σημειωματαριο κηπων

19 Δεκεμβρίου 2011

τά τετραψήφια

.

.

            

.

.

τό παρακάτω κείμενο είναι δημοσιευμένο στο τεύχος 74 τού περιοδικού «σημειώσεις» που κυκλοφορεί

.

.

(με αφορμή τά 200 χρόνια από τήν αυτοκτονία, στις όχθες τής λίμνης wannsee στο βερολίνο, τού heinrich von kleist (18 οκτωβρίου 1777 – 21 νοεμβρίου 1811 : 34 χρονών, κι αυτός κι η εριέττα φόγκελ – ήταν συνομήλικοι))

.

   1777 : η γέννηση είναι μια ημερομηνία, πριν πας ακόμα σχολείο πολλές φορές τή μαθαίνεις, τότε που ένας αριθμός και μία λέξη γίνονται δικά μας και, βέβαια, κοσμοϊστορικά : τόσο σπουδαία που θαμπωμένοι και κατάπληκτοι δεν ρωτάμε πώς και γιατί αλλά τά θεωρούμε τά πιο αυτονόητα πράγματα τού κόσμου : μια ημερομηνία και ένα όνομα : όλα θα μείνουν δηλαδή έτσι για πάντα

   μέχρι που οι αριθμοί αρχίζουν να κινούνται και να χοροπηδάνε

   ο τελευταίος αριθμός (μόνο) δηλαδή, τού τετραψήφιου, θα διαπιστώσεις, μετά από δύο τρία ή τέσσερα χρόνια (ανάλογα με τήν παρατηρητικότητά σου) ότι δεν είναι καθόλου σταθερός, δεν μένει καθόλου δηλαδή καθηλωμένος στη μέρα που εσύ γεννήθηκες, και για τήν ακρίβεια χοροπηδάει συστηματικά : εξαφανίζεται μάλιστα κάθε τόσο καθώς παίρνει άλλος τή θέση του : ο τελευταίος αριθμός μ’ άλλα λόγια δεν είναι ούτε σημαντικός ούτε κοσμοϊστορικός γιατί αλλάζει, αυτός δηλαδή κατά κάποιον τρόπο σού δείχνει ότι υπάρχει κάπου κάτι που καιροφυλακτεί – αλλά δεν έχεις καθόλου τή διάθεση να τό προσέξεις ιδιαίτερα μια που αυτός ο θάνατος και αυτή η εξαφάνιση δεν είναι καθόλου κακά πράγματα : είναι η ζωή σου, είναι η ζωή που χοροπηδάει χαρούμενα και γεμάτη εκπλήξεις κι ο αριθμός απλώς τήν παρακολουθεί – και στεγνά ο κακόμοιρος προσπαθεί να δείξει ότι είναι κι αυτός ζωντανός : με τή λιτή και άχαρη μοίρα τών αριθμών να σού δείξει ότι παίρνει κι αυτός μυρωδιά από τή ζωή : πολύ λιτή και πολύ λιγομίλητη, αριθμητική, μυρωδιά –

   ώσπου ν’ αρχίσει τό σχολείο να ασχολείται με τούς άλλους σπουδαίους ανθρώπους – και στο μάθημα τής ιστορίας να σέ βάζει να μαθαίνεις γι’ αυτούς, που έχουν κι αυτοί ένα όνομα και δίπλα (μέσα σε παρένθεση) δύο (όμως, αυτοί) αριθμούς, (πάντα τετραψήφιους) : αλλά δεν δίνεις και πάλι σημασία γιατί αυτοί είναι πεθαμένοι, παλιοί, και δεν έχουν σχέση με τήν ζωή σου – απλώς τώρα (με τό σχολείο) η ζωή έχει και βάσανα και πρέπει να μαθαίνεις και να παπαγαλίζεις και ονόματα άλλων – και αριθμούς : και είναι βάσανο αυτοί οι αριθμοί τών άλλων :

   στην πραγματική ζωή, δηλαδή τή δικιά σου, αυτή η δεύτερη ημερομηνία δεν υπάρχει – όταν υπάρξει η παραμικρή σκέψη γι’ αυτήν αυτό λέγεται τότε όντως θάνατος

   στην αρχή μάλιστα σ’ ενοχλεί που, στις εγκυκλοπαίδειες και τίς ζωές τών άλλων που έχουν κάνει έργα διάφορα, δίπλα στα ονόματα και μες στην παρένθεση υπάρχει επίσης (σε λίγους όμως) ένας μόνο επίσης αριθμός και δίπλα μια παύλα μόνο : αυτό, από αισθητική άποψη σ’ ενοχλεί – δεν σ’ ενοχλούσε ποτέ η ασυμμετρία – σού άρεσε κιόλας – αλλά εδώ δεν πρόκειται για ασυμμετρία αλλά για πράγματα κολοβά : σαν μια εκκρεμότητα που δεν έχει ακόμα κλείσει

   1811 ο θάνατος : θα περάσουνε χρόνια, και έργα πολλά, πριν αρχίσεις να μαθαίνεις, και να προσέχεις, τίς λεπτομέρειες για τόν δεύτερο αυτόν αριθμό : αυτό λέγεται τότε πάλι θάνατος : κυρίως όταν οι λεπτομέρειες για τόν δεύτερο αυτόν αριθμό σού δείχνουν ότι τό όνομα θέλησε, και φρόντισε, και διάλεξε μόνο του, πότε ο δεύτερος αυτός αριθμός θα σχηματιστεί : φοβερό.

   αυτή είναι η κρύα και ανήλεη στιγμή λοιπόν που όλα τά τετραψήφια παγώνουν, και γίνονται ένα κρύο επιτύμβιο από άχρωμο και παγωμένο μάρμαρο και τότε είναι που μπορείς να πεις τό 2011 γίνονται 200 τά χρόνια από τό 1811 που αυτοκτόνησε ο κλάϊστ (μαζί με τήν εριέττα), αλλά μπορείς να κάνεις κι άλλους υπολογισμούς : για τήν ακρίβεια αυτούς τούς υπολογισμούς άρχισες να τούς κάνεις από πιο πριν, σχεδόν από τήν ίδια τήν εποχή που άρχισε να σ’ αρέσει και ο κλάϊστ – και αυτό συνέπεσε μάλλον με τήν εποχή που διαπίστωσες ότι δεν χοροπηδούσε μόνο ο τελευταίος αριθμός, αλλά άλλαζε και ο προτελευταίος, ο τρίτος : περνάγανε, και φεύγαν προς τά πίσω (και στην πραγματικότητα άραγε προς πού;) μέρες και μήνες χρόνια και καιροί, ομαδοποιημένοι ως δεκαετίες πλέον : κι ύστερα, αργότερα πολύ, έγινε τό καταπληκτικό και άλλαξε και ο δεύτερος ο αριθμός – εκείνο τό μονίμως σταθερό 9 (που για τόν κλάϊστ ήτανε εκείνο τό μονίμως σταθερό 7 που θα γινότανε αιφνιδίως 8) – κι αυτό συμβαίνει όπως ξέρεις σε πολύ λιγότερους στον κόσμο (αλλά συνέβη (στη δικιά σου ζωή) να αλλάξει έτσι μαζί και ο πρώτος – τό ακόμα σταθερότερο εκείνο 1 : αυτό πλέον κι αν είναι σπανιότατο – για τήν ακρίβεια μόνο δύο φορές έχει συμβεί στην ανθρωπότητα ώς τώρα, εσύ έχεις ζήσει βέβαια τήν δεύτερη)

   όμως από πιο πριν (τότε που πρόσεξες ότι ο τρίτος αριθμός είχε αλλάξει όχι μόνο μια, αλλά και δυο, και τρεις φορές) άρχισε να συμβαίνει κάτι άλλο, παράλληλο, που είχε ξαφνικά σχέση και με τούς άλλους που ζούσαν σύγχρονα με σένα : αυτοί οι άλλοι δηλαδή άρχισαν να μιλάνε για τά πράγματα και για τούς αριθμούς λες και τούς ξέρανε κι αυτοί : μα δεν τούς ξέρανε καλά : δεν τούς ξέρανε, γιατί, όταν τούς ξέρεις, ξέρεις πως τίποτα δεν γίνεται όπως λέγαν αυτοί μετά εκ τών υστέρων : και άρχισε και να σ’ εκνευρίζει που τά χωρίζαν όλα έτσι, τόσο ψυχρά και αντικειμενικά, και δήθεν μαθηματικά, σε ομαδούλες και δεκαετίες : όμως τά πράγματα δεν πάνε έτσι, και πολύ περισσότερο όταν ζεις τά πράγματα ποτέ δεν λογαριάζεις αριθμούς : μπορεί να τούς σκεφτείς τούς αριθμούς καμιά φορά κλεφτά (και από μέσα σου), κάποια φορά ας πούμε στις περιπτώσεις που ο τρίτος και ο τέταρτος γίναν ολόϊδιοι (τόν έκανες τόν υπολογισμό, εκ τών υστέρων, για τήν περίπτωση τού 66 και τού 77) αλλά αυτό ήταν κάτι που αφορούσε μόνο τί συνέβη στη δικιά σου τή ζωή ας πούμε τότε : αλλά ποτέ για ό,τι έγινε, για όποιον αριθμό έγινε διάσημος, ξέρεις καλά πως ούτε συ ούτε κανένας άλλος απ’ αυτούς που αυτά τά ζήσανε, δεν σκέφτονταν τούς αριθμούς ας πούμε τότε : γι’ αυτό πολλοί μπερδεύονταν όταν τούς έλεγες «ποιο 73; 72 τό θυμάμαι γω» ή : «τό 65 ή τό 63 ήταν αυτό;» και ξαφνικά έγινε τό 89 ας πούμε περιβόητο, ενώ ήτανε σπουδαιότερο για σένα γι’ άλλους λόγους. Όπως τό 99 ήτανε επίσης σπουδαιότερο για σένα γι’ άλλους λόγους, και είσαι σίγουρη ότι κανείς απ’ όσους τό ’ζησαν δεν τό ’ζησαν σαν ένα απλό προθάλαμο τού κοσμοϊστορικού (που θα ’ταν μια αλλαγή πλέον ταυτόχρονα και στον πρώτο και στον δεύτερο αριθμό τής τετράδας, πράγμα πού ’χε συμβεί άλλη μία φορά, είπαμε, μονάχα στον πλανήτη – κει πέρα στο μεσαιωνικό (κι ωραίο) 1000 – και είναι τόσο μακριά μας τώρα αυτοί που καλά–καλά δεν έχουμε ιδέα πώς σκεφτόντουσαν (κάτι αφέλειες περί δευτέρας παρουσίας, ή περί γενικής κατάρρευσης τού ιντερνέτ, δεν λογαριάζονται, μιλάμε για τούς σοβαρούς ανθρώπους –)

   για να μην πω και για τούς μήνες – και συγγράψω σύγγραμμα : εγώ πάντως αυτές τίς λεπτομέρειες τού χρόνου μόνο με χώρους τούς συνδύαζα, ή με άλλα πράγματα πάντως : επομένως έκανα αιώνες για ν’ αρχίσω να θυμάμαι έναν φλεβάρη – πάντοτε τόν ανακαλούσα μέσω τών εφημερίδων ότι αυτές τόν θυμόντουσαν επειδή εκείνη τήν ημέρα πέθανε μια ηθοποιός και οι εφημερίδες ως συνήθως τήν μνημόνευαν : στις τόσες τού φλεβάρη επομένως, ναι : χαμένα, όλα. (Τήν τραγωδό μονίμως θα τήν μνημονεύουν – και θα διευκολύνουνε κι εμένα να θυμάμαι τ’ άλλα τά δικά μας : γιατί ποτέ τήν ώρα που τό κάνεις κάτι δεν κρατάς τήν ώρα τήν ημέρα και τούς αριθμούς τού τετραψήφιου). Πρόσεξα όμως κάτι ενδιαφέρον – και αυτό τό πρόσεξα με τόν καιρό : οι πιο σημαντικοί ας πούμε άνθρωποι έζησαν με τό ένα πόδι σ’ ένα νούμερο (για τόν 2ο αριθμό μιλάμε τώρα) και με τό άλλο σ’ άλλο : άλλαζαν οι αιώνες δηλαδή στο μέσο τής ζωής τους : κι ο κλάϊστ είχε τό προσόν να γεννηθεί σε ομοιόμορφο εντελώς νούμερο : 3 εφτάρια στη σειρά : τό πρόσεξε άραγε; τού άρεσε καθόλου; Πάντως είμαι απολύτως, πλέον, σίγουρη ότι καμία σημασία δεν έδωσε στην τελική ημερομηνία που όλα θα τά πάγωνε : στα απαυτά του ποια ημερομηνία σχηματίστηκε όταν με τήν εριέττα πήραν τήν απόφαση : και επομένως και στα απαυτά του παρομοίως αν είναι φέτος η επέτειος τών διακοσίων ή δεν είναι –

   (μ’ αρέσει βέβαια να σκέφτομαι τήν εποχή που ο αριθμός δεν θα ’ναι μόνο τετραψήφιος, αλλά είναι τόσο φοβερό αυτό που δεν μπορείς να πεις πολλά πέρα από ένα : αν ζει ο πλανήτης ο κακόμοιρος ώς τότε – κι αν τά έργα που ’γιναν (ώς τότε) θα έχουνε εντωμεταξύ όλα διασωθεί – ίσως με άλλους μόνο τρόπους : φαντάζομαι ότι αν έχει εξακολουθήσει ο πλανήτης πάντως να υφίσταται, θα έχουν γίνει εξυπνότεροι ας πούμε όλοι, ώστε δεν θα υπάρχει προβληματισμός στα χρόνια τού 9999 για τήν επόμενη χρονιά που όλα θα ’ναι πενταψήφια και θα αρχίζουν (πάλι) από 1 : 10000 και 10001 δηλαδή, χωρίς τήν αγωνία πλέον (καμιανής) κατάρρευσης)

   άσε που δεν μπορεί να έχεις και ασφαλή ιδέα για τό αν θα μετράνε ακόμα όλοι με τόν ίδιο τρόπο τότε – μπορεί να ’χει προκύψει δηλαδή θέλω να πω απόφαση νεότερη για κάποια σπουδαιότερη (μπορεί και τετραψήφια, μπορεί και πενταψήφια) χρονολογία ή θάνατο και γέννηση

.

(από τό ανέκδοτο μυθιστόρημα «μέρες τοπίου»)

.

.

μερικά τεύχη τού περιοδικού «σημειώσεις» υπάρχουν εδώ

για τόν κλάϊστ άλλα εδώ, εδώ, εδώ, κι εδώ

.

.

.      .      

.

η ζωγραφική από εδώ και εδώ

.

.

.

27 Νοεμβρίου 2011

κλάϊστ κλασικά εικονογραφημένα

 

.

.

.

 

.

.

   είχα κλείσει τήν προηγούμενη ανάρτηση με λίγα λόγια για τόν μίχαελ κολχάας λέγοντας, συνοπτικά ίσως μεν, και αποφθεγματικά βεβαίως δε, ότι είναι ένα έργο που αποτελεί τή συστηματική παρακολούθηση τής ανάδυσης μιας αναρχικής συνείδησης : αφού ο ήρωας από ήσυχος και καθωσπρέπει αστός φτάνει στο τέλος, με τίς συσσωρευόμενες αδικίες εναντίον του, να γίνει επαναστάτης, συνωμότης, και ό,τι θα περιγραφότανε σήμερα ως κανονικός τρομοκράτης – και προσθέτοντας ότι η μεγαλύτερη αξία τής νουβέλας είναι πως πρόκειται πάντως για έργο τού χάϊνριχ φον κλάϊστ, γραμμένο δηλαδή με τόν ανεπανάληπτο μοναδικό και δύσκολο πιθανόν αρχικά να κατανοηθεί τρόπο του

   γι’ αυτό και πίστευα άλλωστε ότι οι μεταφορές τών έργων τού κλάϊστ στον κινηματογράφο έχουν ακόμη περισσότερες δυσκολίες απ’ όσες θα είχαν (και έχουν) κανονικά όλα τά έργα πεζογραφίας όταν πάνε να μεταφερθούν σε μια άλλη γλώσσα – και μάλιστα σε μια γλώσσα όπως η κινηματογραφική που τό έχει παράδοση να καταφεύγει στις ευκολίες και τίς υπεραπλουστεύσεις (καταστρέφοντας τίς περισσότερες φορές, όπως λέει και τό μπλουζάκι παραπάνω, τό βιβλίο)

   εντούτοις ένα σχόλιο τής katabran μ’ έκανε να ψάξω στο γιουτούμπ για μεταφορές στο σινεμά αυτού ειδικά τού έργου : βρέθηκαν λοιπόν παντός είδους εικονογραφήσεις – ακόμα και κινούμενα σχέδια, ακόμα και συγκροτήματα ροκ με τό όνομα αυτού τού εξεγερμένου τού 16ου αιώνα (που εκτελέστηκε φριχτά (και παραδειγματικά) στον τροχό (από αυτήν τήν πραγματική ιστορία πήρε ο κλάϊστ τήν υπόθεση))

   έτσι λέω σήμερα, ως συνέχεια τών αναρτήσεων για τή 200η επέτειο τής κλαϊστικής διπλής αυτοκτονίας να μεταφέρω και εδώ μερικές από τίς μεταφορές

   τό ποστ αυτό αφιερώνεται βέβαια (δικαιωματικά) στην katabran

.

.

.

για όσους τυχόν θέλουν να ρίξουν μια ματιά : michael kohlhaas τό κείμενο στα γερμανικά

άλλα εδωμέσα για τόν κλάϊστ : παλιότερο, πρόσφατο 1, πρόσφατο 2

.

.

.

 

.

.

.

 

21 Νοεμβρίου 2011

ανάμεσα σε μοναχικούς λύκους ( : δευτερεύον σχεδιάγραμμα και αριθμοί)

    

.

.

                              jacob reinhold lenz 1751 – 1792 / friedrich hölderlin 1770 – 1843 / heinrich von kleist 1777 – 1811 / georg büchner 1813 – 1837 / sigmund freud 1856 – 1939

 

   εξαιτίας τής επετείου του (τόν μήνα όλον, αλλά και ειδικά σήμερα) θα ’πρεπε, θα ’λεγε ένας λογικός άνθρωπος, να διαβάζω μόνο κλάϊστ – αλλά ποτέ δεν γίνονται τά πράγματα ακριβώς όπως είναι λογικά : επειδή έλεγα λοιπόν σ’ ένα προηγούμενο ότι πήρα μαζί μου στις διακοπές τόν lenz τού γκέοργκ μπύχνερ κι ότι δεν τόν τέλειωσα, κι ότι τόν είχα αρχίσει κι αφήσει στη μέση πολλές φορές, πρέπει μάλλον να συμπληρώσω τώρα ότι τελικά τά κατάφερα… Δεν είναι και κανένα μεγάλο βιβλίο (πενήντα σελίδες είναι όλο κι όλο) έχει μάλιστα τήν σπάνια τύχη να κυκλοφορεί τώρα μεταφρασμένο ταυτόχρονα από πολλούς εκδότες – εγώ είχα τήν έκδοση τής άγρας που είναι μάλλον η καλύτερη (και περιέχει κι ένα σωρό άλλα κείμενα) (και η μετάφραση μού φάνηκε πολύ καλή πραγματικά) : λοιπόν επιτέλους τόν διάβασα ολόκληρον – και κατάλαβα πολύ καλά όταν τέλειωσα τό βιβλίο, τί ήταν αυτό που μέ απωθούσε στο διάβασμα 

   πρόκειται για ένα καταπληκτικό διήγημα, είναι όμως ίσως τό πιο ζοφερό έργο που υπάρχει – ή τουλάχιστον που έχω εγώ υπόψη : ουσιαστικά πρόκειται για τήν περιγραφή μερικών ημερών σχιζοφρένειας – αλλά δεν είναι βέβαια αυτή η βασική του αξία. Ο μπύχνερ καταφέρνει να είναι μέσα κι έξω από τόν ίδιον τόν λεντς διαδοχικά ή ταυτόχρονα, κι αυτό τό ή είναι τελείως διαφορετικό από ένα και : δεν καταλαβαίνεις αμέσως πότε βλέπει από μακριά τήν υπόθεση, και πότε μπαίνει εντελώς μέσα στον ήρωα, κι αυτό τό πράγμα, πέρα από τήν έκπληξη που σού δημιουργεί στην αμέσως επόμενη πρόταση, έχει μια βαθύτερη λειτουργία – που ξεπερνάει τά όρια τής καλλιτεχνικής ικανότητας, και γίνεται κάτι παραπάνω : μια ομολογία πίστης, ένα ουσιαστικά ψυχολογικό μανιφέστο, εκ παραλλήλου με μια επιθετική ποιητική : θα χρειαζόταν μια κανονική πραγματεία για να εξηγήσει δηλαδή κανείς τήν άποψη ότι ανάμεσα στον κανονικό άνθρωπο και τόν τρελό, οι διαφορές μπορεί να είναι και ζήτημα οπτικής, ή να οφείλονται στις μεταλλαγές τού φωτός, ή τήν κατακόρυφη άνοδο ενός ήχου : ο μπύχνερ διαπράττει τό μανιφέστο αντί να τό γράφει

   και ξαφνικά, όταν κοίταξα τό βιογραφικό του διαπίστωσα ότι στη βιοποριστική του ζωή ήταν γιατρός. Σκέφτηκα τότε αν τόν ήξερε ο φρόϋντ – δεν θυμόμουνα κάτι τέτοιο – και άρχισα να ασχολούμαι με τίς χρονολογίες και τούς αριθμούς : στους συνδυασμούς τότε, ανάμεσα στον λεντς, τόν μπύχνερ, και τόν φρόϋντ, υπεισήλθε φυσικά και ο κλάϊστ και λόγω τής επετείου (είπαμε, 200 χρόνια, σήμερα ακριβώς, απ’ τήν αυτοκτονία του)

   θυμήθηκα λοιπόν (δεν τό ’χα ξεχάσει και ποτέ) ότι είχα δει μία ταινία τού νέου γερμανικού κινηματογράφου (ήταν, αν θέλετε να ξέρετε, μια εποχή που ο νέος γερμανικός κινηματογράφος ήτανε νεότερος) ενός σκηνοθέτη που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του, και η ταινία λεγότανε «λεντς» : οι προβολές και τά αφιερώματα αυτά γινόντουσαν στο ινστιτούτο γκαίτε, που τότε δεν ήτανε εκεί που είναι τώρα, αλλά σ’ ένα στενό δρομάκι, στη φειδίου : αγοράζαμε χύμα τσιγάρα «τέλειον» από τό περίπτερο στη γωνία : τό ινστιτούτο ήτανε σε μια παλιά στενή πολυκατοικία δίπλα σε άλλες παλιές στενές πολυκατοικίες, και η αίθουσα προβολών ήταν μικρή. Καθόμασταν σε κάτι ελαφρές πάνινες πολυθρόνες και μπροστά από τήν οθόνη στήναν ένα τραπέζι με τούς ομιλητές. Μια φορά είδα έναν ψηλό γκριζομάλλη γερμανό κύριο με χρυσά γυαλάκια να στέκεται όρθιος (πριν τήν προβολή) μπροστά στον μπροστινό μου καθήμενο και να ’χουνε μία κουβέντα. (Ο ψηλός κύριος (ακουγόταν ότι) ήταν ο διευθυντής τού ινστιτούτου, και ήταν συμπαθέστατος – στη μεταπολίτευση γράφτηκαν διάφορα, ότι ήταν αριστερός κι ότι είχε κινδυνέψει ο ίδιος) : κοιτούσε τόν έλληνα χαμογελαστά (ελληνικά μιλούσανε) και στο τέλος τού είπε πονηρά : «Όπως τό λέει κι ο αντόρνο» : Αμέσως μού γεννήθηκε μια εντύπωση και είπα από μέσα μου : Αυτός ο αντόρνο πρέπει να ’ναι μεγάλος επαναστάτης, έτσι που τό λέει αυτός. Πρέπει να τόν βρω. (Τόν βρήκα πολύ αργότερα). Κάποιες φορές οι προβολές απειλήθηκαν ή διαλύθηκαν από τήν ασφάλεια, αλλά πολλές φορές επίσης έγιναν κανονικά. Θυμάμαι από αυτήν τήν ταινία μία σκηνή : Ένας ξυλοκόπος με σκουφί μυτερό, σ’ ένα χιονισμένο δάσος, κόβει ξύλα μ’ ένα τσεκούρι τραγουδώντας με οξεία φωνή κάτι ρυθμικό. Αλλά τό πιο συνταρακτικό είναι ότι, σ’ αυτήν τήν ταινία ειδικά, κάποιος αποχώρησε απ’ τά πίσω καθίσματα φωνάζοντας «Α, α, α». Δεν γυρίσαμε να δούμε ποιος είναι, αλλά μού ’κανε μεγάλη εντύπωση ότι κάποιος δεν άντεξε τήν ταινία. Τί πρόβλημα είχε; Μήπως ήταν επιδειξιομανής;

   εμένα απ’ αυτήν τήν ταινία και μετά μού έμεινε απλώς η ακλόνητη πίστη ότι υπάρχουνε στην γερμανία πολλοί λεντς. Μέχρι πρότινος δεν έχω μπορέσει να τήν χάσω αυτήν τήν πεποίθηση : Ότι υπάρχει δηλαδή κάποιος μυστήριος ποιητής, ότι υπάρχει ένα έργο κάποιου μυστήριου συγγραφέα, κι ότι υπάρχει κι άλλος ένας ανάμεσά τους, και πέρα απ’ αυτούς. Κι ίσως να υπάρχει κι ένας τέταρτος –
    (δεν εννοείται καθόλου εδώ, τό καταλάβατε, ότι μπορεί να μετράω και κάποιον άλλον μ’ αυτό τό επώνυμο) 

   άρχισα λοιπόν να τά συγκροτώ, μετά τήν ανάγνωση, όλα λογικά, και έψαξα και τίς χρονολογίες :

   τά πράγματα λοιπόν έχουν ως εξής :

   ο λεντς γεννήθηκε πριν απ’ όλους – τό 1751, 26 χρόνια πριν γεννηθεί ο κλάϊστ, και πέθανε τό 1792, όταν ο κλάϊστ ήταν 15 χρονών, και 19 χρόνια πριν τήν αυτοκτονία του. Έζησε όμως ο λεντς 41 χρόνια, δηλαδή 7 χρόνια περισσότερα από τόν κλάϊστ, που έζησε μόνο 34. Όμως λιγότερα χρόνια κι απ’ τούς δύο έζησε ο μπύχνερ που πέθανε ξαφνικά μάλλον από τύφο στα 24, τό 1837 – ο μπύχνερ που είχε γεννηθεί 2 χρόνια μετά τόν θάνατο τού κλάϊστ, και πέθανε 35 χρόνια μετά τόν θάνατο τού λεντς. Είχε επομένως γεννηθεί 21 ολόκληρα χρόνια μετά τόν θάνατο αυτού για τόν οποίο θα έγραφε λες και τόν ήξερε απέξω κι ανακατωτά

   ο λεντς δεν έζησε μόνο περισσότερο από τούς άλλους – κοντά τά διπλάσια από τόν συγγραφέα του μάλιστα – αλλά υπήρξε και διασημότερος και πιο πετυχημένος κατά κάποιον τρόπο απ’ όλους τούς άλλους εν ζωή. Υπήρξε στενός φίλος τού γκαίτε (ο οποίος, ως μέγας δημοσιοσχεσίτης και μηχανορράφος είχε κυκλώματα και κλίκες – και με τόν οποίο τσακώθηκαν αργότερα) ενώ υπήρξε ουσιαστικά και αναγνωρισμένος πρωτοπόρος ενός σπουδαίου κινήματος στη γερμανία, που ονομάστηκε «θύελλα και ορμή» : τά έργα του είχαν γενικά επιτυχία. Με τό χτύπημα τής σχιζοφρένειας  ξεχάστηκε ελαφρώς αλλά όχι από όλους. Βρέθηκε για άγνωστους λόγους (πιθανώς δεν τούς ήξερε δηλαδή ούτε ο ίδιος) στη ρωσία, πέθανε άγνωστος από άγνωστη αιτία στη μόσχα, και έχει ταφεί σε άγνωστο μέρος

   και οι τρεις πάντως σπούδασαν – και έκαναν (λίγο ή πολύ) καριέρα καταρχάς – σ’ αυτό που ήθελε ο πατέρας τους και απαιτούσε η οικογένεια : ο λεντς θεολογία, ο κλάϊστ στρατιωτικός, ο μπύχνερ γιατρός. Αλλά και οι τρεις ασχολήθηκαν μετά με τήν φιλοσοφία. (Βέβαια, γράφοντάς τα αυτά, έχω έναν πειρασμό ν’ ασχοληθώ και μ’ έναν άλλον «τρελό», τόν χαίλντερλιν, αλλά δεν μπορώ, γιατί γι’ αυτόν πρέπει μάλλον να γράψω πάρα πολλά μια που τόν αγάπησα πρώτον απ’ όλους : και δεν νομίζω ότι είμαι τώρα σε θέση. Βρίσκονται όμως κοντά χρονολογικά όλοι μαζί, και ο χαίλντερλιν κυριολεκτικά τούς έθαψε όλους, ζώντας μέχρι τά 73, δηλαδή ολόκληρα 40 χρόνια τρελός, όπως δηλαδή ακριβώς περίπου και ο «δικός μας» χαλεπάς – μόνο που ο χαλεπάς έκανε τό σπουδαιότερο έργο του στη «μεταλογική» του περίοδο – ή ας πούμε μετά τήν τρέλα – ενώ ο χαίλντερλιν από μια άποψη κυρίως πριν ( : αν και τά κείμενά του μετά τήν λογική έχουν μια (και όχι μόνο ποιητική) βαρύτητα που ακόμα δεν έχει ούτε μελετηθεί ούτε αναλυθεί ούτε ταξινομηθεί πλήρως)). Η φιλοσοφία λοιπόν έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή ολονών – ο λεντς ασχολήθηκε με τόν καντ τού οποίου παρακολούθησε μαθήματα λογικής (ακριβώς), ο δε κλάϊστ πέρασε στη ζωή του μια περίοδο που ονομάστηκε «καντιανή κρίση». Ο χαίλντερλιν απ’ τήν άλλη ήταν φίλος με τόν χέγκελ με τόν οποίο μοιράζονταν και τό ίδιο δωμάτιο σαν φοιτητές, δεν έπαψε δε να τόν αγαπάει ποτέ : Είναι γνωστό τό γράμμα που τού ’γραψε, μεγάλος πια, λέγοντάς του «ήσουν ο καλός μου άγγελος». Ο μπύχνερ διάβαζε μπαμπέφ, και άλλους ουτοπικούς σοσιαλιστές – αλλά αυτός είχε και παράνομη πολιτική δράση (ένας φίλος του πέθανε στη φυλακή από τά φριχτά βασανιστήρια τής γερμανικής αστυνομίας) : όταν κυνηγούσε και τόν ίδιον η ασφάλεια, εκδόθηκε εναντίον του επίσημο ένταλμα σύλληψης, δηλαδή τόν επικήρυξαν : τή γλίτωσε φεύγοντας για τό στρασβούργο (κατά σύμπτωση στα μέρη αυτά, τήν αλσατία δηλαδή, έγινε και η  περιπλάνηση τού λεντς – που θα άρχιζε άλλωστε να απασχολεί τόν μπύχνερ συγγραφικά τήν ίδια ακριβώς περίοδο)

.

    καταζητείται : γκέοργκ μπύχνερ,
    φοιτητής, ετών 21, γκρίζα μάτια, ξανθά μαλλιά φρύδια και μουστάκι, μικρό στόμα,
. . . . . .       . . . . . .       . . . . . .    . . . . . .       . . . . . .     χαρακτηριστικά ιδιαίτερα : μύωψ
. . 13 ιουνίου 1835

.

.

   ο φρόϋντ τώρα έδωσε μεγάλη σημασία σε δύο κυρίως βιβλία στη ζωή του, και κανένα απ’ τά δύο δεν ήταν ο λεντς τού μπύχνερ (και ούτε μελέτησε, απ’ όσο ξέρω, τήν επίπτωση τών βίαιων ερωτικών καταστολών στη ζωή και τού λεντς και τού χαίλντερλιν – σε συνδυασμό μάλιστα με προηγηθείσες θεολογικές σπουδές) : τό ένα βιβλίο ήταν η γνωστή gradiva, και τό άλλο ο πρόεδρος σρέμπερ (δηλαδή daniel paul schreber «τά απομνημονεύματα ενός νευρασθενούς»). Θα ’πρεπε τώρα να κάτσω να ψάξω, αλλά βαριέμαι, αν ο φρόϋντ έχει κάπου γενικά αναφορά στον λεντς και τόν μπύχνερ – ή και τόν χαίλντερλιν. Πάντως δεν μπορεί να τά περιμένει κανείς όλα απ’ όλους. Αυτό που έχει όμως μια σημασία είναι ότι τό καλλιτεχνικό κριτήριο τού φρόϋντ είναι από ασήμαντο έως ανύπαρκτο – ή μάλλον μπερδεύει τήν τέχνη με τήν χρησιμότητά της στη δουλειά του : η «gradiva» είναι ένα ασήμαντο λογοτέχνημα, ο δε «πρόεδρος σρέμπερ» δεν είναι καθόλου λογοτέχνημα – εξαυτού όμως είναι και πιο ενδιαφέρον – και, θα έλεγα προσωπικά – και πιο καλογραμμένο : (ο «πρόεδρος σρέμπερ» μόνο πρόεδρος δεν ήτανε – πρόεδρο τόν έλεγε ο φρόϋντ για να δείξει τό πόσο τόν εκτιμούσε : ήταν ένας δικαστικός που μελέτησε με υπομονή και σχολαστικισμό αξιοθαύμαστο τήν ίδια του τή σχιζοφρένεια (τό βιβλίο είναι ογκώδες). Ο φρόϋντ έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου στις καθιερωμένες συγκεντρώσεις τους τών ψυχαναλυτών ότι πρόεδρός τους έπρεπε να ’ναι ακριβώς αυτός ο σρέμπερ –)

   όταν κάνει κάποιος τήν αρχή, είναι πολύ εύκολο όλοι οι άλλοι μετά να αλωνίζουνε – έτσι μπορώ εγώ να λέω τώρα, ας πούμε, ότι θα ήταν πολύ καλύτερο (και σωστότερο) να είχε ασχοληθεί (τουλάχιστον επίσης) και με τόν λεντς τού μπύχνερ

   διότι ο φρόϋντ, για να ξαναπάμε στις χρονολογίες, είναι μεταγενέστερος όλων, και γι’ αυτό τυπικά πρέπει να τούς ήξερε όλους αυτούς (που έγραψαν και στη γλώσσα του) : και τόν χαίλντερλιν φυσικά

   (μερικές χρονολογίες ακόμα, με τήν ευκαιρία) :

   ο χαίλντερλιν γεννήθηκε περίπου είκοσι χρόνια μετά τή γέννηση τού λεντς (19 για τήν ακρίβεια : lenz 1751 – hölderlin 1770) και εφτά χρόνια πριν τόν κλάϊστ (εκείνος είχε τά τρία εφτάρια 1777 στη γέννησή του), αλλά, μολονότι ο λεντς έζησε περισσότερο απ’ τούς άλλους δύο (είπαμε, ώς τά 41 του) ο χαίλντερλιν (όπως επίσης είπαμε) τούς ξεπέρασε κατά πολύ σε μακροβιότητα : πέθανε τό 1843, δηλαδή 30 χρόνια ακριβώς μετά τή γέννηση τού μπύχνερ, και 6 χρόνια μετά τόν θάνατό του : έζησε εν ολίγοις 73 χρόνια – και τό «εν ολίγοις» εδώ δεν είναι σχήμα λόγου : αφορά τήν πραγματική ας πούμε ουσία τής βιαίως στερημένης θλιμμένης και μοναχικής ζωής του

   αριθμητικά με αιώνες τώρα : 

   ο χαίλντερλιν και ο κλάϊστ γεννιώνται στον 18ο αιώνα και πεθαίνουν στον 19ο (ο μόνος που έζησε και πέθανε στον 18ο αιώνα είναι ο λεντς) : ο κλάϊστ ζει 11 χρόνια στον 19ο και ο χαίλντερλιν 43. Ο φρόϋντ μαζί με τόν μπύχνερ είναι οι μόνοι που γεννιώνται μέσα στον 19ο αιώνα και ο φρόϋντ ο μόνος που πεθαίνει στον 20ο – και ζει και περισσότερο απ’ όλους, ώς τά 83 του. Μια που είναι έτσι πιο κοντά στον μπύχνερ, και ήταν και οι δύο γιατροί, αξίζει μια σύγκριση τών χρονολογιών αυτών τών δύο : ο φρόϋντ γεννιέται 43 χρόνια μετά τόν μπύχνερ και πεθαίνει σχεδόν 100 χρόνια (+2) μετά τόν θάνατό του

   η σημασία τού «λεντς» για τόν φρόϋντ έπρεπε να είναι τεράστια – και βάζω τόν λεντς εδώ σε εισαγωγικά, γιατί δεν εννοώ τό πραγματικό πρόσωπο απλώς, αλλά τό έργο τού μπύχνερ. Βέβαια, και τό πραγματικό πρόσωπο θα μπορούσε να τό μελετήσει ο φρόϋντ, γιατί ο μπύχνερ βασίστηκε  στα απομνημονεύματα ενός ανθρώπου που είχε ζήσει τόν λεντς από κοντά (ο πάστορας όμπερλιν). Αυτό που έχει για μένα μεγάλη σημασία είναι ότι και ο λεντς και ο χαίλντερλιν (δηλαδή οι δύο «τρελοί») αναγκάζονται απ’ τήν οικογένεια να σπουδάσουν θεολογία, και ένας ματαιωμένος έρωτας υπάρχει στη ζωή και τών δύο (τού χαίλντερλιν κατεξοχήν σημαντικός, και με ανταπόκριση, αλλά με μία παντρεμμένη)

   τελειώνοντας ας αφήσω τελειωτικά τούς αριθμούς :

   αυτό που κάνει τόν λέντς τού μπύχνερ μεγάλο έργο κατά τή γνώμη μου είναι ότι είναι ξερό, δεν έχει συναισθηματολογίες, δεν έχει αναδρομές στο παρελθόν και δικαιολογίες, δεν έχει τύψεις, και δεν ασχολείται με τό μέλλον : ο μπύχνερ μάς κρατάει διά τής βίας σκυμμένους να βλέπουμε μέσα από ένα μικροσκόπιο τήν περιορισμένη φάση μιας κρίσης, τίποτ’ άλλο : σα βασανιστής (δεν είναι τυχαίο ότι τήν ίδια εποχή νιώθει ο ίδιος τούς βασανιστές τής γερμανικής αστυνομίας να τρέχουν από πίσω του) μάς βυθίζει μέσα σ’ αυτές τίς μέρες που κράτησε η κρίση τής σχιζοφρένειας στα βουνά τής αλσατίας και στο σπίτι τού πάστορα όμπερλιν – η περιγραφή τού τοπίου είναι εσωτερική, όλα είναι εσωτερικά, ο μπύχνερ αγνοεί πλήρως οποιαδήποτε αντικειμενικότητα, και έτσι καταφέρνει να μάς πείσει πως αυτό με τό οποίο ασχολείται είναι αντικειμενικό – τό κάνει δικό του για να μάς πείσει ότι δεν είναι μόνο δικό του 

   εδώ ακριβώς όμως βλέπω επίσης τώρα και άλλα – άλλα που δεν τά ’χα σκεφτεί από τήν αρχή, για να επαληθευτεί έτσι, για άλλη μία φορά, εκείνο τό δοκίμιο τού κλάϊστ για τό «πώς οι σκέψεις διαμορφώνονται σταδιακά κατά τή διάρκεια τής ομιλίας» : ότι υπάρχει δηλαδή μια συγγένεια, μια υπόγεια και υπονομευτική ομοιότητα, ανάμεσα στον λεντς τού μπύχνερ και στον μίχαελ κολχάας τού κλάϊστ :

   είπαμε ότι ο κλάϊστ έχει προηγηθεί κατά πολύ τού μπύχνερ, και βέβαια ο μπύχνερ λογικά πρέπει να τόν ξέρει – οι χρονολογίες βοηθάνε εδώ : ο κλάϊστ αυτοκτονεί τό 1811 και ο μπύχνερ γεννιέται 2 χρόνια αργότερα, τό 1813 : επομένως όταν ο μπύχνερ είναι 22 ας πούμε χρονών (γύρω στο ’35 που κάνει τή στροφή του από τήν πολιτική δράση προς τή λογοτεχνία) τό μεγαλύτερο μέρος τού έργου τού κλάϊστ έχει εκδοθεί (ο μίχαελ κολχάας σίγουρα : εκδόθηκε τό 1810, ένα χρόνο πριν τήν αυτοκτονία (παρεμπιπτόντως να πω ότι ο κάφκα, ο οποίος έχει ομολογήσει σαφή και καθαρή επίδραση τού έργου τού κλάϊστ πάνω στο δικό του, αφιέρωσε τή μία από τίς μοναδικές δύο δημόσιες εμφανίσεις του στο να διαβάζει σελίδες από τόν μίχαελ κολχάας)) – ο κλάϊστ λοιπόν εν ζωή, αν και τόν πρήξανε οι καταστάσεις στη γερμανία, η βλακεία τών συγχρόνων του, η μικρόνοια τών κριτικών, τού γκαίτε, και οι διάφορες κλίκες (ο πρίγκηπας τού χόμπουργκ δεν βρήκε θέατρο ν’ ανέβη στη σκηνή, ως έργο αντεθνικό) εντούτοις είχε ήδη εκδόσει τά θεατρικά και τά πεζά του, είχε γράψει δοκίμια, είχε αρθρογραφήσει, ήταν αρκετά γνωστός δηλαδή και είχε κάνει έναν σχετικό θόρυβο με τό έργο του – και βέβαια μετά τή σκανδαλώδη διπλή αυτοκτονία με τήν εριέττα ο θόρυβος μεγάλωσε – σίγουρα λοιπόν τό έργο του θα συνέχιζε και δυο δεκαετίες μετά τόν θάνατό του να είναι γνωστό σε κύκλους νέων, τουλάχιστον ως μια επιθετική αβανγκάρντ (υπάρχει πάντα στα γερμανικά ο χαρακτηρισμός τού κλάϊστ ως «ο πρώτος μοντέρνος άνθρωπος τής γερμανίας»)

   σκέφτομαι λοιπόν τώρα : ο μίχαελ κολχάας είναι ένα έργο που, με τόν βαθύ και ασυμβίβαστο τρόπο τού κλάϊστ, αποτελεί από μια άποψη τήν συστηματική παρακολούθηση τής ανάδυσης μιας αναρχικής συνείδησης : ο ήρωας φτάνει στο τέλος να γίνει επαναστάτης, συνωμότης, και ό,τι θα περιγραφότανε σήμερα ως κανονικός τρομοκράτης : φυσικά η μεγαλύτερη αξία τού έργου είναι ότι πρόκειται ακριβώς για έργο τού κλάϊστ – γραμμένο με τόν ανεπανάληπτο και ακατανόητο φαινομενικά τρόπο του. Οι ομοιότητες λοιπόν ανάμεσα στην παρακολούθηση μιας αναδυόμενης σχιζοφρένειας, και στην παρακολούθηση τών αδικιών που μετατρέπουν τόν αστό σε επαναστάτη μοιάζουν ακριβώς γιατί δεν μοιάζουν – μοιάζουν, ακριβώς επειδή φαινομενικά είναι αντίθετες : όσο ο μπύχνερ βαδίζει μες στην ομίχλη τού διχασμού του ως αφηγητή, κι αρνείται επιθετικά να ξεκαθαρίσει πότε είναι απέξω, και πότε είναι ο ίδιος τρελός, τόσο ο κλάϊστ τυλίγεται με τήν ειρωνική αντικειμενικότητα που μόνο αυτός ξέρει να υπονομεύει : χρησιμοποιώντας όχι μόνο τίς λέξεις ή τό ανήλεο χτίσιμο τών προτάσεων, αλλά και τήν ίδια τή στίξη – ειδικά στον μίχαελ κολχάας η στίξη παίζει τόν ρόλο τού από μηχανής θεού, λέει όσα πρέπει να ειπωθούν αμίλητα, κρυμμένα : ταυτίζει τήν ανάσα τού αφηγητή με τό λαχάνιασμα τού ήρωα, μ’ έναν τρόπο τόσο πιο ανήλεο επειδή είναι τελείως υπόκωφος : σαν τό αμίλητο χτύπημα τής παλάμης στο τοίχωμα τής φυλακής

   σταματάω εδώ για σήμερα. Ξεκίνησα να γράψω για μεμονωμένους λύκους και τελικά πήραν όλοι μαζί μορφή παρέας, ακόμα και με τή βοήθεια τών αριθμών : όμως τέτοια σύνολα μοναχικών δεν αποτελούν τελικά παρά σπηλιές αυτονομίας. Δεν νομίζω επομένως ότι σε μια κλαϊστική επέτειο μού βγήκε τυχαία τό κείμενο να ασχολείται με μια ομάδα αντί για ένα μόνο άτομο : Είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μου η πεποίθηση ότι στην καλλιτεχνική διαδικασία η έννοια τού ατόμου είναι ξεκάθαρη μαζί και θαμπή – αυτονόητη και ακατανόητη μαζί. Ο κλάϊστ τό έδειξε αυτό ακόμα και με τόν θάνατό του, που τόν διάλεξε να είναι, τουλάχιστον, διπλός : η εριέττα αποτελούσε γι’ αυτόν, όπως τής έγραψε κάποτε «τόν δεύτερο, και καλύτερο, εαυτό του». Αυτός ο μοναδικός ήξερε να διχάζεται χωρίς να διαλύεται, μπορούσε (και δεν τό φοβόταν) να γίνει όλοι

   γιατί στο τέλος ένας λύκος δεν αυτοκτονεί από παραίτηση αλλά από περηφάνεια : αυτή είναι και τό τελευταίο καρφί στο πλαίσιο που θα σταθεροποιήσει, στον χρόνο,  τό ουρλιαχτό του.

.

 

(άλλα εδωμέσα για τόν κλάϊστ : παλιότερο, πρόσφατο

.

.

.

6 Νοεμβρίου 2011

heinrich von kleist ( + henriette vogel) 1811 – 2011 : (τά διακόσια χρόνια ενός διπλού θάνατου)

  

 

      τόν μήνα αυτόν (και ειδικά στις 21 νοεμβρίου) είναι η επέτειος τού θανάτου τού χάϊνριχ φον κλάϊστ – και δεν τόν αναφέρω ως διπλόν μόνο και μόνο επειδή αυτοκτόνησε μαζί με τήν εριέτα φόγκελ : με τούς (υστερόβουλους ασφαλώς) υπολογισμούς μου, πεθαίνοντας μέ στέρησε (εμένα τουλάχιστον, για να μην πω για τούς (πολλούς, σε όλον τόν κόσμο) άλλους) κι από τό έργο που θα έκανε αν δεχόταν να ζήσει λίγο ακόμα… Αλλά αυτά είναι κακοί υπολογισμοί, ασφαλώς : δεν άντεχε άλλο – η πατρίδα του τόν είχε πρήξει και φτύσει επαρκώς…

.

.

   1 τόν μήνα λοιπόν που είχαν αποφασίσει για τήν τελική σκηνή (και που θα έκανε τίς ημερομηνίες να σταματήσουν (και για τόν ίδιον και για κείνην) εντελώς και διά παντός – εκτός από τίς (ασταμάτητες ασφαλώς) ημερομηνίες που αφορούν τό εκπληκτικό, και μοναχικό, έργο του –  200 δηλαδή χρόνια πιο πριν, κι έναν όπως ετούτη τή στιγμή νοέμβρη, η εριέττα θα ’στελνε στον χάϊνριχ ένα γράμμα τόσο ωραίο αλλά και τόσο περίεργο, που δείχνει αν μη τί άλλο (εκτός από τό πόσο τόν αγαπούσε) ότι είχε εξαιρετικό ταλέντο κι η ίδια στο γράψιμο – έτσι που μάλλον θα καταλάβαινε περίφημα και τό δικό του έργο ( : άρα καλά έκανε κι αυτός από μια άποψη και «δεν ήθελε πια τίποτ’ άλλο απ’ τό να βρει έναν λάκκο για να μπεί μέσα μαζί της»)

   (τό γράμμα γράφτηκε τόν μήνα τής διπλής αυτοκτονίας αλλά δεν έχουμε τήν ακριβή ημέρα – και επειδή όλον εκείνο τόν μήνα προετοιμάζονταν και οι δύο στέλνοντας γράμματα σε συγγενείς και φίλους, μπορεί τό γράμμα να τό έστειλε η εριέττα οποιαδήποτε μέρα τού μήνα, ακόμα και τήν παραμονή τού πικνίκ στη wannsee)

   αντιγράφω λοιπόν :

.

.

      Βερολίνο, Νοέμβριος 1811

   Χάϊνριχ μου, αρμονικέ μου, παρτέρι μου από υάκινθους, αυγή μου, λυκόφως μου, γλυκέ μου ωκεανέ, αιολική μου άρπα, τριανταφυλλώνα μου, ουράνιο τόξο μου, μικρό παιδί στην αγκαλιά μου, αγαπημένη μου καρδιά, χαρά μέσα στον πόνο μου, αναγέννησή μου, λευτεριά μου, σκλαβιά μου, Σάββατό μου, χρυσό μου δισκοπότηρο, ατμόσφαιρά μου, ζέστα μου, λογισμέ μου, ποθητέ μου εκεί ψηλά κι εδώ κάτω, πολυαγαπημένο μου αμάρτημα, παρηγοριά τών ματιών μου, η πολυτιμότερη απ’ τίς έγνοιες μου, η πιο όμορφη απ’ τίς αρετές μου, καμάρι μου, προστάτη μου, συνείδησή μου, δάσος μου, λάμψη μου, κράνος μου και ξίφος μου, μεγαλοψυχία μου, δεξί μου χέρι, ουράνια σκάλα μου, Άι–Γιάννη μου, ιππότη μου, τρυφερέ μου ακόλουθε, αληθινέ μου ποιητή, κρύσταλλό μου, πηγή ζωής μου, κλαίουσα ιτιά μου, κύριέ μου κι άρχοντά μου, ελπίδα μου κι απόφασή μου, πολυαγαπημένε μου αστερισμέ, μικρέ μου χαδιάρη, απόρθητο κάστρο μου, ευτυχία μου, θάνατέ μου, πυγολαμπίδα μου, μοναξιά μου, όμορφο καράβι μου, ρεματιά μου, ανταμοιβή μου, Βέρθερέ μου, Λήθη μου, κούνια μου, θυμίαμα και μύρο μου, φωνή μου, κριτή μου, τρυφερέ μου ονειροπόλε, νοσταλγία μου, καθρέφτη μου χρυσέ, ρουμπίνι μου, αυλέ μου, αγκαθωτό στεφάνι μου, χιλιάδες θαύματά μου, δάσκαλέ μου, μαθητή μου, σ’ αγαπώ περισσότερο κι απ’ όσο μπορώ να φανταστώ. Η ψυχή μου σού ανήκει.

Εριέττα

   Υ. Γ. – Η σκιά μου τό μεσημέρι, η πηγή μου μέσα στην έρημο, η καλή μου μητέρα, η θρησκεία μου, η εσωτερική μου μουσική, φτωχέ μου άρρωστε Χάϊνριχ, αρνάκι μου πασχαλινό, τρυφερό κι άσπρο, Ουράνια Πύλη μου.

Ε.

 

      

 

   2 λέω να παραθέσω και  μερικές σκέψεις για τήν πεζογραφία του, αποσπασματικές ασφαλώς, που τίς αφιερώνω κι αυτές στη φετινή επέτειο : τής οποίας η υποδοχή στον κόσμο – και ειδικά στην γερμανία,  δικαιολογημένα βέβαια, έστω και κατόπιν εορτής – προετοιμάζεται από καιρό ( : φέτος τό καλοκαίρι μού είπαν ότι ο δήμος τού βερολίνου σχεδίασε με τήν ευκαιρία και μια σχετική βελτίωση τής κατάστασης τού τάφου (περί αυτού μπορείτε να διαβάσετε και μερικά άλλα δικά μου εδώ) :

.

   η αφηγηματική τέχνη τού κλάϊστ είναι πραγματικά μοναδική

   έχουμε να κάνουμε με ένα ύφος σκληρό σαν ατσάλι, παράφορο, στην κυριολεξία παραμορφωμένο διαστρεβλωμένο και παραφορτωμένο με υλικό – ένα ύφος συντακτικά περίπλοκο, με μεγάλες περιόδους, περιπεπλεγμένο, με μια έντονη τάση για προτάσεις τού στυλ «κατά τρόπον ώστε…» οι οποίες φτιάχνουν μια σύνταξη που από τή μια είναι αυστηρά λογική και από τήν άλλη ασθμαίνουσα μέσα στην έντασή της. Ο κλάϊστ μπορεί ν’ αφήσει έναν πλάγιο λόγο να απλωθεί σε παραπάνω από εικοσιτέσσερις γραμμές χωρίς να καταφύγει στην παραμικρή τελεία – σ’ αυτόν τόν λόγο μπορεί να συναντήσουμε ούτε λίγο ούτε πολύ δεκατρείς αναφορικές προτάσεις οι οποίες να αρχίζουν με τό αναφορικό «που» και να καταλήγουν σ’ ένα «κοντολογίς, κατά τρόπον ώστε…» πράγμα όμως τό οποίο παρ’ όλ’ αυτά δεν θα φέρει τήν πρόταση σ’ ένα τέλος, αλλά αντίθετα θα ανοίξει μία ακόμα αναφορική πρόταση! Η πρώτη φράση από τόν Σεισμό στη Χιλή από καιρό έχει καθιερωθεί σαν ένα αριστουργηματικό παράδειγμα περιεκτικού αφηγηματικού λόγου : «Στο Σαντιάγκο, πρωτεύουσα τού βασιλείου τής Χιλής, τή στιγμή ακριβώς τού μεγάλου σεισμού τού έτους 1647 κατά τόν οποίο πολλές χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τή ζωή τους, ένας νεαρός Ισπανός με τ’ όνομα Χερώνυμο Ρουγκέρα κατηγορούμενος και φυλακισμένος για κάποιο έγκλημα, στεκόταν μπρος σ’ ένα στύλο στο κελί του, με τόν σκοπό να κρεμαστεί»

   τό καθετί σ’ αυτά τά διηγήματα είναι συναρπαστικό, εκθαμβωτικό, για να μην πω συγκλονιστικό. Όντας ο ίδιος ο κλάϊστ άνθρωπος τών άκρων, θέλγεται από ασυνήθιστα θέματα και οριακές ψυχικές καταστάσεις· καμιά φορά, μάλιστα, γίνεται και βίαιος

    η γκάμα τών ιστοριών του απλώνεται από τήν εκτεταμένη νουβέλα μέχρι τό σύντομο ανέκδοτο : από τόν Μιχαήλ Κολχάας, τήν ιστορία ενός άντρα που η βλάσφημη αντίληψή του για τή δικαιοσύνη τόν ωθεί στην παρανομία και τόν εμπρησμό, μέχρι τή Ζητιάνα τού Λοκάρνο, μια ιστορία μυστηρίου στην οποία ο ένοχος φεουδάρχης, εξαγριωμένος απ’ τό φόβο, βάζει φωτιά στο ίδιο του τό σπίτι : «Εξαγριωμένος απ’ τό φόβο». Ο αναγνώστης ας σταθεί σ’ αυτή τή φράση· είναι απόλυτα χαρακτηριστική στον κλάϊστ

   κάποτε ο κλάϊστ χρησιμοποίησε τή φράση «ο πλήρης τρόμος τής μουσικής». Όταν τό διάβασα αυτό, θυμήθηκα τήν περιγραφή τής έκφρασης τού προσώπου τού τολστόϊ, όταν άκουγε σπουδαία μουσική : ήταν μια έκφραση τρόμου.

   διαβάζοντας κανείς αυτά τά διηγήματα αισθάνεται, διαδοχικά και αντιφατικά, έξαψη έκπληξη και αγωνία. Η Μαρκησία τού Ο… είναι η πρώτη νουβέλα του. Τήν έγραψε σε ηλικία εικοσιοχτώ χρονώ, τήν εποχή που ήταν υπάλληλος σε ένα κτηματολόγιο στην καινιξβέργη, λίγο μετά αφ’ ότου είχε δημοσιεύσει ανώνυμα τήν Οικογένεια Σρόφενστάϊν. Τό θέμα είναι πολύ παλιό και κατά καιρούς πολλοί τό έχουν επεξεργαστεί. Ο κλάϊστ μπορεί να τό πήρε από κάποιο κύκλο γαλλικών μύθων, μπορεί από τόν θερβάντες, μπορεί και από τόν μονταίνιο· μπορεί όμως να τό πήρε και από τή ζωή. Όπως και να ’χει, ο τρόπος που τό χειρίστηκε φέρει τήν πιο προσωπική σφραγίδα, είναι ολοφάνερα κλαϊστικός. Θα ήταν αδύνατο να χειριστεί κανείς ένα παρόμοιο θέμα με μεγαλύτερη σοβαρότητα και αξιοπρέπεια

   «και μόνο η απλή περιληπτική αναφορά στο θέμα», έγραψε (όμως) μια εφημερίδα, «συνεπάγεται τόν άμεσο εξοβελισμό από τήν καθώς πρέπει κοινωνία. Η μαρκησία μένει έγκυος χωρίς να ξέρει κανείς πώς και από ποιον. Είναι τάχα αυτό θέμα που να αξίζει τίς σελίδες ενός περιοδικού ταγμένου να υπηρετεί τήν τέχνη; Μπορείτε να φανταστείτε τί είδους λεπτομέρειες είναι υποχρεωμένος να αναφέρει ο συγγραφέας και πόσο δυσάρεστα θα ηχήσουν σε κάποια ευαίσθητα αυτιά;» Τά ευαίσθητα αυτιά, για παράδειγμα, μιας κυρίας που έγραψε στον εκδότη : «Καμιά γυναίκα δεν μπορεί να διαβάσει τήν ιστορία τής Μαρκησίας τού Ο… χωρίς να κοκκινίσει. Πού μάς οδηγούν τέτοιου είδους γραφτά;». Είναι γεγονός πως κυρίως οι γυναίκες αντέδρασαν εναντίον τού κλάϊστ. Ακόμη όμως και άντρες σοκαρίστηκαν και ψέλλισαν τίς επικρίσεις τους, απέναντι σε ένα τολμηρό αριστούργημα που ήδη από τότε είχε θεωρηθεί ένα έργο μεγάλης πνοής

   η ιδέα τού σασπένς συνδέεται στενά με τήν ίδια τήν ιδέα τής αφήγησης, και έτσι πρέπει· τό να αφηγείσαι μία ιστορία σημαίνει να δημιουργείς σασπένς, και μέρος τής τέχνης τού πεζογράφου είναι η ικανότητά του να κάνει διάφορα σκοτεινά θέματα τής ιστορίας του να φαίνονται διασκεδαστικά· μέρος τής τέχνης του είναι επίσης τό να κατορθώνει να παραμένει συναρπαστική μία πλοκή, τής οποίας τήν έκβαση καταλαβαίνει κανείς εκ τών προτέρων. Όμως τό σασπένς τού κλάϊστ είναι τελείως διαφορετικό. Οι νουβέλες του μοιάζουν περισσότερο στο ιταλικό πρότυπο – τή novella· και novella σημαίνει νέα. Αυτά τά νέα μάς τά αφηγείται με τόση ψυχρότητα και απάθεια, και με τόσο ιδιόρρυθμο τρόπο, που τό σασπένς που δημιουργούν οι ιστορίες του να μάς φαίνεται ταυτόχρονα και ξένο και οικείο μαζί, έτσι που να λειτουργεί επάνω μας απολύτως ανησυχητικά. Όλες οι αισθήσεις μας είναι συγκεχυμένες. Ο κλάϊστ έχει τόν τρόπο του να μάς βασανίζει και – εδώ είναι ο θρίαμβός του σαν καλλιτέχνη – κατορθώνει να μάς κάνει να τόν ευγνωμονούμε γι’ αυτό τό μαρτύριο.

thomas mann

.

.

.

.

η κριτική τού τόμας μαν γράφτηκε στα αγγλικά, ως πρόλογος για τήν αμερικανική έκδοση τών διηγημάτων τού κλάϊστ τό 1954

τό γράμμα τής εριέττας φόγκελ και τά αποσπάσματα από τό κείμενο τού μαν είναι σε μετάφραση θοδωρή δασκαρόλη, από τήν έκδοση heinrich von kleist / 4 νουβέλες / (η μαρκησία τού ο…, ο σεισμός στη χιλή, ο έκθετος, η αγία καικιλία ή η δύναμη τής μουσικής) / που περιέχεται μαζί με τό κείμενο τού michel tournier «kleist ή ο θάνατος ενός ποιητή» αντί προλόγου στις εκδόσεις «άγρα» 1986

[τό κείμενο αυτό τού τουρνιέ (απ’ τό οποίο παίρνω πάντα πληροφορίες) είναι πολύτιμο γιατί παραθέτει, εκτός από τά γράμματα τών ίδιων, και καταθέσεις φίλων συγγενών και  μαρτύρων από τό αρχείο τής αστυνομίας κατά τίς έρευνες ύστερα από αυτήν τήν «αυτοκτονία μετά φόνου» (ο κλάϊστ θεωρήθηκε ότι δολοφόνησε τήν εριέττα πριν αυτοκτονήσει : η μαρτυρία κάποιου φίλου για τήν πραγματική διάσταση τών γεγονότων τού κόστισε ακριβά (αυτού τού φίλου) και στην προσωπική και στην επαγγελματική του ζωή) και φυσικά η κοινωνία τής εποχής θεώρησε τό γεγονός αυτό (τής παγίωσης μιας ημερομηνίας δηλαδή με τέτοιο ηθελημένο, χαρούμενο, και αποφασισμένο τρόπο) σκανδαλώδες αποσιωπητέο και απολύτως κατακριτέο : στον κοινό τάφο (ο φίλος φρόντισε να είναι όντως κοινός) δεν μπήκε πάντως τό όνομα τής εριέττας για τό μεγαλύτερο μέρος τών διακοσίων αυτών χρόνων – προστέθηκε απλώς μια μικρή πλάκα με τ’ όνομά της μόνο πρόσφατα (δηλαδή μέσα στην τελευταία δεκαετία) – προσωπικά μού φαίνεται μάλιστα σαν πρωτοβουλία ατομική, και πάντως όχι πολύ επίσημη…]

.

.

.

.

3 έχω ήδη γράψει εδώ κάτι δικό μου για τόν κλάϊστ
αλλά σήμερα που η δικιά μας (αλλά και η δικιά του) χώρα μάς πρήζει και μάς φτύνει πάλι επαρκώς, είπα (με αφορμή μια τόσο θλιμμένη επέτειο) να βάλω κι αυτά – προσωπικά (όσοι συχνάζουν στους κήπους τό έχουν φαντάζομαι υπόψη) δεν ξέρω καλύτερο αντιφτύσιμο από τή μεριά μας πέρα από τό να ασχολούμαστε με τήν τέχνη – αυτήν που κάνει σκουπίδι τά σκουπίδια

.

.

.

.

.

.

.

.

30 Αυγούστου 2010

μέμνονα αντί για κλάϊστ και οδόντα αντί οδόντος (μια καλοκαιρινή ιστορία)

 

 

 

εκείνο τό καλοκαίρι ήμουνα μ’ έναν αμερικάνο ένα καλό κι αθώο παιδί από τή φιλαδέλφεια, μ’ αυτόν πέρασα τό μεγαλύτερο μέρος τών διακοπών, ύστερα ένα μικρό κομμάτι χρόνου ξοδεύτηκε σ’ έναν άγγλο γεμάτον τατουάζ (από κορυφής μέχρις ονύχων όμως και με τά πιο παρδαλά χρώματα και σχέδια) που δεν ήτανε καθόλου αθώο παιδί και ήτανε και κηπουρός και καμάρωνε που είχε πάει όμως σε καλό σχολείο και είχε μάθει απέξω τόν σαίξπηρ και τό βασίλειό μου για ένα άλογο (σαν να παίζαμε στον εραστή τής λαίδης τσάτερλυ μού φαινότανε ώρες–ώρες) και επιπλέον μού ’κανε και ψιλοσυζητήσεις (που αν τού ’δινα θάρρος θα γινόντουσαν ψιλοκαυγάδες) γιατί «βαφόμουνα έτσι» – είσαι με τά καλά σου ; τού λέω κι εγώ ένα βράδυ «εσύ είσαι βαμμένος από πάνω μέχρι κάτω» είπε τό περίφημο «άλλο εγώ» και μπορέσαμε να τό διαλύσουμε ησύχως. Ένα μικρό μέρος χρόνου έφαγε κι ένας αυστραλός οικοδόμος (που έκανε τήν δίχρονη περιοδεία του μαθητείας ανά τόν κόσμο) με ξανθιές μακριές κοτσίδες πολύ όμορφος, και γνώρισα θυμάμαι κι έναν βιεννέζο προλετάριο αλλά δεν μού ’μεινε τίποτα σπουδαίο απ’ αυτόν.

λοιπόν ο αμερικάνος δούλευε στο μπαρ μιας γερμανίδας στο νησί στο οποίο  εγώ βρέθηκα από παρεξήγηση σκέτη (και για ν’ αποφύγω τόν γερμανό που στα μάτια μου έμοιαζε με σκέτο χρυσάφι) δεν πήγα δηλαδή στο νησί που θα πήγαινα : και βρέθηκα σ’ αυτό τό κωλονήσι με τή σπουδαία φήμη που ’τανε γεμάτο βλάχους και άλλα ζωντανά (μια μέρα που καθόμουν στο λιμάνι πάνω σε κάτι βραχάκια και διάβαζα, είδα να ’ρχεται τρέχοντας προς τό μέρος μου μια γάτα με περίεργο ύφος, αλλά ερχόταν κατευθείαν καταπάνω μου, σα να ’χαμε ραντεβού και είχε αργήσει : μέ κοίταζε κιόλας, τήν κοίταζα κι εγώ, ώσπου δεν ήτανε πια γάτα, αλλά εξακολουθούσε να ’ρχεται, άφησα τό βιβλίο στο πλάϊ και τού λέω «φύγε γρήγορα, αμέσως» μέ κοίταξε πανέξυπνα, σκοτισμένο, κι έκανε στροφή κι εξαφανίστηκε τρέχοντας πάλι. Σαν τόν λαγό από τήν Αλίκη, αλλά καφές αυτός. Ούτε τ’ όνομά του δεν λέω) Λοιπόν, τό νησί χάλια, βρώμικο, δεν ξαναπάω ούτε να μέ πληρώνεις. Αλλά με τόν αμερικάνο κάναμε καλή παρέα, και πήγαινα να τόν δω στο μπαρ που δούλευε και που λεγόταν «memnon». Τό ’χε μια γερμανίδα που ανήκε στην κατηγορία τών αλλοδαπών που έχουν ύφος δασκαλίστικο, δήθεν φιλελληνικό, και που δεν μπορώ να τούς υποφέρω : Γενικά, δεν μπορώ τό δασκαλίστικο ύφος με τίποτα – από μικρή : Μόλις μού πει κάποιος : Τί, δεν ξέρεις αυτό ; Λέω αμέσως : Όχι, δεν τό ξέρω, – δεν πα να τό ξέρω απέξω κι ανακατωτά. Δεν χωνεύω τό δασκαλίστικο ύφος. Όχι δεν τό ξέρω κυρά μου, γιατί πρέπει να τό ξέρω ; Εξαρτάται τίποτα σημαντικό απ’ τό αν τό ξέρω ή όχι ; Από μικρή δεν χώνευα τούς ξένους, κυρίως άγγλους αλλά και γερμανούς που έρχονταν εδώ και απαγγέλανε τούς τρεις πρώτους στίχους τής οδύσσειας με ερασμιακή προφορά, και περιμένανε πώς και πώς να πούμε ότι δεν καταλάβαμε τίποτα για να κοιταχτούν μεταξύ τους, μ’ εκείνο τό ύφος που έλεγε : Είδες που στα ’λεγα ; δεν τά ξέρουν. Δεν είναι άξιοι απόγονοι. Τό γνωστό τροπάρι. Τούς σιχαίνομαι. Τούς σπάω μπουκάλι στο κεφάλι που λέει ο λόγος με κάτι τέτοια : δηλαδή τούς κοιτάω με τό πιο περιφρονητικό μου ύφος. Τό ίδιο έκανα και σ’ αυτήν : – Και γιατί «μέμνων» ; τής λέω (για τό μπαρ) – ήτανε και τελείως τρελό, εκειπέρα, που τ’ αγγλικά δίναν και παίρναν, κι αυτή με τό αρχαιοπρεπές, κι έπαιζε μόνο τζαζ (άλλη βαρεμάρα, δεν μπορώ ν’ ακούω συνέχεια τζαζ, που να συνοδεύεται κι από λεπτομερείς συζητήσεις περιδιαγραμμάτου, με χαμηλή φωνή, περί τών εκτελέσεων, τών εκτελεστών, και λοιπά. Άσε μας κυρά μου να διασκεδάσουμε, φροντιστήριο θα κάνουμε εδωμέσα νυχτιάτικα ; ) Γιατί μέμνων λοιπόν ; Τής λέω κι εγώ, επίτηδες, και περίμενα τό ύφος. Ήρθε με τά όλα του. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο μέμνων ; Όχι δεν ξέρω, λέω, μέ κοίταξε με τό ύφος όπως έπρεπε, και μέ περιφρόνησε πλήρως. Πολύ τό διασκέδασα, θα τής έσπαγα και μπουκάλι στο κεφάλι που λέει ο λόγος. Τά ’χε μ’ έναν ντόπιο μικρότερό της που καθότανε αμίλητος συνέχεια στην ίδια θέση, και κοίταζε κι αυτός περιφρονητικά τούς πάντες, αφού τά ’χε μ’ αυτήν. Μια αηδία σκέτη.

μερικές φορές ξύπναγα μες στον ύπνο μου και σκεφτόμουνα τί θα πω να τήν πειράξω – τόσο πολύ μ’ είχε τσαντίσει. Εμένα μ’ αρέσει ας πούμε από τούς γερμανούς ο κλάϊστ – σκεφτόμουνα να τής πω ένα βράδυ Τί κοιτάς έτσι μωρή, όλοι οι γερμανοί νομίζεις ξέρουνε ποια ήτανε η εριέττα φόγκελ ; (η φίλη του – αυτοκτονήσανε μαζί). Δεν τής τό ’πα φυσικά ποτέ – τσαντιζόμουνα και ξετσαντιζόμουνα, μού ’φευγε και μού ξαναρχότανε – δεν θα τήν σκεφτόμουνα για 2η φορά αν δεν δούλευε ο φίλιπ εκειπέρα, και δεν πήγαινα να τόν πάρω αργά για να πάμε αλλού να τά πιούμε. Αυτή έτσι κι αλλιώς έκλεινε νωρίς, δεν είχε κίνηση, έρημο τό μαγαζί ήτανε, στη φουλ σαιζόν παντού αλλού γινότανε χαμός : Δεν τό δουλεύει καλά τό μαγαζί, μού ’λεγε ο αμερικάνος, δεν καταλαβαίνει, είναι και πεισματάρα. Τρίχες ήτανε, λοφίο απλώς, να κάνει φιγούρα ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα, να βλέπει κι ο μικρός.

δεν τής έδωσα ποτέ να καταλάβει ότι ξέρω γερμανικά, άκουσα ότι τής είχαν πεθάνει οι γονείς κι ότι έμενε εδώ από τότε. Θα μπορούσα να τήν συμπαθήσω αν ήταν αλλιώς τήν κακομοίρα, αλλά με τέτοιο ύφος… Άκου, πώς τό ’χε έτοιμο, τό ’λεγε φαίνεται σερί σε όλους τούς έλληνες που μπαίναν εκεί μέσα – «τί, δεν ξέρεις τόν μέμνονα;» Α γαμήσου κυρά μου, γιατί οι γερμανοί ξέρουνε όλοι τήν εριέττα φόγκελ ; Πιο ασήμαντος ήρωας είναι ο μέμνονας για τόν όμηρο, απ’ ό,τι η εριέττα φόγκελ για τή ζωή τού κλάϊστ. Έτσι μού ’ρχοτανε να τής τό πω καμιά ώρα, αλλά δεν τής είπα τίποτα. Κάτι μέ κράτησε να μην τήν κάνω και ρεζίλι μπροστά στον μικρόν. Τή λυπόμουνα κατά βάθος, αυτό ήτανε, μ’ είχε πιάσει τό μαζοχιστικό μου. Αλλά ήθελα να τούς σπάσω και τών δυο τόν τσαμπουκά καμιά ώρα. Άκου «δεν ξέρεις τόν μέμνονα», και μ’ αυτό τό ύφος. Η πλάκα ήτανε ότι όντως δεν ήξερα τόν μέμνονα. Όταν γύρισα στην αθήνα, πρώτη μου δουλειά ήτανε να ψάξω να βρω ποιος διάολος ήτανε αυτός ο μέμνων. Ρώτησα και τούς μορφωμένους φίλους μου. Ένας δευτερεύων ήρωας, τριτεύων κιόλας, στην ιλιάδα, απλώς. Μπορεί και να τόν έριξε τόν πιτσιρικά με κάτι τέτοια. Δεν βαριέσαι, αντιπαθέστατη αλλά τής είχαν πεθάνει όλοι.

  

 

 

δεν φανταζόμουνα ποτέ ότι θα τήν εκδικηθώ τόσο εύκολα αυτήν τήν ιστορία. Αυτό που συνέβη με τόν κλάϊστ δεν μπορούσα να τό φανταστώ δηλαδή, στο βερολίνο. (Ο κλάϊστ θεωρείται ιδιοκτησία τού βερολίνου. Η kleiststraße είναι κεντρική και ατέλειωτη. Εκεί έζησε, εκεί αυτοκτόνησε). Άλλο καλοκαίρι ήτανε τώρα, και τά ’χα μ’ έναν μικρότερό μου έλληνα – είχα μεγαλώσει τώρα λίγο περισσότερο κι εγώ, μού ’χαν πεθάνει και όλοι : αύγουστος μήνας πάλι, κι αποφασίζουμε να πάμε στο βερολίνο με τ’ αυτοκίνητο.

μάς περίμενε η κίρστι να μάς υποδεχτεί – καμία σχέση αυτή με τόν μέμνονα, η κίρστεν τό κριστάκι, όπως ήτανε τό σωστό, ήθελε μόνο να ’ναι ευτυχισμένη και να κάνει παιδιά. Στο σπίτι μου μια από τίς φορές που τήν φιλοξενούσα εγώ είχε βρει και διάβαζε κάτι για τόν κλάϊστ και είχε συγκινηθεί τόσο με τήν αυτοκτονία του – αχ, γιατί να τελειώσουνε έτσι – μού έλεγε. Απόρησα τότε, καλά, δεν τά μαθαίνανε στο σχολείο τους αυτά ; στην ελλάδα ήρθε να τά διαβάσει ; Εμείς καθοδόν κολλήσαμε στο μόναχο λίγο παραπάνω κι αργήσαμε να πάμε, ανησύχησε μάς είχε μαγειρέψει και τά καλά της φαγητά, κι ύστερα τά ’φαγε και τά ξαναμαγείρεψε. Η γάτα της η μίμυ επίσης μάς έκανε χαρές, και όλα ήταν μια χαρά : Είχε πέσει τότε τό τείχος.

τόν φίλο μου τόν είχα πρήξει με τόν κλάϊστ, που τού ’χε γίνει κι αυτουνού έμμονη ιδέα – εξάλλου τήν kleiststrasse πήραμε για να φτάσουμε στο kreuzberg, κι η μόνη που δεν ασχολιότανε ήτανε η κρίστι – δούλευε στην όπερα κιόλας εκείνη τήν εποχή, αλλά όπερα δεν έγραψε ο κλάϊστ. Ο καιρός ήτανε πάντα υπέροχος, και μια κυριακή με καταπληκτική λιακάδα λέμε να πάμε στη βάνζεε τή λίμνη που ’ναι ο τάφος του – αφήσαμε τ’ αυτοκίνητο και πήγαμε με τό τραίνο. Η κρίστι στη δουλειά της – ούτε που τήν ένοιαζε ο κλάϊστ – κάτι οδηγίες άλλωστε που τής ζήτησα μού απόδειξαν ότι δεν είχε πάει ποτέ – εκεί ήταν τό μέρος που αυτοκτόνησαν – είπαμε εντάξει, πάμε και θα τά βρούμε, μικρή βάνζε, μεγάλη βανζέ, θα τίς βρούμε – γιατί είναι δύο λίμνες, η μικρή και η μεγάλη : τό μέρος που βρήκε ο κλάϊστ τότε ήτανε δίπλα στη μικρή – είχε βρει μια λακκούβα, ένα γούβωμα, κι εκεί έκαναν τό τελευταίο τους πικνίκ με τήν εριέττα. Είχαν κέφι, είχαν και κρασί, είχαν γράψει τά γράμματά τους, εκδότη δεν είχε, ο χόμπουργκ δεν παίχτηκε, αυτή είχε καρκίνο, τό δέχτηκε αμέσως αυτός. Τό πανδοχείο που μείνανε ήτανε μακριά – ακούστηκαν μόνο στο τέλος 2 πυροβολισμοί. Κι οι 2 λίμνες τότε πρέπει να ’ταν ερημικές τοποθεσίες, και η μικρή βέβαια ακόμα περισσότερο.

τώρα, ήταν άλλο πράμα. Τό μέρος ήταν μια τεράστια θάλασσα, μια κοσμική λουτρόπολη, γεμάτη γιωτ τεράστια, πανάκριβα, πολυτελείας. Κι ο κόσμος πολυτελείας, πολύ, περισσότερο απ’ ό,τι κανονικά στο βερολίνο. Παρόλο που ξαφνιαστήκαμε με τόν κόσμο – ήτανε σα να ’χε βγει όλη η καλή κοινωνία βόλτα στη βανζέ, τό πήραμε ελαφρά. Ήτανε και τό θέαμα ενδιαφέρον αν εξαιρούσες τή βαβούρα, ήτανε σαν αυτόν τόν πίνακα τού σιρά με τή λίμνη και τίς ομπρέλες, κάθονταν πάνω στο χορτάρι στις όχθες τής λίμνης, κάθονταν στα παγκάκια, κάθονταν στα ωραία μαγαζιά, μικροί μεγάλοι παιδιά οικογένειες ζευγάρια ζευγαράκια, πλούσιοι, πλουσιότεροι, φτωχότεροι, μικροαστοί, πλαιημπόϋδες, μοντέλα, γέροι, γριές, εσωτερικός τουρισμός, ένας χαμός γινότανε. Τό πήραμε ελαφρά. Βλέποντας κάτι γιωτ σαν υπερωκεάνεια μες στη λίμνη, και προς τήν όχθη, και μέσα κοντά σε κάτι βουνά πέρα, λέμε «αυτή είναι σίγουρα η μεγάλη. Θα περπατήσουμε και θα βρούμε κάπου σε καμιά ερημιά τή μικρή.» Φανταζόμαστε ότι θα υπάρχουν και ταμπέλες που θα λένε για τόν τάφο και τά λοιπά. Φανταζόμαστε ότι μπορεί να υπάρχει και κάνα είδος προσκύνημα κατά κει, και να περιμένουμε και σε καμιά ουρά. Κάνουμε απλώς μια πρώτη ερώτηση, προς τά πού πέφτει η μικρή βανζέ, για να πάμε προς τή σωστή μεριά, αλλά η απάντηση είναι μάλλον ασαφής. Μάλλον αυτοί που ’ναι σ’ αυτό τό σημείο τής μεγάλης, δεν ασχολούνται με τή μικρή και δεν τήν ξέρουν. Τό παίρνουμε αψήφιστα, και προχωράμε προς τά κει που ’ναι τά μαγαζιά, να πιούμε τίποτα και να ρωτήσουμε εκειπέρα που θα ξέρουν. Εκεί είναι που αρχίζει τό πράγμα να μάς μπερδεύει λίγο. Τό γκαρσόνι δεν ξέρει, αλλά είναι πολύ ευγενικό παιδί (όλα τά γκαρσόνια στη γερμανία είναι πολύ ευγενικά, ίχνος βλαχιάς), και θα φωνάξει τόν ιδιοκτήτη ή τόν διευθυντή ή κάποιον ανώτερό του να μάς τά εξηγήσει. Αυτός δεν ξέρει ότι υπάρχει μικρή λίμνη κιόλας κοντά στη μεγάλη, παίρνει κι ένα τηλέφωνο όμως, τόσο εξυπηρετικός. Γυρνάει μάλλον χαρούμενος, μάς δείχνει μια κατεύθυνση, ναι δεν τό ήξερε, αλλά υπάρχει και μια μικρότερη λίμνη που είναι μάλλον από κει. Τό γκαρσόνι είναι όμορφο αγόρι έρχεται και ξανάρχεται, ρωτάει αν είμαστε εντάξει, πολύ συμπαθητικό. Ο κόσμος τρώει πίνει και φωνάζει, ελληνική λουτρόπολη αλλά στο πολύ πλούσιο, ο κλάϊστ δεν ταιριάζει σίγουρα εδώ : σηκωνόμαστε προετοιμασμένοι για περπάτημα – αλλού θα ’ναι η ουρά, αν υπάρχει. Τίποτα σ’ αυτή τήν ηλιόλουστη χάβρα δεν έχει σχέση με τόν κλάϊστ – κι ούτε ο κλάϊστ δεν θέλει να έχει σχέση μαζί της : ούτε η εριέττα, αν κι αυτή από πολύ πλούσια οικογένεια προερχότανε (κι ο κλάϊστ όμως) : από κάτι τέτοιους θέλανε να ξεφύγουνε : κάτι τέτοιοι καθωσπρέπει δεν τού βγάζαν τά βιβλία, δεν τού παίζαν τά έργα. Κάτι τέτοιοι καθωσπρέπει ξεσήκωσαν τόν κόσμο με τήν διπλή αυτοκτονία, να μην ακουστεί, να μην γραφτεί, να μην ταφεί η εριέττα δίπλα του, να μην γραφτεί τό όνομά της τουλάχιστον : ένας φίλος του επέμενε σαν τό σκυλί να γίνουν όλα όπως τά είχαν οι δυο τους παραγγείλει – σ’ αυτόν οφείλουμε και τήν επιγραφή στον τάφο : Nun, o unsterblichkeit, bist du ganz mein : Και τώρα, αιωνιότητα, όλη δική μου! (αθανασία λέει, αλλά έχω τό γνωστό πρόβλημα με τή λέξη, στα ελληνικά τή λέω πάντα αιωνιότητα (η φράση είναι από δικό του έργο τόν πρίγκηπα τού χόμπουργκ, και μού πάει καλύτερα για τίς ανάγκες τού διηγήματος τώρα εδώ να πω ότι τήν οφείλουμε στον φίλο του γιατί εδώ που τά λέμε ταιριάζει και πολύ πάνω εκεί στον τάφο μια φράση από τό καλύτερό του έργο – στην πραγματικότητα όμως μια που τό έργο αυτό δεν παίχτηκε όσο ζούσε και ήταν άγνωστο, ο φίλος του έβαλε ένα άλλο ποίημα με τή λέξη αιωνιότητα πάλι μέσα, οι ναζί πήγανε και τήν αλλάξανε τήν ταφόπλακα επειδή τό ποίημα εκείνο ήτανε ενός εβραίου ποιητή και τώρα που σ’ ένα χρόνο θα έχουν τήν επέτειο τών 200 χρόνων από τούς δυο θανάτους ο δήμος ετοιμάζεται για νέες αλλαγές και βελτιώσεις πάνω στον τάφο διαβάζω)) – φυσικά ένα μέρος τού σκανδάλου οφειλότανε στο ότι η εριέττα ήτανε παντρεμένη και με παιδί. Τά γράμματά τους όμως είναι βαθιά γλύκα, τόν λέει αρνί της, χρυσαφένια αχτίνα και διάφορα. Μαρτυρίες τού ξενοδόχου αργότερα (εκεί στη μικρή βανζέ) καταγράφηκαν όπου τούς έβλεπε να γελάνε και να παίζουν σαν παιδιά, αυτός να θέλει να κάνει τραμπάλα κι αυτή να τόν γεμίζει χαϊδευτικά κοριτσάκι μου αγοράκι μου λέγανε (ήτανε στα τριαντατέσσερα συνομήλικοι και οι δυο), «γλυκό μου αγόρι», «γλυκό μου κορίτσι», αυτή τόν έλεγε και ουράνιο τόξο της, αχτίνα της χρυσή (μητέρα της πατέρα της μαθητή της δάσκαλό της) (στα γράμματά της) κι αυτός να θέλει να κάνει τραμπάλα – τή μέρα που πήγαν για τό τελευταίο πικνίκ. Περάσανε θαύμα. Αποφασισμένοι.

είμαστε κι εμείς αποφασισμένοι να βρούμε τό μέρος τού πικνίκ. Αδιόρατα έχει εγκατασταθεί ένα κλίμα ότι ουρά μάλλον δεν θα υπάρχει – αυτά καθορίζονται σχεδόν εκ τών προτέρων, όταν υπάρχουν παντού ταμπέλες, ξέρεις τί έχει να γίνει – εδώ δεν υπάρχουν πουθενά ταμπέλες, και μάλλον όσοι έρχονται εδώ δεν είναι γι’ αυτούς. Θα τή βρούμε τή μικρή λίμνη όμως.

δεν τή βρίσκουμε. Κάτι κυρίες σε ένα παγκάκι πιο απόμακρα, μάς λένε «εδώ είναι η μικρή λίμνη», και μάς κοιτάνε καλά – καλά. Κοιτάμε γύρω μας, δεν υπάρχει ίχνος χώρου για λακκούβα, πλάτωμα, και πανδοχείο : τό μέρος είναι πνιγμένο στα χόρτα, μια στενή λουρίδα γης, ξαναβγαίνουμε στον μεγάλο δρόμο. Υπάρχει μια γέφυρα πάνω από ένα στενό σημείο τής λίμνης, βγάζουμε μια φωτογραφία. Ξαναγυρνάμε στον μεγάλο χαμό τής αρχής, τόν πίνακα τού σιρά, κι αρχίζουμε να ρωτάμε εκειπέρα. Τώρα έχω νέα έμπνευση, δε ρωτάω για μικρή λίμνη, ρωτάω για τόν τάφο τού κλάϊστ : kleistgrab γερμανιστί. Ένα αξιοπρεπές ζευγάρι μεσήλικων σ’ ένα παγκάκι είναι απ’ τούς πρώτους τυχερούς : Μέ κοιτάνε καλά – καλά : Τί ’ναι αυτό ; Ο κλάϊστ ο ποιητής, ο τάφος του. Δεν τό ξέρουμε. Η γυναίκα πιο ειλικρινώς αμήχανη, ο άντρας παίρνει ένα πονηρό υφάκι : Για ποιητή να ρωτήσετε αυτές τίς κυρίες εκειπέρα. Δείχνει με τό δάχτυλο επιδεικτικά σ’ ένα παγκάκι δυο ηλικιωμένες γερμανίδες. Αν είχα σώας τας φρένας θα τόν περιφρονούσα απλώς, αλλά έχω αρχίσει να ζαλίζομαι (μ’ έχουν χτυπήσει και τά ποτά κι η αντηλιά στο κεφάλι) και πάω καταπάνω τους : Μήπως ξέρετε παρακαλώ τόν τάφο τού κλάϊστ πού είναι ; Μέ κοιτάνε θυμωμένες : Δεν ξέρουμε κανένα τάφο. Δικαίως θυμώσανε. Χαμογελάω όσο μπορώ σεμνά κι απομακρυνόμαστε σα βλάκες. Έχω τήν εντύπωση ότι γίνομαι τό νούμερο τής παραλίας, αλλά παρόλ’ αυτά γυρνάω σαν τήν άδικη κατάρα πάνω–κάτω, ρωτάμε παντού, δεξιά αριστερά, όλα τά παγκάκια, τούς ξαπλωτούς στα γρασίδια, τούς όρθιους : Ο τάφος τού κλάϊστ ξέρετε πού είναι μήπως ; Ποιανού ; Τού κλάϊστ, είναι εδώ κοντά, στη μικρή βανζέ : Ποιος είν’ αυτός ; Ο κλάϊστ ο ποιητής. Όχι, δεν τόν ξέρω. Έχω τήν εντύπωση ότι γελάνε κιόλας, όσοι δεν μάς περιφρονούν εντελώς. Λες να μάς λυντσάρουν στο τέλος ; λέω κάποια στιγμή : μην νομίσουν ότι τούς δουλεύουμε ; για σκέψου να σηκωθούν όλοι αυτοί και νά ’ρθουν καταπάνω μας ; με τήν έννοια άντε από δω ρε σεις που θα μάς πείτε ότι δεν είμαστε και άξιοι απόγονοι ; Ο άλλος έχει όμως άλλη ιδέα : Μπα αποκλείεται, λέει, τί απόγονοι και τρίχες, αυτοί φοβώνται ότι έχουμε candid camera και κάνουμε σφυγομέτρηση κι ότι είμαστε απ’ τήν τηλεόραση (πονηρός προλετάριος, τά βλέπει όλα απ’ τή μεριά τών μικροαστών και καλά κάνει) : Γι’ αυτό να έχεις ύφος σπουδαίο, μην πηγαίνεις σα ζητιάνα, μού λέει.

προσπαθώ αλλά δεν τά καταφέρνω, αφού αισθάνομαι σα ζητιάνα. Ζητιανεύω ακόμα και στον χαρακτηρισμό, ποτέ άλλοτε δεν τόν είχα σκεφτεί ως ποιητή, αλλά τώρα μού φαίνεται ότι θα ζητιανέψω περισσότερο αν πω «τόν κλάϊστ μωρέ που ’χει γράψει τά πάντα». Θα ’ναι πιο προκλητικό, δεν ξέρετε μωρέ τόν κλάϊστ που ’χει γράψει τά πάντα ; Βολεύομαι με τό ποιητής που σημαίνει διάφορα και καθώς μού κατεβαίνει στο κεφάλι ο τίτλος – διαπιστώνω ότι τού ταιριάζει κιόλας. Απομακρυνόμαστε πάλι από τήν παραλία τού σιρά να ξαναβγούμε στον δρόμο με τά μαγαζιά, και βλέπω ένα ζευγάρι να ’ρχεται που μοιάζει κάπως πιο ροκ : είναι πολύ ακριβά ντυμένοι αλλά αυτός είναι λίγο σαν τόν μπόουι κι αυτή λίγο σαν τήν άννι λένοξ : πάω κατά τό μέρος τους με κέφι, επιτέλους αισθάνομαι λίγο άνετα : Σταματούν κι οι δυο πρόθυμα, μέ κοιτάνε. – Ναι, ο κλάϊστ, λέει αυτός, θυμάμαι, τόν έχω ακούσει – πάντως, αν είναι στη μικρή βανζέ, είναι από κει. Μάς δείχνουν τό μέρος προς τή γέφυρα απ’ όπου ήρθαμε, φεύγουμε, ευχαριστούμε επιτέλους πολύ, μάς κοιτάνε κι αυτοί σοβαρά κι ύστερα παν αγκαλιασμένοι προς τόν πίνακα τού σιρά.

έχουμε αποκτήσει μια σχέση πια με τόν χώρο, η μικρή βανζέ πρέπει να ’ναι σίγουρα από δω. Ίσως η γέφυρα ενώνει τίς δυο λίμνες. Ξαναπερνάμε μπροστά απ’ τό μαγαζί που φάγαμε και προχωράμε προς τά κάτω. Περπατάμε περπατάμε. Σ’ όλο τό μήκος τού δρόμου μαγαζιά μαγαζιά – αριστερά μας αυτά, και δεξιά μας τό νερό. Ο ποδηλατόδρομος, τό πεζοδρόμιο, τά χόρτα και τό νερό. Σ’ ένα σημείο πλάϊ στον ποδηλατόδρομο παρκαρισμένα πολλά αστυνομικά. Πλησιάζω έναν αξιωματικό επικεφαλής που ’χει πολύ ωραίο πρόσωπο, μού θυμίζει κάτι από κείνο τό γερμανικό σκέτο χρυσάφι τό πρόσωπό του. Είναι όρθιος και γύρω του κάτι άλλοι μπάτσοι : πάω καταπάνω του : Μέ συγχωρείτε, μήπως ξέρετε πώς θα πάμε στη μικρή βανζέ και στον τάφο τού κλάϊστ ; ετοιμάζομαι να τόν ρωτήσω τρέμοντας. Προσοχή, μού λέει αυτός, μέ τραβάει και μέ παίρνει από τόν αγκώνα να φύγω απ’ τόν ποδηλατόδρομο, που έχω κάτσει σαν άσχετη και τόν κλείνω. Τήν ίδια στιγμή πίσω μου σφυρίζει ένα ποδήλατο και προσπερνάει. Στεκόμαστε πάνω στο πεζοδρόμιο. Μέ κοιτάει με  φυσιολογικό ύφος. Τί θέλετε ; μού λέει, και μέ κοιτάει με κείνο τό βλέμμα τό καθαρό, και τό πρόσωπό του μού θυμίζει τόσο πολύ κείνο τό σκέτο χρυσάφι, τί μαλακίες. – Θέλουμε να πάμε στη βανζέ και στον τάφο τού κλάϊστ, τού λέω. – Από δω θα πάτε, μού λέει αυτός και δείχνει κάτω μακριά που στενεύει ο δρόμος. Από δω ; τού λέω, και τόν κοιτάω με απορία. Ο δρόμος φαίνεται να σταματάει εκεί σ’ έναν τοίχο με τούβλα. Από δω, μού λέει, και μέ κοιτάει ήσυχα. Δεν προλαβαίνω να τού πω ευχαριστώ, έρχεται ο προλετάριος με τό αλάνθαστο ένστικτο και μέ σκουντάει : Πάμε να φύγουμε μού λέει, σιγά μην ξέρει ο μπάτσος. Μέ παρασέρνει προς τά πίσω πάλι. «Αφού εκεί τελειώνει ο δρόμος, πού σού έδειχνε ο ηλίθιος, τό τούβλο σού έδειχνε τούβλα». Σωστά, εκεί που μού ’δειχνε δεν έβλεπα να υπάρχει τίποτα άλλο από έναν τοίχο με τούβλα. Και σιγά μην ξέρει ο μπάτσος τόν κλάϊστ. Καθώς φεύγουμε, γυρίζω άλλη μια φορά και τόν κοιτάω, τί περίεργη ομοιότητα με κείνο τό χρυσάφι (τού καλοκαιριού που πήγε τόσο στράφι σε κείνο τό βρωμονήσι) που είχε η φάτσα του – εκείνος μόλις έριξε μια ματιά με ύφος επιτίμησης και γυρίζει τήν πλάτη. Νιώθω σα να προδίνω τόν άλλον, εκείνον που έτσι κι αλλιώς τόν παράτησα στα κρύα τού λουτρού (εκείνον τόν αύγουστο) και πήγα στο βρωμονήσι. Περιπολικά, τουριστικής αστυνομίας μάλλον, εξακολουθούν να ’ναι παρκαρισμένα  κατά μήκος τού δρόμου, «ορίστε» μού λέει ο φίλος μου, «ρώτα τήν μπατσίνα εκειμέσα, να δούμε τί θα σού πει : θα σού πει τά ίδια ; » Πλησιάζω τό παράθυρο τού τζιπ, είναι μέσα μ’ έναν άλλον και χαριεντίζονται, βλαχόφατσες σε κυριλέ στυλ από τήν τηλεόραση – ενοχλούνται κιόλας, τούς διακόπτουμε, δεν έχει ιδέα, ανοίγει βιαστικά έναν χάρτη, αλλά δεν βρίσκει τίποτα. Ενοχλούμε κιόλας τό φλερτ. Καθώς απομακρύνομαι ρίχνω μια ματιά ίσια κάτω στον δρόμο, σ’ εκείνον. Ακόμα και τό σώμα του μοιάζει, ψηλός λεπτός : Μοιάζει τόσο πολύ. Μόνο η ηλικία είναι διαφορετική. Σα να μού λέει ότι κουράστηκε. Τόν ήξερα τόσο καλά εγώ : είμαι σίγουρη ότι κουράστηκε.

(όσες φορές αναρωτήθηκα γιατί τόν παράτησα, γιατί δεν περάσαμε εκείνο τό καλοκαίρι που τό σχεδιάζαμε τόσες φορές, μόνο μια απάντηση απ’ τήν μαρκησία τής ο… (τού κλάϊστ ακριβώς) μού ’ρχότανε στο νου : – Γιατί σε μένα δεν συχώρεσες κάτι που είσαι έτοιμη να συχωρέσεις στον τελευταίο τυχόντα, τή ρωτάει, κι αυτή τού απαντάει όπως τού απαντάει.

Ναι, απ’ τόν τελευταίο τυχόντα δέχομαι μαλακίες, κι από αμερικάνους κι από αυστραλούς κι από ζωγραφισμένους άγγλους, αλλά απ’ τό χρυσάφι όχι. Όχι μαλακίες από τό καθαρό χρυσάφι.)

αηδίες : αυτός ο μπάτσος, αν δεν ήταν μπάτσος, και τόσο μεγάλος, θα ’ταν σχεδόν ολόϊδιος. Πώς τού μοιάζει τόσο πολύ. Μού ’ρθε στο μυαλό που μια φορά ήθελε να φιληθούμε με τά δόντια, τρίζοντας τά δόντια μεταξύ τους, σχεδόν χωρίς στόμα.

μέ παρασέρνει σ’ ένα δασάκι. Έχει δροσιά εδώ, να ξεκουραστούμε. Πού ξεφύτρωσε αυτό τό δασάκι ; Σαν παραμύθι είναι η κατάσταση ξαφνικά δυο βήματα από τόν δρόμο, τόν ποδηλατόδρομο και τά περιπολικά, βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα δάσος με ησυχία. Πουλιά τιτιβίζουν, τρίζουν τά φύλλα καθώς τά πατάμε, ακούω τό μυαλό μου να λυγάει. Υπάρχει ένα μονοπάτι, έχουμε μπει μέσα στους αδελφούς γκριμ με τόν πιο ήσυχο τρόπο. Ίχνος νερού δεν ακούγεται, μόνο δάσος. Έχω ζαλιστεί, νομίζω ότι είμαι υπνωτισμένη μάλλον. Δάσος εμείς και οι ήχοι φύλλα όλων τών χρωμάτων από πάνω μέχρι κάτω, τριξίματα. Ξάφνου βλέπω πέρα μακριά δύο φαντάσματα που έχουν στη μέση ένα ποδήλατο και συζητάνε. Στηρίζουν τά χέρια τους πάνω του, έχουνε τά κεφάλια τους αντικριστά και μιλάνε. Αυτός έχει μακριά γένια, σαν τούς αιώνιους ξυλοκόπους τών παραμυθιών, κι αυτή είναι σαν τήν αιώνια γυναίκα μες στο δάσος : τήν ήρεμη κι ωραία μάγισσα : μαλλιά λίγο πιο σκούρα απ’ τά δικά του, κοντά αυτηνής, ίσα κομμένα γύρω στο πρόσωπο σα μεσαιωνικά, φούστα μακριά φαρδιά, κλαρωτή : ακούω τό μυαλό μου που μού λέει Φτάσαμε. Είμαι σαν υπνωτισμένη, ήρεμη και ξεκούραστη, αυτό είναι σίγουρο, τούς πλησιάζω, στέκομαι δίπλα στο ποδήλατο κι εγώ, και μέ κοιτάνε γαλήνια : Παρακαλώ, πού είναι η μικρή βανζέ ; τούς λέω. Όμορφο βλέμμα από μάγους και οι δυο, κι ανοίγουνε τό στόμα να μιλήσουνε, και ξαφνικά αυτή αλλάζει ρότα :  Από εκεί που θα ’δινε μια απάντηση, κάνει μια ερώτηση : Ένα χαμόγελο κολλάει πάνω στο βλέμμα της αιφνίδια :

   Wen suchet ihr ? Μού λέει : Ποιον ζητάτε ;

   Έτσι τήν ίδια πρόταση που λένε για τόν ιησού.

   Kleistgrab τής λέω εγώ : Τόν τάφο.

σηκώνει ίσια τό χέρι μπροστά και μού δείχνει : Πίσω θα γυρίσετε, θα βρείτε μπροστά σας τόν δρόμο : Κάθετα κάτω δεξιά, θα δείτε τό άπλωμα στο δεξί σας χέρι.

τά άλλα που είπαμε δεν τά θυμάμαι, μόνο ότι είχαμε κοιταχτεί. Ύστερα όταν προχωρούσαμε γύρισα και τούς ξανακοίταξα και είχανε ξαναγίνει τά φαντάσματα στο δάσος με τό ποδήλατο στη μέση και μιλούσαν πάλι με τά κεφάλια αντικριστά : ήσυχα σαν να ’χε κλείσει μια αυλαία τού παραμυθιού γι’ αυτούς και πήγαιναν πάλι τήν κανονική τους μέρα.

ο δρόμος άρχιζε ακριβώς εκεί που τέλειωνε τό δασάκι και πιο πριν δεν μπορούσες να τόν δεις. Ένας μικρός εξοχικός δρόμος, τέτοιοι υπάρχουν άφθονοι στο βερολίνο στα προάστια, με βλάστηση αριστερά–δεξιά και στο βάθος τών κήπων ωραία σπίτια. Τώρα τά σπίτια είναι λίγα, κι απ’ τή μια μόνο μεριά, δεξιά συνεχίζεται μια υποψία από τό δασάκι : Προχωράμε, ερημιά, μέσα απ’ τά δέντρα βλέπουμε ύστερα ένα κτίριο ψηλό ερημωμένο αλλά όχι εντελώς χαλασμένο : τό πανδοχείο, τρέχουμε, έχει ένα πλάτωμα γύρω του όντως, και στα δεξιά του μια επιτύμβια στήλη, αλλά στην αυλή τού πανδοχείου κάναν πικνίκ ; η στήλη ξαφνικά είναι ψυχρή, λέει ότι εκεί σκοτώθηκαν τρεις γενναίοι στρατιώτες σ’ έναν πόλεμο κι ότι τή δόξα τους οφείλουν όλοι να θυμούνται. Ξαναβγαίνουμε. Κάποια μάχη είχε γίνει. Προχωράμε προχωράμε. Ξαφνικά οι πρασινάδες πυκνώνουν και σ’ ένα σημείο ξαναγίνονται δάσος που έχει ένα άνοιγμα δεξιά σαν πόρτα και πιο πέρα στο βάθος ένα ακόμα άνοιγμα απ’ όπου φαίνεται η λίμνη : ξεφυτρώνει ξαφνικά τό γαλάζιο : μπαίνουμε, σχεδόν σκοτεινή αλλά υγρή ησυχία, είναι όλα δεξιά μας, είναι όντως άπλωμα, ελαφρό γούβωμα, πιάνει χώρο, έχουνε βάλει ένα παγκάκι σχεδόν δίπλα, κι απέναντί του ακριβώς άλλο ένα, όλο τό γούβωμα είναι με χόρτα, μπροστά από τήν πέτρα κάποιος έχει ακουμπήσει μια γλάστρα μ’ ένα φυτό και πίσω υψώνεται ο γκρίζος γρανίτης nun o unsterblichkeit bist du ganz mein κάτω χωμένο στα χόρτα κάποιος έχει μπήξει ένα φτερό από χήνα ανάποδα σαν παλιά πένα, δεν υπάρχει πραγματικά τό όνομά της. Πίσω απ’ τόν γρανίτη είναι ένα δέντρο δεν θυμάμαι όμως να ’χαν στρώσει για πικνίκ κοντά σε δέντρο, όλοι μιλούσαν μόνο για άπλωμα αλλά τό δέντρο είναι μεγάλο, μπορεί να ήταν εκεί τότε κι αυτό και να άκουσε και τά γέλια, καθόμαστε στο ένα παγκάκι καθόμαστε και στο άλλο, φέρνουμε φύλλα στο άπλωμα, μπήγουμε ένα φύλλο χαρτί πλάϊ στην πένα, ο αέρας συνέχεια τρίζει και εδώ ακούγονται πολύ αυτά τά «γλυκό μου αγόρι» «κορίτσι μου» «ζωντανή αχτίνα μου» και μυρίζει και τό κρασί και τά πρόχειρα φαγητά τους, ίσως λουκάνικα και τυριά, ακούγεται ακόμα και ο πυροβολισμός ο πρώτος, αν και μένει ασαφής ο χρόνος ανάμεσα στους δύο και δεν ξέρω πόσο γρήγορα έγινε ο δεύτερος, μια υπηρέτρια που τούς είχε πάει τά τελευταία ποτά και έφευγε είπε πως από τόν πρώτο πυροβολισμό που τόν πέρασε για κυνήγι έκανε πενήντα βήματα ώσπου ν’ ακουστεί ο δεύτερος, λέω να κάνω πενήντα βήματα μήπως τόν ακούσω καλύτερα δεν χωράνε πενήντα βήματα όμως σ’ αυτή τή  γούβα, από τό άνοιγμα τής λίμνης έρχονται θόρυβοι, κατεβαίνουμε στο χορτάρι, η απέναντι όχθη είναι πολύ κοντά, κι έχει κι ένα σπίτι, απ’ τό νερό βγαίνουν στρατιωτικά παραγγέλματα, έρχεται από τ’ αριστερά μία βάρκα σαν αυτές που παίρνουν μέρος στους αγώνες κωπηλασίας, έχει μέσα καμιά δεκαριά που κωπηλατούνε ρυθμικά, μπροστά τους καθισμένος ανάποδα ένας δίνει τά παραγγέλματα : εξαφανίζονται στο πι και φι, έρχεται ένα κόκκινο αυτοκίνητο σα μίνι κούπερ από τήν αντίθετη μεριά με δύο επιβάτες καθισμένους με χάχανα στη σκεπή, πλέει σε ίσια γραμμή στο νερό και μόνο η κόκκινη καρότσα του φαίνεται, οι ρόδες είναι βυθισμένες, πλέει πολύ γρήγορα, κάνει κι ένα γουργουρητό και σηκώνει και κυματάκι, εξαφανίζεται κι αυτό. Σκοτεινιάζει, γυρνάμε στον τάφο, τακτοποιούμε τό φύλλο χαρτί καλύτερα πλάϊ στην πένα

αρχίζει να σκοτεινιάζει, βγαίνουμε στον δρόμο και τόν παίρνουμε ανάποδα κι εκεί που τελειώνει τό δρομάκι και συναντάει κάθετα τόν μεγάλο δρόμο, στο σταυροδρόμι ακριβώς, πάνω σ’ έναν τοίχο με τούβλα είναι εντοιχισμένη η ταμπέλα που ανακοινώνει τόν τάφο : έχει κι ένα ανάγλυφο επάνω της, ωραίο, μοντέρνο, από καλό γλύπτη, με τό κεφάλι του προφίλ : Αυτό αναφέρει και τήν εριέττα. Μόνο είναι σκοτεινό, δεν φαίνεται. Θα ’πρεπε να ’χαμε ήδη φτάσει όμως ώς εκεί, για να τό δούμε. Θα ’πρεπε να πάρουμε τόν δρόμο όμως που μάς είπε ο μπάτσος, αλλά τότε όμως δεν θα μπαίναμε στο δασάκι με τό ποιον ζητάτε. Περπατάμε προς τήν παραλία τού σιρά, τά περιπολικά τώρα είναι λιγότερα κι έχουν αλλάξει βάρδιες, αυτόν τόν δρόμο μάς έδειξε όμως ο μπάτσος : ξαναπερνάμε τή γέφυρα και τό μαγαζί που φάγαμε, είναι έρημα τώρα όλα κλείνουνε πέφτει η νύχτα, κοντά στην παραλία τού σιρά έχουν εξαφανιστεί τ’ αυτοκίνητα κι έχει μείνει ένα ακριβό τό χαζεύουμε, από μακριά οι δυο ροκάδες πάνε προς τά κει αργοπορημένοι μάς ρίχνουν μια ματιά ευμένειας και μπαίνουν μέσα. Έρχεται για τά καλά τό ζεστό βερολινέζικο βράδυ είμαστε κοντά στο σταθμό αλλά δεν θέλουμε να φύγουμε τελείως ακόμα, μπαίνουμε σε μια ταβέρνα έχει ζεστή ατμόσφαιρα και μεγάλη μπάρα έχει και χαμηλούς πάγκους σα καναπέδες. Ο κόσμος είναι λίγος είναι μαγαζί για ντόπιους, μια μεσήλικη κουρασμένη τό δουλεύει, που δεν έχει σκοπό να τό βάλει όμως κάτω, κοιτάω τά πόδια της, φοράει κάτι ψηλές πλατφόρμες κι είναι οι αστράγαλοι και τά πέλματα πρησμένα. Πάει γρήγορα σε όλους, μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, Τί έχετε, θέλουμε να φάμε κιόλας εκτός απ’ τό να πιούμε, τής λέω, Kleinigkeiten μού λέει για φαΐ, ψιλοπράγματα, μεζεδάκια, φέρτε τα, τά ψήνει στο πι και φι και τά φέρνει, λουκάνικα με τυρί. Δίπλα μας κάθονται κάτι μεσήλικες ντόπιοι που μάς κατατάσσουνε γρήγορα μεταξύ τους στους ιταλούς με τό γνωστό αυτό ύφος που όλα τά ξέρει. Βάζω μουσική και μόλις τήν ακούνε αρχίζουν να χορεύουν με τά χέρια μερακλωμένοι – δεν έχουνε λεφτά για τό τζουκμπόξ – εργατικοί άνθρωποι, αλλά χαίρονται τή μουσική – εγώ χαίρομαι γιατί πρώτη φορά συναντάω τζουκμπόξ ηλεκτρονικό και είναι ωραίο αν και ψυχρό, δεν έχει εκείνες τίς καμπύλες, σού βγάζει όμως τά εξώφυλλα τών δίσκων και λεπτομερή κατάλογο τών τραγουδιών τού κάθε σιντιού, μαθαίνω να τού δίνω εντολές και βάζω ένα τραγούδι τού πρίσλεϋ εκείνο τό παλιό γερμανικό που έχει πει κι η ντήτριχ και λέγανε παλιά στη γερμανία κι οι στρατιώτες :

muss i denn, muss i denn
zum städtele hinaus
und du, mein schatz, bleibst hier

(χωρίς να μεταφράζω τόν ρυθμό, θα μπορούσα να τό μεταφράσω ως
«θα φύγω τώρα για τήν πατρίδα
σ’ αφήνω πίσω χρυσή μου αχτίνα»
)

(εκείνη τή μέρα γυρίσαμε σπίτι πιο αργά από κάθε άλλη φορά, και η κρίστι έλειπε ακόμα, η μίμυ μάς υποδέχτηκε με γρυλισμούς που τήν αφήσαμε μόνη, δείχνοντάς μας τά δόντια, όμως θα τόν ξεχνούσε τόν θυμό της γρήγορα και θ’ άρχιζε όπου να ’ναι τά γουργουρητά γιατί ήξερε ότι δεν θα ’μενε μόνη όλη νύχτα : θα τά ξέχναγε – διαφορετικά οι γάτες είναι εκδικητικές, οδόντα αντί οδόντος τό πάνε.)

 

 

 

 

 

 

Είπα να σάς αφήσω ένα διηγηματάκι τώρα που φεύγω για διακοπές. Θα τά πούμε πάλι τέλη σεπτέμβρη.
Αν ξαναμπείτε μπορείτε να δείτε και μερικά βίντεο που βρήκα σχετικά (λεπτομέρειες γύρω από τήν αυτοκτονία πήρα από τό κείμενο τού μισέλ τουρνιέ στον τόμο με τά διηγήματα τού κλάϊστ «4 νουβέλες» από τίς εκδόσεις άγρα).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(Όποιος πάει σήμερα στον τάφο θα βρει καλύτερη σήμανση,
και, κάπου μετά τό 2000, πρόσθεσαν και μια μικρή πλάκα με
τό όνομα τής εριέττας πλάϊ στην μεγάλη επιτύμβια τού κλάϊστ.
Έστρωσαν επίσης παντού στη γούβα τσιμέντο και έβαλαν και
κάγκελα γύρω – γύρω, αφήνοντας τό δέντρο απέξω.)

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: