σημειωματαριο κηπων

2 Δεκεμβρίου 2012

walter benjamin : ο αφηγητής

.

.

.

.

   «Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», λέει τό παραμύθι. Τό παραμύθι, που ακόμη και σήμερα είναι ο πρώτος σύμβουλος τών παιδιών, γιατί κάποτε υπήρξε κι ο πρώτος τής ανθρωπότητας, συνεχίζει να ζει κρυφά στην αφήγηση. Ο πρώτος αληθινός αφηγητής είναι και παραμένει ο παραμυθάς. Εκεί όπου η κατάσταση ήταν δύσκολη, τό παραμύθι γνώριζε να συμβουλεύει, εκεί όπου η ανάγκη υπήρξε μεγάλη, τό παραμύθι ήξερε αμέσως να βοηθάει. Τό παραμύθι μάς γνωστοποιεί τά πιο πρώιμα μέτρα που πήρε η ανθρωπότητα για ν’ αποτινάξει τόν βραχνά που έβαλε ο μύθος στα στήθη της. Μάς δείχνει με τή μορφή τού χαζού, πώς η ανθρωπότητα «κάνει τή χαζή» απέναντι στον μύθο, μάς δείχνει με τή μορφή τού μικρού αδελφού, πώς μεγαλώνουν οι ευκαιρίες της εάν απομακρυνθεί από τόν μυθικό προϊστορικό χρόνο, μάς δείχνει στη μορφή αυτού που ξενιτεύεται για να μάθει τί είναι ο φόβος, ότι τά πράγματα που μπροστά τους νιώθουμε φόβο είναι διάφανα, μάς δείχνει στη μορφή τού ευφυούς ήρωα ότι τά ερωτήματα που θέτει ο μύθος είναι αφελή (όπως είναι τό ερώτημα τής σφίγγας), μάς δείχνει με τή μορφή τών ζώων που προστρέχουν για να βοηθήσουν τό παιδί τού παραμυθιού, ότι η φύση μπορεί να δεσμεύεται μεν από τόν μύθο αλλά μπορεί πολύ περισσότερο να επικεντρώνεται στον άνθρωπο. Τό πλέον φρόνιμο, έτσι δίδαξε τό παραμύθι πριν από αιώνες τήν ανθρωπότητα κι έτσι διδάσκει ακόμη και σήμερα τά παιδιά, τό πλέον φρόνιμο είναι ν’ αντιμετωπίσουμε τίς εξουσίες τού μυθικού κόσμου με δόλο και υπεροψία. (Έτσι πολώνει τό παραμύθι τό θάρρος· δηλαδή διαλεκτικά : σε δειλία (μ’ άλλα λόγια σε δόλο) και θράσος). Η απελευθερωτική μαγεία που διαθέτει τό παραμύθι δεν φέρνει τή φύση με μυθικό τρόπο στο παιχνίδι, αλλά είναι ο υπαινιγμός τής συνενοχής της με τόν απελευθερωμένο άνθρωπο. Αυτή τή συνενοχή τήν αισθάνεται ο ώριμος άνθρωπος μόνο κάποιες φορές, δηλαδή στην ευτυχία. Τό παιδί όμως έρχεται να τό προϋπαντήσει αρχικά στο παραμύθι και τό κάνει να νιώθει ευτυχισμένο.

.

.

.

//

   Όλο και πιο σπάνια συναντάμε ανθρώπους που μπορούν να διηγηθούν κάτι με τόν δέοντα τρόπο. Όλο και πιο συχνά απλώνεται αμηχανία στη παρέα όταν αρθρώνεται η επιθυμία για μια ιστορία. Είναι ως να αφαιρέθηκε από μάς μια δυνατότητα που μάς φαινόταν αναπαλλοτρίωτη, τό ασφαλέστερο τών ασφαλών. Δηλαδή η δυνατότητα ν’ ανταλλάσσουμε εμπειρίες.

   Μια αιτία αυτού τού φαινομένου είναι πρόδηλη : η τιμή τής εμπειρίας έπεσε. Και φαίνεται σαν να συνεχίζει να πέφτει απύθμενα. Κάθε βλέμμα στην εφημερίδα αποδεικνύει ότι η εμπειρία έφτασε σε μια νέα κρίση, ότι όχι μόνο η εικόνα τού εξωτερικού κόσμου αλλά κι η εικόνα τού ηθικού κόσμου υπέστησαν μέσα σε μια νύχτα αλλαγές, που κανείς ποτέ δεν θεώρησε δυνατές. Με τόν παγκόσμιο πόλεμο άρχισε να εκδηλώνεται μια διαδικασία που από τότε δεν σταμάτησε. Δεν πρόσεξε κανείς στο τέλος τού πολέμου ότι οι άνθρωποι έρχονταν βουβοί απ’ τό πεδίο τής μάχης ; Όχι πιο πλούσιοι – πιο φτωχοί σ’ ανακοινώσιμη εμπειρία. Ό,τι πλημμύρισε κατόπιν, δέκα χρόνια αργότερα, τόν ποταμό τών βιβλίων για τόν πόλεμο ήταν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από εμπειρία που πηγαίνει από στόμα σε στόμα.

//

   Μια γενιά που ακόμη πήγαινε σχολείο με τή δημόσια άμαξα, στάθηκε κάτω από τόν ανοιχτό ουρανό, σ’ ένα τοπίο όπου τίποτα άλλο δεν παρέμεινε αμετάβλητο παρά τά σύννεφα, και κάτω απ’ αυτά σ’ ένα δυναμικό πεδίο καταστροφικών ρευμάτων κι εκρήξεων, τό μικρούλι, σαθρό ανθρώπινο σώμα.

//

   Τό πρωιμότερο δείγμα μιας εξελικτικής διαδικασίας, που στο πέρας της βρίσκεται η πτώση τής διήγησης, είναι η εμφάνιση τού μυθιστορήματος στην αρχή τών νέων χρόνων. Ό,τι χωρίζει τό μυθιστόρημα από τό διήγημα (και με μια ειδικότερη έννοια από τό έπος) είναι η ουσιαστική εξάρτησή του από τό βιβλίο. Η εξάπλωση τού μυθιστορήματος καθίσταται δυνατή μόνο με τήν επινόηση τής τέχνης τού τυπογράφου.

//

   Ο μυθιστοριογράφος έχει απομονωθεί. Η γενέθλια κάμαρα τού μυθιστορήματος είναι τό υποκείμενο στη μοναξιά του, τό οποίο δεν δύναται να εκφράσει παραδειγματικά τά σπουδαιότερα ενδιαφέροντά του, τό ίδιο είναι αμήχανο και δεν μπορεί να δώσει καμιά συμβουλή. Να γράφεις ένα μυθιστόρημα σημαίνει να ωθείς στα άκρα τό ασύμμετρο στην έκθεση τής ανθρώπινης ζωής. Εν μέσω τής πληθώρας τής ζωής και μέσα από τήν έκθεση αυτής τής πληθώρας τό μυθιστόρημα αναγγέλλει τή βαθιά αμηχανία τού ζώντος. Τό πρώτο μεγάλο βιβλίο τού είδους, ο «Δον Κιχώτης», μάς διδάσκει κατευθείαν ότι τό ψυχικό μεγαλείο, η γενναιότητα, η ετοιμότητα για βοήθεια (στοιχεία ενός από τούς ευγενέστερους – αυτού ακριβώς τού Δον Κιχώτη) έχουν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα ότι θα δώσουν συμβουλή, κάθε ελπίδα ότι θα βρεις μέσα τους τήν ελάχιστη σπίθα σοφίας.

//

   Πρέπει κανείς να στοχαστεί τή μετατροπή τών επικών μορφών επιτελεσμένη με ρυθμούς οι οποίοι μπορούν ν’ αντιπαραβληθούν μ’ εκείνους τούς ρυθμούς τής μεταβολής που υπέστη η επιφάνεια τής γης στο πέρασμα τών χιλιετιών. Σπάνια μορφές ανθρώπινης ανακοίνωσης έχουν διαμορφωθεί τόσο αργά, έχουν χαθεί τόσο αργά. Τό μυθιστόρημα, που οι απαρχές του ανάγονται στην αρχαιότητα, χρειάστηκε εκατομμύρια χρόνια πριν να προσκρούσει, μέσα σε μια αναπτυσσόμενη αστική τάξη, στα στοιχεία εκείνα που υπήρξαν πρόσφορα για τήν άνθισή του.

//

   Ο Villemessant, ιδρυτής τής «Figaro», χαρακτήρισε τήν ουσία τής πληροφορίας σε μια διάσημη συνταγή : «Για τούς αναγνώστες μου», συνήθιζε να λέει, «είναι σημαντικότερη μια πυρκαγιά σε κάποια στέγη τού Quartier Latin από μια επανάσταση στη Μαδρίτη». Αυτό ξεκαθαρίζει μεμιάς ότι τώρα εισακούεται προθυμότατα, όχι πλέον η εμπειρική γνώση που έρχεται από μακριά, αλλά η πληροφορία που προμηθεύει ένα έρεισμα για τό εγγύτατο. Η εμπειρική γνώση που ερχόταν από τήν ξένη – είτε τή χωρική τών ξένων τόπων είτε τή χρονική τής παράδοσης – διέθετε μια αυθεντία που τής χορηγούσε κύρος κι εκεί ακόμη όπου αυτή δεν προσαγόταν στον έλεγχο. Η πληροφορία όμως αξιώνει τή γρήγορη και ακριβή επαληθευσιμότητα. Εδώ προέχει τ’ ότι η πληροφορία εμφανίζεται ως «καθ’ αυτή και δι’ εαυτή κατανοητή». Συχνά δεν είναι ακριβέστερη απ’ ό,τι υπήρξε η εμπειρική γνώση τών προηγούμενων αιώνων. Όμως ενώ αυτή η τελευταία αρεσκόταν να δανείζεται από τό θαύμα, είναι απαραίτητο στην πληροφορία να ηχεί εύλογα. Έτσι αυτή αποδεικνύεται ασυμβίβαστη με τό πνεύμα τής διήγησης. Αν η τέχνη τής διήγησης έχει γίνει σπάνια, τότε μετέχει αποφασιστικά σ’ αυτό τό γεγονός η διάδοση τής πληροφορίας.

   Κάθε πρωινό μάς πληροφορεί για τά νεότερα τής γήινης σφαίρας. Κι εντούτοις είμαστε φτωχοί σε θαυμαστές ιστορίες. Αυτό συμβαίνει επειδή κανένα γεγονός δεν φτάνει πλέον σε μάς, που να μην έχει αναμειχθεί ήδη με εξηγήσεις. Με άλλα λόγια : σχεδόν τίποτα πλέον απ’ ό,τι συμβαίνει δεν αποβαίνει σε όφελος τής διήγησης, σχεδόν όλα ωφελούν τήν πληροφορία. Στην πραγματικότητα η μισή τέχνη τής διήγησης συνίσταται στο να κρατά κανείς μια ιστορία ελεύθερη από εξηγήσεις, ενώ τήν αναπαράγει.

//

   Ο πρώτος αφηγητής τών Ελλήνων ήταν ο Ηρόδοτος. Στο δέκατο τέταρτο κεφάλαιο τού τρίτου βιβλίου τών «Ιστοριών» του βρίσκεται μια ιστορία από τήν οποία μπορούμε να διδαχτούμε πολλά. Πραγματεύεται για τόν Ψαμμήνιτο. Όταν ο βασιλιάς τών Αιγυπτίων Ψαμμήνιτος ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τόν βασιλιά τών Περσών Καμβύση, επεδίωξε ο Καμβύσης να ταπεινώσει τόν αιχμάλωτο. Έδωσε διαταγή να τοποθετήσουν τόν Ψαμμήνιτο στο δρόμο που θα διέσχιζε η θριαμβευτική πομπή τών Περσών. Και στη συνέχεια τά διευθέτησε έτσι, ώστε ο αιχμάλωτος να δει τήν κόρη του να περνά ως θεραπαινίδα, που πήγαινε με τή στάμνα στο πηγάδι. Καθώς όλοι οι Αιγύπτιοι θρηνούσαν κι οδύρονταν γι’ αυτό τό θέαμα, στεκόταν μόνο ο Ψαμμήνιτος άφωνος κι ακίνητος, τά μάτια καρφωμένα στη γη· κι όταν αμέσως μετά είδε τόν γιο του που φερόταν στην πομπή για εκτέλεση, αυτός παρέμεινε όμοια ακίνητος. Όταν όμως κατόπιν αναγνώρισε στις γραμμές τών αιχμαλώτων έναν από τούς υπηρέτες του, ένα γέρο, εξαθλιωμένο άντρα, τότε χτυπούσε με τίς γροθιές τό κεφάλι του κι έδειχνε όλα τά σημάδια τής πιο βαθιάς θλίψης. Απ’ αυτή τήν ιστορία μπορεί να δει κανείς, πώς έχει τό πράγμα με τήν αληθινή διήγηση. Η αξία τής πληροφορίας δεν επιβιώνει πέρα απ’ τή στιγμή που αυτή υπήρξε νέα. Ζει μόνο σ’ αυτή τή στιγμή, είναι αναγκασμένη να τής παραδοθεί εντελώς και, χωρίς να χάνει χρόνο, ορίζεται μέσα σ’ αυτήν. Διαφορετικά η διήγηση : δεν σπαταλά τόν εαυτό της. Διατηρεί συγκεντρωμένη τή δύναμή της και μετά πολύ χρόνο είναι ακόμη ικανή γι’ ανάπτυξη. Έτσι επανήλθε ο Montaigne σ’ αυτόν τόν Αιγύπτιο βασιλιά κι αναρωτήθηκε : «Γιατί αυτός θρηνεί μόνο στη θέα τού υπηρέτη ; » Ο Montaigne απαντά : «Αφού ξεχείλιζε ήδη από θλίψη, χρειαζόταν μόνο η ελάχιστη επαύξηση και κατέρρευσαν τά προχώματά της». Αυτά για τόν Montaigne. Θα ήταν δυνατό όμως να πει επίσης κανείς : «Τόν βασιλιά δεν τόν συγκινεί η μοίρα τών βασιλοπαίδων, γιατί είναι η δική του». Ή : «στη σκηνή μάς συγκινούν πολλά που δεν μάς συγκινούν στη ζωή. Αυτός ο υπηρέτης είναι για τόν βασιλιά μόνο ένας ηθοποιός». Ή : «ο μεγάλος πόνος στοιβάζεται και ξεσπά μόνο με τή χαλάρωση. Η θέα αυτού τού υπηρέτη ήταν η χαλάρωση». Ο Ηρόδοτος δεν εξηγεί τίποτα. Η εξιστόρησή του είναι η πλέον ξερή. Γι’ αυτό κι αυτή η ιστορία από τήν αρχαία Αίγυπτο είναι πάντα σε θέση να προκαλεί τόν θαυμασμό και τόν στοχασμό.

//

   Ο σημερινός άνθρωπος δεν επεξεργάζεται πλέον ό,τι δεν δύναται να συντομευθεί. Πράγματι κατόρθωσε να συντομεύσει και τήν ίδια τή διήγηση. Βιώσαμε τό γίγνεσθαι τού short story, που διαφεύγει από τήν προφορική παράδοση και δεν επιτρέπει πλέον εκείνη τήν αργή αλληλοεπικάλυψη λεπτών και διαφανών στρώσεων, που δίνει τήν πιο επιτυχημένη εικόνα τού τρόπου, με τόν οποίο έρχεται στο φως η τέλεια διήγηση από τή διαστρωμάτωση πολλαπλών μεταδιηγήσεων.

//

   Ο Valéry // [λέει] : «Είναι σχεδόν, σαν να συμπίπτει η φθορά τής σκέψης τής αιωνιότητας με τήν αυξανόμενη αποστροφή για μακρόχρονη εργασία». Η σκέψη τής αιωνιότητας είχε ανέκαθεν τή δυνατότερη πηγή της στον θάνατο. Όταν αυτή η σκέψη φθίνει, τότε συμπεραίνουμε ότι και τό πρόσωπο τού θανάτου έχει μεταλλαχτεί. Αποδεικνύεται ότι αυτή η μεταβολή είναι η ίδια που περιόρισε σε τέτοιο βαθμό τή δυνατότητα να ανακοινωθεί μια εμπειρία, ώστε η τέχνη τής διήγησης έφτασε στο τέλος της. Εδώ και αρκετούς αιώνες μπορούμε να παρακολουθήσουμε τίς απώλειες που υφίσταται στην κοινή συνείδηση η σκέψη τού θανάτου σε σχέση με τήν πανταχού της παρουσία και τήν εικονιστική της δύναμη. Η διαδικασία αυτή στα τελευταία στάδιά της επιταχύνεται. Και στη διάρκεια τού δέκατου ένατου αιώνα η αστική κοινωνία πραγμάτωσε με υγειονομικά και κοινωνικά, ιδιωτικά και δημόσια μέτρα ένα δευτερεύον αποτέλεσμα, που υπήρξε ίσως και ο υποσυνείδητος πρωταρχικός της σκοπός : να χορηγήσει στους ανθρώπους τή δυνατότητα να ξεφύγουν από τό θέαμα τών ετοιμοθάνατων. Τό να πεθαίνει κανείς ήταν κάποτε ένα δημόσιο γεγονός στη ζωή τού μεμονωμένου ατόμου και ύψιστα παραδειγματικό (σκέφτεται κανείς τίς εικόνες τού μεσαίωνα, όπου η επιθανάτια κλίνη έχει μεταμορφωθεί σ’ έναν θρόνο, προς τόν οποίο κατευθύνεται συνωστιζόμενος ο λαός μέσα από τίς διάπλατα ανοιγμένες θύρες τού σπιτιού). Στη διάρκεια τών νέων χρόνων τό θνήσκειν εκτοπίζεται όλο και περισσότερο από τόν αντιληπτικό κόσμο τών ζωντανών.

//

   Κάποτε δεν υπήρχε κανένα σπίτι, ίσως και κανένα δωμάτιο, που να μην είχε πεθάνει τουλάχιστον μια φορά κάποιος. (Ο μεσαίωνας αισθάνθηκε και χωρικά ό,τι επισημαίνει σαν χρονικό αίσθημα εκείνη η επιγραφή σ’ ένα ηλιακό ρολόι τής Ίμπιζας: Ultima multis). Σήμερα οι αστοί είναι αποστειρωμένοι κάτοικοι τής αιωνιότητας μέσα σε χώρους που παρέμειναν καθαροί απ’ τόν θάνατο, και οι κληρονόμοι θα τούς στοιβάξουν, όταν θα φτάσει τό τέλος τους, σε σανατόρια ή νοσοκομεία. Είναι όμως αλήθεια ότι, όχι μόνο η γνώση ή η σοφία τού ανθρώπου αλλά πρώτιστα η βιωμένη ζωή του – κι αυτή είναι τό υλικό απ’ όπου γίνονται οι ιστορίες –, παίρνει μεταδόσιμη μορφή στον ετοιμοθάνατο. Όπως ακριβώς, όταν φεύγει η ζωή, τίθενται σε κίνηση μια σειρά από εικόνες στο εσωτερικό τού ανθρώπου – εικόνες διαμορφωμένες από τίς απόψεις τού δικού του προσώπου, και που ανάμεσά τους, χωρίς να τό συνειδητοποιεί, συνάντησε τόν ίδιο τόν εαυτό του –, έτσι πληρούται αίφνης τό ύφος και τό βλέμμα του από τό αλησμόνητο, και μεταδίδει σ’ όλα όσα τόν αφορούν, τήν αυθεντία εκείνη, που στον θάνατο κατέχει ακόμα κι εκείνος που υπήρξε ο πιο κακομοίρης για τούς ζωντανούς τριγύρω του. Στην πρωταρχή τού αντικειμένου τής διήγησης υπάρχει αυτή η αυθεντία.

//

   Ο ιστορικός υποχρεούται να εξηγήσει τά συμβάντα που πραγματεύεται με τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο – σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ν’ αρκεστεί στο να τά δείξει απλώς σαν υποδειγματικά τμήματα τού κοσμικού γίγνεσθαι. Όμως αυτό ακριβώς κάνει ο χρονικογράφος, και ιδιαίτερα εμφαντικά τό κάνει ο χρονικογράφος στους κλασσικούς του εκπροσώπους : τούς χρονικογράφους τού μεσαίωνα – που υπήρξαν οι πρόδρομοι τών νεότερων ιστοριογράφων. Ενώ εκείνοι θεμελίωσαν τή διήγηση τής ιστορίας τους στο θεϊκό σχέδιο τής λύτρωσης, που ήταν κάτι ανεξερεύνητο, αποτίναξαν εκ τών προτέρων από πάνω τους τό φορτίο μιας εξήγησης που όφειλε ν’ αποδειχθεί. Στη θέση της έρχεται η ερμηνεία, που δεν έχει να κάνει με μια επακριβή αλυσιδωτή έκθεση καθορισμένων γεγονότων, αλλά με τόν τρόπο ένταξής τους στο μεγάλο κοσμικό γίγνεσθαι. Αν τό κοσμικό γίγνεσθαι εξαρτάται από τήν ιστορία τής λύτρωσης ή είναι φαινόμενο φυσικό, αυτό δεν συνιστά καμία διαφορά. Στον αφηγητή διατηρήθηκε ο χρονικογράφος με μια μεταλλαγμένη, τρόπον τινά εκκοσμικευμένη, μορφή.

//

   Τό «νόημα τής ζωής» είναι τό μέσο, γύρω απ’ τό οποίο κινείται τό μυθιστόρημα. Τό ερώτημα γι’ αυτό δεν είναι όμως τίποτα άλλο παρά η αρχική έκφραση τής αμηχανίας, με τήν οποία ο αναγνώστης τού μυθιστορήματος βλέπει τόν εαυτό του να έχει τοποθετηθεί μέσα σ’ αυτήν ακριβώς τή γραπτή ζωή. Εδώ «νόημα τής ζωής» – εκεί «ηθική τής ιστορίας» : μ’ αυτές τίς συνθηματικές λέξεις αντιπαρατάσσονται μυθιστόρημα και διήγημα τό ένα προς τό άλλο και απ’ αυτές τίς λέξεις μπορούμε να διαβάσουμε τόν τελείως διαφορετικό ιστορικό δείκτη τής κοινωνικής τάξης αυτών τών μορφών τέχνης. Αν τό πιο πρώιμο τέλειο υπόδειγμα μυθιστορήματος είναι ο «Δόν Κιχώτης», τότε είναι ίσως η «Αισθηματική αγωγή» τό υστερότατο.

//

   Στα τελευταία λόγια αυτού τού μυθιστορήματος κατακάθεται τό νόημα, που συνάντησε τήν αστική εποχή στις πράξεις της τήν περίοδο τής παρακμής της, σαν κατακάθι στο κύπελλο τής ζωής. Ο Φρεντερίκ κι ο Ντελωριέ, οι δυο φίλοι, θυμούνται τή φιλία τής νιότης τους. Κι εδώ υπάρχει μια μικρή ιστορία : πώς παρουσιάστηκαν κι οι δυο μια μέρα έντρομοι και στα κρυφά στον οίκο ανοχής τής πατρικής τους πόλης, δίχως να κάνουν τίποτα άλλο παρά να προσφέρουν στην πάτρωνα μια ανθοδέσμη που είχαν μαζέψει από τόν κήπο τους. Γι’ αυτήν τήν ιστορία μιλούσαν ακόμη τρία χρόνια αργότερα. Και τώρα τή διηγήθηκαν διεξοδικά ο καθένας συμπληρώνοντας τίς αναμνήσεις τού άλλου. «Αυτό ήταν ίσως», είπε ο Φρεντερίκ όταν τελείωσαν, «ό,τι πιο ωραίο στη ζωή μας». «Ναι, μπορεί να ’χεις δίκιο», είπε ο Ντελωριέ, «αυτό ήταν ίσως ό,τι πιο ωραίο στη ζωή μας». Με τέτοιες αναμνήσεις βρίσκεται τό μυθιστόρημα στο τέλος, που με μια στενή έννοια προσιδιάζει σ’ αυτό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διήγηση. Πράγματι δεν υπάρχει καμιά διήγηση που η ερώτηση : Τι έγινε παρακάτω; θα έχανε τά δικαιώματά της. Απεναντίας, τό μυθιστόρημα δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα κάνει τό παραμικρό βήμα πέρα από εκείνο τό όριο, στο οποίο προσκαλεί τόν αναγνώστη να φέρει στη μνήμη του με τήν προαίσθηση τό νόημα τής ζωής γράφοντας κάτω απ’ τίς σελίδες ένα «Finis».

//

   Αυτό που έλκει τόν αναγνώστη στο μυθιστόρημα είναι η ελπίδα να ζεστάνει τήν παγωμένη ζωή του σ’ έναν θάνατο, για τόν οποίο διαβάζει.

.

   διαβάζετε ολόκληρο τό δοκίμιο στο περιοδικό «λεβιάθαν»

.

.

   κι ένα βιογραφικό σημείωμα τού βάλτερ μπένγιαμιν όπως τό ’γραψε σε κάποια φάση τής ζωής του ο ίδιος :

   Curriculum Vitae τού διδάκτορα Walter Benjamin

   Γεννήθηκα στις 15 Ιουλίου 1892 στο Βερολίνο, γιος τού εμπόρου Emil Benjamin. Παρακολούθησα τά μαθήματα ενός ουμανιστικού ανθρωπιστικού γυμνασίου απ’ όπου απεφοίτησα τό έτος 1912. Σπούδασα φιλοσοφία στα πανεπιστήμια τού Φράιμπουργκ στη Βάδη, τού Μονάχου και τού Βερολίνου, και παράλληλα γερμανική φιλολογία, λογοτεχνία και ψυχολογία. Τό έτος 1917 μέ οδήγησε στην Ελβετία, όπου συνέχισα τίς σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο τής Βέρνης.

 

 

   απόδοση στα ελληνικά ουρανίας νταρλαντάνη

.

.

.

.

.

τό σχέδιο στην κορυφή : απαγορευμένο πουλί, σκίτσο που ο μπένγιαμιν έκανε πειραματιζόμενος για ζωγραφική υπό τήν επήρεια μαριχουάνας (κάπου μεταξύ 1927 και 1934) από τό walter benjamin gesammelte schriften, τόμος 6, suhrkamp verlag 1985, σελ. 617 (από εδώ) | σχετικά διαβάζετε και παλιότερο ποστ εδώ | οι φωτογραφίες τών χειρογράφων είναι από εδώ εδώ και εδώ | κι εδώ διαβάζετε μια ποιητική παραλλαγή τού τμήματος τού κειμένου που περιέχει τή φράση ultima multis – the last day for many, από τόν στέφανο στεφανίδη

.

.

.

.

.

18 Ιουνίου 2011

michel de montaigne: περί βίας ή περί ρατσισμού, περί αγριότητας και πολιτισμού (και ένα καινούργιο βιβλίο)

 

      

.
.

   όταν ο μονταίνιος καταφέρεται κατά τής βίας ένας πόλεμος μαίνεται γύρω του, και θα μαίνεται επί τριάντα πάνω–κάτω χρόνια : η νύχτα τού αγίου βαρθολομαίου έγινε μάλιστα όταν ο ίδιος ήταν στην ωριμότητά του, πλησίαζε να γίνει δηλαδή 40 χρόνων : κατά σύμπτωση (;) τότε ακριβώς αρχίζει να γράφει και τά «δοκίμια» (αν δεν τό ξέρετε, είναι δικιά του η λέξη – και τό είδος…)

   ήτανε ένας πόλεμος ευρωπαϊκός τυπικά ενδο–θρησκευτικού φανατισμού, αλλά φυσικά, όπως πάντα, για τήν πολιτική εξουσία. Η βία εναντίον ανθρώπων για τίς ιδέες τους ήταν (είμαστε στην καρδιά τής «αναγέννησης») νόμιμη, βάρβαρη, αηδιαστική και απόλυτα έγκυρη : οι φωτιές που καίγαν τούς ανθρώπους ζωντανούς ήταν – για να μην πω για τά άλλα, επίσης φριχτά, βασανιστήρια – μια απειλή πάνω απ’ τό κεφάλι σου, που μπορούσε να σέ αγγίξει οποιαδήποτε στιγμή, όσο σπουδαίος κι αν ήσουνα

   ο μονταίνιος πέθανε τόν σεπτέμβριο τού 1592 : οκτώ χρόνια αργότερα, στις αρχές (συμβολικά) τού 1600, οι παπάδες αποφάσισαν να κάψουν ζωντανό τόν τζορντάνο μπρούνο – αυτό δεν τό έζησε ο μονταίνιος αλλά ούτως ή άλλως (πρέπει να) τό φοβόταν και για τόν εαυτό του συνέχεια : τό ότι ήταν άρχοντας και πλούσιος [χαρακτηριστικά η καταγωγή του ήταν τυπικά ευρωπαϊκή, ήταν πρωτίστως βάσκος και δευτερευόντως γάλλος από τή μεριά τού πατέρα του, πρωτίστως εβραίος και δευτερευόντως πορτογάλος από τή μεριά τής μητέρας του] τό ότι ήταν λοιπόν άρχοντας και πλούσιος σε καμία περίπτωση δεν θα τόν προστάτευε με σιγουριά, κι έτσι έκανε επανειλημμένες δηλώσεις νομιμοφροσύνης μέσα από τά γραφτά του – απόλυτης υποταγής στον καθολικισμό και με επιχειρήματα από τά πιο αδύναμα και ανάξιά του : αυτό άρκεσε για να τόν γλιτώσει από έναν φριχτό θάνατο και από φριχτά βασανιστήρια – άρκεσε για να γλιτώσει αυτόν, αλλά όχι τά γραφτά του : ήδη μια πρώτη επίπληξη πήρε από τόν πάπα τό 1581 (έναν μόνο χρόνο μετά τήν 1η έκδοση τού βιβλίου του) (οι παπάδες φαίνεται διαβάζουν πολύ γρήγορα) γιατί τόλμησε να μιλήσει καλά για τόν ιουλιανό – τόν γνωστό μας αποστάτη – αλλά και γιατί εξέφρασε μια αντίθεση (καθόλου ήπια) προς τά βασανιστήρια. (Σαν απάντηση, λες, γι’ αυτό, τό 1582 έκανε και 2η έκδοση : τό βιβλίο του πήγε δηλαδή πολύ καλά από εμπορική άποψη – τήν πρώτη έκδοση τήν έβγαλε μόνος του στην επαρχία του τό μπορντώ, αλλά για τήν δεύτερη είχε βρει ήδη στο παρίσι εκδότη)

   τό έργο του μπήκε τελικά στον κατάλογο τών απαγορευμένων μετά θάνατον, τό 1676, όμως στην ισπανία ήτανε απαγορευμένο από τό 1640 : μιλάμε για τήν περίφημη αναγέννηση στο αποκορύφωμά της. Και τήν λέμε «αναγέννηση» (με τόσο καμάρι) επειδή σ’ αυτήν ακριβώς εμφανίστηκαν τά μυαλά τών ανθρώπων που η αναγέννηση βασάνισε και σκότωσε με ευρηματικά χυδαίους τρόπους. Τρόπους που προκαλούσαν πόνο σωματικό αβάσταχτο, και αυτό είναι που σαν ανθρώπους πάνω απ’ όλα (πρέπει να) μάς ενδιαφέρει

   υπάρχει ακριβώς βέβαια εδώ μια επιπλέον δεύτερη σημαντικότατη παράμετρος που επιτείνει και τή χυδαιότητα και τή φρίκη : Σίγουρα για τόν πόνο μας υπεύθυνοι είναι – πάντοτε – οι άλλοι : όμως τόν ηθικό πόνο τόν ξεπερνάμε – αν τόν ξεπεράσουμε – μόνοι μας, σπίτι μας. Γλείφουμε τίς πληγές μας σαν τήν γάτα, γινόμαστε καλά και ξαναβγαίνουμε πάλι εκεί στον δρόμο. Υπάρχει μια ελάχιστη αξιοπρέπεια που μάς παραχωρείται εδώ. Στον σωματικό πόνο πρωταγωνιστούν σε όλο τό φάσμα του οι άλλοι, ενώπιόν τους τά θύματα ουρλιάζουνε επάνω στην πυρά, κι οι υπόλοιποι, οι αθώοι, μαζεύονται τριγύρω σου σαν πλήθος να σέ δούνε : ήταν υποχρεωτικό μάλιστα τήν εποχή αυτή και να σέ βρίζουνε, τήν ώρα που ψυχορραγούσες οικτρά : όποιος δεν έβριζε συλλαμβανόταν ως συνοδοιπόρος συμμορίτης άθεος αναρχικός ομοϊδεάτης : και τά λοιπά

   βέβαια η βία προϋπήρξε τής αναγέννησης (και ξέρουμε ότι συνεχίζεται και μετά απ’ αυτήν), θα πρέπει μάλλον να υποθέσουμε ότι αποτελεί μόνιμη συνοδό τής ιστορίας – τής πατριαρχίας όπως τήν ξέρουμε. Δεν πρόκειται να κάνω ιστορία όμως εδώ, δεν έχω ούτε τά φόντα, ούτε είμαι ιστορικός – τήν ζωή μου και τήν εποχή μου καλύτερα ξέρω : Αυτό λοιπόν με τό οποίο τά καλύτερα μυαλά τού πολιτισμού μας – φιλόσοφοι – συμφώνησαν απόλυτα, είναι ότι η βία – και ο φόνος σαν τό ακραίο χαρακτηριστικό της – είναι προϊόν τού (ίδιου αυτού) πολιτισμού : η καθαρή αγριότητα όπως πολύ ωραία (κάπου, δεν θυμάμαι πού) τό έθεσε ο χορκχάϊμερ δεν έχει φόνο. Μία από τίς πανουργίες όμως τού πολιτισμού είναι να αποδίδει τήν απαρχή τού φόνου, και μάλιστα τόν συμβολικά πιο πλήρη φόνο (τόν κανιβαλισμό) στους «άγριους» : κατά σύμπτωση λοιπόν, μια από τίς ωραιότερες – και πρωιμότερες – υπερασπίσεις τής καθαρής αγριότητας, έγινε από τόν ίδιο τόν μονταίνιο ο οποίος όμως (άγνοιες ή αντιφάσεις του όπως αυτή είναι που σηκώνουν χωριστή, και απολαυστική, διαπραγμάτευση) χρέωνε στην ίδια αυτή αγριότητα και τόν κανιβαλισμό – τόν οποίο όμως, συγκρίνοντας, τόν θεώρησε κατώτερη βία από αυτήν τών συγχρόνων του : τό δοκίμιο αυτό είναι εξαιρετικό :

   είναι πολύ πιο ανθρώπινο, έγραψε, να τρως τόν εχθρό σου αφού τόν έχεις σκοτώσει, παρά να τόν τρως ζωντανό, όπως κάνουμε εμείς

   και συνεχίζει με έναν από τούς ευφυέστερους λίβελλους κατά τής (πολιτισμένης) βίας, τών βασανιστηρίων, και εντέλει τού (πολιτισμένου) ρατσισμού :

 

michel de montaigne : essais [michel eyquem
όπως ήταν τό πραγματικό του όνομα :]
για
τούς καννίβαλους

.

 

.

   φοβούμαι ότι έχουμε μάτια πιο μεγάλα απ’ τό στομάχι μας, και περισσότερη περιέργεια απ’ όσην έχουμε αντίληψη. Αγκαλιάζουμε τό παν, αλλά δεν κρατούμε παρά αέρα

   γιατί οι εκλεπτυσμένοι άνθρωποι παρατηρούν και πιο προσεκτικά, και πολύ περισσότερα πράγματα – όμως τά σχολιάζουν : και, για να τονίσουν τή δική τους ερμηνεία και να τήν κάνουν πιο πειστική, αναγκαστικά αλλοιώνουν κάπως τήν Ιστορία : δεν σάς παρουσιάζουν ποτέ τά πράγματα καθαρά, παρά τούς δίνουν τή ροπή και τήν όψη με τήν οποία οι ίδιοι τά είδαν – και για να δώσουν στη γνώμη τους κύρος και να σάς κάνουν να τήν προσέξετε προσθέτουν συνήθως τά δικά τους γύρω από τό θέμα, τό μακραίνουν και τό διευρύνουν

   λοιπόν, για να ξαναγυρίσω σ’ αυτό που θέλω να πω, βρίσκω πως δεν υπάρχει τίποτε τό βάρβαρο και τό άγριο σ’ αυτούς τούς λαούς, σύμφωνα με όσα μού ανάφεραν σχετικά, εκτός από τό ότι ο καθένας ονομάζει βαρβαρότητα ό,τι είναι έξω από τίς συνήθειές του : πραγματικά, φαίνεται πως δεν έχουμε άλλο κριτήριο για τήν αλήθεια και τή λογική από τό παράδειγμα και τήν εικόνα τών αντιλήψεων και τών συνηθειών τού τόπου όπου βρισκόμαστε. Εκεί είναι πάντοτε η τέλεια θρησκεία, τό τέλειο πολίτευμα, ο τέλειος και πιο άψογος τρόπος με τόν οποίο γίνεται τό κάθε πράγμα. Αυτοί είναι άγριοι, τό ίδιο όπως εμείς ονομάζουμε άγρια τά φρούτα /…/

   κι όμως, παρ’ όλα αυτά, η ιδιαίτερη γεύση και η νοστιμιά από μερικά φρούτα τών χωρών εκείνων /…/ είναι, και για τό γούστο μας ακόμη εξαιρετική /…/ Έχουμε τόσο παραφορτώσει τήν ομορφιά και τόν πλούτο τών έργων τής φύσης με τίς επινοήσεις μας, που τήν έχουμε πνίξει εντελώς

   αυτοί οι λαοί μού φαίνονται λοιπόν μ’ αυτήν τήν έννοια βάρβαροι, ότι πήραν πολύ λίγα μαθήματα απ’ τό ανθρώπινο πνεύμα και βρίσκονται ακόμα πολύ κοντά στην αρχική τους φυσική κατάσταση. Οι φυσικοί νόμοι τούς κυβερνούν ακόμη, ελάχιστα νοθευμένοι απ’ τούς δικούς μας : διατηρούνται δε σε μια τέτοια καθαρότητα, που μέ πιάνει κάποτε θλίψη που δεν τούς γνωρίσαμε νωρίτερα, τόν καιρό που υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να τούς κρίνουν καλύτερα από μάς. Μέ λυπεί που ο Λυκούργος και ο Πλάτων δεν τούς γνώρισαν /…/

.

     

.

   δεν υπάρχει κανένα είδος συναλλαγής, καμμιά γνώση τών γραμμάτων, καμμιά γνώση τών αριθμών, κανένα όνομα δικαστικής ή πολιτικής εξουσίας, καμμία συνήθεια να υπάρχουν δούλοι, πλούσιοι ή φτωχοί, καθόλου συμβόλαια, καθόλου κληρονομιές, καθόλου μοιράσματα, και καθόλου ασχολίες εκτός από άκοπες : όπου δεν αναγνωρίζουν συγγένειες, κοινούς δεσμούς, δεν έχουν ενδύματα /…/ ακόμα και τίς λέξεις που σημαίνουν τό ψέμα τήν προδοσία τήν υποκρισία τήν τσιγγουνιά τή ζήλεια τήν κακολογία τή συγγνώμη, δεν τίς ακούς

   όλη τήν ημέρα τήν περνούν χορεύοντας /…/ Υπάρχει κάποιος απ’ τούς γέρους, που τό πρωί, πριν αρχίσουν να τρώνε, κηρύσσει σ’ όλους μαζί /…/ δεν τούς συνιστά παρά δυο πράγματα : τήν ανδρεία κατά τών εχθρών και τή φιλία με τίς γυναίκες τους. Και δεν παραλείπουν ποτέ να επισημάνουν αυτή τους τήν υποχρέωση, με τό ρεφραίν, ότι είναι αυτές που διατηρούν τό ποτό τους χλιαρό και νόστιμο

   ο προφήτης αυτός τούς μιλάει δημόσια, παρακινώντας τους στην αρετή και στο καθήκον τους : αλλά ολόκληρος ο ηθικός τους κώδικας δεν περιέχει παρά αυτά τά δύο άρθρα : τήν αποφασιστικότητα στον πόλεμο και τή στοργή προς τίς γυναίκες τους

   αφού για πολύ καιρό περιποιηθούν έναν αιχμάλωτό τους, και μ’ όλες τίς ανέσεις που μπορεί να φανταστεί, αυτός που είναι τώρα κύριός του, κάνει μια μεγάλη συγκέντρωση απ’ τούς γνωστούς του, δένει ένα σχοινί στο ένα χέρι τού αιχμαλώτου /…/ και δίνει στον πιο αγαπητό του φίλο τό άλλο χέρι να τό κρατά /…/ κι οι δυο τους, μπρος στα μάτια όλων τών παρισταμένων, τόν σκοτώνουν με τά ξίφη τους. Ύστερα απ’ αυτό, τόν ψήνουν και τόν τρώνε όλοι μαζί /…/

   δεν στενοχωριέμαι για τό ότι επισημαίνουμε τή φριχτή βαρβαρότητα που υπάρχει σε μια τέτοια πράξη, αλλά βέβαια για τό ότι, ενώ κρίνουμε σωστά τά σφάλματά τους, είμαστε τόσο τυφλωμένοι μπρος στα δικά μας. Νομίζω ότι υπάρχει περισσότερη βαρβαρότητα στο να τρως έναν άνθρωπο ζωντανόν απ’ τό να τόν τρως πεθαμένον, στο να ξεσχίζεις, με μαρτύρια και βασανιστήρια, ένα σώμα με ακέραιες ακόμα τίς αισθήσεις του, να τό σιγοψήνεις, να βάζεις τά σκυλιά και τά γουρούνια να τό δαγκώνουν και να τό μωλωπίζουν (όπως όχι μόνον τό διαβάσαμε, αλλά και τό είδαμε κι είναι πρόσφατο στη μνήμη μας, όχι ανάμεσα σε παλιούς εχθρούς, αλλ’ ανάμεσα σε γείτονες και συμπολίτες, και τό χειρότερο, κάτω απ’ τόν μανδύα τής ευλάβειας και τής θρησκείας) απ’ τό να τό ψήνεις και να τό τρως αφού πεθάνει

   μπορούμε λοιπόν σωστά να τούς ονομάζουμε βάρβαρους, όσον αφορά τούς κανόνες τής λογικής, αλλ’ όχι σε σύγκριση με μάς, που τούς ξεπερνάμε σε κάθε είδους βαρβαρότητα

   η αξία και η υπόληψη ενός ανθρώπου εξαρτάται απ’ τό θάρρος και τή θέληση, εκεί βρίσκεται η αληθινή του τιμή. Ανδρεία είναι η αντοχή όχι στα πόδια και στα μπράτσα, αλλά στο φρόνημα και στην ψυχή : δεν έγκειται στην αξία τού αλόγου μας ή τών όπλων μας, αλλά στη δική μας. Όποιος πέφτει εμμένοντας στο φρόνημά του – «si succiderit, de genu pugnat» *– όποιος, μπροστά σ’ οποιονδήποτε κίνδυνο να πεθάνει ύστερα από λίγο, δεν χάνει ούτε στιγμή τό θάρρος του, κι ακόμα όποιος κοιτάζει, ξεψυχώντας, τόν εχθρό του μ’ ένα βλέμμα σταθερό και περιφρονητικό, χτυπιέται όχι από μάς, αλλά από τήν τύχη : σκοτώνεται, δεν νικιέται.

   Οι πιο γενναίοι είναι μερικές φορές οι πιο άτυχοι άνθρωποι.

   Γι’ αυτό υπάρχουν ήττες που είναι εξίσου λαμπρές με τίς νίκες. Ουδέποτε αυτές οι τέσσερις αδελφές νίκες, οι πιο ωραίες που ο ήλιος ποτέ αντίκρυσε, τής Σαλαμίνας τών Πλαταιών τής Μυκάλης και τής Σικελίας, τόλμησαν ν’ αντιτάξουν όλη τους τή δόξα μαζί, στη δόξα τής καταστροφής τού βασιλιά Λεωνίδα και τών δικών του στο στενό τών Θερμοπυλών

.

  

.

   έχω ένα τραγούδι που έφτιαξε ένας αιχμάλωτος, όπου υπάρχει τό εξής ωραίο : ότι τούς καλεί να έρθουν θαρρετά όλοι τους και να συγκεντρωθούν για να δειπνήσουν απ’ αυτόν : γιατί θα φάνε μαζί και τούς πατέρες τους και τούς προγόνους τους, που χρησίμεψαν για τροφή στον ίδιον και έθρεψαν τό σώμα του. «Αυτοί οι μύες, λέει, αυτή η σάρκα κι αυτές οι φλέβες είναι οι δικές σας, καημένοι μου τρελλοί : δεν καταλαβαίνετε ότι μέσα σ’ αυτά η ουσία απ’ τά μέλη τών προγόνων σας βρίσκεται ακόμα; Να τά φάτε ωραία, θα ’ναι η γεύση τής ίδιας σας τής σάρκας». Εύρημα που δεν μυρίζει καθόλου βαρβαρότητα /…/ Χωρίς ψέματα, νά μερικοί πολύ άγριοι άνθρωποι σε σύγκριση με μάς – διότι θα πρέπει αυτοί οπωσδήποτε να είναι, αφού δεν είμαστε εμείς /…/

   κι έχω κι ένα άλλο, ένα τραγούδι ερωτικό που αρχίζει ως εξής : «φιδάκι στάσου, στάσου φιδάκι να πάρει όλα τά σχέδια που ’χεις επάνω σου η αδελφή μου, και να τά αντιγράψει και να τά κεντήσει στο ακριβό σειρήτι που ’θελα τόσο πάντα εγώ να τό χαρίσω στην αγαπημένη φίλη μου : κι είθε τήν ομορφιά και τήν ευλυγισία σου να προτιμούνε αιώνια οι άνθρωποι απ’ όλα τ’ άλλα φίδια». Αυτή είναι η πρώτη στροφή τού τραγουδιού κι είναι και τό ρεφραίν του. Κι έχω αρκετά πάρε–δώσε με τήν ποίηση για να κάνω τήν εξής κρίση : ότι όχι μόνο δεν υπάρχει τίποτα τό βάρβαρο σ’ αυτή τή σύλληψη, αλλά και ότι είναι εντελώς ανακρεοντική. Η γλώσσα τους, εξάλλου, είναι μια γλώσσα γλυκιά κι έχει έναν ήχο ευχάριστο, που θυμίζει πολύ τίς καταλήξεις τής αρχαίας ελληνικής.

   Μην ξέροντας πόσο ακριβά θα τούς στοιχίσει /…/ κι ότι απ’ τήν γνωριμία τους με μάς θα έλθει κι η καταστροφή τους – που καθώς υποθέτω έχει κιόλας αρκετά προχωρήσει – τρεις απ’ αυτούς, πραγματικά αξιολύπητοι που αφέθηκαν να τούς ξεγελάσει η επιθυμία τού νεωτερισμού και που άφησαν τόν γλυκό ουρανό τής πατρίδας τους για νάρθουν να δουν τόν δικό μας, βρέθηκαν στην Ρουέν τόν καιρό που ο μακαρίτης τώρα βασιλιάς Κάρολος ο ένατος βρισκότανε εκεί. Και μίλησε μαζί τους πολλή ώρα ο βασιλιάς, και τούς δείξαμε τόν τρόπο τής ζωής μας, και τή μεγαλοπρέπειά μας, και τήν όψη μιας ωραίας πόλης. Ύστερα, κάποιος τούς ζήτησε τήν γνώμη τους, ώστε να μάθει τί είχαν βρει τό περισσότερο αξιοπερίεργο : απάντησαν τρία πράγματα απ’ τά οποία ξέχασα τό τρίτο και πολύ λυπάμαι γι’ αυτό, θυμάμαι όμως ακόμη τ’ άλλα δύο. Είπαν πως εύρισκαν καταρχάς πάρα πολύ παράξενο τό ότι τόσοι άντρες, ψηλοί και με γενειάδα και δυνατοί και οπλισμένοι που ήτανε γύρω απ’ τόν βασιλιά, (μάλλον θα πρέπει να εννοούσανε τούς ελβετούς που είναι η φρουρά του) είχαν καταδεχτεί να υπακούουν ένα παιδί και δεν διαλέξανε έναν από αυτούς τούς ίδιους για να κυβερνάει – και δεύτερον (στη γλώσσα τους αυτοί οι άνθρωποι έχουν έναν τρόπο να μιλάνε για τούς ανθρώπους, σαν να ’ναι ένα πράγμα ολόκληρο που με τίς περιστάσεις χωρίζεται σε δύο μισά μέρη) είπανε πως παρατηρήσανε ότι υπήρχανε ανάμεσά μας άνθρωποι χορτάτοι απ’ όλα και που ζούσανε με όλες τίς ανέσεις, ενώ τά άλλα τους μισά μέρη ζητιάνευαν στις πόρτες τους, σα σκελετοί από τήν πείνα και τή φτώχεια – και ότι τό ’βρισκαν παράξενο που τούτα δω τά φτωχά μισά μέρη μπορούσαν να υποφέρουν μια τέτοια αδικία και που δεν έπιαναν τούς άλλους από τόν λαιμό ή που δεν έβαζαν φωτιά στα σπίτια τους.

   Μίλησα μ’ έναν απ’ αυτούς πάρα πολλήν ώρα (αλλ’ είχα έναν διερμηνέα που τόν εμπόδιζε τόσο πολύ η βλακεία να καταλάβει τίς σκέψεις μου /…/ )

   όλα αυτά δεν είναι άσχημα : αλλά τί τά θες, παντελόνια δεν φοράνε.

 michel de montaigne : essais
(εκδόσεις κάλβος 1979, μετάφραση εισαγωγή και σημειώσεις : θανάση νάκα)

.

* από τόν σενέκα : «και πεσμένος μάχεται με τά γόνατα» (για μια περίοδο τής ζωής του ο μονταίνιος ήταν οπαδός τών στωικών και τού άρεσε ιδιαίτερα ο σενέκας – εξάλλου τά γραφτά του είναι γεμάτα από αποσπάσματα λατινικά κυρίως γιατί μολονότι ελληνικά δεν ήξερε σχεδόν καθόλου και τά έργα τών φιλοσόφων που αγαπούσε από τήν ελλάδα τά διάβαζε σε λατινικές μεταφράσεις (και έτσι τόν επίκουρο τόν γνώρισε κυρίως μέσω τού λουκρήτιου) τά λατινικά ήταν, όπως έλεγε, η μητρική του γλώσσα – κι όταν τού ξέφευγαν αυθόρμητες κουβέντες, φώναζε ή έβριζε μόνο λατινικά : αυτό οφείλεται στην ανατροφή που αποφάσισε να τού δώσει ο πατέρας του, ο οποίος τού είχε από μικρόν δίπλα του έναν γερμανό που δεν ήξερε καθόλου γαλλικά και τού μιλούσε από τήν αρχή μόνο λατινικά. Έτσι κουτσοέμαθαν λατινικά, όπως μάς λέει, και οι άλλοι μέσα στο σπίτι, για να μπορούν να συνεννοούνται, στοιχειωδώς έστω, και για τά απαραίτητα καθημερινά, μ’ αυτόν τόν δάσκαλο. Τά γαλλικά του τά έμαθε μετά τά έξη, όταν πρωτοπήγε στο σχολείο). (Δεν είμαστε μόνοι στον κόσμο (που «οι μεγαλύτεροι ποιητές μας δεν ξέραν ελληνικά») – που κι αυτή η φράση – για τόν σολωμό ή τόν κάλβο και τόν καβάφη όπως ξέρετε ειπώθηκε – είναι απελπιστικά άστοχη : αυτοί ξέραν ελληνικά, τού σολωμού ήταν η μητρική του γλώσσα και σ’ αυτήν πρωτομίλησε, και τού κάλβου και τού καβάφη επίσης : ελληνικά τούς μιλούσε η μάνα τους : απλώς οι μετέπειτα σπουδές τους αυτών γίναν – αντίστροφα απ’ ό,τι στον μονταίνιο – σε μία ξένη γλώσσα (τώρα, πόσο φτωχομεγαλοαστικό κομφορμισμό (για τόν σεφέρη λέω) πρέπει να έχεις, για να μετατρέψεις τή γλώσσα τών σπουδών σου σε μητρική σου γλώσσα είναι άλλη συζήτηση).)

(απόσπασμα από παλιότερη ανάρτηση τού «άλλου» σημειωματάριου (τών τεχνών) : «γιατί η βία είναι μία αηδία»)

.

   

.

δεν θέλω να επαναλάβω εδώ ολόκληρο εκείνο τό παλιότερο ποστ που επικεντρωνόταν στην αντίθεση τού μονταίνιου προς κάθε είδος βίας : προτιμώ ν’ αφήσω τώρα τό κείμενό του μόνο, θα λειτουργήσει ίσως καλύτερα… όμως μού ήρθε μια ιδέα που δεν τήν είχα όταν απόσπασα για πρώτη φορά τό δοκίμιο αυτό για λογαριασμό τού «σημειωματάριου τεχνών» : σήμερα είδα λοιπόν (και διορθώστε με αν είδα υπερβολικά…) ότι πρόκειται ουσιαστικά όχι μόνο για έναν λίβελο κατά τής βίας, αλλά και εναντίον κάθε είδους, υπόγειου ύπουλου και λογικά δικαιολογημένου δήθεν ρατσισμού…

ο τρόπος με τόν οποίο βλέπει δηλαδή ο μονταίνιος τούς «άγριους» (ακόμα κι αν τότε, με τίς γνώσεις τής εποχής, ήταν υποχρεωμένος να τούς θεωρήσει κανίβαλους (αυτό εξάλλου επιτείνει νομίζω ακόμα περισσότερο τήν αντιρατσιστική οπτική του)) ο τρόπος λοιπόν αυτός μπορεί να γινόταν «κοινός τόπος» (αν και όχι και τόσο κοινός) αλλά πάντως θα περνούσαν οπωσδήποτε πρώτα κάτι αιώνες – για να μην πω ότι και σήμερα ακόμη θα θεωρούνταν από μεγάλα τμήματα (διεθνών πληθυσμών) τού πλανήτη, αιρετικός περίεργος εξωπραγματικός, και πιθανώς υπερβολικά ακραίος…

τελικά ήταν όντως μοναδικός αυτός ο υπέροχος ανθρώπινος άνθρωπος – ένας άνθρωπος στου οποίου τό άγαλμα στρέφονται (χαριτωμένα ίσως, δεισιδαιμονικά ίσως, αλλά και δικαίως νομίζω) επί αιώνες οι φοιτητές (λέει) τής σορβόνης πριν τίς εξετάσεις τους : και μέχρι σήμερα τού πιάνουν τού χαϊδεύουν και τού τρίβουν για γούρι τό δεξί του πόδι πριν πάνε να γράψουν : σε σημείο (λέει η ενδιαφέρουσα βιογραφία που εκδόθηκε πρόσφατα και τής οποίας τά στοιχεία βρήκα στο (πολύ καλό) βλογ 3quarksdaily) σε σημείο λοιπόν με τούς αιώνες τό πόδι να φθαρεί, να λιώσει και να χρειαστεί να τό αντικαταστήσουν!

αυτά έχει και η δόξα τών αγαλμάτων

.

 

.

   δράττομαι τής ευκαιρίας να συστήσω τώρα σ’ όσους διαβάζουν και αγγλικά (δεν έχει μεταφραστεί ακόμα στα ελληνικά) τό βιβλίο αυτό τής σάρας μπαίηκγουελ, που βγήκε πέρσι, «πώς να ζει κανείς – ή μια βιογραφία τού μονταίνιου με μια ερώτηση και είκοσι απόπειρες προς απάντηση»

εδώ και τό βλογ τής ίδιας τής sarah bakewell για τό βιβλίο της αυτό (αγγλικός τίτλος : «How to Live : Or A Life of Montaigne in One Question and Twenty Attempts at an Answer»)

τό οποίο (βλογ) τελειώνει με τήν εξής (δικιά της) περιγραφή τού βιβλίου :

«…τό «πώς να ζει κανείς» είναι μια ανορθόδοξη βιογραφία αυτού τού γοητευτικού, αυτού τού χαριτωμένου ανθρώπου : αν λέει τήν ιστορία τής ζωής του, τή λέει απαριθμώντας τά ερωτήματα που έβαζε και τίς απαντήσεις που προσπαθούσε να βρει – ανιχνεύοντας επίσης βήμα–βήμα τήν περίεργη ανατροφή του (ως παιδί ήταν υποχρεωμένος να μιλάει λατινικά), τή νεανική του καριέρα, τίς ερωτικές του περιπέτειες, τά ταξίδια του, και τίς φιλίες του – τόσο με τόν ποιητή και λόγιο étienne de la boétie όσο και με τήν υιοθετημένη του «κόρη» marie de gournay. Και παράλληλα είναι η ιστορία τών απειράριθμων αναγνωστών του, που εύρισκαν ανά τούς αιώνες στον μονταίνιο μιαν ανεξάντλητη πηγή πιθανών απαντήσεων για τό ερώτημα που απασχολούσε τόσο εκείνους όσο απασχολεί κι εμάς σήμερα – «πώς να ζει κανείς»»

.

.

για τό ίδιο βιβλίο : από τήν γκάρντιαν

κι εδώ κριτική στους new york times : conversation across centuries with the father of all bloggers

στα ελληνικά υπάρχει όπως βλέπω ακόμα η πρώτη έκδοση στη μετάφραση τού θανάση νάκα και κυκλοφορεί τώρα και τό πλήρες σώμα τών δοκιμίων, 3 τόμοι, σε μετάφραση τού φίλιππου δρακονταειδή

φωτογραφικές αναπαραγωγές από σελίδες τών πρώτων εκδόσεων τών essais βλέπετε εδώ και εδώ και εδώ

.

.

.

.

  

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: