σημειωματαριο κηπων

30 Απριλίου 2010

ελληνική απομόνωση ελληνικό παλούκωμα

 

  

 

τό άκουσα (προχτές) (επιτροχάδην διατυπωμένο και με τίς αναμενόμενες, θολώνουσες τά νερά, δέουσες και ένοχες λακωνικότητες) στην τηλεόραση, διάβασα (επίσης) τήν είδηση στο no budget, και ο γατουλέας (επίσης προχτές) ανέλυσε κατά τή γνώμη μου κάποιες πλευρές τού ίδιου φαινομένου λογικότατα και ψυχραιμότατα : αυτά που ακολουθούν συνεπώς δεν είναι για ενημέρωση, είναι προσωπική έκφραση (ψυχραιμότατης) αηδίας και (ψυχραιμότατου) θυμού :

δεν είμαστε όλοι σε οποιαδήποτε χώρα τό ίδιο – δεν ζούμε τά ίδια – (τώρα με τήν συγκεκριμένη επιτήρηση θα τό ζήσουμε στην κυριολεξία αυτό τό «διαφορετικό» (αν δεν τού αντισταθούμε φυσικά μ’ έναν όμοιο τρόπο) – και δεν αντιστεκόμαστε όλοι βέβαια στα ίδια – ούτε έχουμε όλοι τήν ίδια «ιστορία».  Η καταραμένη λέξη συνωστισμός που έκανε ανθελληνικό τό βιβλίο ιστορίας τής κυρίας ρεπούση, δεν ήταν κατά τή γνώμη μου μόνο απόδειξη τού πόσο διαφορετικά διαβάζουμε τίς λέξεις, τήν ιστορία, και τόν εαυτό μας : εμπεριείχε κι ένα σαδομαζοχιστικό στοιχείο που διέφυγε νομίζω όλων τών αναλύσεων : σίγουρα βέβαια μια περιγραφή ζωντανότερη που θα έλεγε «ο ελληνικός πληθυσμός στριμώχτηκε και τσαλαπατήθηκε στην αποβάθρα και τό αποτέλεσμα τής φριχτής συμπεριφοράς τών τούρκων ήταν τό να χτυπάει και να σπρώχνει ο ένας έλληνας τόν άλλον για τό ποιος θα πρωτομπεί στο καράβι, και να πετάει η μια μάνα τήν άλλη στη θάλασσα για τό ποια θα πρωτοσώσει (τήν εαυτή της ή) τό παιδί της – χωρίς να υποψιάζονται ότι αυτό που θα συναντούσαν στα νησιά στα οποία προσδοκούσαν να κατέβουν θα ήταν μια εντελώς παρόμοια κλωτσοπατινάδα, κι ένα παρόμοιο ξαναπέταγμα στη θάλασσα, και μια αντικατοπτρική (σε σχέση με κείνην τών τούρκων) περιφρόνηση μετά ύβρεων απ’ τή μεριά τώρα τών ελλαδιτών – που καμία διάθεση δεν είχαν να τούς παρακολουθήσουν ψύχραιμα να συνωστίζονται μετά στα λιμάνια τους, τής μυτιλήνης ή τού πειραιά» θα ήταν βέβαια περισσότερο πιστή στην εθνική ιστορία, ασχέτως τού πόσο παιδαγωγική μπορεί να επιχειρηματολογεί κανείς αενάως ότι θα ήτανε… Αλλά πάντως δεν (πιστεύω πως) ήτανε αυτός ο λόγος που επισημάνθηκε με τόσο βίαιο και υβριστικό και συκοφαντικό τρόπο η έλλειψη αυτής τής οπτικής…

αυτή η (όχι και τόσο) υπόγεια (και σχεδόν πανεθνικής εμβέλειας) παραδοχή ότι μάς αρέσει η βία στην ιστορία, ευθυγραμμίζεται αρμονικότατα με τήν ανοχή που έχουμε (σχεδόν πανελληνίως) προς τήν βία στην ίδια τήν ζωή μας – φτάνει να ‘ναι (βέβαια) μακριά από μάς… Εκεί κατά τή γνώμη μου βρίσκεται και η αιτία για τό γεγονός πως δεν έγιναν ποτέ ογκώδεις και πολυπληθείς και μαζικές διαμαρτυρίες από μεριάς τού ελληνικού πληθυσμού, για τά όσα βάρβαρα και βασανιστικά και φονικά είδαμε και ακούσαμε να επιβάλλουν κατά καιρούς συν-ιθαγενείς μας σε μετανάστες… Τό ίδιο μακριά από μάς ισχύει βέβαια και για μάς τούς ίδιους προς εμάς τούς ίδιους όταν τά πράγματα είναι πιο στριμόκωλα, και υπάρχει ας πούμε ένα δικτατορικό καθεστώς που «νομιμοποιεί» τήν αδιαφορία ελλήνων προς έλληνες (πλέον) – αν τήν επίδειξη και τής παραμικρής αλληλεγγύης πρόκειται να ακολουθήσει «ταράτσα και απομόνωση». Όσοι έζησαν μέσα στη χούντα και αντιστάθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην «λογική της» έχουνε να τό λένε για τήν απόλυτη αδιαφορία τού «μέσου πληθυσμού» προς όσους βασανίζονταν στην ταράτσα τής οδού Μπουμπουλίνας 18…

υπάρχει μια μαρτυρία τήν οποία θέλω να παραθέσω λοιπόν τώρα εδώ σχετικά με τήν οδό μπουμπουλίνας ειδικά – ίσως γιατί τά περί εάτ-εσά έχουν γίνει κάπως γνωστότερα… Τήν είχα βέβαια στο μυαλό μου διαρκώς όταν ανέβαζα τήν προηγούμενη ανάρτηση τήν αφιερωμένη στην επέτειο τής 21ης, και ειδικά όταν ανέφερα τό βιβλίο τής Κίττυς Αρσένη, αλλά νομίζω ότι τώρα θέλω πραγματικά να τήν πω παρόλο που θα τήν πω από μνήμης… (και για παρηγοριά – αν είναι – σάς υπόσχομαι κάποτε να ανεβάσω ανάρτηση ειδικά γι’ αυτό τό βιβλίο και τήν δημιουργό του : )

 

 

 

: όταν τελειώνουν τά βασανιστήρια τής καθεμιάς (και τού καθένα) τελειώνει και η απομόνωση – κανείς δεν ξέρει ύστερα από πόσες βδομάδες ή μήνες θα γίνει αυτό, αλλά κάποτε θα γίνει : θα σέ πάρουν από τό μικρό σκοτεινό κελί θα σέ σύρουν αιμόφυρτη αν δεν έχουν κλείσει ακόμα καλά οι πληγές, και θα σέ πετάξουν στον μεγάλο θάλαμο με τίς άλλες… Τότε θα δεις και ποιες άλλες είχανε συλληφθεί εκτός από σένα, ποιές περάσανε τά ίδια, και ποιές σέ ακούγανε τόσον καιρό να ουρλιάζεις από τήν ταράτσα… Θα συναντήσεις παλιές γνωστές πιθανόν, θα κάνεις και νέες φιλίες εξίσου… Όλες θα σέ φροντίσουν, θα σέ περιποιηθούν, θα επαναλάβουν τώρα για σένα ό,τι έγινε και για τίς ίδιες δηλαδή όταν ανέβηκαν από τήν απομόνωση στον θάλαμο… Και θα ‘ταν σχεδόν ειδυλλιακή η κατάσταση, και δεν θα σ’ ένοιαζε καν πόσο θα κρατήσει πλέον η κράτηση στην ασφάλεια, αν δεν προέκυπτε ένα νέο βασανιστήριο : ακίνητες και σιωπηλές ακούτε κάθε βράδι άλλους που βασανίζονται – όσο κι αν οι ασφαλίτες έχουν μέσα στο ταρατσάκι δίπλα τους μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και τήν ανάβουν για να σκεπάζει κάπως τόν θόρυβο (υπάρχουν και γείτονες, η μπουμπουλίνας βρίσκεται σε πυκνοκατοικημένη περιοχή, και όσο να ‘ναι…) : (όταν είχε έρθει η ώρα τής Κίττυς να τούς δει στο καμαράκι ν’ ανάβουν τήν μηχανή, έγραψε με τή συγκλονιστική της λιτότητα : «και τότε φοβήθηκα, τότε φοβήθηκα πραγματικά πολύ») :

μια νύχτα λοιπόν καταλάβανε πως ήτανε ένας φίλος τους αυτός που ούρλιαζε… Δεν θυμάμαι αν είναι γι’ αυτόν, ή για κάποιον άλλον φίλο της με καταγωγή από τήν κέρκυρα, που η αρσένη κάνει (σε ένα άλλο σημείο τού βιβλίου της) τήν (καταπληκτική) παρατήρηση : «η κερκυραϊκή προφορά τού Τάδε εξαφανιζότανε όταν ούρλιαζε»). Εκείνη τή φορά πάντως περιγράφει τή δική της αποκλειστικά κατάσταση : τό λέει με συντριβή – ότι τό έλεγε δηλαδή, και τό φώναξε μέσα στον θάλαμο κιόλας, χωρίς καμιά αναστολή κανέναν δισταγμό, καμιά ενοχή : Να πεθάνει! Και τό ξανά ‘πε, και με συντριβή ομολογεί ότι τό ήθελε πραγματικά εκείνη τήν ώρα για τόν φίλο της που τόν άκουγε να ουρλιάζει, με όλη τήν καρδιά της και τήν δύναμη και τήν ειλικρίνεια : Να πεθάνει!

 

  

 

 

άκουσα ότι ο μετανάστης έχει πάθει γάγγραινα εσωτερικά από τό παλούκωμα στο οποίο τόν υποβάλλανε οι έλληνες πολίτες και ιθαγενείς. Δεν ξέρω αν έχει νόημα να τού ευχηθώ να μπορέσει να ζήσει… Θρήσκα δεν ήμουν ποτέ… Έχω πιάσει πάντως τόν εαυτό μου να εύχεται από μέσα του, για τούς βιαστές του, και όχι για να γλιτώσουν τίποτα, αυτοί, ναι, να πεθάνουν…

 

 

 σημείωση (σημαντική) : πρόσθεσα χτες τά tags (που δεν είχα βάλει ώς σήμερα στις αναρτήσεις μου) πιο πολύ γιατί μού αρέσει (αισθητικά) αυτό τό συννεφάκι στην δίπλα στήλη, τό tag cloud : μέ περίμενε η ίδια έκπληξη που είχα και όταν ανέβασα τό ποστ περί fucking και μαλακίας, και τώρα (που συμπεριέλαβα ως tag στο ποστ περί νεοφασισμών τήν αμαρτωλή αυτή έκφραση ερωτικού προσανατολισμού)… : η εταιρεία που μάς φιλοξενεί αρνήθηκε αφενός να αναρτήσει τήν αμαρτωλή λέξη ως tag στο συννεφάκι, αφετέρου δε, βλέπω έκτοτε (όπως έβλεπα και όταν ανέβασα εκείνο τό ποστ) μονίμως τό κίτρινο θαυμαστικό ! με τήν συμπλήρωση υπάρχει σφάλμα στη σελίδα, κάτω-κάτω στο μπλογκ – για να μού υπενθυμίζει τήν αμαρτία μου… Δεν είναι ειλικρινής όμως, ούτε δείγμα ευφυίας τελικά, η έκπληξή μου… Ο μαρκούζε όταν έγραφε τόν μονοδιάστατο άνθρωπο ή τό έρως και πολιτισμός επισημαίνοντας τόσο τήν μονολιθικότητα τής σκέψης που «χρειάζεται» ο σύγχρονος άνθρωπος για να «επιζήσει» – όσο και τό μίσος προς τόν έρωτα που «χρειάζεται» ο πολιτισμένος άνθρωπος για να αντέξει τήν (βίαιη) κοινωνία (που ο ίδιος δημιούργησε) – ούτε εμπνεόταν από καμιά ειδική ελληνική πραγματικότητα ούτε μιλούσε συγκεκριμένα και ειδικά για τήν ελλάδα : για τόν κόσμο μας, και μάλιστα τόν ανεπτυγμένο, μιλούσε… Ο πουριτανισμός που προκύπτει, και που τόν λουζόμαστε όπως βλέπουμε θέλοντας και μη, ακόμα και σ’ έναν χώρο ελευθερίας (τού λόγου) όπως υποτίθεται ότι είναι τό ίντερνετ, μάς ενοποιεί εντέλει αναγκαστικά και στο κυνήγι μαγισσών και στα παλουκώματα μεταναστών – με βάση τόν, ερωτικής πάντα κατεύθυνσης βιασμό (ο οποίος είναι εξάλλου πάντα ταπεινωτικός αλλά πάντα και μόνο για τό θύμα…), (δεν νομίζω να νομίζει κανείς δηλαδή ότι οι βάρβαροι ντρέπονται…) Ίσως πάντως και η βαρβαρότητα και η βλακεία να ενοποιήσει κάποτε εξίσου και τή συνείδησή μας και τό θυμικό μας και τόν θυμό μας…

κοιτάξτε λοιπόν καλά τό κίτρινο θαυμαστικό γιατί σε λίγες μέρες θα υποκύψω κι εγώ στην εντολή λογοκρισίας και θα τής βάλω σεμνό βρακί (μ’ έναν αστερίσκο δηλαδή (fu*k) ) τής λέξης – για να φύγει… – διότι μ’ ενοχλεί (τό θαυμαστικό!)

 

 

 

 

 

 

 

8 Μαρτίου 2010

ημέρες (και νύχτες) γυναικών (και αντρών)

  

           

      

 η συμμετοχή μου στις «γιορτές» είναι εμποδιζόμενη από μια αμφιθυμία βαριά : αν πρέπει να πάρω μέρος στην «σημερινή» προτιμώ να σάς γυρίσω σε παλιότερα (σε χρόνο ανύποπτο) στο άλλο σημειωματάριο αναρτηθέντα γραφέντα διακοσμηθέντα (και σχολιασθέντα) :

 

1   μια ωραία μαργαρίτα εις τά δάση μια φορά… ( : ζούσε, κι ήταν μια χαρά – ) 

 

         

 2   περί βιβλίων «τούβλων» και περί τής συγγραφικής επιτυχίας τών γυναικών 

              

3   american stories (θετικισμός και πολυλογίες) 

               

   

και, τέλος, τό προσφατότερο :

 4   choderlos de laclos : τό παράδοξο ως αφετηρία τής αλήθειας

 

          

              

…αυτά τά λίγα σήμερα, μια μέρα τόν χρόνο ως πολύ λίγες που είμαστε, (και στην ωραία μαργαρίτα θα επανέλθουμε συντόμως… )

           

 

 

 

 

 

 

 

3 Δεκεμβρίου 2009

γιατί τά γουρούνια δεν είναι δολοφόνοι κι οι δολοφόνοι δεν είναι αιδοία…

 

…animal psalm

 
(αρειανής μονόλογοι)
  

   ίθισται βέβαια τά συνθήματα που φωνάζουμε στον δρόμο να έχουν και ομοιοκαταληξία και ρυθμό… Καθόλου περίεργο, αν και ποτέ δεν τό κατάλαβα ακριβώς… Δεν θα μπορούσε η μεγάλη ποίηση να εισχωρήσει και στην πολιτική μας σκέψη ; Μπα, είμαστε ακόμα στην εποχή τού δημοτικού όταν μιλάμε στον δρόμο φωναχτά φαίνεται…

   Όταν μιλούσα όμως (παλιότερα) για παλιούς φόβους και τρόμους (τότε σε σχέση με τή λέξη αναρχία) θα έπρεπε να έχω πει μαζί και για κάτι ταυτόχρονο που ανακύπτει και ισχυρότερο και πιο αποενεχοποιημένο στο άκουσμα και κάποιων άλλων λέξεων : τήν έντρομη αναδίπλωση (στον «εαυτό» του) τήν αυτόματη τύφλωσή του (χωρίς τόν εαυτό του), αυτού τού αθώου καλοπροαίρετου και καλού μέσου άνθρωπου μόνο και μόνο στο άκουσμα τής λέξης φεμινίστρια ή φεμινισμός (ή και – ακόμα πιο φριχτό κι ακατανόητο φεμινιστής). Μιλάω για κάτι βέβαια που συμβαίνει σε προνομιούχες μονάχα χώρες, με ισχυρές παραδόσεις, αθάνατη ιστορία, συνεχή γλώσσα, συνεχή δόξα, συνεχή φόβο και τρόμο [τρόμο μην διδαχτούνε δηλαδή (και τή γλώσσα και τήν ιστορία) με κάναν τρόπο που αλλάξει και οτιδήποτε απ’ ό,τι μάς κοιμίζει σωστά] και, στη χώρα αυτή στην οποία έχουμε επομένως τήν τύχη να ζούμε, συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία τών καλών αυτών ανθρώπων όπως φαίνεται πλέον όλοι : και οι αριστεροί με κόμμα και οι αριστεροί χωρίς κόμμα, και οι αναρχικοί με κόμμα ή χωρίς. Και οι γέροι και οι νέοι : οι νέοι μάλιστα φαίνεται ακόμα περισσότερο εφόσον τώρα απ’ αυτούς ακούγονται βρισιές που σπάνε κόκκαλα με τήν ευστοχία τους : μπάτσοι–μουνιά (δεν εννοούνε τίς γυναίκες τής αστυνομίας βέβαια και τό ξέρετε), μουνόπανα (δεν εννοούνε τίς μαμάδες τους, ή εν γένει τίς άλλες μανάδες, βέβαια τό ξέρετε : εννοούνε όμως κάθε γενικά αξιομίσητο άντρα εχθρό) : και ακριβώς επειδή εννοούν τούς άντρες, πιάνει η βρισιά, διότι είναι διπλός ο υποβιβασμός σε γυναίκα : δεν τούς υποβιβάζουνε δηλαδή μόνο ως έχοντας σχέση με εκείνη τήν ακατανοήτως (για αρειανές σαν και μένα) υποτιμητικότατη ερωτική πράξη (φοβερός υποβιβασμός αυτός, ακόμα και για τούς πολύ νέους) (διότι βέβαια η αναφορά σε ερωτικό μέρος τού σώματος γίνεται ακριβώς επειδή κατά τή γνώμη τους τά εν λόγω άτομα έχουν μεγάλο ερωτικό δυναμικό) όμως τό ερωτικό αυτό δυναμικό γίνεται πιο υβριστικό εάν τό έχει γυναίκα : δεν βρίζουμε δηλαδή όταν είμαστε θυμωμένοι τούς αστυνομικούς ονομάζοντάς τους μ’ ένα ερωτικό μέρος τού αντρικού σώματος (μπάτσοι πούτσοι δηλαδή) (όπερ έδει δείξαι) :

   μόνο μουνιά γουρούνια και δολοφόνους.

   παραβλέπω τήν μεγάλη ύβρη που διαπράττεται εδώ εναντίον άλλων ζώων, εκτός τών γυναικών : ειδικά τά γουρούνια είναι εξυπνότατα ζώα (είναι αποδεδειγμένο επιστημονικά αυτό – εξαυτού δε και ο όργουελ τά έβαλε να ανέλθουν συντομότατα στην ιεράρχηση, μετά τήν καθιέρωση τής απόλυτης ισότητας, και να αλλοιώσουν ευφυώς και πανάλαφρα τά αρχικά απελευθερωτικά συνθήματα σ’ εκείνη τή φάρμα του : τά γουρούνια εξάλλου είναι τά ζώα τά οποία καταλαβαίνουν αμέσως πότε τά πάνε για σφαγή και κλαίνε πικρά και ηχηρά, πράγμα που τά άλλα ζώα δεν τό καταλαβαίνουνε πάντοτε (και πολλές φορές σκοτώνουν και τά ίδια τόν εαυτό τους (στους ανθρώπους κυρίως συμβαίνει αυτό) και χωρίς δάκρυ, και χωρίς να καταλαβαίνουν καν τί (παν να) κάνουνε). Γιατί, μήπως καταλαβαίνουνε τί παν να κάνουνε τά αγόρια κι οι άντρες τού δικού μας ζωικού βασίλειου όταν έχουν σε τέτοια απαξίωση τήν πιο όμορφη πράξη τού είδους μας, που εκτός από ηδονή προκαλεί και τή συνέχιση τού έθνους, και μάλιστα δεν βρίζουν τήν ερωτική πράξη με τόσο μένος όταν αφορά τούς πατεράδες τους, αλλά μόνο όταν αφορά τίς μαμάδες τους, στο μουνί τών οποίων και στο μουνόπανο τών οποίων εμπεριέχονται τά υλικά που τούς γέννησαν ;  Ίσως όμως και να ’ναι υπόγεια αυτοσαρκαστικοί (πέρα από ποιητές, που οπωσδήποτε είναι) οι νέοι μισογύνηδές μας εδώ.

   φού παραβλέψουμε λοιπόν τήν ύβρη ως προς τά γουρούνια και τά αιδοία ας πάμε στην παντελή έλλειψη κυριολεξίας όταν ακούμε να αναφέρονται αυτά τά δυο σε σχέση με δολοφόνους (ίσως φταίει η κακή παιδεία που παίρνουν στο σχολείο τους γι’ αυτήν τήν αδιαφορία προς τήν απλή λογική και τήν ακρίβεια στην έκφραση) (δεν ξέρω αν διδάσκονται πια έστω ακόμα και εκείνη τήν έρημη τήν αριστοτελική λογική που κάναμε εμείς στο γυμνάσιο) (κάτι θα τούς είχε μείνει, όπως μού ’μεινε και μένα, παρόλο που μισούσα και τό σχολείο και τή λογική και τόν αριστοτέλη ειδικότερα) διότι όχι μόνο είναι σαφές ότι κανένας από τούς δολοφόνους που εμφανίστηκαν ενδόξως (ενδόξως σ’ όλη τή διάρκεια τής ιστορίας μας) δεν ήτανε γυναίκα, αλλά και ότι γενικά οι γυναίκες (σ’ όλη τή διάρκεια τής ιστορίας μας) δεν κάνουν και μεγάλη ούτε ένδοξη καριέρα ως δολοφόνοι (γι’ αυτό και αν προκύψει και καμιά μεμονωμένη κι έρημη και δυστυχής ως μήδεια γίνεται βούκινο και ξεσηκώνονται όλοι : είναι βαθειά χωμένη μ’ άλλα λόγια στην ψυχολογία τών αντρών η αλήθεια πως μόνο οι άντρες δικαιούνται να σκοτώνουν) αλλά (πάνω απ’ όλα και) διότι γενικά μιλώντας τούς πολέμους άντρες τούς εφεύραν : (αλλά ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτό, μάς πάει σε μαθήματα ιστορίας, για τά οποία δεν έχουμε διάθεση) αλλά και άντρες τούς εξαπολύουν, τούς εμπλουτίζουν με ωραία και νέα όπλα, και ωραίες τεχνικές, και τούς καμαρώνουνε κιόλας – κι αν πεις και κουβέντα εναντίον τους μπορεί και να βρεθείς στη φυλακή – ακόμα εγώ δεν ξέρω τί έγινε εκείνο τό παιδί (αγόρι αυτό) που τόλμησε να ονομάσει δολοφόνο τόν πρώτο μας μεγάλο δηλαδή και διεθνή σφαγέα (για τόν οποίο καμαρώνουμε και σούμπιτοι). Αλλά και εκτός απ’ αυτό, εκτός δηλαδή από τό ότι άντρες εξαπολύουν τούς πολέμους, έχουμε και τό ακόμα πιο άδοξο κι ασήμαντο επιχείρημα ότι κανένας μπάτσος απ’ αυτούς που διαπράξανε δολοφονίες στη νεότερη τήν ιστορία μας δεν ήτανε γυναίκα : μπορεί με άλλα λόγια να υπάρχουνε και μερικές μπατσίνες, αλλά τίς έχουνε για τά γραφεία ως γνωστόν. Κι αν θέλετε τή γνώμη μου, επειδή έχω υπάρξει και αυτόπτης μάρτυς, υφίστανται κι αυτές εκεί ρατσιστική λίαν μεταχείριση, και καλά να πάθουν (μήπως μπορέσουνε να χειραφετηθούν κι αυτές μεθαύριο, μαζί με μάς).

   Αλλά και γενικά είναι ηλίθιο να βρίζουμε τά ζώα όχι γιατί τά προσβάλλουμε έτσι – μάς έχουνε γραμμένους, είμαστε οι μεγαλύτεροι εχθροί τους, κι είμαστε και ευτυχείς που δεν ξέρουμε τίς βρισιές με τίς οποίες μάς περιλούζουν αυτά εμάς – αλλά μόνο γιατί έτσι κάνουμε μια ακόμα επίδειξη τής ικανότητάς μας προς εκείνη τήν ανεπαίσθητη αλλοίωση τών συνθημάτων που λέγαμε και πριν < και τήν οποία αλλοίωση ο όργουελ ασφαλώς εμάς εννοούσε ότι είμαστε ξεφτέρια στο να τήν κάνουμε, τά ζώα τά χρησιμοποίησε στην animal farm του συμβολικά : είναι σαφές δηλαδή ότι πρόκειται για αλληγορία : είναι όμως και απολύτως ανήθικο από μέρους μας να βρίζουμε κάποιον δίνοντάς του τό όνομα ενός ζώου (άλλο εκτός απ’ τό δικό μας) (πέστε τόν εχθρό σας καθωσπρέπει άνθρωπο και θα ’πρεπε να τού φτάνει) διότι στον πλανήτη αυτόν οι μόνοι που αξίζουμε να υπάρχουμε ως ύβρις είμαστε μόνο εμείς. Έχουμε προκαλέσει ήδη πολύ πόνο στο υπόλοιπο τό ζωικό βασίλειο, και αν θέλετε τή γνώμη μου δεν πρόκειται να μείνουμε και ατιμώρητοι για αυτό, εγώ τό ξέρω >.

   Γι’ αυτό λοιπόν προς τό παρόν φοβάμαι ότι δεν θα κερδίσουμε πολλά. Γιατί δεν έχουμε καν τήν εξυπνάδα τών γουρουνιών να ξέρουμε πότε μάς πηγαίνουνε επί σφαγή ή μάλλον πότε πάμε μόνοι μας, και πότε κόβουμε μονάχοι τό κεφάλι και τή λογική μας – για να μην πω για τήν καρδιά, ή για τό άλλο – περίεργο εκείνο ενσωματωμένο υποτίθεται στοιχείο τού έρωτα – που θα ’πρεπε όλους μας ήρεμα μάλλον να μάς συνοδεύει. Έτσι δεν δείχνουμε με άλλα λόγια παρά τό ότι μάς ενδιαφέρουν μόνο τά λεφτά : τά περισσότερα λεφτά για μάς, και οι γυναίκες οι αράπηδες οι γύφτοι οι αλβανοί και οι (εαμο)βούλγαροι ας πούμε άντε να πάνε να πνιγούν. Μόνο που δεν θα γίνει τίποτα έτσι (δεν έγινε ας πούμε τίποτα έτσι δηλαδή στο παρελθόν, και αν δεν έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον τό παράδειγμα τής μεγάλης μητέρας τών λαών που έκανε τήν επανάσταση από γνήσια φτώχεια και κατέληξε σε γνήσια φτώχεια, για τήν οποία όλοι θλιβόμαστε πιστεύω) (εάν δεν έχουμε μπροστά μας τό παράδειγμα όλης τής ιστορίας που μάς πλήγωσε, μάλλον γιατί από τήν αρχή ήτανε φτιαγμένη για να μάς μειώνει σε στομάχι και κοιλιά και ν’ αγνοεί εκείνον κει τόν – έρημο – τόν έρωτα) τότε πια τί να πει κανείς. Είπαμε να μη διδασκόμαστε τήν ιστορία στο σχολείο, αλλά να μην τήν διδασκόμαστε καν πουθενά ; Εκτός πια κι αν νομίζουμε πως τό να γίνουνε τά εφτακόσια ευρώ ας πούμε δυο χιλιάδες και για όσους έχουμε τήν ιθαγένεια είναι ο νέος στόχος και τό νεωτεριστικό, και πιο πρωτότυπο πια τέρμα, ο απόλυτος τερματισμός : θα ’λεγε κάποιος ότι τούτο είναι μόνο εύκολος τερματισμός – όσο και αν δεν πρόκειται να επιτευχθεί ούτε κι αυτός βεβαίως εύκολα : και τό «εύκολος τερματισμός» θα τό ’λεγε – ακριβώς, τό καταλάβατε – κανείς, μονάχα υποτιμητικά όπως θα λέγαμε ας πούμε μαλάκας πούτσος και μουνί κι αρχίδια καλαβρέζικα και τό μουνί τής χάϊδως, εάν θα θέλαμε να τά πούμε όλα εθνοπατριωτικά και με ελληνικές μονάχα παροιμίες.

   Περιττό να πω βέβαια ότι συμπάσχω βαθύτατα στην περίπτωση αυτή ειδικά με τά κορίτσια τών διαδηλώσεων που, τό ξέρω, νιώθουν εκείνη τή βουβή μοναξιά και ερήμωση όταν μέσα στη γενική αλληλεγγύη τής διαδήλωσης πρέπει να μισήσουν τόν εχθρό τους ως εαυτή, να βρίσουν τόν εχθρό τους ως μουνί. Νά ένα σύγχρονο μάθημα ιστορίας : ζείτε λοιπόν τήν ιστορία live και εσείς (και, εσείς τώρα, εμπλουτισμένη και με άλλους ρατσισμούς, που εμείς δεν είχαμε) και είσαστε ακόμα στον πλανήτη αυτόν όπου όλα τά ωραία είναι για όλους σα βρισιά. Ζείτε μες στον πλανήτη και τής μοναξιάς, και ζείτε στον πλανήτη που αποδεικνύει, τόσο αυτάρεσκα και άνετα, ότι  δεν έχει μπει ακόμα καν στην ιστορία. Βρισκόμαστε, ναι, ακόμα στην προϊστορία (όλοι μας κι όλες, αναγκαστικά) η οποία όμως ευτυχώς, έχει γραφή και ιντερνέτ κι ανάγνωση

   αι επειδή κινδυνεύει κανείς με τήν ανάγνωση να αλλοιωθεί, έστω και χωρίς να τό καταλάβει, η ίδια του η λογική ή και τά λόγια – αυτή είναι η αλληγορική εκείνη, και η οργουελική η δύναμη τών γουρουνιών – θα ήθελα να πω για να ξεκαθαρίσω μιας και τής αρχής, ότι απεχθάνομαι οριζοντίως και καθέτως και διαγωνίως τήν ιδέα να λογοκρίνει κανείς τόν εαυτό του για χάρη τής σωστής τής ηθικής, ή τής πολιτικής, ή εν γένει τής ορθότητας, που όμως και δεν τήν πιστεύει, και ούτε τήν καταλαβαίνει, και υποτάσσεται σ’ αυτήν μόνο και μόνο γιατί (είναι μόδα και) φοβάται δηλαδή να κάνει αλλιώς : προσωπικά προσβλέπω θέλω δηλαδή να πω απλώς στην ένδοξη και στη λαμπρή εκείνη εποχή που δεν θα τούς πηγαίνει πια τών αγοριών να βρίζουνε ούτε τό μουνί ούτε τ’ αρχίδια ή να θεωρούνε ως βρισιά περιωπής τό ρήμα αυτό γαμάω ή γαμώ : τόν καιρό εννοώ που δεν θα τούς πηγαίνει, και όχι που θα ντρέπονται τώρα πια να τό πούνε απλώς γιατί θα ξέρουν ότι θα τούς αντιμετωπίσουνε (οι άλλοι, μεθαύριο) σαν αυτονόητα και κωμικά και καταδικασμένα αχειραφέτητους και υπανάπτυκτους.

 

 

copyright © 2oo9 hari stathatou for the text : all rights reserved
εικονογράφηση (αναγεννησιακές μικρογραφίες και χαρακτικά) : οβίδιος / γυναικεία αναγεννησιακά βασανιστήρια / μαγισσούλες τής αναγέννησης που πετάνε προς τό κάψιμο, με βιτριόλι ή στην πυρά
initials : ©  floral punch craft

 

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: