεξουαλικότητα σ’ έναν αυτόματο και ασυνείδητο ρυθμικό αυτοματισμό
οι δούλοι τού βιομηχανικού πολιτισμού μπορεί να είναι εκλεπτυσμένοι δούλοι, αλλά είναι δούλοι, γιατί η δουλεία δεν ορίζεται «από τήν υποταγή, ούτε από τή σκληρή δουλειά, αλλά απ’ τή μεταβολή τού ανθρώπου σε εργαλείο κι από τή μετατροπή του σε πράγμα» (φρανσουά περρού, 1958)
η καθαρή μορφή σκλαβιάς είναι : να υπάρχει σαν εργαλείο, σαν πράγμα. Ακόμη κι αν τό πράγμα είναι έμψυχο, αν διαλέγει μόνο του τήν υλική και πνευματική του τροφή, ακόμη κι αν δεν καταλαβαίνει ότι είναι ένα πράγμα, ακόμη κι αν είναι όμορφο, καθαρό, ζωηρό, δεν παύει να είναι υποδουλωμένο
τό επιχείρημα τής ιστορικής καθυστέρησης, ότι δηλαδή η απελευθέρωση πρέπει να γίνεται βίαια και από τήν κυβέρνηση σε συνθήκες κυριαρχικής πνευματικής και υλικής ανωριμότητας, είναι τό οχυρό τού σοβιετικού μαρξισμού· ακόμη, τό υποστήριξαν και όλοι οι θεωρητικοί τής «διαπαιδαγωγητικής δικτατορίας», από τόν πλάτωνα μέχρι τόν ρουσσώ. Είναι εύκολο να ειρωνευτούμε αυτό τό επιχείρημα, είναι όμως δύσκολο να τό απορρίψουμε : έχει τό προσόν να παραδέχεται χωρίς πολλή υποκρισία τίς υλικές και πνευματικές συνθήκες που φράζουν τό δρόμο για έναν πραγματικό και νοητικό αυτοκαθορισμό
ακόμα, κάτω απ’ τό επιχείρημα αυτό διαφαίνεται μια ιδεολογία ανελεύθερη, μια ιδεολογία που συγκαλυμμένα λέει ότι η ανθρώπινη ελευθερία μπορεί να ανθίσει μέσα σε μια ζωή δουλειάς, φτώχειας και ηλιθιότητας
και στο βαθμό που οι σκλάβοι διαπαιδαγωγούνται να ζουν σαν σκλάβοι, για να μένουν ευχαριστημένοι μ’ αυτή τήν κατάσταση, είναι αναγκαίο να έρχεται η απελευθέρωσή τους από τά έξω, από τά πάνω. Θα «υποχρεωθούν να είναι ελεύθεροι», θα υποχρεωθούν «να βλέπουν τά πράγματα όπως είναι, και κάποτε–κάποτε όπως θάπρεπε νάναι», θα υποχρεωθούν να μπουν «στο σωστό δρόμο», που στην αναζήτησή του βρίσκονται (ρουσσώ)
παρ’ όλη τήν αλήθεια του όμως, τό επιχείρημα αυτό δεν μπορεί ν’ απαντήσει στο ερώτημα που γίνεται όλο και πιο πιεστικό με τόν καιρό : ποιος καθοδηγεί τούς καθοδηγητές, και ποια απόδειξη υπάρχει ότι κατέχουν «τό σωστό»; Και δεν αλλάζει τίποτα στο ερώτημα τό γεγονός ότι μπορεί να γίνει και για μερικές δημοκρατικές μορφές κυβέρνησης, όπου οι βασικές αποφάσεις σχετικά με τό τί είναι καλό για τό έθνος παίρνονται από αιρετούς αντιπροσώπους (ή μάλλον οπισθογραφούνται από αιρετούς αντιπροσώπους) – αντιπροσώπους που εκλέγονται κάτω από συνθήκες αποτελεσματικού και ελεύθερα αποδεκτού ετεροκαθορισμού. Η «διαπαιδαγωγητική δικτατορία» μπορεί να επικαλεσθεί για τήν υπεράσπισή της τό επιχείρημα (αρκετά αδύνατο άλλωστε) ότι η τρομερή κακοδαιμονία που δημιουργεί δεν είναι τρομερότερη, ούτε χειρότερη από τήν κακοδαιμονία που δημιουργούν οι μεγάλες φιλελεύθερες και αυταρχικές κοινωνίες
όμως, αντίθετα με τίς θολές ιδεολογικές συνταγές, η διαλεκτική λογική τονίζει τό γεγονός ότι οι σκλάβοι πρέπει να είναι κιόλας ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι για να διεκδικήσουν τήν απελευθέρωσή τους, προτού μπορέσουν να γίνουν τέτοιοι κι ότι ο σκοπός πρέπει να κατοπτρίζεται και στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τήν επίτευξή του. Ο μαρξ τό έχει υπόψη του αυτό όταν λέει ότι η απελευθέρωση τής εργατικής τάξης πρέπει να είναι αποτέλεσμα τής δράσης τής ίδιας τής εργατικής τάξης. Ο σοσιαλισμός πρέπει να γίνει μια πραγματικότητα απ’ τήν πρώτη κιόλας πράξη τής επανάστασης γιατί πρέπει να βρίσκεται έτοιμος μέσα στη συνείδηση και στη δράση αυτών που κάνουν τήν επανάσταση
η ανάπτυξη τής κομμουνιστικής κοινωνίας, σήμερα, βρίσκεται σε διαμετρική αντίθεση μ’ αυτή τήν οπτική
η σταλινική εκβιομηχάνιση συντελέστηκε μέσα σε κατάσταση «εχθρικής συνύπαρξης» κι αυτό ίσως εξηγεί τόν τρομοκρατικό της χαρακτήρα· παράλληλα όμως έθεσε σε κίνηση τίς δυνάμεις που κάνουν τήν τεχνική πρόοδο μέσο διαρκούς καταπίεσης. Τά μέσα καταστρέφουν τόν σκοπό
η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία δεν περιόρισε αλλά πολλαπλασίασε τίς παρασιτικές και αλλοτριωμένες λειτουργίες (που προορίζονται για τήν κοινωνία σαν σύνολο αλλά και για τό άτομο). Η δημοσιότητα, οι δημόσιες σχέσεις, η διαπαιδαγώγηση, η οργανωμένη σπατάλη δεν είναι πια μη παραγωγικές δαπάνες, αλλά είναι τμήμα τών βασικών παραγωγικών δαπανών
η τέτοια διαμόρφωση τών πραγμάτων, όσον καιρό διαρκέσει, θα χαμηλώσει τήν αξία χρήσης τής ελευθερίας· γιατί στο κάτω–κάτω να θέλουμε αυτοκαθορισμό τής ζωής μας, μια και η ετεροκαθοριζόμενη ζωή είναι η άνετη ζωή κι ακόμα η «καλή» ζωή ; Πάνω σ’ αυτή τήν ορθολογιστική και υλική βάση συντελείται η ενότητα τών αντιθέτων και γίνεται δυνατή μια μονοδιάστατη πολιτική συμπεριφορά
στο πιο προχωρημένο στάδιο τού καπιταλισμού, η κοινωνία είναι ένα σύστημα ελεγχόμενου πλουραλισμού, όπου οι αντιμαχόμενοι θεσμοί συνενώνονται στην εδραίωση τής εξουσίας τού συνόλου πάνω στο άτομο
ανάμεσα στους κυρίαρχους θεσμούς δεν συμπεριλαμβάνονται όσοι τούς αμφισβητούν στο σύνολό τους. Η κυρίαρχη εξουσία προσπαθεί να θωρακίσει τό κοινωνικό σύνολο ενάντια σε κάθε άρνηση, είτε έρχεται απ’ έξω, είτε από μέσα
ο πλουραλισμός έχει μια απατηλή ιδεολογική υφή. Δεν περιορίζει τή χειραγώγηση και τήν συναρμογή, αντίθετα τίς γενικεύει· δεν εμποδίζει τήν αναπόφευκτη ενσωμάτωση, τήν διευκολύνει. Οι φιλελεύθεροι θεσμοί ανταγωνίζονται με τούς αυταρχικούς θεσμούς στο να κάνουν τόν Εχθρό μια θανάσιμη απειλή σ τ ο ε σ ω τ ε ρ ι κ ό τού συστήματος. Κι αν η θανάσιμη αυτή απειλή είναι κίνητρο για τήν ανάπτυξη τής παραγωγικότητας και τής πρωτοβουλίας, αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή ο «τομέας» τής άμυνας αποκτά αποφασιστική οικονομική σημασία και επιρροή, αλλά γιατί η κοινωνία στο σύνολό της γίνεται μια κοινωνία άμυνας. Γιατί ο Εχθρός είναι διαρκώς παρών. Δεν εμφανίζεται μόνο επεισοδιακά στις στιγμές κρίσης, αλλά είναι παρών και στη φυσιολογική κατάσταση τών πραγμάτων. Είναι τό ίδιο απειλητικός σε καιρό ειρήνης όπως και σε καιρό πολέμου (ίσως τόν καιρό τής ειρήνης να είναι πιο απειλητικός)· έχει λοιπόν κι αυτός τή θέση του στο σύστημα, είναι ένα στοιχείο τής συνοχής του
η παραφροσύνη τού συνόλου τού συστήματος δικαιολογεί τούς παραλογισμούς τών μερών του και μετατρέπει σε ορθολογιστική επιχείρηση μια σειρά από εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα
ακόμη και οι πιο φριχτοί υπολογισμοί έχουν ορθολογισμό : για παράδειγμα, καλύτερα να εξοντωθούν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι παρά δέκα, είκοσι, και λοιπά. Μάταια τονίζεται ότι ένας πολιτισμός που δικαιολογεί τήν άμυνά του με τέτοιους υπολογισμούς, υπογράφει τή θανατική του καταδίκη
τά πολιτικά κόμματα συναγωνίζονται άραγε για τό ποιο θα οδηγήσει στην ειρήνη ή για τό ποιο θα κάνει τή βιομηχανία εξοπλισμού ισχυρότερη και δαπανηρότερη ; Η παραγωγή άραγε τής «αφθονίας» δουλεύει για τήν ικανοποίηση τών ακόμη ανικανοποίητων αναγκών ή αντίθετα τήν καθυστερεί ; Αν οι πρώτες υποθέσεις είναι σωστές /…/ τότε η δημοκρατία είναι τό αποτελεσματικότερο σύστημα καταπίεσης
η εικόνα τού Κράτους τής ευημερίας που σκιαγραφήθηκε στις προηγούμενες παραγράφους έχει τά χαρακτηριστικά μιας ερμαφρόδιτης κτηνωδίας που βρίσκεται ανάμεσα στον οργανωμένο καπιταλισμό και στον σοσιαλισμό, ανάμεσα στη σκλαβιά και τήν ελευθερία, ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό και τήν ευτυχία
ακόμη κι ο καλύτερα οργανωμένος καπιταλισμός χρησιμοποιεί τίς κοινωνικές ανάγκες σαν ρυθμιστές τής οικονομίας /…/ δηλαδή συνεχίζει να συνδέει τήν πραγματοποίηση τών γενικών συμφερόντων με τίς ιδιωτικές επενδύσεις και τά ιδιωτικά συμφέροντα
δρώντας έτσι, κρατάει ανοιχτή τή σύγκρουση /…/ ανάμεσα στην προοδευτική κατάργηση τής εργασίας και στην ανάγκη να διατηρηθεί η εργασία σαν πηγή κέρδους
αυτή η σύγκρουση διαιωνίζει τίς απάνθρωπες συνθήκες ζωής για όσους βρίσκονται στη βάση τής κοινωνικής πυραμίδας – για όσους ζουν στο περιθώριο και για όσους είναι φτωχοί, για όσους δεν χρησιμοποιούνται και δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν : τίς καταδιωκόμενες έγχρωμες φυλές, τούς τρόφιμους τών φυλακών, τούς τρόφιμους τών ψυχιατρικών κλινικών
αν τα δυο μοναδικά «κυρίαρχα» κοινωνικά συστήματα στον σύγχρονο κόσμο, μοιραία, εξαρτώνται στενά τό ένα απ’ τό άλλο, αυτό συμβαίνει γιατί η ρήξη ανάμεσα στην πρόοδο και στην πολιτική, ανάμεσα στον άνθρωπο και στους αφέντες του έχει γίνει καθολική
όταν ο καπιταλισμός συγκρούεται με τόν κομμουνισμό και τόν προκαλεί, συγκρούεται ταυτόχρονα με τίς ίδιες του τίς δυνατότητες : μπορεί να αναπτύξει με θεαματικό τρόπο όλες τίς παραγωγικές του δυνάμεις – αν τά ιδιωτικά συμφέροντα, που για λόγους κερδοσκοπικούς τόν εμποδίζουν να προχωρήσει σ’ αυτή τήν ανάπτυξη, υποταχτούν σ’ αυτές
όταν ο κομμουνισμός συγκρούεται με τόν καπιταλισμό και τόν προκαλεί, συγκρούεται ταυτόχρονα με τίς ίδιες του τίς δυνατότητες : θεαματικές ανέσεις, ελευθερίες, μια λιγότερο πιεστική ζωή. Και τά δυο συστήματα έκαναν αυτές τίς δυνατότητες αγνώριστες. Για τόν ίδιο λόγο και στις δυο περιπτώσεις, σε τελευταία ανάλυση : αντιμάχονται μια μορφή ζωής που θα υπονόμευε τά θεμέλια τής καταπίεσης.
© για τή μετάφραση : «herbert marcuse / ο μονοδιάστατος άνθρωπος» μετάφραση μπάμπη λυκούδη / εκδόσεις παπαζήση 1971
1η έκδοση : one–dimensional man © boston : beacon 1964 (και : 1968, 1991 με καινούργια εισαγωγή τού douglas kellner)
( τήν επόμενη φορά : αποσπάσματα από τό τρίτο κεφάλαιο)
τό πρώτο βίντεο από μια σειρά συνεντεύξεων τού μαρκούζε, (ίσως) στην αγγλική τηλεόραση,
(από τό 3ο λεπτό και μετά απολαυστική είναι η (ευγενέστατα) ειρωνική του αντίδραση όταν ο συνομιλητής του
τόν ονομάζει «μέντορα» τών εξεγέρσεων τού ’60 : «δεν διατέλεσα μέντορας : οι φοιτητές τής γενιάς που εξεγέρθηκε δεν είχαν
καμία ανάγκη ούτε από μπαμπά ούτε από παππού για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σ’ αυτή τήν
κοινωνία…» και ενδιαφέρον επίσης έχει σίγουρα η εξήγηση που δίνει (μετά τό 6ο λεπτό) για τήν
περιρρέουσα ατμόσφαιρα «κατά τών διανοουμένων»