σημειωματαριο κηπων

25 Μαρτίου 2016

ευχαριστω, κυριε παπαδιαμαντη

 

 

 

«Τον ειδα σκυμμενον ωρας ολοκλήρους εις γραφεια εφημεριδων, να μεταφραζη αρθρα, μυθιστορηματα, ειδησεις, τηλεγραφηματα, χαμενον παντα πισω απο ενα βουνον αγγλικων εφημεριδων, περιοδικων, βιβλιων.

Για τις εφημεριδες οπου συνεργασθηκε [ ] δεν ητανε ο μεγαλος διηγηματογραφος, ητανε [ ] ο ταπεινος μεταφραστης.

Στο “Αστυ” εφτανε αργα παντα, τρυπωνε στο γραφειο του, χωρις να πλησιαση  κανεναν και ριχνοτανε στη δουλειά, για να ξαναφυγη παντα με τον ιδιο τροπο. Καποτε τον εβλεπα μόνο να μπαινη μεσα στο γραφειο τού κ. Κακλαμάνου, αλαφροπατωντας σαν ησκιος, να προχωρη προς το τραπεζι τού διευθυντη, ν’ αφηνη τα χειρογραφα του, χωρις να πη λεξη, και να φευγη βιαστικα, περπατωντας συρριζα στον τοιχο, [ ] Οσοι δεν τον γνώριζαν, καθως ητανε κακοντυμενος, με ξεφτισμενες παντα τις ακρες τών μανικιων του, μπορουσαν να τον παρουν και για υπηρετη τού γραφειου. Και μόνο ο σεβασμος, με τον οποίον ο κ. Κακλαμανος τού ξαναλεγε, καθε φορά, παιρνοντας τα χειρογραφα του : “ευχαριστω, κυριε Παπαδιαμαντη…”, σκορπιζε την ανάξια αυτη, αλλά τοσο φυσικη, παρεξηγηση.» *

 

σαν να μιλουσε τουλαχιστον για μενα (και κανονικα για ολους μας) αυτος ο (αγνωστος μου) κ. κακλαμανος, λεγοντας του καθε φορά αυτο το «ευχαριστω κυριε Παπαδιαμαντη» (κι ουτε κυριε Κοσμοκαλογερε, ουτε κυριε Αγιε των γραμματων μας, ουτε κυριε Μπαρμπαλεξανδρε, ουτε καμιά αλλη απ’ αυτες τις, συνηθισμενες στην ελληνικη θρησκευόμενη ευρηματικη αμετροεπεια, μαλακιες)

ο παπαδιαμαντης εξακολουθει να μην αναγιγνωσκεται σωστα κατα τη γνωμη μου στη χωρα αυτη οπου υποτιθεται οτι μιλαει την ιδια γλωσσα μαζι του, και καμία εντυπωση δεν μου κανει που ο μόνος (κριτικος) που τον διαβασε καπως σωστα ηταν αλλογλωσσος** . Με τον παπαδιαμαντη μάς χωριζει θα ’λεγε κανείς οχι μόνο η ίδια γλωσσα (που κι αυτη μάς χωριζει) οσο η ίδια χωρα : κι οταν λεω γλωσσα δεν εννοω την «καθαρευουσα του» – οταν ειμαστε εμεις στο σχολείο χρησιμοποιουσαμε γλωσσαρι για τη δημοτικη του – οσο ακριβως μάς χωριζουν οι ίδιοι άνθρωποι που τοτε τον εβλεπαν με σεβασμο ως υπηρετη (ή τελος παντων και κατα παραχωρηση φτωχον) και σημερα με τον ιδιο ανιδεο και ιδιοτελη σεβασμο ως θρησκευομενο ανθρωπο. Πιθανως αν ηταν γαλλος ή γερμανος οι παρεξηγησεις να μην υπηρχαν (ή να ειχαν ηδη διαλευκανθει), γραφοντας στα ελληνικα δεν τον χωραει – ακομα και σημερα – ο τοπος.

παρ’ ολ’ αυτα, ή ακριβως γι’ αυτα, ειναι ακρως (και επιθετικα) ερωτικος, και ακρως (και ανυποταχτα) ερωτευμενος συγγραφεας ο παπαδιαμαντης : μη γελιομαστε, θρησκευόμενη και χρηστομαθή ηθογραφια εκαναν πολλοι και οχι μόνο συγχρονοι του, αλλά μαλιστα και συγγενεις του : Να πω λοιπον τωρα κι εγω ενα ανεκδοτακι : Πριν απο χρονια, τοτε που ημουν πολυ μεγαλυτερη απ’ ο,τι ειμαι τωρα, και ζουσα σε μια πολυ πιο μακάρια εποχη απ’ αυτη που ζω τωρα και ειχα τριγυρω και φιλους και ημουν και ερωτευμενη με τη ζωη μου, ειχα ολη τη μακαρια διαθεση – και τις μακαριες ομολογουμενως συνθηκες – να διαβαζω καθε χρονο, φτου κι απ’ την αρχη, ολα τα μυθιστορηματα τού ντοστογιεφσκυ και ολα τα διηγηματα τού παπαδιαμαντη

για τον ρωσο ειχαμε ως γνωστο την τυχη στην ελλαδα τών μεταφρασεων τού αρη αλεξανδρου στις εκδοσεις γκοβοστη (στις οποιες μεταφρασεις χώθηκαν κατα καιρους και δύο γυναικες – τη μία την κοραλία μακρη τη θυμαμαι, της αλλης δυστυχως το ονομα το ξεχναω – μολονοτι αυτην τη δευτερη, μια γλυκύτατη γηραια κυρια, την ειχα συναντησει μια μερα στο βιβλιοπωλειο στην πεσμαζόγλου (ανεβαινοντας εγω τα σκαλακια μετα απο μια αγορα, κατεβαινοντας, πολυ προσεκτικα, εκεινη) – την προσφωνησανε με σεβασμο οι υπαλληλοι γι’ αυτο και την αναγνωρισα κι εγω (και νά που τωρα δεν θυμαμαι τ’ ονομα της…))*** πρεπει λοιπον παρεμπιπτοντως να πω, με τη δεουσα αιδω και καταισχυνη, οτι το μόνο βιβλιο τού ντοστογιεφσκυ που δεν μού αρεσε καθολου (εκτος απο μερικες σκηνες) και που εξαυτου ποτέ δεν το ξαναδιαβαζα, ητανε το «εγκλημα και η τιμωρια» : το ευρισκα ιδιαιτερα διδακτικο (ελεγα) ισως, δεν ξερω γιατι, παντως δεν μου αρεσε. Δεν με απασχολησε ομως και καθολου το ζητημα – μεχρι που εκδοθηκε η (ακρως καθαρευουσιανικη φυσικα) μεταφραση τού παπαδιαμαντη, που την πηρα για να την κανω καπου δωρο και αποφασισα πριν τη δωσω να της ριξω μια ματιά : Λοιπον ουτε που την εδωσα δωρο και ουτε που αφησα κατω το βιβλιο σχεδον μεχρι να τελειωσει – κι αυτο ειναι πια απο τα πραγματα που αγγιζουν περιπου τα ορια του υπερφυσικου : εκτος κι αν καταλαβει κανεις (εστω και αργα δηλαδη) (στο συνολο του δηλαδη πια) τον παπαδιαμαντη :

το βιβλιο δηλαδη στη μεταφραση τού παπαδιαμαντη, με ολη κεινη του την αφυσικη υποτιθεται καθαρευουσα, δεν απεπνεε ουτε κουκουτσι διδακτικοτητας, και επιπλεον ξεχειλιζε απεριγραπτα απο ερωτα : οχι ευγενη αισθηματα και αγαπες και τετοια – ενδεικτικα και κυριολεκτικα, θυμαμαι καθισα μετα και συγκρινα, οτι οντως, εκει που οι αλλοι μεταφραζανε «αγαπη» ο κοσμοκαλογερος μετεφραζε «έρωτα» – που αναρωτηθηκα κι εγω χαζα αν ειχα συνειδητοποιησει στο παρελθον τον ογκο τού ενσωματωμενου και μασιφ και ανεκδιηγητου (κυριολεκτικα ανεκδιηγητου εδω) ερωτισμου στη γλωσσα και τις υποθεσεις και τις προθεσεις τού καθημας (δλδ τους κριτικους (μας)) αγίου. Ομως για να γινω πιο ακριβης : πρεπει να τα ειχα δει φυσικα, και να τα ειχα νιωσει, ομως δεν τα ειχα καταλαβει – διοτι διαβαζοντας τον παπαδιαμαντη καθε χρονο, με παρασερνε το συμπαν : συνεπως επρεπε να εισβαλει στη ζωη μου «διαμεσολαβημενος» μεσω μεταφρασης ο σκιαθιτης, για να εκβαλει ακολουθως και «αμεσα» μετα ο ερωτισμος τού συμπαντος του εις την νησον της βλακειας και της τυφλωσης μου.

ακριβως (υποθετω) διοτι ποτέ μεχρι τοτε δεν ειχα αναρωτηθει τί ηταν αυτο που με συνεπαιρνε και με υπνωτιζε, τι πραγμα ηταν αυτη η χαρα που ενιωθα διαβαζοντας τον παπαδιαμαντη (καθε χρονο, φτου κι απ’ την αρχη). Για τον ρωσο δεν απορουσα, ηξερα και ημουνα εντελως σιγουρη : η «απολαυση» μαζι του που δεν ηταν ποτε εκεινη η ανεπαναληπτη τής πρωτης φοράς, μετασχηματιζοταν και συνεχιζοταν καθε φορά, στο μετεπειτα, ως η ιδιοτελης χαρα στη διερευνηση των άπειρων λεπτομερειων – συνεπως δεν ηταν ισως πια ακριβως «απολαυση», αλλά ικανοποιηση μιας κακοηθεστατης, αλλά και συμπαθεστατης πιθανως (οπως μπορει να τού φαινοτανε τού ιδιου αν ηταν στις καλες του οταν θα με παρακολουθουσε), περιεργειας : τον ρωσο τουτεστιν μετα την πρωτη φορα τον διαβαζα σαν να μου εκανε πια μαθημα, καθε φορα σε καθε του βιβλιο ανακαλυπτα κρυμμενα κολπα αρχιτεκτονικα, αριστουργηματα μηχανικης και στερεωσης τού κτισματος, απυθμενα βαθη τής φαινομενικης ελαφροτητας και προχειροτητας, τρυπες και πορτες και παραθυρα αυλες ταρατσες και σωληνωσεις κολωνες και στηριγματα – ακομα και τη λειτουργικοτητα που μπορει να εχει ενας αδιεξοδος διαδρομος ή ενα κλειστο παραθυρο καρφωμενο για να μην ανοιξει ποτέ – ετσι που ειχα (μετα απο χρονια) την εντυπωση οτι τον ειχα ακουσει προφορικα να μου μιλαει για τη δουλεια του. Και ηξερα πια, μετα απο χρονια ακριβως, οτι ειναι ο μονος δασκαλος για το μυθιστορημα αυτος ο ζοφερος ανθρωπος με το απιστευτο χιουμορ ( : απο τα πιο σκοτεινα του, και το «υπογειο» και «ο σωσιας» και (το αγαπημενο μου) «ο εφηβος» πλεουνε σ’ ενα περιβαλλον ξεκαρδιστικης ειρωνειας – εχουνε μα την αληθεια ξεκαρδιστικες σκηνες). Ξερω πως δεν θα μπορουσα ποτε να γραψω πραγματικα μυθιστορημα αν δεν ειχα διαβασει τον ντοστογιεφσκυ, και ολοι οι αλλοι, οσο κι αν τούς αγαπησα, κι οσα κι αν εμαθα απ’ αυτους, δεν θα μπορουσαν ποτέ να με βοηθησουν να καταλαβω το μυθιστορημα, αν δεν ειχε προϋπαρξει το, μικρονοϊκο σχεδον στη λεπτομερεια και τη σχολαστικοτητα του, φροντιστηριο που μου εκανε τοσα χρονια αυτος. Ακομα κι αν σημερα δηλαδη τον αρνεισαι ή τον συχαινεσαι ή τον μισεις ή τον περιφρονεις, ή τον βαριεσαι πια (εγω ας πουμε τωρα δυσκολα πιανω να τον ξαναδιαβασω) αν γραφεις μυθιστορημα ξερεις οτι ειναι ο μεγαλος σου κι ο αγαπημενος σου κι ο χιλιοδιαβασμενος σου κι ο πιο βασανισμενος σου ο δασκαλος σου.

καμία σχεση ομως, σαφεστατα και ολοκαθαρα, ολ’ αυτα με κεινο το πραγμα που μοιαζει τοσο με υπνωση και χαρα συγχρονως και που σε κατακλυζει ξεχειλιζοντας στο δωματιο και στην απλη σκεψη – στο πλησιασμα εστω κι απο μακρια – ακομα κι απο τη στιγμη τής αοριστης αποφασης οτι θα τον ξαναπιασω στα χερια μου – του παπαδιαμαντη : και σαμπως λεγοντας οτι ειναι ερωτικος λεω και τιποτα σπουδαιο ; δεν ειναι δυνατον να μιλησω για τον παπαδιαμαντη, θα ’πρεπε να ’μαι παπαδιαμαντης για να εξηγησω τη γοητεια που ασκει πανω μου ο παπαδιαμαντης : (καποτε στις αρχες μπορουσα να μιλαω για κεινον τον ερωτα του για τις γυναικες, για κεινη του τη νοσταλγό τόπων – που διεψευσε και τσακωθηκε κατευθειαν και με τον φλωμπερ του οποίου η ηρωιδα «αναζητουσε συγκινησεις και οχι τοπία» – εκεινη τη γυναικα που δεν θελει να ζησουν οι αλλες γυναικες αυτα που η ιδια ξερει και εζησε, εκεινους τους ερωτευμενους ανθρωπους πανω στο χιονι : οχι, ουτε οι αλλες γυναικες ουτε οι αλλοι αντρες ουτε τ’ αλλα παιδια : οχι, ουτε οι λεξεις ουτε η γλωσσα ουτε καν η «περιφημη» ατμοσφαιρα) : αυτο που με πλημμυριζει, εμένα προσωπικα, στη σκεψη τού παπαδιαμαντη ακομα και στην αναμνηση της πεζογραφιας του, δεν μπορει να ειπωθει αλλιως παρα μονάχα σαν κατι πολυπλοκο οπως η λεξη χαρα, αυτη η αοριστη παιδικη λεξη.

και ειναι μια χαρα σα βυθισμα, και σαν προοπτικη βυθισματος, σε κεινους τούς μαυρους πανυψηλους μυστηριους καθρεφτες στα πιο αλλοκοτα τής παιδικης μας ηλικιας λουνα παρκ – με ολον τον θορυβο και τη βαβουρα τών πραματευτων, των γονιων, των παιδιων, και των αλλων παιχνιδιων τριγυρω. Αν θελησω να το θυμηθω θα πω οτι ειχαμε την εντυπωση πως παιρνοντας την αδεια να μπουμε σε κεινην τη σκοτεινη σπηλια με τους καθρεφτες ειχαμε την επιγνωση οτι πηγαινουμε σε κατι ανεκδιηγητα κι απαγορευτικα δικο μας – και οχι μόνο δεν φοβομαστε την παραμορφωση που μάς περιμενε ακινητη κι αχορταγη (και που, μολονοτι την ξεραμε, ποτέ δεν τη βρισκαμε ιδια, ουτε και τη βαριομαστε) αλλά τη φανταζομαστε κιολας μονιμα εναλλασσόμενη και περιμεναμε τις καινουργιες της εκφανσεις καθε φορα (και μαλιστα ανυπομονα) σαν αυτο το επιτελους εντελως μυστικο και ουσιαστικα ανεκφραστο να ητανε επιτελους το κομματι τού κοσμου το πιο δικο μας.

υψώνονταν γυρω μας τεραστιοι οι μεγαλοι καθρεφτες, και χάνονταν το υψος τους στα μυστικα υφασματα τής οροφης, κι ο,τι βλεπαμε πανω τους, οσο ασχημο κι αν ηταν ή αναπαντεχο, ηταν παντα μια μορφη τής ελευθεριας μας να ειμαστε αλλοι κι αλλιως και αλλού. Και ποτέ δεν προσεχεις τις ταπεινες ή φτενες διαστασεις τού δωματίου κι οι καθρεφτες δεν μιμουνται τιποτα αλλά σού γελανε, σου μιλανε, και σε περιμενουν.

πηγαινεις υπνωτισμενη στο παναρχαιο, το ολοκαινουργιο και το ολοσκοτεινο ξανα, στο δικο σου ξανα, σα να μην ειχανε τελος τα βασανα και οι καημοι του καθρεφτη σου αυτου του κοσμου.

 

 

 

 

* απο γραπτα του παυλου νιρβανα για τον παπαδιαμαντη, στα αυτια τής εκδοσης τού «αόρατου», εκδοσεις κιχλη

** γκυ σωνιέ

*** αργοτερα τό θυμηθηκα : το ονομα τής μεταφραστριας ητανε στέλλα βουρδουμπά

εδω η (εξαντλημενη, και μη επανεκδοθεισα) μεταφραση τού ντοστογιεφσκυ για το εγκλημα και τιμωρια

 

 

πηγη

 

 

 

 

 

 

7 Μαρτίου 2015

για τό πρώτο πρόσωπο 12 (τηλεγραφικές) σημειώσεις

 

 

 

 

1
όλα είναι πρώτο πρόσωπο
δεύτερο πρόσωπο υπάρχει καμία φορά
τρίτο πρόσωπο δεν υπάρχει

 

2
πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός όταν θέλει να χρησιμοποιήσει τό πρώτο πρόσωπο γιατί αυτή η αφήγηση είναι η πιο παγιδευτική απ’ όλες (αυτό τό ξέρουν οι καλοί συγγραφείς αλλά οι κακοί αναγνώστες δεν έχουν ιδέα) : διότι τό πρώτο πρόσωπο στην αφήγηση είναι τό ψέμμα εις διπλούν και εις τριπλούν

 

3
όλες οι ιστορίες είναι σε 1º πρόσωπο – εφόσον πάντα ένας άνθρωπος είναι αυτός που αφηγείται, ακόμα κι αν είναι ένας σκύλος στον θερβάντες, και ακόμα κι αν δεν θα πει ποτέ τ’ όνομά του – ο ντοστογιέφσκυ που είναι ο τέλειος δάσκαλος για τό μυθιστόρημα από μια άποψη μάς έχει δώσει δείγματα επ’ αυτού άφταστης δεξιοτεχνίας – αρκεί να θυμηθούμε τήν περίπτωση που ο αφηγητής ξεφυτρώνει αυτοπροσώπως ξαφνικά στη μέση τού ογκωδέστατου τόμου με τ’ όνομά του, και λέει για πρώτη φορά «εγώ» – ή λέει «κι αυτός τότε μού είπε ‘‘Άκου να δεις ιωσήφ βησαριόνοβιτς’’»

 

αυτό, αν μάς ξαφνιάζει, είναι επειδή κανένας αφηγητής (αν είναι λίγο τής προκοπής) δεν ξεκινάει τήν ιστορία που λέει περιγράφοντας τί χρώμα έχουν τά δικά του μαλλιά – αλλά έχει ξεκινήσει να λέει απλώς μια ιστορία

 

που τήν αφηγείται σε σένα : εσύ είσαι πάντα τό 2º πρόσωπο τής ιστορίας (όταν ο αφηγητής θελήσει βέβαια να σέ βάλει στο παιχνίδι) – κι αυτό να μην τό ξεχνάς : «Να μέ λες Ισμαήλ» σού λέει τότε ξεκινώντας τήν ιστορία του ο άλλος (κι αυτή τήν απόδοση τού «call me Ishmael» τήν θυμάμαι γιατί είναι ο τρόπος που μετάφρασε τήν αρχή τού moby dick ο βασίλης διοσκουρίδης όταν μού χάρισε τό βιβλίο)

 

4
φυσικά και είναι πάγιο λάθος μας να μην θυμόμαστε ότι όταν κάποιος αρχίζει να λέει μια ιστορία, δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει σαν πρόσωπο – είναι όμως ένα λάθος που, αυτό τό πρόσωπο (αν είναι λίγο τής προκοπής) τό εκμεταλλεύεται απόλυτα

 

δικό του λοιπόν δεν είναι τό λάθος, αλλά η – φυσική, θα ’λεγε κανείς, στον συγγραφέα – πονηριά, να παίρνει στα σοβαρά αυτό τό ελάττωμα ή τήν αδυναμία τής αναγνώστριας, όταν δηλαδή αρχίζουμε ν’ ακούμε μια ιστορία να ξεχνάμε ότι η αφηγήτρια έχει κι αυτή, εκτός από στόμα, και μια ολόκληρη ζωή και ιδέες και μυαλό και καρδιά

 

5
αυτός ειδικά που θεωρήθηκε – κατ’ επιθυμία του – πατριάρχης τής ψυχρής και τριτοπρόσωπης αφήγησης, ο γουσταύος φλωμπέρ, μάς έκανε και τά περισσότερα αστεία και κατεδάφισε τό καθεστώς τής τριτοπρόσωπης (τό οποίο κατά τ’ άλλα υπηρέτησε με αφοσίωση) με τόν πιο ύπουλο τρόπο – όπως όταν ας πούμε στο πιο «ψυχρό» (πάλι κατά δικιά του επιθυμία) έργο του, τή «μαντάμ μποβαρύ» παραθέτει αμέσως μετά τήν περιγραφή τού θανάτου μιας γριάς, μετά δηλαδή από ένα (δήθεν αντικειμενικό) «Και έτσι πέθανε», ένα (καθόλου αντικειμενικό) «Τί καταπληκτικό ! » – είχα μάλιστα διαβάσει (αν και δεν θυμάμαι πού) ότι αυτό επίσης αναφέρθηκε σαν επιπλέον στοιχείο εναντίον του (που υποδήλωνε δηλαδή μεγάλη ασέβεια) στη δίκη απ’ τήν οποία πέρασε κι απ’ τήν οποία παρά τρίχα γλύτωσε τήν καταδίκη και τή φυλακή επί ανηθικότητι

 

6
ο μεγαλύτερος (και ο πιο διασκεδάζων και βλάσφημος) ιερομόναχος βέβαια τής πρωτοπρόσωπης αφήγησης, και όλων τών πονηριών της, είναι ασφαλώς ο ουΐλιαμ φώκνερ – εκεί έχουμε (σκέφτομαι ειδικά τή «βουή και τό πάθος», όμως τέτοια στοιχεία υπάρχουν αλλού και παντού, σε όλο τό έργο του) πραγματικά αλλεπάλληλα απανωτά έμπρακτα μελετήματα και δοκίμια, καθοδόν και ενώ η αφήγηση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, περί τού τί σημαίνει πρώτο πρόσωπο και ποιες (μπορεί, πρέπει, ή είναι πιθανόν να) είναι οι συνέπειές του. Θα μπορούσε γι’ αυτό να πει κανείς ότι όλο τό έργο τού φώκνερ ουσιαστικά ασχολείται με τό τί σημαίνει η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο

 

7
και πόσο, από μια άποψη, είναι αδύνατη – εφόσον για να σταθεί να λειτουργήσει και να πείσει (και τόν ίδιον τόν συγγραφέα βέβαια εννοώ αρχικά – γιατί αρχικά είναι ο μόνος που μάς ενδιαφέρει) πρέπει να υπάρξουν και άλλα πρόσωπα : τό ένα πρόσωπο δηλαδή από μόνο του δεν λέει κυριολεκτικά τίποτα

 

8
έτσι όταν ο φώκνερ γράφει τό παραλήρημα (δηλαδή τόν μονόλογο) ενός προσώπου, δεν ασχολείται ποτέ με τήν αφήγηση ενός προσώπου μόνο : οι αλλεπάλληλοι μάλιστα μονόλογοι, τούς οποίους κατά φωκνερικό κανόνα παραθέτει, δεν συμπληρώνουν αλλά και ακυρώνουν θα μπορούσε να πει κανείς ο ένας τόν άλλον : οι διαδοχικές και απανωτές υποκειμενικότητες δημιουργούν τουτέστιν αναγκαστικά μια «αντικειμενικότητα» – και ακόμα περισσότερο όταν ο μονόλογος τού καθενός «τιτλοφορείται» με τ’ όνομά του : αυτό από μόνο του (που θα μπορούσε να δίνει τήν εντύπωση ότι είναι ένα στοιχείο τό οποίο επιβεβαιώνει τήν «πρωτοπρόσωπη αφήγηση») κάνει τό ακριβώς αντίθετο : γιατί τήν ίδια στιγμή που ο αφηγητής λέει τό όνομα τού αφηγούμενου, επιβεβαιώνει ακριβώς τή δικιά του παρουσία, τό γεγονός δηλαδή ότι αυτός και μόνο είναι εκείνος που αφηγείται και γράφει τό όνομα – εφόσον αυτός που μιλάει δεν λέει ποτέ τ’ όνομά του, όπως δεν περιγράφει και τό χρώμα τών ματιών του. Ο αφηγητής όμως, που υποκρίνεται αυτόν που μιλάει, κάνει μια διπλή κίνηση εναντιοδρομώντας και παλινδρομώντας – από τή μια δηλαδή μάς λέει τό όνομα τής μάσκας που φοράει, και μετά αρχίζει να μονολογεί σαν να (τό πιστεύει κι ο ίδιος πια) ότι η μάσκα που κάθε φορά διάλεξε είναι, κάθε φορά, τό πραγματικό του πρόσωπο

 

με τούς αλλεπάλληλους μονόλογους ο φώκνερ όμως κατορθώνει να υπονομεύσει τήν κάθε υποκειμενικότητα σεβόμενος απόλυτα τήν «αλήθεια» της, κι είναι σα να μάς αφήνει έτσι μάρτυρες ενός θεατρικού έργου – στο οποίο εκτίθεται κυρίως όλη η ειρωνεία τών συγκρούσεων τών αντεγκλήσεων και τών ψεμμάτων : οι ομιλητές όχι μόνο διακόπτουν ο ένας τόν άλλον, αλλά και λένε πράγματα άσχετα φαινομενικά με τή «γενική συζήτηση», κι έτσι, μετά από έναν πολυσέλιδο μονόλογο που τιτλοφορείται ας πούμε «κας» τό επόμενο κεφάλαιο που τιτλοφορείται ας πούμε «βάρνταμαν» μπορεί να είναι και μία μόνο πρόταση : «η μάνα μου είναι ψάρι» – ή : «δεν κρατιότανε καλά τό κάρο θα ’πεφτε, εγώ τούς τό ’πα αν θέλανε να βαστάξει και να κρατηθεί τό κάρο θα ’πρεπε – » και εδώ η πρόταση μπορεί να μένει ατέλειωτη και να ακολουθεί άλλο κεφάλαιο, πολυσέλιδο αυτή τή φορά, και κάτω από άλλο όνομα

 

9
μιλάω χωρίς να αποδελτιώνω συστηματικά αυτή τή στιγμή και έτσι τά παραδείγματα που φέρνω είναι ή φανταστικά (όπως τού ντοστογιέφσκυ) ή περίπου από μνήμης (όπως τού φώκνερ) διότι τό μόνο βιβλίο που έχω κοντά μου τώρα είναι αυτό που διαβάζω αυτή τήν εποχή, δηλαδή τού τόμας μαν τό «ο ιωσήφ και τ’ αδέλφια του», όπως έλεγα και παρακάτω. Και νά λοιπόν που, ξαφνικά, στον τρίτο ας πούμε τόμο που βρίσκομαι, ο τόμας μαν, ενώ αφηγείται σταθερά «σε τρίτο πρόσωπο», διαλύει κάθε αυταπάτη περί «αντικειμενικής ή ουδέτερης» αφήγησης και παραδίνεται με ευχαρίστηση σε μια ερωτική αναπόληση και αναδίφηση τού έργου τού αφηγητή – δηλαδή τού εαυτού του :

 

«Γνωρίζουμε τήν ιστορία μας ή δεν τή γνωρίζουμε ; Τό ερώτημα φαίνεται ανάρμοστο. … Μπορεί ο αφηγητής να είναι κάτι διαφορετικό από μια ανώνυμη πηγή τής ιστορίας που αφηγείται ή που κατά βάθος εκτυλίσσεται από μόνη της και στην οποία τά πάντα υπάρχουν από μόνα τους και είναι έτσι κι όχι αλλιώς, αναμφισβήτητα και ασφαλή ; Ο αφηγητής, θα πει κανείς, πρέπει να είναι μέσα στην ιστορία, να ταυτίζεται μ’ αυτήν και να μην στέκεται έξω από αυτήν υπολογίζοντάς την και αποδεικνύοντάς την. – … Είναι μέσα στη φωτιά, αλλά δεν είναι η φωτιά. Είναι δηλαδή μέσα της και ταυτόχρονα έξω απ’ αυτήν. «Είμαι ένα πράγμα» και «θεωρώ αυτό τό πράγμα» δεν είναι τό ίδιο. Και όμως υπάρχουν επίπεδα και σφαίρες όπου συμβαίνουν και τά δύο μαζί : ο αφηγητής είναι βέβαια μέσα στην ιστορία, αλλά δεν είναι η ιστορία· είναι ο χώρος της, αλλά αυτή δεν είναι ο δικός του χώρος, γιατί ο ίδιος είναι και έξω απ’ αυτήν, και με μια τροπή τού χαρακτήρα του είναι πια σε θέση να τή συζητήσει. … Η ιστορία συνέβη προτού προλάβει κανείς να τήν αφηγηθεί· ανάβλυσε από τήν ίδια πηγή από τήν οποία πηγάζουν όλα τά γεγονότα και συμβαίνοντας αυτοεξιστορήθηκε. Από τότε υπάρχει στον κόσμο· ο καθένας τή γνωρίζει ή πιστεύει πως τή γνωρίζει – γιατί αρκετά συχνά είναι μια μη δεσμευτική, κατά προσέγγιση γνώση, που ονειρεύεται επιπόλαια και δεν δίνει όντως λόγο γι’ αυτά που πιστεύει. Εκατό φορές έχει εξιστορηθεί και από εκατό μέσα τής αφήγησης έχει περάσει. Εδώ λοιπόν, σήμερα, περνάει από ένα αφηγηματικό μέσον όπου τρόπον τινά αποκτά αυτοστοχασμό και θυμάται πώς ήταν κάποτε στην πραγματικότητα, πώς ήταν η ακριβής μορφή της, έτσι ώστε να πηγάζει και ταυτόχρονα να εξετάζει τόν εαυτό της.»

 

10
βέβαια σε μια ανάγνωση έτσι αποσπασματική όλο τό παραπάνω φαίνεται ψυχρό και τυπικό, σχεδόν αντικειμενικό – για τό βιβλίο ολόκληρο όμως είναι αιφνιδιασμός και αποκτάει μεγάλη ένταση γιατί, αυτό τό πρώτο πρόσωπο, με τό οποίο ο αφηγητής μιλάει για τόν εαυτό του, δηλαδή τήν αφήγησή του, είναι σπάνιο. Στην πραγματικότητα δεν έχει ξανασυμβεί. Εμφανιζόμενος όμως έτσι ένας αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο ξαφνικά, αλλάζει όλο τό τοπίο. Η εμπιστοσύνη μας για τόν σαφή διαχωρισμό αλήθειας και ψέματος, σ’ ένα βιβλίο που έχει αυτοσυστηθεί ως βασιζόμενο και αναπαράγον ιστορικά γεγονότα, εξαφανίζεται. Όμως ακριβώς τίς στιγμές που τό δήθεν αντικειμενικό αυτό τοπίο ξαφνικά θολώνει, είναι που εκτινάσσεται σε έναν χώρο διαυγέστερο και καθαρότερο και σαν να γίνεται πιο πολύ αλήθεια – επειδή ακριβώς αποκαλύπτεται ειλικρινέστερα ως ψέμμα – με ζωγραφικούς όρους θα έλεγα ότι τά χρώματα, τή στιγμή ακριβώς που παύουν να έχουν οποιαδήποτε φιλοδοξία φυσικότητας, γίνονται η πιο τέλεια φύση

 

11
επιπλέον στο ίδιο βιβλίο, και όταν βρεθούμε στη μέση ακριβώς, ανακαλύπτουμε ότι ο αφηγητής αρχίζει να γίνεται ξανά εμφανής (με τόν ίδιο ειρωνικό εξάλλου τρόπο). Ίσως γιατί αυτό θα προετοιμάσει (και θα προετοιμάσει πόσο θαυμάσια) τήν ώρα μιας κορύφωσης – εκείνη τήν καταπληκτική δηλαδή ώρα που θα χρειαστεί να αφηγηθεί τήν πιο δύσκολη ιστορία τής ιστορίας του – τήν ερωτική «απόπειρα αποπλάνησης» τής γυναίκας τού πετεφρή προς τόν ιωσήφ. Και είναι μια σαγηνευτική ιστορία, επειδή είναι σαγηνευτικός ο τρόπος που θα υπερασπιστεί ο μαν τή γυναίκα : η πραγματική αποπλάνηση δηλαδή είναι δική μας, και γίνεται προς εμάς από τόν αφηγητή ο οποίος βγάζοντας εντελώς τή μάσκα τού τρίτου και τού αμέτοχου θα απομακρυνθεί εντελώς από κάθε μέχρι τώρα αναμενόμενη, και λογικά δική του, αντρική οπτική. Είναι η ώρα που η ίδια η τέχνη (στην πιο γοητευτική μάλιστα συμπύκνωσή της) μάς αποκαλύπτει όλο της τό πρόσωπο χωρίς καμία μάσκα, όπως ακριβώς στην «παράβαση» τής κωμωδίας – αλλά εμείς, τώρα ακριβώς, μ’ αυτό τό «γυμνό πρόσωπο» πρέπει να θυμηθούμε ξαφνικά ότι έχει ξαναπαρουσιαστεί μπροστά μας ο αφηγητής σ’ αυτήν τήν ξεχασμένη πια, και εκτενέστατη, και σχεδόν ακατανόητη για τήν ανυπόμονη αναγνώστρια, Εισαγωγή τού Όλου Έργου – όπου, στην πραγματικότητα, αν «πηδήξουμε» τήν, ιδιοφυή του οπωσδήποτε, ανάλυση τών Χρόνων τής Ιστορίας (του) (τής παλαιάς διαθήκης, τού γιλγαμές, και όλων αυτών τών ανατολικών μύθων), θα διακρίνουμε πίσω απ’ αυτό τό σχεδόν αυτοτελές μυθιστόρημα τής Εισαγωγής (πόσοι έχουν γράψει στη ζωή τους ένα τόσο μεγάλο έργο ; – που να αναλύει ψυχαναλυτικά τή φιλοσοφία και να ερμηνεύει φιλοσοφικά τήν ψυχανάλυση ; –) κάτι άλλο που αναδευόταν συνέχεια, ουσιαστικότερα, από κάτω : τήν αγωνία τού στόματος που μιλάει, τήν αγωνία τού στόματος που θα μιλήσει, τήν αγωνία για τή γωνία απ’ τήν οποία θα τόν δούμε και θα μάς δει να τόν βλέπουμε – καθώς θα συμπυκνώνει όλα όσα θέλει να πει, μ’ έναν τρόπο σαν να τά διαλύει στα εξ ών συνετέθησαν, ακριβώς για να υπάρξουν μετά όλα μαζί υπερεκτεθειμένα και θολά και ολοκάθαρα – στην όραση ματιών άλλου είδους, που τό στόμα θα μάς έχει εκπαιδεύσει να αποκτήσουμε, σχεδόν θέλοντας και μη (πρέπει όμως να θέλουμε, σχεδόν πάντα)

 

12
τό μυθιστόρημα, τό κατεξοχήν έργο «προσώπων», έχει αυτήν τήν υπεροχή πάνω στο πολύ κατεξοχότερα έργο προσώπων, τό θέατρο : μια υπεροχή που τό φέρνει κοντύτερα στον άλλο πόλο τής αφηγηματικής τελετουργίας, τό σινεμά, εκεί όπου μπορεί κάποια οριακή στιγμή όντως όλα τά πρόσωπα να προβληθούν ταυτόχρονα τό ένα πάνω στο άλλο και να γίνουνε ένα

 

όμως αυτό τό ένα είναι πάντοτε, μην τό ξεχνάς ποτέ, ένα πρόσωπο πρώτο : ένα πρόσωπο που μιλάει για τόν εαυτό του και που δεν περιορίζεται παρά μόνο από τά δικά του βίτσια, αν μέσα σ’ αυτά τά βίτσια συμπεριλάβουμε και τήν ακατανόητη διάθεσή του να διηγηθεί με τόν δικό του τρόπο και με τόν τρόπο κανενός άλλου, ούτε δεύτερου ούτε τρίτου ούτε τέταρτου, μια ιστορία.

 

 

 

εν μέρει επειδή τό είχα υποσχεθεί, εν μέρει και τήν ώρα να περάσω

 

 

 

φωτο

 

 

 

 

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: