3 Ιουνίου 2013

.
.

.
.
φυτική αγωγή
I
Τά φυτά έχουν άλλη απ’ τών ανθρώπων τήν αγωγή
Ότι δεν κινούνται δεν είναι μοναδικό
Ούτε πως δεν αυτοκτονούν
Τά φυτά είναι μονίμως επαναστατικά
Σκεφτείτε πως τήν ώρα τού φεγγαριού αυξάνουνε τά φυτά
.
VII
Ποιες συνήθειες τών φυτών μέ τρομάζουν :
Στα ξερά τά κλαδιά όταν σκάνε τά μάτια
διπλωμένα είναι μέσα τους ένα ένα τά πράσινα φύλλα
– Ίσως είναι γι’ αυτό που δεν ξέρεις τά φυτά αν πεθαίνουν στ’ αλήθεια –
γιατί ένα κλωνάρι καινούργιο
γερό
που ανθίζει
πετάει απ’ τήν ίδια τή ρίζα
και τή θέση τού κορμού που μαραίνεται παίρνει
πάλι είναι φυτά πριν πεθάνουν ο σπόρος τους πέφτει
στην κατάλληλη εποχή θα τά δεις να φυτρώνουν
ή η ρίζα τους μένει
πιο πολλά που γεμίζουνε τότε τόν επόμενο χρόνο μάς δίνει
Η αντοχή τών φυτών μέ ξαφνιάζει
Μερικά με τή ρίζα περνούν προχωρώντας στα θεμέλια
Απ’ τόν κήπο στο πλάϊ
Μία λεύκα μάς φύτρωσε έτσι κι’ είναι τώρα μεγάλη
Τά φυτά δεν τά ορίζεις
Τά κλαδεύεις μονάχα όταν πρέπει
Τί φυτά που απλά τά νομίζουμε όλοι
IX
Συνεχίζω περνώντας τό τοπείο τών κάκτων
Στον τόπο εκείνον σήπεται
Στερημένος διεισδύσεως
Κι’ επιμονής· διεισδύσεως προς τήν άνοδο
Τόν χώρο αναπνοής
Απ’ τό πλήθος τών άλλων
Απλώς μεγαλώνοντας να ζητήσει
Σε ανάστημα σώματος
Που χωρίς τούς χυμούς ελάχιστο έχει μείνει
Ο κάκτος
Πιο μαλακός κι’ ευπρόσιτος έχει γίνει
Στα ερπετά περισσότερο μοιάζουν
.
.
η έννοια τών τυφλών
VIII
γνωριμία απ’ τούς ίσκιους
– ή στη μεγάλη αυλή –
Γύρω μου σαν καθόμουνα στην αυλή κι απ’ τούς ίσκιους σημάδια
αγνώριστα ένα–ένα πετούσαν δεν ήξερες ποιο κι από πού
πολύς θόρυβος ξαφνικά σα να είχανε όλα μαζί σηκωθεί, απ’ τά
χέρια, τούς ώμους μου, φεύγοντας
τά ζευγάρια τών άλλων πουλιών μες στο πλήθος τους άγγιζαν φτε–
ρουγίζοντας
Ήταν πάντοτε βράδυ κι ήταν πάντοτε ανήσυχα πρώτα πριν να
πέσει τό φως
Και φανέρωναν τότε μόλις για μια στιγμή σα μια πεδιάδα με ήλιο
ξανά, ανάμεσά της για να περνούν
τά ζευγάρια που πέταξαν, τά σημάδια τών ίσκιων ένα σχήμα κινήσεως
γνωρίζοντας
– αυτά που είχαν
φύγει απ’ τή νύχτα και τά άλλα που έκρυβα σε χιλιάδες φωλιές με
δροσιά –
εκείνα τά ερωτευμένα παιδιά μες στον ίσκιο τους ακουμπώντας τόν
ίδιο καθώς ένα σάλεμα τά παιρνε φεύγοντας
για τούς κόκκινους λόφους που κάπου κλείνουν τή γη
.

.
Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι ο τρόπος μας σαν ποιητές
…
Σε όλο τό χώρο μου έρχονταν τόσο πολλά. Κι η κυριαρχία τών νέων
δεχόταν απότομα, γρήγορα να περνά τή σκιά τους αφού είχαν
μακρύνει προτύτερα αυτά, τά ηλιόλουστα στο τοπίο τής πτήσης
και στο σώμα τους σκοτεινά
Σ’ αυτό τό δέντρο που χρόνια καθόμουν τόν ήχο του ν’ ανεβαίνει τόν
άκουγα, τόν περίμενα ν’ ακουστεί
Όσα γινήκαν φωνές και τ’ άλλα σιωπή
Θυμηθείτε το αυτό όταν μέ διέτρεχε η σκιά
Εγώ δεν είχα ποτέ μου πολλές άλλες φωνές
…
Μέσα σε όνειρο βαθύ που βλέπει όνειρο άλλο
.
.

.
δεν έχω τά βιβλία της κοντά μου αυτή τή στιγμή – ό,τι πήρα, τά πήρα από εδώ
.
.
.
και βέβαια δεν θα ασχοληθώ ούτε σήμερα με τό (ηλίθιο εθνικοπρεπές) λυντσάρισμα εναντίον γυναίκας (που συνεχίζεται για χρόνια, αμείωτο, ξεδιάντροπο, ανερυθρίαστο) από ιθαγενείς που σα να λυσσάνε γιατί υπάρχει στη χώρα άνθρωπος, και μάλιστα γυναίκα, με τή γενναιότητα να λέει τή γνώμη της με βάση τήν επιστημoνική της (και κάθε άλλη) τιμιότητα… γιατί από τήν άλλη, οι ιθαγενείς επιμένουνε στα παραμύθια κι είναι και περήφανοι : τά είπε όμως καλά νομίζω για τή μαρία ρεπούση εδώ ο landstreicher
αλλά μή βιαστεί κανείς να πει πως η ταυτόχρονη εκ μέρους μου συζήτηση περί τών δύο τώρα γυναικών – τής μιας που ασχολήθηκε με τή ζωγραφική και τήν ποίηση, και τής άλλης που ασχολείται με τήν πολιτική και τήν ιστορία – είναι αυθαίρετη και άκυρη και άσχετη, γιατί δεν είναι : τό ξέρω και τό έχω δει κι από κοντά τό πώς ένδοξοι εικαστικοί ιθαγενείς κοροϊδεύανε τήν ελένη βακαλό εν χορώ για τίς ακαταλαβίστικες (και επομένως άκυρες) εικαστικές της απόψεις (τίς θαυμάσιες κριτικές της) με όλο τό άρωμα τής αντρικής μνησικακίας μοχθηρίας και μισογυνισμού που έκρυβε τότε αυτό επίσης. Κι αν η ίδια επέζησε με ένα κύρος στον χώρο μόνο τών ποιητών ήτανε λόγω τών διαπροσωπικών της σχέσεων, νομίζω – όπως νομίζω ότι δεν είναι καθόλου σίγουρο πως τό κύρος τής μαρίας ρεπούση στον χώρο τών ιστορικών θα τήν βοηθήσει να επιζήσει και στον άλλον, τής πολιτικής, επίσης
η ίδια η ελένη βακαλό έχει πει βέβαια για μια άσχετη περίπτωση (που είναι και τό πιο γνωστό της ποίημα) :
Θα σάς πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
Που ύστερα φοβήθηκε
Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να τόν πιάσει,
σκέφτηκε καλύτερα
Τί τά θες τί τά γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω, να
ψυχοπονέσει τόν καημένο.
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τόν έχω δει
Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
Τάχα δεν θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει ;
Και καλά τού κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τούς άρχοντες
Άρχισε λοιπόν και κείνος
Από πάνω να χτυπά
Αρχή τού παραμυθιού καλημέρα σας
.
.
.

διαδικτυωμένα ποιήματά της υπάρχουν εδώ, εδώ, εδώ,
εδώ, και εδώ
ένα βίντεο με τήν ίδια να μιλάει για τόν εξπρεσιονισμό στη
ζωγραφική, με αφορμή τόν μπουζιάνη, εδώ (από τό 4:14΄)
βιογραφικό και κριτικό σημείωμα εδώ
σελίδα με δύο βίντεα από τό 2ο διεθνές συμπόσιο τό
αφιερωμένο στη μνήμη και τό έργο της εδώ
εδώ στοιχεία και βιβλία
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
14 Μαΐου 2013
.
.

.
.
1 η πίπα και ο πάγκος
τίς λυπάμαι τίς μεγάλες γυναίκες : άρχισα δηλαδή να τίς λυπάμαι όλες ανεξαιρέτως, από μια εποχή και μετά : κάποτε τίς συχαινόμουνα γιατί μού δημιουργούσαν προβλήματα, ήταν αυτές που είχαν τή μεγαλύτερη ζηλοφθονία και κακία για τή ζωή που (όπως έλεγαν) έκανα, αυτές που, ακόμη κι αν κάποιοι άντρες τής ηλικίας τους ενίοτε μπορεί και να μέ (κατ’ εξαίρεση) συμπαθούσαν, αυτές θα μέ έβλεπαν πάντοτε μέσα απ’ τό πρίσμα τής δικής τους στέρησης, με μίσος σχεδόν – και σίγουρα με αντιπαλότητα : καρφωμένες δηλαδή στον πάγκο τής (ελάχιστης) εξουσίας που τούς παραχωρούσε τό σύστημα στο οποίο είχαν επενδύσει και καταθέσει τή ζωή τους και τό σώμα τους και τό μυαλό τους, όλα ολόκληρα : κολλημένες στον πάγκο τής (μηδαμινής) εξουσίας που τούς είχε παραχωρηθεί με βάση τήν τρέχουσα αντρική ηθική – που τήν είχαν καταπιεί (και τήν είχαν πραγματοποιήσει (σε βάρος τής ζωής τους)) ολόκληρη : τίς έβλεπα με οίκτο αλλά επειδή μέ ενοχλούσαν τίς συχαινόμουνα. Ήταν άλλωστε και θέμα αυτοσυντήρησης να υπερασπίζομαι τήν κατάργηση τής ηθικής που τίς είχε σκλαβώσει – έβλεπα τά χάλια τους – έβλεπα μια ζωή χωρίς έρωτα γεμάτη ιδεοληψίες, θρησκοληψίες, και μίσος : όταν ήμουν μικρή, με βάση τή δύναμη που είχαν όλες οι μεγάλες γυναίκες στην οικογένεια στον δρόμο στην κοινωνία ολόκληρη, με βάση τήν αρραγή ενότητα ηθικής που μέ έπνιγε αλλά ήμουν ανίκανη να κάνω οτιδήποτε εναντίον τους, σαν παιδί αβοήθητη και καθισμένη στον πάγκο τού κατηγορούμενου μονίμως, ανυπεράσπιστη απέναντι στον πάγκο τής εξουσίας τού σύμπαντος κόσμου, ανταπόδιδα τό μίσος με μίσος : έφαγε η μούρη μου χώμα κατά τό κοινώς λεγόμενο, μεγάλωσα, και αυτές σιγά–σιγά έπαψαν να έχουν οποιαδήποτε δύναμη εναντίον μου : άλλαξε τότε αδιόρατα και πονηρά η συμπεριφορά τους – πονηριά οι άνθρωποι διαθέτουν έτσι κι αλλιώς – και από δεικτικές έγιναν σχεδόν ικετευτικές : εκλιπαρούσαν τώρα τήν κατανόησή μου παμπόνηρα : τήν απόκτησαν, τούς τήν έδωσα, σιγά–σιγά : σε ακραίες περιπτώσεις έβγαινε πάλι τό μίσος τους στην επιφάνεια – τό μίσος δεν εξαφανίζεται αν έχει καλούς λόγους να ’χει σχηματιστεί – απλώς θάβεται ή κρύβεται : κι όταν ξεθαβόταν έτσι άτσαλα, τότε έβγαινε και η παλιά δικιά μου αηδία πάλι : αλλά σε γενικές γραμμές τίς καταλάβαινα – τίς καταλάβαινα τόσο όσο δεν κατάλαβαν ποτέ οι ίδιες τόν εαυτό τους ( : υπήρξαν φυσικά και γυναίκες που είχαν επιδιώξει τόν έρωτα τήν ελευθερία ή τήν τέχνη στη ζωή τους – ήταν λίγες αλλά η ιδέα τους μέ στήριζε – η όψη τους ήταν μια ανάμνηση παρηγοριάς – γιατί βρίσκονταν μακριά κατά κανόνα πάντα πάντως). Άρχισα να μπορώ και να μιλάω μαζί τους – μανία μου ήταν άλλωστε αυτό, τό να μαζεύω ιστορίες – άρχισα να μπορώ να τίς ακούω και να μην εκνευρίζομαι τόσο από τό γεγονός ότι αυτές δεν ήταν σε θέση να μέ ακούνε – κι αν κατά λάθος μέ ακούγανε, έβγαινε πάλι τό ίδιο παλιό μίσος : δεν μέ πείραζε τόσο τώρα : αυτός ο πάγκος, αυτή η ελάχιστη εξουσία που τούς είχε παραδοθεί (να ελέγχουν τή ζωή τών άλλων γυναικών, να φροντίσουν να μη γίνει καμιά τους ευτυχισμένη, να επιβεβαιώσουν τή διαιώνιση τής σκλαβιάς που αυτές τίς ρήμαξε και τίς έθαψε εν ζωή) είχε φαγωθεί είχε σαπίσει είχε γεμίσει σκουλήκια : δεν μ’ ένοιαζε και τόσο που δεν μ’ ακούγανε, είχα αποκτήσει υπομονή και κατανόηση, τό θεωρούσα σχεδόν φυσικό : άκουγα εγώ αυτές ( : και τό κυριότερο : άκουγα τή σιωπή γύρω τους, μια που κανένας ποτέ δεν φαινόταν να τίς είχε ακούσει : χωρίς να τό καταλάβω άρχισα να μισώ περισσότερο τούς άλλους (ακόμα κι εκείνους τούς άντρες που είχαν δείξει πάντα μια επιείκεια προς τή δικιά μου ηθική, ίσως φυσικά ιδιοτελώς) εκείνους τούς άντρες που με τή σιωπή τους έκαναν τή ζωή αυτών τών γυναικών (που μού είχαν κάνει εμένα τή ζωή τόσο δύσκολη) τελείως ανύπαρκτη, που τή σκότωναν πριν πεθάνει και τήν έθαβαν πριν ταφεί (ακυρώνοντας έτσι, θάβοντας στη σιωπή, και τό χειρότερο (σημαντικότερο από μια άποψη) κομμάτι και τής δικής μου ζωής) κι αυτή ήταν η απόλυτη επιτυχία τού όλου συστήματος : η ζωή τόσο εκεινών, όσο και η δικιά μου, να βυθιστεί, στα πιο καίρια σημεία της, εκείνα τά υπόγεια τά ανεπίτρεπτα τά παράνομα ή τά άφωνα, εντελώς στη σιωπή : ήταν λόγοι συμφέροντος : οι εχθροί μου έπρεπε να υπάρχουν ειδαλλιώς δεν υπήρχε ούτε η ζωή που τούς είχε αντιταχθεί.
αρχές δεκαετίας τού ογδόντα βρέθηκα να μιλάω με μια κυρία τέτοιου είδους, πολύ καθωσπρέπει, που έμενε στην περιοχή τού άγιου παντελεήμονα (άγνωστη λίγο–πολύ τότε αν και εγώ τήν ήξερα πολύ καλά) και τήν άκουσα να μού διηγείται με αδέξια ντροπαλοσύνη (η πολύ αμήχανη αυτή ντροπαλοσύνη συνοδευόταν κι από μια διστακτική απόχρωση αποτυχημένου μοντερνισμού αλλά και έντρομης τόλμης) ένα φριχτό ανέκδοτο, ένα γεγονός δηλαδή που είχε συμβεί σ’ εκείνη τή γειτονιά (που τότε δεν είχε ίχνος αλλοεθνή, όπως κι όλη η ελλάδα κατά μεγάλο μέρος της, τότε) σε κάτι γνωστές της (πολύ μεγάλης ηλικίας γυναίκες κι αυτές, και μάλλον πέραν τού συνήθους θρήσκες : τίς θυμάμαι αμυδρά να τίς σκέφτομαι πάντα στα μαύρα και με μαύρα μαντήλια κιόλας στο κεφάλι – πράγμα που δεν είναι και απόλυτα σίγουρο ότι φορούσαν πραγματικά – μάλλον ήταν ντυμένες αστικά, στα μαύρα, και με τίς μαύρες τσαντούλες στο χέρι (ήταν κάτι σαν αδελφές νομίζω, ή ίσως φίλες, γεροντοκόρες πάντως (γυναίκες δηλαδή που δεν είχαν κάνει ποτέ έρωτα στη ζωή τους, αυτό τό είδος καθημαγμένων ερειπίων, με μια ασαφή και παντελώς άγνωστη εσωτερική ζωή, με μια εσωτερική ζωή αφανή ανάκουστη ανύπαρκτη – ανεπεξέργαστη ακόμα και για τίς ίδιες))) : αυτήν τήν ιστορία επειδή δεν τήν ξέχασα (δεν τα κατάφερα) ποτέ (και μού ’ρχόταν μάλιστα κατά διαστήματα πώς να τό πω, και σαν εφιάλτης, ακόμα και στα όνειρά μου που λέει ο λόγος) προβληματίστηκα πάρα πολύ με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τήν γράψει κανείς σε βιβλίο : και σχεδόν πάντα, συνέχεια, ο μόνος συγγραφέας που μού ’ρχόταν στο μυαλό σα βοηθός και μπούσουλας ήταν ο χένρυ τζαίημς (και όχι η τζαίην ώστιν όπως θα μπορούσε κάποιος αρχικά και λογικά να υποθέσει : όχι η θεία τζαίην όπως ούτε κι ο θείος σαίξπηρ εξάλλου – εξαιτίας ακριβώς, ή μάλλον, τού ακραιφνώς σεξουαλικού λεξιλόγιου που θα ’πρεπε να επιστρατέψει αναγκαστικά κανείς, μολονότι η επίμονη εσωτερικότητα που απαιτούσε η αφήγηση κατάγεται και υπάγεται και ανήκει ασυζητητί και στους δύο) : ο χένρυ τζαίημς μάλιστα ίσως εξαιτίας τής «κληρονόμου» του (όπως μάθαμε να λέμε τό washington square του) που έχει να κάνει με μια εντέλει γεροντοκόρη – όπως θα ’λεγε με τό δικό της λεξιλόγιο και η κυρία που μού μίλησε – αλλά νομίζω μάλλον κυρίως εξαιτίας τής απίστευτης ικανότητάς του να εμπλέκει ανθρώπους διαφορετικής κουλτούρας και ήθους με τόν πιο αυτονόητο αποτελεσματικό ήπιο και ταυτόχρονα εφιαλτικό τρόπο : δεν έχω καταφέρει ακόμα να μπορέσω να τό περιγράψω, τό λέω εν συντομία λοιπόν τώρα ως εξής :
μού λέει η συμπαθής κυρία : εκεί που περπατούσαν στο δρόμο προχτές τή νύχτα (γυρίζοντας δεν ξέρω από πού) τίς σταμάτησαν δύο νέα παιδιά και τούς βουτήξαν τίς τσάντες : κατατρόμαξαν οι κακομοίρες και δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα ούτε ν’ αντισταθούν (και ήταν τά μοναδικά τους λεφτά εκειμέσα μού είπανε – η μια νομίζω παίρνει σύνταξη απ’ τόν πατέρα της ή τόν αδελφό της κι η άλλη δεν θυμάμαι από πού) : καταλαβαίνεις δυο γριές γυναίκες τώρα – τί να κάνουν – τίς σπρώξαν τίς βουτήξαν και τούς πήραν τίς τσάντες : τρόμαξαν, κατατρόμαξαν, βάλαν ίσως λίγο τά κλάματα (δεν θυμάμαι τώρα) αυτοί οι αλήτες τούς έδωσαν καμιά μπουνιά και σφαλιάρα ίσως (δεν θυμάμαι τώρα) πάντως τίς βρίσαν γέλασαν και τίς κορόϊδεψαν, τίς λέγαν συνέχεια κωλόγριες, ή σκέτο γριές. Καταλαβαίνεις οι καημένες τρομάρα που πήρανε, δεν ήταν μόνο που χάσαν τά λεφτά, στεκόντουσαν εκεί έντρομες μπροστά στα παλιόπαιδα και φοβόντουσαν μην τίς σκοτώσουνε κιόλας (ήταν πιασμένες κι απ’ τό χέρι, σκέφτηκα εγώ όπως είμαστε με τίς φίλες μας στο δημοτικό) και τσιμουδιά, δεν μιλάγαν καθόλου, δεν είπανε τίποτα. Αλλά τά παλιόπαιδα δεν φύγανε, βάλαν τά λεφτά στην τσέπη και ύστερα τίς είπαν να γονατίσουν, κι αυτές γονάτισαν τί να κάνουν γονάτισαν υπάκουα στο πεζοδρόμιο μπροστά στα πόδια τους, κι αυτοί τότε άνοιξαν τά παντελόνια τους και τίς είπαν να κάνουν, ξέρεις τί, με τό στόμα να τούς κάνουν… (Ξέραν τί να τούς κάνουν ; είπα εγώ. Δεν ξέραν είπε, πού να ξέρουν, αλλά αυτοί τούς δείξανε, τούς είπαν «στο στόμα σου, βάλτο στο στόμα σου και ρούφα»). Και οι καημένες τό κάναν κι αυτό, τί να κάνουνε (γελάκι από τήν κυρία – είναι χήρα, υπήρξε έγγαμος, αυτή ακόμα κι αν δεν τό ’κανε ποτέ στον άντρα της, τό ξέρει τουλάχιστον –) (Και έγινε όλο αυτό στον δρόμο ; (είπα αφελώς εγώ) δεν φοβόντουσαν μην τούς δει κανείς ; Δεν φοβόντουσαν όπως φαίνεται τά παλιόπαιδα είπε (ή ήταν ξελιγωμένα για τσιμπούκι είπα από μέσα μου εγώ) και έτσι γονατίσαν οι καημένες και άνοιξαν τό στόμα (διστάζει αν πρέπει να γελάσει) και τό έβαλαν μέσα, ξέρεις… και τό έκαναν (γελάει λίγο πιο ελεύθερα) και ύστερα έφυγαν και έμειναν αυτές στο πεζοδρόμιο γονατισμένες και ύστερα σηκώθηκαν, βοήθησαν η μια τήν άλλη να σηκωθεί, και κοιτάχτηκαν (ή δεν κοιτάχτηκαν, είπα μέσα μου εγώ) και σκύψαν τό κεφάλι και συνέχισαν καταλαβαίνεις να πάνε σπίτι (και τό έμαθε χτες από τό τηλέφωνο η τάδε, δηλαδή αναγκάστηκαν και τό είπαν επειδή ήταν τά λεφτά στη μέση και μετά σιγά–σιγά είπαν και τό άλλο) (πήγαν σπίτι τους μάλλον χωρίς να κοιτάζονται, είπα μέσα μου εγώ) (αν μού συνέβαινε εμένα θα ασχολιόμουνα με τό ότι αυτά τά βρωμόπαιδα τά λιμασμένα για τσιμπούκι θα ήταν άπλυτα και θα πρέπει να βρώμαγε η ψωλή τους, αλλά γι’ αυτές τίς δύο τό πρόβλημα πρέπει να ’ταν τελείως διαφορετικό σκεφτόμουνα, και αυτό ήταν που μού φαινότανε εφιαλτικό γιατί αυτό κατά πάσα πιθανότητα αποτέλεσε στο σχεδόν τέλειο τέλος τής στερημένης ζωής τους τήν πρώτη πραγματική γνωριμία με σωματικό και πραγματικό έρωτα (γιατί σκέφτηκα αυτές οι γυναίκες μέσα σ’ όλη τή φριχτή υστερία τους έχουν ζήσει τουλάχιστον μια ομορφιά, έχουν εξιδανικεύσει απόλυτα τήν ψυχή και τό σώμα τού ανύπαρκτου άλλου, εξιδανικεύουν ανενόχλητες και τά αισθήματα και τό μυαλό εκείνου που δεν φάνηκε ή φάνηκε και τόν απόρριψαν και έχουν ηρωοποιήσει τό μηδέν που δεν χάρηκαν (και ξαφνικά, λίγο πριν πεθάνουν, βρίσκονται μπροστά στην βρώμικη ψωλίτσα τού λιμασμένου για οποιοδήποτε γελοίο τσιμπούκι τού οποιουδήποτε πεινασμένου βρωμύλου και είναι αναγκασμένες να αναθεωρήσουν στο παραπέντε εκεί που δεν χωράει αναθεώρηση γιατί δεν χωράει ούτε επαναδιαπραγμάτευση ούτε συγχώρεση ούτε τιμωρία)))
αυτή η εσωτερική ζωή που η όποια γελοία κερδισμένη ισορροπία της καταρρέει από μια βρώμικη λιμασμένη ελληνική περήφανη μικροψωλή μέ εκνεύρισε επειδή τήν είδα (στην πραγματικότητα τήν άκουσα) να καταρρέει με τέτοιο ταπεινωτικό τρόπο – στην ιστορία, τήν επίσημη ιστορία τών αντρών και τών αειθαλών πολέμων τους, τέτοιες ταπεινωτικές καταρρεύσεις ισοδυναμούν με ηρωισμούς και δάφνες και χρυσές σελίδες (ας θυμηθούμε τό μανιάκι) λοιπόν κατάληξα ότι μέ εκνεύρισε που αυτή η ταπεινωτική κατάρρευση δεν εξισώθηκε ποτέ με τίποτα, και δεν μπορούσε να εξισωθεί : τό ότι άντεξαν τήν ξυνίλα, τό ότι έφτυσαν ίσως φοβισμένες και στα κρυφά παραδίπλα, τό ότι σηκώθηκαν και τούς τρέχανε κάτι υγρά απ’ τό στόμα και τά σκούπισαν κρυφά η μια απ’ τήν άλλη (πώς άραγε ; με τό μανίκι ή βγάλαν κάνα μαντηλάκι ; ) τό ότι γύρισαν σπίτι με τά κεφάλια σκυμμένα και δεν ήταν τό ότι έμειναν άφραγκες και τό τί θα τρώγανε αύριο που τίς ένοιαζε τόσο, όσο τό ότι δεν είχαν λέξεις να μιλήσουν γι’ αυτή τήν ξυνίλα, κι ίσως τό ότι η μία απ’ τίς δύο μίλησε από τό τηλέφωνο τελικά (κι η άλλη ίσως τήν άκουγε καθισμένη απέναντι, με κείνη τήν καταρρακωτική περιέργεια τού τί λέξη θα χρησιμοποιήσει, μήπως ήξερε η άλλη λοιπόν τί λέξη υπάρχει γι’ αυτό ; ) και με τί αφάνταστη ταπείνωση και συντριβή παραδέχεσαι (από μέσα σου : η φαντασία μου δεν φτάνει να τίς βλέπει να τό λεν δυνατά) ότι έχει ενδιαφέρον αυτό τό πράγμα αν γινόταν μ’ αυτόν που αγάπησαν κάποτε και δεν θα μπορέσουν ποτέ να τό ζήσουν με τέτοιο όρο γιατί σε πέντε χρόνια θα πεθάνουν (τό ξέρουν, τό υπολογίζουν περίπου (και δεν υπάρχει περίπτωση να βρουν άντρα τώρα να τό κάνουν με όρους αγάπης ή καύλας γιατί δεν υπάρχουν άντρες στην ηλικία τους διαθέσιμοι αλλά ούτε μπορντέλα, έστω φτηνά μπορντέλα για γυναίκες να πάνε να δουν – και ο πόνος που έρχεται ξαφνικός και ξεπερνάει τήν ταπείνωση τής βίας και τού γονατίσματος είναι τό σφάξιμο στην καρδιά από τήν ανήλεη ήττα τής σιωπής τής ανυπαρξίας και τής αφωνίας τών πράξεων και τών λέξεών τους))
και τό ότι αυτά δεν πρόκειται να υπάρξουν σε καμιά ιστορία ήταν τό κομμάτι τού εφιάλτη που μ’ απασχόλησε, τό ότι κανείς δεν πρόκειται ν’ ασχοληθεί με τό πώς (σηκώθηκαν κι έφυγαν, με τό πώς σχεδόν δεν μίλησαν για τή γεύση τού βρώμικου υγρού που για μια στιγμή τίς τρόμαξε καθώς τό πήραν σίγουρα για κάτουρο, για τό πώς) θα πάρουν μαζί τους στον τάφο τήν ξυνίλα τής τελειωτικής περιφρόνησης τού σύμπαντος για τό ματαιωμένο αλλά όχι ανύπαρκτο ακόμα στόμα και όνειρο και σώμα : όλοι μπορεί ν’ ασχοληθούν με τά λεφτά που τούς πήρανε, αλλά για τήν καταρρακωτική βρωμοψωλή τό πεινασμένο σκουλήκι που τρώει και τήν τελευταία ομορφιά τής διά βίου στέρησης κι ονείρωξης δεν θα γίνει ποτέ λόγος : αυτή η διά βίου στέρηση πρέπει να υπάρξει (ασφαλώς και πρέπει, ήταν υποχρεωτική για κάτι αιώνες) αλλά δεν πρέπει να τήν συμπονέσουμε ούτε να τήν αναλύσουμε ούτε να τήν δούμε ούτε να τήν ακούσουμε ούτε να τήν μυρίσουμε : σχεδόν δεν έχουμε λόγια γι’ αυτήν : θα προκαλέσει οίκτο, ακόμα και κοροϊδίες, αλλά δεν θα επισύρει ποτέ κατανόηση :
εξαυτού άρχισε κυρίως να μέ ενοχλεί τό οποιοδήποτε δείγμα αδιαφορίας προς αυτά τώρα επιπλέον τά άηχα : άρχισα να τό παίρνω απόφαση ότι τά άηχα δεν αφορούν μόνο δηλαδή τά παιδιά που στέκονται μπροστά στους μεγάλους άντρες και τίς μεγάλες γυναίκες ούτε μόνο τίς μεγάλες γυναίκες που στέκονται μπροστά στους μεγάλους άντρες σαν μικρά κοριτσάκια (μπροστά στους μεγάλους άντρες και τίς άλλες μεγάλες γυναίκες που τούς κάνουν τή ζωή δύσκολη όπως τό ξέρω καλά) αλλά κι αυτές που περισσότερο απ’ όλες ποτέ μου δεν χώνευα, αυτές που κυρίως δεν χώνευα πια, δηλαδή τίς γριές : αλλά ούτε τά μικρά κοριτσάκια, ούτε οι μεγάλες γυναίκες, ούτε καν οι γριές υπήρχαν εδώ που τά λέμε και πριν καν ποτέ : και όταν ξύπνησαν οι σοφοί τών κομμάτων και γίναν ευαίσθητοι άρχισαν να υπάρχουν πάλι άντρες μόνο φτωχοί και άθλιοι και ξένοι αλλά άντρες μόνο, και τά πάθη τους μόνο, και που καλό και προοδευτικό είναι να τούς λυπηθείς για τά πάθη τους μόνο, αλλά εκείνες δεν φαινόντουσαν πάλι και δεν ακουγόντουσαν πάλι παρά μόνο αν ήταν να πνιγούν στις βάρκες για να τίς λυπηθούνε μετά ως νεκρές ή ετοιμοθάνατες ή ανύπαρκτες ή άφωνες, όπως κι εκείνες που κυκλοφορούσαν εξάλλου με τή μαντήλα είτε εδώ είτε στο βερολίνο ενώ οι άντρες τους που είχαν έρθει στον γενναίο και μοντέρνο μας κόσμο δοκίμαζαν ελεύθερα και κάνα τσιμπούκι απ’ αυτά που στην πατρίδα τους μπορεί και δύσκολα νά ’βρισκαν, και να βλέπω μετά μανίας εκείνες τίς άλλες τίς ντόπιες να κυκλοφορούνε με τή μαντήλα στα βόρεια ενώ κανένας δεν νοιάζεται και τά κόμματα όταν (καταδεχτούν να) μιλήσουν γι’ αυτές να τίς βάζουν ξανά τελευταίες στη σειρά και με (τί εφευρετικό) τόν όρο τόν τιμητικό ως πολύ μειονότητες, και να τίς αναγνωρίσουν πάλι όταν ξανά τούς συμφέρει σαν τό μισό τ’ ουρανού : γιατί έχουν υπάρξει και μαοϊκοί και αριστεροί κάθε είδους και άντρες περήφανοι κι έξυπνοι, κι έτοιμοι για τόν πάγκο τής εξουσίας τους ξανά και ξανά
2 ο πάγκος και τό παγκάκι
τήν κυρία δημουλά ποτέ δεν τήν θαύμασα όσο άλλες έκαναν εσχάτως ως ποιήτρια και δεν τό λέω τώρα, ευτυχώς τό ’χω γράψει πιο πριν (προς τό τέλος αυτού τού ατέλειωτου κείμενου για όσες ενδιαφέρονται χωρίς να ’χουν χρόνο) – για τήν ακρίβεια πολύ παλιά είχα διαβάσει τό «λίγο τού κόσμου» τήν πρώτη της αν δεν κάνω λάθος ποιητική συλλογή που μού τήν είχε συστήσει ένας φίλος τότε που τή δημουλά κανείς δεν τήν ήξερε (όλοι ξέραν τόν άθω δημουλά, τόν άντρα της) και μού είπε μια μέρα : «έχουμε δυο άγνωστες πολύ καλές ποιήτριες πάντως, τήν ελένη βακαλό και τήν κική δημουλά» : η βακαλό κατά τή γνώμη μου είναι πολύ σπουδαιότερη ποιήτρια, αλλά και πιο δύσκολη, εξαυτού εξακολουθεί να είναι και άγνωστη στο πλατύ και τό φαρδύ κοινό
αυτά γίναν παλιά, και από τή δημουλά μού είχε μείνει εμένα εκείνο τό συ – σι – σι – σι ως ήχος τής βροχής και άλλων πραγμάτων / στη συνέχεια τήν ξέχασα, δεν πολυδιάβαζα και ποίηση / και ύστερα άρχισαν να τήν ανακαλύπτουν πάρα πολλοί : πέθανε και ο άντρας της, και χωρίς να τό καταλάβω έγινε ένας χαμός : στο κείμενο τό δικό μου στην αρχή που ανέφερα (ας τό πω από εδώ για να μην ψάχνετε) έλεγα : «…εννοώ δηλαδή ότι υπάρχουνε σήμερα πλήθος τέτοιες αμετροέπειες που μάς κατακλύζουν σε αυτό τό ζήτημα – δεν μιλάω μ’ άλλα λόγια για κανέναν ποιητή που εγώ θαυμάζω (και τόσο) τυφλά ώστε να μπορώ να καταπιώ (χωρίς να πάθω τόν παιδικό μου κοκκύτη) εκείνα τά «όμηρος δημουλά και σαίξπηρ» και διάφορα άλλα τέτοια, πώς αλλιώς τά είπανε : σίγουρα, έχει μια προσωπική φωνή η συγκεκριμένη γυναίκα, κι αυτό είναι σπουδαίο : λέω όμως απλώς τώρα, επειδή πρόκειται για άνθρωπο που σε λίγο όλοι θα νομίζουμε ότι ήτανε και μεγάλος από τά γεννοφάσκια του : ξέρετε ότι – να τήν πω τήν κακία μου – υπάρχουνε αρκετοί πολύ καλύτεροι σήμερα στην ποίησή μας – εδώ, ζωντανοί – από τήν δημουλά, οι οποίοι όμως αυτή τή στιγμή περνάνε ακριβώς εκείνη τήν περίοδο που πέρασε κι εκείνη – όπου κανείς δεν καταδεχότανε να διαφέρει λίγο απ’ τούς άλλους (πληρωμένους κονδυλοφορεμένους) ντενεκέδες και να δείξει λίγη τόλμη και να πει μια καλή κουβέντα ;…»
συνεπώς οι καλές κουβέντες που λέγονταν μ’ αφήναν αδιάφορη, και οι κακές που λέγονταν απ’ τή στιγμή που πήγε μ’ ένα κόμμα και δεν πήγε μ’ ένα άλλο, μ’ αφήναν επίσης : και δεν θα είχα καμία διάθεση τώρα ν’ ασχοληθώ αν δεν αναγκαζόμουνα να διαπιστώσω και να προσέξω ότι σε όλα όσα γράφτηκαν κανείς δεν ενοχλήθηκε από τήν επίθεση προς τούς γέρους που περιγράφτηκε λίγο πιο πριν : για τήν ακρίβεια, τά λεγόμενα όπως είδα (εκεί που αρχίσαν φαντάζομαι και οι ερωτήσεις) ήταν :
αν έχετε κάτι άλλο ρωτήστε με
μην ξεχνάμε πως οι ξένοι που βρέθηκαν εδώ ήταν λόγω τής φτώχειας τών χωρών εκείνων. Ήλθαν να ζήσουν εδώ πέρα. Οι ξένοι (οι Αλβανοί τουλάχιστον) επιστρέφουν βέβαια στις πατρίδες τους // Θα πρέπει να τό πούμε πάντως και αυτό, πρέπει να πω όμως ότι είναι και ένας συνεχής κίνδυνος, κινδυνεύουν οι ντόπιοι από κλοπές φοβερές ακόμη και στον δρόμο.
Σας λέω ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο πράγμα : Πυθίας 42 ήταν τό πατρικό μου όπου ζει σε ένα διαμέρισμα η αδελφή μου. Δύο φορές τήν πήγαν στο νοσοκομείο, δύο φορές τήν παραμόρφωσε ένας έξω από τό σπίτι διότι δεν έβρισκε τά κλειδιά για να μπει μέσα…
Τήν πρώτη φορά και εκείνη και τόν άνδρα της επί δύο ώρες τούς έκλεισαν τό στόμα, τούς έκλεισαν στο μπάνιο και έκλεβαν τό σπίτι ανενόχλητοι.
περιορισμένα περιστατικά ναι αλλά ο φόβος είναι απεριόριστος. Δεν θέλω να πω ότι οι ξένοι τής Κυψέλης είναι και ληστές
πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν τήν ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος
βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τούς αγαπάμε τούς ξένους αφού φύγαν από εκεί για έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι // Εγώ συνήθισα με τούς ξένους, να ξυπνώ και να τούς βλέπω. Έχω συναντήσει πολλούς μαύρους με καρότσια τού σούπερ μάρκετ… έχει όμως κι έναν μόδιστρο πακιστανό η γειτονιά μου που δεν τόν φτάνει κανείς στο διόρθωμα, Φαέθοντος βρίσκεται… και ανδρικά και γυναικεία //
δεν μ’ ενδιαφέρει να υπερασπιστώ ούτε τήν κυρία δημουλά, ούτε όσους τήν κατηγόρησαν, ούτε όσους τήν υπερασπίστηκαν – μ’ ενδιαφέρει να καταλάβω : κι αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι δεν είδα πουθενά, κανέναν, ούτε απ’ τούς μεν, ούτε απ’ τούς δε, να αναφέρει τό περιστατικό τής βίας εναντίον τών ηλικιωμένων ανθρώπων, μολονότι αυτό ειπώθηκε και πρώτο : εστίασε μονομερώς μία (άλλη) γυναίκα στο παγκάκι, και ακολούθησαν όλοι σαν υπνωτισμένοι πάνω σ’ αυτό
(να προσθέσω σχετικά με τήν ύπνωση επειδή είδα και φωτογραφίες : δίπλα στην κυρία δημουλά λοιπόν καθόταν ο κύριος κουμανταρέας ο οποίος από τηλεοράσεως (και ευθέως και θρασέως και ήρεμα και ψύχραιμα και προετοιμασμένα) προ καιρού είχε εκφράσει τήν άποψη ότι στις γυναίκες μπορεί και να τίς αρέσει να τίς ασκούνε βία : και δεν είδα να γίνεται ούτε τό ένα χιλιοστό τού χαμού και τού ντόρου και τής σάρας και τής μάρας που έγινε τώρα που μία γυναίκα υπονόησε ότι στις γυναίκες μπορεί και να μην τούς αρέσει να τούς ασκούνε βία)
δεν ξέρουμε να διαβάζουμε, δεν ξέρουμε ν’ ακούμε, και γενικά δεν είναι φαίνεται ο καιρός μας ακόμα – ο πάγκος τής εξουσίας δεν ήταν άλλωστε ποτέ μόνο ο πάγκος τής κυβέρνησης, ήταν κι αυτός ο σκληρός και σκουληκιασμένος τών κομμάτων και τών αντρών και τής αγίας και ομοουσίου αγίας τριάδος και οικογένειας : με τίς υγείες μας, όσο αντέχουμε να τούς ανεχόμαστε
στη δεκαετία τού ’70 (προς τό τέλος της) και τού ’80 (προς τήν αρχή της) υπήρξε σ’ αυτή τήν έρημη χώρα κι ένα φεμινιστικό κίνημα με φαντασία και, όσο μπορούσα να δω τότε, αυτόνομο (θυμάμαι μια σκούπα και μια λάβρυ – κοιτάξτε για άλλα κι εδώ) : και τώρα βλέπω τίς περισσότερες να κοιμόμαστε λάβρες και να σκουπίζουμε τά δάκρυά μας μόνο για άντρες που δέρνουν κατ’ έθιμο και λιθοβολούν τίς γυναίκες τους, με μαντηλάκι
3 τό παγκάκι και η πίπα
τό περί «αυτονομίας τής τέχνης» είναι ένα αρκετά εκνευριστικό ζήτημα για όποιον δεν βρέθηκε ποτέ στην ανάγκη να ρισκάρει να πει μόνος του τίς αρλούμπες του («μόνος του» εννοώ μόνος του : χωρίς βοήθεια από γραφτά άλλων και επικαιρικές τού κόμματος ή άλλου πάγκου ντιρεκτίβες) : δεν πρόκειται να αναλυθεί εδώ (άλλοι έχουν προσπαθήσει) – εγώ είμαι σε θέση (απ’ τόν δικό μου αυτόν πάγκο) να πω τά εξής :
τήν ώρα που κάθεσαι να γράψεις (ή να ζωγραφίσεις) απελευθερώνεις τμήματα τού εαυτού σου τά οποία κανονικά δεν μπορούν να λειτουργήσουν στην έξω ζωή : (έτσι ο πικάσο όταν υπήρχε γύρω του ρολόϊ ένιωθε ότι υπάρχει κόσμος στο δωμάτιο) : οι δυνατότητες αυτές όταν ξαναβγαίνεις στον κόσμο κατά κανόνα παύουνε να λειτουργούν και αποσύρονται στα ενδότερα : έτσι ο πάουντ μπορεί στον έξω κόσμο, δηλαδή στο ραδιόφωνο, να λέει αρλούμπες (φασιστοειδείς), ο έλιοτ να γίνεται βασιλόφρων και θρήσκος, ο παπαδιαμάντης ψάλτης στου αγίου ελισσαίου, η έμιλυ μπροντέ ένα κορίτσι στο χωριό που κάνει βόλτες, και η έμιλυ ντίκινσον ένα κορίτσι στην πόλη που ψήνει ωραίο ψωμί. Χρειάζεσαι τό δωμάτιό σου και τήν ησυχία σου για να βγάλεις στην επιφάνεια αυτό τό άλλο κομμάτι που κανονικά στον έξω κόσμο δεν μπορεί να υπάρξει :
I am nobody – who are you ?
Are you nobody too ?
nobody δεν μπορείς να είσαι έξω – προσπαθείς να είσαι κάποιος, κακήν κακώς. Η διαλεκτική τής αυτονομίας τού απαγορευμένου εσωτερικού σου δυναμικού είναι πολύ πιο πολύπλοκη βέβαια. Χοντρικά όμως, μαύρο–άσπρο όπως συνηθίζουμε να διαβάζουμε τά πράγματα σήμερα, αυτός που είσαι όταν γράφεις είναι ένας άλλος. Αυτό εννοούσε και ο πιτσιρίκος ρεμπώ με τό j’ est une autre – άλλο αν μετά τόν φρόϋντ μπορούμε να τού δώσουμε επιπλέον αποχρώσεις, και να τό καταλάβουμε και καλύτερα
η κυρία δημουλά μια ζωή, απ’ ό,τι ξέρω, δούλευε στην τράπεζα και στο σπίτι της έπλενε πιάτα, και μπορεί και να μαντάριζε και τίς κάλτσες τού άντρα της – γι’ αυτό και εκτίμησε τόν καλό ξένο ράφτη – άλλο αν κάποιες ώρες κλεινόταν στο δωμάτιό της και έγραφε. Σίγουρα ένα τμήμα τής ίδιας γυναίκας είναι αυτό που τάχτηκε με ένα κόμμα τής δεξιάς, θέλησε να γίνει ακαδημαϊκιά, κι ίσως ελπίζει ότι μπορεί να πάρει και νόμπελ. Τίποτ’ απ’ όλ’ αυτά όμως δεν υπήρχε, τουλάχιστον όταν έγραφε τά καλύτερά της ποιήματα. Όταν βγαίνει στον δρόμο να μιλήσει για τό παλιό της σπίτι και τή γειτονιά της είναι μια άλλη εν πολλοίς. Η κυρία δαμιανίδη και οι άλλοι (άλλες) που απομόνωσαν ένα κομμάτι απ’ όσα είπε, αγνοώντας ένα άλλο σπουδαιότερο, ποιον εαυτόν έχουν, όταν κλείνονται στο δωμάτιό τους να γράψουν τί ;
δικαιούμαι να πιστέψω ότι είναι ο εαυτός που αγνοεί τή βία και τήν επίθεση και απομονώνει τόν πάγκο (τί πίπα – )
.
.
.
.

.

.
.
.
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Start a Blog at WordPress.com.