
τό άκουσα (προχτές) (επιτροχάδην διατυπωμένο και με τίς αναμενόμενες, θολώνουσες τά νερά, δέουσες και ένοχες λακωνικότητες) στην τηλεόραση, διάβασα (επίσης) τήν είδηση στο no budget, και ο γατουλέας (επίσης προχτές) ανέλυσε κατά τή γνώμη μου κάποιες πλευρές τού ίδιου φαινομένου λογικότατα και ψυχραιμότατα : αυτά που ακολουθούν συνεπώς δεν είναι για ενημέρωση, είναι προσωπική έκφραση (ψυχραιμότατης) αηδίας και (ψυχραιμότατου) θυμού :
δεν είμαστε όλοι σε οποιαδήποτε χώρα τό ίδιο – δεν ζούμε τά ίδια – (τώρα με τήν συγκεκριμένη επιτήρηση θα τό ζήσουμε στην κυριολεξία αυτό τό «διαφορετικό» (αν δεν τού αντισταθούμε φυσικά μ’ έναν όμοιο τρόπο) – και δεν αντιστεκόμαστε όλοι βέβαια στα ίδια – ούτε έχουμε όλοι τήν ίδια «ιστορία». Η καταραμένη λέξη συνωστισμός που έκανε ανθελληνικό τό βιβλίο ιστορίας τής κυρίας ρεπούση, δεν ήταν κατά τή γνώμη μου μόνο απόδειξη τού πόσο διαφορετικά διαβάζουμε τίς λέξεις, τήν ιστορία, και τόν εαυτό μας : εμπεριείχε κι ένα σαδομαζοχιστικό στοιχείο που διέφυγε νομίζω όλων τών αναλύσεων : σίγουρα βέβαια μια περιγραφή ζωντανότερη που θα έλεγε «ο ελληνικός πληθυσμός στριμώχτηκε και τσαλαπατήθηκε στην αποβάθρα και τό αποτέλεσμα τής φριχτής συμπεριφοράς τών τούρκων ήταν τό να χτυπάει και να σπρώχνει ο ένας έλληνας τόν άλλον για τό ποιος θα πρωτομπεί στο καράβι, και να πετάει η μια μάνα τήν άλλη στη θάλασσα για τό ποια θα πρωτοσώσει (τήν εαυτή της ή) τό παιδί της – χωρίς να υποψιάζονται ότι αυτό που θα συναντούσαν στα νησιά στα οποία προσδοκούσαν να κατέβουν θα ήταν μια εντελώς παρόμοια κλωτσοπατινάδα, κι ένα παρόμοιο ξαναπέταγμα στη θάλασσα, και μια αντικατοπτρική (σε σχέση με κείνην τών τούρκων) περιφρόνηση μετά ύβρεων απ’ τή μεριά τώρα τών ελλαδιτών – που καμία διάθεση δεν είχαν να τούς παρακολουθήσουν ψύχραιμα να συνωστίζονται μετά στα λιμάνια τους, τής μυτιλήνης ή τού πειραιά» θα ήταν βέβαια περισσότερο πιστή στην εθνική ιστορία, ασχέτως τού πόσο παιδαγωγική μπορεί να επιχειρηματολογεί κανείς αενάως ότι θα ήτανε… Αλλά πάντως δεν (πιστεύω πως) ήτανε αυτός ο λόγος που επισημάνθηκε με τόσο βίαιο και υβριστικό και συκοφαντικό τρόπο η έλλειψη αυτής τής οπτικής…
αυτή η (όχι και τόσο) υπόγεια (και σχεδόν πανεθνικής εμβέλειας) παραδοχή ότι μάς αρέσει η βία στην ιστορία, ευθυγραμμίζεται αρμονικότατα με τήν ανοχή που έχουμε (σχεδόν πανελληνίως) προς τήν βία στην ίδια τήν ζωή μας – φτάνει να ‘ναι (βέβαια) μακριά από μάς… Εκεί κατά τή γνώμη μου βρίσκεται και η αιτία για τό γεγονός πως δεν έγιναν ποτέ ογκώδεις και πολυπληθείς και μαζικές διαμαρτυρίες από μεριάς τού ελληνικού πληθυσμού, για τά όσα βάρβαρα και βασανιστικά και φονικά είδαμε και ακούσαμε να επιβάλλουν κατά καιρούς συν-ιθαγενείς μας σε μετανάστες… Τό ίδιο μακριά από μάς ισχύει βέβαια και για μάς τούς ίδιους προς εμάς τούς ίδιους όταν τά πράγματα είναι πιο στριμόκωλα, και υπάρχει ας πούμε ένα δικτατορικό καθεστώς που «νομιμοποιεί» τήν αδιαφορία ελλήνων προς έλληνες (πλέον) – αν τήν επίδειξη και τής παραμικρής αλληλεγγύης πρόκειται να ακολουθήσει «ταράτσα και απομόνωση». Όσοι έζησαν μέσα στη χούντα και αντιστάθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην «λογική της» έχουνε να τό λένε για τήν απόλυτη αδιαφορία τού «μέσου πληθυσμού» προς όσους βασανίζονταν στην ταράτσα τής οδού Μπουμπουλίνας 18…
υπάρχει μια μαρτυρία τήν οποία θέλω να παραθέσω λοιπόν τώρα εδώ σχετικά με τήν οδό μπουμπουλίνας ειδικά – ίσως γιατί τά περί εάτ-εσά έχουν γίνει κάπως γνωστότερα… Τήν είχα βέβαια στο μυαλό μου διαρκώς όταν ανέβαζα τήν προηγούμενη ανάρτηση τήν αφιερωμένη στην επέτειο τής 21ης, και ειδικά όταν ανέφερα τό βιβλίο τής Κίττυς Αρσένη, αλλά νομίζω ότι τώρα θέλω πραγματικά να τήν πω παρόλο που θα τήν πω από μνήμης… (και για παρηγοριά – αν είναι – σάς υπόσχομαι κάποτε να ανεβάσω ανάρτηση ειδικά γι’ αυτό τό βιβλίο και τήν δημιουργό του : )

: όταν τελειώνουν τά βασανιστήρια τής καθεμιάς (και τού καθένα) τελειώνει και η απομόνωση – κανείς δεν ξέρει ύστερα από πόσες βδομάδες ή μήνες θα γίνει αυτό, αλλά κάποτε θα γίνει : θα σέ πάρουν από τό μικρό σκοτεινό κελί θα σέ σύρουν αιμόφυρτη αν δεν έχουν κλείσει ακόμα καλά οι πληγές, και θα σέ πετάξουν στον μεγάλο θάλαμο με τίς άλλες… Τότε θα δεις και ποιες άλλες είχανε συλληφθεί εκτός από σένα, ποιές περάσανε τά ίδια, και ποιές σέ ακούγανε τόσον καιρό να ουρλιάζεις από τήν ταράτσα… Θα συναντήσεις παλιές γνωστές πιθανόν, θα κάνεις και νέες φιλίες εξίσου… Όλες θα σέ φροντίσουν, θα σέ περιποιηθούν, θα επαναλάβουν τώρα για σένα ό,τι έγινε και για τίς ίδιες δηλαδή όταν ανέβηκαν από τήν απομόνωση στον θάλαμο… Και θα ‘ταν σχεδόν ειδυλλιακή η κατάσταση, και δεν θα σ’ ένοιαζε καν πόσο θα κρατήσει πλέον η κράτηση στην ασφάλεια, αν δεν προέκυπτε ένα νέο βασανιστήριο : ακίνητες και σιωπηλές ακούτε κάθε βράδι άλλους που βασανίζονται – όσο κι αν οι ασφαλίτες έχουν μέσα στο ταρατσάκι δίπλα τους μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και τήν ανάβουν για να σκεπάζει κάπως τόν θόρυβο (υπάρχουν και γείτονες, η μπουμπουλίνας βρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, και όσο να ‘ναι…) : (όταν είχε έρθει η ώρα τής Κίττυς να τούς δει στο καμαράκι ν’ ανάβουν τήν μηχανή, έγραψε με τή συγκλονιστική της λιτότητα : «και τότε φοβήθηκα, τότε φοβήθηκα πραγματικά πολύ») :
μια νύχτα λοιπόν καταλάβανε πως ήτανε ένας φίλος τους αυτός που ούρλιαζε… Δεν θυμάμαι αν είναι γι’ αυτόν, ή για κάποιον άλλον φίλο της με καταγωγή από τήν κέρκυρα, που η αρσένη κάνει (σε ένα άλλο σημείο τού βιβλίου της) τήν (καταπληκτική) παρατήρηση : «η κερκυραϊκή προφορά τού Τάδε εξαφανιζότανε όταν ούρλιαζε»). Εκείνη τή φορά πάντως περιγράφει τή δική της αποκλειστικά κατάσταση : τό λέει με συντριβή – ότι τό έλεγε δηλαδή, και τό φώναξε μέσα στον θάλαμο κιόλας, χωρίς καμιά αναστολή κανέναν δισταγμό, καμιά ενοχή : Να πεθάνει! Και τό ξανά ‘πε, και με συντριβή ομολογεί ότι τό ήθελε πραγματικά εκείνη τήν ώρα για τόν φίλο της που τόν άκουγε να ουρλιάζει, με όλη τήν καρδιά της και τήν δύναμη και τήν ειλικρίνεια : Να πεθάνει!…

άκουσα ότι ο μετανάστης έχει πάθει γάγγραινα εσωτερικά από τό παλούκωμα στο οποίο τόν υποβάλλανε οι έλληνες πολίτες και ιθαγενείς. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να τού ευχηθώ να μπορέσει να ζήσει… Θρήσκα δεν ήμουν ποτέ… Έχω πιάσει πάντως τόν εαυτό μου να εύχεται από μέσα του, για τούς βιαστές του, και όχι για να γλιτώσουν τίποτα, αυτοί, ναι, να πεθάνουν…





