σημειωματαριο κηπων

29 Μαΐου 2016

american stories : θετικισμός και πολυλογίες

 

 

 

 

σα συγγραφέας τά πάω πολύ καλά με τά ψέματα

μία φορά όμως, παλιά, είχα κάνει μια σκέψη που μού φάνηκε ότι θα μπορούσε να γίνει η βάση για ένα μυθιστόρημα διαστημικό – επιστημονικής φαντασίας που λέμε και σήμερα : πώς θα `ταν δηλαδή ένας κόσμος, και τί θα γινότανε σ` αυτόν (και πώς δηλαδή θα αναπτυσσότανε – και πόσο διαφορετικά – και η κοινωνία, και η ιστορία, και η τέχνη μας) εάν η φύση μας ήτανε έτσι φτιαγμένη ώστε να μη χρειάζεται καν να μιλάμε – και συνεπώς να μην μπορούμε να λέμε και ψέμματα : τί θα γινόταν δηλαδή εάν η σκέψη μας ακουγόταν αυτόματα απ` τόν απέναντι, ή και τήν διάβαζε, γραμμένη κάπου, τήν ώρα που εμείς τήν κάναμε, αυτοστιγμεί

πρέπει να πω ότι δεν είναι μόνο η δικιά μου ζωή που μέ οδήγησε σ` αυτή την διαστημική φαντασία, και που για μια στιγμή τή νόμισα εξαιρετική : όχι : μέ απασχολούσε από χρόνια μια μετάφραση τού ευριπίδη, και εκειμέσα υπάρχει αυτός ο προβληματισμός – από τότε – περίπου ολόκληρος :

λέει δηλαδή κάπου η μήδεια : πούστη θεέ, γιατί τούς κάνεις όσους είναι ψεύτες, να μιλάνε όμορφα ; Με ποιο δικαίωμα να έχει ικανότητες ρητορικές ο σκάρτος ; Γιατί να μην μπορούμε να διαβάζουμε στο μέτωπό του, απ` τήν αρχή, ότι έχουμε απέναντί μας έναν ψεύτη δηλαδή ; Γιατί να μη μάς δίνεις μια στιγμή κάποιο σημάδι, με ποιον έχουμε να κάνουμε ;

ο ευριπίδης, καθώς είν` συνοπτικός, και καθώς ελέγχει άριστα βεβαίως τίς ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης, τό σταματάει φυσικά εκεί

εγώ περί ψεμάτων όμως θα μπορούσα να συνεχίσω όσο ήθελα : να επιμένω δηλαδή στο πρόβλημα τής σκέψης και τής κάθε της μετάφρασης – αφού ετούτο είναι με μια πρώτη (βιαστική) ματιά τά λόγια : κι αν δεν υπήρχε αυτή η διάσταση, δεν θα υπήρχαμε καθόλου ούτε κι εμείς – γι’ αυτό ήμουν σίγουρη : τά λόγια είμαστε ολόκληροι, από τά λόγια μας αποτελούμαστε, ίσως, μονάχα

δεν θα υπεισέλθω σε φιλοσοφίες περί γλώσσας, και περί τής σχέσης που `χει η σκέψη με τή γλώσσα τώρα – και δεν θα μ` απασχολήσει ούτε τό σε ποιο βαθμό, τό με ποιον τρόπο μεταφράζουμε – θα μέ απασχολήσει όμως τό τί σημαίνει εκείνο τό κενό, εκείνη δηλαδή η σιωπή, ανάμεσα στην σκέψη και τόν ήχο της μετά

διότι, βέβαια, μόνο σιωπή δεν είναι, και μόνο άδειο πράγμα, και κενό, δεν ήτανε αυτό ποτέ : Αν είμαστε ολόκληροι τά λόγια μας, είμαστε ακριβώς γιατί κρατάμε κάποια λόγια μέσα, που δεν μεταφράζονται : δεν είναι τόσο αυτά που κρύβουμε απ` τούς άλλους, είναι κυρίως αυτά που κρύβουμε από μάς (κι εκεί βεβαίως μπαίνει θριαμβευτικά επί σκηνής ο κύριος φρόϋντ) – κι αυτά τά λόγια ασφαλώς δεν είναι λόγια στο αλφάβητο που ξέρουμε : έχουνε χρώματα, εικόνες, μυρωδιές, και πόνο, και αφή, και μνήμη

(τί είν` αυτή η μνήμη, πόσο διαφέρει από τή σκέψη μας ; και πόσο μέσα στα όνειρά μας τήν ακούμε ; ) (καμιά φορά βέβαια – και εδώ είναι που περισσότερο είμαστε ακριβώς εμείς ολόκληροι – τήν έχουμε ακούσει και αλλού – αυτή είν` η πεζογραφία και η ποίηση – αυτή είναι η τέχνη μας και ο χορός κι η μουσική μας)

 

………

 

αυτό πάντως τό οτιδήποτε που μάς αποτελεί δεν γίνεται να βγει έξω ολόκληρο, παρά μονάχα μ` ένα είδος ψέμα – ένα είδος εφεύρεσης με άλλα λόγια : η ίδια η ομιλία αποτελεί, εφόσον είναι μια προσπάθεια να εκφραστεί αυτό τό μέσα σύνολο, μία διαδικασία και μία προσπάθεια (και μια επιτυχία ή μια χονδροειδής απογοήτεψη) απ’ τήν αρχή της καλλιτεχνική θα έλεγα

όλοι μας μ’ άλλα λόγια είμαστε ολόκληροι σε κείνο τό σημείο δηλαδή που δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να πούμε ακριβώς αυτό που θέλουμε : όχι γιατί δεν έχουμε τά μέσα (τά μέσα – η μίμηση – τόσο κινήσεων, όσο και ήχων – θα ήταν – είναι – επαρκή) αλλά γιατί δεν γίνεται να καταλήξουμε (εύκολα) τί είναι ακριβώς αυτό που θέλουμε : τί είναι ακριβώς αυτό που `χουμε μέσα μας : και τί σκεφτόμαστε εντέλει :

κι αυτό που εμποδίζει πάνω απ’ όλα, δεν είν` η ανεπάρκειά μας να μιμηθούμε τόν εαυτό μας, αλλά η «υπερεπάρκεια» (η ακούραστη, η καταστροφική η προθυμία) τών άλλων να μιμούνται πράγματα, που ξέρουμε πως μες στη φύση δεν υπάρχουν : βέβαια η φύση είναι πια πολύ μακριά από μάς – και πιθανώς αγνώριστη – : ίσως μες στον (αλλόγλωσσο) (και άγνωστό μας πλέον) παράδεισο, όταν μαζεύαμε μονάχα φρούτα (απαγορευμένα ή εφικτά) και ερωτευόμαστε ή πηδιόμαστε μονάχα, ίσως να μη μιλάγαμε πολύ : (μπορεί επιπλέον, εάν μάς βλέπαμε τότε, από μακριά, να λέγαμε ότι απλώς μουγκρίζαμε – μονάχα – αλλ’ όμως σε καμιά περίπτωση προς κάποιου είδους θεό, να πούμε – αν είχαμε ανάγκη από ιδέες (και εξουσίες) ανώτερες, θα ’τανε σίγουρα αυτά γυναίκες και θεές – έτσι μάς δείχνουν τά γλυπτά μας και οι μύθοι μας τουλάχιστον) : αν όμως διαθέταμε και βίντεα τής προϊστορίας αυτής, μπορεί να διαπιστώναμε ότι τά μουγκρητά εκείνα είχαν τόσες διαφορές ανάμεσά τους, και τόσο ενδιαφέρουσες διαφορές, ώστε να μοιάζουνε πραγματικά με άγνωστη μεν τώρα πια για μάς, αλλά απολύτως λογική και δομημένη γλώσσα : έτσι μπορεί να άρχισε η γλώσσα όπως την εννοούμε κι όπως τή μιλάμε δηλαδή

: σα μια ερωτική κραυγή ικανοποίησης : ακολουθεί λοιπόν απλώς στην ιστορία η προσπάθειά μας να τήν ξαναζήσουμε : μπορεί η αρχική αφήγηση – που πουθενά δεν γράφτηκε – να ήτανε μία μίμηση πετυχημένη – άγραφη και πρωτόγονη, αλλά πετυχημένη ασφαλώς – κι ό,τι τήν έκανε αποτυχία, να είμαστε μόνο εμείς μέσα στον χρόνο : αλλά όμως τώρα πια, μόνο αυτό είμαστε εμείς

 

………

 

γιατί σχεδόν δεν γίνεται να θυμηθούμε τί άλλο είμαστε – παρά μονάχα αν αφήσουμε στον εαυτό μας χρόνο πάλι για μια – άλλη τώρα – θεία στιγμή : εκεί που, όχι μόνο ψάχνουμε να βρούμε τόν εαυτό μας, αλλά και να τόν θυμηθούμε ακριβέστερα : εκεί ακριβώς που δεν μπορούμε δηλαδή ούτε να μιλήσουμε ούτε να μεταφράσουμε και που αχρηστευόμαστε σε πρώτη φάση. Σε πρώτη φάση, επειδή είμαστε σε μία φάση ίσως τελική

και έτσι μπαίνει στη σκηνή ο κύριος φρόϋντ κι η ανάλυση – τήν είπε ανάλυση ψυχής γιατί δεν ήξερε τί άλλο να τό ονομάσει, όμως είναι ουσιαστικά η ανάλυση εκείνης τής ολότητας που `χουμε χάσει : εκείνης τής χαράς που απλώς θυμόμαστε (αν τή θυμόμαστε). Και είναι ακριβώς η καταβύθισή μας σε εκείνο τό «κενό», τό άδειο, τό γεμάτο, που δεν λέγεται – κι ίσως δεν νιώθεται κιόλας καλά – και είναι βέβαια, εντέλει, η προσπάθεια να τό μεταφράσουμε κιόλας μόλις τό βρούμε : δεν μεταφράζουμε ποτέ καλά, δεν μεταφράζεται ποτέ καλά, κι αυτή η αποτυχία είναι επίσης ένα είδος σωτηρίας μας : είμαστε πάντοτε πολύ πιο ατέλειωτοι απ` ό,τι γίνεται να βγει αυτό στους άλλους, προς τά έξω, και ακόμα και σ` εμάς τούς ίδιους πιθανόν δεν βγαίνει, γιατί και για τό ασυνείδητό μας είμαστε πια ένα άλλο ένα ξένο κι ένα έξω πια κι εμείς

όμως και η ζωή μας, και η τέχνη μας, στηρίζεται σε κείνην τήν προσπάθεια να αναδυθεί να διερευνηθεί και να μιλήσει σε μετάφραση τό άγνωστο, που αξιολύπητα εκλιπαρούμε να μην μάς πει αλήθεια ακριβώς, να μην μάς πει όμως ούτε και εντελώς χοντροκομμένο ένα ψέμα

 

………

 

μες στους αιώνες γίναν θαύματα φτιάχνοντας από ετούτη τήν ανικανότητά μας ποιήματα. Και ό,τι πιο σωτήριο προέκυψε για αυτόν τόν ταλαιπωρημένο τόν πλανήτη, προέκυψε από τό πείσμα (μερικών) απέναντι σε τούτη τήν αποτυχία τους να μεταφράσουν και τούς ήχους και τά χρώματα σωστά : αυτό που δεν περιέχει λόγια, να αποκτήσει για τούς άλλους μ` άλλα λόγια, λόγια.

αυτό τό πείσμα είναι όμως επικίνδυνο για μια κατασκευή όπως η κοινωνία που ’χουμε, και με ανθρώπους τού δικού μας είδους : Τό πείσμα μας μονίμως να αποτυχαίνουμε να λέμε αυτό που δεν μπορούμε δηλαδή να πούμε, είναι μεν ό,τι ανατρεπτικότερο προέκυψε (αν κι ίσως μόνο για τό ορατό μας παρελθόν και για τό πιο αόρατο τό μέλλον) – αλλά ακριβώς προς τό παρόν έχουμε γίνει πονηροί κι ηλίθιοι, έχουμε εγκαταστήσει τή φτηνότερη (και καταστρεπτικότερη) φιλοσοφία, έχουμε υιοθετήσει τόν καθόλου αθώο κι εντελώς θρασύ θετικισμό ως μάρτυρα τής χαζομάρας μας και της δειλίας μας, είμαστε αξιολύπητα και κατά κράτος ηττημένοι, δηλαδή μισοί :

γι’ αυτό όταν είπε ο αντόρνο – αναφερόμενος στη φράση τού βιτκενστάϊν ότι «για κείνο που δεν μπορείς να μιλήσεις δεν πρέπει να μιλάς» – ότι είναι «απλώς αντίθετη προς τήν φιλοσοφία» (άσχετή της) δεν ξεμπέρδεψε εύκολα ή δογματικά με κάτι πιο περίπλοκο και δύσκολο : έλεγε ο ίδιος κάτι δύσκολο, που εύκολα μπορεί να υπερκεραστεί, αν έτσι έχουμε εμείς αποφασίσει

όμως ακόμα και σ` έναν θετικισμό που έχει νικήσει κατά κράτος, κι ο ίδιος ο βιτκενστάϊν ακόμα απλοποιείται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει ακόμα βλακωδέστερος : Τό πράγμα έχει μετατραπεί στο ότι οφείλουμε απλούστατα πλέον να τά λέμε όλα : μ` έναν μοιραίο επίσης τρόπο αυτό επιπλέον μετατράπηκε στο ότι : δεν υπάρχει παρά μόνο ό,τι αναδύεται ευκόλως και κοσμίως, και ευκόλως και κοσμίως μεταφέρεται στους άλλους : μεταφράζεται αμέσως, εύκολα, καλά. Η υποβόσκουσα και, ας πούμε ειλικρινής, διάθεση στον θετικισμό (όλες οι καλές προθέσεις φυσικά παρούσες) για καταδίκη τού (μεταφυσικού υποτίθεται) ψεύδους, έχει μετατραπεί τώρα μονάχα σε έναν μηχανισμό λογοκρισίας που αναστέλλει τήν ανάδυση (ή τήν «ανασκαφή» όπως τού άρεσε τού φρόϋντ να τό λέει) κάθε άλλου στρώματος, ή βάθους : από τό «μπορεί να μην γίνεται να τό εκφράσω σωστά και ολόκληρο, αλλά θα τό πω στραβά και μισό», πήγαμε στο «αφού δεν τό `χω ψάξει και δεν το ’χω εντοπίσει, δεν υπάρχει». Κι ακόμα περισσότερο : ο εντοπισμός είν` όχι μόνο άχρηστος, είναι κι ανόητος – και είν’ και βλαβερός

κάποιοι γερμανοί, εκ φραγκφούρτης, ανατρέχοντας στα πιο δικά τους παρελθόντα, διαπιστώσαν ότι ήταν ανατρεπτικότερη η μεταφυσική ας πούμε τού χριστιανισμού απ’ τόν θετικισμό που ενέσκηψε (κηρύσσοντας ανήλεα τήν άτεγκτη υποταγή σε κάθε υπαρκτό παρόν) : καθώς εκείνη τουλάχιστον αναγνώριζε τόν εφιάλτη ετούτου τού παρόντος, και αυτού τού υπαρκτού, εφευρίσκοντας μια άλλη ζωή, καλύτερη – έστω και για τό αόρατο τό μέλλον

εμείς απλώς εξολοθρεύουμε έτσι με τό γάντι, πέρα από τή ζωή μας, κι όλη τήν παρελθούσα κι ένδοξη υποτίθεται φιλοσοφία μας, καθόσον παίρνει η μπάλα και τόν καημένο τόν ηράκλειτο και τό εδιζησάμην του – κατά ειρωνική απολύτως σύμπτωση τήν ίδια εποχή που ’χουμε κρεμαστεί με νύχια και με δόντια από τά αρχαία μας, μια που αισθανόμαστε δικαίως πιο κενοί από κάθε άλλη εποχή στα νέα

 

………

 

λοιπόν όχι μόνο κάθε ανασκαφή και αναζήτηση και ανάλυση είναι εκτός μόδας πλέον και δεν νοείται ότι χρησιμεύει και σε τίποτα, αλλά (πολύ περίεργως) αντί αυτή η τύφλωση, κι η έλλειψη λόγου, να οδηγήσει στη σιωπή, οδήγησε σε μία πολυλογία επιεικώς ακατάσχετη

και τό, ακόμα πιο περίεργο, είναι ότι αυτή η πολυλογία έχει όλα τά σουσούμια μιας προσπάθειας για αυτοεξερεύνηση που εξαπλώνεται με υστερικό σχεδόν τρόπο κατά πλάτος, όντας υποχρεωμένη να αγνοήσει ταυτοχρόνως τήν ίδια τήν (τρομοκρατική γι’ αυτόν τόν καταπτοημένο πληθυσμό) έννοια τού βάθους : και, απ’ τήν άλλη, τό πολύ τραγικό είναι ότι η κατάσταση αυτή ταυτίζεται σήμερα με μια εξόχως και σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία πολυλογία : Τό βλέπουμε στο υποτιθέμενο μυθιστόρημα (μιλάμε για διεθνές φαινόμενο – στην ελλάδα τό είδος μιμείται απλώς τά ήδη κατισχύσαντα λανσαρισμένα – κουλτούρα μαζική, πασπαλισμένη με όλα τά μπαχαρικά μιας συμπαθούς, μισής και άθλιας, και αυτοκαταργούμενης χειραφέτησης)

τό βλέπουμε όμως και σ` ένα άλλο είδος που προϋποθέτει και εμπεριέχει τυπικά όλες τίς ιδιότητες τού μυθιστορήματος, και μάλιστα εκείνου τού μυθιστορήματος που ήτανε επίσης «μαζική κουλτούρα» κάποτε στις εφημερίδες : τήν τηλεοπτική σειρά. Να πω ότι είναι εξόχως διασκεδαστικές και ενδιαφέρουσες ορισμένες – αν έχει μάλιστα κανείς υπόψη του από πόσα κύματα (στην αμερική μόνο, εννοείται) περνάνε τά σενάρια ώσπου να εγκριθούν, θαυμάζει τήν επιμονή τών σεναριογράφων (που συχνά είναι γυναίκες) στο να «περάσουν» κάποια «τολμηρότερα» τού συνήθους λόγια, ή πράξεις : θα `λεγε κανείς ότι είναι δώρον–άδωρον, αλλά δεν νομίζω τελικά ότι είναι εντελώς άδωρο τό δώρο : δεν ισοπεδώνονται μέσα στη γενική αρλούμπα και όλα, και ειδικά όσον αφορά τήν όποια ελευθερία τού έρωτα υπάρχουν πράγματα που ακόμα και περασμένα από σαράντα μηχανισμούς ισοπέδωσης, εξακολουθούν να προβάλλουν σαν αγκάθια ή κέρατα : ενοχλούν, κι αυτό ποτέ δεν βλάπτει

η παραπάνω διαπίστωση πρέπει όμως να συνοδευτεί από τό λυπηρό συμπλήρωμα πως τά αγκάθια αυτά λειαίνονται εξαιρετικά μέσω τής ίδιας λογικής τήν οποία υποτίθεται ότι ενοχλούν : όταν ας πούμε ο οργασμός (τών γυναικών : σχεδόν ποτέ οι σειρές δεν μιλάνε για οργασμό αντρών) αντιμετωπίζεται σαν χόμπυ (μίας μεμονωμένης και εκκεντρικής ηρωίδας κατά τά λοιπά απολύτως συμβιβασμένης και συμβιβαστικής) – και η γυναικεία μαλακία αφορά μετ` επιτάσεως αποκλειστικά δονητές που μιμούνται πέη – στα οποία τό μέγεθος έχει βέβαια τή γνωστή σημασία – τότε είναι εκεί ακριβώς, για να τό πούμε απλά, που η αντρική μυθολογία μπαίνει στην κυριολεξία από τήν πίσω πόρτα – και ο έρωτας επανέρχεται ως αποκλειστικά σχεδόν βίτσιο αντρών

όμως άλλο εμένα μού προξενεί απέραντη θλίψη κι απέχθεια : Αυτή η πολυλογία τού «να τά λέμε όλα» εμπεριέχει σπόρους τέτοιας αποβλακωτικής απλοποίησης που καταντάει θα `λεγε κανείς κι ανήθικη : Και εδώ πάλι τό αξιοπερίεργο είναι ότι τό φαινόμενο εξαπλώνεται αγνοώντας κάθε δήθεν εθνική ιδιομορφία με μια διάθεση χειραφέτησης πάλι πιθανόν, αλλά που η επιφανειακότητά της σού φέρνει σύγκρυο : Δεν ξέρω αν επηρέασε τό σήριαλ τίς συμπεριφορές, ή τό ανάποδο, αλλά τό ζήτημα είναι ότι καθιερώνεται ένα είδος ειλικρίνειας που οδηγεί πια όχι σε αυτολογοκρισία απλώς, αλλά σε αυτοευνουχισμό, λοβοτομή : ό,τι δεν γίνεται με λίγα λόγια να μεταφερθεί από τό τηλέφωνο, ή τήν ώρα τού μπαρ, δεν υπάρχει – και έχει κανείς τήν εντύπωση ότι είναι αντιστρόφως και υποχρεωτικό, ό,τι υπήρξε, να μεταφέρεται αμέσως από τό τηλέφωνο, ή τήν ώρα τού μπαρ : Πέρα από τήν ικανότητα τού σύγχρονου, μοντέρνου άνθρωπου να ζει συνεχώς ποζάροντας σαν να έχει μπροστά του μόνιμα έναν φακό (άλλοτε φωτογραφικό και τώρα τηλεόρασης), πρέπει τώρα κιόλας να μιλάει, λέγοντας (και σκεπτόμενος, αφού ό,τι σκέφτεται τό λέει) σαν να απαγγέλλει διαρκώς ένα σενάριο που πέρασε κι από τήν έγκριση (βεβαίως) τών παραγωγών

τό θέμα έχει ατέλειωτες παραλλαγές : Σε κάποιες εκπομπές τύπου big brother (τίς παρακολουθούσα σκεφτόμενη με κατάπληξη τήν κατάπληξη που θα ’νιωθε ο όργουελ από την πανηγυρική αποδοχή ετούτου τού φριχτού ονόματος) οι παίχτες και κυρίως οι παίχτριες αυτοσχεδίαζαν σενάρια πολύ καλύτερα τών ήδη υπαρχόντων, και παίζανε (ζούσαν) μιμούμενοι τούς ηθοποιούς που βλέπουμε στην τηλεόραση, όμως : ακολουθώντας ακριβώς τήν υποκριτική τους είχε κανείς τήν εντύπωση ότι ήταν πολύ καλύτεροι ηθοποιοί από τά πρότυπά τους (τό ξέρουμε δα, ότι στους ηθοποιούς τής τηλεόρασης δεν επιτρέπεται ούτε τόν εαυτό τους δημιουργικά να μιμηθούν)

κι είναι ανήθικο αυτό τό κακό γούστο τελικά, όχι μονάχα από μια άποψη «στενόμυαλα» αισθητική : είναι πράγματι, και σε βάθος, ανήθικο γιατί προσβάλλει μια ανάγκη που ήτανε, όμως, ανά τούς αιώνες, ηθική : να μη μένει η ζωή – τών γυναικών κυρίως, αυτονών κυρίως μοίρα ήταν αυτό – μονίμως στη σιωπή : αυτή η μετατροπή τώρα τής προσπάθειας για ομιλία σε κουτσομπολιό, τσακίζει κόκκαλα

 

………

 

η συνομιλία τής μήδειας με τίς γυναίκες τού χορού εμπεριέχει όχι μόνο τήν απελπισμένη προσπάθεια να εκμαιεύσει η ίδια μια απόφαση από τόν εαυτό της, και τήν έγκριση γι` αυτήν τήν απόφαση από τίς – κατάπληκτες – άλλες (τήν αποσπάει τήν έγκριση αυτή τελικά : κάν` το, τής λεν στο τέλος, δίκιο έχεις – να τόν τιμωρήσεις, έτσι αχρεία που σε κορόϊδεψε), αλλά εκθέτει κυρίως τήν προσπάθειά της να μεταπείσει η ίδια τόν εαυτό της : όμως γι` αυτό έχουμε να κάνουμε με τραγωδία : τά λόγια εδώ δεν είναι «για να είμαστε ειλικρινείς» και να «μη λέμε ψέματα» – αλλά για να μην πεθάνουμε –

η θλίψη όμως εξαφανίζεται (και σαν πρόθεση και σαν αποτέλεσμα) όχι απλώς με τήν ανυπαρξία πια έργων καλών, αλλά με τήν πολυλογία πάνω απ’ όλα τών ζωντανών ηρώων εν ζωή : πολυλογία που ανακουφίζει απλώς ό,τι έχει ήδη ισοπεδωθεί – κι ό,τι δεν κινδυνεύει πια γιατί έχει ήδη πεθάνει –

 

………

 

λοιπόν ως προς τό θέμα τής «αυτόματης» μετάφρασης τών σκέψεων, που έλεγα και στην αρχή για τό διαστημικό μου, κατέληξα (από καιρό) ότι αυτό θα δημιουργούσε έναν εφιάλτη απόλυτης ασυνεννοησίας, έχθρας θυμού και θάνατου. Τό είδος αυτό με τήν φοβερή ειλικρίνεια και τίς φοβερές «μεταφραστικές» ικανότητες, ή θα όδευε ολοταχώς προς εξαφάνιση, ή θα κατέληγαν όλοι φυτά, όπου δεν θα σκεφτόταν πλέον κανείς απολύτως τίποτα

μια απελπισμένη ίσως ομάδα θα ήταν αυτή που θα προσπαθούσε να μάθει να κρύβεται – ιδέα δεν θα `χε ότι αυτό θα οδηγούσε στην «τέχνη» μας – γι` αυτούς θα οδηγούσε απλώς στην επιβίωσή τους –

αλλά αυτή η τάση όλο θα μεγάλωνε (εγώ είμαι αισιόδοξη) και τό είδος θα ανέπτυσσε μια τεχνική να δημιουργεί τέτοια στρώματα σκέψεων (πιο μέσα ή πιο βαθειά ώστε να μην ακούγονται – και να μπορούν να καμώνονται όλοι ότι οι εν λόγω σκέψεις δεν υπάρχουν : ) στρώματα βαθειά χωμένα, που δεν θα ακουγόντουσαν και δεν θα μεταφράζονταν

και, για να προχωρήσω λίγο ακόμα τήν αφήγηση τού διαστημικού μου, που φυσικά ποτέ δεν έγινε, από αυτό τό είδος, που θα είχε αυτήν τήν ειδικά ανεπτυγμένη ανικανότητα, θα προερχόμαστε αργότερα όλοι εμείς

 

 

 

 

(σύνοψη/μεταγραφή από τό παλιότερο βλογ, 2009)

η ξυλογραφία από αμερικάνικη θεατρική αφίσα τού προπροηγούμενου αιώνα

 

 

 

 

 

30 Μαΐου 2010

herbert marcuse «ο μονοδιάστατος άνθρωπος» / 2η συνέχεια

 

        

 

στην πρώτη συνέχεια, εκτός από μια μικρή δικιά μου εισαγωγή και τά πρώτα αποσπάσματα απ’ αυτό τό (ιστορικό αλλά ολοζώντανο) (και διάσημο (όσο κι αν τό ίδιο αντιστέκεται σ’ αυτού τού είδους τούς χαρακτηρισμούς)) βιβλίο, υπάρχουν στο τέλος και μερικοί σύνδεσμοι – πράγμα που θα συνεχίζεται σε κάθε ανάρτηση αφιερωμένη στον μονοδιάστατο άνθρωπο (άνθρωπο για όλες τίς εποχές (δυστυχώς) ουσιαστικά) τού χέρμπερτ μαρκούζε : στο σημερινό ποστ πρόσθεσα στο τέλος κι άλλα βιβλία του που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά (να σημειώσω μόνο ότι η πρώτη εμφάνιση τού μαρκούζε στην ελλάδα έγινε στις αρχές τής δεκαετίας τού ’70 από τίς εκδόσεις κάλβος (τό έρως και πολιτισμός – τώρα υπάρχει σε μια επανέκδοση τής δεκαετίας τού ΄80) και είχε βγει κι ένα μικρό βιβλιαράκι στις εκδόσεις «ρόμβος» (ήτανε, αν θυμάμαι καλά, συμπίλημα κάποιων δοκιμίων του με τόν τίτλο «εξέγερση–αναρχισμός–μοναξιά» (δεν υπάρχει πια) : δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι οι εκδόσεις έρασμος είναι κυρίως που έβγαλαν συστηματικά βιβλία τής κριτικής θεωρίας – (δέστε για παράδειγμα μερικούς τίτλους  εδώ, εδώ και εδώ) όλες εκείνες τίς δεκαετίες πριν γίνει η «σχολή τής φραγκφούρτης» πλατύτερα γνωστή στην ελλάδα, και εκδοθούν κάποια «μεγάλα» έργα της (όπως η διαλεκτική τού διαφωτισμού τών χορκχάϊμερ & αντόρνο) και από «μεγάλους» εκδότες
η «κίνηση» (μια που μιλήσαμε και για γκουγκλίσματα αρκετά ώς εδώ) μού δείχνει ότι σάς ενδιαφέρει, κι ας διαβάζετε (οι περισσότεροι ή) οι περισσότερες (βλέπω μόνο αριθμούς!) χωρίς να γράφετε – δεν έχει σημασία, εγώ έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσω : και για όσες και όσους μού έγραψαν, και για όσους διαβάζετε σιωπηλοί – για μένα είναι απόλυτα κατανοητές και σεβαστές και οι δύο στάσεις – εξάλλου δεν απόβλεψα στις έτοιμες δημοφιλίες ούτε στα προσωπικά μου γραφτά, τώρα, και με αφορμή τόν μαρκούζε, θα ενδιαφερθώ για τά τέτοια ;

 

 

 

πρώτο μέρος / η μονοδιάστατη κοινωνία / κεφάλαιο 1 : οι καινούργιες μορφές ελέγχου (συνέχεια)

 

είναι χαρακτηριστικός για τή σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία ο τρόπος που καταπνίγει τίς ανάγκες εκείνες που ζητούν απελευθέρωση – μαζί και τήν ανάγκη απελευθέρωσης από κάθε άνεση, ανάπαυση και κομφόρ – και παράλληλα στηρίζει και δικαιολογεί τήν καταστροφική δύναμη και τήν καταπιεστική λειτουργία τής κοινωνίας τής αφθονίας. Ο κοινωνικός έλεγχος γέννησε τήν ακατάπαυστη ανάγκη να παράγεται και να καταναλώνεται τό περιττό, τήν ανάγκη τής αποκτηνωτικής δουλειάς που δεν είναι πραγματικά αναγκαία, τήν ανάγκη μορφών ξεκούρασης που υποβοηθούν και οξύνουν αυτή τήν αποκτήνωση, τήν ανάγκη να διατηρούνται απατηλές ελευθερίες, όπως η ελευθερία τού ανταγωνισμού ανάμεσα σε τιμές απ’ τά πριν καθορισμένες, η ελευθερία ενός αυτολογοκρινόμενου τύπου, η ελευθερία τέλος να διαλέγεις ανάμεσα στις μάρκες και στα γκάτζετς.

περιχαρακωμένη από ένα καταπιεστικό σύνολο, η ελευθερία μπορεί να γίνει αποτελεσματικό όργανο καταπίεσης

η δυνατότητα να εκλέγεις ελεύθερα αφέντες δεν εξαλείφει ούτε τούς αφέντες ούτε τούς δούλους

κι αν τό άτομο εκδηλώνει τό ίδιο με τή σειρά του τίς ανάγκες που άλλοι τού επέβαλαν, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αυτόνομο, απλούστατα σημαίνει ότι ο έλεγχος είναι αποτελεσματικός

ο ετεροκαθορισμός δεν αρχίζει τή στιγμή που γίνεται μαζική παραγωγή ραδιοφώνων και μηχανών τηλεόρασης, τών οποίων ο έλεγχος γίνεται εξάλλου συγκεντρωτικά. Όταν οι άνθρωποι μπαίνουν σ’ αυτή τή φάση, έχουν από πολύ πριν αλλοτριωθεί. Εκείνο που έχει τώρα σημασία είναι ότι αμβλύνεται η αντίθεση (ή η σύγκρουση) ανάμεσα στο δυνατό και στο διαδεδομένο, ανάμεσα στις ικανοποιημένες ανάγκες και στις ανάγκες που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Αυτό που ονομάζουν εξίσωση τών τάξεων φανερώνει εδώ τήν ιδεολογική του λειτουργία : τό γεγονός ότι ο εργοδότης κι ο εργάτης βλέπουν τό ίδιο πρόγραμμα στην τηλεόραση, ότι η δακτυλογράφος ντύνεται τό ίδιο καλά με τήν κόρη τού διευθυντού της, ότι ο Νέγρος διαθέτει Κάντιλακ, κι ότι όλοι διαβάζουν τήν ίδια εφημερίδα, δεν σημαίνει κι ότι οι τάξεις εξαφανίστηκαν. Αντίθετα δείχνει μέχρι ποιο βαθμό οι καταπιεζόμενες τάξεις συμμετέχουν στις ανάγκες και τίς ικανοποιήσεις που εξασφαλίζουν τή διατήρηση τών κυρίαρχων τάξεων

μπορεί να γίνει διάκριση ανάμεσα στην ψυχαγωγία και στους εκνευρισμούς που προσφέρει τό αυτοκίνητο ; ανάμεσα στις φρικαλεότητες τής αρχιτεκτονικής και στις ανέσεις που δίνει ; ανάμεσα στη δουλειά για τήν εθνική άμυνα και στη δουλειά για να συσσωρεύουν κέρδη τά τραστ ; ανάμεσα στην προσωπική μας ηδονή και στα εμπορικά και πολιτικά συμφέροντα που σχετίζονται με τήν αύξηση τών γεννήσεων ;

βρισκόμαστε μπροστά σε μια απ’ τίς θλιβερότερες πλευρές τής αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας : τόν ορθολογιστικό χαρακτήρα τής ανορθολογικότητάς της

στο βαθμό που μετατρέπει τόν κόσμο–αντικείμενο σε διάσταση τού ανθρώπινου πνεύματος και σώματος, η ίδια η έννοια τής αλλοτρίωσης γίνεται προβληματική. Οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τούς εαυτούς τους στα εμπορεύματά τους, βρίσκουν τήν ψυχή τους στο αυτοκίνητό τους, στην ταινία υψηλής πιστότητας που έχουν, στο σπίτι τους με τά δύο επίπεδα, στον τεχνικό εξοπλισμό τής κουζίνας τους

σήμερα ο τεχνικός έλεγχος έχει γίνει η ενσάρκωση τής Λογικής, είναι στην υπηρεσία όλων τών ομάδων, όλων τών κοινωνικών συμφερόντων – έτσι ώστε κάθε αντίθεση να μοιάζει ακατανόητη και κάθε αντίσταση αδύνατη

η πνευματική και συναισθηματική άρνηση τού κονφορμισμού θεωρούνται σαν δείγμα νεύρωσης και αδυναμίας

τό άτομο έχει κατακτηθεί  ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ά  από τή μαζική παραγωγή και διανομή, και η βιομηχανική ψυχολογία έχει από πολύ καιρό ξεπεράσει τά όρια τού εργοστασίου

η απώλεια εκείνου τού πνεύματος όπου η αρνητική σκέψη εύρισκε τή δύναμή της – τήν κριτική δύναμη τού Λόγου – είναι τό ιδεολογικό αντίκρυσμα τής υλικής διαδικασίας με τήν οποία η βιομηχανική κοινωνία αμβλύνει και συμφιλιώνει τίς αντιθέσεις

η έννοια τής αλλοτρίωσης γίνεται προβληματική όταν τά άτομα ταυτίζονται με τήν ύπαρξη που τούς επιβάλλεται, και αφενός πραγματοποιούνται και αφετέρου ικανοποιούνται μέσα σ’ αυτήν. Η ταύτιση αυτή δεν είναι απατηλή· είναι πραγματική. Αυτή όμως η πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά ένα ακόμα πιο προχωρημένο στάδιο αλλοτρίωσης· έγινε μ’ άλλα λόγια ολοκληρωτικά αντικειμενική – και τό αλλοτριωμένο υποκείμενο απορροφήθηκε από τήν αλλοτριωμένη του ύπαρξη : Δεν έχει πια παρά μία μόνο διάσταση, σε οποιοδήποτε τόπο και υπό οποιαδήποτε μορφή. Τά επιτεύγματα τής προόδου δεν φοβούνται μη συναντήσουν ιδεολογική αμφισβήτηση και εξάλλου αδιαφορούν για τή δικαίωσή τους : η «πλαστή συνείδηση» τού ορθολογισμού μετατράπηκε ενώπιον τών δικαστών της σε συνείδηση αληθινή

τά προϊόντα πλάθουν και καθορίζουν μια ψυχολογία. Διαμορφώνουν μια πλαστή συνείδηση που είναι ανίκανη να νιώσει τήν πλαστότητά της. Κι όταν τά προϊόντα αυτά γίνουν προσιτά σ’ ένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και σε πολυπληθέστερα κοινωνικά στρώματα, τότε η δημοσιότητα δημιουργεί έναν τρόπο ζωής. Είναι ένας τρόπος ζωής καλύτερος από τόν προηγούμενο, και γι’ αυτό, επειδή είναι καλύτερος, αντιστέκεται σε κάθε ποιοτική αλλαγή. Έτσι διαμορφώνεται η  μ ο ν ο δ ι ά σ τ α τ η   σ κ έ ψ η  κ α ι   σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά

η «ριζική αλλαγή τού τρόπου σκέψης μας» βρίσκεται στον τρόπο που τό κυρίαρχο σύστημα εναρμονίζει όλες τίς ιδέες και τίς προσδοκίες μ’ αυτές που τό ίδιο παράγει, στον τρόπο που τίς απορροφά και στον τρόπο που απαλλάσσεται απ’ όσες είναι ασυμβίβαστες μ’ αυτό. Η εγκαθίδρυση αυτής τής μονοδιάστατης πραγματικότητας δεν σημαίνει ότι βασιλεύει ο υλισμός, ότι οι πνευματικές και μεταφυσικές ενασχολήσεις και οι μποέμικες εκδηλώσεις εξαφανίστηκαν. Αντίθετα, κυκλοφορούν πολλά «ας προσευχηθούμε μαζί αυτή τήν εβδομάδα», πολλά «γιατί να μη δοκιμάσουμε τόν Θεό;», πολλά Ζεν, πολύς «υπαρξισμός», πολλοί «μπήτνικς». Αυτές όμως οι μορφές διαμαρτυρίας και υπέρβασης δεν αντιμάχονται τό στάτους κβο, δεν αρνούνται. Αποτελούν μάλλον τό τελετουργικό μέρος ενός πρακτικού μπηχαβιορισμού, τήν ανώδυνη άρνησή του, αφομοιώνονται απ’ τό στάτους κβο γρήγορα κι αποτελούν μέρος τής υγιεινής του δίαιτας.

η μονοδιάστατη σκέψη ευνοείται συστηματικά από τούς χειριστές τής πολιτικής και από τούς προμηθευτές μαζικής πληροφορίας που οι χειριστές αυτοί έχουν στη διάθεσή τους

η κίνηση τής σκέψης αναχαιτίστηκε με φραγμούς που εμφανίζονται σαν όρια τού ίδιου τού Ορθού Λόγου

ο θεωρητικός Λόγος συμμαχεί με τόν πρακτικό Λόγο. Η κοινωνία μάχεται κάθε ενέργεια, κάθε εκδήλωση αντιπολιτευτικού χαρακτήρα· συνακόλουθα, οι έννοιες που εκφράζουν αυτές τίς εκδηλώσεις φαίνονται απατηλές, έχουν χάσει τή σημασία τους. Η ιστορική υπέρβαση μοιάζει πολύ με υπέρβαση μεταφυσική, για τήν επιστήμη λοιπόν και τήν επιστημονική σκέψη είναι ύποπτη.

η «απάτη τού Λόγου» είναι ο Λόγος που εξυπηρετεί, όπως τό έχει κάνει συχνά μέχρι σήμερα, τά συμφέροντα τής καθεστηκυίας τάξης

έρχεται σε σύγκρουση με τήν ελεύθερη σκέψη και συμπεριφορά όταν αυτή προσπαθεί να διασταλεί από τή δοσμένη πραγματικότητα και να συλλάβει τίς απαγορευμένες εναλλακτικές λύσεις. Ο θεωρητικός και ο πρακτικός Λόγος, ο ακαδημαϊκός και ο κοινωνικός μπηχαβιορισμός έχουν κοινό πεδίο δράσης : τήν εξελιγμένη κοινωνία όπου η επιστημονική και τεχνική πρόοδος γίνεται όργανο καταπίεσης

ο όρος «πρόοδος» δεν είναι ουδέτερος όρος· είναι μια κίνηση προς σκοπούς ειδικούς που τούς καθορίζουν οι διάφοροι τρόποι βελτίωσης τής ανθρώπινης ζωής. Η προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία βρίσκεται κοντά στο στάδιο εκείνο όπου, αν διαρκέσει η πρόοδος, η τωρινή διεύθυνση και οργάνωσή της θα αναστατωθούν. Τό στάδιο αυτό θα έρθει όταν η υλική παραγωγή θα αυτοματοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που θα είναι δυνατό να ικανοποιηθούν όλες οι βασικές ανάγκες, με χρόνο εργασίας ελάχιστο

στο επίπεδο αυτό, η τεχνική πρόοδος θα υπερφαλαγγίσει τό χώρο τής αναγκαιότητας όπου ήταν μέσο εκμετάλλευσης και καταπίεσης, και όπου η λογική της περιοριζόταν σε καλούπια. Η τεχνολογία τότε θα υποταχτεί στο ελεύθερο παιχνίδι τών δυνατοτήτων τού ανθρώπου στην πάλη για τήν ειρήνευση τής φύσης και τής κοινωνίας. Ο Μαρξ ένα τέτοιο στάδιο οραματιζόταν όταν μιλούσε για τήν «κατάργηση τής εργασίας»

μια ποιοτική μεταβολή θα απαιτήσει ακόμα τή μεταβολή τών τεχνικών βάσεων που στηρίζουν αυτή τήν κοινωνία – τών τεχνικών βάσεων που επιτρέπουν στους οικονομικο–πολιτικούς θεσμούς να επιβάλλουν στον άνθρωπο μια «δεύτερη φύση». Η τεχνική τής βιομηχανοποίησης είναι τεχνική πολιτική, και, σαν τέτοια, έρχεται σε άμεση αντίθεση με τούς στόχους τού Λόγου και τής Ελευθερίας

σ’ αυτό τό στάδιο αντί για αφθονία και ελευθερία έχουμε εισβολή τής καταπίεσης σ’ όλες τίς σφαίρες τής ατομικής ζωής, ενσωμάτωση από μέρους της κάθε αντίθετης τάσης, και απορρόφηση όλων τών κινημάτων ιστορικής αμφισβήτησης. Ο τεχνολογικός ορθολογισμός εκδηλώνει τόν πολιτικό του χαρακτήρα όταν γίνεται ο μέγας αγωγός τής τελειότερης καταπίεσης, οικοδομώντας έναν βαθειά ολοκληρωτικό κόσμο

(συνεχίζεται)
© για τή μετάφραση : «herbert marcuse / ο μονοδιάστατος άνθρωπος» μετάφραση μπάμπη λυκούδη / εκδόσεις παπαζήση 1971
1η έκδοση : one–dimensional man © boston : beacon 1964 (και : 1968, 1991 με καινούργια εισαγωγή τού douglas kellner)

 

 

       

 

 

 

σύνδεσμοι :

η international marcuse society, κατάλογος με βιβλία τού μαρκούζε στα ελληνικά, η σελίδα του από τό σάιτ τού douglas kellner τό αφιερωμένο στην κριτική θεωρία (και η εισαγωγή τού ίδιου για τόν μαρκούζε εδώ)

 

 

 

  

  

 
     marcuse@history.ucsb.edu

 

 

 

 

 

23 Μαΐου 2010

herbert marcuse «ο μονοδιάστατος άνθρωπος» (αποσπάσματα)

 

 

η ανατρεπτική σκέψη τού χέρμπερτ μαρκούζε (και ολόκληρης τής κριτικής θεωρίας) αφού πυροδότησε τή μεγαλύτερη εξέγερση (τής φαντασίας) στον αιώνα που πέρασε και τήν μεγαλύτερη επανάσταση (τού έρωτα) στους αιώνες που πέρασαν, πολεμήθηκε όσο καμιά άλλη – αν ίσως εξαιρέσουμε τήν κατασυκοφάντηση τού επίκουρου και τήν προσπάθεια να αγνοηθεί με κάθε τρόπο η τεράστια σημασία τού giordano bruno – μολονότι τόσο η «απόκλιση» τού επίκουρου στη βιολογία (και η θεωρία του τής ηδονής στην ψυχανάλυση) όσο και οι «άπειροι κόσμοι» τού μπρούνο στη σημερινή (αστρο)φυσική τουλάχιστον, πάει καιρός που έχουν σιωπηρά (απολύτως ; ) αναγνωριστεί και δικαιωθεί… Δεν πρόκειται να κάτσω ν’ αναλύσω τώρα τούς λόγους, γιατί εγώ είμαι ανεπαρκής (ή βαριέμαι) και αυτοί είναι μάλλον λογικοί (και επομένως σαφείς) – θυμάμαι απλώς τήν ανάμνηση κάποιου μαθητή τού μαρκούζε που τόν θυμάται κι αυτός με τή σειρά του να υπογραμμίζει σκεφτικός απόσπασμα (γαλλικού) φληναφλήματος τής μεταμοντέρνας δόξας και να περιγράφει θλιμμένα (μμμ, τό γερμανοεβραϊκό του χιούμορ δεν νομίζω να τό έχασε πάντως ποτέ) : «και αυτό θεωρείται σήμερα φιλοσοφία»… 

παρόλο που ο μαρκούζε έζησε περισσότερο από τούς άλλους φίλους του στη σχολή τής φραγκφούρτης (που είχε μετοικήσει στο μεταξύ σούμπιτη, από φραγκφούρτη προς αμερικάς για να γλιτώσει τίς πυρές τού χίτλερ (εκτός από τόν βάλτερ μπένγιαμιν που αυτοκτόνησε στην ευρώπη φοβούμενος ότι δεν επρόκειτο να τίς γλιτώσει)) δηλαδή και τόν μαξ χορκχάϊμερ και τόν τέοντορ αντόρνο, και τόν έριχ φρομ, και άλλους, ελάσσονες αλλά καθόλου ασήμαντους, (και μην ξεχνάμε ότι και ο βίλχελμ ράιχ αυτοεξορίστηκε τότε επίσης, αλλά αυτός κατέληξε σε αμερικάνικη φυλακή και πέθανε πριν προλάβει να γίνει η δίκη του – πρόλαβε να δει όμως τά βιβλία του να καίγονται σε, αμερικάνικη τώρα, πυρά – εμπειρία που τήν είχαν όλοι τους κατά τ’ άλλα και στην εθισμένη σ’ όλα αυτά ευρώπη) πεθαίνοντας λοιπόν ο μαρκούζε στα τέλη τής δεκαετίας τού ’70 (και συγκεκριμένα τό ’79) πρόλαβε – αφού έζησε τήν εξέγερση και θεωρήθηκε και γκουρού της (καθόλου δεν τού αρέσαν αυτά) –, να ζήσει τήν επέλαση τής εκ νέου λαίλαπας τής «θετικής σκέψης» και τόν θρίαμβο τής αντεπίθεσης τού «ρεαλισμού». Τό «είμαστε πραγματιστές κι επιδιώκουμε τό απραγματοποίητο» (κατά ελαφράν παράφρασιν τού συνθήματος τού ’68) μετατράπηκε ρεαλιστικότατα σε «είμαστε ρεαλιστές και επιδιώκουμε μόνο τά πράγματα που μπορούμε να επιδιώξουμε – δηλαδή τίποτα». Με γλωσσική επίσης συνέπεια (πολύ χαρακτηριστική) τό «τίποτα» στην ελλάδα αποφάσισε να γίνει (εδώ και λίγα χρόνια) διά ροπάλου «κάτι»… Οι μαύροι δηλαδή στην αμερική (που έχουν τά ίδια 400 χρόνια σκλαβιάς πίσω τους με μάς εδώ) φαίνεται ότι εξακολουθούν να είναι (εκτός από πιο ρεαλιστές) και γενναιότεροι όταν εξακολουθούν να βάζουν (εκφραστικότατα – και γράφοντας εκεί που δεν πιάνει μελάνι κάθε δίδαγμα περί γλωσσικής ορθότητας) όταν μιλάνε λοιπόν άνετα με δύο (γενναίες και απανωτές) αρνήσεις στη σειρά – και επιμένοντας ότι κάτι εννοούν μ’ αυτό όταν λένε ότι they don’t mean nothin…

(αλλά μιμούμαστε όλα τά φαινόμενα τού προηγμένου καπιταλισμού μόνο όταν δεν θέτουν σε κίνδυνο τήν υποταγή μας σ’ αυτόν)

δεν θα πολυλογήσω άλλο τού λόγου μου – στο τέλος θα παραθέσω ελάχιστους συνδέσμους (έχουν ήδη υπάρξει κι  άλλοι εδώ (και περισσότερες φωτογραφίες εδώ)) – μια πρακτική (ιντερνετική) εξήγηση μόνο : μίλησα και στο προηγούμενο ποστ για «γκουγκλίσματα» : κατά βάθος δεν έχω ιδέα πώς λειτουργούν αλλά : μού έκανε εντύπωση η σταθερή επίσκεψη (και στα δυο βλογ – από τήν «κίνησή» τους βλέποντας και κρίνοντας) εδώ και καιρό αιτημάτων (δηλαδή γενικού ψαξίματος) τόσο για τόν μαρκούζε ονομαστικά όσο και για τόν μονοδιάστατο άνθρωπο (ή τό έρως και πολιτισμός) ειδικά – μού άρεσε μάλιστα μερικές φορές η λεπτομέρεια στο ψάξιμο (π.χ.: «τί λέει»…) Σ’ αυτές τίς ανώνυμες και τούς ανώνυμους γκουγκλιστές υπακούω σήμερα και παραθέτω από δω και στο εξής, και για όσο καιρό κάνουμε κέφι αμφότεροι – θα τό καταλάβω –, σε συνέχειες αποσπάσματα από τό πρώτο

(ξέρω βέβαια ότι γκουγκλίζοντας δεν ψάχνουν οι άνθρωποι για μένα αλλά για τά βιβλία και τόν άνθρωπο, και συνεπώς μη βρίσκοντας ίσως πολλά ώς τώρα (κάποια όμως βρήκαν, τουλάχιστον βιβλιογραφία) μπορεί οι ίδιοι και να μην ξανάρθουν… Όμως δεν έχει και τόση σημασία : σημασία έχει ότι οι καιροί τής εξέγερσης ξανάρχονται, σε παγκόσμιο επίπεδο, τό βλέπουμε και τό ζούμε – και οι καιροί τής εξέγερσης είναι οι καιροί τού μαρκούζε και τής κριτικής θεωρίας πάνω από κάθε τι άλλο… Η πρακτική τού ρεαλισμού έφαγε τά ψωμιά της, η θετική σκέψη επεκτάθηκε ώς εκεί που πρέπει ν’ αρνηθείς ολόκληρο τό σώμα και τή ζωή σου για να δεχτείς ως ζωή και ως σώμα ό,τι σού προσφέρεται δηλαδή και σού απομένει, κι επομένως η ώρα τής μεγάλης άρνησης τής ασκητείας, η άρνηση τού φτωχού κι ανέραστου ρεαλισμού έφτασε, ή θα φτάσει, πάλι… εκεί μονίμως μπορούμε να συναντιόμαστε…)

  

 

 

 

αποσπάσματα από τήν εισαγωγή/η νάρκωση τής κριτικής : μια κοινωνία χωρίς αντιπολίτευση

 

η κριτική θεωρία δεν δέχεται τό δοσμένο σύνολο γεγονότων σαν ένα πλαίσιο οριστικά διαμορφωμένο

μπρος σε γεγονότα φαινομενικά αντιφατικά η κριτική ανάλυση συνεχίζει να θεωρεί τήν ανάγκη τής κοινωνικής αλλαγής περισσότερο φλέγουσα και πιεστική από ποτέ

η πραγματικότητα και τά μέσα καταστροφής έχουν μια ταυτόχρονη ανάπτυξη· η ανθρωπότητα απειλείται με ολοκληρωτικό όλεθρο· η σκέψη, η ελπίδα, ο φόβος είναι στο έλεος τής εξουσίας· η αθλιότητα γειτονεύει με τεράστια πλούτη. Τά φαινόμενα αυτά, ακόμα κι αν δεν αποτελούν τόν λόγο ύπαρξης τής κοινωνίας αλλά μόνο τά δευτερογενή αποτελέσματά της, δεν δικαιολογούν μια αμερόληπτη αμφισβήτηση αυτής τής κοινωνίας ; Ο ορθολογισμός της, η πρόοδός της και η ανάπτυξή της είναι φαινόμενα ανορθολογικά στην αρχή τους

τό γεγονός ότι τό μεγαλύτερο μέρος τού πληθυσμού, εγκλιματισμένο σ’ αυτόν τόν τρόπο σκέψης, δέχεται αυτή τήν κοινωνία, δεν τήν κάνει περισσότερο λογική και λιγότερο αξιοκατάκριτη. Η διάκριση ανάμεσα στην αληθινή και στην κίβδηλη συνείδηση, ανάμεσα στο πραγματικό και στο άμεσο συμφέρον, δεν έχασε τίποτα απ’ τή σημασία της. Πρέπει όμως να αποδειχτεί. Κάθε άνθρωπος πρέπει να τήν αναζητήσει και να βρει τό μονοπάτι που θα τόν φέρει από τήν κίβδηλη στην αληθινή συνείδηση, απ’ τό άμεσο στο πραγματικό του συμφέρον. Και μπορεί να τό κάνει μόνο όταν αισθανθεί τήν ανάγκη ν’ αλλάξει τόν τρόπο ζωής του, ν’ απορρίψει τό θετικό, ν’ αρνηθεί.

πρέπει λοιπόν να αμφισβητηθούν τά πάντα

ένα τυχαίο γεγονός μπορεί ν’ αλλάξει τήν κατάσταση, αλλά αν δεν συγκλονισθεί η ίδια η συμπεριφορά τού ανθρώπου με τή συνειδητοποίηση από μέρους του τού τί έγινε και τί εμποδίστηκε να γίνει, ακόμα και μια καταστροφή δεν πρόκειται να φέρει ποιοτική αλλαγή

σ’ αυτήν τήν κοινωνία ο παραγωγικός μηχανισμός τείνει να γίνει ολοκληρωτικός, με τήν έννοια ότι καθορίζει ταυτόχρονα τίς δραστηριότητες, τίς μορφές και τίς ικανότητες που απαιτεί η κοινωνική ζωή, και τίς επιθυμίες και τίς ανάγκες τών ανθρώπων. Έτσι δεν υπάρχει πια αντίθεση ανάμεσα στη δημόσια και τήν ιδιωτική ζωή, στις κοινωνικές και τίς ατομικές ανάγκες. Η τεχνολογία επιτρέπει τήν εγκαθίδρυση καινούργιων, πιο αποτελεσματικών και πιο ευχάριστων, μορφών κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικής συνοχής. Υπάρχει και μια άλλη πλευρά αυτής τής ολοκληρωτικής τάσης : ξαπλώνεται στις λιγότερο ανεπτυγμένες ή και προβιομηχανικές περιοχές τού κόσμου

με τήν ιδιότητά της τού τεχνολογικού συνόλου, η προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία είναι και  π ο λ ι τ ι κό   σύνολο, είναι η τελευταία φάση ενός ειδικά ιστορικού  σ χ ε δ ί ο υ.   Πραγματοποιούνται, δηλαδή, η γνώση ο μετασχηματισμός και η οργάνωση τής φύσης, σαν απλά υποστηρίγματα τής κυριαρχίας

μέσα απ’ τήν τεχνολογία, η μόρφωση η πολιτική και η οικονομία ανακατεύονται σ’ ένα πανταχού παρόν σύστημα που καταβροχθίζει ή απωθεί κάθε αντίρροπη τάση. Αυτό τό σύστημα διαθέτει μεγάλη παραγωγικότητα, κι ένα διαρκώς αυξανόμενο δυναμικό, που σταθεροποιούν τήν κοινωνία και περιορίζουν τήν τεχνική πρόοδο μέσα στο καταπιεστικό σχήμα. Ο τεχνολογικός ορθολογισμός έγινε ορθολογισμός πολιτικός

διαφωτιστικά είναι απ’ αυτή τήν άποψη τό ράδιο και η τηλεόραση. Αρκεί να ακούει κανείς επί μία ώρα μερικές μέρες συνέχεια, χωρίς να τά κλείνει, τήν ώρα τών διαφημίσεων αλλάζοντας κατά διαστήματα σταθμό 

  

 

 

αποσπάσματα από τό πρώτο μέρος/η μονοδιάστατη κοινωνία/κεφάλαιο 1 : οι καινούργιες μορφές ελέγχου

  

η άνεση, η αποτελεσματικότητα, η λογική, και η έλλειψη ελευθερίας μέσα σ’ ένα δημοκρατικό πλαίσιο, νά τι χαρακτηρίζει τόν προχωρημένο βιομηχανικό πολιτισμό και συνηγορεί για τήν τεχνική πρόοδο.

με τή θεσμοποίησή τους και τήν ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία, οι ελευθερίες και τά δικαιώματα συμμερίστηκαν και τήν τύχη αυτής τής κοινωνίας. Η υλοποίησή τους εξαφάνισε τίς προϋποθέσεις τους.

οικονομική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει  α π ε λ ε υ θ έ ρ ω σ η  από τήν οικονομία, απελευθέρωση απ’ τήν καθημερινή πάλη για τήν ύπαρξη, απαλλαγή απ’ τήν ανάγκη να κερδίζουμε τή ζωή μας. Πολιτική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει  α π ε λ ε υ θ έ ρ ω σ η  απ’ τήν πολιτική αυτή πάνω στην οποία τά άτομα δεν μπορούν να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο. Πνευματική ελευθερία θα πρέπει να σημαίνει αποκατάσταση τής ατομικής σκέψης, που είναι σήμερα πνιγμένη από τά μέσα μαζικής επικοινωνίας και θύμα τής διαπαιδαγώγησης· θα πρέπει ακόμα να σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν κατασκευαστές τής «κοινής γνώμης», και η ίδια η κοινή γνώμη ακόμα. Αν οι προτάσεις αυτές έχουν έναν τόνο εξωπραγματικό, αυτό δεν συμβαίνει επειδή είναι ουτοπικές, αλλά επειδή είναι ισχυρές οι δυνάμεις που τίς αντιμάχονται.

τό αποτέλεσμα είναι η ευφορία μέσα στη δυστυχία. Να αναπαύεσαι, να διασκεδάζεις, να δρας και να καταναλώνεις όπως όλοι οι άλλοι, να αγαπάς και να μισείς ό,τι αγαπούν και μισούν οι άλλοι, αυτά στο μεγαλύτερό τους μέρος είναι ανάγκες πλαστές.

τό γεγονός ότι οι συνθήκες κάτω από τίς οποίες ζει τό άτομο ανανεώνουν και δυναμώνουν συνεχώς αυτές τίς ανάγκες, με αποτέλεσμα τό άτομο να τίς κάνει πια δικές του, να ταυτιστεί μαζί τους, και να αναζητά τόν εαυτό του στην ικανοποίησή τους, δεν αλλάζει σε τίποτα τό πρόβλημα. Οι ανάγκες παραμένουν αυτό που πάντα ήταν, προϊόντα μιας κοινωνίας που τά κυρίαρχα συμφέροντά της απαιτούν τήν καταπίεση.

οι καταπιεστικές ανάγκες είναι οι ισχυρότερες, αυτό είναι γεγονός τετελεσμένο, καθιερωμένο από τήν ήττα και τήν αμάθεια. Είναι όμως και ένα γεγονός που πρέπει ν’ αλλάξει, και τό άτομο που «ευημερεί» έχει τό ίδιο συμφέρον ως προς αυτό, όσο και εκείνοι που πληρώνουν τήν ευημερία του με τή δικιά τους αθλιότητα.

σε τελευταία ανάλυση, τά ίδια τά άτομα είναι εκείνα που θ’ απαντήσουν σ’ αυτό τό ζήτημα τών αληθινών και τών πλαστών αναγκών, αλλά μόνο σε τελευταία ανάλυση, όταν δηλαδή θα είναι ελεύθερα να δώσουν τίς καθαρά δικές τους απαντήσεις. Όσο δεν έχουν καμιά αυτονομία, όσο είναι ετερόφωτα κι ετεροκαθοριζόμενα (και στο επίπεδο τών ενστίκτων τους έστω), η απάντηση που θα δίνουν δεν θα μπορεί να θεωρηθεί σαν δική τους. Για τόν ίδιο λόγο όμως, κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να διεκδικήσει τό δικαίωμα να καθορίσει τίς ανάγκες που θα πρέπει να καλλιεργηθούν και να ικανοποιηθούν. Ένα τέτοιο δικαστήριο θα πρέπει να τό απορρίψουμε· απ’ τήν άλλη όμως αυτό δεν θα πρέπει να μάς κάνει να παρατήσουμε τό πρόβλημα : με ποιον τρόπο, άνθρωποι που έχουν υποστεί αποτελεσματική και πετυχημένη κυριάρχηση, θα μπορέσουν να πλάσουν οι ίδιοι τίς συνθήκες τής ελευθερίας ;

όσο η διοίκηση τής καταπιεστικής κοινωνίας γίνεται ορθολογιστική, παραγωγική τεχνική και ολοκληρωτική, τόσο περισσότερο τά άτομα δυσκολεύονται να καταλάβουν τά μέσα που θα τούς επιτρέψουν να τερματίσουν τήν υποδούλωσή τους και να αποκτήσουν τήν ελευθερία τους. Βέβαια, τό να θελήσει κάποιος να επιβάλει γενικευμένα τή Λογική σε ολόκληρη τήν κοινωνία, αυτό είναι μια παράδοξη και σκανδαλώδης ιδέα – έχουμε όμως τό δικαίωμα και να αμφισβητήσουμε τήν αρετή μιας κοινωνίας που αυτή τήν ιδέα τήν γελοιοποιεί ενώ ταυτόχρονα η ίδια ασκεί πάνω στον κόσμο της μια καθολικά γενικευμένη εξουσία.

για κάθε απελευθέρωση χρειάζεται πρώτα η συνειδητοποίηση τής σκλαβιάς

(συνεχίζεται)

 

© για τή μετάφραση:«herbert marcuse/ο μονοδιάστατος άνθρωπος» μετάφραση μπάμπη λυκούδη/εκδόσεις παπαζήση 1971
1η έκδοση : one dimensional man ©  boston : beacon 1964 (και : 1968, 1991 με καινούργια εισαγωγή τού douglas kellner)

 

 

   

 

στο αρχείο τού μαρκούζε  διαβάζετε τόν «μονοδιάστατο άνθρωπο» στα αγγλικά
στη σελίδα τών
εκδόσεων από τό σάιτ τού μαρκούζε βλέπετε βιβλία του σε διάφορες γλώσσες
πρόκειται για τήν οικογενειακή
ιστοσελίδα τού μαρκούζε, και εδώ είναι τό τμήμα τό αφιερωμένο στον ίδιο (τό σάιτ τό έφτιαξε ο εγγονός του harold)
βιβλία τού μαρκούζε μεταφρασμένα στα ελληνικά
και μια σύντομη βιογραφία στην
wikipedia

  

  

 

marcuse@history.ucsb.edu

  

 

 

  

 

2 Οκτωβρίου 2009

american stories (θετικισμός και πολυλογίες)

Filed under: ενημερώσεις — χαρη @ 12:02 πμ
Tags: , ,

   4CEA3A3B - Αντίγραφο         ZGCA5KFHUACAYOM13DCAOHH4RJCA435BSXCAIBOKJGCAX1JWY7CATT4WBXCAZR7RW2CAWUKZO1CAIW6COFCA97P4G7CAEZ5AW7CAG1HMY9CAVZCUA8CADJCQKRCA45QMU5CA1T84WQCACRZTX3CAK0AHUYjane austen κονσέρβα

λοιπόν, ώσπου να ξεκινήσουνε αυτοί οι κήποι για τά καλά, μού φαίνεται θα σάς βάζω μονίμως να βλέπετε τί γίνεται στους άλλους κήπους (τούς πιο χάρτινους…) : Δεν είναι κακή ιδέα, ε;  εισέρχεσθε που εισέρχεσθε (και πολύ σάς ευχαριστούν οι κάκτοι μου κιόλας)

   τηλεοπτικές και τραγικές ιστορίες – και προσχέδια έργων – λοιπόν σήμερα (προεκλογική περίοδο δεν έχουμε ; )

(ανοίγω και τά σχόλια από δω και πέρα – να μού γράφετε κι από δω αν προτιμάτε τά άγρια φυτά από τά στρατσόχαρτα… )

 

ο adorno στο πιάνο του
ο adorno στο πιάνο του

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: