σημειωματαριο κηπων

14 Ιουνίου 2021

μιλώντας με την κίττυ αρσένη (η τελευταία της συνέντευξη)

.

.

.

.

η ιστορία των αρνήσεων περνάει ξανά στα υπόγεια, της ιστορίας

στην επιφάνεια αναδύεται χαμογελαστή η θετικότητα, η λάσπη κι η γλίτσα μιας θάλασσας από απέραντα και χαμογελαστά «ναι»

δεχόμαστε την αυταρχία πια σαν δώρο

η αέναη θετικότητα μάς έχει πνίξει αλλά δεν το ξέρουμε – ακόμα –

οτιδήποτε αντιστέκεται, και αντιστάθηκε, μάς φαίνεται ότι έχει να κάνει με τον τρωικό πόλεμο

μασκοφόροι τής υγείας μας, και της επιβίωσής μας, έχουμε σβήσει από τη μνήμη μας την όντως ζωή

δεν είναι τής μόδας η μνήμη, το ξέρουμε ή το φανταζόμαστε ή το υποψιαζόμαστε

αυτή λοιπόν ήταν η τελευταία συνέντευξη που έδωσε η κίττυ αρσένη

την τρίτη στις 25 του ιουλίου του 2006

στο σπίτι της στο κέντρο μιας πολύ καλοκαιρινής αθήνας / η συνέντευξη δεν συνεχίστηκε, όπως υπολογιζόταν εκείνον τον χρόνο

και κάθε συνέχεια ματαιώθηκε οριστικά

με τον θάνατο που όρμησε στη σκηνή τον σεπτέμβριο τού 2013 /

πήρα τη συνέντευξη ελπίζοντας να την ανεβάσω σύντομα (στο γιουτούμπ, για αρχή) αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο :

κι έτσι έχει, σίγουρα, ένα νόημα πάνω από την απλή ενημέρωση, το ότι μέσα σ’ αυτές τις άθλιες κι αμνήμονες και θλιβερές συνθήκες, μού ήρθε ξαφνικά η βοήθεια για την ανάσυρση αυτής της φωτεινής εικόνας, κι αυτής της συζήτησης ( : δηλαδή ουσιαστικά ενός λαμπερού μονόλογου)

γιατί δεν ήξερα (και δεν ξέρω, και μάλλον δεν θα μάθω ποτέ) τα συναφή τεχνικά : ο άνθρωπος που έδωσε τον χρόνο του, και τις γνώσεις του, και όλα τα ταλέντα του και τις ευαισθησίες του (για να μονταριστεί από τα μικρά dvd στα οποία είχε αρχικά γραφτεί αυτή η συνέντευξη) είναι ο αιφνίδιος φίλος από το φέϊσμπουκ (χρησιμεύει σε πολλά το φέϊσμπουκ) αλέξανδρος αγγελάκης στου οποίου το γιουτουμπικό «κανάλι» ανήλθε και το βίντεο.

παραθέτω συνοπτικά τα περιεχόμενα, όπως πολύ ωραία πέρασαν τα περισσότερα σε υπότιτλους :

00:05 – Παιδικά χρόνια στην κύμη, το αγοροκόριτσο, παιχνίδια στον δρόμο

κατοχή, οι τέσσερις σκοτωμένοι αντάρτες, «ο πρώτος άντρας που ερωτεύτηκα κατέβηκε από το βουνό πάνω στ’ άλογο»

«στον εμφύλιο οι γυναίκες που είχανε μπει στο αντάρτικο διαπομπεύτηκαν, τις κουρέψανε»

ζάκυνθος, η καθωσπρέπει νοοτροπία, «δεν τα πήγα καλά»

πρώτη γνωριμία με το θέατρο, ο θάνατος τού πατέρα

αθήνα, η φτώχεια, ο εμφύλιος, γυμνάσιο στο αρσάκειο («αντιπαθέστατο»)

δυο αγάπες : το θέατρο και το γράψιμο / στη σχολή του εθνικού, στη σχολή του κουν

27:03 – Η σύλληψη

27:58 – Μετά τη σύλληψη, βοήθεια από συναδέλφους, στο ραδιόφωνο με ψεύτικο όνομα, το βιβλίο της, η Ρούλα, ο Γιάνοσικ

36:25 – Ο φόβος χωρίζει τον κόσμο

τα ονόματα : όταν μπεις στην ασφάλεια βουλώνεις το στόμα σου αλλά φωνάζεις τ’ όνομά σου

η ρούλα («μήπως εγώ φοβάμαι το ξύλο, ο πατέρας μου μ’ έδενε στο δέντρο για να με μαστιγώσει»)

η ρούλα και τα σπίρτα

η πρώτη μαρτυρία για βασανιστήρια στο συμβούλιο ευρώπης, πέντε ώρες κατάθεση

η τόνια μαρκετάκη και μια ακριβής καταγραφή

παρίσι και μάης τού ’68

επιστροφή στην ελλάδα μέσα στην δικτατορία

μάλλιος : «επί τρεις γενεές θα πληρώνεις»

ειρήνη λεβίδου – «βρήκα δουλειά στο βιβλιοπωλείο της»

«κάτι κάναμε και τότε»

«η κατάσταση αυτή δεν εκφράζεται με κάποια πράγματα που έχουμε συνηθίσει σε μια κανονική ζωή»

δολοφονία μάλλιου, «σκατα» «εκείνον τον καιρό αν είχα εγώ όπλο θα τον σκότωνα η ίδια.»

αλλά θυμίζω και μερικά συνοπτικά «περιεχόμενα» που είχα αναρτήσει εδωμέσα, όταν ακόμα δεν μπορούσα να δείξω (παρά μόνο να μιλάω για) το υλικό αυτό :

«Με τό ίδιο πεισματωμένο γελάκι, ενώ μού αφηγείται στη συνέντευξη πλήθος πράγματα, δεν δέχεται να πει τόν τρόπο με τόν οποίο βγήκε, μετά τά βασανιστήρια και τή φυλακή “έξω”

( : για να καταθέσει στο συμβούλιο τής ευρώπης : εκείνη η κατάθεση για τά βασανιστήρια ήταν η αρχή τού τέλους για τούς “τίμιους αξιωματικούς” τής χούντας, ακολούθησαν κι άλλες, τής φίλης της νατάσας (μερτίκα), τού επίσης ηθοποιού περικλή κοροβέση, τού “λόγω καταγωγής υπεράνω υποψίας” γιάννη λελούδα – όμως η κατάθεση τής Κίττυς ήταν ένα απίστευτο χαστούκι στα τέρατα, γιατί ήτανε η πρώτη φορά που έφτανε στην υπόλοιπη ευρώπη μια φωνή “από πρώτο χέρι” για τήν κτηνωδία τού καθεστώτος τών “τίμιων ελλήνων εθνικιστών”) :

Πώς ταξίδεψες έξω, τής λέω

(ο ενικός οφειλότανε σ’ εκείνην : δεν γνωριζόμαστε από παλιά, στην αρχή δεν γνωριζόμαστε καθόλου, αλλά πολύ σύντομα εκείνη επέβαλε ενικό)

Πώς βγήκες έξω, με τό τραίνο να υποθέσω ; τής λέω.

Μέ κοιτάει με τό αυστηρό της ύφος – τό πιο αξιαγάπητο αυστηρό ύφος τού κόσμου : Αυτό, δεν θα σ’ τό πώ, μού λέει, και κάνει μια κίνηση με τό χέρι σαν κάτι να κλείνει ( : Τά ίδια συμφραζόμενα πάλι : “μπορεί να ξαναχρειαστεί και σε άλλους στο μέλλον” εννοεί – και δεν έχει σκάσει μύτη ακόμα η συμμορία τών νεοχουνταίων με τό εκατομμύριο ψήφους.)

παρόμοια (αλλά όχι και ακριβώς ίδια) ήταν όμως η σιωπή της και όταν εξηγούσε τό γιατί γύρισε από τήν δυτική ευρώπη μέσα στη χούντα ξανά στην ελλάδα : (Αυτό τό κομμάτι τού θάρρους της είναι που μού φαίνεται πραγματικά απίστευτο : )

Λέει διάφορα, για τό πώς τήν υποδέχτηκε η ασφάλεια από τ’ αεροδρόμιο κιόλας, τί τής είπαν οι μάλλιοι–μπαμπάληδες, πώς τήν απείλησαν (ήταν δύσκολο λίγο να τήν αγγίξουν πάλι, και τό ξέρανε αλλά οι απειλές, απειλές.)

Μού εξηγεί, σαν παιδάκι που θέλει να προλάβει να μην τό μαλώσουν οι μεγάλοι : μπορούσα να μείνω στη γαλλία, να κάνω εκεί καριέρα, τό σκέφτηκα και τό προσπάθησα στην αρχή : αλλά σιγά–σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσα : δεν μπορούσα να ’μαι εγώ καλά, κι αυτοί εκειμέσα, στην κόλαση. Ήθελα  να ’μαι κι εγώ μαζί τους –

Συνεχίζει για λίγο έτσι τήν αφήγηση : Τίς απειλές απ’ τούς αρχιασφαλίτες, τήν επίγνωση ότι δεν θα μπορούσε τώρα ουσιαστικά να κουνηθεί : Θα τήν παρακολουθούσαν συνεχώς. Θα ήταν όμως μαζί με τούς άλλους στο καμίνι τής κόλασης κι αυτή, κι αυτό τής έφτανε.

(Νόμιζα ότι τελειώσαμε : και ξαφνικά προσθέτει :  Πάντως δεν κάτσαμε και τελείως στ’ αυγά μας (προσέξτε τόν πληθυντικό : ) (έχει η γραμματική ηθική ; Έχει.) : κάτι λίγο κάναμε πάλι. Τί κάνατε δηλαδή, ρωτάω κατάπληκτη : Δεν απαντάει, κουνάει τό χέρι της μ’ εκείνην τήν ίδια κίνηση τέλους όπως και στ’ άλλα : δεν θα μού πει :

Εδώ, είναι η Κίττυ Αρσένη ολόκληρη : εδώ που δεν καλύπτει απλώς, δεν φυλάει απλώς τά όπλα της για τό (φριχτό και πιθανό, – στην ελλάδα βρισκόμαστε) μέλλον :

εδώ είναι η Άνθρωπος που συχαίνεται, αποκλείει, απορρίπτει από τή ζωή της τόν αυτοέπαινο τήν αυτοπροβολή τήν αυτοδιαφήμιση τήν αναρρίχηση, εν ολίγοις τή φτήνεια : η άνθρωπος που είχε αδελφό εν ενεργεία τσάρο οικονομίας και κανείς δεν τό ’ξερε κανείς δεν τό φανταζόταν : η Κίττυ τής αξιοπρέπειας και στα μικρότερα, αυτής τής ηθικής ιδιότητας που περπατάει στην αγορά μαστιγωνόμενη γελοιοποιούμενη εξαφανιζόμενη και τελικά σήμερα δολοφονούμενη.

τελευταίο κάτι, εικαστικά σχεδόν, ανάλαφρο :

όσοι έχετε διαβάσει τό βιβλίο της, ξέρετε για τήν περίφημη χοντρή συγκρατούμενη Ρούλα, και τό πώς μπλοκάριζε στην κυριολεξία τούς ασφαλίτες με τήν υποκριτική και τό θέατρο που ’παιζε συνεχώς, μέσα στην απομόνωση και μέσα στ’ ανακριτικά γραφεία ( : η Κίττυ καθώς τά διηγείται, μπορείς να διακρίνεις ότι έχει κι έναν καθαρά επαγγελματικό θαυμασμό για τήν υποκριτική τής λαϊκής κοπέλας) :

πρωταγωνιστεί όμως, κυρίως, εδώ, τό “μαύρο τού σπίρτου” :

τά σπίρτα στην απομόνωση μετατρέπονταν σε γραφική ύλη, αφού δηλαδή τά ανάψεις, και τά μεταστοιχειώσεις σ’ ένα μικρό λεπτό καρβουνάκι, με τό οποίο θα γράψεις σ’ ό,τι χαρτί εξοικονομήσεις, και θα τό κρύψεις με κάποιο τρόπο κάπου, και θα τό στείλεις στους “έξω” ως μήνυμα

η Κίττυ είχε ιδιαίτερο κέφι στην διάρκεια τής συνέντευξης τήν ώρα που αφηγούνταν λοιπόν τό μάθημα που πήρε από αυτήν τήν περίφημη Ρούλα ως προς εξοικονόμηση διάρκειας και μεγέθους σ’ αυτήν τήν πολύτιμη φυλακισμένη γραφική ύλη : “Έτσι τό ανάβεις και έτσι τό κρατάς, μού είπε διδακτικά η Ρούλα” (μού είπε η Κίττυ, και ψάχνει να βρει τώρα στο σπίτι ένα κουτί σπίρτα : για να μού δείξει : και παίρνει τό σπίρτο και τό ανάβει, και τό γυρίζει κάθετα ώστε να μη σβήσει γρήγορα αλλά να κάψει όσο γίνετα πιο κάτω τό ξύλο του : Ανάβει ένα και τό κοιτάει να καίγεται ώς τά κάτω, σχεδόν ώς τά δάχτυλά της : βλέπεις ; μού λέει. Κι ανάβει κι άλλο, κι άλλο : Κοιτάει τίς φλόγες με αγάπη. Βλέπεις ; μού λέει.)

κοιτάει τίς φλόγες και τούς χαμογελάει.

ύστερα μού λέει κοιτώντας ίσια μπροστά : Όποτε και να κοιτάξω σπίρτα, όποτε και να πιάσω σπίρτα στα χέρια μου, από τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην σκεφτώ και να μη δω μπροστά μου τή Ρούλα.

(Ξανασυναντηθήκατε ποτέ ; τή ρώτησα. “Μια φορά, στις αρχές τής μεταπολίτευσης, συναντηθήκαμε όρθιες κι οι δυο σ’ ένα λεωφορείο μέσα, μού είπε : Κοιταχτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Καταλαβαίνεις. Μετά τήν έχασα”).»

.

.

.

.

.

.

. . . . . . ………………………………………………………. ………………………..άλλα για την κίττυ αρσένη : «κίττυ αρσένη, marginalia», «οδός κίττυς αρσένη»

.

.

.

25 Απριλίου 2016

μεθ’ υμων με θυμον μετα θυμου και ανυποληψεως

 

 

 

βρεθηκα χτες το απογευμα στο κολωνακι και φοβαμαι οτι θα φανω μιζερη και μικροψυχη με τη σημειωση που θα κρατησω τωρα αλλά δεν ειναι αυτος ο σκοπος, για την αφελεια μου θελω να μιλησω και για το πώς ακομα εκπλησσομαι μερικες φορες μολονοτι κατα βαση τιποτα πλεον δεν με εκπλησσει λεω, λοιπον δεν ηταν εντελως τυχαια που βρεθηκα, βασικα ηταν μια μερα με πολλες δουλειες και οταν εχω πολλες δουλειες ο κανονας ειναι παντα να περναω στο τελος κι απο το χωριο μου, ετσι το λεω γιατι εκει οντας η πατρογονικη μου κληρονομια και η παιδικη γειτονια μου, και μολονοτι απο μικρη την απαρνηθηκα και την εγκατελειψα ασπλαχνα (για τη μαμα μου τουλαχιστον) δεν εχω ομως κι αλλο χωριο, οπότε όποτε πολλα να κανω εξω εχω, εκει πηγαινω στο τελος για δουλειες και για ψωνια και στην αρχη εκανα οντως μερικα ψωνια, επρεπε να παρω κι ενα δωρο για μια φιλη μου, πηρα και κατι κρεμες σωματος και προσωπου (ενα απ’ τα πραγματα που μου ’μαθε η μανα μου ηταν οτι οι γυναικες δεν πρεπει να φοβωνται να φροντιζουν το δερμα τους – και εδω που τα λεμε αυτο ειναι σωστο, και ειναι καλό που μου το ’μαθε μόνο που δεν το ’κανε για μενα, αλλά ειχε η ιδια εναν μεταφυσικο φοβο για τα ασχημα γεραματα στη ζωη ολων – και τη ζωη της) πρωτα κρεμες λοιπον, και μετα στο ωραιο μαγαζι για σοκολατακια, κι ισως και κατι αλλο ακομα που τωρα δεν το θυμαμαι, και εμεινα λοιπον βασικα καταπληκτη με τον καταπληκτικο τροπο που βρηκαν τοσο γρηγορα οι επιχειρηματιες να φοροδιαφευγουν παλι – ενω στην αρχη δηλαδη τού μετρου ολα τα μηχανηματακια για να πληρωνεις με καρτα δούλευαν, σιγα–σιγα ανακαλυψα οτι βρηκαν παλι οι απατεωνες (ολοι οι επιχειρηματιες στη χωρα κατα περιεργο τροπο ειναι απατεωνες) εναν τροπο να ξεφευγουν – την αρχη την εκανε το υποκαταστημα τού οτε (που δεν δεχοταν την καρτα μου με τιποτα, ενω η καρτα μου δεν ειχε, οπως αποδειχτηκε αργοτερα, κανενα προβλημα) και μετα, χτες για την ακριβεια, σε κανενα μαγαζι πια η καρτα μου δεν δουλευε : ενω δουλευε μια χαρα οταν πηγα στο ατιμί (εγω ατιμί το λεω, και οι πωλητριες ειδικα, οταν το ακουσουν κοιτανε πολυ ειρωνικα, κι αυτο με διασκεδαζει εγω αντιθετα τις κοιταω με αγαπη και οικτο) και σηκωσα τα λεφτα που δικαιούμουν και επρεπε, κι ομως στα μαγαζια που πηγα ολα μού ειχαν βγαλει την καρτα σκαρτη, αλλά σκαρτο ηταν το μηχανημα τους γιατι βρηκαν εναν τροπο δηλαδη να του κανουν καποιο κολπο και να το αχρηστευουν – κι αυτες ειναι οι στιγμες που ευχεσαι κατι αστειο κινηματογραφικο, να βρεθουνε ας πουμε πολλες πελατισσες μαζι την ιδια ωρα στο ιδιο μαγαζι και να χαρειτε την αμηχανια και την ντροπη τους των απατεωνων, αλλά ποτέ δεν γινονται αυτα, πληρωσα τοις μετρητοις, και βρηκαν παλι τροπο να φοροδιαφευγουν κι αυτο με θυμωνει πολυ, η ιδεα οτι νομιζουν οτι μπορουνε να κοροϊδευουν κι οτι νομιζουν οτι οι υπολοιποι ειμαστε ηλιθιες –

και καθως περιφερομουνα απο τη σκουφα στην πατριαρχου ιωακειμ και παλι πισω για να σηκωσω λεφτα απ’ την τραπεζα και να συνεχισω τις δουλειες μου προσεξα κατι πολυ περιεργο, εναν τροχονομο να ρυθμιζει την κινηση – και μου φανηκε πολυ παραξενο γιατι δεν χρειαζοτανε τροχονομος εκει, υπηρχαν φαναρια, και ποτέ δεν στεκοταν τροχονομος σε κεινο το σημειο – και καθως μού ειχε περασει πια ο θυμος και ειχαν τελειωσει οι δουλειες μου και ξαναπηγαινα στη σκουφα για να κατσω στο καφενειο να πιω εναν ωραιο καφε, επειδη ειχα ηρεμησει πια και εβλεπα λογικοτερα και καθαροτερα, ειδα οτι υπηρχαν κι αλλοι τροχονομοι, τι στα κομματια, δυο–δυο και τρεις–τρεις μαζεμενοι, για να κανουν παρεα ο ενας στον αλλον ητανε, τί ητανε, ηρεμοι ητανε, διαδηλωση δεν γινοτανε – δεν υπηρχαν φωνες, μεγαλη ησυχια επικρατουσε, και οπως ανεβαινα προς το καφενειο εβλεπα τη σκουφα αδεια δεν υπηρχαν αυτοκινητα μεχρι που ενα μπουλουκι κοσμος φανηκε στο βαθος σταματημενος σαν να περιμενε, πολυ περιεργος κοσμος, δεν ηταν διαδηλωση, κοσμος καταμαυρος, ολοι μαυροι, τί διαολο, πολυ μού εξαπτεται η φαντασια σε κατι τετοιες περιπτωσεις, και μια γριουλα ηταν εξω απο την εβγα και κοιταζε κι αυτη προς τα πανω προς τον κοσμο οπως και αλλοι σκορπιοι στα πεζοδρομια κοίταζαν προς τα πανω προς τον αη διονυση και της λεω με συγχωρειτε μηπως ξερετε τι γινεται, και μου λεει η κηδεια τού αρσενη, και ετσι καταλαβα και ησυχασα – διοτι οταν η κατασταση ειναι αγνωστη ολα ειναι δυνατα, αλλά οταν παρει ενα ονομα, οι δυνατοτητες περιοριζονται, και ετσι μπορεις να κάνεις σχέδια ανετα απεναντι στην πραγματικοτητα, να κανονισεις κι εσυ την πορεια σου και να πας να πιεις ησυχα εναν καφε – αλλά αναγκαστικα θα πλησιαζα πολυ τον ησυχο και ακινητο αυτον κοσμο γιατι το καφενειο μου ειναι εκει κοντα και ετσι αρχισα να παρατηρω, καταρχας πόσο ακινητοι ητανε, και κατα δευτερον πόσο πολυ κολωνακιωτες ητανε και ντυμενοι με τα καλυτερα τους, και κατα τριτον πόσο αμηχανοι ητανε απεναντι στο γεγονος μιας συναθροισης, δεν ητανε ατομα συνηθισμενα να βρισκονται ολοι μαζι σαν πληθος, το πληθος τούς ξενιζε, σαν να ηθελε ο καθενας να κανει επιδειξη σε πασαρελα τού εαυτου του, και επιδειξη ολης της υποβοσκουσας εχθροτητας, αντιπαλοτητας, μίσους, απανθρωπίας, διαχωρισμου, οπως σε μια επιχειρηση, εβλεπα δηλαδη τους επιχειρηματιες μαζεμενους, ολους αυτους που φοροδιαφευγουν, ολους αυτους που ’χουν τα μαγαζια που με κοροϊδευουν, ολη αυτη τη ζωη που σιχαινομαι : και ομως ολοι αυτοι πενθουσαν, ειχαν τωρα ολοι δικαιωμα να γινουνε σεβαστοι, μού θύμιζαν επισης το πασχα στην εκκλησια του αγιου νικολαου ή στη ριζαρειο οταν ημουνα μικρη που διασκεδαζα με την επιδειξη κουστουμιων φορεματων και θλιψης και τα δηθεν κατηφή ύφη στον επιταφιο και τα μετρημενα δηθεν χαρουμενα πανω–κατω τής λαμπαδας στην ανασταση, και τα κουνηματα τού κεφαλιου και τους ευγενικους και μετρημενους χαιρετισμους τού ενος οικογενειαρχη προς τον αλλον, και τα υποτονθορισματα και ψιθυρισματα που ομως ακουγοντουσαν περιφημα και παντα, απο εμας τα παιδια, του καθενος προς τη γυναικα του, εκεινος ειναι ο ταδε, αυτος ειναι ο αλλος, τι κανετε κυριε προεδρε, χαιρετε κυριε διοικητα, ω αγαπητε μου, υπηρχαν και μερικοι καθηγητες πανεπιστημιου που χρησιμοποιουσαν ακομα και δοτικη, καταλαβες αγαπητε μοι, τι γελιο που καναμε, παραλιγο να φαμε και ξυλο σε κατι τετοιες περιπτωσεις, και τελος παντων εγω θα πηγαινα για καφε – και οταν ηρθε ο καφετζης τού λεω με κοινωνικο υφος, ουτε που ξερω ακριβως γιατι, ειναι η κηδεια του αρσενη ε ; και μου λεει κι αυτος πολυασχολος κοιτωντας προς τη γωνία της σκουφα ναι τωρα μολις εφυγε ο τσιπρας – και τοτε επαθα τη δευτερη κριση θυμου και μού ηρθε νταμπλας και θυμηθηκα επιπλεον και τη μαυρη γυαλιστερη υπερκουρσα που αποχωρησε μολις πριν, με τους μαυρους γυαλιστερους τροχονομους μαζεμενους πεντεξη τριγυρω της που κουνουσανε και σα μαριοντετες τα χερια

και οφειλω να εξηγησω οτι δεν εχω τιποτα εναντιον του συγκεκριμενου ανθρωπου που πεθανε και ουτε μου ηταν ιδιαιτερα αντιπαθης, και τα κατσε καλα γερασιμε εγω τα ακουγα σαν πολυ πληκτικα και βερεσε διοτι ειναι η φυση τω πραματω τετοια που αποκλειεται οποιαδηποτε κινηση στα παιδευτικα πλεον να γινει, εδω και ετη πολλα, χωρις να σηκωθει σκονη και βουητο και χαλασμος και κουρνιαχτος – και ουδεις ξερει πλεον τι πρεπει ή τι δεν πρεπει να θελει να γινει ή για ποιο λογο να φωναζει ή αντιθετως να καθεται καλα, και τα παιδια ειναι λογικο πλεον να φωναζουν ακομα και ανευ λογου και να κανουν απεργιες απο τα μαθηματα καθοτι τα μαθηματα ειναι τοσο αιωνια πληκτικα και βαρετα και βλαβερα και εφοσον δεν διακρινεται διεξοδος απο ετη πολλα καμία, και συνεπως δεν ειχα τιποτα εναντιον του ανθρωπου

αλλά παρ’ ολ’ αυτα θυμωσα και προσπαθησα να καταλαβω γιατι θυμωσα και μαλιστα τοσο πολυ, να καταλαβω δηλαδη για να μπορεσω μετα να πιω τον καφε μου ησυχα, και κατεληξα οτι μαλλον ειχα θυμωσει διοτι ο κυριος αυτος που ηρθε εδω με την αριστοκρατια να πενθησει δεν ειχε παρει τα ποδια του να παει να πενθησει οταν επρεπε την αδελφη τού διάσημου μετασταντος, σε κεινη την κηδεια με τον λιγοστο κοσμο και τους ελαχιστους πολιτικους που ητανε ομως μια κηδεια πολιτικη και ο τωρα μεταστας μαζι με τους υπόλοιπους συγγενεις ειχε σταθει ορθιος πανω απ’ το φερετρο για οση ωρα κρατήσαν οι λογοι, και δεν κρατήσαν και λιγο, και φαινοταν συντετριμμενος οπως ητανε και ολοι αλλωστε, παλιοι συναγωνιστες και αριστεροι κι οχι του κωλου υπουργαρες και χαλκινα και πνευστα και μπαντες του δημου και τροχονομοι, και ετσι σιγουρα τα ηθελε η ιδια η Κιττυ, χωρις τηλεορασεις και κουστουμια

και γιναν ολοι οι θυμοι της μερας με τις κοροϊδιες ενα ολοι μαζι ενω ηξερα συγχρονως οτι εχω και αδικο, διοτι απο πού κι ωσπού να φταιει ενας αμορφωτος ψευτοαριστερος της δεκαρας που μεγαλωσε με ηρωες της αυταρχιας και της καταστολης απο πού κι ωσπού να ξερει την Κιττυ αφου αλλοι ητανε οι ηρωες του αυτουνου, κανας ζαχαριαδης κανας κολλιγιαννης κανας φαρακος, κανας ηθικον ακμαιοτατον, κανας τετοιος μαλακας τελος παντων, που του εμαθε να ψοφαει για υπουργιλικι και πρωθυπουργιλικι και να υποκλινεται στις υπουργαρες ζωντανες ή νεκρες, τί φταιει που δεν ηξερε να υποκλιθει στην Κιττυ αφου αυτα τού αξιζουνε, αυτες τις ρεβεραντζες ποθει η ψυχη του και γι’ αυτες κλαιει, τι φταιει αυτος αν οπως ανεχομαστε την κοροϊδια με τα μηχανακια της εφοριας, ανεχομαστε την κοροϊδια αυτουνου και τον ψηφιζουμε, κι οπως εκανα αυτες τις μαυρες σκεψεις άρχισαν και να ηχουν τα τυμπανα και να παιζουν πενθιμοτατα τα χαλκινα εμβατηρια, και χαλασε ο κοσμος απο τα ριγη και τα πενθη, και χτυπήσαν κι οι καμπανες στη διαπασων και με ξεκουφαναν την ωρα που προσπαθουσα στα μαυρα χάλια να πιω τον καφε μου

 

 

 

ημερολογιο της 21ης απριλιου 2016

ο τιτλος παρμενος απο ενα ενωτιον του στρατη δουκα – εκεινος μού επισημανε οτι το μεθ’ υμων και το με θυμον, αν τ’ ακους μόνο, δεν διαφερουν.

 

 

 

πηγη

 

 

 

2 Οκτωβρίου 2013

οδός κίττυς αρσένη

.

 

1

   ο θάνατος τό έστρωσε * κανονικά φέτος : και δεν εννοώ τώρα τήν τελευταία δολοφονία και τόν συνεπακόλουθο βαρύ τραυματισμό τής ανερχόμενης νεοχούντας (μακάρι να μπορούσε κανείς να μιλήσει και για οριστικό θάνατο εδώ) αλλά εγώ έχω μείνει σε προηγούμενα διότι στους κήπους κινούνται όλα αργά κι είμαι και στα πιο πριν εγώ (και θα πω κάτι ελάχιστο μόνο στο τέλος για τά μετά (αν κι έχω έναν πειρασμό να πω τώρα αμέσως περισσότερα, και πολλά και διάφορα, για τή σημειολογία να πούμε τής εικόνας που είδα χτες τών σιδηροδέσμιων υποψήφιων δικτατόρων)) σκέψεις λοιπόν τώρα, και μόνο σημειώσεις, σύντομες όπως κρατήθηκαν σα συνέχεια τού προηγούμενου με αφορμή τήν απώλεια τής τίμιας μορφής : τής γυναίκας που πολέμησε τόν φασισμό με όλο της τό σώμα τή σκέψη τό κουράγιο και τήν καρδιά :

 

2

   τό ίδιο τό πρωί τού απογεύματος που θα γινόταν η κηδεία τρέχοντας για τίς γραφειοκρατικές αρλούμπες που έχουν μονοπωλήσει τόν χρόνο μου φέτος μετά τόν θάνατο τού στέφανου, έχασα μες στη ζαλάδα μου κάτι δρόμους στο κέντρο τής αθήνας, και κάθε φορά που τό παθαίνω αυτό αισθάνομαι σα να βρίσκομαι σε εχθρική χώρα : για να προσανατολιστώ αναγκάστηκα να ξανακάνω τήν πορεία ενός κυνηγητού μετά από μια διαδήλωση, ενώ ο κόσμος γύρω ήσυχος έκανε τά ψώνια του, και ξαναγύρισε τότε πάλι ο άλλος κόσμος, που στον έναν δρόμο έτρεχε κυνηγημένος κι έμπαινε στον άλλον δρόμο που ο κόσμος εκεί ήσυχος έκανε τά ψώνια του : ύστερα πήρα ταξί κι ο ταξιτζής (μεγάλης ηλικίας και άσχημο πρόσωπο) μού ανέλυσε τήν πολιτική κατάσταση λέγοντας ότι η χούντα είχε αναγκάσει τούς εφοπλιστές να δώσουν λεφτά στο κράτος. Τό απόγευμα ήταν η κηδεία τής κίττυς κι αναγκαστήκαμε να πάρουμε με μια φίλη ταξί προς μαρούσι, κι η ρηνιώ (που ο χρόνης τήν άφησε στα τέλη τού ’12 – παλιοχρονιές συνέχεια) θέλησε να μάθει στον ταξιτζή (νέος αυτός, με πρόσωπο συνηθισμένο) ποια κηδευόταν σήμερα : εκείνος φώναξε τότε με καμάρι ότι δεν ξέρει κανέναν πολιτικό, τόν μόνο που ξέρει από πολιτική είναι ο ανδρέας παπανδρέου, που ήτανε τσίφτης και ωραίος, και άρεσε και στις γυναίκες : (η ίδια μού είχε αφηγηθεί πώς ο χρόνης στην πρώτη του σύλληψη 18 χρονών και άπειρος, πληγώθηκε που ο κόσμος τόν έβλεπε σιδηροδέσμιο και συνέχιζε να κάνει τά ψώνια του κι ο χωροφύλακας τού είπε : Τούς βλέπεις ρε ; δεκάρα δε δίνουν για σένα – κι εκείνος, λέει, κρατήθηκε μπροστά του και έκλαψε μόνος του, τής είπε μια μέρα, πολύ μετά) : παράλληλα σύμπαντα που δεν συναντιώνται κι ούτε ξέρει ο ένας τή διάλεκτο τού άλλου, από γεννησιμιού γήινοι όλοι πάντως : τώρα οι μισοί, μεταλλαγμένοι αρειανοί θυμούνται πράγματα που στο σύμπαν τών άλλων δεν υφίστανται : πράγματα που κανείς ποτέ δεν γνώρισε και δεν έμαθε ούτε σα λέξεις : «αν τό βιβλίο τής κίττυς είχε μπει στα σχολεία» πάω να πω, και τήν ίδια στιγμή ο ταξιτζής μού υποβάλλει τήν άποψη ότι μιλάω κινέζικα : μπορεί η κρίση να τόν έχει τσακίσει αλλά δεν πρόκειται να μάθει τίποτα ούτε πριν ούτε μετά απ’ αυτήν : έναν αρειανό περιμένει, να τά φέρει όλα στα ίσα τους, να ξαναγίνει κι ο ίδιος ωραίος.

     Στην εκκλησία γίνεται μια άλλη κηδεία, ρωτάμε έναν καντηλανάφτη και μάς λέει ότι έχουν στήσει μια τέντα για τήν πολιτική παρακάτω, μάς δείχνει και τόν δρόμο : μια άσπρη τέντα μέσα στον ήλιο (η μέρα είναι ωραία, αν είναι δυνατόν) πολλά καθίσματα μπρος και πίσω, πολλά στεφάνια, και πολλά λουλούδια μπροστά : γύρω απ’ αυτό τό απαίσιο ξύλινο πράγμα – διαπιστώνω ότι έχω βάλει μπροστά τή γνωστή μέθοδο να μη βλέπω καλά, δεν είναι η Κίττυ εκειμέσα. Τέτοια απομόνωση ούτε στην απομόνωση, ακόμα και στο κελί χώραγε και η χοντρή Ρούλα μαζί της. Και ξαπλωμένη, και τελείως ακίνητη ; η Κίττυ δεν μπορεί εκειμέσα. Η τελετή είναι για τούς τύπους, τήν βλέπω αλλού. Και ούτε βλέπω, ούτε αισθάνομαι καλά – είναι όλα αποσυνδεμένα, σαν άσχετη κάνω άσχετες σκέψεις, βλέπω άσχετα : έχουμε έρθει νωρίς, και μπορούμε να διαλέξουμε κάθισμα, διαλέγουμε τρία στη μέση να ’χουμε και σκιά : ο παλιός φίλος τής Ρηνιώς από τά χρόνια τής παρανομίας και τών εξοριών μού λέει ποιος είναι ο καθένας απ’ αυτούς που έρχονται να τούς χαιρετήσουν : πολλά στεφάνια, πολλά καθίσματα, ακόμα άδειος ο χώρος σχετικά, σκέφτομαι συνέχεια άσχετα : βλέπω τά καθίσματα να γεμίζουν, σε μια ώρα θα ’ναι φίσκα, και θα ’ρχονται κι άλλοι, θα γεμίσει γύρω με όρθιους, και πίσω όσο παίρνει τό μάτι όρθιοι, πολλοί : από αυτούς που ξέρω πάντως, από αυτούς που τριγυρνάνε στην τηλεόραση όλη μέρα, ελάχιστοι, από τό κόμμα τής αριστεράς που ετοιμάζεται να γίνει κυβέρνηση εγώ βλέπω τόν Γλέζο, από τό άλλο τής αριστεράς στο οποίο είχε ρίξει τήν (τελευταία της) ψήφο εμπιστοσύνης η Κίττυ, πάλι λίγοι : αλλά φυσικά οι παλιές συγκρατούμενες : σκέφτομαι ότι τά παιδιά – τί κνίτες και ξεκνίτες – που ανέρχονται στην πολιτική δεν έχουν μάθει να σέβονται – εκείνες που ρισκάρισαν τό σώμα και τή ζωή τους κάποτε (όχι και τόσο παλιότερα) για να μπορεί να βρίσκονται αυτοί σήμερα εδώ, βουλευτές κι υποψήφιοι για πρωθυπουργοί : σκέφτομαι ότι αν η «αριστερά» σήμερα δεν είχε αυτό τό πρόσωπο, και δεν μετρούσε με κόμματα κι αποκόμματα αυτές που πολέμησαν  με νύχια και με δόντια  τούς φασίστες κάποτε (όχι και τόσο παλιότερα) δεν θα σήκωνε σήμερα ο φασισμός πάλι κεφάλι : έτσι που ο θάνατος συνεχώς να τό στρώνει : σκέφτομαι συνέχεια άσχετα : αυτά τά τελευταία χρόνια που τήν χτύπησε η αρρώστια τήν Κίττυ, είναι ακριβώς τά χρόνια με τήν άνοδο τού μισού εκατομμυρίου αθώων : αυτός ο αριθμός τών μαύρων ψήφων πρέπει να ήταν για τήν Κίττυ ένα χαστούκι, μια ύβρις στα νεύρα τούς μύες τίς ίνες και τά κόκκαλα που τσακίστηκαν από πολύ δυνατότερα χαστούκια στην ταράτσα και βγήκαν τότε νικηφόρα : – η Κίττυ τό λίγο που τή γνώρισα είδα ότι είχε μια απόλυτη, πεισματική, ήρεμη και αδυσώπητη ταύτιση με τήν ελευθερία, και τήν ιστορία αυτής τής χώρας – τήν είχα δει να τραγουδάει τόν εθνικό ύμνο στην καισαριανή σε μια επέτειο τών εκτελέσεων, χαμένη μες στον κόσμο, έτσι ήσυχη ήρεμη και πεισμωμένη με τό τζην της : είχε μια απόλυτη ταύτιση με τήν ελευθερία η Κίττυ, ήτανε μέρος τής ζωής της αυτό τό πράγμα, θυμάμαι που μού διηγότανε ότι ο πρώτος έρωτας στη ζωή της ήτανε ένας αντάρτης που τόν είχε δει μικρό κοριτσάκι να κατεβαίνει απ’ τό βουνό πάνω στ’ άλογο, μέσα στην κατοχή : για τήν Κίττυ η επιδίωξη τής ελευθερίας ήτανε η επιδίωξη τού έρωτα από μια άποψη : ασυμβίβαστου εντελώς όμως : ο έρωτας άλλωστε ποτέ δεν είναι μοναχικός, κι ας λέει ό,τι θέλει η ηθική μας, ο έρωτας θα σέρνει πάντα κι ένα πλήθος μαζί του : κι αυτό τό πλήθος είχε η Κίττυ πιστεύω να τήν στηρίζει στην απομόνωση, αυτό τό πλήθος που σαν να προστάτευε τή συνείδησή της, και που αυτή η συνείδηση τό εξιδανίκευε : κι όταν έγινε ο (φαύλος) κύκλος κι η χούντα έσκασε μύτη πάλι ξανά, κι αυτή τή φορά με τό θράσος τών ψήφων (τού ζοφερού μισού εκατομμύριου), η Κίττυ είτε τό ’λεγε είτε δεν τό ’λεγε, δεν ξέρω, (με τό χιούμορ που είχε υποψιάζομαι ότι θα τήν κορόϊδευε αγρίως τή σκέψη μου) ( : «δεν μέ νοιάζει εμένα τό εκατομμύριο για τή χούντα, αυτούς τούς ψήφους η χούντα, και περισσότερους, τούς έπαιρνε κι από παλιά, είτε τό ’λεγαν είτε δεν τό ’λεγαν», θα μού έλεγε) (και θα ’χε δίκιο άλλωστε : τά παράθυρα γύρω απ’ τήν Μπουμπουλίνας που κλείσαν ερμητικά για να μην ακούνε τά ουρλιαχτά από τά βασανιστήρια, προάγγελος αυτού τού πλήθους «αθώων» δεν ήτανε ; ) αλλά εγώ σκέφτομαι τώρα άσχετα : η Κίττυ, η παντοδύναμη, τήν άνοδο αυτή πρέπει να τήν ένιωσε σαν τό τελευταίο και χειρότερο βασανιστήριο πάνω στα νεύρα, τό σώμα, και τό μυαλό της : οι χρόνοι δηλαδή συμπίπτουν : και πρέπει να τό πήρε σαν μια απόρριψη τού έρωτα που τήν κρατούσε ζωντανή στα πιο δύσκολα : μπροστά σ’ αυτήν τήν γελοία απόρριψη τά γενναία της αντισώματα είναι που πιστεύω ότι κάνανε πίσω : αποσύρθηκαν στα ενδότερα και τώρα κείνται σ’ αυτό τό κουτί.

   Ο συνολικός έρωτας, όσο είναι παντοδύναμος, άλλο τόσο επικίνδυνα ευάλωτος είναι : βλέπω πλήθος κόσμου να στριμώχνεται, να συνωστίζεται στα πλάγια τής τέντας κατεβαίνοντας προς τήν αντίθετη φορά και φεύγοντας : είναι λοιπόν η άλλη κηδεία που ’χει τελειώσει (εκείνη τής εκκλησίας) : ρίχνουν περίεργες ματιές στους καθισμένους κάτω απ’ τήν τέντα, και μια γυναίκα με χρυσαφικά ρωτάει με θράσος : Τί είν’ αυτό ; εβραίικη κηδεία είναι ; Δεν ακούει τήν απάντηση που τής δίνουνε, φεύγει συνωστιζόμενη (είναι και η μαρία ρεπούση άλλωστε εδώ) και προχωράει γελώντας σαρδόνια. Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο, πιο εύθραυστο κατασκεύασμα απ’ τόν συνολικό έρωτα. Τά χρυσαφικά και τά μυαλά τής κυρίας που γελάει με τούς εβραίους συμπυκνώνουν, κάτω απ’ τόν μαύρο ήλιο, τούς ψήφους τών αθώων ελλήνων που δεν είναι ρατσιστές.

   Δεν βλέπω κάμερες, οι τηλεοράσεις δεν ασχολούνται με τό παρελθόν ακόμα κι όταν είναι παρόν ( : Σε λίγες ώρες οι φασίστες θα σκοτώσουν πάλι έναν άνθρωπο, και όλοι θ’ αρχίσουν πάλι να εκπλήσσονται). Μάλλον είμαι η μόνη που τραβάει φωτογραφίες, κι αισθάνομαι πολύ άσχημα, δεν έχω καμία διάθεση να κάνω τή ρεπόρτερ, γι’ αυτό δεν έχω φέρει και τήν κάμερα άλλωστε, αλλά τώρα κάποια πράγματα θέλω να τά κρατήσω : Συνωστίζομαι μες στους συνωστιζόμενους, τό πλήθος έχει τώρα μεγαλώσει πολύ κι αισθάνομαι άσχημα να πηγαινοέρχομαι κραδαίνοντας τό κινητό λες κι όλο αυτό μπορεί να χωρέσει να απλοποιηθεί να ισοπεδωθεί εκειμέσα : παίρνω ελάχιστες φωτογραφίες, τήν όλγα τουρνάκη που τήν είχα ζήσει στην παράσταση που δώσανε με τήν κίττυ για τό «οδοιπορικό με τήν κλυταιμνήστρα» – τώρα έχει τό καθήκον ν’ αναγγέλλει τούς ομιλητές – τά βγάζει πέρα – , τή νατάσα μερτίκα που έχει λες εξαφανίσει τό ύψος της και τό σώμα της ολόκληρο (αυτό που άντεξε τά βασανιστήρια σε κείνη τήν ταράτσα, εκεί ακριβώς που έχασε και τό παιδί που κουβαλούσε μέσα της) : έχω ακούσει τή νατάσα να μιλάει για τήν κίττυ παθιασμένα, σα χείμαρρος – τώρα είναι καταπτοημένη, σχεδόν σιωπηλή, διαβάζει απλώς απ’ τό βιβλίο τής κίττυς κάτι σελίδες – τή μπούμπα δημητροκάλλη, που ήταν παιδική φίλη τής κίττυς και διηγείται ιστορίες απ’ τό σχολείο τους, και δεν μπορεί να συνεχίσει ώς τό τέλος και κλαίει (η μπούμπα (που είναι αδελφή τού μανόλη γλέζου αλλά δεν τό ’ξερα όπως δεν τό ξέρουν φαντάζομαι και άλλοι) θα πει όμως και κάτι που επιβεβαιώνει τή σύμπτωση εκείνη τών χρόνων : η Κίττυ τών Τελευταίων Ωρών τή ρώτησε λέει, Από ποιο ποίημα τού σεφέρη ήταν ο στίχος «τό καράβι που ταξιδεύουμε τό λένε αγωνία» : θέλω να πω δηλαδή, δεν είναι τόσο σημαντικό τό ότι ήθελε να θυμηθεί τόν τίτλο, όσο τό πως θυμότανε πολύ καλά τόν στίχο ως «ταξιδεύουμε» (πληθυντικός αριθμός πάντα) μαζί με τό «αγωνία». (Και η μπούμπα δημητροκάλλη δεν μπορεί να τά πει ώς τό τέλος))

   κλαίει πολύ, σχεδόν συνέχεια, κι ο γιάννης μεντζικώφ, όταν μιλάει για τήν κίττυ ως θεατράνθρωπος. Οι υπόλοιποι είναι κάπως πιο ψύχραιμοι. Μπροστά απ’ τό απαίσιο κουτί (τό πνιγμένο στα λουλούδια) στέκεται μια ομάδα από παιδιά που είναι τό θεατρικό τμήμα τού πάντειου όπου δίδασκε η κίττυ – αυτοί θα τραγουδήσουν στο τέλος – όταν θα σηκωθεί τό μαύρο κουτί να πάει στον τάφο. Στο μεταξύ ένα ξανθό κορίτσι ντυμένο στα κάτασπρα μέσα στους όρθιους κλαίει κι αυτό συνέχεια και φυσάει τή μύτη της, ντρέπομαι να τή φωτογραφήσω γιατί είναι σαν να ’ναι μόνη της με τήν κίττυ εκειπέρα – έτσι που κλαίει πνιγμένα. Τήν ώρα που ακούγεται η ψύχραιμη και θυμωμένη και δυνατή φωνής τής Κίττυς, στο τέλος τής τελετής, να παίζει τόν μονόλογο τής γιουρσενάρ για τήν κλυταιμνήστρα, νιώθω μέσα στον κόσμο και τόν σφιγμένο συνωστισμό, πίσω μου κάτι να κουνιέται. Νόμιζα ότι είναι σώματα που κινούνται, αλλά είναι μόνο χέρια τελικά : γιατί γυρίζω και πέφτω πάνω σ’ ένα καθεστώς σιωπής, παράξενης σιωπής, όχι σαν εκείνη τών άλλων τριγύρω : σιωπής γεμάτης ένταση από μάτια – που ’ναι προσηλωμένα στα χέρια μιας μεγαλύτερης – φοράνε όλες μαύρα – και σ’ αυτόν τόν κύκλο, στην άκρη τού συνωστισμένου κόσμου συντελείται από ώρα λοιπόν μια μετάφραση με τά χέρια : ξαφνικά μού φαίνεται ότι αυτά τά κωφάλαλα κορίτσια μπορούν ν’ ακούσουν τή φωνή τής Κίττυς καλύτερα απ’ όλους μας, έτσι καθώς ακούν με τά μάτια να αστράφτουν και να σκέφτονται συγχρόνως : είναι τό μόνο σχολείο σήμερα εδώ : ούτε κι αυτές θα φυλακιστούν – δεν μπορώ πάλι – στο μονοδιάστατο επίπεδο τού κινητού : ας τίς ακούσει ο καθένας όπως μπορεί

 

3

   έβλεπα κι άκουγα τόν δήμαρχο καμίνη πριν μέρες στην τηλεόραση να ονομάζει έναν δρόμο στο θησείο με τό όνομα τής ζακλίν ντε ρομιγύ, γαλλίδας αφοσιωμένης στ’ αρχαία ελληνικά

   θέλω να πω στον δήμαρχο λοιπόν να ονομάσει έναν δρόμο (κατά προτίμηση αυτόν πίσω από τό πολυτεχνείο – ή μπροστά του, όπως τό δει κανείς) με τό όνομα τής Κίττυς : ελληνίδας αφοσιωμένης στα νέα ελληνικά :

   οδός Κίττυς Αρσένη, πρώην Μπουμπουλίνας. Έτσι, σιδηρόδρομος, δεν πειράζει : ας μάθουνε από τά ονόματα έστω τών δρόμων μερικοί άνθρωποι τό κόστος και τόν πόνο που είχε ο αντιφασισμός σ’ αυτή τή χώρα τών ελληνικών

 

4

   βλέπω σήμερα στην τηλεόραση τίς συλλήψεις τών φασιστοχουνταίων (νά κάτι που θα ’θελε κανείς να προλάβει να τό ζήσει η Κίττυ, όσο κι αν θα τήν θύμωνε και θα τήν έθλιβε πιστεύω τό γεγονός ότι τά αυτονόητα στη χώρα αυτή ξεκινούν μόνο όταν δολοφονηθεί νέος μεν, έλληνας υπήκοος δε) θέλω όμως, σε συνδυασμό ιδίως με τήν παραπάνω πρόταση δρόμου, να κάνω μια σημειολογικής φύσεως ας πούμε τώρα παρατήρηση :

   όσοι έχουνε ζήσει έστω και μια μέρα μέσα στη χούντα, ξέρουν καλά τήν απίστευτη αύρα τρόμου που περιέβαλλε τό κτήριο τής γενικής ασφάλειας τότε : πρώτα τή Μπουμπουλίνας και μετά πολύ αργότερα τή Μεσογείων : περιττό να προσθέσω ότι κανείς δεν περπατούσε στα πεζοδρόμιά τους μπροστά : τό κάθε κτήριο βρισκόταν μέσα σε μια απόλυτη ερημιά φόβου και τρόμου : και θυμάμαι τήν Κίττυ στη λέρο να λέει ότι «ήταν τέτοιος ο τρόμος που συνόδευε τή φήμη τού κτηρίου στην Μπουμπουλίνας που θα δικαιολογούσα απόλυτα αυτόν που, τήν ίδια στιγμή που θα τόν περνούσαν από τό κατώφλι της, τήν ίδια στιγμή θα λιποθυμούσε.»

   ας τό ’χουμε υπόψη μας και αυτό τώρα που βλέπουμε διάφορους θρασύδειλους να προσέρχονται (ψιλοχεσμένοι, αλλά πάντως δήθεν καμαρωτά) στη γαδά : Είναι, σε τελευταία, αλλά καθόλου ασήμαντη, ανάλυση, επειδή τώρα ξέρουνε καλά τί δεν τούς περιμένει.

 

 

* ο θάνατος τό στρώνει : στίχος τού ποιητή γιάννη βαρβέρη

.

.

.

οι φωτογραφίες μου :

.

η νατάσα μερτίκα

.

.

η μπούμπα δημητροκάλλη

.

.

άποψη τού κόσμου στην τέντα : δεύτερη σειρά αριστερά, η ρηνιώ μίσσιου και ο στέφανος στεφάνου

.

.

η όλγα τουρνάκη καλεί τόν φώτη κουβέλη

.

.

μικρή άποψη τού κόσμου κάτω απ’ τήν τέντα

.

.

μικρή άποψη τού κόσμου στριμωγμένου μπροστά στο τελευταίο κελί τής κίττυς – ένα κουτί σπίρτα σκέφτηκα ότι θα ταίριαζε να τής αφήσουμε εδώ –

.

.

.

.

.

.

.

.

.

 

19 Σεπτεμβρίου 2013

κίττυ αρσένη, marginalia

.

.

τρίτη, 17 σεπτεμβρίου 2013, τό βράδυ

 

   για τίς μεγάλες, τίς ελεύθερες, τίς γενναίες, τίς δυνατές (ασφαλώς και μπορεί κανείς (και δικαιούται, και πρέπει) ν’ αλλάξει τό φύλο εδώ στον στίχο τού εγγονόπουλου) (αν και η ίδια η κίττυ αρσένη θα χαμογελούσε νομίζω  ειρωνικά για ό,τι θα εκλάμβανε μάλλον ως μεγαλοστομία) για τίς μεγάλες λοιπόν, τίς ελεύθερες, τίς γενναίες, τίς δυνατές αρμόζει να λέει ο καθένας ακόμα και τά ελάχιστα απ’ ό,τι άκουσε στα λόγια τους, σαν γραμμένα στο περιθώριο

   προσωπικά ευγνωμονώ τήν τύχη μου που τήν έχω καταγράψει σε βίντεο (θα τό ανεβάσω (ελπίζω τώρα πια) σύντομα) σε τρεις διαφορετικούς χώρους : ο πρώτος ήταν στη λέρο, η ομιλία της τό 2005 στο συνέδριο για τίς γυναίκες στην αντίσταση, ο δεύτερος είναι στο σπίτι της, μια συνέντευξη που μού έδωσε τό 2006 και που πάντα έλπιζα ότι θα έχει και ένα δεύτερο μέρος – δεν θα υπάρξει πια δεύτερο μέρος. (Ο τρίτος χώρος είναι και ο αγαπημένος της – τό θέατρο, μια παράσταση με κείμενα που συνένωσε η ίδια (από τόν αισχύλο μέχρι τήν μαργαρίτα γιουρσενάρ) για τήν κλυταιμνήστρα (κι αυτή η παράσταση θ’ ανέβη ολόκληρη κάποια στιγμή στο γιουτούμπ))

   απομονώνω για σήμερα, μέρα τής ταφής της στον οικογενειακό τάφο στο μαρούσι, σαν ελάχιστο κτέρισμα δυο–τρία μόνο περιθωριακά στοιχεία από τούς μονολόγους της (ακριβώς επειδή ήταν περιθωριακά και ειπωμένα ανάμεσα σε γέλια, και με πολύ (μόνο που ήταν υπογείως πικρό) χιούμορ).

.

   χώρος 1ος : στη λέρο : ψηλή λιγνή με τό μακρύ της στενό μαύρο φόρεμα και τά βραχιολάκια στα πόδια, πανέμορφη ανάμεσα σε τόσο όμορφες που κοριτσάκια πολέμησαν μια χούντα και βασανίστηκαν όπως κι εκείνη χωρίς να νικηθούν. Νικηφόρες : και σήμερα με ειρωνεία άγνωστες και σιωπηλές. Απ’ τήν παλιά γενιά όλες αυτές τών λαμπράκισσων που μέσα στη δεκαετία τού 60 πέσανε στην παγκόσμια αναγέννηση τού έρωτα και στη μόδα τού χούλα χουπ και όλες οι εφημερίδες (αξιοπρεπείς αυτές) γράφαν και ξαναγράφανε ότι φορούσαν μαύρα καλτσόν και μίνι φούστες για να αποπλανήσουν και να αποσπάσουν τίμιους αξιωματικούς από τό εθνωφελές έργο τους. (Δεν τούς αποπλάνησαν όπως φαίνεται αποτελεσματικά, γιατί λίγα χρόνια αργότερα οι τίμιοι αξιωματικοί κάναν τή χούντα τους, και τίς έσυραν στην οδό μπουμπουλίνας να τούς τσακίζουν τά κόκαλα, να τούς χώνουν παλούκια όπου τό μίσος κι η αγαμία τούς έλεγε, να τίς λιανίζουν στην ταράτσα και τήν απομόνωση, να τίς στέλνουν φυλακή κι εξορία : Οι χουνταίοι και οι οπαδοί τους, που τώρα σηκώνουνε πάλι κεφάλι.) Η Κίττυ Αρσένη διηγείται πολλά, αλλά όταν φτάνει στο πώς, μέσα από τήν απομόνωση τής ασφάλειας στέλναν μηνύματα (γραμμένα με τό μαύρο τού σπίρτου) έξω, στους άλλους ελεύθερους, λέει, κοιτάζοντας τό κοινό της λίγο πεισμωμένα : Δεν θα σάς πω όμως πώς, και ρίχνει ένα χαμόγελο – τό κοινό γελάει δυνατά, μ’ ένα είδος συνεννόησης, κατανόησης : «δεν θα σάς πω όμως πώς, για να μην τό κάψω, γιατί μπορεί να ξαναχρειαστεί» εννοεί η Κίττυ, κι ακόμα δεν είχε σκάσει μύτη η συμμορία τού μιχαλολιάκου – σήμερα εκείνο τό γέλιο παγώνει, και σβήνει, αναδρομικά.

.

   χώρος 2ος : Με τό ίδιο πεισματωμένο γελάκι, ενώ μού αφηγείται στη συνέντευξη πλήθος πράγματα, δεν δέχεται να πει τόν τρόπο με τόν οποίο βγήκε, μετά τά βασανιστήρια και τή φυλακή «έξω» ( : για να καταθέσει στο συμβούλιο τής ευρώπης : εκείνη η κατάθεση για τά βασανιστήρια ήταν η αρχή τού τέλους για τούς «τίμιους αξιωματικούς» τής χούντας, ακολούθησαν κι άλλες, τής φίλης της νατάσας (μερτίκα), τού επίσης ηθοποιού περικλή κοροβέση, τού «λόγω καταγωγής υπεράνω υποψίας» γιάννη λελούδα – όμως η κατάθεση τής Κίττυς ήταν ένα απίστευτο χαστούκι στα τέρατα, γιατί ήτανε η πρώτη φορά που έφτανε στην υπόλοιπη ευρώπη μια φωνή «από πρώτο χέρι» για τήν κτηνωδία τού καθεστώτος τών «τίμιων ελλήνων εθνικιστών») : Πώς ταξίδεψες έξω, τής λέω (ο ενικός οφειλότανε σ’ εκείνην : δεν γνωριζόμαστε από παλιά, στην αρχή δεν γνωριζόμαστε καθόλου, αλλά πολύ σύντομα εκείνη επέβαλε ενικό) Πώς βγήκες έξω, με τό τραίνο να υποθέσω ; τής λέω. Μέ κοιτάει με τό αυστηρό της ύφος – τό πιο αξιαγάπητο αυστηρό ύφος τού κόσμου : Αυτό, δεν θα σ’ τό πώ, μού λέει, και κάνει μια κίνηση με τό χέρι σαν κάτι να κλείνει ( : Τά ίδια συμφραζόμενα πάλι : «μπορεί να ξαναχρειαστεί και σε άλλους στο μέλλον» εννοεί – και δεν έχει σκάσει μύτη ακόμα η συμμορία τών νεοχουνταίων με τό εκατομμύριο ψήφους.)

   παρόμοια (αλλά όχι και ακριβώς ίδια) ήταν όμως η σιωπή της και όταν εξηγούσε τό γιατί γύρισε από τήν δυτική ευρώπη μέσα στη χούντα ξανά στην ελλάδα : (Αυτό τό κομμάτι τού θάρρους της είναι που μού φαίνεται πραγματικά απίστευτο : ) Λέει διάφορα, για τό πώς τήν υποδέχτηκε η ασφάλεια από τ’ αεροδρόμιο κιόλας, τί τής είπαν οι μάλλιοι–μπαμπάληδες, πώς τήν απείλησαν (ήταν δύσκολο λίγο να τήν αγγίξουν πάλι, και τό ξέρανε αλλά οι απειλές, απειλές.) Μού εξηγεί, σαν παιδάκι που θέλει να προλάβει να μην τό μαλώσουν οι μεγάλοι : μπορούσα να μείνω στη γαλλία, να κάνω εκεί καριέρα, τό σκέφτηκα και τό προσπάθησα στην αρχή : αλλά σιγά–σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσα : δεν μπορούσα να ’μαι εγώ καλά, κι αυτοί εκειμέσα, στην κόλαση. Ήθελα  να ’μαι κι εγώ μαζί τους – Συνεχίζει για λίγο έτσι τήν αφήγηση : Τίς απειλές απ’ τούς αρχιασφαλίτες, τήν επίγνωση ότι δεν θα μπορούσε τώρα ουσιαστικά να κουνηθεί : Θα τήν παρακολουθούσαν συνεχώς. Θα ήταν όμως μαζί με τούς άλλους στο καμίνι τής κόλασης κι αυτή, κι αυτό τής έφτανε. (Νόμιζα ότι τελειώσαμε : και ξαφνικά προσθέτει :  Πάντως δεν κάτσαμε και τελείως στ’ αυγά μας (προσέξτε τόν πληθυντικό : ) (έχει η γραμματική ηθική ; Έχει.) : κάτι λίγο κάναμε πάλι. Τί κάνατε δηλαδή, ρωτάω κατάπληκτη : Δεν απαντάει, κουνάει τό χέρι της μ’ εκείνην τήν ίδια κίνηση τέλους όπως και στ’ άλλα : δεν θα μού πει :

   Εδώ, είναι η Κίττυ Αρσένη ολόκληρη : εδώ που δεν καλύπτει απλώς, δεν φυλάει απλώς τά όπλα της για τό (φριχτό και πιθανό, – στην ελλάδα βρισκόμαστε) μέλλον : εδώ είναι η Άνθρωπος που συχαίνεται, αποκλείει, απορρίπτει από τή ζωή της τόν αυτοέπαινο τήν αυτοπροβολή τήν αυτοδιαφήμιση τήν αναρρίχηση, εν ολίγοις τή φτήνεια : η άνθρωπος που είχε αδελφό εν ενεργεία τσάρο οικονομίας και κανείς δεν τό ’ξερε κανείς δεν τό φανταζόταν : η Κίττυ τής αξιοπρέπειας και στα μικρότερα, αυτής τής ηθικής ιδιότητας που περπατάει στην αγορά μαστιγωνόμενη γελοιοποιούμενη εξαφανιζόμενη και τελικά σήμερα δολοφονούμενη.

 

   τελευταίο μου κτέρισμα για τόν σημερινό της τάφο, κάτι εικαστικά ανάλαφρο :

   Όσοι έχετε διαβάσει τό βιβλίο της, ξέρετε για τήν περίφημη χοντρή συγκρατούμενη Ρούλα, και τό πώς μπλοκάριζε στην κυριολεξία τούς ασφαλίτες με τήν υποκριτική και τό θέατρο που ’παιζε συνεχώς, μέσα στην απομόνωση και μέσα στ’ ανακριτικά γραφεία ( : η Κίττυ καθώς τά διηγείται, μπορείς να διακρίνεις ότι έχει κι έναν καθαρά επαγγελματικό θαυμασμό για τήν υποκριτική τής λαϊκής κοπέλας) : εδώ όμως πρωταγωνιστεί τό «μαύρο τού σπίρτου» που είπα στην αρχή :

   τά σπίρτα στην απομόνωση μετατρέπονταν σε γραφική ύλη, αφού δηλαδή τά ανάψεις, και τά μεταστοιχειώσεις σ’ ένα μικρό λεπτό καρβουνάκι, με τό οποίο θα γράψεις σ’ ό,τι χαρτί εξοικονομήσεις, και θα τό κρύψεις με κάποιο τρόπο κάπου, και θα τό στείλεις στους «έξω» ως μήνυμα (με τόν τρόπο που είπαμε ότι δεν μάς αποκαλύφθηκε). Η Κίττυ είχε ιδιαίτερο κέφι στην διάρκεια τής συνέντευξης τήν ώρα που αφηγούνταν λοιπόν τό μάθημα που πήρε από αυτήν τήν περίφημη Ρούλα ως προς εξοικονόμηση διάρκειας και μεγέθους σ’ αυτήν τήν πολύτιμη φυλακισμένη γραφική ύλη : «Έτσι τό ανάβεις και έτσι τό κρατάς, μού είπε διδακτικά η Ρούλα» (μού είπε η Κίττυ, και ψάχνει να βρει τώρα στο σπίτι ένα κουτί σπίρτα : για να μού δείξει : και παίρνει τό σπίρτο και τό ανάβει, και τό γυρίζει κάθετα ώστε να μη σβήσει γρήγορα αλλά να κάψει όσο γίνετα πιο κάτω τό ξύλο του : Ανάβει ένα και τό κοιτάει να καίγεται ώς τά κάτω, σχεδόν ώς τά δάχτυλά της : βλέπεις ; μού λέει. Κι ανάβει κι άλλο, κι άλλο : Κοιτάει τίς φλόγες με αγάπη. Βλέπεις ; μού λέει.)

   Κοιτάει τίς φλόγες και τούς χαμογελάει.

   Ύστερα μού λέει κοιτώντας ίσια μπροστά : Όποτε και να κοιτάξω σπίρτα, όποτε και να πιάσω σπίρτα στα χέρια μου, από τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην σκεφτώ και να μη δω μπροστά μου τή Ρούλα.

 

   (Ξανασυναντηθήκατε ποτέ ; τή ρώτησα. «Μια φορά, στις αρχές τής μεταπολίτευσης, συναντηθήκαμε όρθιες κι οι δυο σ’ ένα λεωφορείο μέσα, μού είπε : Κοιταχτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Καταλαβαίνεις. Μετά τήν έχασα»).

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

25 Ιανουαρίου 2013

βουλεύτρια ή ανταρτίνα ( : περί ήχων σκιάς)

.

.

   εγκαινιάζω σήμερα μια κατηγορία αναρτήσεων για ένα θέμα που μέ έχει απασχολήσει σκόρπια πολλές φορές, και στα άλλα γραφτά μου και εδωμέσα, τό οποίο θα κωδικοποιηθεί όμως από δω και πέρα ως «γυναικεία γλωσσικά» : πάμε λοιπόν σήμερα με τούς ήχους και τήν (μακριά) σκιά τους :

.

   λίγο πριν αυτοκτονήσει ο ρόμπερτ σούμαν παραπονιόταν ότι τόν κυνηγούσε επίμονα μία νότα (νομίζω η ρε). Έχει κανείς μήπως αμφιβολία ότι αυτή η νότα είχε για τόν σούμαν ένα τελείως διαφορετικό νόημα (επαναλαμβανόμενη κιόλας) απ’ ό,τι θα ’χε ένα ντο ας πούμε ή ένα φα ;

   οι ήχοι ασφαλώς και έχουνε νόημα – τό ζήτημα είναι ότι αυτό τό νόημα σχεδόν ποτέ δεν γίνεται να εκφραστεί με λόγια – δηλαδή με ήχους οργανωμένους : τό νόημα τού ήχου είναι κατεξοχήν ανοργάνωτο αναρχικό και παντοδύναμο – είναι σαν τό όνειρο, απλώνεται σαν παλίρροια παντού – προς στιγμήν. Έχει και χρώματα, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να μεταφραστεί σε λέξεις. Για να μεταφέρουμε τό νόημα ενός ήχου, έχουμε μόνο τή μουσική ή τή ζωγραφική : η λογοτεχνία έρχεται πολύ μετά, και μόνο η πολύ καλή λογοτεχνία μπορεί πραγματικά να προσπαθήσει να μεταφράσει τούς ήχους τών νοημάτων που τήν απασχολούν σε λόγια – και τότε γίνεται μάλλον δυσάρεστη

   οι ήχοι όταν γίνουν λέξη αρχίζουν να οργανώνονται και να παίρνουν μέρος στην κοινωνική ζωή : νέα νοήματα δημιουργούνται απ’ τούς συνδυασμούς τους τότε : κι ένα περίεργο πράγμα που μάς δείχνει η γλώσσα με επιμονή (και για τό οποίο δεν έχω μπορέσει ακόμα να βρω εξήγηση) είναι ότι ο τελευταίος ήχος τής λέξης είναι και ο δυνατότερος, και ότι αυτός μάς μένει : ή, από μια άλλη άποψη, ότι διαλέγουμε να βάλουμε τό πιο ισχυρό νόημα, που μάς ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα, στο τέλος :

   έτσι λοιπόν η κατάληξη τής λέξης φαίνεται να έχει πάντα φοβερή σημασία (γι’ αυτόν που φτιάχνει τή λέξη, και γι’ αυτόν που τή λέει) παρόλο που υποτίθεται ότι τό βασικό νόημα τής λέξης βγαίνει από τό θέμα της, και ότι η κατάληξη έπεται : παραδείγματα έχουμε γι’ αυτό τό θέμα άφθονα : ειδικά θυμάμαι ότι από τό γουωτεργκαίητ έγινε τό ιρανγκαίητ, και όχι τό ιρανγουώτερ (και παρομοίως τό ρούμπιγκαίητ κι όχι ρούμπιγουώτερ) (όπως έχουμε άλλωστε και τό ελληνοπρεπέστερο βατοπαίδι–γκαίητ (ψάχνοντας στον γούγλη βρήκα κι ένα μπουτάρης–γκαίητ, και υπάρχουν σίγουρα κι άλλα))

   μπορούμε όμως να χορέψουμε στην κυριολεξία καντρίλιες και βαλς και ταγκό, και πολλούς άλλους χορούς μαζί, μιλώντας για τίς καταλήξεις ειδικά στο απεχθές φαινόμενο τών γυναικείων ονομάτων (απεχθές, διότι κανονικά δεν θα ’πρεπε να υπάρχουν καθόλου γυναίκες, ώστε να μην χρειάζεται να κάνουμε τόν κόπο να τίς ονομάζουμε κιόλας)

   καταρχάς και χωρίς πολλή–πολλή προσπάθεια βλέπουμε ότι αμέσως, ανεξαρτήτως θέματος, και με μόνο μας όπλο τήν κατάληξη, θα δίναμε ένα διαφορετικό νόημα στη λέξη αντάρτισσα αν τήν λέγαμε ανταρτίνα ή στην αρχιτεκτόνισσα αν τήν λέγαμε αρχιτεκτονίνα στην τύπισσα αν τήν λέγαμε τυπίνα αλλά και στην σαρανταποδαρούσα αν τήν λέγαμε σαρανταποδαρίνα

   διότι κατά μυστήριο τρόπο η κατάληξη –ίνα έχει ένα νόημα που αφαιρεί δύναμη επικινδυνότητα σοβαρότητα ισχύ και ενέργεια, με άλλα λόγια περιφρονεί γελοιοποιεί ή υποβιβάζει (και βέβαια μπορεί αυτό να προέρχεται όχι μόνο απ’ τόν ήχο της αλλά κι από τήν ιστορία τού ήχου, καθώς προγενέστερες λέξεις σε –ίνα κουβαλάν αμέσως μπροστά μας ένα τραινάκι κι ένα πλήθος από συνειρμούς κουζίνας μπαλαρίνας θεατρίνας και τσαχπίνας, αλλά και πολλούς άλλους υποτιμητικούς ως προς τίς γυναικείες δραστηριότητες ή ιδιότητες χαρακτηρισμούς (και πιθανότατα τό περιφρονητικό νόημα πηγάζει κι από έναν δημιουργικό συνδυασμό όλων αυτών))

   γι’ αυτό τό θέμα άλλωστε (και για άλλα τέτοια σχετικά) έχει υπάρξει και μια ωραιότατη μελέτη γλωσσολογικής ομάδας (μαρία μενεγάκη, λουκία ευθυμίου) με τίτλο «εξουσία και γλώσσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία» (2009)

   αναφέρω ενδεικτικά (αντιγράφοντας με τούς τόνους μου, και τά λοιπά μου βίτσια (έλλειψη κεφαλαίων ας πούμε)) :

   «η κατάληξη –ίνα ήταν ήδη σε χρήση για να δηλώσει τίς συζύγους τών αξιωματούχων : υπουργίνα, προεδρίνα, δημαρχίνα || έχουν βεβαίως καταγραφεί και οι τύποι βουλεύτρια (βοσταντζόγλου, 1962), δικάστρια (κριαράς, 1995), νομάρχισσα (κριαράς, 1995) || δεν θα πρέπει βέβαια να παραβλέψουμε τή στάση τών ίδιων τών ελληνίδων, οι οποίες είτε αδιαφορούν θεωρώντας τό ζήτημα τής γλώσσας αμελητέο, είτε προτιμούν συνειδητά να διατηρούν τούς αρσενικούς τύπους τών αξιωμάτων που κατέχουν. Κατά τήν αντίληψή τους, ο τίτλος τους θα υποβαθμιζόταν εάν έχανε τήν αρσενική του μορφή. Ενώ, π.χ. ουδείς διανοήθηκε να θέσει ποτέ θέμα ότι τό εφέτης ομοιοκαταληκτεί με τό υπηρέτης, η γυναίκα φοβάται μήπως τό εφέτρια παραπέμπει στο υπηρέτρια || όπως εύστοχα έγραφε ο γάλλος στοχαστής τού διαφωτισμού ντεστύτ ντε τρασύ : “η ανακρίβεια στη διατύπωση τών νοημάτων γεννιέται πάντοτε από τή σύγχυση τών ιδεών” (destutt de tracy) || η αντίληψη τών ίδιων τών γυναικών, ότι ο,τιδήποτε ανήκει στη σφαίρα τού “θηλυκού” είναι υποδεέστερο, δεν αφορά μόνο τίς ελληνίδες, αλλά είναι διάχυτη και σε άλλες χώρες»

   αλλά και (από τό ίδιο) :

   «τέτοιες λέξεις σε –ινα χρησιμοποιούνται συχνά όταν υπάρχει πρόθεση να δοθεί αρνητική, υποβιβαστική χροιά στο σημαινόμενο (χαραλαμπάκης, 1992:125). Η τρίτη λύση είναι να ακολουθηθεί ο καθιερωμένος γραμματικός κανόνας σχηματισμού θηλυκού τών ουσιαστικών που λήγουν σε –της : καθηγητής/καθηγήτρια. Αυτή τή λύση προκρίνει ο αγ. τσοπανάκης και τήν αντιπαραθέτει στην κατάληξη –ινα, θεωρώντας ότι υπάρχει μια σημαντική “διαφορά ήθους” ανάμεσα σε αυτήν και την –τρια, η οποία “είναι πιο επίσημη, πιο αξιοπρεπής : σπουδάστρια, φοιτήτρια, καθηγήτρια· έτσι και η βουλεύτρια και η επιθεωρήτρια και η δικάστρια ή η εφέτρια θα είναι πολύ πιο επίσημες από τή βουλευτίνα και τήν επιθεωρητίνα, προεδρίνα, εφετίνα, οι οποίες δείχνουν μία οικειότητα και, ενδεχομένως, έλλειψη σεβασμού”. (τσοπανάκης, 1982:336, πρβλ. 251, 326, 327· τσοπανάκης 1994:266).|| Τήν ίδια άποψη έχει εκφέρει και ο κριαράς (κριαράς, 1979:166, 210), ο οποίος κατ’ επανάληψη έχει επισημάνει ότι ο τύπος αυτός συναντάται στην αρχαία ελληνική γραμματεία (κριαράς, 1987:82) || Από τίς τρεις απόψεις που έχουν διατυπωθεί, θεωρούμε ότι η τρίτη έχει τό πλεονέκτημα ότι δεν δημιουργεί πρόβλημα ούτε ως προς τήν κλίση ούτε ως προς τόν αριθμό (η βουλεύτρια / τής βουλεύτριας, πληθυντικός οι βουλεύτριες / τών βουλευτριών), ενώ εναρμονίζεται απόλυτα στο τυπικό τής ελληνικής γλώσσας. Είναι απορίας άξιον με ποιο κριτήριο, από τό ένα μέρος χρησιμοποιείται ο ανακριτής / η ανακρίτρια, ο διοικητής / η διοικήτρια, και από τό άλλο ο βουλευτής / η βουλευτής, ο δικαστής / η δικαστής, ο εφέτης / η εφέτης, ο γερουσιαστής / η γερουσιαστής που, όπως ορθά σημειώνει ο α. τσοπανάκης, “δεν ανταποκρίνονται προς τό γλωσσικό μας αίσθημα”»

.

.

   πρέπει να πω βέβαια, τό γνωστό εξάλλου γενικά, ότι η κατάληξη –ίνα έχει καταγωγή ενδόξως μεσαιωνική – αφού στο βυζάντιο υπάρχουν παλαιολογίνες (σύζυγοι, κόρες, ακόμα και νόθες κόρες, ακόμα και ανηψιές) – έλα όμως που υπάρχουν κι άλλες που διατηρούν ακέραιο τό όνομά τους – όπως η κομνηνή (τήν οποία κανείς δεν διανοήθηκε, απ’ όσο ξέρω, να τήν πει κομνηνίνα – κι ούτε κανείς διανοήθηκε ποτέ να τήν πει με τό όνομα τού άντρα της) : ίσως διότι η κομνηνή ήταν και συγγραφέας και κέρδισε τήν αυτονομία της στην ιστορία και τόν σεβασμό τών συγχρόνων της προς αυτήν τήν αυτονομία, ως δημιουργικό άτομο – παρόλο που ασχολήθηκε με τή βιογραφία τού μπαμπά της – και τό λέω αυτό διότι υπάρχει η αντίληψη (όχι λανθασμένη κατά τή γνώμη μου) ότι στον μεσαίωνα (αλλά και μετά, μέχρι τίς μέρες μας) τό –ίνα σαν κατάληξη στα γυναικεία ονόματα δηλώνει γυναίκα εξαρτώμενη από τήν ύπαρξη τή δραστηριότητα ή τό επάγγελμα ενός μπαμπά ή ενός συζύγου (κλασικό (αντι)παράδειγμα βέβαια εδώ είναι η λασκαρίνα μπουμπουλίνα, ως γυναίκα τού μπούμπουλη, ο οποίος όμως εξαφανίστηκε από τήν ιστορία και τόν θυμόμαστε μόνο ως άντρα τής μπουμπουλίνας) : ένα λοιπόν από τά στοιχεία που κατά τή γνώμη μου συνηγόρησαν στο να μην θεωρηθεί ούτε κατά διάνοιαν υποβιβαστικό τό μπουμπουλίνα για τή λασκαρίνα μας είναι αυτός ο ήχος μπου–μπου που παραπέμπει σε μπουμπουνίσματα, τά οποία όντως μπουμπούνισε η δυναμική αρβανίτισσα στους εχθρούς της – κι από ένα τέτοιο μπουμπούνισμα τών εχθρών της ετελεύτησε τόν βίο και η ίδια – συνεπώς, ακόμα κι αν ενυπήρχε οποιαδήποτε διάθεση υποβιβασμού αρχικά για τήν δυναμική γυναίκα τών δυο σπετσιωτών καπεταναίων, η ίδια με τόν δυναμισμό της εξαφάνισε τόν ήχο ίνα τονίζοντας εμπράκτως τά μπουμπουνίσματα

   δεν θέλω να μπω σε σχολαστικισμούς και ψαξίματα, που τά βαριέμαι κιόλας – προτιμώ να μιλάω μονίμως θεωρητικά : τό –ινα σήμερα τό παίρνω λοιπόν προσωπικά ακριβώς γιατί, θεωρητικά κιόλας, η γλώσσα είναι από μια άποψη παντοδύναμη όχι τόσο γι’ αυτά που λέει όσο γι’ αυτά που δήθεν αγνοεί, και κρύβει ( : και γι’ αυτό, για να τό επεκτείνω λίγο όπως τό ’χω κάνει κι εδώ, τό «μπάτσοι μουνιά» είναι υπογείως, όχι απλώς περιφρονητικό αλλά στην κυριολεξία δολοφονικό καθώς δεν διαδηλώνει τόσο μίσος προς τήν αστυνομία, όσο απέχθεια προς τίς γυναίκες. Όπως ακριβώς τό «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» δεν δηλώνει τόσο περιφρόνηση προς τόν φόνο, όσο προς τά ζώα – και αποτελεί διακήρυξη περιφρόνησης ειδικά μάλιστα προς τά γουρούνια, και άρνηση κάθε αισθήματος ενοχής που τά σκοτώνουμε και τά τρώμε (για να μην πω ότι υπάρχει και μια υπόγεια ζηλοφθονία ως προς τήν ευφυία τού συγκεκριμένου ζώου)) : καθότι ο μισογυνισμός βρίσκεται πάνω απ’ όλα στο υπέδαφος – κι αυτοί που υποστηρίζουν ότι μισογύνηδες είναι μόνο όσοι βρίζουν ανοιχτά τίς γυναίκες (σαν μουνόπανα ή μουνιά να πούμε) βλογάν τά γένια τους απλώς – ένα από τά χαρακτηριστικά τής πατριαρχίας είναι να βασίζεται στο αυτονόητο τού μισογυνισμού – εκεί που λειτουργεί τό «συμβολικό» που έλεγε κι ο μπουρντιέ, εκεί δηλαδή που τά πράγματα θεωρούνται φυσικά και καθόλου επιθετικά : άλλωστε, ο ωραίος γάλλος έχει τονίσει πως ακόμα κι ένας άντρας που επιδεικνύει τόν φεμινισμό του θα ’πρεπε, αν ήθελε να είναι πραγματικά φεμινιστής, να είναι πιο σεμνός, και να υποψιάζεται ακόμα και τόν εαυτό του τή στιγμή που καμαρώνει έτσι : ένας πραγματικός φεμινιστής δηλαδή θα σεβόταν πάνω απ’ όλα τίς γυναικείες εμπειρίες που δεν θα μπορέσει ποτέ να έχει : διαφορετικά επιδεικνύει απλώς μια πιο πολιτικώς ορθή μορφή (αποενοχοποιημένου) τραμπουκισμού : είναι τό αντίστοιχο, στον στρέιτ να πούμε, τής αντίληψης ενός μισογύνη γκαίη – ότι η γυναικεία ιδιότητα μ’ άλλα λόγια είναι κάτι σαν ξέφραγο αμπέλι κι όποιος άντρας έχει τήν καλοσύνη να θέλει να μετέχει σ’ αυτήν, τό καταφέρνει αμέσως, αυτομάτως, και χωρίς πολλά–πολλά (είπα τήν ιδέα τού μπουρντιέ με δικά μου λόγια – δεν θυμάμαι πού τή διάβασα) (βιβλία του υπάρχουν πάντως στα ελληνικά)

   σήμερα όμως εν πάση περιπτώσει τό –ίνα είναι σαφές ότι δεν παραπέμπει ούτε στην μπουμπουλίνα ούτε στην παλαιολογίνα (ούτε σε καμιά άλλη μεσαιωνική ή νεότερη αρχόντισσα) : παραπέμπει επιμόνως (για τά δικά μου αυτιά, αλλά όχι μόνο – γιατί αν δεν παράπεμπε εκεί και για τούς άλλους, αν για τούς υπόλοιπους δηλαδή παράπεμπε μόνο στην μπουμπουλίνα, είμαι απολύτως σίγουρη ότι αυτοί οι υπόλοιποι θα ’χαν βρει άλλη κατάληξη να κολλήσουν στις «βουλευτίνες» τους) δεν παραπέμπει λοιπόν στην παλαιολογίνα αλλά στην κουζίνα (και ειδικότερα στο παγκοσμίως δημοφιλώς διεθνές «άντε να πλύνεις κάνα πιάτο») – και αυτό που μού κάνει εντύπωση είναι ότι ο φόβος και η ανασφάλεια προς τίς γυναίκες που αποκτούν δύναμη τόση, ώστε να φτιάχνουν νόμους (να καταφέρνουν να γίνονται δηλαδή βουλεύτριες), είναι διάχυτος όχι μόνο στους άντρες αλλά και στις ίδιες τίς γυναίκες : και ακριβώς επειδή οι ίδιες οι γυναίκες είναι ανασφαλείς ως προς τή δύναμή τους, αυτή η δύναμη εξαερώνεται σ’ ένα τυπικό – ουσιαστικά δεν υπάρχει – : αφού ακολουθούν (και ανήκουν) σε κόμματα αντρών, υιοθετούν τίς λογικές τών αντρών, τίς φιλοδοξίες τους, τούς τρόπους τους, τίς θεωρίες τους και τούς πολέμους τους, τίς στρατηγικές τους τίς τακτικές τους τίς φιλοσοφίες τους και τίς ποταπότητές τους, τούς τραμπουκισμούς τους τίς επιθετικότητες και τούς μισογυνισμούς τους – και είναι νομίζω τοις πάσι κατανοητό (αν και δεν λέγεται) ότι μόνο εφόσον λειτουργήσουν πειστικά και δημιουργικά έτσι, πειθόμενες τοις κείνων ρήμασι, θα βρουν και μια θέση τελικά σε κάποιο κόμμα : οι ίδιες δηλαδή οι γυναίκες δεν ψηφίζουν γυναίκες που δεν είναι άντρες – οι ίδιες οι γυναίκες δεν πιστεύουν ούτε μια στιγμή στην τύχη ή τήν ευτυχία πως θα μπορούσαν πράγματι, σα γυναίκες, να έχουν οποιαδήποτε δύναμη να φτιάχνουν νόμους – και γι’ αυτό ακριβώς λειτουργεί τό φαινομενικά παράδοξο να υιοθετούν μιμούμενες τούς άντρες ένα υποβιβαστικό γυναικείο όνομα –

   δεν είναι όμως παράδοξο και πραγματικά : είπαμε, η γλώσσα λέει αλήθεια ακόμα και (και κυρίως όταν) προσπαθεί να κρύψει μια αλήθεια : οι βουλευτίνες φαίνεται να ξέρουν καλά ότι δεν είναι βουλεύτριες, γι’ αυτό και δεν επιμένουν σ’ αυτόν τόν τίτλο : δεν είναι δικό τους αυτό που κάνουν στη βουλή, δεν τούς ανήκει : όταν έκαναν πράγματα που ήταν δικά τους, και τούς ανήκαν εν όλω ή εν μέρει, οι καταλήξεις τους είχαν έναν ήχο σαφή που δεν διανοούνταν να καταλήξει σε υποκορισμό ή συγκατάβαση ούτε κατά διάνοια : όταν αντισταθήκανε δηλαδή πραγματικά σε κάτι, και με κίνδυνο τής ζωής τους, τό ίνα πήγε πραγματικά περίπατο και μπήκαν μπροστά άλλοι ήχοι : ανταρτίνα δεν ονομάστηκε ποτέ η αντάρτισσα όσους εχθρούς κι αν είχε, διότι κι αυτοί ως αντάρτισσα τήν πολέμησαν

   για να ξαναγυρίσω όμως στην «απλή ζωή» που δεν τά ξέρει ή δεν τά θυμάται (υποτίθεται) όλ’ αυτά : μού κάνει εντύπωση (ευχάριστη πάντως) ότι τό γλωσσικό ένστικτο τού «κάτω» κόσμου, δηλαδή τού άσχετου ανθρώπου που απλώς ζει και μιλάει τή γλώσσα του, ότι αυτό λοιπόν τό γλωσσικό αισθητήριο εξακολουθεί να είναι ζωντανότερο (κι ας είναι κατά κανόνα καπελωμένο από τήν αγλωσσία, τούς νεοκαθαρευουσιανισμούς, και τούς συνακόλουθους σουσουδισμούς τού «από πάνω» (κόσμου)) : εξακολουθεί δηλαδή κατά καιρούς να αντιστέκεται γλωσσικά, και από σκέτο ένστικτο θα έλεγα : έτσι, ενώ οι ίδιοι οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ( –ες ! ) έχουν υποκύψει (οικειθελώς) στο ίνα τους, έχει ήδη αρχίσει να σκάει μύτη ακόμα και στην τηλεόραση (αυτή μέ ενδιαφέρει καθότι αυτή αφορά τήν απλή ζωή, και καθιερώνει τήν απλή συνείδηση) σκάει μύτη λοιπόν και τό «βουλεύτρια» (εγώ τό είδα άπαξ στον «υπότιτλο» κάποιου δελτίου ειδήσεων πριν από καιρό, και αμέσως τό πήρα προσωπικά – υπόθεσα δηλαδή ότι η τολμηρή υποτιτλίστρια τό ’κανε για μένα, για να μού φτιάξει τό κέφι – ελπίζω να μην έχασε εξαυτού και τή δουλειά της) αλλά και τό «τηλεθεάτρια» ( : αυτό τό έχω ακούσει πολλές φορές, και να επαναλαμβάνεται κιόλας, μάλλον διότι θα ήταν ακριβώς γελοίο και για τούς ίδιους τούς τηλεοπτικούς, και τό καταλάβαν εγκαίρως όπως φαίνεται, αν γινόταν «τηλεθεατίνα») αλλά σκάει επισήμως πια μύτη (στην τηλεόραση είπαμε) και τό «εφέτρια» και τό «ανακρίτρια» (τά δύο τελευταία τά άκουσα στις 7 δεκεμβρίου, όπως ευσυνείδητα σημείωσα, από τόν σκάϊ τών 9) : εδώ πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι τά μαζικά μέσα (ενημέρωση και διαφήμιση – βλ. και τή σχετική ανάρτησή μου για τά επέλεγε και επέτρεπε) έχουν λόγους να συμβαδίζουν με τή ζωντανή γλώσσα – όταν αυτό δεν επισείει κάνα σοβαρό κίνδυνο βέβαια πάνω απ’ τά κεφάλια τους –. Θα άξιζε όμως να γίνει σίγουρα μια κοινωνιολογική μελέτη για τό πόσο διαφορετική αντίληψη δύναμης έχουν οι δύο αυτές μεγάλες εξουσίες μεταξύ τους – η βουλή δηλαδή και ο τύπος μας – και ν’ αναρωτηθεί κανείς για τό πόσο, ενώ περιφρονούν αμφότερες τόν «κάτω» κόσμο μονίμως, λειτουργούν πάντως μερικές φορές διαφορετικά ως προς τίς γλωσσικές του (μας) αλήθειες και ανάγκες

   πάντως εγώ προσωπικά (μολονότι χάρηκα από μέσα μου), δεν απόρησα που, ενώ από τό βήμα τής βουλής ο περικλής κοροβέσης εισηγήθηκε πριν από κάτι (λίγα) χρόνια τό «βουλεύτρια», κανείς και καμία από κει μέσα δεν φαίνεται να τόν έχει πραγματικά ώς σήμερα ακούσει. Όμως ο κοροβέσης βέβαια δεν εισηγήθηκε τό βουλεύτρια άνευ λόγου – ας μού επιτραπεί να κάνω και λίγη ψυχανάλυση εδώ ως προς αυτό : ο ίδιος πρόβαλε ένα παραδοσιακά αναμενόμενο, συμβατικό ας πούμε, γλωσσικό σκεπτικό (αυτό που είπαμε και παραπάνω, ότι η κατάληξη –ίνα αφορά συζύγους, και όχι αυτόνομες επαγγελματίες) που θα μπορούσε και να καταρριφτεί αν κάποιος επέμενε, και όντως έσπευσε να τό καταρρίψει ο νίκος σαραντάκος (βασιζόμενος βασικά στην πλειοψηφία κατά τήν ιντερνετική συχνότητα τών τύπων) – ο λόγος όμως που ο κοροβέσης χειραφέτησε μια νευραλγική γυναικεία δραστηριότητα που σχετίζεται με τά κοινά και τούς αγώνες για μια (πανανθρωπίνως) ανθρώπινη ζωή βρίσκεται βαθειά κρυμμένος (πιστεύω εγώ) στο παρελθόν του βασικά και τή μνήμη του : όταν τόν βασάνιζε η χούντα άκουγε άλλες γυναίκες να βασανίζονται δίπλα του – επομένως ξέρει τί θα πει να είσαι ολόκληρος ασυμβίβαστος αξιοπρεπής και παντοδύναμος άνθρωπος ανεξαρτήτως φύλου

.

.

   από τήν άλλη βέβαια, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, γιατί οι τηλεορασάκηδες ενώ καθιερώνουν απ’ τή μια τόσο τολμηρά τό «τηλεθεάτρια», υποτάσσονται από τήν άλλη τόσο πειθαρχημένα, κατά κανόνα μέχρι σήμερα (πλην τής (άγνωστης) υποτιτλίστριας (λέτε να ήταν υποτιτλιστής ; πλάκα θα ’χε) στο γελοιωδέστατο «βουλευτίνα» : αλλά δεν είναι και δύσκολη δα η απάντηση : οι άνθρωποι αυτοί υιοθετούν με τόσο σθένος τόν υποβιβασμό μιας γυναίκας που έχει (έστω και συμβολική) δύναμη, απλώς και μόνο, και ακριβώς και μόνο, γι’ αυτό : διότι με τό να ’σαι τηλεθεατής δεν έχεις βέβαια και καμιά δύναμη σπουδαία, είσαι απλώς θύμα και δούλος, και ως δούλο και θύμα μπορούμε να σού κάνουμε και κάνα κοπλιμέντο (ότι διατηρείς τό φύλο σου, κι ότι αυτό τό φύλο μεγαλόψυχα σού τό αναγνωρίζουμε). Όμως ο συνειρμός μέσω ήχου και κατάληξης – η έστω ακόμα και σκέτη μνήμη γυναίκας που έχει πραγματική δύναμη – α, αυτό φέρνει στο μυαλό πράματα ανοίκεια και απεχθή, θυμίζει άλλες γυναίκες, που ήταν δυνατές όταν πολεμούσαν ως αντάρτισσες παντοδύναμες όταν τίς βασάνιζαν ως αγωνίστριες

   και αυτές οι μνήμες ενοχλούν σε βαθμό αβάσταχτου πόνου τό καθεστώς τών αντρών τό οποίο ως ιδεολογία μιας έντρομης αλλά και ανήλεης πατριαρχίας ζει και βασιλεύει ισχυρό και στην πλειοψηφία τής αριστεράς και όχι μόνο στην ολότητα τής δεξιάς, όπως νομίζουν οι αφελείς και οι άσχετοι

    αλλά σε τελευταία ανάλυση, και στο κάτω–κάτω, τί μάταιη που ήταν αυτή η συζήτηση, αφού σκιαγράφησε περίφημα τό «δυο  γάϊδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα». Όλ’ αυτά θα ανατρέπονταν απλώς ευκολότατα, αν αποφάσιζαν ν’ ανοίξουν και οι γυναίκες τής βουλής δηλαδή τό στοματάκι τους και να διεκδικήσουν οι ίδιες για τίς εαυτές τους τόν σωστό τίτλο και όνομα. Αν οι σημερινές δεν τό κάνουν, προσωπικά (νομίζω ότι) δικαίως, διότι αυτές κάτι φαίνεται πως ξέρουν : κάτι νομίζουν πως ξέρουν δηλαδή, και γι’ αυτό αδιαφορούν τόσο πολύ για τίς λέξεις, τά φαινόμενα και τούς ήχους, που σκιάζουν απλώς τήν ουσία (τής υποτιθέμενης δηλαδή εξουσίας τους)

   δεν παύω όμως να ελπίζω (εγώ, απλώς) ότι κάποτε θα μπουν στη βουλή και πιο περήφανοι άνθρωποι, που αν τίς αποκαλέσει κανείς «βουλευτίνα» θα τού πουν με αξιοπρεπές και ήρεμο ύφος : «βουλεύτρια παρακαλώ.»

   κι αν ο άλλος επιμείνει ή κάνει ότι δεν ακούει, θα τού πουν με πολλή αξιοπρέπεια (και θυμό εντέλει) :  – βουλευτίνα να πεις τή μάνα σου

   διότι είναι και μερικές φορές που οι ήχοι παύουν να είναι σκιές

.

.

.

.

|| οι φωτογραφίες τών κολάζ : κίττυ αρσένη, νατάσα μερτίκα, μαργαρίτα γιαραλή, ρηνιώ μίσσιου : κορίτσια τού αντιδικτατορικού αγώνα, όπως τίς φωτογράφησα κατά τή διάρκεια τού συνέδριου «για τίς γυναίκες στην αντίσταση», λέρος 2005 (τής κίττυς αρσένη έχω συμπεριλάβει και μια νεανικότερη φωτογραφία της, από τήν εποχή που τήν συνέλαβε η χούντα τού ’67) || η φωτογραφία τού περικλή κοροβέση είναι τού 2007 από βιντεοσκόπησή μου στα γραφεία τής εφημερίδας «εποχή» || 

|| κολάζ κορυφής και τέλους : δεκαετία τού ’70, φεμινιστικές συνελεύσεις στην ιταλία, και δεκαετία τού ’40, ελληνίδες αντάρτισσες με τά όπλα τους ||

.

.

.

.

.

.

.

8 Μαρτίου 2011

dies irae

 

λιθοβολισμοί ξύλο μαστιγώματα και απαγχονισμοί
πυρές για μερικές, και παγωνιά για όλους
καθυστερήσεις στα δίχτυα τού αέρα, άρνηση τών μουσικών να εμφανιστούν:
στο τέρμα μιας καθόλου γιορτινής μέρας λοιπόν
αυτά τά λίγα:

dies irae/μέρα οργής:

    

 

 

 

 

   
    
      
    
   
 

 

 

 

 

 

  

.

.

.

 

 

άλλα  (περσινά)

30 Απριλίου 2010

ελληνική απομόνωση ελληνικό παλούκωμα

 

  

 

τό άκουσα (προχτές) (επιτροχάδην διατυπωμένο και με τίς αναμενόμενες, θολώνουσες τά νερά, δέουσες και ένοχες λακωνικότητες) στην τηλεόραση, διάβασα (επίσης) τήν είδηση στο no budget, και ο γατουλέας (επίσης προχτές) ανέλυσε κατά τή γνώμη μου κάποιες πλευρές τού ίδιου φαινομένου λογικότατα και ψυχραιμότατα : αυτά που ακολουθούν συνεπώς δεν είναι για ενημέρωση, είναι προσωπική έκφραση (ψυχραιμότατης) αηδίας και (ψυχραιμότατου) θυμού :

δεν είμαστε όλοι σε οποιαδήποτε χώρα τό ίδιο – δεν ζούμε τά ίδια – (τώρα με τήν συγκεκριμένη επιτήρηση θα τό ζήσουμε στην κυριολεξία αυτό τό «διαφορετικό» (αν δεν τού αντισταθούμε φυσικά μ’ έναν όμοιο τρόπο) – και δεν αντιστεκόμαστε όλοι βέβαια στα ίδια – ούτε έχουμε όλοι τήν ίδια «ιστορία».  Η καταραμένη λέξη συνωστισμός που έκανε ανθελληνικό τό βιβλίο ιστορίας τής κυρίας ρεπούση, δεν ήταν κατά τή γνώμη μου μόνο απόδειξη τού πόσο διαφορετικά διαβάζουμε τίς λέξεις, τήν ιστορία, και τόν εαυτό μας : εμπεριείχε κι ένα σαδομαζοχιστικό στοιχείο που διέφυγε νομίζω όλων τών αναλύσεων : σίγουρα βέβαια μια περιγραφή ζωντανότερη που θα έλεγε «ο ελληνικός πληθυσμός στριμώχτηκε και τσαλαπατήθηκε στην αποβάθρα και τό αποτέλεσμα τής φριχτής συμπεριφοράς τών τούρκων ήταν τό να χτυπάει και να σπρώχνει ο ένας έλληνας τόν άλλον για τό ποιος θα πρωτομπεί στο καράβι, και να πετάει η μια μάνα τήν άλλη στη θάλασσα για τό ποια θα πρωτοσώσει (τήν εαυτή της ή) τό παιδί της – χωρίς να υποψιάζονται ότι αυτό που θα συναντούσαν στα νησιά στα οποία προσδοκούσαν να κατέβουν θα ήταν μια εντελώς παρόμοια κλωτσοπατινάδα, κι ένα παρόμοιο ξαναπέταγμα στη θάλασσα, και μια αντικατοπτρική (σε σχέση με κείνην τών τούρκων) περιφρόνηση μετά ύβρεων απ’ τή μεριά τώρα τών ελλαδιτών – που καμία διάθεση δεν είχαν να τούς παρακολουθήσουν ψύχραιμα να συνωστίζονται μετά στα λιμάνια τους, τής μυτιλήνης ή τού πειραιά» θα ήταν βέβαια περισσότερο πιστή στην εθνική ιστορία, ασχέτως τού πόσο παιδαγωγική μπορεί να επιχειρηματολογεί κανείς αενάως ότι θα ήτανε… Αλλά πάντως δεν (πιστεύω πως) ήτανε αυτός ο λόγος που επισημάνθηκε με τόσο βίαιο και υβριστικό και συκοφαντικό τρόπο η έλλειψη αυτής τής οπτικής…

αυτή η (όχι και τόσο) υπόγεια (και σχεδόν πανεθνικής εμβέλειας) παραδοχή ότι μάς αρέσει η βία στην ιστορία, ευθυγραμμίζεται αρμονικότατα με τήν ανοχή που έχουμε (σχεδόν πανελληνίως) προς τήν βία στην ίδια τήν ζωή μας – φτάνει να ‘ναι (βέβαια) μακριά από μάς… Εκεί κατά τή γνώμη μου βρίσκεται και η αιτία για τό γεγονός πως δεν έγιναν ποτέ ογκώδεις και πολυπληθείς και μαζικές διαμαρτυρίες από μεριάς τού ελληνικού πληθυσμού, για τά όσα βάρβαρα και βασανιστικά και φονικά είδαμε και ακούσαμε να επιβάλλουν κατά καιρούς συν-ιθαγενείς μας σε μετανάστες… Τό ίδιο μακριά από μάς ισχύει βέβαια και για μάς τούς ίδιους προς εμάς τούς ίδιους όταν τά πράγματα είναι πιο στριμόκωλα, και υπάρχει ας πούμε ένα δικτατορικό καθεστώς που «νομιμοποιεί» τήν αδιαφορία ελλήνων προς έλληνες (πλέον) – αν τήν επίδειξη και τής παραμικρής αλληλεγγύης πρόκειται να ακολουθήσει «ταράτσα και απομόνωση». Όσοι έζησαν μέσα στη χούντα και αντιστάθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην «λογική της» έχουνε να τό λένε για τήν απόλυτη αδιαφορία τού «μέσου πληθυσμού» προς όσους βασανίζονταν στην ταράτσα τής οδού Μπουμπουλίνας 18…

υπάρχει μια μαρτυρία τήν οποία θέλω να παραθέσω λοιπόν τώρα εδώ σχετικά με τήν οδό μπουμπουλίνας ειδικά – ίσως γιατί τά περί εάτ-εσά έχουν γίνει κάπως γνωστότερα… Τήν είχα βέβαια στο μυαλό μου διαρκώς όταν ανέβαζα τήν προηγούμενη ανάρτηση τήν αφιερωμένη στην επέτειο τής 21ης, και ειδικά όταν ανέφερα τό βιβλίο τής Κίττυς Αρσένη, αλλά νομίζω ότι τώρα θέλω πραγματικά να τήν πω παρόλο που θα τήν πω από μνήμης… (και για παρηγοριά – αν είναι – σάς υπόσχομαι κάποτε να ανεβάσω ανάρτηση ειδικά γι’ αυτό τό βιβλίο και τήν δημιουργό του : )

 

 

 

: όταν τελειώνουν τά βασανιστήρια τής καθεμιάς (και τού καθένα) τελειώνει και η απομόνωση – κανείς δεν ξέρει ύστερα από πόσες βδομάδες ή μήνες θα γίνει αυτό, αλλά κάποτε θα γίνει : θα σέ πάρουν από τό μικρό σκοτεινό κελί θα σέ σύρουν αιμόφυρτη αν δεν έχουν κλείσει ακόμα καλά οι πληγές, και θα σέ πετάξουν στον μεγάλο θάλαμο με τίς άλλες… Τότε θα δεις και ποιες άλλες είχανε συλληφθεί εκτός από σένα, ποιές περάσανε τά ίδια, και ποιές σέ ακούγανε τόσον καιρό να ουρλιάζεις από τήν ταράτσα… Θα συναντήσεις παλιές γνωστές πιθανόν, θα κάνεις και νέες φιλίες εξίσου… Όλες θα σέ φροντίσουν, θα σέ περιποιηθούν, θα επαναλάβουν τώρα για σένα ό,τι έγινε και για τίς ίδιες δηλαδή όταν ανέβηκαν από τήν απομόνωση στον θάλαμο… Και θα ‘ταν σχεδόν ειδυλλιακή η κατάσταση, και δεν θα σ’ ένοιαζε καν πόσο θα κρατήσει πλέον η κράτηση στην ασφάλεια, αν δεν προέκυπτε ένα νέο βασανιστήριο : ακίνητες και σιωπηλές ακούτε κάθε βράδι άλλους που βασανίζονται – όσο κι αν οι ασφαλίτες έχουν μέσα στο ταρατσάκι δίπλα τους μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και τήν ανάβουν για να σκεπάζει κάπως τόν θόρυβο (υπάρχουν και γείτονες, η μπουμπουλίνας βρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, και όσο να ‘ναι…) : (όταν είχε έρθει η ώρα τής Κίττυς να τούς δει στο καμαράκι ν’ ανάβουν τήν μηχανή, έγραψε με τή συγκλονιστική της λιτότητα : «και τότε φοβήθηκα, τότε φοβήθηκα πραγματικά πολύ») :

μια νύχτα λοιπόν καταλάβανε πως ήτανε ένας φίλος τους αυτός που ούρλιαζε… Δεν θυμάμαι αν είναι γι’ αυτόν, ή για κάποιον άλλον φίλο της με καταγωγή από τήν κέρκυρα, που η αρσένη κάνει (σε ένα άλλο σημείο τού βιβλίου της) τήν (καταπληκτική) παρατήρηση : «η κερκυραϊκή προφορά τού Τάδε εξαφανιζότανε όταν ούρλιαζε»). Εκείνη τή φορά πάντως περιγράφει τή δική της αποκλειστικά κατάσταση : τό λέει με συντριβή – ότι τό έλεγε δηλαδή, και τό φώναξε μέσα στον θάλαμο κιόλας, χωρίς καμιά αναστολή κανέναν δισταγμό, καμιά ενοχή : Να πεθάνει! Και τό ξανά ‘πε, και με συντριβή ομολογεί ότι τό ήθελε πραγματικά εκείνη τήν ώρα για τόν φίλο της που τόν άκουγε να ουρλιάζει, με όλη τήν καρδιά της και τήν δύναμη και τήν ειλικρίνεια : Να πεθάνει!

 

  

 

 

άκουσα ότι ο μετανάστης έχει πάθει γάγγραινα εσωτερικά από τό παλούκωμα στο οποίο τόν υποβάλλανε οι έλληνες πολίτες και ιθαγενείς. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να τού ευχηθώ να μπορέσει να ζήσει… Θρήσκα δεν ήμουν ποτέ… Έχω πιάσει πάντως τόν εαυτό μου να εύχεται από μέσα του, για τούς βιαστές του, και όχι για να γλιτώσουν τίποτα, αυτοί, ναι, να πεθάνουν…

 

 

 σημείωση (σημαντική) : πρόσθεσα χτες τά tags (που δεν είχα βάλει ώς σήμερα στις αναρτήσεις μου) πιο πολύ γιατί μού αρέσει (αισθητικά) αυτό τό συννεφάκι στην δίπλα στήλη, τό tag cloud : μέ περίμενε η ίδια έκπληξη που είχα και όταν ανέβασα τό ποστ περί fucking και μαλακίας, και τώρα (που συμπεριέλαβα ως tag στο ποστ περί νεοφασισμών τήν αμαρτωλή αυτή έκφραση ερωτικού προσανατολισμού)… : η εταιρεία που μάς φιλοξενεί αρνήθηκε αφενός να αναρτήσει τήν αμαρτωλή λέξη ως tag στο συννεφάκι, αφετέρου δε, βλέπω έκτοτε (όπως έβλεπα και όταν ανέβασα εκείνο τό ποστ) μονίμως τό κίτρινο θαυμαστικό ! με τήν συμπλήρωση υπάρχει σφάλμα στη σελίδα, κάτω-κάτω στο μπλογκ – για να μού υπενθυμίζει τήν αμαρτία μου… Δεν είναι ειλικρινής όμως, ούτε δείγμα ευφυίας τελικά, η έκπληξή μου… Ο μαρκούζε όταν έγραφε τόν μονοδιάστατο άνθρωπο ή τό έρως και πολιτισμός επισημαίνοντας τόσο τήν μονολιθικότητα τής σκέψης που «χρειάζεται» ο σύγχρονος άνθρωπος για να «επιζήσει» – όσο και τό μίσος προς τόν έρωτα που «χρειάζεται» ο πολιτισμένος άνθρωπος για να αντέξει τήν (βίαιη) κοινωνία (που ο ίδιος δημιούργησε) – ούτε εμπνεόταν από καμιά ειδική ελληνική πραγματικότητα ούτε μιλούσε συγκεκριμένα και ειδικά για τήν ελλάδα : για τόν κόσμο μας, και μάλιστα τόν ανεπτυγμένο, μιλούσε… Ο πουριτανισμός που προκύπτει, και που τόν λουζόμαστε όπως βλέπουμε θέλοντας και μη, ακόμα και σ’ έναν χώρο ελευθερίας (τού λόγου) όπως υποτίθεται ότι είναι τό ίντερνετ, μάς ενοποιεί εντέλει αναγκαστικά και στο κυνήγι μαγισσών και στα παλουκώματα μεταναστών – με βάση τόν, ερωτικής πάντα κατεύθυνσης βιασμό (ο οποίος είναι εξάλλου πάντα ταπεινωτικός αλλά πάντα και μόνο για τό θύμα…), (δεν νομίζω να νομίζει κανείς δηλαδή ότι οι βάρβαροι ντρέπονται…) Ίσως πάντως και η βαρβαρότητα και η βλακεία να ενοποιήσει κάποτε εξίσου και τή συνείδησή μας και τό θυμικό μας και τόν θυμό μας…

κοιτάξτε λοιπόν καλά τό κίτρινο θαυμαστικό γιατί σε λίγες μέρες θα υποκύψω κι εγώ στην εντολή λογοκρισίας και θα τής βάλω σεμνό βρακί (μ’ έναν αστερίσκο δηλαδή (fu*k) ) τής λέξης – για να φύγει… – διότι μ’ ενοχλεί (τό θαυμαστικό!)

 

 

 

 

 

 

 

Επόμενη σελίδα: »

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: