σημειωματαριο κηπων

1 Σεπτεμβρίου 2019

το σπηλαιο της αναισθησιας

 

 

 

 

η απεχθεια μου για τον πλατωνα βασιζεται σε παρα πολλα πραγματα, αλλά στο παραμυθακι του της σπηλιας συμπυκωνονται ισως τα περισσοτερα απ’ αυτα – ομως πριν συνεχισω για εναν ανθρωπο που δεν μ’ αρεσει και που δεν αγαπω (αρκετα πρωτοφανες θα ελεγα αυτο για τους εδω κηπους) θα ’θελα να ξεκαθαρισω οτι δεν (θα) ειναι αυτο ενα κειμενο για τον πλατωνα, διοτι τοτε θα ’πρεπε να το κανω και λιγο μεγαλυτερο – ειναι απλως ενα κειμενο που ξεκινησε απο μια σκεψη του βιτκενσταϊν. που ετυχε να διαβασω προσφατα και που μού θυμισε την «σπηλια» τού π., καθως επισης (μού θυμισε) και το πόσο αντιπαθω εξισου και τον κυριο β.

 

επισης, πριν συνεχισω θα πρεπει να ομολογησω οτι οταν απεχθανομαι πολυ εναν ανθρωπο, μού ειναι αδυνατο να τον διαβασω πραγματικα : ετσι, παρ’ολο που πηρα οταν πρωτομπηκα στο πανεπιστημιο να τον διεξελθω (και μαλιστα απο μεταφραση ειχα να διαβασω μόνο τον συκουτρη (τον ειχα ηδη απο την πατρογονικη βιβλιοθηκη για να πω την αληθεια αυτον) (τα άλλα τ’ αγορασα μόνη μου απο την «οξφοδη» που δεν εχει μεταφραση : ηταν ομως ακομα προσφατο το σχολείο, και η περιρρεουσα αποψη, φροντιστων καθηγητων και ημων των ιδίων, οτι ο πλατωνας δηλαδη ητανε ευκολος (σε αντιθεση π.χ. με τον θουκυδιδη) : και συνεπως θα ειμαστε τυχερες  αν μας επεφτε αγνωστο θεμα απ’ αυτον στις εξετασεις για τις σχολες

 

(η αληθεια ειναι (για να κουτσομπολεψω και λιγο) οτι απ’ αυτον μάς επεσε, εγραψα επομενως μαλλον καλα αφου πηρα ετσι και τα ουρανοκατεβατα λεφτα της υποτροφιας – (μόνο εκθεση δεν μπορεσα να γραψω καλα, ειχα εξαλλου και μια λόξα να μη θελω να γραφω καλα, δεν μπορουσα αλλωστε κιολας να γραφω καλα – επομενως λογικα εχασα την πρωτη θεση, αλλά δεν ειχε σημασια, οι δεκα πρωτοι παιρναν ολοι τα (ουρανοκατεβατα ή οχι – καποιοι δηλαδη ξεραν οπως εμαθα αργοτερα οτι υπηρχαν) : τα λεφτα της υποτροφιας τα πηραμε λοιπον ολες ετσι κι αλλιως) και κλεινει εδω το κουτσομπολιο))

 

θα πω λοιπον μερικα αυθαιρετα δικά μου (αυθαιρετα διοτι δεν προκειται ουτε να βαλω σημειωσεις απο πού τα πηρα, ουτε να κατσω να τα εξηγησω ιδιαιτερα – τα λεω για μενα και για οποιαν αλλη πιθανον (θα) θελει να διασκεδασει – και ουτε προκειται να ξαναπαρω τα βιβλια τωρα για να κατσω να επαληθευσω τις διατυπωσεις : τα λεω οπως τα θυμαμαι απο τοτε που τα διαβασα για πρωτη και, κατα κανονα, για τελευταια φορά)

 

 

 

 

 

Ο πλατωνας λοιπον, για να  ξεκινησω ετσι χοντρικως και χονδροειδως, ειναι (κι ας μην ομολογειται γενικως, εγω το ξερω και το λεω – κι ας με πιστεψουν οσες θελουν – και οσες μπορουν) ειναι και αποτελει το κεντρο της ανδροκρατιας, το κεντρο και την κορυφη της πατριαρχιας του μισογυνισμου και της θεωρητικης και φιλοσοφικης (και εμπρακτης τελικα, μια που «και η σκεψη πραξη ειναι» που ’πε κι ενας αγαπημενος γερμανος) της θεωρητικης και φιλοσοφικης λοιπον καταδίκης του ερωτα : και απ’ αυτην ακριβως την αποψη πιστευω οτι ο πλατωνας προετοιμασε θαυμασια τον χριστιανισμο – εχουν επομενως δικιο οσοι καταφευγουν στο ιδεολογημα του «ελληνοχριστιανικου» αποτετοιου – διοτι δεν προκειται ακριβως για ιδεολογημα, ειναι η ζοφερη πραγματικοτητα, για την ελλαδα και τις υπολοιπες χωρες του πλανητη, τουλαχιστον τις δυτικες

 

επειδη ομως ειναι και πολυ καλος συγγραφεας – για να πουμε την αληθεια ειναι ενα θαυμα στην πεζογραφια ο κυριος, απο μια συγκεκριμμενη αποψη – και πιθανως το υποψιαζεται και επομενως το χρησιμοποιει με οση χαιρεκακια διαθετει – και διαθετει μπολικη – επιχειρει επομενως και τολμαει να τ’ αγγιξει ολα με ανεση, και, αν μπορει (ελπιζει οτι μπορει – και  η ιστορια εδειξε οτι μπορει) να τα καταδικασει ολα, τα σχετικα με το σωμα μας, τελειωτικα –

 

το μπορεσε καταρχας διοτι ητανε, ειπαμε, ευφυης στην πεζογραφια (οχι στους τυπικους διαλογους του ( : εκει εξευτελιζει εντελως την ιδια την εννοια της διαλεκτικης – οπως ειχε ηδη προσεξει το μικρο (και ενιοτε εντελως ανευ χιουμορ) κοριτσακι που ημουνα καποτε – μια φορα το ειπα μαλιστα στην ταξη μας στη δασκαλα μας του γυμνασιου (καναμε αν θυμαμαι τον «πρωταγορα») : «ο σωκρατης κυρια, αυτος ειναι ομως που φερεται σα σοφιστης, αυτος μπερδευει, παραπλανα και εξευτελιζει τον διαλογο» (παραβλεπω εδω, και προσπερναω με επιεικεια, τη χειριστη γνωμη που μας ειχανε φυτεψει για τους σοφιστες – δεν μπορουμε να τα προβλεψουμε και ολα –) και εισεπραξα ενα «κατσε κατω σταθατου, δεν ξερεις τι λες», ακολουθουμενο απο βροντερους γελωτες – σκασιλα μου βεβαια ελαφρως, για να μην πω οτι γελασα επισης με τον εξωφρενων θυμο της και τις κοκκινιλες της, αστειοι ανθρωποι ενιοτε αυτοι οι εντελως αδιαβαστοι και αμορφωτοι, και ανεραστοι και ασωματοι (θα επανελθουμε στο ασωματο γι’ αυτο το βαζω), καθηγητες))

 

 

 

 

 

 

το συμποσιο ομως ειναι ενα κατεξοχην μυθιστορηματικο εργο, κι ας ποζαρει για διαλογος (ειναι κι αυτο ενα απο τα ευφυη πεζογραφικα του κολπακια) και δεν υπαρχει ιχνος εκει απο τους συνηθισμενους εξευτελιστικους τής εννοιας τού διαλόγου διαλόγους (εξευτελιστικους εντελως : «ετσι δεν ειναι ; » να λεει ο σπουδαιος δασκαλος, «ετσι ειναι βεβαιως» να απανταει ο παντα αφελης μαθητης / «μηπως εχεις αντιρρηση ; » να λεει ο σπουδαιος δασκαλος «προς θεου οχι» να λεει ο παντα αφελης μαθητης / κλπ, κλπ) : εδω αντιθετα εχουμε αλλεπαλληλες αφηγησεις, παραλληλες και διασταυρούμενες, μεσα σ’ εναν κυκλο φιλων, λιγο–πολυ ισότιμων και ομότιμων και εντελως ανέντιμων στην αντρολαγνεία τους, και μεσα σ’ εναν ενιαιο χωρο οπου ολοι καθονται και τρων και πινουν και συμβαινουν και απροσδοκητα να πουμε, οπως η εισοδος του μεθυσμενου αλκιβιαδη και η ερωτικη του εξομολογηση προς τον σωκρατη (δυο περιβοητοι μισογυνηδες που θριαμβευουν ετσι, ο καθεις με τον τροπο του) – και ακομα και η μοναδικη εισοδος της μόνης γυναικας στην παρεα γινεται μεσω αφηγησης του αφηγούμενου – δεν υπαρχει πραγματικη γυναικα πουθενα – αλλά και η ιδια η διοτιμα δεν ειναι καν γυναικα, ειναι δηλαδη η γυναικα οπως την θελουνε οι αιωνες που ηδη εχουν ερθει κι οι αιωνες που θά’ρθουνε, «ιερεια», ορκισμενη στη θρησκεια αυτων των αντρων, οπως τη θελει η θρησκεια αυτων των αντρων – και ηδη το «ιερο» ειναι το υπουλοτερο οργανο του μισογυνισμου της αντροκρατιας : η «διοτιμα» (μεσω της αφηγησης δηλαδη του σωκρατη) οχι μόνο δεν την αρνειται αλλά την επεκτεινει και την εμπλουτιζει –

 

αλλά αρκετα για το συμποσιο – αυτο θελει αλλη αναρτηση : για την πεζογραφικη του αξια ομως μπορω να πω (με το χερι στην καρδια, και το μουνι) οτι το εργο ειναι (θα μπορουσε να πει κανείς) η αρχη και η μεση και το τελος της πεζογραφιας ανα τους αιωνες (που ηρθαν και θά’ρχονταν), ασχετως εννοω του περιεχομενου – περιεχει δηλαδη τα παντα ως κειμενο, και το μοντερνο, και το μεταμοντερνο, και ο,τι αλλο θες – : απο αποψη πεζογραφικη δηλαδη το «συμποσιο» ειναι η συνοψη του μυθιστορηματος εν κινησει : ποιος θα μπορουσε να προβλεψει καλυτερα τη διαπραγματευση του 1ου ή του 3ου προσωπου στην αφηγηση, τους ελιγμους της αφηγησης της ιδιας  ; Ενας συνανταει εναν, τυχαια στον δρομο, και του ζηταει να του αφηγηθει κατι που του ειπε ενας αλλος, τυχαια στον δρομο, κι αυτος του λεει πως ο,τι (νομιζει οτι) ξερει ειναι απολυτως ανακριβες διοτι αυτος που ειχε παρευρεθει στο γεγονος και τού το αφηγηθηκε, του αφηγηθηκε προ χρονων πολλων πραγματα που ειχανε γινει προ χρονων πολλων – και παντως εντελει τού λεει τι εγινε σε κεινο το παρτυ, με το νι και με το σιγμα : σοβαρες ενστασεις επομενως για τη μνημη του – αλλά και για την πιστοτητα της μεταφορας (απο το 1ο στο 2ο στο 3ο προσωπο) μπορουν να εγερθουν – αλλά : Ποιος ειναι εντελει ο αφηγητης εδω ;

και επιπλεον, ο χρονος που μεσολαβει απο το γεγονος στην αφηγηση και την αναμνηση (και την αναβιωση του) τι ρολο παιζει σε οσα (υποτιθεται οτι) ειπώθηκαν ;

Ευρηματα με λιγα λογια εξοχωτατα.

 

(ιδου σταδιον δοξης λαμπρον λοιπον και για τον κυριο βιτκενσταϊν, που θελει να εξηγησει τη γλωσσα με τα μαθηματικα – απωθωντας εμφανως την «ψυχολογια» οπως τη λεει – και ξερει αυτος γιατι (εχει τη σπηλια του))

 

 

 

 

 

το ζητημα ειναι οτι ο πλατωνας δεν αρκειται (καθολου μα καθολου) να θριαμβευει στην πεζογραφια, και να διαπραγματευεται ετσι, με το μαλακο (με το πολυ μαλακο) τα θεματα που πρεπει να σκοτωσει, και πανω απ’ ολα τον ερωτα (βαζοντας μαλιστα να τον «υπερασπιζεται» (δηλαδη να τον καταδικαζει) ακριβως μια γυναικα – συνηθισμενες κουτοπονηριες των αντρων – ειπαμε, ο πλατωνας τούς εμπεριεχει ολους τους μισογυνηδες και του παρελθοντος και του μελλοντος – γι’ αυτο τον διασωσανε οι καλογέροι – που καψανε ολους τους αλλους

 

(σκεφτομαι καμια φορα τι θα ειχε γινει αν ειχε (για καποιους μυστηριους λογους) αντιστραφει τελειως η κατασταση και οι καλογέροι σωζανε ολο το εργο του επικουρου (ηταν και ο πολυγραφοτερος αλλωστε ολων) και απο τον πλατωνα ειχαμε μόνο ο,τι εχουμε σημερα απο τον επικουρο : δηλαδη δυο γραμματακια και μια διαθηκη – καθως και μερικες παρεξηγησεις – ή εμμετρες ερμηνειες – οπαδων και θαυμαστων – αλλά δεν εχει νοημα να ονειρευομαι.))

 

ομως για το «συμποσιο» δεν θα πω άλλα εδω – εχω να πω πολλα αλλά χρειαζομαι περισσοτερο χωρο (και φυσικα θα ’θελα κι αλλο χρονο) : αρκει ομως σημερα να πουμε οτι βαζοντας μια γυναικα να εκφρασει τις πλατωνικες αποψεις για τον ερωτα, ο κυριος πλατων καταφερνει το μνημειωδες – να πεισει ολους τους αντρες (και, κανονικοτατα, και τις γυναικες) οτι καλα κανει ο ερωτας και εχει ευνουχιστει απο μόνος του, εχοντας διαγραψει καθε ατιθασσο στοιχείο του, στοιχείο που θα θυμοταν δηλαδη ακομα την προηγηθεισα βακχεία – δηλαδη τον ερωτα στην πραγματικα γυναικεια και αντι–κοινωνικη του διασταση

 

 

 

 

Εκει λοιπον που ειναι λιγοτερο προστατευμενος (δεν ενδιαφερεται καν ο ιδιος να προστατευτει δηλαδη) ο πλατωνας ειναι στα «καθαρα» πολιτικα του – ενα απ’ τα πρωτα αποσπασματα που μ’ εκαναν να τον σιχαθω πραγματικα ηταν εκεινο το «οι δουλοι να ’ναι απο διαφορετικες χωρες για να μη μιλουν την ιδια γλωσσα» (αλλο σταδιο δοξης λαμπρον και για τον κυριο βιτκενσταϊν βεβαια εδω, να μας πει οτι ουτως ή αλλως κανενας δεν μιλαει την ιδια γλωσσα με κανεναν – κι αν δεν τον βολευε στην παρουσα συζητηση αυτο, να το αναθεωρουσε παρευθυς, και με ευστροφία, ως την ιδια γλωσσα εχουμ’ ολοι μας (αναθεωρουσε κι ευκολα ο τυπος))

 

ομως ολ’ αυτα τα γραφω πανω απ’ ολα για να καταληξω στην πιο κουτοπονηρη (και εγκληματικη, θα μπορουσε να πει κανείς – αλλά κυριως στην πιο πανανθρωπινως (και ακριτως) θαυμαζόμενη, παρεξηγουμενη και αποβλακωτικη) αλληγορια του, αυτην της σπηλιας

 

και τη θυμηθηκα διοτι επεσε στα χερια μου προχτες ενα αποσπασμα του κυριου βιτκενσταϊν που ειναι λες βγαλμενο απο τα μαθηματα του κυριου πλατωνα ακριβως : και ειδικα απο το μαθημα τού σπηλαίου : (το βρηκα στα αγγλικα και συνεπως στα αγγλικα το παραθετω, δεν νομιζω ομως στα γερμανικα να ’λεγε τα αντιθετα) :

 

«It is possible to imagine a case in which I could find out that I had two hands. Normally, however, I cannot do so. «But all you need is to hold them up before your eyes!»—If I am now in doubt whether I have two hands, I need not believe my eyes either. (I might just as well ask a friend.)» ( * )

(τα πλαγια ειναι δικα του)

 

Το πιστευω λοιπον απολυτα, οτι του ηταν αδυνατο, σε τελευταια αναλυση και οχι απλως λογικο επιχειρημα, να φανταστει πως εχει δυο χερια : ακομα κι αν τα σηκωσει δηλαδη και τα φερει μπροστα στα ματια του, δεν υπαρχει κανενας λογος που να τον πειθει οτι και τα ματια του τελικα δεν ψευδονται :

 

καθοτι ο κυριος βιτκενσταϊν ειναι ο ιδιος ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα χωρις να ντρεπεται καθολου – φτιαχνει ολοκληρη φιλοσοφια με τα οσα ενα, κατ’ αυτον τον τροπο στερημενο απο ολες του τις αισθησεις, υποκειμενο θα ελεγε : θα ελεγα για την ακριβεια οτι ειναι ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα «με σαρκα και οστα», αν δεν ηταν αυτο ακριβως αντιφατικο μαζι και οξυμωρο για να μην πω και γελοίο : οι ανθρωποι της σπηλιας του πλατωνα (αλλά, εντελει, ολοι οι «ανθρωποι» του πλατωνα) δεν εχουν ακριβως ουτε σαρκα ουτε οστα :

 

 

 

 

ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα ειναι ο ενγενει ανθρωπος του πλατωνα και εκτος σπηλιας – αυτον υποστηριζει αυτον γουσταρει για τους αιωνες που θά’ρθουνε,  και αυτον θελει ( : και αυτος ηρθε οντως για τους αιωνες που ηρθανε) : τον παραθετει βεβαια σαν στοιχείο μιας αλληγορίας, για να καλυψει την υπερβολη, αλλά η αλληγορία ειναι και η επιθυμια του : ανθρωποι χωρις σωμα χωρις αισθησεις και χωρις ερωτα – συνεπως ανθρωποι στους οποίους το σωμα τους δεν μιλαει – και δεν εχει τιποτα να αποδειξει

 

ειναι πεποιθηση (ευτυχως, οχι μόνο δική) μου οτι αυτα τα οποία προβαλλει καποιος στην πραγματικοτητα, ως πραγματικοτητες, ειναι κομματια απο τον εαυτο του

 

και σαν ανθρωπος που ηρεμα αυτονοητα, και χαρουμενα, επικοινωνουσε με το σωμα του απο παιδι, ξερω οτι θα ηταν αδυνατο να με πεισει καποιος οτι ειμαι σκια – κι οτι το ιδιο ειναι και οι απεναντι : ακομα κι αν οι απεναντι δηλαδη ηταν, ή φαινονταν σα σκιες, εγω θα ηξερα οτι δεν ημουνα – γιατι θα ημουνα εκεινο το πραγμα («πραγμα» πριν τις λεξεις) που καυλωνε και ηθελε να παιζει και να ερωτευεται – αρα δεν μιλαει για μενα ο κυριος πλατωνας

 

εξαλλου ολοκληρη αυτη η πλατωνικη σκηνοθεσια μεσα στη σπηλια δεν θα αλλαζε καθολου αν αντι για ανθρωπους στα τοιχωματα της, ο φιλοσοφος μας, ειχε σταυρωσει ακινητα σιωπηλα και μεταλλικα ρομποτ – διοτι ειναι αποψη και επιθυμια του ιδιου οτι οι ανθρωποι δεν εξεγειρονται δεν διαμαρτυρονται και δεν αντιδρουν με λιγα λογια, κατα κανενα τροπο στο αλυσοδεσιμο τους

 

κι αν εκλαμβανουν τη ζωη συμφωνα με αυτο που βλεπουν απεναντι – και οχι συμφωνα μ’ αυτο που αισθανονται (αληθεια τι αισθανονται ; αισθανονται τιποτα ; τι λενε ; μιλανε με κανεναν ; – ή δεν εχουν καν ακομα τη γλωσσα ; ή την ειχαν και τη χασανε ; και απο ποια ηλικια αλυσοδεθηκανε ; ητανε ποτέ δηλαδη προηγουμενως ελευθεροι ; κι αν αλυσοδεθηκανε απο νεογεννητοι, πώς μεγαλωσανε, και ποιος τους ταΐζει ; ή δεν χρειαζονται καν φαΐ ; ή δεν χεζουνε καν, και δεν κατουρανε ; ) το ζητημα ειναι οτι για χαρη τους ο φιλοσοφος μας δεν περιγραφει παντως το ανθρωπινο ειδος, αλλά αυτο που θα ηθελε να ισχυσει – και αυτο που εντελει οντως κατισχυσε : τους ανθρωπους ως αναισθητα και ανεραστα και αμιλητα μελη μιας κοινωνιας ενος θεαματος καποιων σκιων

 

 

 

 

γι’ αυτο και ειναι ουσιαστικα εντελως δευτερευον το παιχνιδι που παραθετει (πολυ εξυπνο ομως οντως, και πολυ σατανικο – και πολυ χαιρεκακο) με το φως και το σκοταδι : αν βγαιναν εξω θα τυφλώνονταν, αν ξαναμπαιναν μεσα δεν θα βλεπαν τιποτα : αυτα ειναι ακριβως τα παιχνιδακια του κυριου πλατωνα και οι, ιδιοφυεις ομολογουμενως, αντιπερισπασμοι του – γιατι αυτο το οποίο θελει να τονισει ειναι αυτο το οποίο ακριβως διεξερχεται επιτροχαδην, χωρις να το τονιζει καθολου (διοτι αυτο το οποίο τονιζεις αποκταει ξαφνικα μια σημασια, και γινεται ο αντιπαλος, και ως αντιπαλος εχει ηδη κερδισει το παιχνιδι, εστω και κατα το ημισυ : ομως ο πλατωνας δεν θελει, προς θεου, ποτέ, να υπαρξει αυτος ο αντιπαλος – μην τυχον αλλωστε και βρει και τη φωνη του ξαφνικα) : αυτο το οποίο διεξερχεται λοιπον επιτροχαδην, και δεν επιθυμει να το τονισει διολου, ειναι να επιζησουν αυτοι οι ανθρωποι, που δεν αισθανονται τιποτα – γιατι ετσι πρεπει να ειναι οι ανθρωποι

 

αδιαμαρτυρητοι απεναντι και στο φως και στο σκοταδι, τυφλοι και σιωπηλοι και υπακουοι – καποια στιγμη βεβαια που πηγε να κανει τον μαγκα στην ενεργο πολιτικη με κατι τετοιες αποψεις, κόντεψαν να τον φανε λαχανο και το ’βαλε στα ποδια κι εβγαλε και τον σκασμο –

 

αλλά ας ξαναφτιαξουμε λιγο, ετσι για πλακα, τη σκηνοθεσια της σπηλιας βαζοντας αλυσοδεμενους στους τοιχους της οχι ανθρωπους, αλλά άλλα ζωα : (στο τελος παραθετω εναν συνδεσμο για να διαβασετε αν θελετε ολο το αποσπασμα στο πρωτοτυπο και στη μεταφραση του σκουτερόπουλου) : ας δουμε λοιπον την πλατωνικη «πραγματικοτητα» των αισθησεων και των ψευδαισθησεων με «αλλου ειδους ζωα» : διανοειστε να ειχαν αλυσοδεθει δηλαδη γατες στο σπηλαιο ; αχαχα : και να καθοντουσαν ακινητες και σιωπηλες και να κοιτάζαν φιλοσοφικα τις σκιες απεναντι ;

 

βεβαια το γελιο θα μας βγει ξυνο, διοτι οντως η πλατωνικη ζωολογια επισκιασε για αιωνες τα παντα : και για αιωνες μαθαμε οτι δεν ειμαστε ζωα, και συνεπως δεν εχουμε αδιαπραγματευτες επιθυμιες –

 

ετσι ακριβως κι ο κυριος βιτκενσταϊν σ’ ενα άλλο του αποσπασμα, καπου αλλού, λεει κατι φαινομενικα λογικο : οτι ακομα και αν μιλουσε ενα λιονταρι δε θα το καταλαβαιναμε – κι εγω σου λεω ομως οτι το καταλαβαινουμε ηδη περιφημα, οσο ακριβως μάς καταλαβαινει κι αυτο – εξαλλου καπου αλλού τον βρηκα να συμφωνει, αντιφασκοντας περηφανα (και σιωπηλα βεβαια) : «(A child has much to learn before it can pretend). A dog cannot be a hypocrite, but neither can he be sincere( ** )

(τα πλαγια δικα μου)

 

ειναι με λιγα λογια επειδη ειμαστε ζωα, μεχρι να παψει αυτη η εκφραση να ειναι υβρις, που μπορουμε ακομα και να αντιφασκουμε, και να αναθεωρουμε, αλλά σε καμμία περιπτωση να μη μιλαμε καθολου.

 

 

 

 

 

 

τελειωνοντας λοιπον αυτα τα ανοργανωτα και σκορπια αλλά ακρως ειλικρινη (ειπαμε, με το χερι στην καρδια και το αιδοιο – για να το θεσω τωρα πιο καθωσπρεπει), ας κλεισω με μερικες συναφεις αλλά πολυ αρχικες, και γι’ αυτο πολυ αφελεις πιθανον αποριες μου : μού εκανε δηλαδη εντυπωση απ’ την πρωτη στιγμη που το διαβασα, πώς σε αυτο το στησιμο της σκηνοθεσιας μες στη σπηλια, ενας φιλοσοφος που εχει κλιση ιδιαιτερη στους διαλογους των ανθρωπων δεν σκεφτηκε οτι θα μπορουσαν καποια στιγμη οι βασανισμενοι ν’ αρχισουν μεταξυ τους να μιλανε – ή εστω να μουγκριζουν – με προβληματισε δηλαδη οτι ο πλατωνας μολονοτι τούς ειχε ακινητους δεν τούς ειχε βαλει φιμωτρο και δεν τούς ειχε  κλεισει το στομα : κι ομως αυτοι δεν μιλαγανε – οχι μόνο για να παραπονεθουν ή να κλαψουν ή να ουρλιαξουν, αλλά για να ανταλλαξουν εντελει αποψεις περι τού πώς βλεπει ο καθενας (ή η καθεμια : υπηρχαν αραγε και γυναικες ; δεν μας το διευκρινιζει αυτο ο κυριος) πώς και τί βλεπει ο καθενας στις σκιες εκει απεναντι, και τί διαφορές διακρινει

 

και επισης, με αποβλακωσε, η πληρης αποσιωπηση, και αγνοηση της δυνατοτητας, ακομα κι αυτοι οι ευνουχισμενοι ανθρωποι να μη βλεπανε τις ιδιες σκιες ολοι να περνουν απεξω : πρωτον, διοτι η θεση τους θα ’ταν διαφορετικη μεσα στη σπηλια, και δευτερον γιατι θα ειχαν άλλα πραγματα ο καθενας μεσα του για να προβαλλουνε πανω στις σκιες – κανενας ανθρωπος βλεπετε δεν μπορει να ευνουχισει κανεναν ανθρωπο απολυτως : ενα κομματι της προσωπικοτητας του, των αισθηματων του και των αναγκων του, παντα θα μεινει – κι αν κρινουμε απο τον ιδιον τον κυριο πλατωνα αυτο που μπορει να μεινει μπορει να ειναι και ιδιαιτερα επιθετικο : ο μόνος πετυχημενος ευνουχισμος ειν’ ο θανατος : και ο θεωρητικος της απολυτης εξουσιας, ηθελε, παρ’ ολ’ αυτα, τους ανθρωπους του ζωντανους – δεν θα του αρκουσε να κυριαρχησει σε σκιες πεθαμενες.

 

 

 

 

 

(*) μεταφρασμενος στα αγγλικα βιτκενσταϊν, σ. 114 pdf / σελιδα βιβλιου αγγλικης μεταφρασης 221*

(**) μεταφρασμενος στα αγγλικα βιτκενσταϊν, σ. 118 pdf / σελιδα βιβλιου αγγλικης μεταφρασης 229*

οι «φιλοσοφικες ερευνες» του βιτκενσταϊν σε μια ελληνικη μεταφραση

το «συμποσιο» στη μεταφραση του Ιωάννη Συκουτρή

το αποσπασμα για τη σπηλια στη μεταφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14 Μαΐου 2018

μαης του ’68 : αντορνο, μαρκουζε / φιλοσοφικα προηγουμενα και παρεπομενα

 

 

 

 

οταν ζεις κατι δεν εχεις ιδεα πότε το κατι συμβαινει οπως οταν εισαι ερωτευμενος δεν ξερεις τι ωρα ειναι – οι χρονολογιες ερχονται μετα θανατον – οπως και οι απλουστευσεις, και τα μεγαλα λογια (που παντα πανε παρεα : ο ερωτας δεν εχει μεγαλα λογια – βρισκεται αλλού) : το 1968 για την ελλαδα ητανε μια φριχτη χρονια, οπου ολα ειχαν σταματησει – ολα ειχαν μολις σταματησει – και τα νεα για τις «ταραχες στη γαλλια» εφταναν απο τις τελευταιες σελιδες των εφημεριδων, κι απο τα πιο μικρα μονόστηλα : αυτα βεβαια για οσους ητανε πολυ μικροι, κι απο τοσο καθωσπρεπει οικογενειες ωστε να αποκλειεται να ’χουνε «νεα απο πρωτο χερι» : τα δικα τους «νεα» θα τα φτιαχαν οι ιδιοι – και οσοι τα φτιαξανε – λιγο αργοτερα : να μεγαλωνανε λιγο ακομα : η ιστορια, ας το ξαναπουμε, δεν κραταει ρολοϊ, το ρολοϊ ειναι στα χερια των ιστορικων – και των καθυστερημενων : τα νεα λοιπον πήγαιναν μπρος–πισω ειχαν αρχισει πριν και συνεχιζοντουσαν μετα, με το μπερκλεϋ, την πραγα, το «γουντστοκ», τις «φραουλες και αιμα» και με τις διαδηλωσεις για το βιετναμ – τωρα διαβαζω (οταν πρωτοαρχισε το κλισε για τη «δεκαετια του ’60» με εκνευρισε, σαν να ’πρεπε να βαλω σε συρταρακια και κουτακια τη ζωη μου) οτι ο «μαης του ’68» αρχισε νωριτερα στη γερμανια παρα στη γαλλια, κρατησε περισσοτερο στην αγγλια, ητανε αλλιωτικος στην αμερικη – σαχλαμαρες : ολα τακτοποιουνται παντα μετα την πυρα, και παντα εχουνε εκεινη τη μυρωδια μικροψυχιας που κουβαλαει μαζι του και το παραμικροτερο αποκαΐδι αντικειμενικοτητας

ο θανατος τού αντορνο τοποθετημενος χρονικώς «μετά», αλλά ανηκοντας θεωρητικώς «μέσα» στη συγκρουση του με τους φοιτητες του στο πανεπιστημιο, τον καιρο των φοιτητικων εξεγερσεων σε βερολινο μπερκλεϋ και παρισι, ειναι κατα τη γνωμη μου ενα απο τα πιο τραγικα γεγονοτα στην ιστορια τής φιλοσοφιας. Οχι γιατι ενας φιλοσοφος επεσε θυμα των εχθρων του, αλλά γιατι επεσε θυμα ακριβως τών «οπαδων» του : αν μπορουν να θεωρηθουν «οπαδοι» μιας θεωριας που γεννησε συνθηματα οπως το «η φαντασια στην εξουσια» ανθρωποι που χαρακτηρίστηκαν, απολυτως ειρωνικα, μαλλον απο παντελη ελλειψη φαντασιας

θα μπορουσε να πει κανεις οτι ο αντορνο (αλλά, τηρουμένων τών αναλογιών, και ο χορκχάϊμερ, και ο μαρκουζε, για να πουμε τούς κυριοτερους τής σχολής) εζησαν μια μαλλον σπανια στιγμη στην ιστορια τής φιλοσοφιας, κατα την οποια αντι να ονειροπολουν για την αποδοχή τής σκέψης τους σε καποιο μακρινο μελλον, ειδαν εν ζωη τη θεωρία τους να «πραγματοποιειται» – ο αντορνο το ειπε ομως με τα δικα του λογια καπως πιο γλαφυρα : «δεν περιμενα ποτέ οτι θα θελαν οι ανθρωποι να πραγματοποιησουν τη σκεψη μου διαμέσου τών κοκτεϊλ μολότωφ»

χοντρικα, και για να μην μπω σε πολλες λεπτομερειες, ο αγαπημενος, τού χορκχάϊμερ, «τεντυ» αρνηθηκε να κατέβη στον δρομο (και «να πεταξει πετρες στα παράθυρα» τού δημοσιογραφικού συγκροτηματος που ειχε εκνευρισει το φοιτητικο κινημα στη γερμανια) (σε μια συνεντευξη του παντως εκεινον τον καιρο ειχε πει οτι δεν θα ’χε αντιρρηση για, τετοιες και αλλες, πραξεις βιας στην ελλαδα – που ειχε τοτε δικτατορια – εννοωντας οτι διαχωριζε βεβαιοτατα τις συνθηκες), και εξαυτού θεωρηθηκε προδοτης (ω τής θείας αφέλειας) προδοτης δηλαδη τής ίδιας του τής φιλοσοφίας, δηλαδη προδοτης τού εαυτου του

τού επεβληθη επι ποινη θανατου (εδω δυστυχως κυριολεκτουμε) λογοκρισια, στην αιθουσα του και στο μάθημά του στο πανεπιστημιο : τού επιτέθηκαν βιαιως λεκτικα, και βάλθηκαν προσφυως και κατι φοιτητριες να τον «προκαλεσουν» γυμνοστηθες (ουδεν καινον υπο τον ηλιον, και οι φεμεν ακομα εχουνε παρελθον) : (στην ιδια συνεντευξη αν θυμαμαι καλα, ο αντορνο δεν διστασε καθολου να δειξει μια ελαφρότατη πικρια ειδικα γι’ αυτο : «να το κανουν αυτο σε μενα, που εχω εκφρασει στη θεωρια μου αυτα κι αυτα για τον ερωτα …»)

τον γιουχαρουν ανηλεως και τον λυντσαρουν ηθικως

ο ανθρωπος συνεπως που, παρατριχα, εξαιτιας και τής σκεψης του, κοντεψε να γινει ψητος απο τους πατεραδες τους, κινδυνευει τωρα απο τα καλόπαιδά τους που γιναν, εξαιτιας ακριβως τής σκεψης του, άνθρωποι κι αυτοι τωρα και φιλοσοφουν. Ο αντορνο κατα τη γνωμη μου αρνειται ουσιαστικα να δει αυτην την πραγματικότητα με αταραξια (αν, ακομα και για τον επικουρο, θα μπορουσε πια κατι τετοιο να ηταν δυνατον). Αρνειται να δεχτει επιπλεον οτι τα καλομαθημενα αυτα μπορει να τον εχουν διαβασει και να τον εχουν καταλαβει. (Ως προς το δευτερο δεν θα ειχε αδικο)

εντουτοις, καταρχας, δεν τα θεωρουσε καλομαθημενα – ιδιαιτερα μετα τη δολοφονια τού φοιτητη μπένο όνεζοργκ απο την αστυνομια διατυπωσε ευθαρσως την αποψη οτι οι φοιτητες ηταν «οι νεοι εβραιοι» στη γερμανικη κοινωνια

αρνειται παντως να δεχτει λογοκρισια για 2η φορα στη ζωη του, στην ιδια τη χωρα του, στην οποια μολις εχει επιστρεψει, ευτυχης που ο φασισμος της εχει ηττηθει. Και οταν βρισκει τον αυταρχισμο μπροστα του υπο το θεωρητικο μαλιστα αλλοθι τής δικης του φιλοσοφιας, αντιδρα και τραγικα και διαλεκτικα ταυτοχρονως : διεκδικει τό δικαίωμά του «να μιλαει μολονοτι δεν γουσταρει να πεταει πετρες» και ζηταει (να προστατεψει το δικαιωμα του αυτο) το κρατος που διαδεχτηκε τον φασισμο ο οποιος τού ειχε αρνηθει το ιδιο δικαιωμα.

το πραγμα επιζηταει βεβαια μυθιστορηματικου μεγεθους διαπραγματευση : αναμεσα στους φοιτητες που καθονται αλαζονικα και κοροϊδευτικα στην καρεκλα του και δεν τον αφηνουν ν’ ανέβη στην εδρα του και να διδαξει, ειναι πρωην αγαπημενοι του φοιτητες. Το γεγονος πως «ο τεντυ» ζηταει απελπισμενα τη βοηθεια μιας (ομολογουμενως αμηχανης – εχουν τραγικη πλακα καποιες φωτογραφιες…) αστυνομιας κανει τον γυρο τού κοσμου σε επιχαίροντα σκανδαλοθηρικα εντυπα, που τασσονται τωρα με το μερος των φοιτητων που θελουν κατα τ’ άλλα να τούς σπασουν τα τζαμια…

κανείς πιστευω δεν περιμενε τη συνεχεια. Παιρνει αδεια και παει με τη γυναικα του διακοπες στην αγαπημενη τους ελβετια, εκει παθαινει ενα εμφραγμα, αλλά εννοει παρ’ ολ’ αυτα ν’ ανέβη ενα βουνο, παθαινει κι ενα δευτερο εμφραγμα, και τελος. Στην κηδεια φιλοι του δεν επιτρεπουν στους πρωην «αγαπημενους φοιτητες» που τωρα προσερχονται (προφανως κεραυνοβολημενοι – δεν ειναι ευκολο να αισθανεσαι δολοφονος – ) να περασουν στον χωρο της ταφής. Υπαρχει μια φωτογραφια με τον χορκχάϊμερ που βασταει κατι χαρτια (προφανως), και διπλα του την γκρέτελ (την γυναικα τού αντορνο στην οποια οφειλουμε εν πολλοις, μην το ξεχναμε, τη «διαλεκτικη τού διαφωτισμού» και γραφτα τού μπένγιαμιν, και η οποια θα επιχειρουσε να αυτοκτονησει αμεσως μετα αλλά ευτυχως (για μάς) θα επιζουσε, θα τακτοποιουσε πληθος γραφτα τού αντρα της και τού μπενγιαμιν επι 24 ακομα χρονια, και θα εφευγε τελειωτικα το ’93) να κατεβαινουν κατι σκαλια και να ριχνουν χωμα στον ταφο του. (Θα ’λεγα οτι ακριβολόγως και καίρια η κορδελα πανω στο φέρετρό του γραφει : «στον φιλοσοφο τής αρνητικης μουσικης μας»)

 

 

 

 

 

(η αλληλογραφια με τον μαρκουζε)

με τον μαρκουζε ο αντορνο αλληλογραφησε ειδικα για τα θεματα τών φοιτητικων εξεγερσεων (ο μαρκουζε την εποχη εκεινη ηταν στην καλιφορνια βρισκοταν στο επικεντρο τών «ταραχων» και υποστηριζε το φοιτητικο κινημα εμπρακτα, με κινδυνο αρκετες φορές και της ζωης του). Εξαυτου η αλληλογραφια τους εχει τεραστιο και φιλοσοφικο ενδιαφερον. Πρεπει κανείς να εχει υποψη του παντως οτι ο μαρκουζε ηταν μεγαλυτερος, ειχε διαφορετικες προσωπικες εμπειριες, ηξερε και απο οδοφραγματα (ειχε παρει μερος στην επανασταση τών σπαρτακιστων) και συνεπως η αντιληψη του ηταν (συνοπτικά θα ’λεγε κανεις) πως «και τα κοκτέϊλ μολότωφ» μπορουν να «πραγματοποιησουν τη φιλοσοφία» ενίοτε.

το τελευταιο γραμμα τού αντόρνο στον μαρκουζε πανω σ’ αυτη την υποθεση (η αλληλογραφια διαβαζεται σε λινκ στο τέλος τής αναρτησης, και ειναι στα αγγλικα) εχει ημερομηνια 6 αυγουστου 1969, και τελειωνει με μια υποσημειωση οτι δακτυλογραφηθηκε απο τη γραμματεα του – την ιδια μερα ο αντορνο θα παθαινε την τελικη καρδιακη προσβολη και συνεπως την ωρα που ο μαρκουζε διαβαζε το γραμμα, ο 66χρονος τεντυ πρεπει να ηταν ηδη νεκρος.

απο μια οντως λοιπον μυθιστορηματικη διαπραγματευση που εχει υπαρξει, ανεκδοτη – παραθετω εδω ενα μικρο τμημα – ως μικρο φορο τιμης – οχι στον μηνα μαϊο, και ολους τους αλλους μηνες (οπου παντα κατι συμβαινει) – αλλά στον φιλοσοφο τής αρνητικης μουσικης μας

 

 

 

 

(ο αντορνο στην κουζινα)

…δεν νομίζω λοιπόν ότι ζήσανε άλλοτε ποτέ φιλόσοφοι μεγαλύτερη απογοήτεψη απ’ αυτή : γιατί κι ο μπρούνο ακόμα πάνω εκεί στην πυρά με τά κόκκαλα τσακισμένα από τά βασανιστήρια θα μπορούσε (καθώς ούρλιαζε χωρίς να τό θέλει που καιγόταν αργά) θα μπορούσε να έχει εκεί τήν ελπίδα ότι τό μέλλον θα είναι δικό του : (κι ας αργεί και αυτό ακόμα πολύ : ) η μεγαλοφυία του δηλαδή πρέπει να τό ’ξερε κατά βάθος καλά ότι time was on his side και τό ότι οι άλλοι ήτανε out of time με όση δύναμη δηλαδή επί τού παρόντος κι αν είχανε, είμαι σίγουρη λοιπόν ότι ήξερε ο μπρούνο όταν καιγότανε πως τό μέλλον ήταν δικό του και ότι θα τόν αγαπήσουμε και θα τόν καταλάβουμε (κάποιοι) κάποτε πάρα πολύ : όμως τούτοι εδώ όντας με τόν φριχτότερο τρόπο δηλαδή γερμανοί, όντας δηλαδή, κι επιμένοντας να ’ναι, δηλαδή γερμανοί με τόν καλύτερο τρόπο σε μια εποχή που η ζωή τους θα ήταν μοναχά ασφαλής αν ήτανε με τόν χειρότερο, ζήσαν τήν τραγικότερη στιγμή τής φιλοσοφίας ολόκληρης :

δηλαδή τή στιγμή κατά τήν οποία βλέπεις τή σκέψη σου να γίνεται αποδεκτή μ’ έναν τρόπο που σού προκαλεί και σύγκρυο και φόβο και τρόμο και δέος : Και τότε είναι που είναι ακόμα πιο δύσκολο να διατηρήσεις τήν κριτική σου ματιά προς τά πράγματα και να πεις Στο μέλλον θα μέ καταλάβουν καλύτερα : Πώς να τό πεις όταν τό μέλλον έχει ήδη έρθει επί τού παρόντος ολόκληρου, και πώς να ελπίσεις ότι θα έρθει ένα άλλο μέλλον τότε επί (τούτου) τού μέλλοντος

– αν και ελπίζω ότι μπορεί να κατέφυγε σε αυτή τή σκέψη και εκείνος πριν να πεθάνει κι αυτός δηλαδή – αν και ο τρόπος που πέθανε (και τό ίδιο τό γεγονός ότι πέθανε, χωρίς βέβαια να τόν σκοτώσει τυπικά και κανείς) δείχνουνε άλλα : και τό μόνο που μού μένει εμένα να ελπίζω τώρα είναι να πάνε στην κόλαση αυτοί όλοι που τόν σκοτώσανε : να είναι τώρα σ’ αυτήν τήν ωραία τους κόλαση καθισμένοι απέναντι από τήν τηλεόραση, και με τίς παντόφλες τους – γιατί τόν σκοτώσαν, και είναι από κείνους τούς φόνους όπου δεν πέφτει ξύλο κι όπου όλα είναι αθώα και καθαρά και αγνά κι ασφαλή : κι αυτοί είναι οι χειρότεροι και οι πιο βρώμικοι φόνοι γιατί δεν λερώνεις ούτε τά χέρια σου ούτε τό πουκάμισό σου ούτε τά πόδια σου ούτε και τά παπούτσια ή τίς κάλτσες σου, αλλά μόνο τό στόμα σου και τή γλώσσα σου έχεις λερώσει, και τό μυαλό σου ολόκληρο, αλλά εκείνα δεν φαίνονται κι έτσι είσαι αθώος, κι όχι μόνο αθώος αλλά και οπαδός :

 

 

 

 

 

Τή φαντάζεσαι τότε τή θλίψη του ; (γύρισε και είπε ειδικά στη Μάχη κοιτώντας την : ) τή φαντάζομαι εκείνη τή θλίψη και παθαίνω κατάθλιψη, πρόσθεσε. Και παθαίνω κατάθλιψη πιο πολύ γιατί τρέμω τήν ιδέα που ξαφνικά μού καρφώθηκε, (όταν τό σκέφτηκα για πρώτη φορά τότε αυτό), ότι κατά πάσαν δηλαδή πιθανότητα (γιατί δεν φαντάζομαι ούτε κατά διάνοιαν ότι θα ’μουν εγώ η τυχερή κι η εξαίρεση – και αυτή είν’ η φρίκη μου) κατά πάσα δηλαδή πιθανότητα, εκειπέρα με τά κωλόπαιδα αν ήμουν κι εγώ, θα ’μουν ίσως κι εγώ τό ίδιο ηλίθια : μή σού πω ότι μπορεί να ’χα και τή βλακώδη ιδέα να ξεπροβάλω και η ίδια μπροστά του γυμνή : έχει μια βλακώδη φυσικά γοητεία όταν είσαι μικρή να τά βάζεις με όλους κι όποιον πάρει κατόπιν ο χάρος, δεν τούς δικαιολογώ δηλαδή αλλά σκέψου κι αυτούς : έπρεπε να δείξουν κάπου κι αυτοί ότι επαναστατούν δηλαδή, κι ότι ξέρουν τί κάνουνε, κι ότι είναι σκληροί, χωρίς να ’χουν συμπόνοια ή ευγνωμοσύνη καμμιά : έχετε προσέξει ότι (μέχρι τώρα) στην επανάσταση η κακία περνιέται για φοβερή καλοσύνη ; (είπε και σκούπισε τά χέρια της)

που όμως δήθεν δεν φαίνεται ; διότι εκεί υπάρχει δήθεν ας πούμε και ένα μυστήριο ; διότι έχουμε ανάγκη δήθεν κι εμείς από ένα μυστήριο ; είμαστε ακόμα πολύ μονοκόμματοι για να γίνουμε διαλεκτικοί θα περάσουν αιώνες παιδάκια μου, και ορίστε η φρίκη μας : είμαστε ακόμα πολύ μονοκόμματοι, και αυτό μέ τρομάζει : γιατί είμαστε ό,τι κι οι άλλοι ακόμα, και γινόμαστε ίσως μονάχα η φόδρα τους, και φαινόμαστε ίσως από τήν ανάποδη, και η φαντασία θ’ αργήσει να πέσει στο πιάτο μας και στα κεφάλια μας : και δεν βγάζω τόν εαυτό μου απέξω κι εγώ, είπε, (όπως βλέπετε) έχω υπάρξει ηλίθια κι εγώ, όμως έλεος πια, πιθανόν δηλαδή εγώ τότε αυτόν ειδικά και να τόν λυπόμουνα : αλλά δεν λυπάμαι πια σήμερα αυτούς, κι αυτό μόνο και μόνο γιατί δεν βγήκε ούτε ένας να ζητήσει συγνώμη, κι είναι όλα αυτά τά κωλόπαιδα κρυμμένα και προστατευμένα εκεί στο σπιτάκι τους και κοιτάνε φορώντας τίς καρώ παντόφλες τους τήν τηλεόραση κι όχι πλέον κωλόπαιδα πια αλλά σχεδόν και κωλόγεροι και με τίς καριέρες τους και δεν ξέρουνε τίποτα πια, δεν θυμώνται ή δεν ξέρουνε τίποτα για τόν φόνο αυτοί πια

διότι προσέξτε (είπε, και μάς κοίταξε τόσο καλά που για λίγο σταματήσαμε να πλένουμε πιάτα) αν ο νίτσε μες στην απελπισία του ξεφούρνισε (αν τό ξεφούρνισε κιόλας έτσι ακριβώς, διότι έχει γίνει τόσο διάσημο που εγώ τό συχαίνομαι) ότι εκείνο που δεν τόν σκοτώνει τόν δυναμώνει, έπεσε έξω και εκείνον νά που τόν σκότωσε : αυτό που δεν τόν σκότωσε, νά που τόν σκότωσε

όμως εκείνος ο μικρούλης ο τέντυ (όπως τόν λέγανε) (οι φίλοι του δηλαδή εννοώ) (μονάχα δηλαδή ο χορκχάϊμερ επιτρεπότανε, αλλά εκείνος μπορούσε μια κι ήτανε ο φίλος του και τόν αγαπούσε, να τόν αποκαλεί δημοσίως να πούμε δηλαδή έτσι), εκείνος ο τέντυ ούτε κατά διάνοιαν δεν σκοτώθηκε από τίς γυμνόστηθες, θα ’ταν ηλίθιο (πρόλαβε απλώς και είπε σε μια του συνέντευξη «δεν ντραπήκαν να τό κάνουν αυτό σε εμένα» φυσικά και τόν πείραξε, αφού θα τόν πείραζε κάθε τι βλακώδες αν ερχόταν στα μάτια του (ήταν και αριστοκράτης πολύ καταβάθος και η κακογουστιά ασφαλώς θα τόν πείραζε)) σκοτώθηκε όμως μόνο όταν τού απαγορέψαν ξανά να μιλάει : ποιανού ; αυτουνού : και ποιοι ; οι γιοι τών μπαμπάδων τους : εκεί ένιωσε τήν ανάγκη φυσικά να προστατευτεί (μέσω τών μπαμπάδων) απ’ τούς γιους τών μπαμπάδων

διότι όταν οι μπαμπάδες κι οι γιοι γίναν ίδιοι και τού απαγορεύαν δηλαδή να μιλάει κι οι δυο, πολύ λίγο τόν ένοιαζε αν οι μπαμπάδες ήταν δηλωμένοι εχθροί και οι γιοι δηλωμένοι οπαδοί : μες στην καρδιά του θα χτύπησε τότε (από απελπισία και θυμό) μια καμπάνα που θα είπε περίπου τά εξής :

ε, για σταθείτε λιγάκι, για μία στιγμή : μονά–ζυγά δικά σας εσείς συνεχώς θα τά έχετε ; και η χώρα αυτή θα είναι μόνο δικιά σας ακόμα ; κι εγώ θα ’μαι συνεχώς στο δικό σας τό έλεος ; κι αυτή δεν θα είναι ποτέ η δικιά μου η χώρα ; ούτε τώρα ακόμα ; επί μπαμπάδων σας εγώ στη σιωπή, και επί υμών ξανά στη σιωπή ; κι έτσι στράφηκε να προστατευτεί : από τούς μπαμπάδες ξανά : και δεν ήταν αστείο αυτό, ούτε αυτή τή φορά :

εγώ ναι, είμαι σίγουρη ότι αυτό που τόν θύμωσε δεν ήταν μόνο ο φασισμός αυτονών να τού πάρουν τήν αίθουσα και τή θέση του και να μην τόν αφήσουν να μιλήσει ούτε να κάνει τό μάθημα – που κι αυτό θα ’ταν λόγος δηλαδή αρκετός για έναν τέντυ που μόνο για κείνο τό μάθημα κινδύνεψε πριν από λίγα χρόνια από τούς μπαμπάδες τους να γίνει ψητός, και για έναν τέντυ εξαιτίας τού οποίου (εξαιτίας μ’ άλλα λόγια τής σκέψης του) οι γιοι τών μπαμπάδων είχαν τήν άνεση να ξυπνήσουν και να κάνουνε ότι διαφέρουνε από τούς μπαμπάδες τους τώρα αυτοί :

φυσικά όλ’ αυτά θα ’ταν λόγος πολύ αρκετός, αλλ’ αυτό που (πιστεύω εγώ) (είπε, κοιτώντας μια στιγμή τό ταβάνι) πιο πολύ τόν σακάτεψε τόν μικρούλη τόν τέντυ που ’χε πια μεγαλώσει και γεράσει και φυσικά κουραστεί ήταν κάτι που η καμπάνα αυτή στο αυτί τού ψιθύρισε μόνο (γιατί δεν τολμούσε αυτό να τό φωνάξει παρά μόνο στ’ αυτί) : γιατί μόνο εκείνο τόν πλήγωνε ίσως πολύ πιο πολύ : γιατί εκείνο τόν πλήγωσε δηλαδή, και στο τέλος, και στη μέση, και στην αρχή : τά κωλόπαιδα, τίποτα δεν καταλάβανε ! τά κωλόπαιδα, δεν είχαν έλεος ! τά κωλόπαιδα, σαν τούς μπαμπάδες τους, τό ίδιο ανήλεοι ήταν κι αυτοί ! (Γιατί φυσικά εκείνος δεν θα μπορούσε, δεν θα καταδεχόταν ποτέ να τό πει ούτε και στον εαυτό του τό επιχείρημα, που μπορούμε όμως και τό λέμε εμείς : η φαντασία τούς μάρανε ! η φαντασία στην εξουσία τού εαυτού τους τούς μάρανε)

διότι αλήθεια τί θα πει φαντασία ; (είπε) : τό ’χετε άραγε ποτέ σας σκεφτεί ; είναι άραγε αλήθεια η φαντασία τό αντίθετο μοναχά τής βλακείας και αυτό είναι μόνο ; (Φαντασία θα πει, είπε η άλλη, βγάζοντας τά χέρια από τίς τσέπες τού σακκακιού της και ξεκολλώντας από τό κούφωμα που ακουμπούσε τής πόρτας, να καταλάβεις ότι πεινάμε) (τό ξέρω, είπε πολύ βιαστικά και απότομα λίγο, αλλά προηγουμένως πεινούσαμε επίσης και δεν μάς λυπόσουνα ούτε εσύ)

λοιπόν, εν ολίγοις, πιο πολύ μ’ ενοχλήσαν εμένα οι φωτογραφίες από τήν κηδεία : η ερήμωση, η θλίψη τού άλλου που πήγε με τά χαρτιά του στο χέρι λες και κρατιόταν ακόμα από τά χαρτιά που τούς ένωναν, η ερήμωση τής γυναίκας που τού ’χε (λυσσώντας και προστατεύοντας περισσότερο αυτόν απ’ ό,τι τήν εαυτή της τήν ίδια) αφοσιωθεί, η ερήμωση εκείνων τών δυο δηλαδή πλάϊ–πλάϊ κατεβαίνοντας μετά τήν κηδεία, τά σκαλιά : κι ύστερα μια άλλη φωτογραφία με τήν ερημιά τού προαύλιου μακρυά απ’ τόν κόσμο πιο πέρα και πιο έξω από τό τοιχαλάκι όπου χωρίς να μπορούμε ν’ ακούμε δηλαδή τίς κουβέντες τίς βλέπουμε όμως, απειλητικά να αιωρούνται (και με πόση ένταση και σπαραγμό και μετάνοια αλλά τόσο αργά τώρα πια) από τούς φοιτητές τούς αγαπημενους και τούς οπαδούς : που επεδίωξαν να βρεθούνε στην τελετή (και που οι άλλοι βέβαια και καλά κάνανε, δεν τούς αφήσανε) :

 

 

 

 

πόσο θα ’θελα να ’ξερα τώρα πόσο τρέχουνε εκείνοι πια σήμερα (και που δεν έχουν κάνει ούτε ένα στο εκατομμύριο από ό,τι και κουράστηκε κι έκανε ή σκέφτηκε αυτός) πόσο τρέχουνε εκείνοι πια σήμερα να πετάνε πετρούλες σε διαδηλώσεις ή τίς βλέπουνε άραγε με τίς παντόφλες τους τυλιγμένοι αυτοί στις κουβέρτες τους από τήν τηλεόραση μες στα σπιτάκια τους ; με τ’ απαίσια έπιπλα κι αν τούς περνάει ποτέ, όπως είναι νεκροί ζωντανοί, από τό μυαλό :

«εγώ ο ασήμαντος ο αστός ήμουν κι εγώ μια φορά φοιτητής και μάλιστα σκότωσα έναν φιλόσοφο ; τί σπουδαίος που είμαι ; γιατί τόν ανάγκασα να κάνει ακριβώς εκείνα τά πράγματα που δεν τά ήθελε ; και να φέρει και τήν αστυνομία στο αμφιθέατρο για να μπορέσει να μάς μιλήσει ξανά ; κι από τή λύπη του ύστερα πήρε μια άδεια και ύστερα πήγε στο σπίτι και πέθανε ; κι επομένως εισήλθα κι εγώ στην αθανασία για μία φορά ; και στον κόσμο επίσης και τής επανάστασης, όχι με τή φαντασία μου βέβαια όπως νομίζαμε, αλλά με τή βλακεία μου σίγουρα για μία φορά ; τί σπουδαίος που είμαι ; και πόσο περήφανος που δεν έχω πάει δηλαδή να πνιγώ ;

και έχω ένα σπίτι και κάθομαι ; και είμαι στα χρόνια του και ίσως βλέπω τώρα πια τηλεόραση ; Ναι ίσως κάπου υπάρχουνε ακόμα ελάχιστοι που θα θέλανε να τόν έχουν για χρόνια ακόμα μερικά ζωντανό : Να τούς πει αυτονών αυτός κι άλλα : Ίσως να ’χε ακόμα να γράψει και άλλα : Εξαιτίας μου όλα αυτά όμως νά που δεν γίνανε : Είμαι πρόσωπο ιστορικό επομένως κι εγώ».

βιογραφίες αγνώστων»)

 

 

 

 

 

η λεζαντα της φωτογραφιας στον ευτυχη αστικο τυπο :

την περασμενη τριτη οι φοιτητες εμποδισαν, με συμβολικες τρυφεροτητες [ οι ευγενικες εφημεριδες εννοουν εδω οτι καποιες φοιτητριες τρεξαν να του «επιτεθουν» γυμνοστηθες ], τον «στοχαστη και καθοδηγητη φιλοσοφο» του αριστερου φοιτητικου κινηματος τεοντορ β. αντορνο, 65 χρονων, να μπει στο αμφιθεατρο VΙ του πανεπιστημιου της φραγκφουρτης προκειμενου να συνεχισει τις παραδοσεις τού μαθήματός του «εισαγωγη στη διαλεκτικη», αφου πρωτα σκόρπισαν στην αιθουσα φεϊγβολαν που εγραφαν «ο αντορνο ως θεσμος ειναι νεκρος».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

απο την τελευταια (στην κυριολεξια) αλληλογραφια αντορνο–μαρκουζε, της οποιας τον συνδεσμο  υποσχεθηκα στην αναρτηση, και η οποια θα αξιζε (ειρησθω εν παροδω) να μεταφραστει καποια στιγμη ολοκληρη – δεν θα ’ταν μεγαλο σε εκταση το βιβλιαρακι, αλλά σε σημασια θα ’ταν τεραστιο, οπως ειπα παραπανω ακομα και απο φιλοσοφικη σκοπια – (εδω οι αγγλοι παραθετουν την αλληλογραφια μεταφρασμενη απο τα γερμανικα) :

τα τελευταια λογια στο τελευταιο γραμμα του αντορνο προς τον μαρκουζε

(μπορειτε να προσεξετε – περα απο το (σπαρακτικο) «οπως σού ειπα χερμπερτ και στο τελευταιο γραμμα μου, πρεπει να ’χεις υποψη σου οτι ο τεντυ διανυει τα μαυρα του τα χάλια (θα στο επιβεβαιωσει και ο μαξ) : ώς τα μεσα του αυγουστου εσυ θα ’χεις ζησει την πληρη αναρρωση, και χαιρομαι γι’ αυτο, αλλά εγω δεν θα ’χω ζησει καμιά» – ριξτε μια ματια και στην τελευταια του αποστροφη για τον «κοκκινο ντανυ» – πόσο διορατικη θα ελεγα) :

… Herbert, I really cannot come to Zurich or Pontresina. As I indicated in my last letter, you really do have to reckon with a badly damaged Teddie, as Max will confirm. By the middle of August you will already have an ample convalescence behind you, and I am glad for you; but I will not have had mine. However, I think that this rather rationalized egoism is legitimate, and, happily, your sentence about the identity of the distance between Pontresina and Zermatt is reversible. And here, one has, as you well know, infinitely more calm and peace than in Engadin. After all, we came to meet you here. Do you find it so terrible here ever since? And you surely must agree that there is no doubt that we need to talk to each other?—I think that I told you already that I will be in Venice from the 5 to 9 September (Hotel Regina); and here until 27 August.

Warmest greetings, from Gretel and Inge as well.

Yours
Teddie

I have a few things to tell you about Danny–le–rouge: just slapstick comical stuff. That must really have been a loveliness of street battles with him involved. And in Frankfurt he still counts as one of the more humane. Quel monde!

Copied from a hand–written draft
With friendly greetings
(Hertha Georg, secretary)

 

 

 

 

 

σ’ αυτο το βιντεο βλεπετε το 2ο μερος μιας ταινιας
αφιερωμενης στον τεοντορ βιζενγκρουντ αντορνο,
απ’ οπου και τα στιγμιοτυπα που απομονωσα για
χαρη αυτης της αναρτησης

 

 

 

 

 

 

η πανω φωτογραφια ειναι φυσικα τού henri cartier–bresson : η σορβονη κατειλημμενη κατα την εξεγερση του μαΐου και του ιουνιου του 1968

 

 

 

 

6 Σεπτεμβρίου 2017

νίτσε και βάγκνερ

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πώς μπορούμε τότε να περιμένουμε από τόν κύριο νίτσε να καταλάβει τί πραγματικά είναι όλ’ αυτά και να τά θυμηθεί, και μάλιστα σε μια σφαιρική ελεύθερη και πλήρη ολότητα ; κυκλικά και ελεύθερα και τά λοιπά ; όχι, για τόν νίτσε όλο αυτό – και η γέννηση τής τραγωδίας και ο θάνατος τής τραγωδίας και όλες αυτές οι αρλούμπες ότι ο ευριπίδης φταίει για τόν θάνατο (για τόν δικό του τόν θάνατο ίσως – ) όλο αυτό για τόν κύριο νίτσε δεν είναι (κατά τήν γνώμη μου) παρά μια αφορμή για να μιλήσει για τόν κύριο βάγκνερ (τελικά) : ή μάλλον για τήν ακρίβεια για τή μουσική αυτού τού κύριου βάγκνερ : Αυτό είναι όμως τό χαρακτηριστικό τού νίτσε αν μπορείς να τό καταλάβεις στο τέλος πραγματικά (και πρέπει να είσαι γυναίκα για να μπορέσεις να τό καταλάβεις στο τέλος πραγματικά) : απροστάτευτος αμεταμφίεστος και θλιμμένος με δίψα για τήν περίφημη εκείνη ελευθερία (και έχοντας αρκετά γυναικεία χαρακτηριστικά ώστε να θέλει ειλικρινά η δίψα αυτή να νικήσει) αλλά και για να φοβάται φυσικά τίς γυναίκες αφόρητα ή, για να τό πούμε αλλιώς, έχοντας αρκετά γυναικεία χαρακτηριστικά ώστε να καταλάβει ότι είναι χαμένος αν υπάρξει έστω και μία στιγμή σα γυναίκα, έστω και για λίγο (εκείνη τήν εποχή) : και έτσι κρατιότανε από τό μουστάκι του :

Συναισθανόταν δηλαδή τή δύναμη που θα τού χρειαζότανε τότε και τήν έτρεμε : Τήν έτρεμε αυτή τή δύναμη που θα έπρεπε να έχει αν ήταν γυναίκα εξού και τήν θεοποίησε αρνούμενος να πει τ’ όνομά της : βασικός κανόνας τών ιερών πραγμάτων αυτός : Έτσι ο νίτσε τελικά δεν υπάρχει, παρά μόνο μέσα απ’ αυτήν τήν διχοτόμηση που διαμορφώνει τό πρόσωπο τής υστερίας του – αλλά μιας υστερίας βέβαια μεγάλου μεγέθους : μεγάλου πόνου και πλάτους και βάθους, χωρίς καμμία αμφιβολία, αναμφίβολα και τά λοιπά : Αν τόν κοιτάξεις από κάποια απόσταση κι όχι αναγκαστικά από πιο ψηλά, αλλά αρκετό καιρό αφότου τόν έχεις ας πούμε διαβάσει εννοώ, όλα του τά βιβλία συνοψίζονται λες σ’ ένα Ζήτω τό άλφα Κάτω τό άλφα – οι σελίδες του είναι δομημένες πάνω σ’ αυτήν τήν μόνιμη εσωτερική ανασφάλεια και αμφισβήτηση και αντιλογία : Αλλά επειδή αυτό δεν γίνεται μόνο με κέφι αλλά και με πόνο (είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς βέβαια για κέφι στον νίτσε, νομίζω όμως ότι τό κέφι θα υπήρχε πολύ όταν ήταν παιδί, πολύ παιδί, και η ανάμνησή του έτσι έχει μείνει μέσα και στην παραμικρή απόχρωση τού πόνου (και τής υστερίας) του) έχει ένα μεγαλείο : Προτιμάει κανείς τήν υστερία τού νίτσε φυσικά, από τήν συνέπεια ενός οποιουδήποτε επιστήμονα, γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία : είναι πιο επιστημονική η υστερία τού νίτσε.

 

 

Τελευταία ξανακοίταζα ένα βιβλίο του και μού έκανε εντύπωση που δεν μού άρεσε τώρα τόσο πολύ, είναι σίγουρο ότι οι παληότερες μεταφράσεις μού άρεσαν πολύ περισσότερο, εκείνες οι συμπαθείς εκδόσεις οι φτηνές και τού εμπορίου : ναι, ο νίτσε ήτανε τού εμπορίου μια εποχή αυτό να λέγεται : τόν αγόραζα από τό καροτσάκι γιατί δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο του στην βιβλιοθήκη : Καυχιόταν λοιπόν ότι ήταν λυκόσκυλο και λαγωνικό στο ζήτημα τού έρωτα, όμως γάου γάου τό σκυλί όταν μεταμφιέζεται σε σκυλί λέει ψέμματα. Εξάλλου εκείνη τήν εποχή δεν υπήρχε έρωτας πραγματικά πουθενά : Οι άνθρωποι ήταν συνηθισμένοι όλοι να είναι μαλάκες. Κάθε εποχή περηφανεύεται βέβαια για τίς δικές της ελευθερίες και θεωρεί τούς προηγούμενους δέσμιους ακατανοήτων κανόνων : οι επόμενοι πάντα βλέπουν τούς προηγούμενους ως αξιολύπητους λες και δεν έχουν εκείνοι καινούργιους περιορισμούς που θα ξεπεραστούνε στο μέλλον : για όποιον τά παρακολουθεί αυτά τά πράγματα από κοντά, ο έρωτας υφίσταται ακόμα και στη διάρκεια μιας δεκαετίας τρομαχτική διαδικασία απελευθέρωσης. (Όταν έχει υπάρξει μάλιστα τή δεκαετία εκείνη και ο μαρκούζε.) Ο νίτσε για παράδειγμα ήταν μανιακά θα ’λεγα προσηλωμένος στις γυναίκες που τόν αρνήθηκαν και απ’ αυτή τήν άποψη έκανε σαν ένα άρρωστο αγοράκι ή ένα δειλό αν και αποφασισμένο παιδί : Επειδή δήθεν αγαπούσε κατ’ αρχάς τόν έρωτα ήταν αναγκασμένος μετά να μισεί αυτές τίς γυναίκες θανάσιμα : με κάπως διαφορετικά λόγια θα μπορούσε κανείς τότε να τό πει όλο αυτό ότι ήθελε να ’ναι δυνατός αλλά δεν άντεχε και τή δύναμη όλων τών άλλων – και έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε ότι δεν άντεχε καθόλου πράγματι και τήν αδυναμία τή δικιά του : Με άλλα λόγια ο νίτσε φοβόταν περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, για τήν ακρίβεια δεν φοβόταν τόσο τούς άλλους όσο τήν συνείδηση τού δικού του τού φόβου. Δεν μπόρεσε με άλλα λόγια να ξεμπερδέψει τά πράγματα βάζοντάς τα ήσυχα και αθόρυβα ας πούμε στη θέση τους αλλά αντίθετα, όσα λόγω τού μυαλού του ανακάλυπτε, τά έδενε συνέχεια κόμπους : δεν μπορούσε ίσως να ζήσει βέβαια παρά μόνο αν τά είχε όλα τά προβλήματα ζωντανά έτσι γύρω του, αλλά πάντοτε μπερδεμένα συγχρόνως σαν βρόγχο : Γι’ αυτό και στη στιγμή ακριβώς που διαβλέπει κάπου μια λύση, αμέσως δημιουργεί ταυτοχρόνως και δέκα τοπία αντιφάσεων. Ο εσταυρωμένος διόνυσος : τί αρλούμπα, τί άδοξο τέλος τί απογοήτευση τί θλιβερό καλαμπούρι επαρχιώτικου γυμνασιάρχη καμπουριασμένου φιλόλογου : αλλά τόν βοήθησε προφανώς να αντέξει, η αρλούμπα αυτή, τόν βοήθησε προφανώς να αντέξει τήν ιδέα τού διόνυσου που είναι εκ φύσεώς της αβάσταχτη για έναν άντρα : ποιος άντρας (και με μουστάκι) μπορεί ν’ αντέξει τήν ιδέα ενός άντρα που ντύνεται με γυναικεία ρούχα κι έχει γυναικείο πρόσωπο και μαλλιά και είναι, γι’ αυτόν τόν λόγο, πανίσχυρος ; Πρέπει να τόν συμβιβάσει οπωσδήποτε με τόν πατέρα του λοιπόν, πολύ περισσότερο αν ο πατέρας του ήτανε επιπλέον παπάς : αλλά τό να πρέπει να συνδυάσεις τήν ελευθερία σου με τήν οικογένεια είναι τό σημείο στο οποίο διαλύονται οι στρόφιγγες και εκσφενδονίζονται τά μπουλόνια σαν σφαίρες προς κάθε κατεύθυνση, και πολύ περισσότερο τό να πρέπει να συνδυάσεις και τήν αγάπη σου προς τόν έρωτα, να τή συνδυάσεις με τήν οικογένεια και τούς λοιπούς συγγενείς ε, εκεί είναι τό σημείο πια που όχι απλώς οι στρόφιγγες θα διαλυθούνε αλλά η μηχανή ολόκληρη θα ξεχαρβαλωθεί και θα πας με λίγα λόγια περίπατο : Θα ’πρεπε να τά ξέρει κάπως καλύτερα : Έπεσε στα χέρια τών συγγενών του και τόν φάγαν ψητόν : οι γυναίκες μέσα στην οικογένεια είναι εξάλλου ενίοτε ανήλεες ύαινες δεν θα ’πρεπε να τίς εμπιστεύεται ένας άνθρωπος φιλοσοφικός : θα ’πρεπε να ’χε φύγει δηλαδή για τά καλά απ’ τό σπίτι του : Γύρισε πίσω και τί κατάλαβε ; Ανακάλυψε τά κόλπα τών επαρχιακών καθηγητάκων εκείνων τών θρησκευτικών που είχαμε κι εμείς στο γυμνάσιο. Ο εσταυρωμένος διόνυσος : Πάλι καλά, αν ήταν τουλάχιστον ευτυχισμένος όσο έζησε έτσι κάτι θα ήταν κι αυτό.

 

 

Αν όμως ως προς τό θέμα τού έρωτα τά έκανε θάλασσα (τό πλήρωσε βέβαια κιόλας ο ίδιος πολύ ακριβά) αν δηλαδή σ’ όλα αυτά είχε άδικο, στο θέμα τού βάγκνερ είχε εκατό τά εκατό δίκηο και αυτό είχα πάνω απ’ όλα δηλαδή σκοπό εγώ απ’ τήν αρχή να σού πω : Τώρα, τό γιατί δεν τό είπα αμέσως και άργησα τόσο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, αλλά μπορώ να σού διευκρινίσω ότι δεν θα γίνονται και όλα αμέσως όπως τά θέλεις εσύ : Είχα λόγους δηλαδή ίσως να θέλω να ξεχαρβαλώσω λίγο τήν υπόθεση τώρα που πάμε προς τό τέλος και να τήν διαλύσω ελαφρώς, για να μη λυπηθείς και πολύ που κάποια στιγμή θα σταματήσουμε αλλά αντίθετα να πεις μάλλον Δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς όπως αποδείχτηκε δεν είχε και άλλη ιστορία να μάς πει και τόρριχνε στις φιλοσοφίες, ευτυχώς λοιπόν που τελειώσαμε

Αλλά κι απ’ τήν άλλη μερηά όλη αυτήν τήν ιστορία τής τραγωδίας πολύ πιο εμπεριστατωμένη βέβαια, και όχι τόσο γρήγορη και περιληπτική, τήν έχω αλλού αναπτύξει, με πολύ περισσότερα στοιχεία, όμως δεν μπορώ να τή συμπεριλάβω στα γλωσσολογικά μου γιατί τό μόνο που τή συνδέει με τό θέμα τής γλώσσας είναι αυτή η καταγωγή τής λέξης που έχουμε εμείς για τήν ελευθερία απ’ τό βακχικό εκείνο επιφώνημα (που γράφεται σαν ελεύ κι ελεύ ελελεύ αλλά που προφορικά, αν λάβουμε υπόψη και τούς κανόνες προφοράς, που υπάρχουν πλέον στη γλωσσολογία για τά αρχαία φωνητικά μας, πρέπει να ακουγότανε κάπως όπως εκείνο τό αφρικάνικο θριαμβευτικό κράξιμο χαράς τών γυναικών, ένα αλαζονικό κράξιμο χαράς και θριάμβου που ενέχει μέσα του και κάτι (ελάχιστα) απειλητικό) λιού λιού ελιού λιού λιού ιιι – όπως εξάλλου εκείνη η άλλη κραυγή που βγάζαν οι βάκχες (τά μαθαίναμε αυτά κιόλας από τό σχολείο) τό ευοί ευάν πρέπει να ακουγότανε κάπως σαν ιουοίιι – αμερικάνικο δηλαδή εντελώς – πάλι θριαμβευτικό και χαρούμενο) και ανυπομονούσα επιπλέον να δω πώς είναι, πώς μπορεί να διαβαστεί αυτό τό κομμάτι μέσα σ’ ένα κείμενο ας πούμε καθόλου φιλοσοφικό αλλά καθαρά με ιστορίες και παραμύθια : και στο κάτω–κάτω αυτά που λέει, για τήν φρίκη τής οικογένειας πολύ μού αρέσουνε και δικαιώνουνε κιόλας τή δικιά μου τή στάση, έτσι λοιπόν μετά τήν αφήγηση μιας ιστορίας με περιπέτειες χρειάζεται και λίγη φιλοσοφία, μια υποστήριξη θεωρητική θα λέγαμε έστω και σαν αλλαγή πλέον μόνο

 

Ο ευριπίδης ξέρει ότι για να φιλοσοφήσεις,
επί σκηνής εννοείται και όχι στο σπίτι σου,
πρέπει να ’χεις δείξει πολλή απροθυμία και
τσιγκουνιά για φιλοσοφήματα ώστε να μην
βαρεθούνε οι άλλοι – κι αυτό πρακτικά τό κάνει
λοιπόν με τό εξής κόλπο : μετράει : ναι, είμαι
σίγουρη ότι μέτραγε κανονικά : διακόσιες
αράδες με γεγονότα ή πράξεις και μία αράδα
σκέψης, και τά λοιπά : (Μήπως όμως κι η
πράξη δεν προϋποθέτει κι αυτή τίς ατέλειωτες
σκέψεις που τή γεννήσανε ; Αλλά αυτού τού
είδους η σκέψη είναι σύμφυτη με τό θέατρο,
και τά λοιπά). Αρχή δεύτερη τώρα : αυτός που
θα πετάξει τήν κουβέντα του πρέπει να είναι
δικαιολογημένος γιατί τήν πετάει, για τό πώς
και τό γιατί ας πούμε τήν σκέφτηκε : συνεπώς
πρέπει να είναι κατά κανόνα γυναίκα – ο πιο
έξυπνος ήρωας τού ευριπίδη είναι κατά κανόνα
πάντα γυναίκα και συχνά υπηρέτρια – τό είδος
δηλαδή τού ανθρώπου που ξέρει πολύ καλά
τί τού γίνεται – αυτού που τού τά ’χουνε
πρήξει και δεν έχει αυταπάτες ότι ο κόσμος
μπορεί να ’ναι σωστός ή να έχει φίλους δηλαδή
ή να μην είναι ολομόναχος, και τά λοιπά

 

ταιριάζει λοιπόν τώρα εδώ να δείξω ακριβώς τί θέλω να πω για τό πώς (ειδικά) ο νίτσε έγινε θηρίο με τόν κύριο βάγκνερ αλλά και για τό ότι (γενικά) είχε δίκηο απολύτως σ’ αυτό : και ταιριάζει ακριβώς τώρα, που τό βιβλίο είναι όχι σε κίνηση και σε επιτάχυνση όπως ήτανε στην αρχή αλλά σε νωχέλεια και αδράνεια για να πάει στο τέλος.

Βέβαια αυτά δεν τά έμαθα με τήν βερολινέζα ποτέ διότι η φράου ασχολιόταν μόνο με τίς ασκήσεις τού συντακτικού και τά λοιπά, και εγώ τόν νίτσε τόν ανακάλυψα στα καροτσάκια όπως σού είπα, και στα ελληνικά, και από μόνη μου – διότι δεν υπήρχε στην βιβλιοθήκη τού σπιτιού ούτε ένα βιβλίο του –

 

 

 

 

Αλλά τί άνθρωποι που υπάρχουν και δεν τούς ξέρει όμως κανείς – αλλά από τή στιγμή που τούς μαθαίνεις τούς έμαθες, κι είναι για σένα εκατομμύρια : Υπήρχε ένα μικρό βιβλιοπωλείο πάνω κει στην πλατεία, όταν ήμουν στο σχολείο αυτό, τό μόνο που υπήρχε σ’ ολόκληρη τήν περιοχή, και ήταν στενό και μακρόστενο και σκοτεινό και φορτωμένο με ράφια και με δύο πάγκους γεμάτους βιβλία χαρτιά : έμπαινα μέσα κι έψαχνα πολλές φορές, σαν να μύριζα αλλά δεν ήξερα τι, ώσπου μια φορά εκειμέσα δυο πράγματα μού φωνάξαν : ένα βιβλίο με τίς ζωγραφιές ενός ζωγράφου τόσο άγνωστου που όταν τόν είδα κατάλαβα πως είναι ο ζωγράφος που μού ανήκει εντελώς (κάτι στα τρίγωνα και τά τετράγωνα τών προσώπων μού φώναξε) κι ένα βιβλίο που μού φώναξε επίσης, πιο λεπτό πιο μικρό με ποιήματα μέσα αλλά όχι με ομοιοκαταληξία ούτε με μέτρο : με μικρά πολύ μικρά μ’ άλλα λόγια πεζά που όμως ήτανε ποιήματα : μολονότι οι αράδες συνεχιζόντουσαν ίσιες και ίδιες σε όλο τό μέγεθος τής σελίδας δηλαδή, οι λέξεις ηχούσαν σαν χρόνοι κι οι χρόνοι ηχούσαν σαν τό ρολόϊ κι ο ήχος δεν ήταν ποτέ ο ίδιος σε μία γραμμή, κι ας ήταν οι λέξεις όλες μαζί στην σειρά : (και τά δύο) τά πήρα σαν να γνωριζόμουν με κάτι που δεν ήξερα πόσο μού ανήκε τότε, αλλά αυτό με μια φωνή αόρατη μέσα στο σκοτάδι (και τήν σκόνη (όλων τών (άλλων) χαρτιών) μού είχε φωνάξει : τού ζωγράφου τό βιβλίο ήταν μια γερμανική έκδοση ασπροκίτρινη και τότε (για χρόνια) νόμιζα ότι είχα κάνει μια προσωπική ανακάλυψη – αργότερα θα μάθαινα ότι ήταν ένας πολύ μεγάλος ζωγράφος για τή γερμανία, και τόν κόσμο : ασκούσε και ασκεί ακόμα επάνω μου μια γοητεία απερίγραπτη, είναι από τίς περιπτώσεις που θέλουνε τόμους για να αναλυθούνε, μια φορά σ’ ένα μεγάλο μουσείο (καθόλου γερμανικό και μάλλον ολλανδικό) είδα έναν πίνακά του (αργότερα (όταν θα διάβαζα τά ημερολόγιά του) θα μάθαινα ότι αυτόν ειδικά τόν πίνακα τόν τέλειωσε μια μέρα ακριβώς πριν πέσει πάνω στο χιόνι νεκρός, εκεί στη νέα υόρκη : σχολίαζε ο ίδιος με κέφι ότι τού πήρε (άλλες) δώδεκα ώρες για να διορθώσει τό κεφάλι (τού ενός δηλαδή αγοριού) (εκεί στην άκρη) τού πίνακα, και να βγει ύστερα ανασασμένος για μια μικρή βόλτα πάνω στο χιόνι και να πεθάνει) – χάρηκα που είδα ότι σε κείνο τό μουσείο είχανε βάλει έναν πίνακά του μαζί με έναν πικάσο μονάχα, σε ένα μικρούλι δωμάτιο, γιατί αυτοί οι δύο πάνε πάντα μαζί (και έτσι τούς έχω κι εγώ) : οι μεγαλύτεροι όλων : όμως αυτός μ’ ένα βάθος κι ένα σκοτάδι κι ένα φως πολύ πιο μυστήριο κι από τού γάλλου ακόμα

 

 

τό δεύτερο βιβλίο ήταν ελληνικό και μικρότερο και πιο βολικό στη μεταφορά και που μόλις είχε τότε εκδοθεί μάλλον, έτσι φαινότανε : δεν ήταν καθόλου ογκώδες αλλά ο χρόνος του ήταν αφάνταστος για τή ζωή ενός οποιουδήποτε άνθρωπου και για τή δικιά μου τή ζωή ασφαλώς : τό ’χε εκδόσει ένας άνθρωπος δηλαδή με δικά του έξοδα όπως αργότερα έμαθα τώρα που από τή φίλη μου ξέρω πώς γίνονται αυτά, και τό ’χε ονομάσει και «γαλλική ποιητική πρόζα» και είχε μέσα τούς πάντες : από τόν απολλιναίρ (και τόν λωτρεαμόν) μέχρι τούς ρεμπώ και μπρετόν μαλλαρμέ (και όλους τούς άλλους) : και ήταν η δουλειά ενός άνθρωπου που δεν τόν ήξερε απολύτως κανείς : αυτοί είναι οι πιο όμορφοι άνθρωποι που υπάρχουνε, και σε μίζερους κι αχάριστους τόπους όπως είναι οι τόποι αυτοί, είναι συνηθισμένο ν’ αργείς τόσο να τούς γνωρίσεις, και να πρέπει να πας στο γυμνάσιο πρώτα, και να πρέπει να πληρώσουν τά βιβλία τους οι ίδιοι ασφαλώς, και ν’ αργεί τόσο να τούς γνωρίσει μ’ άλλα λόγια κανείς, και να πρέπει να πάει στο γυμνάσιο πρώτα, αλλά όμως αυτοί που τούς γνώρισαν, τούς ξέρουν (και τούς θυμούνται καλά), γιατί είναι μέρη που αποτελεί σαν δυστύχημα τό να ζεις εσύ εκειπέρα (από μικρή) και να πρέπει να μιλάς τή γλώσσα που έχουν εκεί (τή μικρή) και να πρέπει να βγάζεις και εκεί πληρωμένα (ακριβά) τά βιβλία σου : Ό,τι και να πληρώσεις δηλαδή τώρα εσύ θα ’ναι τίποτα, αυτοί να δεις τί πληρώσανε οι άνθρωποι : και γι’ αυτό είναι πάντα μία καλή μέθοδος όσο κι αν φαίνεται ευκολοπρόφερτη και πολύ επιπόλαια, τό να αντιμετωπίζει κανείς στη ζωή του τά πράγματα με τήν αρχή ότι Οι άνθρωποι είναι τόσο πιο όμορφοι όσο πιο λίγο τούς ξέρεις.

  

 

Αυτή θα ’ταν κι η παρηγοριά τού νίτσε δηλαδή όταν θα τόν σκεφτόταν (στην αρχή) τόν κύριο βάγκνερ : όταν θα ήταν δηλαδή (ο φίλος του) μοντέρνος μοναχικός άγνωστος τότε κι αυτός : αλλά θα πρόλαβε ; θα πρόλαβε άραγε να χαρεί δηλαδή για πολύ ; Αυτός που άντεχε (τό να μην αντέχει) να χαρεί μαζί με τόν άλλον που δεν άντεξε (τίποτα) ; Γιατί δεν συγκρίνονται βέβαια οι δυο τους πια σήμερα : ούτε στο ελάχιστο : ο ένας ήδη κουρασμένος, κι ο άλλος μην θέλοντας ποτέ του πλέον να κουραστεί : ο ένας η ιδιοφυία προσωποποιημένη με όλη της τήν απόγνωση, κι ο άλλος η εμπροσθοφυλακή εντέλει τής μαζικής κουλτούρας σε όλη τή δόξα της : να φοράει τό βρακί του ανάποδα και να παριστάνει τόν δύσκολο : Διότι μην τά μπερδεύουμε, δεν σημαίνει ότι κάθε ατάλαντος είναι και σημαντικός επειδή μ’ αυτόν κανείς πλήττει (είναι εκφραστικό τό ανέκδοτο τό χυδαίο πιθανώς και φτηνό κατά τό οποίο σύμφωνα με τόν ορισμό ενός αδαούς (φαινομενικά) θεατή ο λόεγκριν ή ο τριστάνος ή δεν ξέρω γω τί, είναι ένα έργο του όπου η πρώτη πράξη κρατάει τρεις ώρες κι ύστερα κοιτάς τό ρολόϊ σου κι έχει περάσει ένα τέταρτο : ) Όχι δεν είναι καθόλου αστεία πράγματα αυτά : Η μεγάλη τέχνη μπορεί να ’ναι δυσκολοχώνευτη (στην αρχή), και ανοίκεια, ή και δυσπρόσιτη, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου και ότι κάθε τι δύσπεπτο βραδυκίνητο καθυστερημένο χαζό ανήκει δικαιωματικά στην περιοχή και τής μεγαλοφυίας τής τέχνης. Τέχνη μπορεί εγώ να μην κάνω, αλλά τά περί τέχνης τά ξέρω.

Και ο νίτσε μπορεί να μην ανήκε στην περιοχή τής τέχνης αλλά, κι αυτός επίσης, τό ήξερε : Τό πώς οι άλλοι όμως κάνουν ότι δεν τό καταλαβαίνουν είναι που εγώ δεν ξέρω πώς μπορεί δηλαδή να συμβεί, και στην περίπτωση αυτή σφυράνε κλέφτικα μόλις ανακινήσει τό ζήτημα αυτό κανείς δηλαδή. Και τί θέλουν να πουν μ’ άλλα λόγια ότι δεν ήξερε ο νίτσε τί έλεγε μοναχά σ’ αυτήν τήν περίπτωση ; Μα είναι αυτοί που τόν θαυμάζουν απεριόριστα και μάλιστα ειδικά στα σημεία που είναι και φοβερά μισογύνης – εκεί τούς βλέπεις που αναγαλλιάζουν από χαρά και γαργαλιούνται σαν να τούς καθαρίζεις αυγά : λοιπόν δεν μπορεί να συμφωνείς σ’ όλ’ αυτά, και στην περίπτωση τού βάγκνερ να λες απλώς ότι δεν ξέρει τί λέει.

Αντιθέτως, είναι ένα από τά πράγματα με τά οποία εγώ συμφωνώ (με τόν νίτσε) απολύτως, (και δεν χρειάστηκε να διαβάσω τό κανονικό κείμενο τού τριστάνου για να καταλάβω, τό ήξερα και από πριν δηλαδή, απλώς ο μεσαιωνικός εκείνος από τό στρασβούργο, ο γοδεφρείδος δηλαδή, στο τέλος (προσφάτως μάλιστα που τόν διάβασα για τά καλά) απλώς με δικαίωσε). Ναι, ασφαλώς, ο νίτσε τά ’χε εναντίον τού βάγκνερ για λόγους ουσιαστικούς κι όχι αδυναμίας ή βίτσιου, και τά ’χε τετρακόσια σ’ αυτό : Γι’ αυτό είναι απλό, ή με τον βάγκνερ θα είμαστε ή με τόν νίτσε δεν μπορεί να ’μαστε και με τούς δυο δεν μπορούμε να τό ’χουμε δίπορτο σ’ αυτήν τήν περίπτωση κι αν θέλουμε να ξέρουμε τί μάς γίνεται αυτό πρέπει να ’ναι σαφές : Γιατί είναι μια από τίς πιο λαμπικαρισμένες στιγμές τού νίτσε ετούτη εδώ – η δυσάρεστη για τόν ίδιο στιγμή δηλαδή που διαπίστωσε ότι ο βάγκνερ γινότανε κιτς, κι όχι μόνο γι’ αυτά που έλεγε, αλλά γιατί ακριβώς αυτά που έλεγε τόν κάνανε να κάνει πολύ κακή μουσική : Δεν τίς ξεπερνάς αυτές τίς καταστάσεις με ένα Αυτά δεν έχουνε σημασία πλέον για μάς διότι εμείς ξέρουμε καλύτερα επειδή είμαστε ζωντανοί ενώ αυτοί πέθαναν : απλώς και μόνο δηλαδή τό μηχανιστικό γεγονός ότι είσαι αυτή τή στιγμή ζωντανός δεν σού δίνει εκ τών προτέρων δίκηο σε τίποτα – όλοι ζωντανοί υπήρξανε κάποια στιγμή και όλοι εξίσου πεθάνανε : άλλοι είναι οι όροι τής κριτικής : και ο νίτσε έκανε κριτική, που τού ήτανε μάλιστα και οδυνηρή γιατί ήτανε ο καλύτερος φίλος του και τού στοίχισε πολύ να τόν κάνει τόσο απόλυτα πέρα : αν κοίταζε τό συμφέρον του θα ταυτιζόταν μαζί του και θα ’παιρνε και κάνα κομμάτι από τίς επιχορηγήσεις που πήρε εκείνος, και θα ζούσαν καλύτερα αυτοί από μας : αλλά ο νίτσε υστερικός ήτανε, δεν ήτανε ψεύτης : αυτά που πίστευε τά πίστευε δηλαδή πραγματικά : γι’ αυτό και τό εξήγησε και τό ξαναεξήγησε – κι ήθελε να γίνει απολύτως σαφές τό τί έλεγε : Η οπισθοδρόμηση μ’ άλλα λόγια τού βάγκνερ στη μουσική τού μύριζε θάνατο, κι αυτό ήταν κάτι που ο νίτσε τό συχαινόταν απόλυτα : Όταν, μ’ άλλα λόγια, ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα (κι ένας απ’ τούς λόγους που ο κόσμος προχώραγε προς τήν επανάσταση ήταν και η σκέψη τού ίδιου τού νίτσε στα καλύτερά του πολύ φυσικά) (αυτή που κατεδάφιζε τήν μέχρι τότε κυρίαρχη μαλακία, τόσο, ώστε ούτε κι ο ίδιος τελικά δεν τήν άντεξε) ο άλλος τού έκανε ποιηματάκια και μουσικούλες επιστρέφοντας σ’ ένα είδος μεσαίωνα, κι αντί να γίνεται όσο πάει πιο μοντέρνος τραγούδαγε κάτι αρλούμπες βαρύγδουπες ώστε να μπορέσει να οπισθοχωρήσει με σηκωμένο τό φρύδι : σε θέματα που είχανε ήδη πολύ προχωρήσει, τήν ίδια αυτή εποχή (και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο νίτσε (υπερβαίνοντας αξιοθαύμαστα (και αξιολάτρευτα) τόν μισογυνισμό του εδώ) τού χτυπάει ακριβώς τόν μπιζέ (άλλο αν μετά ακριβώς τόσο, όχι μόνο επειδή η μουσική αυτή καταλάβαινε ότι μολονότι ήταν χαρούμενη δεν ήταν και τό άκρον άωτον τής πρωτοπορίας όσο ακριβώς επειδή έχοντας υποστηρίξει τήν κάρμεν σε μία στιγμή ένιωσε τήν ανάγκη να τή μισήσει ταυτοχρόνως τήν άλλη, θέλησε ο ίδιος να ελαφρύνει τήν αναπάντεχή του υπεράσπιση προς τόν γάλλο διευκρινίζοντας – σε μία από τίς ελαχιστότατές του στιγμές όπου αντιμετωπίζει τή σκέψη του με συγκατάβαση – να δηλώσει δηλαδή ότι τονίζει κάπως ιδιαιτέρως τόν μπιζέ ελαφρώς παρ’ αξίαν μόνο και μόνο για να γίνει σαφέστερο σε όλους τους τί κατακρίνει στον βάγκνερ) (και πράγματι είναι σαφές : )) όταν δηλαδή ο άλλος επαναφέρει, με σηκωμένο αξιολύπητα τό φρύδι του κιόλας, θέματα αξιομίσητα που τά ’χανε κάποτε κοροϊδέψει κι οι δυο ως πράγματα που είχανε ήδη αχρηστευτεί ξεπεραστεί και χαζέψει – κι ενώ η ηρωίδα τού μπιζέ δηλαδή ανακαλύπτει τόν ελευθέρως ελεύθερο έρωτα, ο άλλος εισάγει σεμνές και αγνές παρθένες που κάνουν θυσίες πάνω εκεί στο βουνό: (για να μην πούμε – ή να τό πούμε κι αυτό ; – τί μαλακίες εισάγει ανασκολοπίζοντας τόν τριστάνο – που είναι ανατρεπτικότερος απ’ ό,τι ο ίδιος ο βάγκνερ θα άντεχε στη ζωή του ποτέ – και παρ’ όλ’ αυτά τολμάει να τόν πιάνει στο στόμα του – ή μήπως τολμάει απλώς και μόνο γι’ αυτό ; ) :

 

 

Όμως αυτό είν’ τό πρόβλημα : δεν πρέπει καθόλου να τό δούμε αυτό σαν παράδοξο : η καθυστέρηση και η παραίτηση τού βάγκνερ από τό ρίσκο τού μοντερνισμού ούτε επιφανειακή στο έργο του είναι ( : πάει ώς τό κουκούτσι τής ίδιας του τής μουσικής (που δεν διαθέτει καν ρυθμό – και ο ρυθμός είναι η καρδιά τής επανάστασης καθώς ακολουθεί τή βάση τής καρδιάς μας) – αλλά ακόμα και τών σκηνοθετικών του ευρημάτων) και εξηγεί από τήν άλλη περίφημα τήν όλο και πιο απειλητικά εξαπλωνόμενη σήμερα δημοφιλία του – εφόσον επιτίθεται στον διθυραμβικό και ελεύθερο έρωτα – κι όλοι εξάλλου τήν εποχή αυτή συμφωνούνε – η απελπισμένη τους ελπίδα ότι θα ξεχαστεί τελείως ο έρωτας είναι τόσο ζωντανή όσο ο ίδιος ο θάνατος : απλώς χρειάζεται κάποια στιγμή μια συμπληρωματική και εκ νέου κριτική τής βλακείας, επιβοηθητική αυτής που τής έκανε ο νίτσε όταν ήτανε στα καλύτερά του.

Μπορεί να τό πει λοιπόν κανείς ευθαρσώς, ότι η ίδια η ιδέα ακριβώς τού leitmotiv είναι μια ιδέα ταπεινωτική γι’ αυτόν που ακούει, μάλιστα : είναι δηλαδή μια βρισιά : ναι ας τό πούμε ξεκάθαρα : πρόκειται για τήν εισαγωγή μιας ιδέας τόσο προσβλητικής όσο θα ’τανε κι η μεταγραφή τών κλασικών εικονογραφημένων σε ήχους : Ας αφήσουμε που κι η ιδέα, κατά δεύτερον, μιας ορχήστρας που δεν φαίνεται και μόνο ακούγεται – κάτω ή πίσω απ’ τήν ορατή μας σκηνή – είναι μια πρόβλεψη (καθόλου δεν τόν τιμάει η προφητεία δε αυτή) τού λαϊκού σινεμά : τό σύνολο τού έργου του αποτελεί μ’ άλλα λόγια, απ’ όποια πλευρά κι αν τό δεις τό προκεχωρημένο φυλάκιο τής μαζικής ή γνωστής μας κουλτούρας : Απορώ πώς ο αντόρνο που ήταν τόσο αυστηρός με τίς αμερικάνικες ευκολίες (και που δεν ήταν πάντα ευκολίες – πολλές φορές ήταν η δική του η τύφλα) αποδείχτηκε τόσο εύκολα ευάλωτος στις γερμανικές ευκολίες κι αρλούμπες. (Αλλά ίσως εξηγείται αυτό ψυχολογικά – πράγμα που δεν μάς ενδιαφέρει εδώ αυτή τή στιγμή).

 

 

 

 

 

(από τίς «βιογραφίες αγνώστων»)

 

 

 

 

 

 

8 Δεκεμβρίου 2015

χέρμπερτ μαρκούζε – ή η επανάσταση στον παράδεισο / τό βίντεο «herbert’s hippopotamus» και μια μεταγραφή του /

 

 

 

 

το περιφημο (τωρα πια) αυτο βιντεακι, διαρκειας κατι παραπανω απο μια ωρα, φιλοδοξησε με τα λιγοστα μεσα που ειχε τοτε στη διαθεση του ο σκηνοθετης του (φοιτητης ακομα) να εξερευνησει τη ζωη του χερμπερτ μαρκουζε στην καλιφορνια (ζωη επικινδυνη, απ’ την οποια δεν ελειψαν και οι απειλες για δολοφονια του (σε σημειο που οι φοιτητες ειχαν οργανωσει βάρδιες μερα–νυχτα γυρω απο το μικρο του σπιτι) – και δεν ελειψε καν ο (μετεπειτα παγκοσμιως δυστυχως γνωστος) ροναλντ ρηγκαν (τοτε κυβερνητης της καλιφορνιας) που του εκανε την τιμη να του επιτεθει προσωπικα (ειναι απολαυστικα τα αποσπασματα που δειχνουν εναν ρηγκαν ηπιως εξωφρενων και αποβλακωμενο, που δεν καταλαβαινει καν περι τινος ακριβως προκειται)

η ταινια εγινε το 1996 απo τoν paul alexander juutilainen και εξεταζει τη ζωη του μαρκουζε στο πανεπιστημιο τού σαν ντιεγκο, την κρισιμη (κυριως) διετια 1968–1969 : περιλαμβανονται σκηνες απο επικαιρα τής εποχης, συνεντευξεις, το ξεσαλωμα των εφημεριδων και του στρατου εναντιον του μαρκουζε (ωραιες σκηνες : μελη της «αμερικανικής λεγεωνας» να περιερχονται την πολη μαζευοντας υπογραφες για την απολυση του απο το πανεπιστημιο) – και συζητιεται επισης η συναντηση τοτε της κριτικης θεωριας με τα προβληματα του τριτου κοσμου, το φεμινιστικο κινημα, και το (σε μεγαλη εξαρση τοτε – δυστυχως μόνο τοτε –) αντιπολεμικο κινημα.

στη διαδικτυακη σελιδα τού χερμπερτ μαρκουζε, ο χαρολντ (εγγονος του απο την πρωτη του γυναικα (ο μαρκουζε παντρευτηκε τρεις φορες αλλά ειχε μόνο εναν γιο τον πέτερ απο τον πρωτο του γαμο με τη μαθηματικο sophie wertman που πεθανε το 1951)) ο οποίος την εφτιαξε και την επιμελειται, γραφει :

« εχω κανει μια περιληψη αυτης της ταινιας (που διαρκει μια ωρα και 9 λεπτα) ωστε αν θελετε μπορειτε να τη χρησιμοποιειτε σαν οδηγο, για το ποια κομματια να ξαναδειτε – και τη χωριζω σε 6 μερη ως εξης :

Ι – μαης τού ’68 – ο μαρκουζε γινεται ο συμβολικος ηγετης τών κινηματων διαμαρτυριας στον κοσμο

ΙΙ – ο χερμπερτ σαν ανθρωπος και σα δασκαλος

ΙΙΙ – οι προσπαθειες να τον απομονωσουν και να τον φοβισουν

IV – η χρηση βίας, η αποφαση να τον ξεφορτωθουν

V – η δικη της αντζελας (νταιηβις), και σχετικα με την κοινωνικη ανυπακοη

VI – η επομενη μερα, και η κληρονομια που μας αφησε »

(απο την αρχικη ταινια, στο βιντεο (αναφερει ο χαρολντ οτι) λειπουν λιγα λεπτα απ’ το τελος, εξαιτιας τεχνικων προβληματων)

εδω η σελιδα, με την εκτενη περιληψη – αν και η χρονομετρηση δεν συμπιπτει με αυτο που βλεπω εγω

 

…………………..

 

ειχα αποφασισει λοιπον να μεταφρασω καποια απ’ οσα περιλαμβανει ο λεπτομερης αυτος καταλογος περιεχομενων – αλλά οταν ξαναδα το βιντεο και εκανα μια συγκριση ειδα οτι δεν υπαρχει απολυτη αντιστοιχια μ’ αυτα που γραφει (ισως ο εγγονος μαρκουζε ειχε υποψη του καποια αλλη βερσιον (αναφερει, αν δειτε, αρκετες)) και ετσι παραθετω απλως μια γενικη επισκοπηση (μπορει βεβαια να καταφερω καποτε να το υποτιτλισω το βιντεο (τοτε δλδ που θ’ ανεβασω και κατι άλλα, δικης μου κοπής που τα εχω και περιμενουν))

 

……………………

 

καταρχην ομως ας κανω μια γενικη διακηρυξη αρχων : δεν πιστευω οτι ενας καλος φιλοσοφος γινεται καλυτερος αν συμμετεχει στους αγωνες στον δρομο, οπως δεν πιστευω κι οτι ενας που αγωνιζεται στους δρομους μετατρεπεται εξαυτου σε καλον (ή καθολου) φιλοσοφο – ο αντορνο, ας πουμε, αρνηθηκε να τρεξει στους δρομους (ειχε το σκεπτικο του – και το πληρωσε ακριβα (δλδ με τη ζωη του (τα ’χω πει καπου (και το λεω για οσες τα αγνοουν) – και εν παση περιπτωσει η αλληλογραφια μαρκουζε–αντορνο επι του θεματος ακριβως αυτου, υπαρχει ακομα, και αξιζει τον κοσμο να διαβαζεται – οχι για καναν άλλο λογο αλλά ακριβως επειδη τα επιχειρηματα και των δύο ειναι εξισου και πειστικα και χρησιμα)) αλλά ο αντορνο πεθανε με τραγικο τροπο, (ισως) επειδη οι φοιτητες του ειχαν καλομαθει με τον μαρκουζε να τρεχει – και μην ξεχναμε οτι ο τριτος (και γεννητορας) της παρεας μαξ χορκχαϊμερ ειχε διατυπωσει κατι πολυ καλο επ’ αυτου : « ποιος λεει οτι και η σκεψη δεν ειναι μια μορφη πραξης ; » – ακριβως. Με τον μαρκουζε εχουμε ομως μια εξαιρετικη κι ισως μοναδικη περιπτωση στη φιλοσοφια – ο μαρκουζε ειχε παρει μερος εξαλλου απο παλια, στα νιατα του, και στα οδοφραγματα της επαναστασης στη γερμανια – και αυτο δεν ειναι ουτε συγκρισιμο ουτε συνεκτιμαται, οταν μιλαμε για τη φιλοσοφια : ας το θεωρησουμε λοιπον απλως και ασυγκριτο, και ανεκτιμητο, και ας (τού) ειμαστε ευγνωμονες.

και μια που η κουβεντα γι’ αυτους τους δυο, ας προσθεσω και κατι (που δεν το ειδα στο βιντεο) : διαβαζοντας καποτε την «αλληλογραφια με τους γονεις» του αντορνο ειχα ανακαλυψει οτι ο ιπποποταμος ητανε αγαπημενο ζωο και για τον «τεντυ» – μαζι με την καμηλοπαρδαλη που αρεσε παρα πολυ στην «γκρετελ» – : ετσι οι συγγενειες φαινεται οτι (εξισου οπως και οι διαφορές) απλωνονταν μεγαλοθυμα αναμεσα στα μελη της κριτικης σχολης, και επεκτείνονταν αδιάκριτα μεχρι και τις μασκωτ τού καθενος

για οσους ενδιαφερονται, εδω ειναι το εξωφυλλο απο το βιβλιο, με εναν ιπποποταμο και μια καμηλοπαρδαλη, που σταλθηκαν (απο την αμερικη στους γονεις (του αντορνο)) υπο μορφην καρτας

 

………………………

 

[ και τωρα ακολουθει διπλοσεντονο – που, οσων τ’ αγγλικα ειναι καλυτερα απο τα δικα μου, δεν χρειαζεται να το διαβασουν – απ’ αυτους δεκτές ευχαριστως και διορθωσεις για λεξεις που τυχον μου ξεφυγανε ]

 

στην αρχη λοιπον ακουγεται διαμαρτυρόμενη η φωνη καποιου (αργοτερα αυτος ο καποιος θα εμφανιστει και δια ζωσης κι ετσι πληροφορουμαστε οτι ειναι αμερικανος λεγεωναριος) που κλαιγεται : «ειχαμε ταραχες στη ρωμη εμφανιστηκε ο μαρκουζε, γιναν μετα ταραχες στο παρισι, να ’σου κι ο μαρκουζε, γιναν φοιτητικες ταραχες στο βερολινο, να ’σου παλι κι ο μαρκουζε»

βλεπουμε την αντζελα νταιηβις να μιλαει λιγο για το γεγονος οτι ο μαρκουζε ηταν συνεχως παρων στο φοιτητικο κινημα

προβαλλονται σκηνες απο το παρισι τού ’68

ο καναδος φιλοσοφος andrew feenberg (που ειχε υπαρξει μαθητης του μαρκουζε) σχολιαζει πως ο μαρκουζε ειχε θεωρηθει ηθικος αυτουργος για τις ταραχες και βλεπουμε φωτογραφιες αρθρων με τιτλους που τον χαρακτηριζουν «ειδωλο των εξεγερμενων φοιτητων»
«υπηρξαν εφημεριδες που γραψανε οτι οι ταραχες ξεκινησανε εξαιτιας του βιβλιου “ο μονοδιαστατος ανθρωπος”»

ο μαρκουζε βιντεσκοπημενος σε συνεντευξη : «πιστευω οτι φταιει ακριβως η κοινωνια της αφθονιας για το γεγονος οτι βλεπουμε να υπαρχει αυτη η τρομαχτικη αισθηση δυσφοριας»

ο καθηγητης λογοτεχνιας fredric jameson θυμιζει οτι ο μαρκουζε συνομιλουσε με ανθρωπους της αμερικανικης κοινωνιας που θεωρουνταν επικινδυνοι, οπως τον h. rap brown (μαυρο ακτιβιστη και προεδρο τοτε της «συντονιστικης επιτροπης των φοιτητων για τη μη–βία» (και εν συνεχεια και επ’ ολιγον συνεργατη των μαυρων πανθηρων)) που ειχε πει το διαβοητο οτι «η βία ειναι τοσο αμερικάνικο προϊον οσο και η μηλοπιττα» και με κατι τετοια οι αμερικάνικες εφημεριδες ξεσαλωσαν πως «ο μαρκουζε καλει σε γενικη κατεδαφιση της αμερικανικης κοινωνιας»

μεσολαβουν αποσπασματα συνεντευξεων με τον τοτε πρυτανη της σχολης william mcGill, που θα μπλεκοταν χωρις να το θελει ο κακομοιρης με την υποθεση του μαρκουζε στο πανεπιστημιο

και βλεπουμε κεινον τον βετερανο της αμερικανικης λεγεωνας να κλαψουριζει οτι οπου γινεται ταραχη ή εξεγερση παγκοσμιως «νασου κι ο μαρκουζε» – η οργανωση των βετερανων κατοπιν αυτου αναλαμβανει την πρωτοβουλια να μαζεψει υπογραφες για την απομακρυνση του απο το πανεπιστημιο

ο πρυτανης αποκαλυπτει οτι η οργανωση των βετερανων (που ειχε μεγαλη δραση επι μακαρθισμου) τού εστειλε γραμμα προσφεροντας του 20 χιλιαδες δολλαρια για να αγορασει το συμβολαιο του μαρκουζε με τη σχολη ( : «μα δεν μπορεις να αγορασεις το συμβολαιο ενος καθηγητη… ουτε με επαγγελματιες ποδοσφαιστες δεν γινονται τετοια πραματα… και το πανεπιστημιο ειναι πιο σοβαρος χωρος στην κοινωνια…») – το θεμα περναει στις εφημεριδες

συζητησεις με τον συγγραφεα reinhard lettau, για τον μαρκουζε στην ευρωπη, τις διαφορές της ζωης στην αμερικη, μικρη ιστορια τού σαν ντιεγκο – συζητησεις με παλιους φοιτητες του

φραση του μαρκουζε απο το 1967 : «η εκπαιδευση σημερα οφειλει να ασχολειται και με το μυαλο και με το σωμα, να ενδιαφερεται και για τη λογικη και για τη φαντασια, να ικανοποιει τις αναγκες τοσο της νοησης οσο και των ενστικτων»

σκηνες απο διαλεξη τής αντζελας νταιηβις το 1991 στο χαρβαρντ σχετικα με την καταληψη τού γραφειου τού πρυτανη, ως διαμαρτυρια για τις δυσκολιες που συναντουσαν στη δημιουργια τού «κολλεγιου λουμούμπα / ζαπάτα» που σχεδίαζαν να φτιαξουν : «– Ηταν κι ο μαρκουζε κει ; – Φυσικα ! Ηταν ο πρωτος που ηρθε (στην καταληψη)» λεει η νταιηβις

στη διαρκεια της καταληψης εσπασε μια πορτα

αφηγειται ο πρυτανης mcGill : «ελαβα μια ωραια ημερα ενα γραμμα με μια επιταγη ανωνυμη, οπου καποιος πληρωνε για την αντικατασταση της σπασμενης πορτας»

αφηγηση πρωην φοιτητων του ( : του καθηγητη, πλεον, λογοτεχνιας carlos blanco και της γυναικας του iris) οτι τα λεφτα για την αποκατασταση της πορτας τα εβαλε ο μαρκουζε – συνεχιζουν αφηγουμενοι για τις διδακτικες πρακτικες του : «πρεπει να κανουμε σημερα πλατωνα – ναι να κανουμε πλατωνα – πρεπει ομως να διαβασουμε και τον φανόν –»

ο πρωην φοιτητης του peter zelin μιλαει για την αγαπη του μαρκουζε για τους ιπποποταμους – πρεπει να ’χε στο γραφειο του καμια τριανταρια πηλινα και πορσελανινα ιπποποταμακια, με διαφορα χρωματα και στασεις – «περιεργο ζωο» ελεγε, «εχει τον παραλογισμο ενσωματωμενο πανω του» – ελεγε επισης οτι ενσαρκωνει τις δυνατοτητες της ανθρωπινης φαντασιας : σε σχεση μαλιστα με το περιρρεον τοτε συνθημα τού γαλλικου μαη «αναζητειστε το αδυνατο» ο μαρκουζε ελεγε οτι ο ιπποποταμος ηταν η ζωντανη ενσαρκωση τού αδύνατου. Κι ελεγε επισης οτι οπως ο ιπποποταμος ενωνει την ξηρα με τη θαλασσα, επικοινωνοντας και με τα δυο, ετσι και το πανεπιστημιο επρεπε να ενωνει τον μεσα με τον εξω κοσμο, διαχεοντας τη γνωση.

ο πρωην φοιτητης του barry shapiro δειχνει το γραφειο τού μαρκουζε και τη θεα απο κει προς την υπολοιπη πανεπιστημιουπολη οπου γινονταν οι καθιστικες διαμαρτυριες εναντια στον πολεμο του βιετναμ, και θυμαται να βλεπει τον καθηγητη του κατω στο campus αυτο να μιλαει για τον πολεμο ( : «θελουν να μας κανουν συνεργους τους, σκοτωνουνε στο ονομα μας») (στο ενδιαμεσο βλεπουμε αστραπιαια τον μαρκουζε με την ντουντουκα να μιλαει στο campus)

σκηνες απο φοιτητικες διαδηλωσεις

ο μαρκουζε απανταει στον δρομο σε δημοσιογραφο που τον ρωταει αν οι ταραχες στο πανεπιστημιο βλαπτουν την εκπαιδευτικη κοινοτητα : «βία ασφαλως και δεν ασκουν οι φοιτητες, βία ασκουν οι νομοι που εναντιωνονται σ’ αυτα που προσπαθουν να προστατεψουν οι φοιτητες» «και αν αυτες οι, καταστρεπτικες δραστηριοτητες οπως λετε, εχουν σκοπο να σταματησουν τον πολεμο ειναι απολυτα δικαιωμενες.»

φοιτητης αυτοπυρπολειται διαμαρτυρομενος για τον πολεμο του βιετναμ

κι αλλες φοιτητικες διαδηλωσεις

ο ροναλντ ρηγκαν (κυβερνητης της καλιφορνιας) στελνει τον στρατο στο πανεπιστημιο (ο πρυτανης λεει : «φαινοταν ενας μοντερνος ανθρωπος, αλλά μου ’κανε εντυπωση που δεν ειχε καταλαβει τιποτα απ’ ο,τι συνεβαινε»)

ο ρηγκαν δινει συνεντευξη στο μπερκλεϋ – λεει στους φοιτητες οτι το πανεπιστημιο ειναι ιδιωτικη περιουσια. Ενας καθηγητης του λεει «πρεπει ν’ ακουσουμε ομως τούς φοιτητες». Ο ρηγκαν αποχωρει απο την αιθουσα.

ο πρυτανης αφηγειτα πως ο ρηγκαν του ειχε πει : «τούς ξερω καλα ολους αυτους τούς κουμουνιστες απο τοτε που ημουνα στο χολυγουντ» : «δεν καταλαβαινουν αυτοι παρα μόνο τη βία – ε, βία θα τούς δωσω κι εγω»

ο ρηγκαν στη συνεντευξη : «να διαπραγματευτω ; για τι πραγμα ; τι εννοεις να διαπραγματευτω ; »

ο shapiro για τον μαρκουζε και για την παντελη ελλειψη σεβασμου που τού εδειξε ο ρηγκαν («στο κατω–κατω ηταν μια προσωπικοτητα με διεθνες κυρος και δεν ηταν καν κομμουνιστης»)

η συνεντευξη του σπιρο αγκνιου στην τηλεοραση : «εχουμε εναν εξτρεμιστη καθηγητη που δηλητηριαζει στην κυριολεξια, εχει δηλητηριασει πολλα νεανικα μυαλα με μπουρδες», και : «οι νεοι να μαθαινουν να ’ναι παραγωγικοι ανθρωποι κι οχι να καθονται και να εξεταζουν τα κινητρα της ανθρωπινης υπαρξης.»

οι απειλες για τη ζωη του (αποκομματα εφημεριδων) – ο shapiro αφηγειται πώς οργάνωναν βάρδιες για να τον φυλανε στο σπιτι του – γιατι ηταν η εποχη της δολοφονιας τού malcolm x (τον απριλιο τού ’68) και τού ρομπερτ κεννεντυ (τον ιουνιο τού ’68) – και τον ιουλιο άρχισαν οι απειλες κατα της ζωης τού μαρκουζε

σκηνες επικαιρων απο τις δολοφονιες –

ο μαρκουζε φευγει απ’ το σαν ντιεγκο και μενει καπου στην κεντρικη καλιφορνια

μικρη αναδρομη στη σχολη της φραγκφουρτης – επισκεψη τού σκηνοθετη στο «ινστιτουτο κοινωνικων ερευνων» – τα διαβατηρια του μαρκουζε : το γερμανικο, το αμερικανικο, το διαβατηριο του εξόριστου και του μεταναστη

πισω στην αμερικη / τα απειλητικα σημειωματα : «στον αναρχικο αθεο δολοφονο που τον πληρωνει ο λαος της καλιφορνιας» «ο χιτλερ τελικα ειχε δικιο, ο χερμπερτ να ξεκουμπιστει στη ρωσια…» γραμμα απο την κου–κλουξ–κλαν : «βρωμερο γουρουνι κουμουνιστη» «σου μειναν 72 ωρες, ερχομαι να σε σκοτωσω» «ο μαρκουζε δινει στους νεους ναρκωτικα – σεξ εξεγερση και μαρξιστικη ιδεολογια»

η τελευταια σελιδα απο τον «μονοδιαστατο ανθρωπο», οπου το βιβλιο κλεινει με τη φραση τού μπενγιαμιν : «μόνο για λογαριασμο εκεινων που δεν εχουν καμια ελπιδα, ειναι που μια ελπιδα μας εχει δοθει.»

για τον μπενγιαμιν και την αυτοκτονια του

συντομο πλανο του μαρκουζε απο ψηλα και πισω, να μιλαει με φοιτητες

η αντζελα νταιηβις για την αδελφη της, φάνια, που ηταν επισης μαθητρια τού μαρκουζε και χτυπηθηκε απο την αστυνομια και μετα τη συλλαβανε κιολας – ο ο μαρκουζε εδωσε την εγγυηση για να βγει η φανια απο τη φυλακη

βιντεοσκοπημενη συνεντευξη τού μαρκουζε : «δεν μ’ αρεσουν οι φτηνες ψυχολογικες ερμηνειες που δεν εχουν καμια εφαρμογη στην περιπτωση τού φοιτητικου κινηματος» (ο δημοσιογραφος τού ειχε πει οτι πιθανως οι φοιτητες να ξεδινουν ψυχολογικα μεσω των διαδηλωσεων) : «η λογικη αυτη αγνοει και περιφρονει και τα κινητρα και τους σκοπους τών εξεγερμενων : και υπαρχει μια τεραστια διαφορα απο την αμυντικη ώς την επιθετικη βία» (σκηνες απο ειρηνικες αντιπολεμικες εκδηλωσεις στο πανεπιστημιο) : «οι φοιτητες ειναι απολυτως ειρηνικοι, τραγουδανε μπητλς, αυτο δεν ειναι βία (συνεχιζει ο μαρκουζε), ειναι αντιδραση στη βια, ειναι αντι–βία» (χαμογελαει) / –Δηλαδη η αντι–βια κατ’ εσας ειναι οκεϋ, επιμενει ο δημοσιογραφος / Μαρκουζε (παντα χαμογελωντας : δεν ειναι το ζητημα αν ειναι ή δεν ειναι οκεϋ, το προβλημα ειναι αν, και πότε, ειναι απαραιτητη. Απαραιτητη για να διατηρησεις τη ζωη σου ζωντανη, και αυτα τα οποια πιστευεις.» (Ολη η συζητηση αυτη απο το 35.16΄ ώς το 39.00΄)

αποφαση των φοιτητων για απολυτως σιωπηλη διαδηλωση κατα του ρηγκαν, με αφορμη την αποφαση να στρατολογει η cia πρακτορες απο τους φοιτητες (σκηνες απο επικαιρα της εποχης : ο ρηγκαν λεει στον δημοσιογραφο «δεν θα με πειραζε αν οι φοιτητες καταλαβαίναν τι γινεται, αλλά δεν εχουν ιδεα» «εδωπερα εξελισσεται συνωμοσια για την καταστροφη του πανεπιστημίου»)

44.55΄ : (24 οκτωβριου 1969) λογος τού μαρκουζε στους φοιτητες : «πιστευω οτι ο αγωνας τωρα μολις ξεκιναει ν’ αρχιζει – ο αγωνας εναντιον ολων εκεινων, και τού καθενα, που θελει να μετατρεψει το αμερικανικο πανεπιστημιο σε σχολη εκπαιδευσεως για να πειστει η κοινωνια να τεθει στην υπηρεσια της ασφάλειας των πλουσίων και της ευημερίας των πλουσίων – μεσα απ’ την καταπιεση και την υποδουλωση ολόκληρου του λαου»

η αντζελα νταιηβις, που μιλησε επισης την ιδια μερα στη συγκεντρωση μετα τον μαρκουζε, περιγραφει πώς, ενω ο ιδιος δεν συμφωνουσε καθολου με την αποφαση της να γραφτει στο κομμουνιστικο κομμα, δεν αλλαξε σε τιποτα τη σταση του απεναντι της, και την υποστηριξη που της προσφερε

(δικη της αντζελα νταιηβις και διαδηλωσεις)

απ’ την αλλη μερια ολοι ενωμενοι κατα του μαρκουζε – η αμερικανικη λεγεωνα, ο πάπας, η πραβδα, ο άγκνιου, ο ρηγκαν – ολοι εξω φρενων με τον «διαφθορεα της νεολαιας»

(μαγνητοσκοπημενες σκηνες του μαρκουζε στο αμφιθεατρο)

ο πρυτανης πρεπει ν’ αποφασισει τι θα κανει με τον μαρκουζε – ανακοινωνει οτι αποφασισε να τον ξαναπροσλαβει για το ’69–’70 (ηθελε λεει να του δωσει συνταξη αλλά «χωρις να τον προσβαλει») και ανακοινωνει οτι ολοι οι μεγαλης ηλικιας καθηγητες πρεπει να φευγουν για να δινουν τοπο στους νεους – ισχυριζεται οτι αλλωστε ο μαρκουζε πεθανε μετα απο 3–4 χρονια (ο σκηνοθετης juutilainen διευκρινιζει οτι στην πραγματικοτητα ο μαρκουζε, που ητανε τοτε 70, εζησε άλλα δεκα χρονια.)

μαγνητοφωνημενη η φωνη του μαρκουζε, σε συνεντευξη στο ραδιοφωνο : «δεν ηταν ο ζητημα αν θα με ξαναπροσλαβει ο πρυτανης, το ζητημα ητανε οτι πιστευω πως δεν εχω τελειωσει ακομα τη δουλεια μου, κι οτι εχω ακομα κατι να διδαξω παρ’ ολη τη βιολογικη μου ηλικια.»

 

 

(οπως ειπα, το βιντεο τελειωνει πριν την κανονικη ολοκληρωση τής ταινιας – απο τα περιεχομενα τού χαρολντ μαρκουζε στη σελιδα που ανεφερα στην αρχη, μεταφερω εδω μια ιδεα για ο,τι επακολουθησε στο μερος που χασαμε :

ο macGill γινεται προεδρος του πανεπιστημιου κολουμπια
ο ρηγκαν επανεκλεγεται κυβερνητης της καλιφορνιας
ο μαρκουζε σε συνεντευξη στην τηλεοραση λεει οτι ποτε δεν θεωρησε τον εαυτο του «πατερα» της νεας αριστερας
και απορει αν τον καταλαβαινουν καλα
πεθαινει πριν δει τον ρηγκαν να γινεται προεδρος της αμερικης

ακουγεται τελος η φραση του :
«καθε εκπραγματισμος ειναι μιας μορφης αμνησία – η μνημη αντιθετα τροφοδοτει τον ποθο να απαλειφθει ο πονος και να παγιωθει η ηδονη.»)

 

 

 

πρωτη δημοσιεψη : facebook ( : εδω δλδ ακολουθειται η αντίστροφη απο τα ειωθοτα πορεια – αλλά καθως προσωπικα στη σελιδα μου στο φ.μπ. ανεβαζω και μεγαλυτερα κειμενα – μερικα απ’ αυτα πιστευω οτι πρεπει να τα μεταφερω και εδώ.)

 

εδω πληροφοριες για τον φιλλανδο–δανο σκηνοθετη paul alexander juutilainen που γι’ αυτο το ντοκυμαντερ (την πρωτη του εξαλλου δουλεια, οσο ηταν ακομα φοιτητης) κερδισε καμια εικοσαρια βραβεια παγκοσμιως, συμπεριλαμβανομενου ενος emmy και μιας διακρισης το ’98 στις καννες

 

 

 

 

 

 

 

 

7 Ιουλίου 2015

arbuthnot περί τής πολιτικής ψευδολογίας

 

 

 

 

 

(ξανα)βρήκα στη βιβλιοθήκη μου εσχάτως ένα βιβλιαράκι που έχει βγει από τίς εκδόσεις «άγρα» και, επειδή φαίνεται ο τίτλος του είναι περί ψεμάτων, έχει (για αγαστή συνάγω συμφωνία και σύμπνοια με τό απολαυστικότατο περιεχόμενό του) στον τίτλο του επίσης ένα ψέμα – κι έτσι, ενώ στο εξώφυλλο βάζει τό όνομα τού (γνωστού μας) τζόναθαν σουΐφτ, στον τίτλο τής μέσα σελίδας, και ακόμα περισσότερο στον πρόλογο, γίνεται σαφές πως τό βιβλίο έχει γραφτεί από τόν τζων άρμπουθνοτ : θα ήταν όμως σίγουρα (και ασυνήθιστα, για τά εδώ) γενναίο, ένα βιβλίο που θα επιγραφότανε «κείμενο τού (άγνωστού μας) άρμπουθνοτ που αποδόθηκε κάποτε κατά λάθος στον (γνωστότερό μας) κύριο σουΐφτ – ο οποίος ήταν απλώς φίλος του»

βάζω λοιπόν εδώ σήμερα αποσπάσματα από τό σημαντικότατο και χρησιμότατο αυτό βιβλίο (και πηγαίνετε να τό πάρετε αν δεν τό ’χετε – κι αν υπάρχει ακόμα – εκδόθηκε τό ’95). Η μετάφραση είναι τής αλόης σιδέρη (η οποία έχει γράψει και ποίηση (και η οποία είχε κάποτε μια εκπομπή για βιβλία στο (κρατικό) ραδιόφωνο (δεν θυμάμαι ποιο απ’ όλα) και επειδή μέ είχε καλέσει να μιλήσουμε για δικό μου βιβλίο είχα τήν τύχη να τή γνωρίσω : πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος και διανοούμενη (πέθανε δυστυχώς πολύ νωρίς πριν από μερικά χρόνια)))

 

 

john arbuthnot «η Τέχνη τής Πολιτικής Ψευδολογίας» ≈ 1712

 

η τέχνη αυτή είναι προορισμένη να αποκτήσει μεγάλη υπόληψη κατά τούς προσεχείς αιώνες [ ]

στο τρίτο κεφάλαιο [ ο συγγραφέας ] πραγματεύεται τή νομιμότητα τής πολιτικής ψευδολογίας και καταδεικνύει ότι είναι θεμιτή και επιτρεπτή [ ]

καταδεικνύει ότι ο λαός έχει δικαίωμα να προσδοκά από τούς συνανθρώπους του τήν αλήθεια προκειμένου για ιδιωτικές υποθέσεις· ότι επίσης καθένας έχει δικαίωμα στην εν οίκω αλήθεια, δηλαδή καθένας είναι εύλογο να απαιτεί τήν αλήθεια από τά μέλη τής οικογένειάς του, ώστε να μην εξαπατάται από τή γυναίκα του, από τά παιδιά του ή και από τούς υπηρέτες του· απεναντίας, ο λαός δεν έχει κανένα δικαίωμα στην πολιτική αλήθεια [ ]

τά παιδιά δεν μπορούν να διεκδικήσουν τίποτε [ ]

επικρίνει ύστερα τό σύνηθες λάθος εκείνων που δεν γνωρίζουν παρά ένα μόνο είδος ψεύδους, τό συκοφαντικό ή δυσφημιστικό, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν τρία είδη : τό συκοφαντικό, τό προσθετικό και τό διαβιβαστικό. [ ] Για τά τρία αυτά είδη δίνει διάφορα παραδείγματα, αλλά κυρίως για τό τελευταίο. Πόσα και πόσα ευεργετήματα, λέει, δεν απέφερε τό διαβιβαστικό ψέμα οσάκις χρειάστηκε, για τό κοινό καλό [ ]

η σωτηρία, η αποκατάσταση και η καταστροφή τής δημοκρατίας μπορούν επίσης να αποδοθούν σε πρόσωπα που δεν έχουν λάβει καθόλου μέρος και δεν έχουν συμβάλει σ` αυτά με κανέναν τρόπο [ ]

ο συγγραφέας παροτρύνει όλους τούς έντιμους επαγγελματίες να ασκηθούν στη μεγάλη αυτή τέχνη, δηλαδή στην τέχνη τού διαβιβαστικού ψεύδους διότι (τά πράγματα μιλούν από μόνα τους και δεν απαιτείται καμιά απόδειξη) [ ] δεν είναι δύσκολο να προεξοφληθεί η ευπιστία τής πλειονότητας τών ανθρώπων [ ]

ένας πολιτικός ψευδολόγος που ξέρει έστω και στοιχειωδώς τή δουλειά του [ ] δεν θα παρουσιάσει τό ίδιο πρόσωπο να επιδιώκει συγχρόνως τή διαρκή επιστράτευση και τήν ελευθερία τού λαού· ούτε έναν άθεο να υποστηρίζει τά συμφέροντα τής εκκλησίας [ ] Αλλά αν είναι απολύτως αναγκαίο να αποδώσουμε σε κάποιον πρόσθετες αρετές για να τόν τιμήσουμε με αξία που δεν έχει, ο συγγραφέας μάς συνιστά να μην τού τίς αποδίδουμε σε υπερβολικό βαθμό [ ] και αν μιλάτε για έναν άνθρωπο τού οποίου τό προσωπικό θάρρος αμφισβητείται, τότε μόνο θα γίνει κάπως πιστευτό τό ψέμα σας, αν δεν τόν εμφανίσετε ως κεραυνοβόλο πολεμιστή που εξολοθρεύει και καταδιώκει ολόκληρες ίλες ιππικού· δώστε του μόνο τήν αξία ενός καβγατζή που κάνει φασαρία στις παρέες και πετάει ένα μπουκάλι στο κεφάλι τού αντιπάλου του [ ]

τούς ίδιους κανόνες ορίζει ο συγγραφέας και για τήν τέχνη τής συκοφαντίας ή δυσφημιστικό ψέμα : συνιστά να μην επινοούνται πράγματα εκ διαμέτρου αντίθετα προς τίς ιδιότητες τών προσώπων που πρόκειται να συκοφαντηθούν. Έτσι μέσα στους σοφούς κανόνες τής Ψευδολογίας [ ] δεν θα πείτε για έναν υπουργό ειλικρινή και μεγαλόψυχο, τού οποίου η ευθύτητα είναι γνωστή, ότι έχει συμμετάσχει σε μια συνωμοσία για να προδώσει τήν πατρίδα του· αλλά μπορείτε να ισχυριστείτε, κι αυτό με επιφύλαξη, ότι είχε κάποια ύποπτη σχέση με μια κυρία [ ]

δεν πρέπει ποτέ να επιμένεις πεισματικά σε ένα και τό αυτό ψέμα. Και για κείνα που περιέχουν υποσχέσεις ή προγνώσεις, [ ] δεν θα ήταν φρόνιμο να κάνει κανείς βραχυπρόθεσμες προφητείες· αυτό υπάρχει κίνδυνος να τόν εκθέσει· [ ] οι κομήτες, οι φάλαινες και οι δράκοι πρέπει να έχουν ένα μέγεθος λογικό και μετρημένο· ως προς τίς θεομηνίες, τίς λαίλαπες, τίς θύελλες και τούς σεισμούς πρέπει πάντα να λένε ότι προβλέπεται να συμβούν σε κάποια περιοχή που απέχει από τό μέρος όπου βρίσκονται τουλάχιστον μιας μέρας δρόμο με τ` άλογο [ ]

τό να δίνεις στο λαό να καταπιεί πολλά μαζί δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνεις πιστευτός· όταν βάζεις παραπάνω σκουλήκι στο αγκίστρι δεν τσιμπάει ο κοκοβιός [ ]

τό κόμμα που θέλει να αποκαταστήσει τό κύρος και τήν αξιοπιστία του πρέπει, επί τρεις μήνες, να μην πει και να μη δημοσιεύσει τίποτε που να μην είναι αληθινό και πραγματικό· είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει τό δικαίωμα να πλασάρει ψέματα τούς επόμενους έξη μήνες [ ]

προς τό τέλος τού κεφαλαίου [ ο συγγραφέας ] κατακρίνει τήν παραφροσύνη και τή μωρία τών κομμάτων που κρατούν κοντά τους και χρησιμοποιούν για τό πλασάρισμα τού ψεύδους ανθρώπους χυδαίους και μικρόμυαλους, όπως είναι η πλειονότητα τών σημερινών δημοσιογράφων (ειδησεογράφων και σχολιαστών), οι οποίοι δεν έχουν άλλο προσόν από τήν έντονη κλίση προς τό επάγγελμά τους [ ]

τό όγδοο κεφάλαιο περιλαμβάνει ένα σχέδιο για να ενωθούν σε ενιαίο σώμα πολλές μικρές εταιρείες ψευδολόγων [ ]

η εταιρεία αυτή πρέπει να συγκροτηθεί από τούς αρχηγούς κάθε κόμματος [ ] κανένα ψέμα δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί χωρίς τήν έγκρισή τους [ ]

η εταιρεία πρέπει να συμπεριλάβει και ιδιοφυΐες με μεγάλη πείρα από αυτές που αφθονούν στην πόλη και ειδικά στα καφενεία· για παράδειγμα, περιηγητές, κουτσομπόληδες και καλοθελητές, κυνηγούς αλεπούδων, μεσίτες, προξενητές, απόμαχους ναυτικούς τού εμπορικού ή τού πολεμικού στόλου [ ]

στους προθαλάμους τών Μελών τής εν λόγω Εταιρείας πρέπει πάντα να υπάρχουν κάποια πρόσωπα που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα ευπιστίας, ακούνε οτιδήποτε λέγεται και τό χάβουν αμέσως [ ] ο Συγγραφέας πιστεύει ότι μπορεί κανείς να βρει επαρκή αριθμό από αυτούς σε όλα τά μέρη στα περίχωρα τού Χρηματιστηρίου [ ]

βασικός κανόνας τής εταιρείας θα είναι να επινοεί ένα ψέμα τήν ημέρα, καμιά φορά και δύο· και κατά τήν εκλογή τών ψευδολογιών, πρέπει να λαμβάνεται υπ` όψιν τί καιρό κάνει και σε ποια εποχή τού χρόνου πλασάρονται : φήμες φοβερές ή ψέματα τρομακτικά και φρικιαστικά κάνουν θαύματα και είναι άκρως αποτελεσματικά κατά τούς μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, αλλά δεν κάνουν τόσο καλό και δεν είναι τόσο δραστικά κατά τόν Μάϊο και τόν Ιούνιο, εκτός αν φυσάνε τότε ανατολικοί άνεμοι [ ]

η εταιρεία πρέπει να απασχολεί [ ] από έναν γενικό ανταποκριτή σε κάθε πόλη όπου υπάρχει αγορά για να επιβλέπει τήν κυκλοφορία τών ψευδολογιών. Οσάκις διαπιστώνεται ότι κάποιο από τά μέλη τής Εταιρείας κοκκινίζει, τά χάνει ή υστερεί με οποιοδήποτε τρόπο τή στιγμή που χρειάζεται να πλασάρει ένα ψέμα, πρέπει να τόν αποκλείει και να τόν κηρύσσει ανίκανο [ ]

εκτός από τά ψέματα που πλασάρονται ανοιχτά και δημόσια, υπάρχουν και άλλα που πρέπει να διαδίδονται στα μουγκά και με μικρό θόρυβο· [ ]

ένα δοκιμαστικό ψέμα είναι κάτι σαν πρώτη γόμωση που τοποθετείται δοκιμαστικά μέσα σε ένα κανόνι· είναι ένα ψέμα που εξαπολύεται μια ορισμένη στιγμή για να καταμετρηθεί η ευπιστία εκείνων στους οποίους πλασάρεται [ ]

ο συγγραφέας συνιστά στους αρχηγούς τών κομμάτων να μην παραπιστεύουν οι ίδιοι τά ψέματά τους· [ ]

ο συγγραφέας προσθέτει ένα Καλαντάρι ψευδολογιών για όλο τό χρόνο, όπου σημειώνει αυτές που συμφέρουν ανάλογα με τήν εποχή και με τό μήνα [ ]

ως προς τήν ταχύτητα με τήν οποία κυκλοφορούν τά ψέματα, ο Συγγραφέας λέει ότι είναι σχεδόν απίστευτη· δίνει πολλά παραδείγματα ψευδολογιών που έχουν τρέξει πιο γρήγορα και έχουν διανύσει μεγαλύτερες αποστάσεις από όσες θα μπορούσε να διανύσει ένας άνθρωπος με ταχυδρομική άμαξα. Τά ψέματα που επινοούνται για να εκφοβίσουν και να αποθαρρύνουν κυκλοφορούν και διαδίδονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, διανύουν πάνω από δέκα μίλια τήν ώρα· [ ]

όσο για τήν αντοχή τών ψευδολογιών, λέει ότι πρέπει να διακρίνεται σε διάφορα είδη και ότι υπάρχουν ψέματα όλων τών ειδών : ωριαία, ημερήσια, ετήσια και αιώνια· ότι υπάρχουν πολιτικά ψεύδη που, όπως τά έντομα, πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται με διαφορετική μορφή· [ ]

όλοι οι μεγάλοι άνδρες μας έχουν καθένας τίς δικές του επινοητικές ικανότητες [ ]

τά ψέματα τών υποσχέσεων που δίνουν τά σπουδαία πρόσωπα, οι πλούσιοι και ισχυροί, οι Άρχοντες, αυτοί που στέκονται ψηλά, αναγνωρίζονται από τούς τρόπους αυτών που τά πλασάρουν : ακουμπούν τό χέρι τους στον ώμο σου, σέ φιλάνε, σέ αγκαλιάζουν, χαμογελούν, διπλώνονται στα δυο για να σέ χαιρετήσουν· [ ]

τό πιο κατάλληλο και τό πιο αποτελεσματικό μέσο για να καταρρίψεις ένα ψέμα είναι να τό αντικρούσεις μ` ένα άλλο ψέμα.
[ ]

 

 

copyright λοιπόν για όλον τόν κόσμο και όλες τίς εποχές John Arbuthnot (1667 – 1735) αδελφικός φίλος τού Alexander Pope και τού Johnathan Swift, πρωτεργάτης και ιδρυτής τού Scriblerus Club, μοναδικός νομέας και δικαιούχος τού ανήλεου πνεύματός του για τό οποίο δεν έδινε δεκάρα, ενώ αντιθέτως προτιμούσε να κάνει τά χειρόγραφα τών γραπτών του σαΐτες για να παίζει με τά παιδιά του.

 

 

 

τό πρωτότυπο κείμενο

 

 

(πρόκειται όπως καταλάβατε για αναδημοσίευση παλιάς μου ανάρτησης από τό παλιό βλογ : είχε τότε και μια εισαγωγή (ως γνωστόν τό συνηθίζω) τήν οποία θεωρώ όμως περιττό να αναδημοσιεύσω – γι’ αυτό και βάζω μόνο τόν επίλογό (της)) : Μέ ενοχλούν τά ψέμματα που δεν περνάν με τίποτα καταβάθος για αλήθεια – ούτε καν γι’ αυτόν που τά λέει, πολύ περισσότερο γι’ αυτόν που τ’ ακούει και μάλιστα πείθεται – αλλά διαμορφώνουν παρ’ όλ’ αυτά ένα πραγματικό στρώμα αληθινής ζωής, ανίκητο και αδιατάρακτο, πάνω στο οποίο οποιαδήποτε συζήτηση περί αλήθειας ή ψέμματος φαντάζει, όχι απλώς γελοία, αλλά στην κυριολεξία εκτός θέματος : μ’ άλλα λόγια μέ ενοχλεί τό νικηφόρο αυτό ψέμμα που καμαρώνει πάνω στην ιδιωτική, τήν πολιτική, τήν κομματική και τή δημόσιά μας ζωή.

Μέ ενοχλεί με άλλα λόγια η καλύτερή μας και η πιο διαδεδομένη μας ηθική.

 

 

 

 

 

12 Αυγούστου 2014

βύρωνα λεοντάρη, μικρά αλλά μεγάλα πεζά

 

 

 

 

η ασθένεια προς θάνατον επελαύνει μονίμως ακάθεκτη όπως φαίνεται, πάνω και γύρω μας, και μέ αναγκάζει να διακόψω τήν επ’ ολίγον αδιάκοπη παράθεση λόγων τού συνοφρυωμένου προτεστάντη δανού, για να θυμηθούμε (και πάλι επ’ ολίγον) έναν άλλον αυστηρό, αλλά γλυκύτατο, άθεο (ελληνικότατης, αυτή τή φορά, καταγωγής) : ο θάνατος τού βύρωνα λεοντάρη πλήττει ερωμένες κι εραστές και τής ποίησης και τής νόησης (στις κριτικότερες και λαμπρότερες στιγμές τους) σ’ αυτόν τόν φτωχό και μουντό τόπο

ελάχιστη απότιση μνήμης λοιπόν, αποσπάσματα από τό δοκιμιακό του έργο, που θα τά ξεκινήσω αλλοιώνοντας ελαφρώς τή σειρά με τήν οποία τά κείμενα αυτά εκδόθηκαν, ξεκινώντας δηλαδή με ένα σημαδιακό (κατά τή γνώμη μου) κείμενο τού ’75 τό οποίο δεν βαδίζει απλώς χειροπιασμένο με τήν πικρή σατιρική διάθεση τού κίρκεγκωρ στα κείμενά του εναντίον τών συγχρόνων του «κριτικών», αλλά παρακολουθεί και περιγράφει (και συνοδοιπορεί, θα ’λεγε κανείς, περίφημα, με) τόν γενικότερο εξευτελισμό τής ελληνικής «πνευματικής» ζωής στις δικές μας, αυτοκρατορικής αθλιότητας και ξηρότητας, ημέρες :

 

 

 

 

τό πνευματικό imperium

 

Η πραγματικότητα μισεί αυτούς που δεν τήν αποδέχονται ως αναγκαιότητα και ιστορία. Η πνευματική αγορά σέ εκδικείται όταν τήν αγνοείς. Απρόκλητα και αυθαίρετα σέ ταξινομεί μέσα της, σέ ανθολογεί, σέ μελοποιεί, σέ μεταφράζει, σέ συζητεί, σέ βιογραφεί, σέ νεκροτομεί και σέ καταβροχθίζει στα κανιβαλικά συμπόσια τών λειτουργιών και εκδηλώσεών της. Βλέπεις τήν υπογραφή σου σε διακηρύξεις που δεν υπέγραψες και δεν βλέπεις τ’ όνομά σου κάτω από δικά σου κείμενα, σού αποδίδουν ιδέες που δεν πρεσβεύεις και σού αρνούνται τίς δικές σου, φέρεσαι απών εκεί που είσαι παρών και αντίστροφα από βαθμοφόρους τού πνεύματος. Όλη αυτή η παραμόρφωση, γιατί η αγορά και ο στρατώνας τού πνεύματος θέλουν να εκβιάσουν τή συμμετοχή σου στην περιοχή τους για τή νομιμοποίηση και συντήρηση τών θεσμών και τών μηχανισμών τους.

Ενώ είναι γνωστές οι θέσεις ορισμένων ποιητών πάνω στο θέμα «Πολυτεχνείο», κατά τής επαίσχυντης παραποίησης μιας γνήσιας επαναστατικής πράξης που «κρατικοποιείται» και καταντάει «εθνική επέτειος», εμφανίζεται στις προθήκες τών βιβλιοπωλείων και κυκλοφορεί ένα πολυτελέστατο – και πανάκριβο – λεύκωμα σαν καταστόλιστος δίσκος γραφείου κηδειών, όπου καταχωρούνται στίχοι (άσχετοι φυσικά προς οποιαδήποτε θεματογραφία τού «πολυτεχνείου»)  κ α ι  αυτών τών ποιητών, με τά ονόματά τους, χωρίς καμμιά προηγούμενη άδειά τους και χωρίς καν να ερωτηθούν, έτσι που δημιουργείται η εντύπωση ότι μετέχουν κι αυτοί (σε κραυγαλέα αντίθεση προς τίς θέσεις τους), σ’ αυτή τήν επίσημη τελετή που διαστρέφει τήν ουσία τής εξέγερσης στο αντίθετό της.

Τό θέμα, φυσικά, δεν έχει σημασία από τήν άποψη τών εντυπώσεων αλλά ως έκφραση τού πνευματικού imperium. Οι υπεύθυνοι τής έκδοσης τού λευκώματος ξέρουν πολύ καλά ότι ορισμένοι ποιητές και ορισμένα έργα, απ’ όπου σταχυολόγησαν στίχους, δεν μπορούν να συμβιβαστούν με παρόμοια καμώματα. Λειτούργησαν όμως και ενήργησαν αναγκαστικά, και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε προθέσεις, κάτω από τή νομοτέλεια τής περιοχής τους.

Παρόμοιες εκδόσεις εντάσσονται στα πλαίσια τής διαμάχης μεταξύ ελαφράς φιλολογίας (επιθεώρηση, λαϊκός περιοδικός τύπος) και τής «σοβαρής τέχνης» (ποιητές τής καριέρας, σεναριογράφοι, θεατρογράφοι, λιμπρετίστες κ.λπ.) για τή διανομή τών κερδών τής – νομιμοποιημένης πια απ’ όλους – καπηλείας τού Πολυτεχνείου. Είδαμε με πόση μανία και πανικό οι εκπρόσωποι τής σοβαρής τέχνης αντέδρασαν κατά τής δραστήριας επιθεωρησιακής εκμετάλλευσης, αιφνιδιασμένοι γιατί αυτοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να διαθέσουν στην αγορά τά (προχρονολογημένα συνήθως στις περιπτώσεις αυτές…) έργα τους.

Αυτό όμως που περισσότερο ενδιαφέρει, είναι ότι τό λεύκωμα αποτελεί μιαν ακόμη προκλητική επίδειξη ισχύος τών εκπροσώπων τής κρατούσας σήμερα  ποίησης  απέναντι  στην  αυθεντική  ποίηση,  έναν  αληθινό    π ν ε υ μ α τ ι κ ό    ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ό. Γιατί σήμερα κρατούσα ποίηση δεν είναι πια η ποίηση τού Α ή Β ποιητή, αλλά η στιχουργία τών σοβαροφανών πολιτικών τραγουδιών και τά λιμπρέτα αντιστασιακών ορατορίων «προοδευτικών» ημιμουσουργών και ημιμουσικών. Η στιχουργία που, διαπράττοντας τίς πιο φρικαλέες παραποιήσεις, απομιμήσεις, λεηλασίες, διασκευές και κάθε είδους ανόσιες επιμειξίες σε βάρος ξένων   α υ θ ε ν τ ι κ ώ ν   ποιητικών κειμένων, και αλλοιώνοντας κι αυτή τή συχνά ποιητική ψυχή τών στιχοποιών, προσφέρει μια «ποίηση» εύπεπτη, κατάλληλη για μαζική κατανάλωση. Χρησιμοποιώντας ένα τοτεμικό βυζαντινο–αντιστασιακό λεξιλόγιο συναντά τήν ντρεσαρισμένη δεκτικότητα και ερεθίζει τήν ευνουχισμένη επαναστατικότητα ενός φιλότεχνου και κηδειόφιλου κοινού. Είμαστε στην εποχή που τό επαναστατικό κίνημα εκφυλίζεται σε «πολιτιστικό». Η   μ ε λ ο π ο ί η σ η   τ ή ς   ι δ ε ο λ ο γ ί α ς   προσδίδει σ’ αυτήν έναν εμβατηριακό (δηλαδή ακόμη πιο   υ π ο δ ο υ λ ω τ ι κ ό   για τίς μάζες) χαρακτήρα και αποτελεί επιστροφή στην πρωτόγονη αντίληψη για τήν επιτάχυνση τής πορείας τής ιστορίας με ρυθμικά παλαμάκια… Αυτή η στιχουργία, ακολουθώντας τόν δρόμο που άνοιξε η ελαφροσοβαρή μουσική, έχει εξασφαλίσει απόλυτη αυθαιρεσία απέναντι σε κάθε τί τό αυθεντικό και κατοχυρώνει όλο και ασφαλέστερα τά οικονομικά της οφέλη. Ξέρει πως τά αυθεντικά έργα δεν έχουν καμμιά προστασία – εκτός από τήν προστασία τού… να είναι άγνωστα… Τό τέρας που ονομάζεται «πνευματική ιδιοκτησία» (ιδιοκτησία και «πνευματική» γίνεται ; ) ελλοχεύει και θρέφεται μόνο στα γραφεία καλλιτεχνικών οργανισμών, εκδοτών, εταιρειών δίσκων και ταινιών κ.λπ. Τό έργο τέχνης δεν προστατεύεται παρά μόνο αφού γίνει εμπόρευμα, όπως δεν προστατεύεται και η προσωπικότητα τού καλλιτέχνη αλλά μόνο τό προσωπείο του. Αντίθετα, προστατεύεται και πολύ αποτελεσματικά μάλιστα, η κάθε εμπορικά επιτυχημένη παραποίηση αυθεντικών έργων, καθώς και ο παραχαράκτης τους από τυχόν άλλους επίδοξους σφετεριστές. Η συμφωνία αριθ. 40 τού Μότσαρτ δεν προστατεύεται, προστατεύεται όμως τό «χασάπικο 40».

Από τήν αυθεντικότητα ώς τόν κοινωνικό του μύθο ο καλλιτέχνης χάνει κάθε αυτοπροσδιορισμό. Χάνει συνήθως και τή μόνη ευκαιρία του, να στρέψει πίσω και να γίνει στήλη άλατος. Τά κριτήρια τού ετεροπροσδιορισμού του ήταν ανέκαθεν μπάσταρδα, κι όσοι τά χρησιμοποιούν είναι ακριβώς αυτοί που λιγότερο πιστεύουν σ’ αυτά. Γιατί βέβαια, ο Σαρτρ δεν είναι η άρνηση τού νόμπελ, ούτε ο Μπέκετ η αποδοχή του. Ο Σολωμός δεν είναι η δίκη του με τή μάνα του, ούτε ο Σεφέρης κι ο Νερούντα η διπλωματική τους ιδιότητα, ούτε ο Θεοδωράκης οι πολιτικές του δηλώσεις. Ο καλλιτέχνης δεν είναι όλα αυτά. Είναι   π α ρ’   ό λ α   α υ τ ά.  Αν εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται παρόμοια κριτήρια για τόν καλλιτέχνη (κριτήρια κοινωνικής, ερωτικής, πολιτικής συμπεριφοράς κ.λπ.) είναι για να εξασφαλίζεται η συνεχής κοινωνική επιτήρησή του, ο «κοινωνικός έλεγχος» και η παντοτινή υποδικία του. Και, βέβαια, σε περίπτωση δίκης, αυτή κερδίζεται πάντοτε από τήν πολιτεία, τήν εκκλησία και τό κόμμα.

«Αγώνας για μια χαμένη υπόθεση…» χαρακτηρίζεται η εκδοχή να υπάρχει κανείς έξω από τίς θεσμοποιημένες λειτουργίες τής πνευματικής πραγματικότητας και γενικά έξω από τήν «περιοχή τού πνεύματος» που είναι τό πνεύμα οργανωμένο σε imperium. Μετά από αιώνες ανθρώπινης δουλείας έχουμε κάπως καταλάβει τή σημασία τής θρησκευτικής εξουσίας και τής πολιτικής εξουσίας,  δεν  έχουμε  όμως  ακόμη  συλλάβει τή  φρίκη  τής  π ν ε υ μ α τ ι  κ ή ς   ε ξ ο υ σ ί α ς,  παρόλο που θα ’πρεπε να μάς είχαν υποψιάσει καθιερωμένοι πια όροι που χρόνια τώρα φιδοσέρνονται ανάμεσά μας, όπως π.χ. «πνευματική   η γ ε σ ί α», «χώρος τού πνεύματος και τής τέχνης» κ.λπ.

Αυτή η «χαμένη υπόθεση» είναι πολύ παλιά, όσο και η περιπέτεια τού ανθρώπου. Δεν μιλώ για λογαριασμό άλλων, συλλογίζομαι όμως πόσοι και πόσοι άνθρωποι, αρνούμενοι αυτόν τόν θεσμικό χώρο (στρατώνα – αγορά) τού πνεύματος και τής τέχνης, αμφισβητώντας κάθε αυθεντία και προπαντός τήν αυθεντία τού εαυτού τους, χωρίς να επιβάλλει ο ένας στον άλλον τά κριτήριά του, χωρίς επιταγές πίστεως, συνομιλούν και συζητούν τήν έγνοια τους για μιαν άλλη εκδοχή τής ανθρώπινης ουσίας στη διερεύνηση τής σχέσης ελευθερίας και τέχνης. Είναι φυσικό οι άνθρωποι αυτοί να μην κατέχουν θέσεις στο πνευματικό imperium και να μην είναι «εισηγμένοι» στο χρηματιστήριο τών πνευματικών αξιών. Αυτό ακριβώς είναι όμως που δεν ανέχεται η αγορά τού πνεύματος.

«Κάποιος επιτέλους πρέπει να μιλήσει για τόν ποιητή Ρ… Χρόνια κυκλοφορεί ανάμεσά μας προσφέροντας πολύτιμες καταθέσεις, τεκμήρια αδιάσειστα τής πολύπλευρης ευαισθησίας του… κ.λπ κ.λπ.». Έτσι ακριβώς αρχίζει μια κριτική σε σύγχρονο περιοδικό. Πρόκειται για   τ υ π ι κ ή   κριτική αντιμετώπιση ποιητή εκτός αγοράς. Δεν χρειάζεται καμμιά υπογράμμιση για να διακρίνει κανείς τό τυπικό λεκτικό («κυκλοφορεί»… «πολύτιμες καταθέσεις»…) τής κρατούσας πνευματικής νοοτροπίας, που όχι μόνο αποδέχεται τήν πνευματική αγορά ως   α γ ο ρ ά   αλλά και θεωρεί αυτονόητο και αναγκαίο τόν χαρακτήρα της αυτόν. Πρέπει λοιπόν να γίνεται λόγος για τόν Α ή Β ποιητή. Και γιατί «πρέπει» ; Πρέπει, διότι : οι ποιητές είναι οι αναγκαστικοί καταθέτες τού ψυχικού αργυρίου τους. Δεν έχουν δικαίωμα στη σιωπή ή τή μοναξιά – άλλωστε θα τούς καταβληθούν οι τόκοι τους… Τό αντίθετο θα διατάρασσε τήν ομαλή λειτουργία τού συστήματος. Πρέπει, διότι : στο σύστημα αξιών είναι απαραίτητη η αξιολόγηση. Υπάρχει ανάγκη για «μεγάλους» και «μικρούς» ποιητές, για «εθνικούς ποιητές» ή για maudits. Κι ακόμη, πρέπει διότι : ο πολιτισμός μας «θέλει να ζήσει και θα ζήσει» και η τέχνη να βαδίσει τά μεγάλα ιστορικά πεπρωμένα της…

Δεν αμφισβητώ σε κανέναν τό δικαίωμα να μιλάει για τούς άλλους. Όποιος όμως μιλάει ενταγμένος στο πνευματικό imperium δεν μπορεί να αποφύγει ούτε τήν παραποίηση τών άλλων ούτε τήν παραποίηση τού εαυτού του. Γιατί προσπαθεί να επεκτείνει σε άλλους τή νομοτέλεια τής δικής του περιοχής. Τό αποτέλεσμα θα είναι πάντα να καταλήξει σ’ ένα λιβανωτό κανόνων πίστεως, σε συνθηματολογία για μιαν ολοκληρωτική και αυτάρεσκη υποταγή και πρόσδεση τής ουσίας τού ανθρώπου στην αναγκαιότητα, υποταγή που υποτίθεται (σύμφωνα με κομψούς διαλεκτικούς κομφορμισμούς) ότι άγει στην κατάλυσή της.

Αλλά επιτέλους πια: Δ ε ν   υ π ά ρ χ ε ι   α ν α γ κ α ι ό τ η τ α   π ο υ   ν α   κ α τ α λ ύ ε ι   τ ή ν   α ν α γ κ α ι ό τ η τ α.

Είναι θλιβερό να μιλάει κανείς για έγνοιες που τού είναι ξένες. Καιρός να μιλήσουμε για ό,τι έχει απομείνει δικό μας, μοναξιές στο πέλαγος, χωρίς επικοινωνία με παράκτιους σταθμούς, χωρίς να παίρνουμε απ’ αυτούς τό στίγμα μας, χωρίς αναφορές στην «πνευματική επικράτεια».

Θα προβληθεί σίγουρα η αντίρρηση πως, είτε τό θέλει κανείς είτε όχι, η όποια στάση του «σε τελευταία ανάλυση» δεν είναι κι αυτή παρά συμμετοχή δηλαδή ένταξη στο πνευματικό imperium. Είναι πασίγνωστη αυτή η στοργική παρατήρηση. Αλλά   δ ε ν   ενδιαφέρει η «τελευταία ανάλυση». Αν αδειάσει ο άνθρωπος απ’ τίς αντινομίες του, τή μοναξιά του και τόν καημό τής ελευθερίας, δεν απομένει παρά ένα σκιάχτρο. Η «τελευταία ανάλυση» είναι δόγμα τής ανελευθερίας, ολοκληρωτισμός, είναι πυρηνική σχάση, θάλαμος αερίων, απόλυτη απανθρωπία. Ενδιαφέρει τό δικαίωμα της αντινομίας, να υπάρχουμε και να μην υπάρχουμε. Ενδιαφέρει τό δικαίωμα να μη μετατρέψουμε τό προσωπικό μας χάος σε τάξη, αναγνωρίζοντας τό ίδιο δικαίωμα σ’ όλους τούς ανθρώπους – και αυτό δεν είναι ίσως και τόσο μάταιο…

 

πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 5 (1975)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

{ θα συνεχιστεί }

 

 

1 Αυγούστου 2014

søren, 4 : περί προλόγων

 

 

 

τά προηγούμενα : 1, 2, 3

.

τό σπαραχτικό χιούμορ τού κειμένου που ακολουθεί δεν είναι καθόλου αστείο : περιλαμβάνει όσα συμπεράσματα θα ήθελε (και ασφαλώς θα μπορούσε) μια φεμινίστρια να βγάλει για τό πατριαρχικό υπόστρωμα στο οποίο αναπαύθηκε (τρόπος τού λέγειν) η βασανισμένη ψυχολογία τού Κ εφ’ όρου ζωής και, σαν επιστέγασμα, προσφέρει γλαφυρότατα όλες (πιθανώς) τίς εξηγήσεις που τόν έσπρωξαν να χωρίσει από τήν Ρεγγίνε Όλσεν πριν φτάσουν και οι δύο στην τελική φάση ενός γάμου τόν οποίο εκείνος είδε σα συγγραφέας – μονήρης πλέον – να τόν πνίγει αναδρομικά.

θα πρέπει κανείς να εγκύψει τότε στη διαπραγμάτευση εκ μέρους του τής φαντασίας (αν υπάρχει τέτοια διαπραγμάτευση), για να καταλήξει αν επρόκειτο για μια έκρηξη αυτής τής ψυχολογικής του πλευράς, τού φόβου και τρόμου του ως προς τά χειρότερα που τόν περιμένανε, ή αν δεν χρειάστηκε καν να επιστρατεύσει τή φαντασία μπροστά σε ό,τι έβλεπε ήδη να υφίσταται γύρω του και κυρίως εντός του, με βάση τήν καλά εγκαθιδρυμένη παλαιόθεν πατρική κατήχηση περί τού φόβου τής αγωνίας τής θυσίας και τού είτε/είτε

( : Αν παντρευτείς, θα τό μετανιώσεις. Αν δεν παντρευτείς, πάλι θα τό μετανιώσεις. Παντρευτείς δεν παντρευτείς, θα τό μετανιώσεις. Αν γελάς με τίς τρέλες τού κόσμου, θα τό μετανιώσεις. Αν κλαις με αυτές, πάλι θα τό μετανιώσεις. Κλαις ή γελάς, θα τό μετανιώσεις. Αν πιστεύεις μια κοπέλα, θα τό μετανιώσεις. Αν δεν τήν πιστεύεις, πάλι θα τό μετανιώσεις. Πιστεύεις δεν πιστεύεις, θα τό μετανιώσεις. Αν κρεμαστείς, θα τό μετανιώσεις, αν δεν κρεμαστείς, πάλι θα τό μετανιώσεις. Κρεμαστείς δεν κρεμαστείς, θα τό μετανιώσεις. Αυτό, κύριοι, είναι η ουσία και η κατάληξη όλης τής πρακτικής σοφίας. («είτε/είτε : μια εκστατική διάλεξη»))

αλλά ας αρκεστούμε προς τό παρόν στην αυτοκατεδαφιστική ειρωνεία τού παρόντος κειμένου :

 

 

 

 

 

πρόλογος
από τούς «προλόγους»
ανάγνωσμα ανάλαφρον για ανθρώπους

σε ποικίλες καταστάσεις χρόνου και διάθεσης
από τόν Νικόλαο Παρατηρητή

 

Είναι πράγματι γεγονός ότι μια ασήμαντη λεπτομέρεια, ένα επιπόλαιο σχόλιο, ένα αυθόρμητο επιφώνημα, μια φευγαλέα ματιά, μια ανύποπτη χειρονομία προσφέρουν τήν ευκαιρία να γλιστρήσεις μέσα σε κάποιον και να ανακαλύψεις κάτι που θα περνούσε απαρατήρητο. Για να μην δοθεί περισσότερη σημασία σε αυτό τό σχόλιο απ’ ό,τι τού αρμόζει, θα τό αφήσω κατά μέρος και θα συνεχίσω με τό θέμα μου. Ώς προς ένα βιβλίο, ο πρόλογος είναι δευτερεύων, ωστόσο μια προσεκτική σύγκριση προλόγων προσφέρει σχόλια εν αφθονία ! Στον ακαδημαϊκό χώρο καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για τή σωστή ταξινόμηση λογοτεχνών και λογοτεχνημάτων, τόσο ώς προς τήν εποχή όσο και ώς προς τό ύφος, όμως κανείς διανοούμενος δεν διανοείται πόσο θα ωφελούσε μια επιμελής ταξινόμηση προλόγων από τήν αρχαιότητα ώς τήν εποχή μας.

Οι πρόλογοι, όπως οι ιδιωματισμοί και τά γνωμικά, έχουν περιστασιακό χαρακτήρα και ακολουθούν κατά πόδας τή μόδα. Άλλοτε μεγάλοι κι άλλοτε σύντομοι, άλλοτε τολμηροί κι άλλοτε συνεσταλμένοι, άλλοτε άκαμπτοι κι επίσημοι κι άλλοτε επιπόλαιοι, άλλοτε ανήσυχοι και σχεδόν απολογητικοί κι άλλοτε αγέρωχοι και σχεδόν αυθάδεις. Άλλοτε αδιάφοροι στα ψεγάδια τού βιβλίου κι άλλοτε οι πρώτοι που τά εντοπίζουν. Άλλοτε τό πρώτο απόσταγμα τού προϊόντος κι άλλοτε η γεύση που απομένει, οι πρόλογοι διακρίνονται από τόν εθιμοτυπικό χαρακτήρα τους. Μπορούν να συμμορφώσουν τόν συγγραφέα που ζει εκτός τόπου και χρόνου με τά έθιμα τής εποχής του και, στον βαθμό και τό έθιμο που τόν συμμορφώνουν, προκαλούν πολλαπλές επιθέσεις στο άτομό του, κάτι πολύ διασκεδαστικό. Τί πληθώρα πορισμάτων αντλεί κανείς από μια εμπεριστατωμένη μελέτη προλόγων !

Όμως η σύγχρονη εποχή έχει πλήξει θανάσιμα τόν πρόλογο. Ο συγγραφέας, που υποθέτει ότι κάποιος ενδιαφέρεται για αυτά που γράφει στον πρόλογό του, φαίνεται αστείος και αφελής. Σήμερα ο συγγραφέας προχωρά κατευθείαν στο θέμα. Εφόσον ο πρόλογος είναι ένα λογοτεχνικό είδος που παραγκωνίζεται διαρκώς, καιρός είναι να βάλουμε τά πράγματα στη θέση τους.

Αυτό που κάποτε έμπαινε στον πρόλογο επειδή δεν ταίριαζε στο θέμα τώρα μπορεί να μπει σε έναν πρόλογο που δεν είναι πρόλογος σε κανένα βιβλίο. Πιστεύω ότι έτσι η σύγχυση θα διευθετηθεί προς κοινό συμφέρον και όφελος. Αν ο πρόλογος και τό βιβλίο δεν μπορούν να ανεβούν μαζί στη σκηνή, τότε ας αφήσουμε τό ένα να δώσει διαζύγιο στο άλλο.

Η σύγχρονη διανόηση έχει ανάγκη από έναν άλλο τρόπο αντιμετώπισης. Ο λόγος που θεωρώ ότι αξίζει να αναλάβω ένα τέτοιο εγχείρημα έχει βαθύτερα αίτια. Κάθε συγγραφέας με ανεπτυγμένη αισθητική έχει στιγμές που δεν θέλει να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο, παρά μόνο τόν πρόλογο σε ένα βιβλίο, δικό του ή όχι. Άλλο λοιπόν ο πρόλογος και άλλο τό βιβλίο. Επομένως, τό να γράψεις έναν πρόλογο είναι εντελώς διαφορετικό από τό να γράψεις ένα βιβλίο. Τό επόμενο ερώτημα είναι αν ο πρόλογος πρέπει να γραφτεί πριν ή μετά τό βιβλίο. Για να προκύψει κάτι τέτοιο, ο συγγραφέας είτε έχει ένα θέμα είτε νομίζει ότι έχει. Αν όμως δεν έχει θέμα και θέλει να γράψει έναν πρόλογο, δεν πρέπει να γίνει ο πρόλογος θέμα, γιατί τότε ο πρόλογος θα καταλήξει βιβλίο και τά περί προλόγου και βιβλίου περιττολογία. Ο πρόλογος από μόνος του, ο ανεξάρτητος πρόλογος, δεν πρέπει να έχει θέμα· δεν πρέπει να αφορά τίποτα άλλο από τό αποκύημα μιας φαντασίας.

Αυτός είναι ο ποιητικός ορισμός τού προλόγου. Με τήν κλασική έννοια, ο πρόλογος είναι ένα έθιμο τής εποχής. Ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια απλή παρόρμηση. Σαν να θες να ακονίσεις τό δρεπάνι σου, να γρατσουνίσεις τήν κιθάρα σου, να πεις μια ανοησία, να φτύσεις έξω από τό παράθυρο. Δεν ξέρεις τί τήν προκαλεί. Σηκώνεσαι ξαφνικά από τό κρεβάτι έμπλεος εμπνεύσεως και θέλεις να γράψεις έναν πρόλογο στην καρδιά τής νύχτας. Σαν να θες να χτυπήσεις ένα κουδούνι στην τύχη, να περάσεις κάτω από τό παράθυρο μιας γυναίκας χωρίς να κοιτάξεις, να κουνήσεις τό μπαστούνι σου στον αέρα σαν να χαιρετάς κάποιον, να ξεστομίσεις ένα μυστικό, να ξεσπάσεις σε χορό, να ρεμβάσεις τίς αγριόχηνες από τό λόφο τού βάλντμπυ, να νιώσεις τό σκίρτημα τού έρωτα μέσα σου, να κρυφοκοιτάξεις τήν αγαπημένη σου πίσω από τό γιασεμί. Τέτοια είναι η παρόρμηση που ωθεί κάποιον να γράψει έναν πρόλογο.

Και άραγε πώς είναι εκείνος που τόν γράφει ;

Εκείνος που γράφει προλόγους είναι ο άνθρωπος για όλες τίς εποχές. Εύθυμος και χαρωπός, χαιρετά τούς πάντες, αυτάρεσκος επιπόλαιος και παντελώς ανεύθυνος, αφού δεν πηγαίνει στο χρηματιστήριο να φροντίσει τή φωλιά του αλλά κάνει απλώς τή βόλτα του από κει. Δεν μιλά σε δημόσιες συγκεντρώσεις γιατί βρίσκει τήν ατμόσφαιρα πνικτική, δεν γράφει προσφωνήσεις γιατί απαιτούν μεγάλη προετοιμασία, δεν υπηρετεί τό σύστημα, δεν πληρώνει δόσεις στο εθνικό χρέος ούτε τό παίρνει στα σοβαρά. Σφυρίζει ανέμελα σαν τόν παραγιό τού παπουτσή, αφήνοντας τόν πελάτη να περιμένει για τίς μπότες του μέχρι να ερευνήσει και τήν τελευταία κρυψώνα και να ικανοποιήσει πλήρως τήν περιέργειά του. Έτσι είναι αυτός που γράφει προλόγους.

Άρα λοιπόν, καθένας μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει, όπως τό θέλει, και όταν τό θέλει. Όμως εγώ δεσμεύομαι να ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό τό είδος γραφής. Δίχως άλλο χασομέρι, θα περιγράψω στον αναγνώστη τί εννοώ με αυτό. Όσο κατάλληλο είναι τό καφενείο για τίς φήμες, τόσο κατάλληλος είναι τούτος ο πρόλογος για τό δικό μου σχόλιο.

Αν και είμαι όσο ελάχιστοι ευτυχισμένος με τό γάμο μου, αν και ευγνωμονώ όσο ελάχιστοι τήν ευτυχία μου, χάρη στη γυναίκα μου έχω εντοπίσει αρκετές δυσκολίες στον γαμήλιο βίο, ειδάλλως δεν θα είχα υποψιαστεί τίποτα. Πάνε κάμποσοι μήνες από τότε που παντρεύτηκα. Έχοντας κάπως προσαρμοστεί στη συζυγική ζωή, άρχισε να αργοξυπνά μέσα μου ένας παλιός πόθος : να ασχοληθώ με ένα λογοτεχνικό εγχείρημα. Διάλεξα τό θέμα, άνοιξα τά κιτάπια μου, δανείστηκα βιβλία από τή βασιλική βιβλιοθήκη, τακτοποίησα τά τεφτέρια μου και βούτηξα τήν πένα στο μελανοδοχείο μου.

Η γυναίκα μου κάτι υποψιάστηκε και άρχισε να παρακολουθεί προσεκτικά τίς κινήσεις μου. Άρχισε τά υπονοούμενα. Έλεγε ότι περνούσα πολύ καιρό μελετώντας, πράγμα που δεν τήν ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Εγώ πάντως πρόσεχα μή μού ξεφύγει λέξη και έκανα ότι δεν καταλάβαινα, που όντως δεν καταλάβαινα στην αρχή. Μια μέρα όμως μέ αιφνιδίασε και κατάφερε να μού αποσπάσει τήν επίσημη ομολογία ότι τό έβαλα σκοπό να γίνω συγγραφέας. Ενώ μέχρι πρότινος εκτελούσε αποστολές αναγνώρισης, τώρα πλέον κήρυξε ανοιχτό πόλεμο εναντίον μου, με στόχο να κατασχέσει τά γραπτά μου και να βρει καλύτερη χρήση γι’ αυτά, σαν βάση κάτω από τά κεντήματά της, ανάμεσα στις μπούκλες της όταν χτενίζεται, κλπ. Κανένας συγγραφέας δεν βρέθηκε ποτέ σε χειρότερη μοίρα. Ώς κι αυτός που έχει λογοκριθεί ελπίζει ότι η δουλειά του θα φτάσει κάποτε στο τυπωθήτω. Η δική μου όμως κινδύνευε να πνιγεί στη γέννα. Η θέση μου έγινε ακόμα πιο απελπιστική όταν ανακάλυψα, ως συνήθως, ότι μέ κατεδίωκαν οι εφημερίδες. Τότε μπήκε στο μυαλό μου η σκέψη ότι θα ήταν ανεπανόρθωτη απώλεια για τήν ανθρωπότητα αν τά γραπτά μου δεν έβλεπαν ποτέ τό φως τής ημέρας. Τί μπορούσα να κάνω λοιπόν ; Εγώ αντίθετα από τόν συγγραφέα που λογοκρίνεται δεν έχω πρόσβαση στη δικαιοσύνη, στο αξιότιμο κοινό, ή έστω στη μνήμη τών μεταγενέστερων. Ζω και πεθαίνω, στέκω ή πίπτω διά τής συζύγου μου. Βεβαίως οι σύγχρονοί μου μέ θεωρούν ικανό να υπερασπίσω διαλεκτικά τήν περίπτωσή μου, αλλά η διαλεκτική μου δεινότητα δεν θα μέ ωφελήσει και πολύ στην προκειμένη περίπτωση, γιατί, αν και μπορώ να τά βγάλω πέρα με τόν Διάβολο, δεν μπορώ να τά βγάλω πέρα με τή γυναίκα μου. Εμμένει στην άποψή της. Αυτό που οι μορφωμένοι ονομάζουν λεπτό φιλοσοφικό επιχείρημα, η γυναίκα μου, που δεν θέλει να έχει τίποτα να κάνει με τή μόρφωση, τό θεωρεί φαιδρότητα. Η διαδικασία είναι απλή για έναν που ξέρει πώς να τή χειρίζεται. Κάθε φορά που λέω κάτι που δεν τής αρέσει, είτε είναι συλλογισμός είτε προσφώνηση είτε σχόλιο – τό σχήμα δεν παίζει ρόλο –, μού ρίχνει μια φιλική, γοητευτική καλοπροαίρετη και χαριτωμένη ματιά, θριαμβευτική και καταστρεπτική συνάμα, και μού λέει : «Σίγουρα αστειεύεσαι».

Τί είναι αυτό που δίνει τό δικαίωμα σε μια σύζυγο να φέρεται έτσι ; Η άποψή της είναι ότι ένας παντρεμένος που είναι συγγραφέας δεν είναι καλύτερος από έναν παντρεμένο που πάει στη λέσχη κάθε βράδυ. Είναι χειρότερος, γιατί αυτός που πάει στη λέσχη παραδέχεται ότι παρατυπεί, ενώ τό να είσαι συγγραφέας είναι μια διακεκριμένη απιστία που δεν μπορεί να προκαλέσει τύψεις – ακόμη και αν οι συνέπειες είναι πολύ χειρότερες. Αυτός που πάει στη λέσχη είναι απών όσο λείπει, ενώ ένας συγγραφέας «ίσως να μην τό έχεις καταλάβει, αλλά έχεις αλλάξει ολωσδιόλου. Είσαι μέσα σε ένα κουκούλι σκέψης από τό πρωί ώς τό βράδυ, ιδιαίτερα στο δείπνο. Κάθεσαι προσηλωμένος σαν Ναβουχοδονόσορας και, όταν σού φέρνω τόν καφέ στον δίσκο με μια χαριτωμένη υπόκλιση, η έκφρασή σου μέ τρομάζει τόσο πολύ, που μού πέφτει σχεδόν ο δίσκος και χάνω τήν εύθυμη διάθεση να υποκλιθώ μπροστά σου».
.
Μια και η γυναίκα μου ξέρει να αποφαίνεται σαν τόν Κάτωνα, αν και τό κάνει λιγότερο πληκτικά, καθετί πρέπει να τής προσφέρεται ως επιχείρημα. Η επιχειρηματολογία τής είναι δεύτερη φύση. Πηγάζει από τήν καρδιά της. Μέ έπεισε ας πούμε ότι, ως καθολική, ευεργετείται ακούγοντας τή λειτουργία στα λατινικά. Αν και δεν τά καταλαβαίνει, τή συγκινούν και τή συνεπαίρνουν.

Επιμένει ότι τό να είσαι συγγραφέας όταν είσαι παντρεμένος είναι η χειρότερη απιστία. Τώρα μάλιστα η απιστία έγινε ακόμα χειρότερη. Αν τής υπενθυμίσω ότι ο άντρας είναι ο κύριος βάσει τού νόμου ειδάλλως δεν είμαι παρά μια απλή αντωνυμία πλάϊ σ’ αυτήν, που δεν παύει ωστόσο να έχει απαιτήσεις, μέ κατηγορεί ως άδικο αφού ξέρω πολύ καλά ότι δεν απαιτεί απολύτως τίποτα στη σχέση μας. Αν πάλι διαμαρτυρηθώ ότι, εφόσον είμαι αντωνυμία πλάϊ της, οφείλει κι αυτή να είναι όσο πιο σημαντική γίνεται, για να μην είμαι αντωνυμία πλάϊ σ’ ένα τίποτα, εκείνη μέ κοιτά και μού λέει : «Προφανώς αστειεύεσαι».

Ποιο ήταν τό αποτέλεσμα τής διαμάχης ; … Όπως ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος που ο συγγραφέας έχει αφοπλίσει με επιχειρήματα επικαλείται μια γλωσσική λεπτομέρεια για να δικαιωθεί, και ο συγγραφέας τήν αποδέχεται ευγενικά, έδωσα τήν άδεια στον εαυτό μου να γράφω μόνο προλόγους. Επικαλούμαι τόν παραλληλισμό τών συζύγων που, έχοντας υποσχεθεί στις γυναίκες τους να μην καπνίζουν, έχουν τήν άδεια να διατηρούν όσες ταμπακιέρες θέλουν. Η γυναίκα μου αποδέχτηκε τήν πρότασή μου ίσως επειδή θεώρησε ότι δεν μπορώ να γράψω έναν πρόλογο αν δεν γράψω ένα βιβλίο, κάτι που δεν αποτολμώ, εκτός αν ένας είναι διάσημος συγγραφέας και γράφει κατά παραγγελία, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωσή μου.

.
Αυτά ώς προς τήν υπόσχεση και τήν υποχρέωσή μου. Τά λιγοστά που δημοσιεύω εδώ τά έγραψα ελαφρά τή καρδία, εν αγνοία τής συζύγου μου και κατόπιν αδείας τού εαυτού μου. Είθε οι κριτικοί να είναι επιεικείς, γιατί, αν τυχόν διαπίστωναν ότι δεν είμαι φτιαγμένος για συγγραφέας και η γυναίκα μου τό μάθαινε, μάταια θα ζητούσα να μέ παρηγορήσει. Θα πηδούσε από τή χαρά της, τόσο για τό πάθημά μου όσο και για τήν άποψή της ότι τό να είσαι συγγραφέας όντας παντρεμένος είναι η χειρότερη απιστία.

Νicolaus Νotabene

 

 

 

 

εικόνες : επάνω, γράμμα στη ρεγγίνε όλσεν (όπου ο κίρκεγκωρ αρχικά τής ζωγραφίζει τή γειτονιά στην οποία ζούσε εκείνη, και τόν εαυτό του να κοιτάει τόν κόσμο μέσω τηλεσκοπίου, ξεκινώντας αμέσως μετά μ’ ένα μάθημα : «Αυτό είναι τό knippelsbro. Εγώ είμαι αυτός με τό τηλεσκόπιο. Όπως ξέρεις, οι ανθρώπινες φιγούρες μέσα σ’ ένα τοπίο έχουν τήν τάση να φαίνονται λίγο περίεργες. Ας σέ παρηγορήσει ίσως τό γεγονός ότι δεν φαίνομαι και τόσο άσχημος, και ότι κάθε καλλιτεχνική σύλληψη συγκρατεί πάντα και κάτι από τό ιδανικό, έστω και με τή μορφή καρικατούρας.») // στη μέση (πάνω από τίτλο), αριστερά, χειρόγραφο από τό «πάρτε ένα εμετικό» (take an emetic) (άρθρο στον τόμο «επίθεση στον ‟χριστιανισμόˮ») / δεξιά, τίτλοι με οδηγίες προς τόν τυπογράφο από τίς «τέσσερεις εποικοδομητικές ομιλίες» (four upbuilding discourses) // κάτω, μεγένθυση για τό σχέδιο τού κίρκεγκωρ από τό γράμμα του στη ρεγγίνε

 

 

 

και εδώ ένα ενδιαφέρον άρθρο, κριτική μιας βιογραφίας τού Κ, όπου διαβάζεις και μια κριτική εναντίον του στον σατιρικό «κουρσάρο» (μ’ αυτό τό περιοδικό ο κίρκεγκωρ θα τά έβαζε για τά καλά κάποια στιγμή – μιλάμε για μηνύσεις και τέτοια –)

.

.

η γελοιογραφία αυτή τού «κουρσάρου» για παράδειγμα, δείχνει τόν κίρκεγκωρ σαν ήλιο στο κέντρο ενός σύμπαντος αστέρων, καθημερινών αντικειμένων, κτισμάτων τής κοπεγχάγης, και τού ήλιου τού ίδιου – και η λεζάντα λέει :

«έρχονται στιγμές που συγχύζεται τό μυαλό τού ανθρώπου και λέει πως ο Κοπέρνικος ήταν ηλίθιος που νόμιζε ότι η γη περιστρέφεται πέριξ τού ήλιου. Αντιθέτως, ήλιος, ουρανοί, πλανήτες, η γη, η ευρώπη, και η Κοπεγχάγη περιστρέφονται πέριξ τού Κίρκεγκωρ, ο οποίος στέκεται εν σιωπή στο κέντρο και δεν βγάζει και τό καπέλο του όταν τόν χαιρετάνε.»

 

 

 

 

 

 

Επόμενη σελίδα: »

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: