σημειωματαριο κηπων

9 Οκτωβρίου 2014

παρένθεση μνήμης οκτωβρίου

 

 

 

τίς τελευταίες ημέρες λοιπόν περνούσα εγώ εδωπέρα προσωπικά μία άσχετη κρίση ένα γκομπλάρισμα πώς τό λένε, ένα μπλακάουτ ή δεν ξέρω πώς αλλιώς κι εγώ να τό πω, και δεν μπορούσα να γράψω σχεδόν τίποτα : επιπλέον δε ό,τι κατάφερα να παραθέσω ήταν συγκεκομμένο, μικρό και μισό, και μία αράδα δηλαδή πιθανώς και μόνο τήν ημέρα ή μια–δύο σελίδες μπορεί να μού συνέβαινε : Αυτό ίσως να μην μπορείς εύκολα να τό δεις, αλλά αν εσύ είσαι επαρκής αναγνώστης και (ποτέ δεν κατάλαβα γιατί βάζουν πάντα πρώτο τό όνομα τού αναγνώστη και μετά τής αναγνώστριας, κάτι τέτοιες συγκατανεύσεις – δήθεν στην πρόοδο – τού φεμινισμού – μού γυρνάνε τ’ άντερα ανάποδα, γιατί από πού κι ώς πού θεωρείται δεδομένο κι ακόμα κι από προοδευτικούς ανθρώπους ότι πρέπει ν’ αναφέρεται τό αρσενικό πάντα πρώτο (και εξάλλου τό να αποδέχεσαι τήν ανδρική λογική μες στον φεμινισμό σου είναι πολύ ισχυρότερο πλήγμα από τό να ’σαι θύμα τής αντρικής λογικής όταν δεν έχεις καν ακόμα επαναστατήσει και χειραφετηθεί)) αν εσύ λοιπόν είσαι επαρκής αναγνώστρια και αναγνώστης, κι εγώ επαρκώς αρχάρια και νεοφώτιστη και ανεπαρκής σε αυτό που κάνω θα μπορέσεις ίσως τότε να διακρίνεις και μόνη σου τίς μικρές ενότητες και τό κομματιαστό και τό αγκομαχητό βάδισμα στις σελίδες που προηγήθηκαν, πριν από δω. Δεν έχει σημασία όμως αυτό. Σημασία έχει ότι κάποια στιγμή λοιπόν κατάλαβα ότι δεν τσουλάει έτσι και δεν πάει άλλο τό πράγμα άλλο πια, και σταμάτησα πριν από μερικές μέρες να γράφω εντελώς για να καταλάβω κι εγώ τί μού συμβαίνει, και πρέπει να πω ότι είχα αυτήν τήν διάθεση να μην συνεχίσω άλλο αυτό τό διήγημα και να τό κόψω σ’ αυτό τό σημείο και να πω Ώς εδώ ήτανε δεν θέλω παραπέρα ιστορίες τής χρονολουλούς, πάμε σ’ άλλα κεφάλαια, πάμε σε ιστορίες με άγνωστους άλλους : Αφού λοιπόν μεσολάβησε μια μεγάλη σιωπή, κατάλαβα ότι βαρέθηκα αυτήν εδώ τήν ιστορία και δεν θέλω να πω για παιδικά καλοκαίρια, κάβες, πούλμαν, ατέλειωτες αμμουδιές και τό μυστήριο τού οδηγού και τών τραγουδιών που έβαζε με τά δισκάκια τά μαύρα σε μια χαραμάδα κοντά στο τιμόνι για να ακούγονται (ήταν όλο κλαψιάρικα : μανούλα θα φύγω θα πάω στα ξένα και τέτοια, κι είχε ένα ύφος κακό όταν μάς κοίταζε όλες εμάς και μιλούσε με άσχημο τρόπο προς τίς γυναίκες που ήθελαν να φέρνουν τό μικρό τους σκυλάκι μαζί τους, κι όπως έλεγε εκείνος τόν σκύλο τους) τό μυστήριο όλων αυτών τών υπέροχων και νεόχτιστων πλαζ κι αμμουδιών και παραλιών και καφενείων και εισόδων και ντουζιερών και διάδρομων ξύλινων πάνω στην άμμο που από τό ένα πηχάκι στο άλλο αφήνανε ένα κενό και αχοβολούσε από κάτω η άμμος σε βουναλάκια, ξύλινων δρόμων που ενώνανε τίς καμπίνες που θα ντυνόσουνα και θα γδυνόσουνα με τήν αμμουδιά, και που όλα τά ξύλα μυρίζανε ήλιο και λάδι τή μαγεία τού ήλιου ανεμπόδιστου ένα ολόκληρο μακρύ καλοκαίρι που θ’ άρχιζε με τήν εποχή τού σχολείου και θ’ άρχιζε και θα ξανάρχιζε και θα ξανάρχιζε με κάθε χρόνο και τάξη ξανά, κατάλαβα μόλις ξαφνικά ότι ένας απ’ τούς λόγους που δεν θέλω να θυμηθώ αυτά τά παιδικά καλοκαίρια είναι ίσως γιατί τό φετεινό μού πήγε άσχημα, και απότυχε, αυτό που μόλις τελείωσε δηλαδή, μια που χωρίσαμε με τόν φίλο που είχαμε πάει μαζί : και θα μού πεις Και τί έγινε, τέτοια έχουμε ζήσει ούτως ή άλλως πολλά, όμως μέ ενόχλησε γιατί όπως παρατήρησα κάθε σκέψη για καλοκαίρι παιδικό μού ’φερνε στο μυαλό και όλα τά άλλα καλοκαίρια, λες και με τήν αναφορά και μόνο μιας λέξης, άμμος ή ήλιος, ή λάδι, πυροδοτούνταν και όλες οι άλλες μυρωδιές και εικόνες μαζί, και λέξεις, και σ’ αυτό τό σημείο λοιπόν αγαπητέ αναγνώστη ή αναγνώστρια πρέπει να σού εκθέσω όλες αυτές τίς σκέψεις που μού ’χαν περάσει και παλιότερα απ’ τό μυαλό σχετικά με τή μνήμη : έτσι, είναι μια φιλική μου στάση ίσως αυτή – γιατί πρέπει να ’χουμε γίνει και λίγο φίλοι τώρα πια ύστερα από τόσα διαβάσματα και τόσα γραψίματα : έχει να κάνει λοιπόν με τή μνήμη τό όλο πράγμα απλούστατα : ανακάλυψα δηλαδή τελειωτικά γιατί υπάρχει η αμνησία και γιατί πονάει η μνήμη τόσο πολύ μερικές φορές : Για τήν ακρίβεια όλ’ αυτά τά ήξερα αλλά τώρα τά ξαναθυμήθηκα και μάλιστα πολύ καλά : άκου λοιπόν και σύ κάτι χρήσιμο για να βγάλεις κι ένα κέρδος τόση ώρα που διαβάζεις τά παραμύθια μου και τά πληρώνεις κι από πάνω, καλά–καλά :

η μνήμη λοιπόν, είναι μια πολύ περίεργη υπόθεση : μοιάζει με τή γλώσσα, μοιάζει με τήν ομιλία έχει να κάνει δηλαδή με μίμηση και με λίγα λόγια με τή μιμική και τό θέατρο και τήν υποκριτική : γι’ αυτό ακριβώς και παρασέρνει όλο τό σώμα μας και όχι μόνο τό μυαλό και τή σκέψη μας, και τά λοιπά. Όταν λοιπόν βυθιζόμαστε στην ανάμνηση μιας υπόθεσης ανασαίνουμε διαφορετικά (όπως ανασαίναμε ακριβώς τότε) και λέμε από μέσα μας εκείνα τά λόγια και κάνουμε από μέσα μας εκείνες τίς χειρονομίες ή γκριμάτσες, και νιώθουμε τά ίδια σφιξίματα από μέσα μας στο στομάχι μας (όπως και τότε) : Γενικά αναπνέουμε και ζούμε τώρα όπως αναπνέαμε και ζούσαμε εκείνον τόν άλλον καιρό : εξ αυτού και η αμνησία έχει έμπρακτους λόγους ύπαρξης σωματικούς, και δεν είναι αυθαίρετη, βασίζεται πάνω στον πόνο, στην αποφυγή δηλαδή, τού πόνου : για όσους φυσικά δεν αντέχουν τόν ατέλειωτο χρόνο (ξανά και ξανά) τήν αιώνια ζωή τών πραγμάτων που έχουν στα χέρια τους, η αμνησία είναι τό καλύτερο φάρμακο : Αν η μνήμη ήταν πρόβλημα μόνο τού εγκεφάλου μας δεν θα υπήρχαν τέτοια προβλήματα : Γι’ αυτό, αυτοί που ’χουν πάθει αμνησία δεν ξεχνάνε πώς γίνεται ας πούμε μία πρόσθεση ή μια αφαίρεση : μπορεί να ξεχνάνε πώς λέγονται, ή ποιοι είναι και ποιοι έπρεπε να είναι μια ζωή για τούς άλλους, και ποιον βλάκα αγάπησαν ή και παντρεύτηκαν, αλλά σπανίως ξεχνάνε πώς γίνεται μια αριθμητική πράξη δηλαδή η πρόσθεση ή ο πολλαπλασιασμός ή η διαίρεση – όχι αν δεν έχουνε, προς αυτό, ειδικό ας πούμε λόγο. Οι λειτουργίες που δεν χρειάζονται συμμετοχή δηλαδή τού σώματός τους ολόκληρου παραμένουν και με τήν αμνησία δραστήριες. Γιατί η μνήμη, αυτό που είναι κυρίως, είναι ότι είναι τό σώμα μας λοιπόν αδιαίρετο ολόκληρο και σφαιρικό : ο κόσμος μάλιστα ολόκληρος : Για να τό πούμε πιο καθαρά ό,τι έχει να κάνει με τόν έρωτα είναι τό σώμα μας, και είναι ολόκληρο πάλι αυτό μνήμη, και δεν είμαστε τίποτ’ άλλο πέρα απ’ τόν χρόνο αυτόν. Γι’ αυτό κι όταν ζούμε πράγματα που δεν τά θέλουμε, αργά ή γρήγορα θα τό πληρώσουμε, αν δηλαδή δεν εξεγερθούμε και δεν αντιδράσουμε, αν δεν πούμε Ώς εδώ, δεν θέλω άλλο, θα τό πληρώσουμε, πολύ ακριβά : καμία μας φράση δηλαδή ή κουβέντα και ιστορία και υπόθεση δεν περιορίζει τή λάμψη της στην στιγμή ακριβώς που τή ζούμε και που νομίζουμε εμείς ότι μόνο τότε γίνεται : όχι όσο είμαστε εμείς ζωντανοί : μπαίνει στο τραίνο τού χρόνου μας και θα τά σέρνουμε εμείς και θα τά κουβαλάμε συνέχεια και κάθε λεπτό γίνεται παρελθόν και μέλλον ταυτόχρονα, η μνήμη είναι ό,τι κάνει τό ανύπαρκτο αιώνιο : γι’ αυτό λοιπόν κι εσύ να φροντίσεις να ζεις έτσι ώστε σε κάθε λεπτό τής ζωής σου, και κουβέντα και σκέψη ή πράξη και κίνηση, η αναπνοή σου να μπορεί να σ’ αφήνει να συνεχίσεις να ζεις : να διαιωνίζεται μ’ άλλα λόγια ευχάριστα : νά μια συμβουλή από μένα, με τήν οικειότητα που αποκτήσαμε πλέον δηλαδή ύστερα από τόσες σελίδες και ύστερα από τόσα λεφτά που έδωσες κιόλας για να μέ αγοράσεις : αυτό είναι τό κυρίως, πιστεύω εγώ, δώρο μου : ετούτη η σκέψη : μην κάνεις ποτέ υποχωρήσεις στις αρχές σου και στο ένστικτο, τό αισθητήριο, τό προαίσθημά σου, αφού τό αναπτύξεις πρώτα καλά : αφού διαβάσεις πρώτα βιβλία πολλά, παίξεις και τρέξεις με παιδιά άλλα πολλά, ακούσεις και δεις μουσική και όλα τά χρώματα : ψάξε τόν εαυτό σου καλά, χόρεψε, σπάσε τό πάτωμα, βεβαιώσου για τό πόσο όλα είναι έρωτας και προχώρα : μην κάνεις υποχωρήσεις όμως, θυσία καμιά : Λέγε : Δεν θέλω, μάθε να χρησιμοποιείς τό ρήμα θέλω και στο αρνητικό, μάθε κυρίως τήν άρνηση, α ναι, μάθε πρώτ’ απ’ όλα κυρίως τήν άρνηση : Γιατί δεν είμαστε παρά ένας ατέλειωτος μονοκόμματος χρόνος κι ο χρόνος αυτός δεν είναι παρά η μνήμη μας – απ’ αυτό είμαστε φτιαγμένοι ολόκληροι, μην κάνεις τό λάθος λοιπόν να νομίσεις πως οτιδήποτε κάνεις δεν έχει σημασία, και μπορείς να τό ξεχάσεις ή να τό διορθώσεις μετά : ούτε ξεχνιέται ούτε διορθώνεται τίποτα : έχεις τή δύναμη να θυμάσαι όλα σου τά λάθη ; Τότε θα τά πας κάπως καλύτερα : γιατί διαφορετικά να τό ξέρεις, για να τ’ αντέξεις θα γίνεις απλούστατα ηλίθιος και θα πάθεις αμνησία, θα προκαλέσεις στον εαυτό σου μια άνοια.

γιατί ότι θα κάνεις λάθη, αυτό είναι σίγουρο, ναι, θα κάνεις λάθη, θα κάνεις (πότε θά ’ρθει αλήθεια η εποχή που οι γυναίκες δεν θα κάνουνε λάθη ; δεν θα κάνουνε λάθη εννοώ εξαιτίας τών φίλων τους, θα κάνουνε λάθη μόνο εξαιτίας τού εαυτού τους όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι) φρόντισε λοιπόν να ’ναι λάθη έξυπνα, λάθη που όταν θα τά θυμάσαι δεν θα σέ κάνουν να θυμώνεις αλλά να χαμογελάς με κάτι σαν κατανόηση (για τόν άνθρωπο που προσπαθούσε τότε μόνος του να μάθει να περπατάει σ’ ένα ξένο και άγνωστο έδαφος πλανήτη, κομήτη) : Κι επίσης κάτι σημαντικό είν’ αυτό : όταν θα σού ’ρχονται στο μυαλό να τά αφήνεις να έρχονται να σέ κατακυριεύουνε να σέ πολιορκούνε, να παίζουνε στερεοφωνικά με όλα τους τά ηχεία ολάνοιχτα μήν σβήνεις τίς μνήμες σου : είμαστε όλοι αυτό τό ηχείο και τά ζούμε όλα ξανά και ξανά όπως όταν μιλάμε : δεν είναι άσχημο να τά αφήνουμε μερικές φορές να παίζουνε πολύ δυνατά : εντάξει, τίς περισσότερες φορές είναι ηχητικό μπαγκράουντ στη ζωή μας ο χρόνος ολόκληρος, είναι sotto voce τά περίπλοκα χρώματα, αλλά αν κάποιες στιγμές ανοίξουμε λίγο περισσότερο τή δύναμη τού ενισχυτή και αφεθούμε μες στο σπίτι να πηγαινοερχόμαστε και ν’ ακούμε τά κομμάτια σαν να τ’ ακούμε ίσως κιόλας για πρώτη φορά, ανακαλύπτουμε τότε διάφορα πράγματα που δεν τά ’χαμε ξανακούσει στις πρώτες εκτελέσεις τους (απασχολημένοι όπως είμαστε πιθανόν να χορεύουμε και τό τραγούδι μάς ξέφυγε) και ανακαλύπτουμε επίσης όργανα που παίζουν και που δεν είχαμε ιδέα ότι έχουνε πάρει μέρος στην εκτέλεση, και μάλιστα με πολύ καλούς εκτελεστές. Καμία εκτέλεση τής μνήμης μας δεν πάει χαμένη : εγώ τουλάχιστον κερδίζω συνεχώς από όλες : Ποιος θα ’θελε να πάθει αμνησία ας πούμε σαν τήν χρονολουλού, και να θυμάται μονάχα πώς βγαίνουν οι τόκοι και πώς γίνεται ο πολλαπλασιασμός κι η αφαίρεση ;

και μήν νομίσεις ότι σβήνοντας κόβοντας δεν θα πονάς ενώ στο ίδιο σημείο η μνήμη πιθανώς θα σέ πόναγε : Τίποτα δεν πονάει περισσότερο από τά κοψίματα τίς τομές τίς ακρωτηριάσεις και τούς ευνουχισμούς : Εγώ δεν έχω μεγάλη πείρα απ’ αυτά βέβαια προσωπικά για να σού πω τή δική μου εντελώς μαρτυρία, μια σκωληκοειδίτη μονάχα έχω αφήσει να μού αφαιρέσουνε αλλά κι αυτή πονάει ακόμα και σήμερα όταν αλλάζει ο καιρός, όμως οι παρατηρήσεις μου προέρχονται κι είναι επισταμένες από τούς άλλους κυρίως στο θέμα αυτό, από τό πώς τούς βλέπω αυτούς να πονάνε και να μην μπορούνε να παρηγορηθούνε με κανένα φάρμακο και αναισθητικό και ναρκωτικό (απ’ αυτά που τούς επιτρέπονται) (τό μεγαλύτερο είναι τό να γίνουν γνωστοί) (ν’ ασκήσουν εξουσία, ν’ ασκήσουν τό μίσος τους (τό μίσος σε όλη τήν έκταση είναι τό μεγαλύτερό τους ναρκωτικό)) χρόνια τώρα τούς βλέπω τίποτα να μην μπορεί να τούς κάνει να ησυχάσουνε που χρόνια τώρα τά ευνουχίσανε όλα και αυτή είναι η δουλειά μου (χρόνια τώρα) να τούς παρακολουθώ στις πιο λεπτές εκφάνσεις αυτής τής κατάστασης, εκεί που εκδηλώνεται και τούς ξεφεύγει η αλήθεια, στη γλώσσα τους :

ναι, όσοι μελετούν τό φαινόμενο μαζί μου, συμφωνούνε σ’ αυτό : η κακία ναρκώνει : Γι’ αυτό και οι περισσότερες κακίες τών ανθρώπων, στην προσωπική τους ζωή, δεν δείχνουν εύκολα τή λογική τους, τήν κρύβουνε, ή τήν μασκαρεύουνε, γιατί τό πραγματικό της πρόσωπο είναι κάτι για τό οποίο ντρέπονται : Ψάξε όμως με προσοχή τή ζωή τού ανθρώπου που φέρεται τόσο σκάρτα στους φίλους του και δείχνει να ικανοποιείται απ’ αυτό, και θα δεις ότι στη ζωή του αυτό είναι η μόνη ικανοποίηση τήν οποία είναι σε θέση να πάρει : Και μάλιστα εκδικείται όχι αυτούς που τού κάναν κακό (αυτούς συνήθως τούς σέβεται και τούς φοβάται) αλλά (κάτι που φαίνεται ανεξήγητο) αυτούς που όχι μόνο δεν τόν πειράξαν, αλλά τού κάναν και κανένα καλό : Ψάξε δηλαδή χωρίς πολλές εξαιρέσεις στην κανονική ζωή τών γνωστών εδώ γύρω σου, και θα τό δεις καθαρά : όσοι είναι γνωστοί δεν έχουν ίχνος μέσα τους πλέον, έχουνε στραγγαλίσει και αποκόψει κάθε περίπτωση μνήμης και έρωτα : γιατί, νομίζεις ότι είναι τυχαίο (ή συμπτωματικό τάχα μου) ότι ο πιο πλήρης (και εξευγενισμένος και λεπτοδουλεμένος) φιλοσοφημένος και διαλεκτικός θεωρητικός τού έρωτα (από παλιά) ήταν συγχρόνως ο απόλυτος εφευρέτης και υποστηρικτής εκείνου τού (με περίεργη σύνταξη) «ζήσε μακριά απ’ τό πλήθος και τό κοπάδι χωρίς να σέ νοιάζει για τό αν σέ ξέρουν ή σέ μαθαίνουν ή σέ γνωρίζουν οι άλλοι» ; Κάνε τή ζωή σου ζωντανό και απλησίαστο για τούς αφελείς και απερίσκεπτους εκτροφείο σκέψης αναρχίας πληρότητας και ευτυχίας, κι αυτή η απομόνωση δεν θα πάει χαμένη, όπως δεν πηγαίνει ποτέ της η επανάσταση εναντίον τών ηλιθίων : ο έρωτας ποτίζει τά εδάφη και τά νερά κι αυτών που τόν φοβούνται, και αλλάζει τό μέλλον κι αυτών που τόν πνίγουν ή τόν αγνοούν : σώσε τόν κόσμο μένοντας μακριά του, σώζοντας τόν εαυτό σου μακριά απ’ τίς αγέλες τής επιφάνειας : Υπάρχει ένα πλήθος και στα υπόγεια άλλωστε : Ναι, λάθε βιώσας : ο χρόνος όλος τότε θα σού ανήκει, κι η αιωνιότητα, γιατί αυτός ο έρωτας δεν θα χαθεί (κι όσο για τή σύνταξη τής μετοχής μ’ αυτόν τόν τρόπο όπου η μετοχή χρησιμοποιείται ως ρήμα και τό ρήμα ως επίρρημα (όπως μαθαίναμε και από τό σχολείο) θα ’χε κανείς να πει πάρα πολλά και δεν είναι εφεύρεση τού επίκουρου αυτή η σύνταξη, απλώς τή χρησιμοποίησε και τήν ενεργοποίησε και τήν έκανε αιώνια στο λάθε του και στο βιώσας του αυτός, με όλη τήν έκλαμψη τής διαλεκτικής του συνοπτικά : σαν μια στενογραφημένη μουσική τών αιώνων) :

και κάτι ακόμα : δεν πρέπει ν’ αφήσεις κανέναν να σέ κλέψει, έχε το υπόψη σου : ακόμα κι αν αυτά που σού παίρνει εσύ θα τού τά ’δινες, δεν πρέπει ν’ αφήσεις κανέναν να νομίζει ότι σέ κλέβει και ότι εσύ σωπαίνεις, όχι, εκεί ακριβώς που χρειάζεται, εκεί ακριβώς δηλαδή που δεν σέ καταλαβαίνει κανείς, να μιλάς : Με τούς όμοιούς σου δεν χρειάζεται μόνο να μιλάς, οι ευγενείς συνεννοούνται μεταξύ τους : Να ’σαι ευγενικός λοιπόν μόνο με τούς ευγενικούς, οι άλλοι θέλουν όμως μαστίγιο : Και μην ξεχάσεις και τήν έκφραση τού ντοστογιέφσκυ στον έφηβο : Μην αφήσεις ποτέ να σέ κλέψουνε γιατί στο τέλος θα σέ κατηγορήσουν για κλέφτη. Μόνο με τό είδος σου να έχεις κοινοκτημοσύνη.

από τίς «βιογραφίες αγνώστων»

 

 

 

τόν οκτώβριο είθισται να ανεβάζω διάφορα επετειακά ή αναμνήσεις διακοπών – αυτή τή φορά έχουμε απλώς ανάμνηση κειμένου

τόν ίδιο μήνα θα ’θελα να προλάβω ν’ ανεβάσω και κάτι περί ρεμπώ (είναι ο μήνας τής γέννησής του – αλλά όχι τόσο γι’ αυτό, όσο γιατί με κάτι βιογραφίες του που διάβασα τώρα σκέφτηκα ότι πρέπει κάτι να πω και για τόν «μη–πιτσιρικά πλέον» ρεμπώ – τόν ώριμο άντρα τουτέστιν στην αφρική τήν αιθιοπία ή τήν αββησυνία πώς διάολο λεγότανε τότε – )

κι έχω στο μυαλό μου και κάτι – αντιπαθέστατα στους περισσότερους – κόβω τό κεφάλι μου – «γυναικεία γλωσσικά» που τά τριγυρίζω από καιρό

ας ελπίσουμε τό βλογ να συνεχιστεί κι εγώ να συνεχίσω, μ’ όλο που άλλα πολλά (μεταξύ αυτών και η δουλειά για να πάνε οι «βιογραφίες αγνώστων» επιτέλους σε έναν (γενναίο και ευγενικό) εκδότη) μέ πιέζουν, εκτός αέρος

φωτογραφίες, επεξεργασμένες από μένα : ezra stoller, joel meyerowitz

.

.

.

.

.

.

27 Μαρτίου 2014

πάνω στο χαλί

 

 

 

 

αναδημοσίευση από τό e–περιοδικό στάχτες (και η εικόνα από εκεί) τού ποιητή / εικαστικού στράτου φουντούλη / αγριμολόγου :

.

   όμως ωραία δεν ήτανε πάνω εκεί στο χαλί ; όπως καθόμαστε ; που ακουμπάγαμε ο ένας πάνω στον άλλο ; και γινόμαστε αμέσως φίλοι διατηρώντας τήν αφόρητη μοναξιά μας καθώς μάς είχαν ρίξει εκεί οι μεγάλοι να τά βγάλουμε πέρα μόνοι μας μέσα σ’ ένα πηγάδι από πλήθος, και δεν έχουμε τότε τήν αίσθηση ότι είμαστε παιδιά αλλά ότι είμαστε στον μεγάλο καινούργιο κόσμο ότι είμαστε ο μεγάλος καινούργιος κόσμος, ότι είμαστε ο κανονικός κόσμος εμείς, καθισμένοι εκεί στο χαλί στο ύψος σχεδόν τού χαλιού έτοιμα να μιλήσουμε αλλά μην ξέροντας τή γλώσσα ακόμα, προσπαθώντας να μάθουμε τή γλώσσα για πρώτη φορά γιατί τότε συναισθανόμαστε για πρώτη φορά έτσι όπως είμαστε ο ένας πλάϊ στον άλλον ότι η γλώσσα που μιλούσαμε μέχρι τώρα στο σπίτι ήταν ανεπαρκής κι ότι υπάρχει μια γλώσσα που τή μιλάνε όλοι παρέα φωνάζοντας, κι ότι υπάρχει μια γλώσσα που τή φωνάζουμε όλοι ζητώντας αν και δεν ξέρουμε ακόμα τί πρέπει λοιπόν να ζητήσουμε, ότι υπάρχουνε γλώσσες λοιπόν ατελείωτες που πρέπει να τίς μιμηθούμε και από μέσα του ο καθένας είναι σίγουρος ότι μόνο αυτός δεν τίς ξέρει ότι μόνο αυτός καθυστέρησε κι ότι όλοι οι άλλοι είναι ένα σύνολο πέρα απ’ αυτόν, που ’χει αρχίσει πιο πριν, προχωρήσει πιο πριν, μάθει πράγματα απολύτως πιο πριν, κι έτσι εκεί στο χαλί τραγουδώντας κοιτώντας αντιγράφουμε μυστικά και επίφοβα ο ένας τόν άλλον μαθαίνοντας και τήν γλώσσα τού τρανταχτού γέλιου και τήν γλώσσα τού τρανταχτού φόβου και τού τρανταχτού ουρλιαχτού και τού θόρυβου τού τρανταχτού και τού ομαδικού και τής διασκέδασης τής τρανταχτής και τής ομαδικής και τής αποδοχής και τής αναμονής και τής υπομονής

   και τών ανακρίσεων τών τρανταχτών

   και τών εκπλήξεων τών τρανταχτών που θα μάς πέσουν στο κεφάλι από τό άγνωστο μαύρο σκοτεινό εκείνο τετράγωνο τής μαύρης τρύπας εκείνης τής σκηνής

   και τής ανάκρισης τής σκοτεινής

   κι αυτός ο κόσμος είναι για πρώτη φορά τόσο γεμάτος από άγνωστες γλώσσες κινήσεις συμπεριφορές

   και ανακρίσεις

   και αν θυμάσαι κρυφοκοιτάζαμε ο ένας τόν άλλον να δούμε τί έπρεπε να κάνει και πώς έπρεπε να φερθεί και ένιωθες μέσα απ’ αυτήν τήν μίμηση συμπεριφορών μια συντροφικότητα κάπως περίεργη – αυτή πιστεύω εγώ είναι η πρώτη μορφή γλώσσας που τή μαθαίνεις μέσα σε μια συντροφικότητα πηγαδιού στο οποίο σέ πετάν δια τής βίας : η γλώσσα τού μπάρμπα–μυτούση

   ναι συντροφικότητα στη δυστυχία και τήν αγωνία

   και έτσι λοιπόν μαθαίνουμε πρώτα να ουρλιάζουμε για να αρχίσει τό έργο, και να φωνάζουμε : ύστερα να τραγουδάμε : ύστερα να χειροκροτάμε, ή μάλλον να χτυπάμε τά χέρια μας ενώ τραγουδάμε : τό θυμάσαι τό τραγούδι που μάς έβαζε μια κυρία να λέμε ; μια κυρία μπροστά που μάς έδινε τόν τόνο και που χτύπαγε τά χέρια της για να μάθουμε να τά χτυπάμε τά χέρια κι εμείς, μια ψηλή κυρία : Δε μού λες, λες αλήθεια να ’χαμε συναντηθεί καμία φορά, λες να ’χαμε κάτσει και δίπλα–δίπλα ; Μη μού πεις, τί μαγεία αυτά τά τεράστια σώματα από λιλιπούτεια πλάσματα μες στο σκοτάδι, δηλαδή σιγά–σιγά τρεμόσβηναν τά φώτα και χαμήλωναν μέχρι να γίνει τό σκοτάδι τέλειο και να φωτιστεί ξαφνικά εκειπάνω ψηλά η σκηνή : όμως ενώ όσο ακόμα είχε φως περιεργαζόμαστε εμείς τά περήφανα μέλη τού γενναίου καινούργιου κόσμου που μόλις είχε βγει απ’ τ’ αυγό (και γι’ αυτό ήταν τό σημαντικότερο πράγμα τό να είναι τό μέγεθός σου ελάχιστο) όμως με τ’ απόλυτο ξάφνου σκοτάδι, ξάφνου τά ουρλιαχτά μας γινόντουσαν πραγματικά ουρλιαχτά, δηλαδή γνήσια απόλυτη και ώριμη πλέον σιωπή, σαν να ξέραμε τί θα συμβεί πλέον στο μέλλον

   και ότι θ’ αρχίσει κανονικά η ανάκριση : (Τό ξέραμε κι αυτό, ή τό μαθαίναμε : κι αν δεν τό ξέραμε τήν πρώτη φορά τό ’χαμε μάθει πια τή δεύτερη)

   και έτσι λοιπόν είμαστε πάλι ζωάκια που μυρίζαμε τό ένα τό άλλο πάνω κεί στο χαλί για να ξεπατικώσουμε φωνές και να μάθουμε επιτέλους τή γλώσσα με τήν οποία έπρεπε να μιλήσουμε σ’ αυτόν τόν κωλόγερο

   ώστε να ξέρουμε μετά πώς να ουρλιάξουμε όταν θα άρχιζε πια μετά κανονικά η ανάκριση που δεν ξέραμε σε ποιο κεφάλι θα πέσει – και η οποία από τήν αρχή κρεμόταν πάνω εκεί στα κεφάλια μας – περισσότερο απ’ όσο κρεμόταν η ίδια η ωραία αυτή σου σκηνή

   και τής οποίας η ώρα θα ερχότανε κάποτε βέβαια και τελικά ήρθε : Ορίστε λοιπόν ανυπόμονη : τώρα είναι η ώρα της, τώρα που ανοίγει και φωτίζεται η σκηνή ψηλά εκεί πάνω κι όχι τόση ώρα, που φαγώθηκες λες κι ήθελες να μού κόψεις τήν όρεξη τή ρέντα και τόν ειρμό : είχα ρέντα, ωραία δεν τά ’πα, ε ; Πώς μού ’ρχόντουσαν έτσι ωραία οι ιδέες : δεν τά ’χω ξαναπεί αυτά έτσι ωραία αν θες να ξέρεις. Ήμουν σε φόρμα μέ ενέπνεε τό περιβάλλον : Λέγε λοιπόν τώρα, άσχετη που μόνο εσύ θέλεις να μιλάς : πολυλογού που δεν ξέρεις ούτε καν τήν σειρά τών πραγμάτων : ακόμα δεν έμαθες τρόπους ; δεν έμαθες τίποτα ανεπίδεκτη ; Λέγε λοιπόν : Τί σέ πείραζε από τήν ανάκριση ; Δεν έτρωγες όλο τό φαΐ σου κακό κορίτσι ;

   και γιατί δεν ήσουν ήσυχο παιδί Μπετούλα ; Γιατί στενοχώρησες τή μαμά σου Νικολάκη ; Και γιατί δεν έπεσες νωρίς για ύπνο χτες Γιαννάκη ;

   και γιατί τρως τά νύχια σου Βασιλάκη ; Και γιατί στενοχωρείς τή γιαγιά σου Δημητράκη ;

   και γιατί κουνάς τά πόδια σου όταν τρως Φωτεινούλα ;

   και γιατί ρουφάς τή μύτη σου όταν σού μιλάει ο μπαμπάς Αργυρούλα ;

   και γιατί έσπασες τό ωραίο πιάτο απ’ τόν μπουφέ Γιαννούλα ; Και γιατί ζωγραφίζεις στον τοίχο με τά χρωματιστά μολύβια που σού πήρε ο θείος Μαχούλα ; Και γιατί χορεύεις όλη τήν ώρα Ισιδωρούλα ;

   και γιατί μικρή Ντιάνα κυνηγάς τ’ άλλα παιδάκια ;

   και γιατί μικρή Ελένη κυνηγάς τά αγοράκια ; Τό σοκ δεν ήταν τόσο, η διαπόμπευση δεν ήταν τόσο επειδή ήξερε τί έχω κάνει και μέσα στο σπίτι κιόλας τό οποίο ήταν πολύ μακριά και στο οποίο ήμουνα σίγουρη ότι δεν είχε έρθει ποτέ αυτός ο διαολικός μπάρμπας επίσκεψη, κι ούτε καν τό ότι ήξερε καλά και φώναζε κιόλας δυνατά τ’ όνομά μου, μπροστά σε όλους, άσχετα από τό αν αυτοί δεν τό ξέρανε (κι αυτό ήταν η μόνη μου παρηγοριά (κι άρχισα σιγά–σιγά να μαθαίνω ότι αυτό ήταν κι η παρηγοριά και τών άλλων επίσης, κι έτσι, αντί να μάς ενώνει οτιδήποτε πάνω εκεί στο χαλί που ωραία εσύ τό αναγόρευσες σε σπουδαίο και ηρωικό και περίφημο, μάς χώριζε ακριβώς και μάς σκέπαζε προστατευτικά και μάς κουκούλωνε τό ότι είμαστε απόλυτα ξένοι και ότι ξένοι ελπίζαμε για πάντα να μείνουμε) (τό ότι δεν είχαμε και δεν θα είχαμε, αν είμαστε έστω ελάχιστα μέσα στην ατυχία μας αυτή τυχεροί, καμιά με κανέναν εκεί απόλυτα σχέση)) όχι λοιπόν τόσο τό ότι έλεγε εκεί ενώπιον όλων όλα τά φοβερά και φριχτά που ’χα κάνει, όσο τό ότι συμφωνούσε απολύτως δηλαδή με τή μάνα μου στο ότι αυτά ήταν όντως φοβερά και φριχτά : και αυτή ήταν μια μεταφυσικής τρομαχτικής ισχύος νίκη που αυτή κατάφερε αποδεδειγμένα εναντίον μου και τήν οποία αμέσως κατάλαβα ότι δεν θα τής συγχωρέσω ποτέ. Αν κάτι έμαθα εγώ τότε, επειδή τά είπες τόσο ωραία και γλαφυρά προηγουμένως, δεν ήταν ούτε να μιλάω πάνω κεί σε εκείνο εκεί τό χαλί ούτε να γελάω ούτε να κλαίω αλλά να κρύβομαι ακριβώς μες στο πλήθος, πάνω εκεί στο χαλί, αν κάτι μού ’μαθε δηλαδή αυτός ο παλιόγερος δεν ήταν κανενός είδους κοινά ιδιώματα γλώσσες και λοιπά και λοιπά και πολύ λυπάμαι αν σέ στενοχωρώ γλωσσολόγα μου, αλλά τό ότι μες στο πλήθος χάνεσαι, ότι μπορεί να λουφάξεις και να κάνεις τόν ψόφιο κοριό μες στο πλήθος. Κι αυτό γιατί σύντομα (πανικόβλητη όπως ήμουν και συνεπώς και γι’ αυτό και μόνο πανέξυπνη) διαπίστωσα ότι δεν κοιτούσε καν προς τή μεριά που καθόμουνα όταν μιλούσε για μένα ο μυστήριος πάνινος πάνσοφος αλλά τελείως αλλού και μέ παρηγόρησε (πολύ χαιρέκακη παρηγοριά, σημείωσέ το σέ παρακαλώ) τό ότι δεν ήμουνα μόνη μου στην συγκλονιστική αυτή ψυχρολουσία αλλά τό ότι όλοι κοιτούσαμε μέσα στα δήθεν γέλια που νόμιζες εσύ ότι μάς ένωναν, απλώς ποιος ψυχρολουζότανε κάθε φορά ή ποιος είχε ήδη ψυχρολουστεί και ακριβώς τό ότι δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τίποτα ήταν τό μόνο που μάς παρηγορούσε επίσης : έτσι ακριβώς μάθαμε να κρυβόμαστε μέσα στο πλήθος κυρία μου (σημείωσέ το : εντελώς κουτοπόνηρα) και να χαιρόμαστε με τήν αόρατη αλλά σίγουρη (και πρόσεξε : όσο πιο αόρατη τόσο πιο σίγουρη, όσο πιο πολύ γελούσαμε τόσο πιο πολύ πονούσαμε) δυστυχία ο ένας τού άλλου :

   και με τήν ακόμα πιο αφόρητη δυστυχία (ανατριχιάζω και μόνο που τό θυμάμαι, θυμάσαι ; ) κάποιων ακόμα περισσότερο δυστυχισμένων – τά θυμάσαι αλήθεια αυτά τά κακόμοιρα – που σαν υπνωτισμένα από τά πάνινα χέρια και τό πάνινο κεφάλι πάνω εκεί στη σκηνή, σαν μαγεμένα με τό στόμα ανοιχτό μόλις ακούγανε τ’ όνομά τους τού απαντάγανε κιόλας : τί φρίκη. Και μόλις καταλαβαίναν τό λάθος τους κοιτάζανε γύρω : ντρεπόντουσαν, πόσο ντρεπόντουσαν : και μεις χαιρόμαστε πόσο χαιρόμαστε (που υπήρχανε κάποιοι που τήν είχαν πατήσει : επιβεβαιώνοντας ότι εμείς δεν τήν πάθαμε : ) έτσι επιβεβαιωνόταν η αντίληψη (που ακολουθεί τόν κόσμο σ’ όλη του τή ζωή) (και για τήν οποία ο κόσμος, εμείς (δηλαδή οι έξυπνοι που μετράμε τά λόγια μας και δεν μιλάμε με ξένους ούτε στον δρόμο ούτε στο πεζοδρόμιο ούτε στις γκαλερί) καμαρώνουμε) περί τής δικής μας εξυπνάδας εφόσον υπάρχει η χαζομάρα τών άλλων : Εμείς είμαστε οι έξυπνοι δηλαδή κυρία ζωγράφα μου απλώς και μόνο διότι υπάρχουνε κι οι άλλοι που, εφόσον είναι παραδομένοι στην μαγεία τού θέατρου τού σκοταδιού και τής τέχνης, είναι χαζοί. Πόσο πρέπει να αγαπούσαν τά κακόμοιρα αυτά τό θέατρο και πόσο να θεωρούσαν σωστό τό αυταπόδεικτο που δεν υφίσταται πουθενά όμως πλέον, δηλαδή να πάρουνε αυτό τό πράγμα τό αστείο στα σοβαρά – και να ’ναι ειλικρινέστατα εκειπέρα εκεικάτω μαζί του : νομίζω αυτοί είναι στους αιώνες τών αιώνων αμήν και για τόν αιώνα τόν άπαντα οι πιο απόλυτα γνήσιοι τίμιοι παραδομένοι δηλαδή και μαγεμένοι στη μαγεία του θεατές

   που όμως δεν πηγαίνουν ποτέ τους στο θέατρο : δεν πρέπει να ξαναπήγαν ποτέ από τότε δηλαδή διότι πρέπει να τούς έγινε μάθημα : ναι, φρίκη : πόσο πρέπει να τό μισήσαν αυτοί ακριβώς τότε τό θέατρο, ε ; Αυτοί οι τόσο τέλεια παραδομένοι και γνήσιοι αυτοί οι πιο τίμιοι απ’ όλους όπως λές θεατές βάζω στοίχημα ότι δεν πηγαίνουν πλέον ποτέ τους στο θέατρο

   χα. Λες να μην πηγαίνουνε πλέον, να μην ξαναπήγαν ποτέ από τότε ; Λες δηλαδή να μην υπάρχει ούτε ένας ; ούτε ένας ; ούτε μία ποτέ ;

   πιστεύω λοιπόν ότι αυτό ήταν ένα απ’ τά πιο δύσκολα μαθήματα που έπρεπε μετά μεγαλώνοντας όλοι – αν είμαστε λίγο τυχεροί φυσικά – να ξεμάθουμε : αν τό ξεμάθαμε φυσικά, αν θελήσαμε να τό ξεμάθουμε φυσικά, κι αν μπορέσαμε – είναι κι αυτό – να τό ξεμάθουμε, είναι κάτι που μοιάζει λίγο με τό πώς πρέπει να ξεμάθουμε να ζωγραφίζουμε μετά, όταν πάμε μετά εκεί στο σχολείο

   ή με τό πώς πρέπει να ξαναμάθουμε να μιλάμε μετά, αφού αφήσουμε μετά εκεί τό σχολείο, αφού πάψουμε να γράφουμε τίς εκθέσεις που γράφαμε δηλαδή εκεί στο σχολείο

   δεν ξέρω εσύ πάντως πότε κατάλαβες ακριβώς τί συμβαίνει και τί χρωστάς στη μαμάκα σου, αλλά εγώ τό χρωστάω στον αδελφό μου αυτό : μάλιστα, τόν πιτσιρίκο :

   στην αρχή ήμουνα μόνη, ολομόναχη πάνω εκεί στο χαλί όπως λες και εσύ. Έφαγα όλες αυτές τις ψυχρολουσίες εκεί ολομόναχη – κι έντρομη

   τό κακόμοιρο

   κατάλαβα όμως καλά τί συμβαίνει όταν άρχισε πλέον να παίρνει η μάνα μου και τόν αδελφό μου μαζί : Βέβαια είχα μεγαλώσει κι εγώ πλέον τότε λιγάκι : Και για όλα έφταιγαν αυτές οι κουίντες που δεν ξέρω πώς τά λέτε καλά στο θέατρο εσείς – αυτή η αυλαία τέλος πάντων εκεί, η κουρτίνα, όχι η μικρή η ασήμαντη αυτού τού ασήμαντου μικρού παράθυρου που ήταν τό κουκλοθέατρο αλλά η άλλη, η μεγάλη, η μαύρη, που μπερδευόσουνα και χανόσουνα μέσα της που σέ περίμενε, μαύρη μυστηριώδης ακίνητη παλλόμενη μετά τήν μεγάλη γυάλινη είσοδο αν θυμάσαι μάς περίμενε ακίνητη, και ήταν αυτή η είσοδος τής σπηλιάς με τήν οποία αν μπλεκόσουνα έμπαινες μέσα, μέσα στην τεράστια αίθουσα αυτή με τά παιδιά εκεί χαμηλά στα χαλιά, και όλον τόν κόσμο εκεί χαμηλά στα χαλιά,

   και όλες τίς πολύχρωμες φωνές και τά γέλια και τά τραγούδια και τήν αναμονή χαμηλά στα χαλιά : και τόν καινούργιο κόσμο που κοιτούσε τριγύρω να δει τούς άλλους καινούργιους που θα καθόντουσαν κι αυτοί εκεί χαμηλά στα χαλιά –

   όμως, όμως, πριν μπεις μέσα, ήταν αυτή η κυρία εκεί στο χωλ αριστερά και μού πήρε τόσον καιρό τόσο απίστευτα ηλίθιο καιρό να καταλάβω ότι τήν ώρα που η μάνα μου μ’ έσπρωχνε μες από τήν κουρτίνα και μού ’λεγε, Προχώρα και θά ’ρθω εγώ μετά να κάτσω πίσω με τούς μεγάλους, καθώς εγώ προχωρούσα μες απ’ τήν βελουδένια υφή προς τό βελουδένιο χαλί, αυτή έδινε σ’ ένα χαρτί γραμμένα χαρτί και καλαμάρι τά χαφιεδίστικά της στην κυρία αυτή που ήταν στο χωλ και τήν είσοδο : Γι’ αυτό ήταν αυτή η κυρία στο χωλ και τήν είσοδο : για να παίρνει πληροφορίες για μάς, κι όχι για να παίρνει εισιτήριο. Κι όταν μάς πήγε μια μέρα η μαμά μου με τόν αδελφό μου μαζί, τόν έσπρωξα τότε μια μέρα μέσα από τήν κουρτίνα κι εγώ με τό χέρι μου κι έμεινα πίσω για λίγο με τή μαμά μου εγώ, και τήν κυρία αυτή στο χαμηλό τραπεζάκι, και τότε άκουσα τό φριχτό προεόρτιο τού θεάτρου : τότε άκουσα τούς απαίσιους ψίθυρους τότε άκουσα τόν κοφτερό ψίθυρο (κοφτερό πιο πολύ, ζεματιστό πιο πολύ, επειδή ήταν χαμηλόφωνος σιωπηλός χαμογελαστός δημητράκης φωτεινούλα ισιδώρα αργυρούλα και γιαννάκης και κωστάκης μάχη νίκος και ανθούλα – ονόματα συριστικά σαν δαγκώματα σε λίγο φιδιού, υπόκωφα σαν κατραπακιά σε λίγο από γκιλοτίνα) που τίς ένωνε όλες αυτές τίς μαμάδες με τά υπέροχα κασκόλ μαντίλια παλτά αρώματα νάϋλον χρώματα καμηλό και καρρώ μάλλινα χρώματα που περιμένανε συνωμοτικά όλο ψίθυρο στη σειρά υπομονετικά μιλώντας σιγανά μεταξύ τους κι ανταλλάσσοντας κασκόλ και καρρώ και πουά και τουήντ κι ήταν αυτή αυτονών η συμμετοχή κι η δημιουργία που θα είχαν ποτέ τους αυτοί με τήν τέχνη, ψίθυροι ήταν η τέχνη τους, σφυρίγματα μες στα τουήντ κατραπακιές στη σειρά μέσα στο φωτεινό μεσημέρι (νομίζω ότι μάς πηγαίνανε πάντα χειμώνα) μεσημέρι που έλαμπε πάντως από τή μυρωδιά (και τήν σκόνη) τών διαστημικών τών διαπλανητικών χριστουγέννων –

από τό μυθιστόρημα «έκθεση βαθυτυπίας», εκδόσεις «απόπειρα» 2006

 

 

 

 

 

 

 

 

  

1 Μαρτίου 2014

«απολίτιστες τέχνες» : a farewell to –my– arms

.

.

 

a farewell to (my) arms :
μεταφερθήκαμε παραπλεύρως

 

.

   ενδοσκοπική ανακοίνωση σήμερα για τήν κατάργηση τού πρώτου μου ιστότοπου – καθώς τά αναρτημένα (μέσω pdf  (εκτενέστατα, βαρεθήκατε να διαβάζετε…)) αποσπάσματα εκδομένων (και μη) βιβλίων μου μεταφέρθηκαν ήδη (όσοι είσαστε προσεκτικοί τό προσέξατε) εδώ και λίγο καιρό, μέσω τής δυνατότητας που μάς δίνει η πρόσφατη (εν πάση περιπτώσει εγώ τουλάχιστον τώρα τήν έμαθα) τεχνολογία τής εταιρείας (τί καλή η εταιρεία) παραπλεύρως : στον κατάλογο τών «σελίδων» με τόν σεμνό τίτλο «περί εμής»

   οι απολίτιστες τέχνες έκαναν δηλαδή πλέον τόν κύκλο τους, σαν αυτόνομη χωροθετημένη αφηρημένη, απολύτως απολίτιστη αναρχία και απόλυτη βέβαια απολυταρχία κι έκαναν και μια συγκεκριμένη ασφαλώς δουλειά : πέρα από όπλο και χέρια, λειτούργησαν και σαν τό βιτριόλι που διαχωρίζει τά μέταλλα : έκανα κάποιους (λίγους και τί καλούς) φίλους εξαιτίας τους (από τή μια), είδα και ποιοι αδιαφορούνε για ό,τι δεν τσαπατσουλεύεται στις φυλλάδες (κι ας λεν οι ίδιοι, ό,τι ευσεβάστως γουστάρουνε, για τούς ίδιους) από τήν άλλη

   πρέπει να πω ότι τότε (εκείνα τά έξη χρόνια, ας πούμε, πριν) είχα θυμώσει (ως μη ώφειλα : θα ’πρεπε να καταλαβαίνω, κι ας ήμουν μικρότερη, καλύτερα) ήμουν δηλαδή θυμωμένη με τήν άκρα σιωπή από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδολογίας (συνάδελφοι* κι ομότεχνοι μιλήσανε, έχουν, και τό ξέρουν αυτοί, τίς (ολικές και ολιγαρκώς πληθωρικές μου) ευχαριστίες…) για τήν απόλυτη δηλαδή σιωπή προς ένα βιβλίο που οι σοβαροί ας τό λέγαν σοβαρό – από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδογραφίας που, δικαίως λέω σήμερα, (δικαίως, και με συγκινητική αυτογνωσία, λέω σήμερα) υποδέχτηκε αγνοώντας το τό δεύτερό μου μυθιστόρημα – τό εκδοθέν μετά από δεκαετία και βάλε μονομανούς κλεισίματος και γραψίματος, σπίτι μου, μακριά από τό γαϊδουροπάζαρο : τό οποίο είχα αφήσει τό ’87 (με τήν έκδοση τού πρώτου μυθιστορήματος) σχετικά ανθρώπινο, και τό βρήκα – όταν ξαναβγήκα στην αγορά να βρω εκδότη (εκείνο τό μηδενικό 2000) – ξελιγωμένο στους διαδρομισμούς και τίς μικρότητες, μ’ άλλα λόγια τά ταπεινά κείνα λεφτά τών μπεστσέλερ : έφτασα μες στο θυμό μου παρότι δεν μ’ αρέσει καθόλου ούτε η νοσταλγία ούτε η ιδέα τής νοσταλγίας, να θυμάμαι με νοσταλγία ανθρώπους όπως η αλόη σιδέρη ή ο γιώργος σαρηγιάννης που διάβασαν χωρίς κανένας να τούς πει τίποτα ένα πρώτο βιβλίο σαν τίς «προετοιμασίες», και μέ ζητήσαν στο ραδιόφωνο, τό μόνο μέσο που είχαν τότε, για να μιλήσουμε ( : μέ είχαν καλέσει, όπως λέω και αλλού, αρκετοί άνθρωποι τότε και πήγα στους περισσότερους μολονότι αντιπαθώ να μιλάω γι’ αυτά που κάνω (τό βρίσκω τουλάχιστον άτοπο να προσπαθώ (με τό δεδομένο κύρος τού δημιουργού) να επιβάλω μια μορφή ανάγνωσης τών γραφτών μου απέναντι σε μιαν άλλη που θα ήταν εξίσου λογική πιθανώς, ακόμα κι αν δεν θα μού άρεσε) γι’ αυτό και προσωπικά χάρηκα περισσότερο μια εκπομπή που είχε τότε ο γιάννης κοντός (ο ποιητής, αλλά τότε και συνεργάτης τού εκδότη μου, τού «κέδρου», συνεπώς αυτός πιέστηκε ίσως απ’ τήν εκδότρια ! ) και λεγόταν «προσωπική ανθολογία» αν θυμάμαι καλά τόν τίτλο, όπου μπορούσα (και έπρεπε ! ) να μιλήσω μόνο για τά βιβλία τών άλλων που μού αρέσανε) ( : με τί κέφι πολυλόγησα για τόν επίκουρο τόν αντόρνο και τόν σταντάλ, με τί κέφι μού είπε ότι ήταν η καλύτερη εκπομπή του κείνη η εκπομπή μας, και ότι θα τή χρησιμοποιούσε στο μέλλον και για πιλότο ( : ήταν κι η μόνη εκπομπή για τήν οποία είχα πληρωθεί – απίστευτα πράγματα : τώρα πληρώνουν κι από πάνω με όποιο τρόπο μπορούν φίλοι και συγγενείς, σύζυγοι πανεπιστημιακοί ή κουμπάροι έμποροι για να ειπωθεί και να γραφτεί μια κουβέντα – δεν τά λέω στα κουτουρού, μολονότι δεν αποδεικνύονται : (ίσως) αποδεικνύονται μόνο από τό γεγονός πως εγώ (τρώγοντας τήν αποσιώπησή τους στα μούτρα) δεν κινούμαι καθόλου προς αυτή τήν κατεύθυνση – και απαγορεύω και στους φίλους μου να κινηθούν : δεν τούς έχω τούς φίλους μου για να τούς χρησιμοποιώ, όλα κι όλα : δεν θα επεκταθώ επ’ αυτού))

   βέβαια, οι πιο αγαπημένοι κι οι πιο σημαντικοί μου φίλοι (οι φίλοι δηλαδή από τίς εκδόσεις «έρασμος» πάνω απ’ όλα, ο αντρέας μυλωνάς κυριότατα) μού τό ’λεγαν (με έγνοια που μέ στηρίζει ακόμα και σήμερα, μετά τόν θάνατό του, με θυμό που ακόμα και σήμερα μέ ταρακουνεί όταν τόν αναπολώ) : βγες απ’ τό σπίτι βρε χάρη έστω λίγο, κάνε μια προδημοσίευση, δώσε μας κάτι να σού βάλουμε – θα σέ ξεχάσουν… Εκείνος ήξερε… εγώ είχα τό γαϊδουρινό πείσμα να κλειστώ για να γράφω – και να κάνω ή να προσπαθώ να κάνω ό,τι θεωρούσα επείγον…

   όσοι δεν τά ξέρουν ας αδιαφορήσουν… όσοι τά ξέρουν θα καταλάβουν… τά ’χω γράψει εξάλλου και στην υποκριτική, και σε άλλα παλιότερα… δεν ωφελεί να πω περισσότερα : η ενδοσκόπηση έχει και τά όριά της σ’ αυτό τό μπλοκάκι –

   λοιπόν, ως προς τά εδώ, οι άνθρωποι που μπήκαν στις απολίτιστες διάβασαν και μού γράψανε (και κυρίως – έδινα μεγάλη σημασία όταν ήμουν αρχάρια σ’ αυτό – βάλαν τίς «απολίτιστες τέχνες» στο μπλογκρόλ τους) ώς εδώ, και μού φτάνουν

   τά λέω τώρα διότι τώρα, τό καταλάβατε, ετοιμάζομαι να ξαναεκδόσω πάλι – πόσα χρόνια θα πάρει η προσπάθεια θα τό δούμε (τήν άλλη φορά έφαγα έξη χρόνια : για να δούμε, αυτή τή φορά, ποιος ήρωας θα βρεθεί να πληρώσει για να διαβάσετε σεις εφτακόσιες σελίδες – από τήν άλλη ενστερνίζομαι απόλυτα και τό αρχαίο ρητό που λέει «αλλοίμονο στον συγγραφέα που ’χει ανάγκη από ήρωες»)

τιμής ένεκεν σ’ εκείνο τό πρώτο θυμωμένο λοιπόν τοπίο η πρώτη σελίδα του σήμερα εδώ :

(τίς άλλες θα τίς βρείτε σαν εισαγωγικά κείμενα (φωτογραφημένα πλέον) στις σελίδες με τά pdf παραδίπλα)

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

*
η (διορατική, άμα και εκτενής) κριτική τού πεζογράφου γιώργου συμπάρδη για τήν
«έκθεση βαθυτυπίας» δημοσιεύτηκε τό 2007 στο 78ο τεύχος τού περιοδικού «εντευκτήριο» και δεν βρίσκεται διαδικτυακά

.

φωτογραφίες
brassaï και leslie
jones από εδώ

.

για τόν τίτλο (αν χρειάζεται η
βοήθεια) κάτι
εδώ ή εδώ

.

.

.

.

.

.

3 Ιανουαρίου 2014

μία κυρία

.

.

 

 

   η γάτα μου τούς είχε καταλάβει πολύ καλύτερα από μένα, όλα τά χρόνια που ζήσαμε μαζί, και γι’ αυτό δεν τούς χώνευε. Τούς πατούσε κάτι δαγκωνιές, και καθόταν πάνω τους με όλο της τό βάρος, και κοιτώντας πέρα μακριά, τόν απέναντι τοίχο, σαν να τήν απασχολούσε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα, ακριβώς πάνω σ’ αυτούς που ήξερε ότι δεν ήτανε άξιοι να καταλάβουν τήν αξία μας. Όταν μιλούσαν συνέχεια αυτοί, και στα δικά μου αστεία δεν γελούσαν καν, απασχολημένοι με τά σοβαρά προβλήματα τής ελληνικής ενδοχώρας, εκείνη τριβόταν πάνω μου, σκαρφάλωνε στον ώμο μου, έχωνε τό πρόσωπό της στα μαλλιά μου και μού ’λεγε : σού τό ’πα, μόνο εγώ σ’ αγαπάω χαζή, αυτοί όλοι είναι ματαιότης ματαιοτήτων. Μού έγλυφε τόν λαιμό και τά μάγουλα μ’ αυτήν τήν αγκαθωτή γλώσσα και κόλλαγε τό κεφάλι της στο κεφάλι μου με μανία, σπρώχνοντας κιόλας, ήθελε πάρα πολύ να ενώνονται οι σκέψεις μας συνεχώς. Κι όταν περπατούσαμε μέσα στο σπίτι, εγώ χαμηλότερα, περπατώντας στο παρκέ, κι αυτή γαντζωμένη με τά νύχια απ’ τόν ώμο μου, σαν γεράκι, δεν υπήρχε περιθώριο θλίψης : έχωνε τό στόμα της μες στα μαλλιά μου σαν να μού έλεγε μυστικά που θα μού δίνανε δύναμη : ο απόλυτός της ρεαλισμός, κι η απόλυτή της περιφρόνηση προς τούς άλλους ήταν κυρίως που μέ δυνάμωναν : μού θύμωνε μόνο όταν μ’ έβλεπε να καταρρέω από λύπη, γινόταν έξω φρενών. Ξανάβαζε τά γέλια, όταν τής χαμογελούσα : γέλια λιτά, μετρημένα. Δεν τής άρεσαν οι αισθηματικές υπερβολές, και σ’ αυτό ακόμα μού ’χε κάνει μαθήματα, αποφασισμένα και πεισματικά πεζογραφίας

   η κατάμαυρη καρβουνιασμένη της φάτσα έβγαζε φωτιές λαμπυρίζοντας σαν μαύρη τρύπα ενός γαλαξία όταν περιπολούσε πάνω στα χαρτιά μου : τά ’γλυφε κιόλας και τά πατούσε με ευχαρίστηση μαλακά, σαν να τούς έδινε θάρρος όταν ήταν ήδη πετυχημένα

   τό κριτήριό της ήταν ορθότατο : θυμάμαι πόσο περιφρονητικά ή μάλλον με οίκτο μέ είχε κοιτάξει όταν αποφάσισα να βοηθήσω εκείνον εκεί τόν ποιητή στο διαζύγιο που τού έτυχε : δεν τής έδωσα τότε σημασία – ε δεν θα ’χε δίκηο και σε όλα – και όμως είχε : είχε απόλυτο δίκηο σε όλα: είχε απόλυτο δίκηο όταν αυτόν ειδικά δεν τόν καταδεχόταν καθόλου, και όταν ερχόταν στο σπίτι αυτός αυτή πήγαινε και κρυβόταν κάτω απ’ τόν καναπέ και παραφύλαγε με μάτι φθονερό μοχθηρό ανυπόμονο να φύγει για να βγει πάλι έξω αυτή : εκεινού δεν είχε καταδεχτεί ούτε στα γόνατά του να κάτσει για να τόν ενοχλήσει ποτέ όπως τούς άλλους : περίεργο πράγμα, δεν τού ’χε καμία εκτίμηση, γινόταν με μια περίεργη συνέπεια έξω φρενών κάθε φορά που αυτός έμπαινε μέσα στο σπίτι : Τό κατάλαβε ώς κι ο Τάκης, που δεν πρόσεχε γενικώς τίποτα : Φαίνεται ότι δεν αγαπάει τόν υπερρεαλισμό στην ποίηση, είπε μια φορά, αυτό τό ζώο. Αυτό τό ζώο όμως άλλα έλεγε και μάλλον δεν τήν ενοχλούσε ο σουρεαλισμός, διότι έναν άλλον σουρεαλιστή (αλλά πολύ ειλικρινή αυτόν χωρίς πλούσια γυναίκα και χωρίς επιτυχία στα βιβλία του) όποτε ερχόταν στο σπίτι, αυτόν και στενά τόν πολιορκούσε και πάνω του καθόταν και τό χέρι τού έγλυψε δυο–τρεις φορές. Ίσως ήταν η φωνή, ίσως τήν επηρέαζαν κι αυτήν οι φωνές τί να πω, ίσως η φωνή τού πρώτου να ήταν αντιπαθής γενικά (που και ήταν) (έτσι, γεμάτη αυτοθαυμασμό και στόμφο και ξεστομίζοντας συνεχώς μεγαλοστομίες) ενώ η φωνή τούτου τού δεύτερου ήτανε χαμηλότερη και υπερβολικά γεμάτη αυτοαμφισβήτηση. (Μολονότι δεν είχα καμιά διάθεση να ασχοληθώ με τήν ποίηση τόν δεύτερο τόν συμπαθούσα, αν και πήγε γρήγορα στην αμερική. Μού είχε στείλει μάλιστα και μερικά γράμματα τότε. Τού έκανε εντύπωση ας πούμε μεγάλη – σαν παιδί λίγο ήτανε – πόσο θεσμοθετημένο στην κανονική ζωή τού μέσου αμερικανού ήταν ένα ενδιαφέρον ακομπλεξάριστο για τά χρήματα : είχε πάει στο σπίτι ενός μεγάλου τους ποιητή κι ο ξεναγός αφού τούς έδειξε ολονών τά δωμάτια, για ένα πράγμα κυρίως τούς ενημέρωσε : για τό πόσα δολλάρια ή πόσα σεντς τήν ημέρα έβγαζε γράφοντας εκείνος προς τό τέλος τής ζωής του στο σπίτι αυτό)

   αυτός όμως δεν τήν ενόχλησε ποτέ, και μόνο τόν άλλον (και μάλιστα τή μέρα που ήρθε καταπτοημένος λόγω διαζυγίου να ζητήσει εκείνη τή χάρη) δεν τόν ήθελε ούτε ζωγραφιστό να τόν βλέπει : εκείνη μάλιστα τή συγκεκριμένη μέρα επειδή ήτανε και κλαμένος, τού πάτησε και μια δάγκα στο χέρι όπως τό ’χε να κρέμεται από τήν καρέκλα : δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που τόν λυπήθηκα, όχι, θα τήν πάταγα ούτως ή άλλως, κι ας μην μεσολαβούσε η οδυνηρή της μουσούδα, που μ’ έκανε να είμαι συνεχώς μ’ ένα μπουκάλι οινόπνευμα στο χέρι για να φροντίζω τούς ξένους : τό επικίνδυνο στόμα της μιλούσε αλλιώς : Τόν μισούσε απ’ ό,τι κατάλαβα μάλλον επειδή τώρα εύρισκε δυσάρεστη μια γυναίκα που εξαιτίας της είχε σνομπάρει όλον τόν κόσμο παληότερα : αυτά η γάτα μου δεν τά καταλάβαινε, δεν είχαν καμιά λογική, κι εκείνη ήταν οπαδός τού διαφωτισμού – άλλωστε μού τό ’χε κάνει σαφές ότι έβλεπε θαυμάσια και στο σκοτάδι – όλος ο κόσμος ήταν διαρκώς φωτισμένος γι’ αυτήν : και φώτιζε κι η ίδια άλλωστε τό σκοτάδι έτσι που λάμπαν τά μάτια της μέσα στη νύχτα : μόνο τό φως λοιπόν αποδεχόταν ως αρχή, κι ας ήταν έτσι ολοσκότεινη η ίδια με αυτή τή γούνα : ίσως κιόλας γι’ αυτό να τήν έγλυφε με τέτοια μανία σαν να ’θελε να τή μαδήσει και τήν έκανε με τό σάλιο της να γυαλίζει έτσι που να βγάζει κι αυτή αστραπές :

   όχι, θα τήν πατούσα με όλους, θα τούς λυπόμουνα όλους, ούτως ή άλλως, ήμουνα τελειωμένη περίπτωση τελειωμένος βλάκας που θα ’λεγε κι αυτή, δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα μου να τό πάρω απόφαση δηλαδή ότι βαρέθηκα : πόσο αντέχει ένας άνθρωπος, πόσα αποθέματα δύναμης να ’ναι βλάκας, μέσα σ’ έναν κόσμο πανέξυπνων, έχει ; Ώσπου ξαφνικά όλα σού γίνονται δυσάρεστα αφόρητα και ανούσια και απεχθή, μονοκόμματα : και ως συνήθως αν έχεις δείξει μεγάλη κατανόηση, ξαφνικά τή χάνεις όλη μαζί και παίρνει η μπάλα και μερικούς αθώους αν υπάρχουν (θεωρητικά μιλάμε εγώ δεν ξέρω κανέναν, δεν ήξερα τότε κανέναν αθώο). Τότε, τό μόνο που ήξερα ήταν ότι τούς βαρέθηκα : βαρέθηκα αφάνταστα δηλαδή τήν ευαισθησία τους, τόν πόνο τους, τίς κουβέντες τους, τήν πολυλογία τους : τή φοβερή πολυλογία τών ανθρώπων που κάνουν συνέχεια τόν δάσκαλο και δεν ακούνε κανέναν άλλον – πώς μπορείς να ’σαι δάσκαλος έτσι ; τό δασκαλίκι δεν είναι να χαϊδεύεις μονάχα τόν εαυτό σου συνέχεια με ευχαρίστηση, αλλά να κοιτάς και τόν άλλον καμία φορά : τό δασκαλίκι δεν είναι να λες συνέχεια τά ίδια και τά ίδια, είναι να εμπνέεσαι κι απ’ τόν άλλον τόν αδαή, καμία φορά : τό δασκαλίκι χρειάζεται δύο, με έναν μόνο δεν γίνεται, τίποτα δεν γίνεται μόνο με έναν, με έναν γίνεται μόνο μία μαλακία : κι αυτοί μιλούσανε μόνο με τόν εαυτό τους συνέχεια, όσοι κι αν ήτανε δηλαδή μέσα στο σπίτι, όσο πολύ κι αν φωνάζανε : μιλούσανε μόνο με τόν εαυτό τους συνέχεια : εμ δεν υπάρχει έρωτας έτσι, αυτό τούς έλεγε δηλαδή με τόν τρόπο της, με τό αθώο της κι επικίνδυνο αυτό στόμα εκείνη : (κι αυτή ήξερε από έρωτα, μού τό ’χε αποδείξει : τόν χαιρόταν τόσο πολύ, που είχα μείνει ξερή : είχαμε κάνει ειδικό ταξίδι για να μού τό αποδείξει, και μολονότι ώσπου να τήν πάμε στο εξοχικό κατουρήθηκε πάνω της, ύστερα εγώ καθόμουνα και τή θαύμαζα νύχτες ολόκληρες (μόνη μου γιατί ο Τάκης κοιμότανε) : ήτανε σα λιοντάρι : και σα λιοντάρι ακολούθησε μόνο τά γούστα της : έδιωξε πολλούς περιβόητους εραστές καλλονούς, και κράτησε μόνο έναν αδύνατο και αισθητικά είν’ η αλήθεια άψογο λεπτοκαμωμένο κι ερωτευμένο αφάνταστα μαζί της ποιητή – ή πεζογράφο : μού τόν έφερε να τόν γνωρίσω κιόλας : ύστερα πηδιόταν μπροστά μου και μέ κοιτούσε καλά–καλά, μόνο που δεν μ’ έβλεπε τότε, εκείνες τίς ώρες απολάμβανε αυτό τό χάσιμο τού κόσμου απ’ τά μάτια της χωρίς καμιά ενοχή : δεν υπήρχε τίποτα για τό οποίο να ντρέπεται εκείνη, αντιθέτως, μού έδινε μαθήματα και συμπεριφοράς σε όλα, ήταν ο παράδεισος ενσαρκωμένος ξανά τό μυαλό της : τή ζήλευα τότε πολύ.) Γι’ αυτό και δεν ήταν αχάριστη – όπως αυτοί που ποτέ δεν μού είπαν Τί ωραίο φαΐ είν’ αυτό αλλά τρώγανε τού σκασμού και μιλούσαν συνέχεια για τά δικά τους ποιήματα ο ένας κι ο άλλος – και σέ κάναν να συχαίνεσαι αυτήν τή μανία τους ν’ ασχολούνται μόνο με τή δικιά τους ενδοχώρα – τί λέξη κι αυτή – λες και δεν υπήρχε άλλη χώρα στον κόσμο : εμένα (κι αυτήν) μάς ενδιέφερε όμως ο κόσμος ολόκληρος). Αυτή δεν έκανε τίποτ’ άλλο λοιπόν απ’ τό να μού γουργουρίζει με ευχαρίστηση εκκωφαντικά κάθε τόσο αν τής τό ’φτιαχνα πάντα καλό τό φαΐ : ήταν η μεγαλύτερή της ευχαρίστηση, εκτός απ’ τόν έρωτα, τό να λέει Ευχαριστώ για τό φαΐ που τής δίνεις να τρώει : τό να λέει Ευχαριστώ τήν ευχαριστούσε τό ίδιο, αν όχι και περισσότερο, απ’ τό ίδιο τό φαΐ ώρες–ώρες μού φαίνεται : και δεν ήταν παρά ένας σαφής υλισμός και αυτό, λογικό, ορθολογιστικό, διαφωτιστικά άψογο : Τά Ευχαριστώ, ως μεθεόρτια τής ευχαρίστησης, επεκτείνανε τήν ίδια τήν ευχαρίστηση για ώρα πολλή : τό πλάσμα αυτό ζούσε μονάχα για να απολαμβάνει αυτά που δικαιούνταν απ’ αυτή τή ζωή κι εμένα πάνω απ’ όλα : δεν μέ υποτιμούσε, ούτε μέ θεωρούσε υπηρέτρια, παραδουλεύτρα ή σκλάβα της : αντιθέτως, μέ τοποθετούσε σ’ ένα βάθρο πολύ υψηλό βάζοντάς με ισάξια και ισότιμη στη ζωή της με τήν ίδια της τή ζωή που έπρεπε να είναι γεμάτη φυσικά άνεση χώρου και απολαύσεις : όχι τόσο επειδή τής έκανα τά χατήρια λοιπόν όσο γιατί τό ’βλεπα αυτό τό πράγμα με τόν ίδιον τόν τρόπο κι εγώ, είχα τήν εκτίμησή της νομίζω

   αλλά και με τόν Τάκη η σχέση της ήτανε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, δεν μπορούσες να πεις : τόν κοιτούσε με υποψία, τόν ενοχλούσε, αλλά και τόν αγαπούσε αφάνταστα : τόν αγαπούσε επειδή εκείνος αγαπούσε εμένα όμως – (αυτό μού τό ’χε ξεκαθαρίσει μια φορά απ’ αυτές που μού μίλησε για αρκετή ώρα στο αυτί). (Μετά δεν καταδέχτηκε να ξαναασχοληθεί με τό ίδιο θέμα. Μολονότι οπαδός τής πεζογραφίας, εισήγαγε επιμόνως σ’ αυτό τό είδος όλην τήν οικονομία τής ποίησης). Όταν έγραφε εκείνος, πήγαινε και καθόταν στα γόνατά του για να τόν ενοχλήσει και να τόν αναγκάσει να απομακρύνει τό σώμα του απ’ τό τραπέζι, ώστε να χωρέσει και τό κεφάλι της, να κοιτάει τά γραφτά. Τότε τού κάναμε και τήν εξής πλάκα εμείς πολλές φορές τού Τάκη : καθώς καθόντουσαν έτσι και γράφανε οι δυο τους περνούσα εγώ περαστική έξω απ’ τήν πόρτα και τής φώναζα Κυρία μου έλα να φας και τότε αυτή τού ’δινε μια κλωτσιά στα γόνατα, και τιναζόταν κάτω απ’ τό τραπέζι εγκατέλειπε τήν ανάγνωση κι έτρεχε πίσω από τή φτέρνα μου μουγκρίζοντας. Και καθώς ασχολιόμαστε μετά μες στην κουζίνα κι οι δυο να τακτοποιήσουμε τό φαγητό της ωραία στα πιάτα, και να τό μυρίσουμε κιόλας καλά–καλά, διασκεδάζαμε ταυτοχρόνως – κι ίσως και τό περιμέναμε κιόλας για να γελάσουμε τότε – αυτή μάλιστα γέλαγε τρίβοντας τό μέτωπό της και χτυπώντας το στα πόδια μου ώσπου να μπορέσει να ριχτεί στο φαΐ – που ακούγαμε τόν άλλον από μέσα να κάνει τήν καρέκλα του πίσω έξω φρενών (κατά βάθος ίσως ήθελε να κάνει ένα διάλειμμα για να σηκωθεί και να ξεμουδιάσει) τιναζόταν λοιπόν τότε χτύπαγε τά χέρια του και φώναζε από μέσα (τόσο δυνατά όμως που τόν ακούγαμε πάντα) : Ε όχι, αυτό δεν τό δέχομαι. Κι ύστερα ερχόταν στην κουζίνα και τήν έβλεπε να τρώει. Έκανε τόν ψόφιο κοριό αυτή και δεν τού ’δινε σημασία : Αυτός τότε συνέχιζε : – Μα δε μού λες (έλεγε θυμωμένος) (μερικές φορές νομίζω μάλιστα ότι ήτανε κιόλας στ’ αλήθεια θυμωμένος) πώς καταλαβαίνει τί τής λες ρε γαμώτο ; ξέρει ελληνικά ; Θα τής τό κάνω κι εγώ για να δω : Πήγαινε και τής τό ’κανε πολλές φορές – και κυρίως όταν αυτή καθόταν στην αγκαλιά μου όταν διάβαζα αλλά κι άλλες, που τήν έβλεπε να κάθεται ήσυχη κάπου : Περνούσε δήθεν αδιάφορα μπροστά μας, και πηγαίνοντας προς τήν κουζίνα έλεγε : – Κυρία της έλα να φας. Φυσικά πλήρης σιωπή και περιφρόνηση ακολουθούσε, και κανείς δεν κουνιότανε : απλώς, επειδή ήταν πολύ αστείο και επειδή εγώ γελούσα πολύ, αν τήν είχα στην αγκαλιά μου έκανε τότε αλλεπάλληλες κωλοτούμπες εκείνη γυρνώντας μια δεξιά και μια αριστερά και τρίβοντας τή μουσούδα της παντού όπου εύρισκε γεμίζοντάς με τρίχες και σηκώνοντας μάλιστα και τά πόδια ξεδιάντροπα στον αέρα ώστε να χαιρετούσε όπως θα ’λεγε κι εκείνος ο ποιητής με τά πόδια τόν ήλιο* (τίς λάμπες δηλαδή και τό ταβάνι σ’ αυτήν τήν περίπτωση). Ο άλλος καθόταν και περίμενε λίγο μες στην κουζίνα κι ύστερα ερχόταν και μάς εύρισκε έξω φρενών : – Τί ; δεν κουνήθηκες ; (τής έλεγε). Ε, λοιπόν όχι, αυτό δεν τό δέχομαι. (Παίρνοντας μυρωδιά εκείνη απ’ τό ύφος του σταματούσε τότε τίς φούρλες και τόν κοιτούσε με πρόκληση. Ακολουθούσε ο εξής διάλογος : – Εμένα γιατί δεν μ’ ακούς όταν σού μιλάω ελληνικά ; έλεγε αυτός. (Σιωπή από τή μεριά της). – Γιατί εσύ δεν τό πιστεύεις μέσα για μέσα ότι ξέρει ελληνικά, απαντούσα εκ μέρους αυτηνής εγώ. Και η σεκάνς τελείωνε καθώς αυτός απομακρυνόταν χτυπώντας τά χέρια του πάλι και λέγοντας ξαναπηγαίνοντας προς τό γραφείο : (είχε τελειώσει τό διάλειμμα) : Ε όχι, αυτό δεν τό δέχομαι.)

   (να συμπληρώσω πριν τήν αφήσω (για εδώ), ότι τής άρεσαν όλα τά είδη μουσικής προτιμούσε όμως περισσότερο απ’ όλα τά μπλουζ και τίς σονάτες για πιάνο, τά κρουστά τήν έκαναν να σηκώνει τό κεφάλι με περιέργεια και να περιμένει κάτι για τή συνέχεια, κι επειδή δεν τό ’βρισκε συνήθως ξανακοιμόταν, τά βιολιά δεν τής πολυάρεσαν και τά πνευστά έτσι κι έτσι. Τό σαξόφωνο όμως τής άρεσε. Τής άρεσε κι η μάριαν φαίηθφουλ η φωνή της πάρα πολύ έτσι βραχνή που ήτανε. Ήτανε η καλύτερή της συμφωνούσαμε απολύτως στα γούστα)

   μείναμε πάνω απ’ τόν τάφο της με τόν Τάκη αρκετή ώρα – περίεργο πόσο μικρό χώρο έπιανε ακίνητο αυτό το αεικίνητο όμορφο σώμα

 

 

 

 

από τήν έκθεση βαθυτυπίας

.

.

.

*ζήσης οικονόμου «ναυσικά»

.

.

.

.

.

.

κ α λ ύ τ ε ρ η   χ ρ ο ν ι ά   ό λ ε ς   α ς   έ χ ο υ μ ε 

.

.

.

.

.

.

12 Ιουλίου 2013

βιεννέζικα γιαγιάδικα γερμανικά τραγουδιστά

.

ως συνήθως πριν κλείσουν οι κήποι για διακοπές παραθέτουν αποσπάσματα αφηγημάτων ανέκδοτων
η εικονογράφηση αυτή τή φορά είναι (ελαφρώς επεξεργασμένες) εικόνες από ντοκυμαντέρ για τό χτίσιμο τού τείχους τού βερολίνου

 

   μέσα εκεί (παρ’ όλο που ήταν στο υπόγειο τής πολυκατοικίας) έλαμπε ένας βιεννέζικος γάτος παλιά έπιπλα κι ένα ηχηρό φως από μότσαρτ και ρούχα αγορίστικα χρωματιστά και περούκες με νευρικά κοτσιδάκια : αστράφταν τραγούδια χριστουγέννων ihr Kinderlein kommet και alle Jahre wieder και ri ra rutsch : τριγυρίζανε χρώματα από πέδιλα πάνω στο χιόνι και μανάβισσες κάτω από ολοκάθαρα κιόσκια χρωματιστά που πουλούσανε μελιτζάνες και πορτοκάλια τυλιγμένα σαν δώρο επίσημο κι αναντίρρητο μ’ έναν υπέροχο φιόγκο σε διαφορετικό κάθε φορά χρώμα καρρώ. Και τότε εκεί τραγουδάγαμε με τόν χένσελ παρέα κι αυτό ήταν εξίσου με τό άρωμα μουσικής αλλά και ζάχαρης σημαντικό – γιατί ο χένσελ θα μού άνοιγε βέβαια τήν πόρτα χαμογελώντας μου με τό στραβό του χαμόγελο πολύ πονηρά αλλά θα εξαφανιζόταν προς δυστυχία μου και δυστυχία του πιο ύστερα, αμέσως μετά, κι η φροϋλάϊν ήταν σ’ αυτό πολύ αυστηρή : κι όταν θα τά λέγαμε πρώτα πια όλα σωστά, τότε θα μπορούσε νά ’ρθει μέσα από τό άλλο δωμάτιο (στα πόδια του στριμωχνόταν και τόν έσπρωχνε πρώτη η μαύρη γάτα) (που θα όρμαγε να κάτσει μετά στο ακροκέραμο τής γυαλιστερής ντουλάπας) (και από κει να μάς βλέπει σαν τήν γάτα τού τσεσάϊρ, μόνο ύπουλο χαμόγελο) (αυτό θα τό μάθαινα αργότερα για τά γατιά και τ’ αγγλικά τους ονόματα) και τότε τού κάναμε χώρο κι οι δυο μας εμείς γελώντας ανάμεσα, η φροϋλάϊν Λίζε κι εγώ (εκείνη έκανε περισσότερο στην άκρη κι εγώ γελούσα τσιμπώντας του τό πόδι κάτω απ’ τό τραπέζι όσο μπορούσα πιο δυνατά) και με τσιμπιές έτσι κάτω από τά βιβλία αρχίζαμε να χοροπηδάμε δυνατά με τά τραγούδια που θα τά λέγαμε όλα ένα–ένα και με τή σειρά : ο χένσελ είχε τή δυνατότερη ίσως φωνή από όλους μας ή φώναζε πιο δυνατά σαν να γκάριζε : η φροϋλάϊν φώναζε κι αυτή πολύ ενθουσιώδης όπως και ήτανε, και εγώ φώναζα εξίσου πάρα πολύ (ήτανε οι καλύτερες στιγμές τού μαθήματος εξάλλου αυτές, δεν μπορούσα να μην τό παραδεχτώ, ότι αυτές ήτανε ό,τι καλύτερο ας πούμε γινότανε) και έτσι τό υπόγειο αντηχούσε οι ντουλάπες κουνιόντουσαν και τά θεμέλια τής πολυκατοικίας στερεωνόντουσαν επιτέλους γερά, με τά πιο φωναχτά και υπέροχα τραγουδιστά τότε λόγια : που δεν μπορούσε να καταλάβει και άλλος κανείς κι ήταν ένα από τά ωραία αυτής τής δουλειάς τό ότι όσο και να φωνάζαμε κανείς άλλος δεν μπορούσε να καταλάβει τί λέμε τά παίρναμε λοιπόν όλα απολύτως με τή σειρά, κάθε φορά και μαθαίναμε πάντα και ένα καινούργιο (εγώ δηλαδή γιατί αυτός τά ήξερε ήδη, κι άλλωστε με τήν γιαγιά του θα μιλούσε συνέχεια γερμανικά) (και μόνο με τήν γερμανίδα γιαγιά του έμενε, δηλαδή και με τήν ελληνίδα γιαγιά του μαζί, και δεν υπήρχε κανένας άλλος με τόν οποίο να μπορεί να μιλήσει και καθώς η ελληνίδα γιαγιά του μιλούσε μόνο με τήν γερμανίδα γιαγιά του γερμανικά και αυτή, αυτός συνεπώς ήταν σαν χωμένος σε δύο συμπληγάδες γιαγιάδικες που τού απαιτούσαν γερμανικές μόνο εικόνες) και πιο πολύ απ’ όλα ουρλιάζαμε στο Hänschen klein ging allein / in die weite Welt hinein / αυτός δηλαδή ούρλιαζε, πιο πολύ απ’ όλους, και φώναζε τότε πιο πολύ απ’ όλα σ’ αυτό. Και η κυρία Νίνα έμπαινε και έλεγε με τήν βραχνή της από τό τσιγάρο φωνή στην φροϋλάϊν Λίζε τότε, κάθε περίπου φορά, μ’ αυτό τό αριστοκρατικό και γεμάτο αξιοπρέπεια ύφος της που ενισχυότανε από τά μακριά μαύρα φορέματα και που θυμίζανε τά βιβλία που διάβαζα (η φροϋλάϊν μού έδινε) για τόν μότσαρτ : Θα ρίξετε τήν πολυκατοικία πιο σιγά βρε παιδιά :

   και λες κι αυτό ήταν τό σύνθημα, η γάτα (η μαύρη) κατέβαινε από τήν ντουλάπα και τυλιγόταν στο μαύρο φόρεμα τριγύρω κάτω σαν τρελλή, ο Γιάννης γύρναγε προς τό μέρος της γελώντας και φώναζε ακόμα πιο δυνατά εγώ τόν τσίμπαγα κάτω απ’ τό τραπέζι στο γόνατο και φώναζα λιγότερο επίσης, και η φροϋλάϊν Λίζε γύρναγε μισοόρθια προς τό μέρος της κι έκανε τόν μαέστρο με επίσημες μεγάλες κινήσεις, κοιτώντας την και κάνοντας με τά μάτια της ένα «Πώς αλλιώς να γίνει λοιπόν;» και τότε κάτω από τούς θριαμβευτικούς ήχους τού

Doch die Mutter weinet sehr / hat ja nun
kein Hänschen mehr

η κυρία Νίνα θα ύψωνε με αξιοπρέπεια τό τσιγάρο της ξανά προς τό στόμα και καθώς θα έβγαινε με τήν γάτα να τήν ακολουθεί κατά πόδας ξανάλεγε πάλι πάντως βραχνά

   πω πω βρε παιδί μου θα ρίξετε τήν πολυκατοικία πάντως εσείς βρε παιδιά.

.

   θέλω να μιλάει, θέλω να τήν κάνετε να μιλάει, δεν θέλω να τραγουδάει, αυτή η πρόταση ξεπήδησε με δυσοίωνη επιμονή κι ηπιότητα ακόμα περισσότερο δυσοίωνη σε κάτι επισκέψεις του στην φροϋλάϊν έναν καιρό μετά τήν αρχή, κι από τότε επαναλαμβανότανε με αγένεια κάθε φορά, και κείνη, η γλυκύτατη ύπαρξη, τέντωνε τίς ρυτίδες της και τού έλεγε με ύφος (σαν να ’θελε λίγο να κλάψει, και σαν ν’ αναφερόταν και στον εαυτό της κυρίως, πιο πολύ απ’ όλα σ’ αυτό) : Μα είναι μικρό κοριτσάκι Herrn Avdopoulos και τό τραγούδι μιλάει κι αυτό, κάθε φορά, κι ενώ επαπειλούνταν κάτι τό αφόρητο όσο πιο πολύ πληθαίνανε οι επισκέψεις αυτές (κι ενώ με τίποτα δεν μπορούσε να τό πιστέψει κανείς ότι αυτή η διαμαρτυρία – η σχεδόν αγενής, ή η σχεδόν φανερά αγενής – και αυταρχική – και δεσποτικά αγενής – θα είχε αυτό τό αποτέλεσμα, θαυμάζω τώρα που τό σκέφτομαι, (και θαύμαζα και τότε, ακόμα και χωρίς να τό σκέφτομαι, μόνο μυρίζοντάς το στα μάτια της) – τήν πεποίθηση αυτής τής γυναίκας στις παιδαγωγικές της μεθόδους : κι όλο και πιο πολύ φτάναν στ’ αυτιά μου (ποιος διάολος τού έλεγε ν’ ανακατέβεται) τόνοι υψωμένης φωνής αγενέστατης (Να μιλάει, να μιλάει, δεν θέλω να τραγουδάει) και τόνοι ήρεμης βιεννέζικης ειρωνείας (ω πόσο ήρεμης – αν σκεφτεί κανείς κάτι που τότε δεν ήξερα, πόσο μέτραγε τό εισόδημα αυτό για αυτές και γι’ αυτούς) από τή μεριά της : Ja Herr Avdopoulos aber είναι μικρό κοριτσάκι. Ja, θα μιλάμε πολύ πιο πολύ από τήν άλλη φορά. Μεγαλώνει πια τώρα. Όχι πιο πολύ : μόνο να μιλάτε. Μά Herrn Avdopoulos : Σάς παρακαλώ, κατέληγε τότε κείνο τό ανατριχιαστικό όπως όλα : Να κάνετε ό,τι σάς λέω εγώ. Ειδαλλιώς θα τήν πάρω από δω. Βιεννέζικο σήκωμα τών ώμων, γεμάτο χιούμορ (και συντριβή, τώρα ξέρω και συντριβή). Και στο τέλος μέ πήρε από κει.

   και η κατάβαση στα υπόγεια γινόταν πια μόνο για τόν Γιάννη και για να παίξουμε με τ’ άλλα παιδιά : Κι όταν έβγαινα έξω στο πεζοδρόμιο, τό κεφάλι της ήτανε πάντοτε (όχι άσπρο αλλά κατά βάθος ξανθό, όχι ογδόντα χρόνων, αλλά κατά βάθος είκοσι και δεκαοχτώ, όχι θαμπωμένο από κούραση αλλά από έρωτα ακόμα και ελπίδα) σ’ ένα επίπεδο με τόν ίδιο τόν δρόμο και μέ χαιρετούσε πάντα μ’ αυτό τό συγκαταβατικό βιεννέζικο γέλιο της Guten Tag Ελιζάμπετ. Γιατί έπρεπε να μέ λέει Ελισάβετ – προσπαθούσε – όπως ήθελε πάντα δηλαδή ο Αυδόπουλος. Wie geht’s? gut? Danke gut.

   κι έφευγα γρήγορα να πάω να ψωνίσω τά ψώνια τής μάνας μου ή να πάω στο σχολείο, και για τό ακόμα ότι ήμουν ψηλή και γι’ αυτό ακόμα ντρεπόμουνα, αν υπήρχανε ματωμένα δάκρυα που κυλάν από μέσα μέ πότισαν όλη, και να είσαστε σίγουροι, τόν μισούσα αφόρητα ποιός τού είπε να ανακατεύεται, τό καταλαβαίνετε αυτό.

   γιατί ο λόγος που τά γράφω δεν είναι γι’ αυτά καθεαυτά εκείνα τά πράγματα, αλλά πιο πολύ γι’ αυτό τό ίδιο εκείνο τό πράγμα τού να τά καταλαβαίνει κανείς, γι’ αυτό εκείνο τό ίδιο τό πράγμα και τόν τρόπο να τά θυμάται κανείς, γιατί μ’ απασχολεί δηλαδή πάνω απ’ όλα ο τρόπος που άρχισα να τά θυμάμαι ενώ πάντα νόμιζα ότι τά θυμάμαι καλά. Γιατί κάτι γίνεται ξαφνικά κι έρχεται μια μέρα που τήν ώρα που ξυπνάω τό πρωί έχω μια ιστορία μπροστά μου που πριν δεν τήν ήξερα τώρα τό βλέπω ολόκληρη : Έχουν σκληρύνει οι λέξεις, και πια μπορεί να τίς χρησιμοποιήσεις χωρίς δισταγμό και μοναχά βεβαιότητα, ναι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβαίνει μ’ αυτό : ξαφνικά δεν έχω εκείνες τίς αλλεπάλληλες αμφιβολίες ως προς τό ποιά μπορεί να ήταν η αλήθεια πολύ τελικά, ξαφνικά, ενώ νομίζεις ότι θυμάσαι, ξαφνικά θυμάσαι για πρώτη φορά. Ναι ντρεπόμουνα και πιο πολύ ντρεπόμουν αφόρητα καθώς έβλεπα και φανταζόμουνα τήν άλλη (τήν πραγματική βερολινέζα αυτή τή φορά) να περνάει με τά ψηλά της τακούνια χτυπώντας τα κάτω σα μπότες και να τής κλωτσάει τό κεφάλι που ήταν στο ύψος τού πεζοδρομίου σχεδόν τήν κάθε φορά : τήν κάθε φορά που θ’ ανέβαινε πάνω καμαρωτή κι όλο βέβαιη κι έτρεμα ότι θα τής συντρίψει τό κεφάλι καμία φορά κατά λάθος απ’ τή μεγάλη της τή σιγουριά και δεν ήθελα να μέ δούνε καθόλου μαζί της στον δρόμο και ένιωσα φρίκη τή μία φορά που μ’ έστειλε η μάνα μου κάτω μαζί της και δεν δεχόταν αντίρρηση αυτή τή φορά και τίς είδα – ναι τίς είδα με φρίκη ότι χαιρετιόντουσαν κιόλας με χαμόγελα και με πολλά guten Tag και ξέραν η μία τήν άλλη καλά : η βερολινέζα τήν αυστριακή και η αυστριακή τήν βερολινέζα : η φροϋλάϊν μ’ εκείνο τό καρτερικό σχεδόν γέλιο της (και φυσικά γιατί η άλλη δεν ήξερε τίποτα από όλα αυτά) (κι ίσως νόμισε κιόλας ότι έκανε μια ανακάλυψη βρίσκοντας μια ομόγλωσσή της στο υπόγειο αυτό ξαφνικά) και με τήν ιδέα ότι από κράτη σαφώς κοντινά που συνόρευαν να βρεθούν στην αθήνα, στον ξένο αυτόν τόπο (ξένο αποκλειστικά για τήν δεύτερη) (γιατί για τήν πρώτη τό πράγμα είχε πολύ πιο πολλά) και λοιπόν γνωριστήκαν μιλούσαν και, ορίστε, ήταν κιόλας όλα πολύ φιλικά : πώς ντρεπόμουνα και πώς ήθελα να πω στην Fräulein ότι δεν είχα περάσει με άλλην ούτε τόσο δα όσο μαζί της καλά : πώς ντρεπόμουνα και ήθελα σιωπηλά να τής πω ότι δεν είχα μάθει ούτε ένα καινούργιο τραγούδι, κι ότι δεν θα τραγουδούσα ποτέ άλλο τραγούδι, με άλλην καμία φορά. Κι όμως ότι τά θυμόμουνα όλα και τά τραγουδούσα μονάχη στον ύπνο μου. Και θα μέναν για πάντα μαζί της τά αινίγματα και η ασάφεια εκείνη τού σύμπαντος ανάμεσα σε Ei και Eis κι ανάμεσα σε Hänsel και Hänschen κι ανάμεσα σε Tier και σε Tür και σε Dir. < Κι αργότερα μόνο σε Trier. > Όλα τόσο καλά όλα τόσο ξεκάθαρα σαν τά όνειρα δικά σου γυαλιστερά γλιστερά.

.

.

   και πιο πολύ απ’ όλα χωνόμουνα στο γερμανικό αλφαβητάρι : ήταν ωραιότεροι οι άνθρωποι εκεί, γιατί στο ελληνικό ήταν λίγο σφιγμένα τά πόδια τά σχέδια και μ’ όλο τό συμπαθητικό κλίμα που ’χει πάντα ένα σχέδιο πίσω του (πόσα αινίγματα μέσα σ’ αυτά όλα τότε τού φόντου εκεί) θύμιζαν όλα τους πιο πολύ απ’ όλα χωριό. Τό γερμανικό αλφαβητάρι είχε τήν πόλη τίς γούνες μαμάδες σκαντζόχοιρο χιόνι τό σκι τά χριστούγεννα και τίς πύλες που έπεφτε από τήν φράου Χόλε σαν φιλί αγκαλιά κι ένα τεράστιο μπράβο από πάνω τό χρυσάφι, χρυσό. Και ξανά πάλι τά ασαφή και χρυσά ξεμπερδέματα (που κανείς δεν τά έλυνε) από τήν φράου Χόλε στην Τρύπα τήν Κόλαση και τά λοιπά. Είχε πολύ περισσότερα μυστήρια να λύσει κανείς στο γερμανικό αλφαβητάρι με όλα αυτά – για να μην λογαριάσουμε μέσα στις ιδιότητες τού αλφαβηταριού τού ίδιου : τόν Γιάννη τήν γάτα τήν ντουλάπα τόν μότσαρτ τά τραγούδια και τήν φροϋλάϊν Λίζε αυτή καθεαυτή. Καθόμαστε στο ωραίο στρωμένο (ζεστό τί ζεστό) τραπέζι της κι έβλεπα εκείνα τά μακριά της τά δάχτυλα πάνω στα γράμματα (νεανικά ντροπαλά παραμορφωμένα στους κόμπους από τήν ηλικία και τήν αρθρίτιδα) και μύριζα τήν ανάσα της γεμάτη σκόνη καθόλου παλιά (σαν ένα μεγάλο ταξίδι με τραίνο από χιόνια κι από υπέροχη πόλη με φρούτα, γλυκά) (που όμως εδώ κανείς δεν τήν ήξερε) καθώς προσπαθούσε να μού προφέρει τίς ελάχιστες λέξεις στα ελληνικά που χρειαζόντουσαν για να μού εξηγήσει μια λέξη : και μού άρεσε αυτό που προσπάθαγε, να μού τά εξηγήσει όλα μόνο στα γερμανικά βρίσκοντας κάθε φορά μια λέξη πιο πίσω που ίσως τήν ήξερα : τήν έβλεπα να φτιάχνει σκάλες και να τίς κατεβαίνουμε έτσι μαζί. Στο σχολείο αντίθετα όλα ήταν με κρύο ψυχρά. Αυτή ήταν στημένη και ίσια κι αγέλαστη και μάς είπε αμέσως να έχουμε δεμένα τά δύο τά χέρια μας να τά βλέπει επάνω στο ξύλο τό κρύο τού θρανίου και τού γυμνού τραπεζιού από μακριά να τά βλέπει δεμένα κι ακούνητα έτσι καλά. Και τό μόνο που είχε ένα ξύπνημα (μυστικό και κρυφό) από περιπέτεια μέσα σου ήταν τά άλλα παιδιά : (απ’ τήν πρώτη στιγμή) οι ήχοι υπόγεια είπαν ότι ήταν τό ίδιο για όλα αυτά : μάς περιμένανε περιπέτειες εκεί πολύ βιαστικά.

.

   για τήν Τροία έχω να πω και αυτό τό ανέκδοτο τό αστείο με τά γερμανικά που κι αυτουνού άργησα πάρα πολύ να συνειδητοποιήσω τή λύση : Τό ανέκδοτο αυτό έχει τρεις χώρους ή τρεις περιοχές που συμβαίνει και η πρώτη είναι η βιβλιοθήκη και τό γραφείο τήν ώρα τών γερμανικών μου με τήν βερολινέζα, όπου σε ένα μάθημα γεωγραφίας πέφτουμε (ή πέφτω εγώ) για πρώτη φορά στην πόλη που γράφεται Trier και που τήν ακούω εκείνην να τήν προφέρει Τροία κανονικά. Μπερδεύομαι αλλά μετά τό παίρνω απόφαση – ότι έτσι προφέρεται. Δεύτερος χώρος τώρα μετά απ’ αυτό όταν με φίλους μου αργότερα (πολύ πιο μετά) (στο πανεπιστήμιο) θεωρούσα για καιρό ότι ήταν έξυπνο να λέω και να κάνω τό καλαμπούρι αυτό Ο Μαρξ που γεννήθηκε στην Τροία, ενώ ακολουθούσε πάντα μετά παγωνιά και σιωπή γιατί κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα ή τό θεωρούσανε και εχθρικό (έτοιμοι ήταν όλοι τότε να σού πούνε ότι είσαι πρωτάρης και άσχετος). Η τρίτη λοιπόν μετακίνηση χώρου τώρα γίνεται όταν γνωρίσαμε (παρέα μαζί με τήν Νίνα αργότερα) τόν μεγάλο μας φίλο τόν συγγραφέα αυτόν, στον οποίο έκανα πάλι μια μέρα ηλιθίως τό καλαμπούρι – και εκείνος καθώς ήτανε εκτός από έξυπνος και παλιός αριστερός – μόλις τό άκουσε αφού μέ κοίταξε αρχικά ξαφνιασμένος μού είπε μετά:

   – Α, λες τήν Τριέρ.

   κι έτσι κατάλαβα επιτέλους τόσο αργά ότι οι αριστεροί τήν προφέραν τήν λέξη με τή γαλλική προφορά (γιατί στα γερμανικά η κατάληξη αυτή προφέρεται πάντοτε α, με μια ανάσα όμως μαζί προς τό τέλος, αυτό που λέγαμε άλλοτε και για τήν αρχή όλων τών λέξεων στα γερμανικά : με μια μικρή ανάσα, και συγχρόνως σαν ένα κατάπιωμα τής ανάσας τήν ίδια στιγμή. Αλλά αυτό είναι που δεν γράφεται.)

.

.

   αλλά γενικά, εκτός από τήν γιαγιά μου όλοι οι άλλοι ήτανε φύλακες, φύλακες έξω απ’ τά τείχη τής Τροίας, άγνωστοι, τελείως άγνωστοι που τά ξέρανε όλα, και δεν τούς ήξερα καθόλου εγώ. Μού προξενούσαν και πολλή απορία, ήταν και πολύ ακαταλαβίστικοι, ενώ με τήν γιαγιά είμαστε πάντα κανονικά : άνοιγε τό ραδιόφωνο, εγώ ένιωθα ξαφνικά να βρίσκομαι στην κανονική χαρά με τή μουσική, τήν μόνη πραγματική ζωή τού κόσμου, προς τό τέλος τής μέρας μού έλεγε καμιά φορά Θα μού τό σπάσεις τό πάτωμα, και αυτό ήταν όλο. Ύστερα έτρωγα τό φαΐ της και μού έλεγε ιστορίες.

   ιστορίες μού έλεγε, αλλά δεν έσπρωχνε δεν πίεζε, δεν στρίμωχνε, αλλά πολύ μαλακά βρισκόσουν ξαφνικά στην αγκαλιά της και άκουγες. Είχε μια όμορφη καθαρή μυρωδιά γεμάτη σκόνη. Έλαμπε κι ήταν γεμάτη με πράγματα που ’χαν γίνει παλιά σκοτεινά. Δεν είχανε σημασία βέβαια αφού είχαν γίνει όταν εγώ δεν ήμουνα αλλά ήθελε οπωσδήποτε να τά πει, κι απ’ αυτήν τή μεριά είχανε φυσικά σημασία. Ίσως η μόνη σημασία ήτανε να μην τής ξεπατώσω τελείως τό πάτωμα αρχικά, δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι ήθελε πάντως να μού τά πει. (Τή θαυμάζω σήμερα, όταν ξέρω πώς υπήρξαν τά ίδια γεγονότα για άλλους, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, σήμερα εκ τών υστέρων να πω αυτήν τήν αηδιαστική κουβέντα ότι είχε αυτή η γυναίκα χιούμορ. Πάντως τή θαυμάζω σήμερα γι’ αυτά που έλεγε, όταν ξέρω τί άλλα θα μπορούσε να μού ’χει πει. Δεν μ’ απασχόλησε ποτέ με μονομανίες προσωπικές της ας πούμε. Είχε μεγάλη αξιοπρέπεια και ειρωνεία αυτή η γυναίκα.) Έπρεπε όμως να μάθω οπωσδήποτε μερικά πράγματα που ’χαν γίνει απέξω, απ’ τόν δρόμο, λίγον καιρό ένα αφάνταστο μυθικό πράγμα πιο πέρα, πιο πριν και πιο κει, στο σκοτάδι.

   γιατί πριν από μένα δεν υπήρχε καθόλου πουθενά για κανέναν από αυτούς αυτό τό φωτεινό και τό χρωματιστό και τό φως αφού τραγούδαγαν εκείνοι έξω, και ήτανε μάλλον άσχημο αυτό και ακαταλαβίστικο δεν ήτανε μουσική ήτανε σαν κάτι κι αυτό από άλλους φύλακες που τά ξέρουνε κι αυτοί όλα και κάνουν τούς έξυπνους : Τραγούδαγαν εκείνοι έξω, τήν εποχή τού πολέμου τής Τροίας, μάλλον κινέζικα : Όταν μού τό τραγούδαγε έδινε κάτι ηχητικές στροφές στους περίπλοκους αυτούς συνδυασμούς τών συμφώνων, που δεν μπορούνε ν’ αποδοθούν σε γραφτό : ο τονισμός ήτανε περίπου δηλαδή κάπως έτσι :

   τώρα ξέρω ότι τό είχε ακούσει σχεδόν τέλεια, εκτός από μια λέξη μόνο. Άργησα πάρα πολύ όμως για να μπορέσω να βρω τό πραγματικό, και τό ’χα κιόλας ξεχάσει για να πω τήν αλήθεια, μέχρι εκείνη τή μέρα που ξαφνικά κουνήθηκε μες στο κεφάλι μου ένα καμπανάκι και ξανάκουσα τή φωνή της : δεν ξανάκουσα τά λόγια, άκουσα τήν κοροϊδευτική αυτή στροφή στη φωνή όπως μού τό έλεγε, δηλαδή τήν αστειότητα τού γυρίσματος από τό «ντουμπίς» στο «φερίχ». Ρώτησα τή γερμανίδα μου τότε και μού τό εξήγησε γιατί ήτανε μάλιστα κι αυτή από τό βερολίνο. Έτσι μού είπε μια φορά λοιπόν κι αυτή ένα τραγούδι και δεν είχα δίκιο στην αρχή που είπα ότι δεν θα μάθαινα τίποτα τραγουδιστό από αυτήν (κι ότι δεν θα ’θελα κιόλας να μάθω.) Η διαφορά βέβαια είναι ότι τώρα δεν τό τραγουδήσαμε όπως με τόν Χένσελ που φωνάζαμε τά χριστουγεννιάτικα αλλά μού είπε μόνο τά λόγια, τά οποία μετά τά μεταφράσαμε τί σημαίνανε, και μού τό τραγούδησε μετά μία φορά μόνη της κανονικά. Και πέρα απ’ αυτό, αυτό ήτανε επιπλέον και περιττό γιατί τή μουσική τή θυμόμουνα πολύ καλά, διότι δεν είχε κάνει κανένα λάθος η γιαγιά μου στη μουσική αφού δεν είχε λέξεις που δεν ήξερε εκεί.

.

   αλλά τά πιο πολλά μού τά ’χε πει η μαμά μου. Γιατί και κείνης τής άρεσε πάρα πολύ να τραγουδάει και να μού μαθαίνει τραγούδια και μάλιστα και να χορεύουμε. Εκείνη λοιπόν δεν μ’ έπαιρνε ποτέ αγκαλιά, αλλά χορεύαμε όταν μού τραγουδούσε, γονάτιζε μπροστά μου για να είμαστε ίδιες σε όλα κανονικά, και αρχίζαμε να χορεύουμε βαλς, με πιασμένα τά χέρια δεξιά–αριστερά αργά για να τό μάθω να τό λέμε και οι δύο μαζί και κάνοντάς με να κάνω και φούρλες κάτω από τό χέρι της που τό ύψωνε σαν αψίδα από πάνω μου μού τραγούδαγε να μάθω εκείνο τό :

κε σερά σερά
γουέβερ γουλί γουλί
η φούστα νοτάρ τουρσί
κε σερά σερά :

   και ύστερα θα ξανάρχιζε αμέσως μετά από τήν αρχή, κρατώντας με μπροστά της τώρα και κοιτώντας με προσεκτικά να τό μάθω κι εγώ ξανά και ξανά :

When I was just a little girl
I asked my mother, what will I be
will I be pretty, will I be rich
that’s what she said to me :
Que sera sera

.

   αυτή τήν εικόνα μού είχε δημιουργήσει δηλαδή η γιαγιά μου, πως ήτανε πάρα πολύ σκοτάδι και επειδή μού έλεγε δείχνοντας τό παράθυρο που πλάϊ του καθόμαστε αγκαλιά Πω πω πώς κάνανε, να τούς έβλεπες, πώς κάνανε εδώ έξω που περνάγανε κάθε νύχτα και τότε μού εξηγούσε ότι εννοούσε πως φωνάζαν αυτά τά κινέζικα που τά θυμόταν απέξω και θύμωνε πιο πολύ με τίς μπότες νομίζω και έτσι τότε άκουσα για πρώτη φορά τήν λέξη γερμανός αλλά μαζί με τή λέξη στρατός και όχι φροϋλάϊν : πω πω πώς έκαναν, έλεγε, εδώ έξω που περνούσαν τήν νύχτα με τίς μπότες τους και που τίς χτύπαγαν : έτσι πρώτα σκεφτόμουνα πολλούς στη σειρά μέσα σ’ ένα σκοτάδι καφέ και ύστερα πιο μεγάλη σκεφτόμουνα ότι τραγουδάγανε σαν μεθυσμένοι και η σειρά τους θα χάλαγε σαν ξεδοντιασμένη, κι ύστερα πιο μεγάλη ακόμα σκεφτόμουνα κάποιες φορές πώς γινότανε από ψυχολογική άποψη να μπορούσανε να τραγουδάνε ανάμεσα από σπίτια τά οποία δεν καταλαβαίναν τί λέγανε και μιλάγανε άλλη γλώσσα και μετά που μεγάλωσα πάρα πολύ (και δεν υπήρχε πια περίπτωση να τή βρω για να τής τό πω γιατί είχε πεθάνει) βρήκα και τό ίδιο αυτό τό τραγούδι : δηλαδή μού ήρθε μια ανάμνηση ξαφνικά απ’ αυτά που μού έλεγε όταν ήμουνα σε κείνο τό σπίτι παιδί τό ίδιο ξαφνικά όπως μού είχε έρθει μια μέρα η σκέψη ότι πρέπει να πάω να δω τή γιαγιά κι ύστερα ένιωσα ένα παγάκι στο κεφάλι μου να μού κουδουνίζει : Δεν μπορείς πια να τήν δεις γιατί έχει πεθάνει, κι έτσι ξαφνικά σαν να ’λυωσε τώρα ο πάγος και να καθάρισαν όλα και είπα : Τώρα μπορώ να μάθω λοιπόν εύκολα τά πάντα, και ρώτησα έτσι τήν φράου : έπρεπε μόνο κάποια στιγμή για να γίνει αυτό να θυμηθώ απλώς ότι πάντα θυμόμουν : γιατί η αμνησία ποτέ δεν είναι πλήρης και απόλυτη, και απλώς σαν μηχανικοί σκηνής που καθορίζουν τή σκηνογραφία πρέπει εμείς με τό χέρι μας να βοηθάμε και να κουνάμε και να κανονίζουμε τά επίπεδα οι ίδιοι, ποιο θα ανέβη και ποιο θα κατέβη, δηλαδή ποιο θα πάει πιο μπροστά και ποιο θά ’ρθει πιο πίσω κάθε φορά : Κι έτσι λύθηκε τό μυστήριο και μάλιστα εύκολα μια που μού διευκρίνισε τότε τό θέμα η ίδια γελώντας όταν τή ρώτησα αν ξέρει κανένα τραγούδι με τούς στίχους του ν’ αρχίζουν δηλαδή με κάτι σαν ντουμπίς φεριχμαγκίν και τής τραγούδησα κιόλας, όσο μπορούσα, και τή μουσική : Γέλασε πάρα πολύ (στην αρχή) τότε αυτή και μού τό είπε κανονικά (και βέβαια έτσι έπρεπε από τήν αρχή του να ήτανε : από τή στιγμή που άκουσα τά λόγια του πλέον με τό νόημά τους κανονικά, μού φαινόταν ηλίθιο που δεν τά ’χα καταλάβει ώς τώρα πιο πριν : μά τυφλή ήμουνα;) (φυσικά ήταν όλα ξεκάθαρα, η γιαγιά μου δεν είχε ακούσει τίποτα λάθος, τά θυμότανε μάλιστα όλα με μεγάλη πιστότητα κανονικά, μόνο που φυσικά θυμόταν τούς ήχους τά phonetics τών λέξεων απ’ όπου απουσίαζε όλο αυτό που θα μέ διευκόλυνε εμένα δηλαδή η διευκρινιστική τους γραφή : ) Είναι ένα πολύ απλό τραγουδάκι πειραχτικό σαν παιδικό περίπου και λέει : Du bist verrückt mein Kind du musst nach Berlin geh’n, dort wo verrückten sind, da musst du hin : κι ύστερα ε–λα–χοπ και τά λοιπά : Δηλαδή όπως τό μεταφράσαμε έπειτα σιγά–σιγά (με τήν πληκτική μεθοδικότητα που τή διέκρινε (στην περίπτωση τών μεταφράσεων, δεν είχε πια σχεδόν καθόλου χιούμορ : ))

 

Είσαι τρελλός παιδάκι μου :
Να πας στο βερολίνο,
εκεί που ’ναι όλοι οι τρελλοί
εκεί να πας κι εσύ.

 

   και λέγοντάς το μετά, ξαναγέλασε : είχε μια ξαφνική νοσταλγία τό πρόσωπό της όταν θυμήθηκε τί λένε γι’ αυτούς τούς ίδιους τούς βερολινέζους οι άλλοι : Ναι, τό λένε για μάς, είπε : Λένε για μάς ότι είμαστε θεότρελλοι, πολύ τρελλοί. Ύστερα ξαφνικά μέ κοίταξε και τό γέλιο τής κόπηκε : Τί εννοείς, είπε, τό τραγουδάγανε αυτό εδώ; εδώ ο στρατός; Σώπασε λίγο, έπειτα είπε : Πολύ περίεργο. Όταν κάτι δεν τό είχε σκεφτεί η ίδια ότι υπάρχει, δεν μπορούσε να τό αποδεχτεί καθόλου εύκολα. Έπρεπε δηλαδή να ξέρει κάτι για να τό θεωρήσει υπαρκτό. Να τό ’χει μάθει δηλαδή από άλλους ότι υπάρχει. Τέτοιοι τρελλοί υπάρχουν παντού και στο βερολίνο κι εδώ. Μόνο που θεωρούν τούς εαυτούς τους πολύ λογικούς όλοι σε αυτό. Πολύ περίεργο, μού έλεγε. Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν για πολλή ώρα. Δεν μπορούσε να τό συνδυάσει αυτό τό τραγούδι με ό,τι τής έλεγα, φαίνεται ότι δεν μπορούσε να τό χωνέψει ότι αυτό τό τραγούδι μπορούσε να τό τραγουδάει ένας στρατός. Και μάλιστα στρατός κατοχής. Ίσως για να γλυτώσει απ’ αυτό τό δίλημμα άρχισε να λέει για τό πώς ήταν ο πόλεμος στο βερολίνο και για τούς βομβαρδισμούς κι ύστερα τής ήρθανε κλάματα. Δεν είχα ξαναδεί άλλη φορά στη ζωή μου τόσο μεγάλη δηλαδή ψηλή γυναίκα να κλαίει. (Μάλλον άλλη μία φορά μόνο είχα δει πιο πριν αλλά εκείνη ήτανε με μαύρο μαγιώ και ψηλή και μαύρα μαλλιά και όχι γαλάζιο ταγιέρ και ψηλή και ξανθά μαλλιά). (Και τώρα δεν είμαστε στη θάλασσα είμαστε στο γραφείο μες στη βιβλιοθήκη, κι εγώ δεν ήμουνα τόσο μικρή που να μπορώ να κάθομαι πάνω σε μια πέτρα γυαλιστερή και να κοιτάω δίπλα τό γυαλιστερό πλάσμα ν’ ανασαίνει, κι οι άλλοι μεγάλοι μέσα με τά κουπιά και τούς ψαράδες να βοηθάνε για να σηκώσουν τίς τσούχτρες μέσα από τή θάλασσα για να μπω να κολυμπήσω εγώ). Πιο πολύ έκλαιγε όπως ερχόντουσαν πάνω της απανωτά τό ένα και τό άλλο κι ενώ εγώ νόμιζα ότι τό πιο μεγάλο κλάμα θα ήτανε με τούς βομβαρδισμούς (δεν είχα ξανακούσει ότι περάσανε και στη γερμανία βομβαρδισμούς, νόμιζα ότι αυτοί καθόντουσαν στο σπίτι τους, απλώναν τά ρούχα τους στο μπαλκόνι, και βομβαρδίζανε άλλους, και τώρα αυτή η εικόνα και τό κλάμα, με τούς βομβαρδισμούς στο βερολίνο μού φάνηκε τελείως παράλογη, δεν μπορούσα να τή χωνέψω, δεν τήν είχα μάθει ποτέ πριν δηλαδή, δηλαδή τί έγινε, τρελλαθήκαν στον αέρα απ’ τόν πολύ πόλεμο μήπως, και πάθανε καμιά κρίση και βομβαρδίζαν τώρα οι ίδιοι μόνοι τους τόν εαυτό τους; τούς είχα δηλαδή εκείνην τήν εποχή που γινόντουσαν αυτά όλους ελαφρώς για τρελλούς, ήταν μια εποχή σκοτεινή που εγώ δεν τήν ήξερα και δεν έπαψα μέσα βαθειά μου πάντα να έχω τήν εντύπωση ότι ήτανε σκοτεινή και τρελλή και ακαταλαβίστικη διότι δεν είμαστε ακόμα εδωπέρα οι φίλες μου τότε κι εγώ) αλλά τό μεγαλύτερο τράνταγμα δεν θα ήτανε καν με τούς βομβαρδισμούς, αλλά με τό μετά, με τόν φράχτη τό χώρισμα που τούς κλείσανε και δεν τούς αφήναν να βγουν από κει. Αυτό τό ήξερα και δεν ξαφνιάστηκα, τό είχε πει πάρα πολλές φορές με τήν μάνα μου και πάντα στο ζήτημα αυτό τής τρέχανε δάκρυα. Μόνο με τόν γάμο της μπόρεσε τότε δηλαδή εκείνη να φύγει, αλλά δεν μπόρεσε να πάρει μαζί τήν μαμά της και τήν άφησε πίσω. Μπορούσαν να βλέπονται σ’ ένα διάστημα κάποιων χρόνων δεν θυμάμαι ακριβώς πόσο, αλλά κάθε φορά τήν έπιανε τό παράπονο με τή μαμά της όταν τήν σκεφτότανε, και μάς έλεγε διάφορα νέα που είχε από κει, αρρώστιες και τέτοια. Αυτό πάντα ήταν μια ιστορία για να κλαις δηλαδή, αλλά τώρα για πρώτη φορά μαζί με τούς όλμους και τούς κανόνες και τίς βόμβες άκουσα τήν ιστορία αυτή από τήν αρχή, και η ιστορία είχε μια αρχή δηλαδή κι ήταν τώρα ασφαλώς λογική : Μού έδωσαν τήν εντύπωση λοιπόν ότι περίμεναν όλοι εκεί κοιτώντας ψηλά μπροστά απ’ τά σπίτια τους όπως στο παιχνίδι εκείνο τά στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα αγέλαστα, ότι όλοι σ’ αυτήν τήν πόλη δηλαδή ξαφνικά βρέθηκαν ακίνητοι, μία μέρα, και οι γυναίκες (αφού τρέξαν στα παράθυρα γρήγορα και μαζέψαν τά ρούχα τους) ύστερα ολόκληρη η πόλη πάγωσε ακίνητη κι αμίλητη με τό κεφάλι σηκωμένο ψηλά μπροστά στο σπίτι του ο καθένας (κρατώντας και τήν αναπνοή του βαθειά) να δούνε πού θα πέσει τό ζάρι, σε ποιό κομμάτι θα πέσει τό σπίτι τους, παρακαλάγανε ακίνητοι δηλαδή από μέσα, εκείνη η κλωστή ο σπάγκος τό κορδόνι που θα τούς χώριζε στα δύο τό κοίταζαν όλο σιωπή και προσευχή από ψηλά να πέφτει σαν φίδι ζωντανό και τό παρακάλαγαν όλοι ακίνητοι ψελλίζοντας από μέσα τους lieber Gott lieber Gott ich liebe Dich όχι εδώ, παρακαλώντας το να πάει λίγο πιο δω ή πιο κει, κι όταν μού ’πε : Και ξαφνικά έπεσε μπροστά μας, και βρεθήκαμε όλοι εμείς από κει, μού ήρθαν και μένα δάκρυα στα μάτια και βάλαμε κι οι δύο τά κλάματα.

   νά που είπα ψέματα λοιπόν στην αρχή ότι μ’ εκείνην αντίθετα απ’ ό,τι με τήν φροϋλάϊν [και με τόν Χένσελ] δεν θα τραγουδούσαμε εμείς ποτέ : και τό τραγούδι τραγουδήσαμε και κλάψαμε και ξέρουμε ότι και τά δύο τώρα είναι ένα είδος και μία μορφή ήχου δηλαδή.

από τίς «βιογραφίες αγνώστων»

.

.

.

.

 

15 Ιουνίου 2013

ο Ιούλιος

.

.

.

 

στη μέση τού ιούνιου ένας ιούλιος, αναδημοσίευση από τό
e–περιοδικό
στάχτες, φωτογραφία «σκιές αγνώστων» από
τόν στράτο φουντούλη / αγριμολόγο

.

.

   πήγε στην ουγκάντα και μετά έγινε και κει μια χούντα, πολλές φορές αναρωτιόμουνα αν επέζησε. Είχε τέτοια όρεξη για ζωή, ήθελε να τά μάθει όλα, να τά δει όλα, μια φορά μού ’στειλε μια κάρτα χωρίς να τήν υπογράψει και στην αρχή ήταν ένα αίνιγμα αυτή η κάρτα πιο πολύ κατάλαβα ότι προέρχεται από αυτόν από τόν γραφικό του χαρακτήρα, αλλά ήταν τόσο συμπαθητικό που δεν τήν υπόγραψε, δεν είχε ίχνος αλαζονείας αυτό, ήταν αυθόρμητο και ρυθμικό, έδειχνε συναισθήματα, και τά συναισθήματα σ’ ανθρώπους τόσο ζωντανούς δεν έχουνε ποτέ ονόματα : έχουνε ρυθμό περπάτημα, αγκάλιασμα και τό πολύ–πολύ μία πρόταση : dear Bethy, αυτήν τήν στιγμή ευρίσκομαι εις τήν Βιέννη τής Αυστηρίας αυτό ήταν όλο, αλλά με τόν τρόπο που τήν είχε απλώσει πάνω στην κάρτα αυτήν τήν πρόταση ήταν μια αποθέωση, ένας χορός : είχε κάτι τό κωμικό αυτή η απότομη ανακοίνωση τού πού βρίσκεται αυτή τή στιγμή, αλλά από τήν άλλη μεριά ήταν μαζί με τόν πιο γήινο και ειλικρινή τρόπο ρυθμικό σαν παιδικό όπως μόνο τά παιδιά έχουν θαυμασμό και έρωτα για τή στιγμή αυτήν που έχουν μπροστά τους τώρα μόνο

   όταν ήμουνα μικρή βλεπόμαστε συχνότερα, ερχόταν τότε στο εξοχικό που έμενα με τή μητέρα μου, και ήτανε συνδεδεμένος επίμονα έτσι με καλοκαιρινά πρωινά και με πανάλαφρα ξυπνήματα :

   άκουγα τή σιδερένια καγκελόπορτα τού κήπου να τρίζει, τό δωμάτιό μου ήτανε προς αυτή τή μεριά τήν έξω, και γνώριζα σχεδόν τό τρίξιμό της, έλεγα Αυτός πρέπει ναν’ ο Ιούλιος. (Είχε εξελληνίσει τ’ όνομά του, τί συμπαθείς άνθρωποι, πόσο προσπαθούσαν να ζήσουν όσο πιο ειρηνικά γίνεται). Μού ’χε δείξει τήν ταυτότητά του, στ’ αγγλικά τ’ όνομά του μεταφραζόταν σε κάτι σαν Τζουλ, κι από κει τό ’χε μεταφράσει στο ελληνικό πάλι Ιούλιος, αλλά δεν θυμάμαι τό πραγματικό του όνομα δηλαδή τής αφρικής πώς ήτανε, απ’ τό οποίο έγινε δύο φορές μεταφρασμένο κατά προσέγγιση. Αυτή η προσέγγιση είναι συνήθως αυθαίρετη. Τό αφρικάνικό του όνομα ήταν πάντως ήρεμο και άγνωστο. Άκουγα λοιπόν τήν καγκελόπορτα να τρίζει μ’ έναν αφρικάνικο μεγαλόπρεπο και μαζί συνεσταλμένο τρόπο, (σαν γκογκ και σαν καμπανάκι μαζί από τό ορατόριο τών χριστουγέννων) κι αμέσως μετά τά βήματά του και τά βήματα τής μάνας μου να βγαίνει στην μπροστινή βεράντα κι αμέσως μετά ακολουθούσαν εκείνα τά Καλώς τον, μπα, νά ο Ιούλιος, τί κάνεις Ιούλιε, πέρασε μέσα (πόσο ήμουν ευγνώμων στη ζωή τότε γι’ αυτές τίς καλοσυνάτες της μέρες) και θα άκουγα στη συνέχεια ταυτόχρονα τόν πήδο του στην μπροστινή βεράντα, απαξιούσε να πάει στην πόρτα και θα πήδαγε πάντα από τήν βεράντα σαν να ’ταν αυτό τό αποκορύφωμα τού μεγάλου του παιδιάστικου σοβαρού αφρικάνικου πρωινού και ταυτόχρονα με τά βήματά του και τίς δήθεν φοβισμένες φωνές τής μάνας μου (τό διασκέδαζε η χρονολουλού) Μή βρε παιδί μου θα σπάσεις κάνα πόδι τί κάνεις εκεί πώς πηδάς έτσι, ερχόταν για πρώτη φορά τότε κι η φωνή του, μ’ αυτόν τόν πήδο και τήν προσγείωσή του επιτέλους χαρούμενα στην βεράντα θα ερχόταν τότε για πρώτη φορά και η τολμηρή και συνεσταλμένη φωνή, Μέσα είναι η γρηά; Αυτό τό γρηά ήταν φοβερά συμπαθητικό κι ας ήταν αστείο, κι ήταν και φοβερά συγκινητικό, γιατί επέμενε να μιλάει στην αφρικάνική του διάλεκτο μ’ αυτό τό γρηά, και συγχρόνως δεν ήταν μόνο τό ότι τού θύμιζε τήν αφρική όταν τό ’λεγε, ένωνε κι εμένα με αυτήν τήν αφρική, και κατ’ αυτόν τόν τρόπο μέ έχριζε με κάποιον τίτλο πριγκηπικό ή αυτοκρατορικό, μέ στεφάνωνε με δόξες ανείπωτες και ανίδεες μέχρι τότε, μέ τιμούσε (αυτό ήταν κάτι που τό καταλαβαίναμε και οι δυο μας, αν και είχε προσέξει να τό εξηγήσει μ’ αυτήν τήν αλαζονεία του σε όλους) (δηλαδή και στη μάνα μου) ότι στην πατρίδα του τό γρηά είναι τό πιο ένδοξο και τιμημένο δηλαδή χαϊδευτικό που υπάρχει, τό λένε δηλαδή μόνο στον άνθρωπο που αξίζει και που αγαπάνε πάνω από κάθε τί άλλο, και τό ότι στην πατρίδα του τό λένε στα μικρά κορίτσια πολύ πιο πολύ, είναι η πιο χαϊδευτική κουβέντα για τά μικρά κορίτσια να τά πούνε γρηά. Έτσι, αυτό τό ξεκαθάρισε για να μήν υπάρχει απορία και μετά συνέχισε να τό λέει. Η μάνα μου φρόντιζε να τόν καθησυχάζει τότε, δήθεν με συγκατάβαση, λέγοντας Μέσα είναι, μέσα είναι, κοιμάται, και τότε, καθώς εγώ ετοιμαζόμουνα και ντυνόμουνα μέσα βιαστικά σιχτιρίζοντάς τον ελαφρώς γιατί μού χάλαγε και λίγο τό χουζούρι, ύψωνε τότε αυτός για πρώτη φορά τή φωνή, ήσυχος και ανακουφισμένος επιτέλους, γιατί όλα είχαν πάει επιτέλους τελείως καλά, και καμιά δυσάρεστη έκπληξη δεν τόν περίμενε στην εξόρμησή του : Κοιμάται; (με ένα μεγάλο θαυμαστικό.) Ακόμα; (Δύο θαυμαστικά.) Να τήν ξυπνήσεις (η έλλειψη πληθυντικού ήταν κατανοητή μόνο σ’ αυτόν. Η μάνα μου δεν θα τήν ανεχόταν δηλαδή σε άλλον και δεν είμαι σίγουρη ότι δεν μπορούσε να πει τόν πληθυντικό, αλλά δεν πρέπει να πήγαινε στους ρυθμούς τής ευγένειας που ένιωθε : κατά πάσα πιθανότητα στην αφρική ένας τέτοιος πληθυντικός πρέπει να είναι όντως γελοίος, και τιμούσε τήν μάνα μου μιλώντας της ειλικρινά αφρικάνικα, γιατί στο πανεπιστήμιο ήξερε να μιλάει λιμοκοντορίστικα στους καθηγητές, κι αυτό τό ξέρω καλά, αλλά συγχρόνως η μέρα που ερχόταν στην θάλασσα να μάς βρει ήταν και τόσο ευχάριστη, που δεν ήθελε να τή χαλάσει με κακές μεταφράσεις). Να τήν ξυπνήσεις λοιπόν. Δεν μπορεί να κοιμάται ακόμα, ακόμα κοιμάται η γρηά; (με μια μικρή ερώτηση και πολλά μαζί θαυμαστικά) τήν ίδια στιγμή που άκουγα τό σώμα του να βυθίζεται στη σεζλόνγκ. Να πέφτει μ’ έναν ρυθμικό βαρύ φιλικό κι απροσποίητο γδούπο. Κι όταν εμφανιζόμουνα αγουροξυπνημένη, και ήθελα να κάνω πρώτα καφέ πάντα εγώ έλαμπε τό πρόσωπό του, τί ωραίο να τό θυμάμαι, τήν ώρα που μού ’λεγε Νά η γρηά τί κάνεις γρηά ακόμα κοιμάσαι; Γελούσε ολόκληρος. Τί ωραίο που τό θυμάμαι.

   έφτιαχνα λοιπόν καφέδες κι ύστερα τούς πήγαινα στη βεράντα όπου καθόμαστε και τά λέγαμε. Θυμάμαι ότι κοιτούσε τή θάλασσα γερμένος πίσω σαν να ’ταν κάτι εντελώς οικείο, (να σημειώσω ότι ήταν όμορφος) αφημένος μέσα της, κι ότι μιλούσε πολύ συχνά, πάρα πολύ συχνά για τήν αφρική. Έτσι έχω μάθει διάφορες λεπτομέρειες. Επίσης άλλες φορές σώπαινε, και τότε κινιόταν μόνο πάνω στην καρέκλα ρυθμικά και μαζί αδιόρατα, ή μού διηγόταν τά λόγια και μού τραγουδούσε τά τραγούδια που λέγαν όταν ήταν παιδιά. Έτσι ξέρω διάφορες ας πούμε λεπτομέρειες. Αυτό που θυμάται κανείς όταν έχει ακούσει αφρικανούς να μιλάνε, είναι ότι στις αναμνήσεις τους πρωταγωνιστούν πάνω απ’ όλα γυναίκες : έτσι ξέρω και βλέπω διάφορες εικόνες, τά τραγούδια ας πούμε που λεν οι γυναίκες όταν λυώνουν τήν μπανάνα σε έναν κύκλο για να τήν ψήσουν, όταν φυλάνε τά μικρά παιδιά έξω απ’ τίς καλύβες και τραγουδάνε, και άλλα πολλά. Έχεις τήν αίσθηση ότι γι’ αυτά τά υπέροχα μαύρα σώματα, η γειτνίαση με τό σώμα τής μάνας τους ήτανε κάτι σαν μέρος τού χώματος, μαύρου, κόκκινου, ή τού κόκκινου ουρανού : και μπλε μαζί : Ενωμένα κουβάρι τά μαύρα τρυφερά μπαλάκια, με τά χεράκια όλο ν’ αγκαλιάζουνε και να ζητάνε, με τά δαχτυλάκια όλο να ψάχνουνε τρώνε γλείφουνε κυλώντας δώθε κείθε ανεξάρτητα και κολλημένα σαν εξάρτημα που ’χουν πάνω τους εκείνες θεόρατες θεόσοφες θεόμαυρες γήινες θεές, αυτές με τό γουδί και τήν μπανάνα τήν καλύβα και τό τραγούδι

σίσι τουασά ιδιανέ / κουά – ουχρού /
σίσι τουασά ιδιανέ / κουά – ουχρού /
κένια – γιουγκάντα – τανζανιά
σίσι τουασά ιδιανέ

   και οι άντρες; πού ήτανε; Α, αυτοί, (έκανε μία κίνηση με τό χέρι σαν να πετάει κάτι – άχρηστο σχεδόν – πίσω του) αυτοί φεύγουνε πρωί–πρωί να πάνε δουλειά.

 

   τώρα στην γειτονιά που μένω υπάρχουνε πολλοί μαύροι με όλες τίς ηλικίες από γυναίκες μέχρι παιδιά : Είναι ντυμένοι με τά πολύχρωμα και έχουν κάτι μεγάλα άσπρα (ή κόκκινα) παλιά αυτοκίνητα : Τό καλοκαίρι μαζεύονται στο πάρκο σε παρέες στα παγκάκια και όρθιοι γιατί δεν έχουνε σπίτι δροσιά : Μια μέρα καθόμαστε μ’ έναν φίλο μου σ’ ένα παγκάκι και είπαμε κάποια στιγμή κάτι για τό πόσο χαρούμενοι είναι ενώ λυπούνται και σκέφτονται κατά βάθος πάντα τήν αφρική, γιατί ποιός μπορεί να μην σκέφτεται πάντα τήν αφρική και μάλιστα σε μια χώρα ξένη που έχει πάρκα λίγα και μίζερα; μίλησα σιγά (όπως μιλάγαν και αυτοί) (χωρίς να μάς κοιτάζουν εφόσον είναι ευγενικοί και περήφανοι) αλλά όμως καταλάβαμε αμέσως ότι μόλις ακούσανε τή λέξη αφρική αυτοί (παιδιάστικα σαν τόν Ιούλιο) σώπασαν όλοι μαζί : ακριβώς με τόν ίδιο γδούπο που ένιωθε κι αυτός μερικές φορές (αλλά με τέτοια αίσθηση τού ρυθμού έπρεπε να τό περιμένω ότι θα είχανε φοβερό αυτί) και με τήν ίδια εκείνη άνεση (που δεν ήταν ούτε θάρρος ακριβώς ούτε φόβος αλλά μόνο αξιοπρέπεια) σώπασαν και μάς κοίταξαν φευγαλέα και αυτοί επίσης μόλις άκουσαν τή λέξη αφρική : Έπρεπε να τό καταλάβω ότι με τέτοια ικανότητα ήχων θα είχανε και φοβερό αυτί. Μού φαίνεται μάλιστα ότι μερικοί έχουνε κουβαλήσει και τίς γιαγιάδες τους εδωπέρα : σαν να μην μπορούν παρά να θέλουν ακόμα και σ’ έναν ξένο τόπο να βλέπουν μπροστά τους τό τραγούδι με τήν καλύβα : Είναι σκληρό όμως γι’ αυτές.

   λοιπόν, τί σημαίνουν για τίς γυναίκες τά τραγούδια και τί σημαίνει ειδικά να τά τραγουδάνε όταν είναι μεγάλης μάλιστα ηλικίας, θεόρατες θεόσοφες και όμως παιδιά μέσα σ’ ένα (ατέλειωτο) καλοκαίρι; Πρέπει τώρα να γυρίσω δηλαδή σ’ αυτό που ήθελα να πω στην αρχή

 

απόσπασμα από ανέκδοτο μυθιστόρημα (βιογραφίες αγνώστων)

.

.

άλλα στο περιοδικό στάχτες :
«ο πιτσιρικάς στην κομμούνα» τεύχος 25 / 2009,
«βιογραφίες αγνώστων / κινέζοι»
τεύχος 23 / 2009

.

.

.

12 Ιουλίου 2012

μπέρμπον

.

.

.

.

 αρχίζουν σήμερα οι συνηθισμένες διακοπές στους κήπους και γω σάς αφήνω με μια
καλοκαιρινή σελίδα από μυθιστόρημα

.

   Λοιπόν, όπως σού είπα, ο Μίκυ που δούλευε τότε τό μπαρ ήταν ερωτευμένος μ’ ένα αγόρι – αλλά μονάχα για τό καλοκαίρι εκείνο – ύστερα, όσον καιρό τόν ξέρω (τόν ξέρω χρόνια τώρα) μόνο με γυναίκες πάει. Τόν Λάρη (όπως σού εξήγησα) τόν έβλεπα όμως, και μ’ έβλεπε κι αυτός, αλλά δεν τού ’δινα και σημασία καμιά : δεν ήταν και ο τύπος μου, κι έπειτα σού εξήγησα, ήμουνα πια αλλού εγώ, και δεν είχα καμία διάθεση να τά φτιάξω με άλλον – Εκείνος όμως μού τά έριχνε με επιμονή. Ένα βράδυ ήτανε και χαριτωμένος, σχεδόν, θα μπορούσες να πεις αλλά τό βράδυ τό ίδιο ήταν εφιαλτικό : Όπως σού είπα είχαμε πιει ήδη πολύ, και μάς πήρε ο Μίκυς στο σπίτι του μετά τό μπαρ να πιούμε κι άλλο : είχε επισκέψεις από τήν αθήνα καινούργιες έναν τύπο σαν τόν γιούλ μπρύνερ με σκουλαρίκι, που ’χε φέρει μαζί του τά πάντα : Τό μόνο που τόν θυμάμαι να κάνει (εκτός από τό να μιλάει και να λέει βλακείες – εφιαλτικές όμως ήτανε – ) είναι να ξύνει συνεχώς έναν τάκο, όλο τό βράδυ : τσιγάρα καίγανε μονίμως (και συνέχεια) γύρω από τό τραπέζι, τό ένα πιάναμε τό άλλο αφήναμε : ο Μίκυς μάς έβγαζε κατά διαστήματα από τό ψυγείο σταφύλια και φρούτα χαμογελώντας σαν πτώμα (ήταν συνέχεια πτώμα εκείνον τόν καιρό) : δεν πίστευα ποτέ ότι θα έπινα τόσο πολύ χωρίς να κλατάρω : Έπινα και δεν καταλάβαινα τίποτα, ήταν σαν εφιάλτης η φωνή τού καραφλού ηχούσε συνέχεια. Εκ παραλλήλου από δίπλα μου, αγνοώντας τον (αλλά και μην αγνοώντας τον) ο Λάρυ γελούσε και μού τά ’ριχνε συνεχώς : – Γιατί δε θες παιδί μου; μού έλεγε. Χάνω εγώ, αλλά χάνεις κι εσύ, να τό ξέρεις. (Αυτή ήταν η καλύτερη ατάκα που ’χα ακούσει ποτέ απ’ τό στόμα του. Κατά τ’ άλλα μιλούσε κι όλο σαχλαμάρες έλεγε. Όλο μέ πείραζε και μού ’κανε αστεία. Κι η σοβαρή του συζήτηση θα ’ταν για τίς ταινίες που τού αρέσουνε : ήταν μπασκετμπολίστας σινεφίλ : υποτίθεται ότι είχε δει τά πάντα (όντως, είχε δει και μερικές ταινίες που εγώ τίς είχα χάσει. Αλλά όπως αποδείχτηκε, κι αυτός, πολλές που έπρεπε, και που είχα δει εγώ, αυτός δεν τίς ήξερε.)) Ο καραφλός με τό σκουλαρίκι ήταν από τήν αρχή πολύ σοβαρός : Θέλω παρτούζα σήμερα, είπε ξύνοντας τόν τάκο. Εγώ τότε δεν κατάλαβα ότι απ’ τό πολύ που ’χα πιει τά ’κουγα όλα διπλά κι αντί να τού δώσω μια απάντηση να τό βουλώσει, τόσο πολύ είχα χαζέψει εντελώς, που κοίταξα τόν Μίκυ τρομαγμένη. Αυτός μού χαμογέλασε και μού ’κανε ένα νόημα με τά μάτια, αλλά δεν ήταν και πολύ σαφές τί σήμαινε. Θα σού ’λεγα να μέ πεις ηλίθια που τρόμαξα, αν δεν ήξερα καλά ότι ήτανε από τίς παρενέργειες αυτές τής υπερκατανάλωσης : θα ’πρεπε να τού πω δύο λογάκια, αλλά τό μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δείχνω με τόν τρόπο μου ότι τόν φτύνω. (Η άλλη δίπλα μου μιλούσε με τόν φίλο τού Μίκυ που ’ξερε γερμανικά, και δεν καταλάβαινε τίποτα.) Πες με ηλίθια, αλλά πήρα μια τρομάρα : τρόμαξα πολύ : όλα μεγεθύνθηκαν, ξέρεις με τόν γνωστό τρόπο, ιδιαίτερα όταν ο φαλακρός μονολόγησε (ξύνοντας, όλο έξυνε) μ’ ένα χαμόγελο σαν να ’λεγε στον εαυτό του : Τί να σάς πω, η πιο καυτή μου φαντασίωση ήτανε πάντα αυτή, να ’μαστε πέντε, και να ’ναι δύο, σ’ ένα δωμάτιο και να τίς βιάσουμε. Ο Μίκυ μού χαμογελούσε σαν φάντασμα (αλλά είχα και τήν εντύπωση ότι κοιμότανε όρθιος κι ότι δεν μ’ έβλεπε, κι ότι σαν να χαμογελούσε στον τοίχο) ο Λάρυ μού μίλαγε συνεχώς αγνοώντας τόν άλλον (αλλά και μην αγνοώντας τον), η άλλη δίπλα, δεν ήξερε ελληνικά και γι’ αυτό δεν καταλάβαινε τί συνέβαινε κι ό,τι θυμάμαι απ’ αυτό τό βράδυ ήταν ο τρόμος μου : έπινα και σκεφτόμουνα βρε τά καθάρματα, άκου τούς πούστηδες. Πολύ καιρό μετά κατάλαβα, ότι, επειδή είχα πιει πολύ τά μεγαλοποίησα όλα τόσο που τά άκουγα τριπλά και τετραπλά, με ηχώ, με αντήχηση, βάθος και ύψος, ξέρεις πώς είναι.

   Τήν άλλη μέρα ο Μίκυ στη θάλασσα μού χαμογέλασε τρυφερά έτσι μού φάνηκε κάτι τέτοιο δεν τό ’χε ξανακάνει ποτέ, και αυτό είδα στο ύφος του : σαν τή φιλία που στερεώθηκε, σαν ν’ απόκτησε έναν φίλο κι αυτός, σαν να ’ταν σίγουρος πια, κάπως έτσι. Κάτι τέτοιο κατάλαβα, αλλά δεν ξέρω εντελώς και τί ήταν : Αυτό ειδικά δεν τό συζήτησα μαζί του ποτέ. Θέλουν κι αυτοί βέβαια τίς επιβεβαιώσεις τους, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει, πού να ξέρουν; Σίγουρα μέ εκτίμησε που έφυγα και πήρα και τήν άλλη – όχι τίποτα βίαιο, φύγαμε στην ώρα μας, (η άλλη η χαζή, μην έχοντας πάρει χαμπάρι από τίποτα, φεύγοντας τούς είπε και thank you, τόσο γελοία κατάσταση) αν και ο γιουλ μπρύνερ δεν τά παράτησε καθόλου εύκολα από ένα σημείο και μετά είχε αρχίσει να μιλάει σε μένα μόνο, ρίχνοντας διάφορα έτσι στον αέρα, ενώ ο Λάρυ από δίπλα μου μ’ έψελνε (αγνοώντας τον) : και γελούσε : Μέχρι που στο τέλος μάς ξέβγαλε και στην πόρτα, ήταν ο μόνος που ’φτασε ώς τήν πόρτα μαζί μας : περίεργος τύπος, ώς τήν πόρτα με τόν τάκο στα χέρια, δεν τόν άφηνε στιγμή, ξύνοντας συνεχώς : Έλα ρε, σού λέω είναι καλά, είναι πολύ καλά, κάτσε μη φεύγεις, μην τό κάνεις αυτό τό λάθος. (Η άλλη δίπλα μου ιδέα, πανευτυχής όλο χαμόγελα, thank you boys, να λέει, see you tomorrow). Ο Λάρυ από τό μέσα δωμάτιο γελούσε σαν τρελός.

   Εκείνο τό βράδυ είχα μια περίεργη ανακάλυψη : είχα πιει τόσο πολύ : και δεν έφτανε η κούραση, δεν είχα καταλάβει και τίποτα. Μού φαινότανε ότι ήμουνα εντελώς κανονική και νηφάλια. Μόνο τεντωμένη βέβαια. Κι η Κίρστι να θέλει να κάτσουμε στα σκαλάκια τού ξενοδοχείου της έξω, πριν πάει για ύπνο. (Τί ξενοδοχείο, τής είχε παραχωρήσει κάποιος τή σοφίτα ενός ξενοδοχείου που μόλις χτιζότανε, και που δεν είχε και φως, κι έμενε τζάμπα – θα τόν φιλοξενούσε στο βερολίνο αυτή αργότερα – αυτές ήταν οι τράμπες : ) δεν ήθελε να πάει στο δωμάτιό της με τίποτα, φοβόταν τή μέρα αυτή ειδικά τό σκοτάδι, κι είχε καυλώσει επιπλέον κιόλας : φώναζε στη μέση τού δρόμου έναν τύπο που τά ’χανε φτιάξει τό καλοκαίρι κι είχανε ήδη χωρίσει, και τόν φώναζε νά’ρθει : είχε κάτσει στη μέση τού δρόμου και φώναζε Δημήτρη, Δημήτρη, oh. Τό νησί ήταν έρημο, οι τελευταίοι είχαν μπει μέσα, οι πρώτοι δεν είχαν βγει. Τήν παράτησα τέλος. Πηγαίνοντας για τό δωμάτιό μου δεν συνάντησα άνθρωπο. Ήμουνα σε περίεργη κατάσταση – ήρεμη, και συγχρόνως τεντωμένη. Ανέβηκα σκάλες, μπήκα μέσα, έβγαλα κλειδιά, κλείδωσα, όλα κανονικά. Άρχισα να αισθάνομαι σαν υπνωτισμένη σιγά–σιγά απ’ τή στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο. Έκανα ντουζ και κουτούλησα μια–δυο φορές, αλλά τίποτα τό ιδιαίτερο : μέ απασχολούσε τό ότι ήμουνα τόσο νηφάλια : Πώς γίνεται, έλεγα, τόσο πολύ μέ τσαντίσαν τά καθάρματα που δεν κατάλαβα τίποτα; Ούφο έπρεπε να βλέπω τώρα μπροστά μου, έχω πιει τά κέρατά μου. Κι εγώ τό μόνο που σκέφτομαι είναι τόν καθίκη τόν φαλάκρα που μέ τσάντισε : άκου θράσος τό κάθαρμα να μέ απειλήσει ότι θα μέ βιάσουν πέντε σ’ ένα δωμάτιο : κι οι άλλοι γελούσαν, δεν τού ’δινε κανείς σημασία, αυτός ο γελοίος ο Λάρης τί έλεγε, κι εγώ γιατί τρόμαξα; Τέτοια σκεφτόμουνα καθώς πηγαινοερχόμουνα στο δωμάτιο μέχρι που ξάπλωσα. Πλυμένη αρωματισμένη κι είχα συνέλθει. Ξάπλωσα ανάσκελα κι έκλεισα τά μάτια : Θυμάμαι έβαλα τά χέρια πλάϊ στα πόδια ήσυχα, πολύ ήσυχα, σαν παιδάκι υπάκουο, και ξάπλωσα ακίνητη κοιτώντας τό ταβάνι, και περιμένοντας να κοιμηθώ, και τότε τό ταβάνι ήρθε προς τό μέρος μου κι εγώ προς τό μέρος του, και πέταξα και κολύμπησα μερικά μέτρα πιο ψηλά από τά σεντόνια, χωρίς βάρος : μόνο πόροι και απορία [από τόν πλανήτη ελευθερωμένη]

.

.

   [Ελευθερωμένη απ’ όλα τους] Έτσι πρέπει να είσαι όταν είσαι κανονικός δηλαδή. Ο Λάρυ μέ πολιόρκησε κάνα χρόνο. (Στο κουΐξο τής αθήνας πια τώρα είμαστε). Τό ’χε πάρει απόφαση ότι δεν γίνεται τίποτα, μέχρι που ’χα πάει και με κάποιον άλλον μια μέρα εκεί – όχι ότι ήτανε τίποτα σημαντικό αυτός ο άλλος : ετοιμαζόμουνα κιόλας να τόν χωρίσω. (Μετά τόν παράλλο δεν υπήρχε πια τίποτα. Διάφορες σχέσεις. Έβλεπα συσκευή τηλεφώνου και μ’ έπιανε σύγκρυο. Αλλά τά λάθη–λάθη και οι χωρισμοί–χωρισμοί). Λοιπόν εκείνη τή μέρα που ’χα πάει μ’ αυτόν τόν χαζό στο κουΐξο συνέβη κάτι περίεργο – σχετικά με τόν Λάρυ, αυτό σού διηγούμαι τώρα : Ξέρεις πώς είναι η μπάρα, τεραστίων διαστάσεων και στρογγυλή σαν έλλειψη στη μέση εκείνου τού μαύρου κενού : Κι είχε κόσμο τό μπαρ, αυτό να τό σημειώσεις, δεν είχε ησυχία : Καθόμαστε οι δυο μας με τόν τύπο (αδιάφορος σχεδόν μού ήτανε) και μιλάγαμε, κι απέναντι, μέσα απ’ τήν μπάρα πηγαινοερχόταν ο Μίκης με τούς υπόλοιπους. Κοιτούσα τήν παρέα μου εγώ, με τόν Μίκυ τά ’χαμε ήδη πει, δεν τού ’δινα πια σημασία. Ήταν κόσμος σού λέω, δεν είχε ησυχία. Κι από ποτά, τό μπέρμπον μας, τίποτ’ άλλο. (Μπέρμπον λόγω φώκνερ, έτσι τό ξεκίνησα, σαν πλάκα, σαν προσπάθεια να τόν καταλάβω λίγο καλύτερα, – και σ’ αυτό – κι ύστερα κόλλησα. (Είχα ρωτήσει μια φορά τόν Μίκυ ποιο είναι τό πιο δυνατό ποτό που έχει, να τό δοκιμάσω (πίναμε τότε σαν τρελοί) κοίταξε γύρω του, σκέφτηκε λίγο, κι ύστερα ξεράθηκε στα γέλια : Αυτό που πίνεις εσύ ρε συ, μού λέει, δεν έχει δυνατότερο.) Όντως, πολύ ωραίο ουΐσκυ, πηχτό λίγο.) Λοιπόν απλώς ξύδια, νηφάλιοι κανονικοί. Έχει τή σημασία του, γι’ αυτό στο λέω. Και ξαφνικά ακούω μια φωνή. Να κλαίει και να θρηνεί. Ίσως υπερβολές, αλλά εν πάση περιπτώσει, να μιλάει με πόνο μες στ’ αυτί μου. Από δεξιά μου η φωνή, από μέσα από τήν μπάρα : Γυρίζω και βλέπω τόν Λάρυ : Είχε έρθει, δεν ήτανε πριν εδώ. Είχε έρθει κι είχε μπει μέσα, με τόν Μίκυ, να σερβιριστεί. Μόλις ήρθε δηλαδή. Ούτε τό πέτσινο δεν είχε βγάλει. Δεξιά μου, δίπλα μου σχεδόν, αλλά μέσα από τήν μπάρα, ένα μέτρο απόσταση. Γυρνάω απ’ τή φωνή, τούς κοιτάω, σιωπηλοί : Δεν μίλαγε κανένας τους : Αλλά η φωνή ήταν τού Λάρυ, κι έκλαιγε. Έκλαιγε ο Λάρυ. Τούς κοίταξα καλά–καλά : Είχαν τό ύφος φίλων που συνεννοούνται χωρίς να μιλάνε : Όρθιοι μπροστά στον πάγκο, φτιάχναν τό ποτό του, τά κεφάλια τους γερμένα και σχεδόν ακουμπισμένα, σιωπηλοί : Ξέρεις πώς είναι, καταλαβαίνεις όταν κάποιος δεν έχει μιλήσει εδώ και ώρα : Δεν μέ κοιτούσαν. Ο Μίκυ έφτιαχνε τό ποτό μ’ ένα ύφος γεμάτο κατανόηση και θλίψη, και τό κεφάλι του γερμένο στο κεφάλι τού φίλου του σαν να ’θελε να τόν στηρίξει, κι εκείνος : α, εκείνος για πρώτη φορά κάτι άλλο, άνθρωπος επιτέλους κανονικός, δεν ξέρω πώς να τό πω : θλιμμένος, αλλά ούτε καν αυτό, σαν μια μαυρίλα κι ένας θυμός και θλίψη μαζί να βγαίναν από τό πρόσωπό του : δεν γίνεται να σού τό πω, αν δεν σού περιγράψω τή φωνή που άκουσα, γιατί αυτή ακριβώς ήταν τό ζήτημα : Αλλά δεν ήταν απ’ τήν άλλη μεριά και φωνή : απλοποιώ πολύ τά πράγματα όταν τά λέω έτσι : μία βαβούρα ήτανε, σαν ένα βουητό από πάθος και κλάμα μαζί, και ούτε κλάμα, σαν τήν ηχητική αποτύπωση τής ενόχλησης μέσω ενός συστήματος γραφής αλλιώτικου που δεν έχει βρεθεί και δεν τό ξέρουμε : αυτό όσο άκουγα : κι ύστερα, όσο κοιτούσα, σαν να ’βλεπα και κάτι που δεν βλέπω : όχι αυτά που λένε οι ινδουϊστές, τρίχες και μαλακίες, χρώματα και τέτοια : μα τούς καταλαβαίνω όμως κιόλας, όταν τά λένε έτσι, γιατί αυτό που λένε, μόνο με λέξεις τέτοιες μπορεί να λεχθεί : ήταν σαν να εκπέμπουν χρώματα στη φάτσα τους κι οι δυο, μόνο που τίποτα δεν ήταν χρώμα, δεν φαινότανε : ήταν κανονικοί, αλλά σαν να ’ταν ένα φίλτρο πάνω τους από ήχο, ήταν κάτι που δεν τό βλέπεις, κι όμως, τό βλέπεις να φωνάζει, σαν μόρια ύλης που μεταστρέφονται σε βουητό, σαν τήν εξίσωση τού αϊνστάϊν : Με λίγα λόγια άκουγα τή σκέψη τους μόνο με τό να βλέπω : αν ήθελα να μεταφράσω – αφελώς – (γιατί η σκέψη είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ τά ηλίθια λόγια) τά δυο κεφάλια τό ’να πάνω στ’ άλλο σκυμμένα, τού ενός θυμωμένο και τού αλλουνού κάπως με στοργή, επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τή σκέψη και μόνο, λέγοντας περίπου αυτό : – Ε, αυτό πια δεν τό ανέχομαι, κοίτα την, θηρίο γίνομαι, μ’ άλλον έχει έρθει πάλι, εμένα γιατί δεν μέ θέλει ρε πούστη; – Τί να σού κάνω αγόρι μου, σέ καταλαβαίνω, άστηνε, τό δικό της θα γίνει έτσι κι αλλιώς, εγώ πάντως σού συμπαρίσταμαι. Ξέχνα την τώρα, εγώ σ’ αγαπάω, κοίτα να δεις ποτό που σού φτιάχνω. Ξέχνα το συμβαίνουν αυτά – σέ καταλαβαίνω απόλυτα.

   Ήμουν συγκλονισμένη μ’ αυτό τό συμβάν τηλεπάθειας, δεν μού ’χε ξανασυμβεί (έτσι τουλάχιστον νόμιζα), γύρισα λοιπόν προς τόν άλλον κι είπα να τούς ξεχάσω, αλλά ό,τι και να μού ’λεγε, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Και κάτι άλλο που μέ συγκίνησε, σημαδιακό : Ήταν η μοναδική φορά που ο Λάρυ δεν μέ ενόχλησε καθόλου, πήρε τό ποτό του κι εξαφανίστηκε, ούτε που τόν ξανάδα εκείνο τό βράδυ. (Γιατί, όλες τίς άλλες φορές, πάντα ερχότανε, αν μιλούσα με κάποιον, και μάς ενοχλούσε : Κι είχε τό θράσος να λέει κιόλας Μήπως ενοχλώ; Ναι ασφαλώς ενοχλείς, τού έλεγα εγώ, και δεν έφευγε εύκολα. Ξεκουμπιζόταν με δυσκολία και εξαιρετική δυσαρέσκεια.) Λοιπόν, από τή μέρα εκείνη και μετά, λες κι έγινε κάτι που δεν μπορούσα να τό καταλάβω : τόν έβλεπα με συμπάθεια πια, και τόν σκέφτηκα δυο–τρεις φορές με έκπληξη : και τήν επόμενη φορά πήγα μόνη μου. Δεν ήρθε. Έφυγα. Να μην στα πολυλογώ, συναντηθήκαμε τήν τρίτη φορά. Τό κουΐξο ήταν γεμάτο, ο Μίκυ στα πολύ πάνω του μέσα στην μπάρα, εκείνος έπινε μόνος του κοιτώντας ψηλά, ως συνήθως, στη γωνία (γωνία τού κύκλου εκεί), πήγα εκεί κι έκατσα δίπλα του. Έκατσα τρόπος τού λέγειν, δεν υπήρχανε ελεύθερα σκαμνιά, όρθιοι είμαστε. Πήρα τό ποτό μου κι αναγκαστικά ακουμπήσαμε ώμο με ώμο : Γύρισε και μέ κοίταξε από πάνω που ’τανε τό κεφάλι του, κοίταξε προς τά κάτω σαν να κοιτούσε στο ίδιο επίπεδο με κείνον όμως – αυτό ήταν που πάντα μού άρεσε. Γεια σου, τού είπα. Τί πίνεις; Εγώ τά γνωστά, πίνουμε μαζί, για σήμερα λέω ή δεν θέλεις; Κοίταξε τό ταβάνι και γέλασε. Σήκωσε τό ποτήρι του και ήπιε κοιτώντας τό ταβάνι. Ύστερα ξανακοίταξε προς τό μέρος μου σαν να κοιτούσε στο ύψος του : Χα, είπε. Πίνουμε μαζί για σήμερα. Δεν τό πιστεύω. Τί έπαθες εσύ σήμερα;

   Κάτσαμε πλάϊ–πλάϊ όρθιοι. Άρχισε να μιλάει για σινεμά σαν τρελός. Γελούσε.

   Τήν πρώτη μέρα που κοιμηθήκαμε μαζί (και μού άρεσε που λίγο πριν τελειώσει είπε φωνάζοντας, (κι η φωνή του ήτανε πολύ βραχνή και σφίγγοντάς με, καίγοντας) Να χύσω κι εγώ τώρα; Εγώ να χύσω τώρα;) όπως είμαστε ακίνητοι μπρούμυτα και οι δύο, αγκαλιασμένοι χαλαρά, άκουσε ένα σούρσιμο στην εξώπορτα και σηκώθηκε και πήγε να τήν ανοίξει γυμνός και ένα γατάκι τρύπωσε μέσα : μικρό τρυφερό και πανέμορφο. Νιαούρισε και τρίφτηκε στην πατούσα του. Τό χάϊδεψε με τά δάχτυλα και τού φώναξα βγάλτο έξω, δεν αντέχω. Έκλεισε τήν πόρτα διώχνοντάς το μαλακά. Μού ’ρθε να βάλω τά κλάματα. Μ’ αγκάλιασε και τού ’πα για τό γατί μου. Μ’ αγκάλιασε σα ζεστή γαζέλα ή σα ζεστός ελέφαντας.

.

.

ήταν μια σελίδα από τό ανέκδοτο μυθιστόρημα «μέρες τοπίου»

.

καλό καλοκαίρι σε όλους
οι κήποι, ως συνήθως τέτοια εποχή, θα παραμείνουν δυο μήνες ανενεργοί, προς άγραν αγρανάπαυσης
αλλά κάπου εδώ κοντά θα ’μαι μάλλον κι εγώ

.

.

.

Επόμενη σελίδα: »

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: