σημειωματαριο κηπων

1 Σεπτεμβρίου 2019

το σπηλαιο της αναισθησιας

 

 

 

 

η απεχθεια μου για τον πλατωνα βασιζεται σε παρα πολλα πραγματα, αλλά στο παραμυθακι του της σπηλιας συμπυκωνονται ισως τα περισσοτερα απ’ αυτα – ομως πριν συνεχισω για εναν ανθρωπο που δεν μ’ αρεσει και που δεν αγαπω (αρκετα πρωτοφανες θα ελεγα αυτο για τους εδω κηπους) θα ’θελα να ξεκαθαρισω οτι δεν (θα) ειναι αυτο ενα κειμενο για τον πλατωνα, διοτι τοτε θα ’πρεπε να το κανω και λιγο μεγαλυτερο – ειναι απλως ενα κειμενο που ξεκινησε απο μια σκεψη του βιτκενσταϊν. που ετυχε να διαβασω προσφατα και που μού θυμισε την «σπηλια» τού π., καθως επισης (μού θυμισε) και το πόσο αντιπαθω εξισου και τον κυριο β.

 

επισης, πριν συνεχισω θα πρεπει να ομολογησω οτι οταν απεχθανομαι πολυ εναν ανθρωπο, μού ειναι αδυνατο να τον διαβασω πραγματικα : ετσι, παρ’ολο που πηρα οταν πρωτομπηκα στο πανεπιστημιο να τον διεξελθω (και μαλιστα απο μεταφραση ειχα να διαβασω μόνο τον συκουτρη (τον ειχα ηδη απο την πατρογονικη βιβλιοθηκη για να πω την αληθεια αυτον) (τα άλλα τ’ αγορασα μόνη μου απο την «οξφοδη» που δεν εχει μεταφραση : ηταν ομως ακομα προσφατο το σχολείο, και η περιρρεουσα αποψη, φροντιστων καθηγητων και ημων των ιδίων, οτι ο πλατωνας δηλαδη ητανε ευκολος (σε αντιθεση π.χ. με τον θουκυδιδη) : και συνεπως θα ειμαστε τυχερες  αν μας επεφτε αγνωστο θεμα απ’ αυτον στις εξετασεις για τις σχολες

 

(η αληθεια ειναι (για να κουτσομπολεψω και λιγο) οτι απ’ αυτον μάς επεσε, εγραψα επομενως μαλλον καλα αφου πηρα ετσι και τα ουρανοκατεβατα λεφτα της υποτροφιας – (μόνο εκθεση δεν μπορεσα να γραψω καλα, ειχα εξαλλου και μια λόξα να μη θελω να γραφω καλα, δεν μπορουσα αλλωστε κιολας να γραφω καλα – επομενως λογικα εχασα την πρωτη θεση, αλλά δεν ειχε σημασια, οι δεκα πρωτοι παιρναν ολοι τα (ουρανοκατεβατα ή οχι – καποιοι δηλαδη ξεραν οπως εμαθα αργοτερα οτι υπηρχαν) : τα λεφτα της υποτροφιας τα πηραμε λοιπον ολες ετσι κι αλλιως) και κλεινει εδω το κουτσομπολιο))

 

θα πω λοιπον μερικα αυθαιρετα δικά μου (αυθαιρετα διοτι δεν προκειται ουτε να βαλω σημειωσεις απο πού τα πηρα, ουτε να κατσω να τα εξηγησω ιδιαιτερα – τα λεω για μενα και για οποιαν αλλη πιθανον (θα) θελει να διασκεδασει – και ουτε προκειται να ξαναπαρω τα βιβλια τωρα για να κατσω να επαληθευσω τις διατυπωσεις : τα λεω οπως τα θυμαμαι απο τοτε που τα διαβασα για πρωτη και, κατα κανονα, για τελευταια φορά)

 

 

 

 

 

Ο πλατωνας λοιπον, για να  ξεκινησω ετσι χοντρικως και χονδροειδως, ειναι (κι ας μην ομολογειται γενικως, εγω το ξερω και το λεω – κι ας με πιστεψουν οσες θελουν – και οσες μπορουν) ειναι και αποτελει το κεντρο της ανδροκρατιας, το κεντρο και την κορυφη της πατριαρχιας του μισογυνισμου και της θεωρητικης και φιλοσοφικης (και εμπρακτης τελικα, μια που «και η σκεψη πραξη ειναι» που ’πε κι ενας αγαπημενος γερμανος) της θεωρητικης και φιλοσοφικης λοιπον καταδίκης του ερωτα : και απ’ αυτην ακριβως την αποψη πιστευω οτι ο πλατωνας προετοιμασε θαυμασια τον χριστιανισμο – εχουν επομενως δικιο οσοι καταφευγουν στο ιδεολογημα του «ελληνοχριστιανικου» αποτετοιου – διοτι δεν προκειται ακριβως για ιδεολογημα, ειναι η ζοφερη πραγματικοτητα, για την ελλαδα και τις υπολοιπες χωρες του πλανητη, τουλαχιστον τις δυτικες

 

επειδη ομως ειναι και πολυ καλος συγγραφεας – για να πουμε την αληθεια ειναι ενα θαυμα στην πεζογραφια ο κυριος, απο μια συγκεκριμμενη αποψη – και πιθανως το υποψιαζεται και επομενως το χρησιμοποιει με οση χαιρεκακια διαθετει – και διαθετει μπολικη – επιχειρει επομενως και τολμαει να τ’ αγγιξει ολα με ανεση, και, αν μπορει (ελπιζει οτι μπορει – και  η ιστορια εδειξε οτι μπορει) να τα καταδικασει ολα, τα σχετικα με το σωμα μας, τελειωτικα –

 

το μπορεσε καταρχας διοτι ητανε, ειπαμε, ευφυης στην πεζογραφια (οχι στους τυπικους διαλογους του ( : εκει εξευτελιζει εντελως την ιδια την εννοια της διαλεκτικης – οπως ειχε ηδη προσεξει το μικρο (και ενιοτε εντελως ανευ χιουμορ) κοριτσακι που ημουνα καποτε – μια φορα το ειπα μαλιστα στην ταξη μας στη δασκαλα μας του γυμνασιου (καναμε αν θυμαμαι τον «πρωταγορα») : «ο σωκρατης κυρια, αυτος ειναι ομως που φερεται σα σοφιστης, αυτος μπερδευει, παραπλανα και εξευτελιζει τον διαλογο» (παραβλεπω εδω, και προσπερναω με επιεικεια, τη χειριστη γνωμη που μας ειχανε φυτεψει για τους σοφιστες – δεν μπορουμε να τα προβλεψουμε και ολα –) και εισεπραξα ενα «κατσε κατω σταθατου, δεν ξερεις τι λες», ακολουθουμενο απο βροντερους γελωτες – σκασιλα μου βεβαια ελαφρως, για να μην πω οτι γελασα επισης με τον εξωφρενων θυμο της και τις κοκκινιλες της, αστειοι ανθρωποι ενιοτε αυτοι οι εντελως αδιαβαστοι και αμορφωτοι, και ανεραστοι και ασωματοι (θα επανελθουμε στο ασωματο γι’ αυτο το βαζω), καθηγητες))

 

 

 

 

 

 

το συμποσιο ομως ειναι ενα κατεξοχην μυθιστορηματικο εργο, κι ας ποζαρει για διαλογος (ειναι κι αυτο ενα απο τα ευφυη πεζογραφικα του κολπακια) και δεν υπαρχει ιχνος εκει απο τους συνηθισμενους εξευτελιστικους τής εννοιας τού διαλόγου διαλόγους (εξευτελιστικους εντελως : «ετσι δεν ειναι ; » να λεει ο σπουδαιος δασκαλος, «ετσι ειναι βεβαιως» να απανταει ο παντα αφελης μαθητης / «μηπως εχεις αντιρρηση ; » να λεει ο σπουδαιος δασκαλος «προς θεου οχι» να λεει ο παντα αφελης μαθητης / κλπ, κλπ) : εδω αντιθετα εχουμε αλλεπαλληλες αφηγησεις, παραλληλες και διασταυρούμενες, μεσα σ’ εναν κυκλο φιλων, λιγο–πολυ ισότιμων και ομότιμων και εντελως ανέντιμων στην αντρολαγνεία τους, και μεσα σ’ εναν ενιαιο χωρο οπου ολοι καθονται και τρων και πινουν και συμβαινουν και απροσδοκητα να πουμε, οπως η εισοδος του μεθυσμενου αλκιβιαδη και η ερωτικη του εξομολογηση προς τον σωκρατη (δυο περιβοητοι μισογυνηδες που θριαμβευουν ετσι, ο καθεις με τον τροπο του) – και ακομα και η μοναδικη εισοδος της μόνης γυναικας στην παρεα γινεται μεσω αφηγησης του αφηγούμενου – δεν υπαρχει πραγματικη γυναικα πουθενα – αλλά και η ιδια η διοτιμα δεν ειναι καν γυναικα, ειναι δηλαδη η γυναικα οπως την θελουνε οι αιωνες που ηδη εχουν ερθει κι οι αιωνες που θά’ρθουνε, «ιερεια», ορκισμενη στη θρησκεια αυτων των αντρων, οπως τη θελει η θρησκεια αυτων των αντρων – και ηδη το «ιερο» ειναι το υπουλοτερο οργανο του μισογυνισμου της αντροκρατιας : η «διοτιμα» (μεσω της αφηγησης δηλαδη του σωκρατη) οχι μόνο δεν την αρνειται αλλά την επεκτεινει και την εμπλουτιζει –

 

αλλά αρκετα για το συμποσιο – αυτο θελει αλλη αναρτηση : για την πεζογραφικη του αξια ομως μπορω να πω (με το χερι στην καρδια, και το μουνι) οτι το εργο ειναι (θα μπορουσε να πει κανείς) η αρχη και η μεση και το τελος της πεζογραφιας ανα τους αιωνες (που ηρθαν και θά’ρχονταν), ασχετως εννοω του περιεχομενου – περιεχει δηλαδη τα παντα ως κειμενο, και το μοντερνο, και το μεταμοντερνο, και ο,τι αλλο θες – : απο αποψη πεζογραφικη δηλαδη το «συμποσιο» ειναι η συνοψη του μυθιστορηματος εν κινησει : ποιος θα μπορουσε να προβλεψει καλυτερα τη διαπραγματευση του 1ου ή του 3ου προσωπου στην αφηγηση, τους ελιγμους της αφηγησης της ιδιας  ; Ενας συνανταει εναν, τυχαια στον δρομο, και του ζηταει να του αφηγηθει κατι που του ειπε ενας αλλος, τυχαια στον δρομο, κι αυτος του λεει πως ο,τι (νομιζει οτι) ξερει ειναι απολυτως ανακριβες διοτι αυτος που ειχε παρευρεθει στο γεγονος και τού το αφηγηθηκε, του αφηγηθηκε προ χρονων πολλων πραγματα που ειχανε γινει προ χρονων πολλων – και παντως εντελει τού λεει τι εγινε σε κεινο το παρτυ, με το νι και με το σιγμα : σοβαρες ενστασεις επομενως για τη μνημη του – αλλά και για την πιστοτητα της μεταφορας (απο το 1ο στο 2ο στο 3ο προσωπο) μπορουν να εγερθουν – αλλά : Ποιος ειναι εντελει ο αφηγητης εδω ;

και επιπλεον, ο χρονος που μεσολαβει απο το γεγονος στην αφηγηση και την αναμνηση (και την αναβιωση του) τι ρολο παιζει σε οσα (υποτιθεται οτι) ειπώθηκαν ;

Ευρηματα με λιγα λογια εξοχωτατα.

 

(ιδου σταδιον δοξης λαμπρον λοιπον και για τον κυριο βιτκενσταϊν, που θελει να εξηγησει τη γλωσσα με τα μαθηματικα – απωθωντας εμφανως την «ψυχολογια» οπως τη λεει – και ξερει αυτος γιατι (εχει τη σπηλια του))

 

 

 

 

 

το ζητημα ειναι οτι ο πλατωνας δεν αρκειται (καθολου μα καθολου) να θριαμβευει στην πεζογραφια, και να διαπραγματευεται ετσι, με το μαλακο (με το πολυ μαλακο) τα θεματα που πρεπει να σκοτωσει, και πανω απ’ ολα τον ερωτα (βαζοντας μαλιστα να τον «υπερασπιζεται» (δηλαδη να τον καταδικαζει) ακριβως μια γυναικα – συνηθισμενες κουτοπονηριες των αντρων – ειπαμε, ο πλατωνας τούς εμπεριεχει ολους τους μισογυνηδες και του παρελθοντος και του μελλοντος – γι’ αυτο τον διασωσανε οι καλογέροι – που καψανε ολους τους αλλους

 

(σκεφτομαι καμια φορα τι θα ειχε γινει αν ειχε (για καποιους μυστηριους λογους) αντιστραφει τελειως η κατασταση και οι καλογέροι σωζανε ολο το εργο του επικουρου (ηταν και ο πολυγραφοτερος αλλωστε ολων) και απο τον πλατωνα ειχαμε μόνο ο,τι εχουμε σημερα απο τον επικουρο : δηλαδη δυο γραμματακια και μια διαθηκη – καθως και μερικες παρεξηγησεις – ή εμμετρες ερμηνειες – οπαδων και θαυμαστων – αλλά δεν εχει νοημα να ονειρευομαι.))

 

ομως για το «συμποσιο» δεν θα πω άλλα εδω – εχω να πω πολλα αλλά χρειαζομαι περισσοτερο χωρο (και φυσικα θα ’θελα κι αλλο χρονο) : αρκει ομως σημερα να πουμε οτι βαζοντας μια γυναικα να εκφρασει τις πλατωνικες αποψεις για τον ερωτα, ο κυριος πλατων καταφερνει το μνημειωδες – να πεισει ολους τους αντρες (και, κανονικοτατα, και τις γυναικες) οτι καλα κανει ο ερωτας και εχει ευνουχιστει απο μόνος του, εχοντας διαγραψει καθε ατιθασσο στοιχείο του, στοιχείο που θα θυμοταν δηλαδη ακομα την προηγηθεισα βακχεία – δηλαδη τον ερωτα στην πραγματικα γυναικεια και αντι–κοινωνικη του διασταση

 

 

 

 

Εκει λοιπον που ειναι λιγοτερο προστατευμενος (δεν ενδιαφερεται καν ο ιδιος να προστατευτει δηλαδη) ο πλατωνας ειναι στα «καθαρα» πολιτικα του – ενα απ’ τα πρωτα αποσπασματα που μ’ εκαναν να τον σιχαθω πραγματικα ηταν εκεινο το «οι δουλοι να ’ναι απο διαφορετικες χωρες για να μη μιλουν την ιδια γλωσσα» (αλλο σταδιο δοξης λαμπρον και για τον κυριο βιτκενσταϊν βεβαια εδω, να μας πει οτι ουτως ή αλλως κανενας δεν μιλαει την ιδια γλωσσα με κανεναν – κι αν δεν τον βολευε στην παρουσα συζητηση αυτο, να το αναθεωρουσε παρευθυς, και με ευστροφία, ως την ιδια γλωσσα εχουμ’ ολοι μας (αναθεωρουσε κι ευκολα ο τυπος))

 

ομως ολ’ αυτα τα γραφω πανω απ’ ολα για να καταληξω στην πιο κουτοπονηρη (και εγκληματικη, θα μπορουσε να πει κανείς – αλλά κυριως στην πιο πανανθρωπινως (και ακριτως) θαυμαζόμενη, παρεξηγουμενη και αποβλακωτικη) αλληγορια του, αυτην της σπηλιας

 

και τη θυμηθηκα διοτι επεσε στα χερια μου προχτες ενα αποσπασμα του κυριου βιτκενσταϊν που ειναι λες βγαλμενο απο τα μαθηματα του κυριου πλατωνα ακριβως : και ειδικα απο το μαθημα τού σπηλαίου : (το βρηκα στα αγγλικα και συνεπως στα αγγλικα το παραθετω, δεν νομιζω ομως στα γερμανικα να ’λεγε τα αντιθετα) :

 

«It is possible to imagine a case in which I could find out that I had two hands. Normally, however, I cannot do so. «But all you need is to hold them up before your eyes!»—If I am now in doubt whether I have two hands, I need not believe my eyes either. (I might just as well ask a friend.)» ( * )

(τα πλαγια ειναι δικα του)

 

Το πιστευω λοιπον απολυτα, οτι του ηταν αδυνατο, σε τελευταια αναλυση και οχι απλως λογικο επιχειρημα, να φανταστει πως εχει δυο χερια : ακομα κι αν τα σηκωσει δηλαδη και τα φερει μπροστα στα ματια του, δεν υπαρχει κανενας λογος που να τον πειθει οτι και τα ματια του τελικα δεν ψευδονται :

 

καθοτι ο κυριος βιτκενσταϊν ειναι ο ιδιος ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα χωρις να ντρεπεται καθολου – φτιαχνει ολοκληρη φιλοσοφια με τα οσα ενα, κατ’ αυτον τον τροπο στερημενο απο ολες του τις αισθησεις, υποκειμενο θα ελεγε : θα ελεγα για την ακριβεια οτι ειναι ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα «με σαρκα και οστα», αν δεν ηταν αυτο ακριβως αντιφατικο μαζι και οξυμωρο για να μην πω και γελοίο : οι ανθρωποι της σπηλιας του πλατωνα (αλλά, εντελει, ολοι οι «ανθρωποι» του πλατωνα) δεν εχουν ακριβως ουτε σαρκα ουτε οστα :

 

 

 

 

ο ανθρωπος της σπηλιας του πλατωνα ειναι ο ενγενει ανθρωπος του πλατωνα και εκτος σπηλιας – αυτον υποστηριζει αυτον γουσταρει για τους αιωνες που θά’ρθουνε,  και αυτον θελει ( : και αυτος ηρθε οντως για τους αιωνες που ηρθανε) : τον παραθετει βεβαια σαν στοιχείο μιας αλληγορίας, για να καλυψει την υπερβολη, αλλά η αλληγορία ειναι και η επιθυμια του : ανθρωποι χωρις σωμα χωρις αισθησεις και χωρις ερωτα – συνεπως ανθρωποι στους οποίους το σωμα τους δεν μιλαει – και δεν εχει τιποτα να αποδειξει

 

ειναι πεποιθηση (ευτυχως, οχι μόνο δική) μου οτι αυτα τα οποία προβαλλει καποιος στην πραγματικοτητα, ως πραγματικοτητες, ειναι κομματια απο τον εαυτο του

 

και σαν ανθρωπος που ηρεμα αυτονοητα, και χαρουμενα, επικοινωνουσε με το σωμα του απο παιδι, ξερω οτι θα ηταν αδυνατο να με πεισει καποιος οτι ειμαι σκια – κι οτι το ιδιο ειναι και οι απεναντι : ακομα κι αν οι απεναντι δηλαδη ηταν, ή φαινονταν σα σκιες, εγω θα ηξερα οτι δεν ημουνα – γιατι θα ημουνα εκεινο το πραγμα («πραγμα» πριν τις λεξεις) που καυλωνε και ηθελε να παιζει και να ερωτευεται – αρα δεν μιλαει για μενα ο κυριος πλατωνας

 

εξαλλου ολοκληρη αυτη η πλατωνικη σκηνοθεσια μεσα στη σπηλια δεν θα αλλαζε καθολου αν αντι για ανθρωπους στα τοιχωματα της, ο φιλοσοφος μας, ειχε σταυρωσει ακινητα σιωπηλα και μεταλλικα ρομποτ – διοτι ειναι αποψη και επιθυμια του ιδιου οτι οι ανθρωποι δεν εξεγειρονται δεν διαμαρτυρονται και δεν αντιδρουν με λιγα λογια, κατα κανενα τροπο στο αλυσοδεσιμο τους

 

κι αν εκλαμβανουν τη ζωη συμφωνα με αυτο που βλεπουν απεναντι – και οχι συμφωνα μ’ αυτο που αισθανονται (αληθεια τι αισθανονται ; αισθανονται τιποτα ; τι λενε ; μιλανε με κανεναν ; – ή δεν εχουν καν ακομα τη γλωσσα ; ή την ειχαν και τη χασανε ; και απο ποια ηλικια αλυσοδεθηκανε ; ητανε ποτέ δηλαδη προηγουμενως ελευθεροι ; κι αν αλυσοδεθηκανε απο νεογεννητοι, πώς μεγαλωσανε, και ποιος τους ταΐζει ; ή δεν χρειαζονται καν φαΐ ; ή δεν χεζουνε καν, και δεν κατουρανε ; ) το ζητημα ειναι οτι για χαρη τους ο φιλοσοφος μας δεν περιγραφει παντως το ανθρωπινο ειδος, αλλά αυτο που θα ηθελε να ισχυσει – και αυτο που εντελει οντως κατισχυσε : τους ανθρωπους ως αναισθητα και ανεραστα και αμιλητα μελη μιας κοινωνιας ενος θεαματος καποιων σκιων

 

 

 

 

γι’ αυτο και ειναι ουσιαστικα εντελως δευτερευον το παιχνιδι που παραθετει (πολυ εξυπνο ομως οντως, και πολυ σατανικο – και πολυ χαιρεκακο) με το φως και το σκοταδι : αν βγαιναν εξω θα τυφλώνονταν, αν ξαναμπαιναν μεσα δεν θα βλεπαν τιποτα : αυτα ειναι ακριβως τα παιχνιδακια του κυριου πλατωνα και οι, ιδιοφυεις ομολογουμενως, αντιπερισπασμοι του – γιατι αυτο το οποίο θελει να τονισει ειναι αυτο το οποίο ακριβως διεξερχεται επιτροχαδην, χωρις να το τονιζει καθολου (διοτι αυτο το οποίο τονιζεις αποκταει ξαφνικα μια σημασια, και γινεται ο αντιπαλος, και ως αντιπαλος εχει ηδη κερδισει το παιχνιδι, εστω και κατα το ημισυ : ομως ο πλατωνας δεν θελει, προς θεου, ποτέ, να υπαρξει αυτος ο αντιπαλος – μην τυχον αλλωστε και βρει και τη φωνη του ξαφνικα) : αυτο το οποίο διεξερχεται λοιπον επιτροχαδην, και δεν επιθυμει να το τονισει διολου, ειναι να επιζησουν αυτοι οι ανθρωποι, που δεν αισθανονται τιποτα – γιατι ετσι πρεπει να ειναι οι ανθρωποι

 

αδιαμαρτυρητοι απεναντι και στο φως και στο σκοταδι, τυφλοι και σιωπηλοι και υπακουοι – καποια στιγμη βεβαια που πηγε να κανει τον μαγκα στην ενεργο πολιτικη με κατι τετοιες αποψεις, κόντεψαν να τον φανε λαχανο και το ’βαλε στα ποδια κι εβγαλε και τον σκασμο –

 

αλλά ας ξαναφτιαξουμε λιγο, ετσι για πλακα, τη σκηνοθεσια της σπηλιας βαζοντας αλυσοδεμενους στους τοιχους της οχι ανθρωπους, αλλά άλλα ζωα : (στο τελος παραθετω εναν συνδεσμο για να διαβασετε αν θελετε ολο το αποσπασμα στο πρωτοτυπο και στη μεταφραση του σκουτερόπουλου) : ας δουμε λοιπον την πλατωνικη «πραγματικοτητα» των αισθησεων και των ψευδαισθησεων με «αλλου ειδους ζωα» : διανοειστε να ειχαν αλυσοδεθει δηλαδη γατες στο σπηλαιο ; αχαχα : και να καθοντουσαν ακινητες και σιωπηλες και να κοιτάζαν φιλοσοφικα τις σκιες απεναντι ;

 

βεβαια το γελιο θα μας βγει ξυνο, διοτι οντως η πλατωνικη ζωολογια επισκιασε για αιωνες τα παντα : και για αιωνες μαθαμε οτι δεν ειμαστε ζωα, και συνεπως δεν εχουμε αδιαπραγματευτες επιθυμιες –

 

ετσι ακριβως κι ο κυριος βιτκενσταϊν σ’ ενα άλλο του αποσπασμα, καπου αλλού, λεει κατι φαινομενικα λογικο : οτι ακομα και αν μιλουσε ενα λιονταρι δε θα το καταλαβαιναμε – κι εγω σου λεω ομως οτι το καταλαβαινουμε ηδη περιφημα, οσο ακριβως μάς καταλαβαινει κι αυτο – εξαλλου καπου αλλού τον βρηκα να συμφωνει, αντιφασκοντας περηφανα (και σιωπηλα βεβαια) : «(A child has much to learn before it can pretend). A dog cannot be a hypocrite, but neither can he be sincere( ** )

(τα πλαγια δικα μου)

 

ειναι με λιγα λογια επειδη ειμαστε ζωα, μεχρι να παψει αυτη η εκφραση να ειναι υβρις, που μπορουμε ακομα και να αντιφασκουμε, και να αναθεωρουμε, αλλά σε καμμία περιπτωση να μη μιλαμε καθολου.

 

 

 

 

 

 

τελειωνοντας λοιπον αυτα τα ανοργανωτα και σκορπια αλλά ακρως ειλικρινη (ειπαμε, με το χερι στην καρδια και το αιδοιο – για να το θεσω τωρα πιο καθωσπρεπει), ας κλεισω με μερικες συναφεις αλλά πολυ αρχικες, και γι’ αυτο πολυ αφελεις πιθανον αποριες μου : μού εκανε δηλαδη εντυπωση απ’ την πρωτη στιγμη που το διαβασα, πώς σε αυτο το στησιμο της σκηνοθεσιας μες στη σπηλια, ενας φιλοσοφος που εχει κλιση ιδιαιτερη στους διαλογους των ανθρωπων δεν σκεφτηκε οτι θα μπορουσαν καποια στιγμη οι βασανισμενοι ν’ αρχισουν μεταξυ τους να μιλανε – ή εστω να μουγκριζουν – με προβληματισε δηλαδη οτι ο πλατωνας μολονοτι τούς ειχε ακινητους δεν τούς ειχε βαλει φιμωτρο και δεν τούς ειχε  κλεισει το στομα : κι ομως αυτοι δεν μιλαγανε – οχι μόνο για να παραπονεθουν ή να κλαψουν ή να ουρλιαξουν, αλλά για να ανταλλαξουν εντελει αποψεις περι τού πώς βλεπει ο καθενας (ή η καθεμια : υπηρχαν αραγε και γυναικες ; δεν μας το διευκρινιζει αυτο ο κυριος) πώς και τί βλεπει ο καθενας στις σκιες εκει απεναντι, και τί διαφορές διακρινει

 

και επισης, με αποβλακωσε, η πληρης αποσιωπηση, και αγνοηση της δυνατοτητας, ακομα κι αυτοι οι ευνουχισμενοι ανθρωποι να μη βλεπανε τις ιδιες σκιες ολοι να περνουν απεξω : πρωτον, διοτι η θεση τους θα ’ταν διαφορετικη μεσα στη σπηλια, και δευτερον γιατι θα ειχαν άλλα πραγματα ο καθενας μεσα του για να προβαλλουνε πανω στις σκιες – κανενας ανθρωπος βλεπετε δεν μπορει να ευνουχισει κανεναν ανθρωπο απολυτως : ενα κομματι της προσωπικοτητας του, των αισθηματων του και των αναγκων του, παντα θα μεινει – κι αν κρινουμε απο τον ιδιον τον κυριο πλατωνα αυτο που μπορει να μεινει μπορει να ειναι και ιδιαιτερα επιθετικο : ο μόνος πετυχημενος ευνουχισμος ειν’ ο θανατος : και ο θεωρητικος της απολυτης εξουσιας, ηθελε, παρ’ ολ’ αυτα, τους ανθρωπους του ζωντανους – δεν θα του αρκουσε να κυριαρχησει σε σκιες πεθαμενες.

 

 

 

 

 

(*) μεταφρασμενος στα αγγλικα βιτκενσταϊν, σ. 114 pdf / σελιδα βιβλιου αγγλικης μεταφρασης 221*

(**) μεταφρασμενος στα αγγλικα βιτκενσταϊν, σ. 118 pdf / σελιδα βιβλιου αγγλικης μεταφρασης 229*

οι «φιλοσοφικες ερευνες» του βιτκενσταϊν σε μια ελληνικη μεταφραση

το «συμποσιο» στη μεταφραση του Ιωάννη Συκουτρή

το αποσπασμα για τη σπηλια στη μεταφραση του Ν. Μ. Σκουτερόπουλου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

23 Φεβρουαρίου 2011

one–dimensional man vs anna akhmatova

.

       

  

   συνεχίζω από εκεί που είχαμε μείνει πριν μεσολαβήσει η επέτειος τού μπρούνο
   βέβαια στους κήπους ασχολούμαι μόνο με πρόσωπα και κείμενα που αγαπώ αλλά σήμερα, κατ’ εξαίρεσιν (και συνεχίζοντας τήν προ–τελευταία παρένθεση), θα ασχοληθώ λίγο ακόμα με τόν σλάβοϊ ζίζεκ
   τότε πιάστηκα από τό αστείο ενός ανέκδοτου, θα πιαστώ σήμερα από τή «λεπτομέρεια» δυο «φιλοσοφημένων σημειολογικά» παραδειγμάτων :

   σε μια διάλεξή του προς τούς ανθρώπους λοιπόν τής γκουγκλ  ο ζίζεκ έκανε μια σημειολογική παρατήρηση (με τήν αυτοπεποίθηση ανθρώπου που ρίχνει κανονιές εκεί που ένας άλλος θα ντρεπόταν να αναφέρει αυτές τίς παρατηρήσεις ακόμα και ως φτέρνισμα) ( : πάντως δεν είχαν ακριβώς και τήν ανταπόκριση που θα ήθελε οι παρατηρήσεις του – εξ αυτού όπως φαίνεται και στο βίντεο (στο τέλος του, μετά από μια ώρα, 1. 09΄. 16΄΄), ο εκφωνητής τους, αφού πάγωσε λίγο, επιδόθηκε μετά νέας μανίας στο ξύσιμο τής μύτης του και στις χειρονομίες νευρόσπαστου τίς οποίες ίσως πιστεύει ότι εκλαμβάνουν όλοι ως αμεσότητα – εγώ πάντως τίς εκλαμβάνω ως δείγμα ταραγμένης ψυχολογίας, και μ’ εκνευρίζει να τίς βλέπω κιόλας (όπως απ’ τήν άλλη μ’ ευχαριστεί να βλέπω, σε κάποιες φωτεινές περιπτώσεις, ανθρώπους να λένε μισογύνικα ρατσιστικά «αστεία» και να παγώνουν μόλις συνειδητοποιούν ότι τό ακροατήριό τους αποτελείται, κατά λάθος, από χειραφετημένες γυναίκες (και άντρες…)) Εξάλλου (εμένα) προσωπικά, από πάντα, οι άντρες που κουνάγανε πάρα πολύ τά χέρια τους ασχολούμενοι διαρκώς με τό σώμα τους όταν μιλάγανε, ξύνοντας ας πούμε κάθε τόσο τ’ απαυτά τους ή τή μύτη τους, μού δίνανε τήν εντύπωση ότι θέλουν  να κυριαρχήσουν καταβάθος στο σύμπαν και ντρέπονται να τό πουν (Αντίθετα, μ’ αρέσουν πολύ οι ήρεμοι άνθρωποι, αλλά δεν έχει και πολλή σημασία τί μ’ αρέσει εμένα τώρα)

   επί τού θέματος λοιπόν : ο ζίζεκ διατύπωσε, με τήν ευκαιρία μιας ερώτησης από τό ακροατήριο, δύο βαθυστόχαστες κατά τή γνώμη του σημειολογικές διαζεύξεις, που κατά τή γνώμη του πάλι (αν και κρυμμένες πίσω από ένα άλλοθι εν παρόδω σημειολογικής μαεστρίας) τσάκιζαν τά κόκαλα τής δημοφιλούς, αφελούς, και μονοσήμαντης σύγκρισης σταλινισμού και φασισμού ( : αδυνατώ να καταλάβω εν πάση περιπτώσει γιατί τόσο πολλοί κολλάνε τόσο, τελευταία, σ’ αυτή τή σύγκριση – γιατί τούς ενοχλεί δηλαδή η ίδια η δυνατότητα συγκρίσεων; – και ακόμα δεν έχει μπει στο παιχνίδι για τά καλά ο σταλινισμός που κάθισε με τήν ίδια εγκληματική αθωότητα στο σβέρκο τών κινέζων – έχουμε μέλλον δηλαδή συγκρίσεων και διαζεύξεων – και ενοχλήσεων).

   Οι (σεμνές) σημασιολογικές παρατηρήσεις τού ζίζεκ σπάνε πάντως κατά τή γνώμη μου πραγματικά κόκαλα – με τήν μονοδιάστατη αφέλεια και τήν αντιδιαλεκτική τους μονολιθικότητα – που θα γίνονταν κατανοητές πιθανόν, από μένα τουλάχιστον, μόνο στη ρητορική πρώην κνίτη περιπτερά ή ταξιτζή : Τίς χαρακτήρισε «μικρές λεπτομέρειες, που τού αρέσουν ως διαφορές – και που (προφανώς) έχουν τή σημασία τους» (επί τής «σημασίας» πάντως δεν επεκτάθηκε, αν και τήν «επέκταση» τής «σημειολογικής» παρατήρησης περιμένει ένα φιλοσοφημένο κοινό κυρίως)

   ποιες είναι οι μικρές λεπτομέρειες τίς οποίες ξεχνάνε όσοι συγκρίνουν τόν σταλινισμό με τόν ναζισμό;

   1 : ο χαιρετισμός τού χίτλερ και τό χειροκρότημα τού στάλιν :

   στις τεράστιες ναζιστικές συγκεντρώσεις βλέπουμε τό πλήθος να χαιρετάει ναζιστικά, και τόν χίτλερ άκαμπτο να κάνει μια ανεπαίσθητη κίνηση αποδοχής : στη μόσχα όταν τό πλήθος χαιρετάει τόν στάλιν, και όλο τό κόμμα, αυτοί οι δεύτεροι τό χειροκροτούν : αυτή η λεπτομέρεια αρέσει στον ζίζεκ, και τήν θεωρεί παρήγορο δείγμα τής διαφοράς νοοτροπίας, ως προς τήν αντιμετώπιση τών «μαζών», από τόν χίτλερ στον στάλιν.

   τώρα, είναι παραβίαση πλήθους ανοιχτών πορτών να επισημάνει κανείς τί πλήθος λεπτομέρειες αγνοούνται ή παραμερίζονται εδώ : ενώ τονίζεται η «ακαμψία» τού σώματος τού χίτλερ, παραβλέπεται καταρχήν μεγαλοπρεπώς η εξίσου ακαμψία τού σώματος τού στάλιν ακόμα και «χειροκροτούντος». Όπως εξίσου παραβλέπεται τό ψυχρά πειθαρχημένο, έως καρικατούρας, περπάτημα και τών δύο παρελάσεων – ένα περπάτημα που (μια που έχουμε να κάνουμε και με ψυχαναλυτή) θα ’πρεπε να πούμε ειρήσθω εν παρόδω ότι εξαφανίζει τή φυσικότητα τού ανθρώπινου σώματος μέσα από τήν επιδεικτική απανθρωπιά τής υποταγής του στην ιδέα τής (ιδεολογικής) στρατιωτικής (και κομματικής) πειθαρχίας : αυτό όμως που πάνω απ’ όλα φαίνεται να τού διαφεύγει τού φιλόσοφου (και ψυχαναλυτή) είναι ένα παράπλευρο γεγονός, κατά τό οποίο μεταλλάσσεται και γελοιοποιείται η ίδια η πράξη τού χειροκροτήματος : ό,τι ξεκίνησε κάποτε δηλαδή αρχικά, και καθιερώθηκε μέσ’ απ’ τούς αιώνες, ως αυθόρμητη ένδειξη αγάπης τού κοινού μιας θεατρικής παράστασης προς τούς υποκριτές της : Στην πραγματικότητα (όπως έχω πει μιλώντας για άλλα) τό χειροκρότημα είναι μια πράξη τέλους «γεμάτη αλήθεια», συμπληρωματική τής αρχικής πράξης τού «ψέματος» ενός έργου τέχνης – η στιγμή κατά τήν οποία τό κοινό γίνεται κι αυτό καλλιτέχνης, υποκριτής ή συγγραφέας, και μιλάει επιτέλους κι αυτό, μιλάει δείχνοντας ενθουσιασμό, θέρμη ή αγάπη. Ό,τι λοιπόν στη ρωσία ξεκίνησε προφανώς ως (περιττή, και ελαφρώς υποκριτική) επιστροφή αυτής τής θέρμης από τούς υποκριτές στο κοινό τους – και έτσι καθιερώθηκε τό χειροκρότημα κατά τή διάρκεια τών υποκλίσεων τών ηθοποιών, απ’ τήν σκηνή προς τήν πλατεία τώρα ως απάντηση, (μια τελετουργία επιδεικτικής διακήρυξης κάποιας ισότητας στο δόγμα τού «όλοι εργάτες είμαστε» : «μάς επιβραβεύετε για τήν καλλιτεχνική μας πράξη, κι εμείς σάς συγχαίρουμε για τή ζωή σας και τό γούστο σας, που σάς έφεραν ώς εδώ») καταλήγει, όταν εφαρμόζεται στις κομματικές εκδηλώσεις και παρελάσεις, σε παγωμένη κίνηση μαριονετών που μόνο η θέρμη τής λείπει, αν μη τί άλλο : με αυτό τό προηγούμενο πιθανώς καθιερώθηκε σιγά–σιγά στη σοβιετική ένωση και εκείνος ο παγωμένος τύπος χειροκροτήματος που θυμίζει τό ρυθμικό και πειθαρχημένο χτύπημα τής μπότας καθώς παρελαύνει ενώπιον τού κόμματος ακόμα και όταν τό κοινό ακούει τόν σβιατοσλάβ ρίχτερ να παίζει μια σονάτα για πιάνο τού μότσαρτ. Ο καθεστωτικός σφετερισμός τού χειροκροτήματος απογύμνωσε τελειωτικά μια κίνηση θέρμης από τή θέρμη της, μεταβάλλοντάς την σε επιταγή στρατοπέδου – μιας απ’ τίς πολλές, αλλά ίσως όχι η πιο ανώδυνη μετάλλαξη ακριβώς επειδή φαίνεται δευτερεύουσα –

 

   2 : τά γενέθλια τού στάλιν :

   όταν ερχόταν η μέρα τών γενεθλίων τού στάλιν, οι εξόριστοι φυλακισμένοι κρατούμενοι, στα διάφορα σοβιετικά γκουλάγκ, μαζεύονταν και τού γράφανε ένα γράμμα ευχετήριο για τά γενέθλιά του, τό οποίο μετά τό στρατόπεδο φρόντιζε να τού αποστείλει. Παρατήρηση τού ζίζεκ : Φαντάζεστε τού εβραίους και άλλους κρατούμενους στα διάφορα άουσβιτς να διανοούνται να στείλουν ευχετήριο για τά γενέθλια τού χίτλερ; είναι από μόνο του αδιανόητο. Αυτή η μικρή λεπτομέρεια και διαφορά αρέσει επίσης στον ζίζεκ.

   παράξενο, για έναν ψυχαναλυτή αρχικά, τό με τί ανατριχιαστική αθωότητα ή άγνοια πηδάει πάνω από τίς ψυχολογικές παραμέτρους μιας τέτοιας «πρωτοβουλίας» : Και αισθάνομαι άσχημα, αισθάνομαι (πολύ) άβολα, γιατί τό να ρίξεις μερικές ψιλές στ’ αυτιά ενός σταλινικού που διάβασε λίγο και μορφώθηκε, πρέπει να ’ναι πέραν τών φιλοδοξιών κάθε ανθρώπου με σώας τας φρένας – και επίσης τό ν’ ασχολούμαι να συζητάω τέτοια, προσωπικά είναι πέραν τής αντοχής τού στομάχου μου : Τό βρίσκω όμως αδιανόητο τέτοιες «φιλοσοφημένες» κουτοπονηριές να μπορούν να περνάνε ως μοντέρνες σήμερα φιλοσοφίες : Ας πω μόνο τά απολύτως απαραίτητα, κι ας αφήσω τά (τεράστια) υπόλοιπα να τά πει κάποιος άλλος, που έχει ούτως ή άλλως απαντήσει από χρόνια – από τά «τρομερά χρόνια» – με τή συνολικότητα τής ποίησής της : τού έργου, τής σκέψης της, και τής συντριβής τής ζωής της –

   εγώ λοιπόν τό βλέπω ανάποδα όλο αυτό : και βλέπω τά αντίθετά του : βλέπω δυστυχώς ότι στον ναζισμό δηλαδή υπάρχει μια ειλικρίνεια, διαυγής όσο και τό κρύσταλλο τής απανθρωπιάς του, που ακριβώς επειδή απουσιάζει εντελώς από τή σταλινική τρομοκρατία, τήν κάνει ακόμα πιο απάνθρωπη, τήν κάνει από (φυσιολογικά) μισητή έως (δυσοίωνα) ανίκητη : και πράγματι : η αναγκαστική επίδειξη αγάπης προς τόν δολοφόνο σου είναι ένας μακιαβελισμός τόν οποίο ο χίτλερ ούτε σκέφτηκε ούτε τόλμησε και ούτε μπορούσε να ενεργοποιήσει : και τό ότι δεν μπορούσε δεν είναι τό πιο ασήμαντο : Τό ότι ο άλλος μπορούσε δηλαδή, δεν είναι καν τό πιο σημαντικό : διότι ο άλλος και μπορούσε και ήθελε και τόλμησε να αναγκάσει τά θύματά του σ’ αυτό τό ύστατο ψέμα  προς τόν ίδιο τους τόν εαυτό : Η θηριωδία αυτής τής απαίτησης (για ευχές γενεθλίων από ανθρώπους εξαιτίας σου μελλοθάνατους) είναι μάλιστα που κάνει, τώρα που τό σκέφτομαι, τήν θηριωδία τών σοβιετικών στρατοπέδων ακόμα πιο θανατερή : δεν τούς καις στα κρεματόρια, τούς αφαιρείς τόν αέρα λίγο–λίγο καίγοντάς τους όχι μόνο τήν ψυχή, ούτε μόνο τό σώμα, τούς καις τήν ίδια τή ζωντανή τους, προς τό παρόν, ζωή, όση έχει απομείνει, κατά τήν οποία θα μπορούσαν τουλάχιστον να διατηρούν τήν καταχωνιασμένη ανθρώπινη ελευθερία πεθαίνοντας να σέ μισούν : Κι αν ο ζίζεκ οχυρώνει τήν «ψυχαναλυτική» του ανεμελιά πίσω από τήν «βεβαιότητα» ότι κανείς επίσημα από τήν διοίκηση τών στρατοπέδων δεν ανάγκαζε τούς κρατούμενους να στείλουν ένα τέτοιο γράμμα, αλλά ότι μια τέτοια κίνηση μπορούσε να είναι «ψυχολογικά» λογική στα γκουλάγκ, ενώ δεν μπορούσε να γίνει «ψυχολογικά κατανοητή» στα άουσβιτς, θα ’πρεπε μάλλον να παραιτηθεί από τίς «έδρες» του και να ξαναπροσγειωθεί σε τίποτα θρανία : Δεν είναι δουλειά τού φιλόσοφου να είναι τόσο αθώος, και σίγουρα δεν είναι ίδιον τού ψυχαναλυτή να μην ξέρει κολύμπι : Αλλά ακόμα και στην αμμουδιά αν κάθεσαι (τόν βυθό τόν) βλέπεις καλύτερα…

   υγ 1 : από «ψυχολογική» άποψη εμένα πάντως αυτό μού λέει ότι ένας άνθρωπος που μπορεί να βλέπει τέτοιες «λεπτομέρειες» με τέτοιον τρόπο, είναι (ψυχολογικά) έτοιμος να γίνει δεσμοφύλακας : ας ευχηθούμε κάποιοι από μάς  να μην τόν βρούμε, σε κανένα λαμπρό μέλλον, μπροστά μας…

   υγ 2 : δεν είναι βέβαια πρόσφατο, ούτε πρωτότυπο πια, τό συμπέρασμα – τό υιοθετώ όμως ξανά εκ νέου, κάθε φορά που τό θυμάμαι εξαιτίας κάτι τέτοιων «φιλοσόφων» και (κυρίως…) «ψυχαναλυτών» : αν η σοβιετία ενσάρκωσε πράγματι και πραγματοποίησε, ακόμα και θεωρητικά, ένα έγκλημα, αυτό δεν ήταν μόνο εις βάρος τής ζωής όσων είχαν τήν ατυχία να ζήσουν (ή να πεθάνουν) εντός τών συνόρων της ( : άλλωστε φρόντισε η ίδια, ορισμένους καταζητούμενους από τόν χίτλερ να τού τούς στείλει πακέτο, ως δώρο κι αυτό «γενεθλίων» όπως ξέρουμε) : όμως τό μεγαλύτερο έγκλημα από μια άποψη (άκρως ψυχαναλυτική σ’ αυτήν τήν περίπτωση) ήταν εις βάρος τών ονείρων – εκείνων που εντός και εκτός συνόρων της τήν ονειρεύτηκαν…

 

   άχρηστη σημείωση : 

   τό αστείο είναι ότι οι επισήμως σταλινικοί θεωρούν τούς τύπους σαν τόν ζίζεκ επικίνδυνους εχθρούς, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή αυτοί γενικώς δεν καταλαβαίνουν και πολλά – και η παραμικρή αναφορά στη σύνδεση μαρξισμού με ψυχανάλυση τούς προκαλεί σύγκρυο – πράγμα που συμβαίνει (εκτός από τήν ολομέλεια τών «ορθόδοξων σταλινικών») και στην πλειοψηφία τών «ορθόδοξων ψυχαναλυτών» : ο ζίζεκ είναι αρκετά ευφυής ώστε να ξέρει πάντως ότι δεν πρέπει να απευθύνεται σ’ αυτούς : έχει επίγνωση ότι αυτοί είναι καμένο χαρτί για όλο τό μέλλον – κι αυτός (έχει τή φιλοδοξία να) ποντάρει σε κάποιου είδους μέλλον, πατώντας πάνω στα ερείπια ενός συγκεκριμένου παρελθόντος από τή μια, και στην εξέγερση που βλέπει να ’ρχεται από τήν άλλη
    (αυτό τό είδος τού ανθρώπου έχει βέβαια ένα ειδικό θάρρος, να μπορεί να φέρνει στο επίπεδό του τά πράγματα αλλοιώνοντάς τα ανεπαίσθητα (υπάρχει μια ειδική λέξη γι’ αυτό αλλά καθώς δεν είμαι ειδική στη φιλοσοφία μού διαφεύγει) ώστε να παίρνει απ’ αυτά ό,τι οι τεντωμένες κεραίες του τού λένε ότι θα έχει πέραση στη συγκεκριμένη περίοδο κατά τήν οποία ο ίδιος φτιάχνει μια καριέρα. Τό κοινό του βέβαια είναι μια άλλη ιστορία, και έχει πολύ περισσότερες διαστάσεις, νομίζω : στη διάλεξη που έδωσε εδώ ο ίδιος μπορεί να μην πήγα, είδα όμως τά βίντεο και τίς φωτογραφίες και ομολογώ ότι αισθάνθηκα διχασμένη : αισθάνομαι δηλαδή ότι υπάρχει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στην παράσταση τού ίδιου και στο κοινό τής παράστασής του : δεν πρόκειται για τό ίδιο έργο προφανώς : Κι αυτή η διαστολή έχει σίγουρα μια διάσταση θλιμμένη αλλά, από τήν άλλη μπορεί, και ελπιδοφόρα : σε άλλα πράγματα ποντάρει ο υποκριτής και σε άλλα η πλατεία που βλέπει (και χειροκροτεί) τό έργο : κι έτσι εγώ βρίσκομαι στην ίδια θέση όπως όταν βλέπω ανθρώπους να κάνουν ουρά για ν’ αγοράσουν μια λογοτεχνία που προσωπικά σιχαίνομαι και η οποία όμως προς τό παρόν αποτελεί τή μοναδική τους σχέση με τήν τέχνη, επομένως μπορεί ν’ αποτελέσει και τήν είσοδό τους σ’ αυτήν, μια που μπορεί να βρουν κάποτε και τά μεγάλα έργα αφού τούς αρέσει τό διάβασμα)

 

 

 

  άννα πασών τών ρωσιών

 

   και μια που μιλάμε για μεγάλα έργα, ας πούμε μερικά και για τήν άννα αχμάτοβα : σε καμία περίπτωση βέβαια η ανάρτηση δεν είναι αφιερωμένη σ’ αυτήν, θέλω απλώς να κάνω μια αντίστιξη τού έργου (και τής ζωής της, είναι πολύ δεμένα αυτά τά δύο στη δικιά της περίπτωση) με τόν κρυφοσταλινισμό που επιπλέει ή και ξανασηκώνει κεφάλι τίς μέρες μας, τώρα που η φρίκη τού καπιταλισμού γίνεται επίσης ασήκωτη
   θα παραθέσω λοιπόν μερικούς στίχους από τό «ρέκβιεμ»
   (δεν έχω καιρό να τό μεταφράσω όλο ή μάλλον να ξαναδουλέψω μια μετάφραση που είχα κάνει παλιά και που τή βρίσκω τώρα παιδιάστικη (σχεδόν παιδί τήν έκανα άλλωστε…) – άλλη φορά, και σε ανάρτηση αφιερωμένη στην ίδια εντελώς, ίσως επανέλθω)

   τό ρέκβιεμ είναι μια σύνθεση που αποτελείται από τά εξής ποιήματα :

   αντί προλόγου
   αφιέρωση
εισαγωγή
1
2
3
4
5
6
7  απόφαση καταδίκης
8  στον θάνατο
9
10  σταύρωση
επίλογος ( Ι – ΙΙ )

   (τό τελευταίο κομμάτι τού επίλογου ακούγεται μελοποιημένο, στο 4ο βίντεο τής σειράς, στο τέλος)

 

   τό συνθετικό ποίημα ρέκβιεμ γράφτηκε για τόν γιο της lev gumilyov που τόν συνέλαβαν στα 1934 χωρίς ποτέ να ξεκαθαριστεί και εντελώς (συνηθισμένο αυτό τότε) ποια ήταν η κατηγορία. Έμεινε σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως τόν περισσότερο καιρό, με ένα διάλειμμα κατά τό οποίο κλήθηκε να πολεμήσει, γύρισε σπίτι του τό ’45, τό ’49 συνελήφθη πάλι, και έμεινε σε στρατόπεδο μέχρι τό 1956 που απελευθερώθηκε τελικά
   ο λεβ ήταν γιος της από τόν πρώτο της άντρα, τόν ποιητή νικολάϊ γκουμιλιόφ τόν οποίο τό καθεστώς είχε ήδη εκτελέσει τόν αύγουστο τού 1921 (η αχμάτοβα τόν είχε παντρευτεί τό ’10 και τό ’18 είχαν ήδη χωρίσει) : εκτελέστηκε με βάση μια υποτιθέμενη συνωμοσία διανοουμένων εργατών χωρικών και λοιπά, φαινόμενο (οι κατηγορίες) επίσης συνηθισμένο τότε
   δεν ήταν ίσως αυτό που η ίδια θεώρησε ως τή μεγαλύτερη ταπείνωση τής ζωής της τό ότι έγραψε ποίημα στον στάλιν για να σώσει τή ζωή τού γιου της
   τόν αύγουστο τού 1946 έπεσε επίσημα σε δυσμένεια με πρωτοβουλία τού ζντάνοβ ο οποίος διακήρυξε πως «αυτές οι θολούρες μοναξιάς κι απελπισίας δεν έχουν καμία σχέση με τή σοβιετική λογοτεχνία, και χαρακτηρίζουν όλο της τό έργο»
   τά ποιήματά της ήταν απαγορευμένα και έζησαν κυριολεκτικά στην αφάνεια για τό μεγαλύτερο μέρος τής ζωής της – δεν τολμούσε όχι φυσικά να τά εκδόσει (αυτό είχε αποκλειστεί), όχι να τά κυκλοφορήσει ως χειρόγραφα, αλλά ούτε καν και να τά γράψει – από τόν φόβο μην κάνει κακό στη ζωή τού γιου της : τά μάθαινε απέξω και τα ’λεγε στους φίλους της που τά μάθαιναν απέξω και τά ’λεγαν στους φίλους τους που τά μάθαιναν απέξω… (αν έχετε διαβάσει τό φαρενάϊτ 451 τού μπράντμπερυ… κάπως έτσι)
   έπρεπε να πεθάνει ο στάλιν και να αρχίσει η σχετική αποσταλινοποίηση για να ξαναεκδοθεί στη ρωσία η ποίηση τής αχμάτοβα (τής οποίας τό όνομα, παρεμπιπτόντως, είναι ψευδώνυμο – για περισσότερα βιογραφικά της εδώ)
   η άννα αχμάτοβα στα νιάτα της ήταν πανέμορφη και είχε υπάρξει κατά τό ταξίδι της στη γαλλία (τό 1910 και ’11) φίλη τού μοντιλιάνι, με τόν οποίο είχε μια τρικυμιώδη σχέση για ένα διάστημα και ο οποίος τήν έχει ζωγραφίσει
   παντρεύτηκε τρεις φορές (ο δεύτερος άντρας της πέθανε επίσης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης)
   η μεγαλύτερη, και πιο αγαπημένη (μαζί με τήν μαρίνα τσβετάγιεβα, η οποία και τής έδωσε τό όνομα «άννα πασών τών ρωσιών») ποιήτρια τής ρωσίας πέθανε τόν μάρτιο τού 1966
   τό «ρέκβιεμ» που άρχισε να γράφεται τό 1935 και τέλειωσε τό ’40, εκδόθηκε για πρώτη φορά στη δύση, στο μόναχο, τό 1963 «χωρίς γνώση και άδεια τής συγγραφέως»

  
      «τό παρίσι στη γκρίζα ομίχλη
      ο μοντιλιάνι ίσως ξανά
      αδιόρατος μ’ ακολουθεί
      έχει τή θλιβερή αρετή
      ώς και τά όνειρά μου να ανακατώνει
      και να μού κουβαλάει δυστυχίες»
(από τό «ποίημα χωρίς ήρωα»)

requiem 1935 – 1940

όχι, κάτω απ’ τόν θόλο όχι άλλου ουρανού
κι όχι σ’ άλλων φτερών τήν προστασία,
με τόν δικό μου τόν λαό ήμουνα εγώ,
κι ήμουν εκεί που έζησε τήν τιμωρία
                                                          1961

  

   αντί προλόγου

   τά τρομερά χρόνια τής γιεζοφτσίνα πέρασα μήνες δεκαεφτά να στέκομαι στις μακριές ουρές τής φυλακής τού λένινγκραντ
μια μέρα ένας μέ αναγνώρισε
ύστερα μια γυναίκα με ένα στόμα μελανό από τό κρύο, κάποια που στέκονταν πίσω μου ακριβώς, και φυσικά δεν μ’ είχε ξανακούσει
βγήκε από κείνη κει τήν ύπνωση που μέσα κολυμπάγαμε όλοι μας, και μού ψιθύρισε
(όλοι ψιθυριστά μιλάγαμε εκειπέρα) :
«κι αυτό; μπορείς να τό περιγράψεις;»
κι είπα «μπορώ!»
τότε κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο χάραξε πάνω σ’ αυτό που ήταν κάποτε τό πρόσωπό της.

                                                                                                                 1 απριλίου 1957, λένινγκραντ

            γιεζοφτσίνα : η μυστική αστυνομία τού στάλιν από τόν επικεφαλής της γιεζόφ

εισαγωγή

ήτανε μέρες που μονάχα οι νεκροί
χαμογελούσανε γαλήνια χωρίς φόβο,
τό λένινγκραντ ταλαντευότανε σαν εκκρεμές
στις φυλακές του πλάϊ αχρηστευμένο
μέρες που απ’ τά βασανιστήρια τρελαμένο
πέρναγε τών κατάδικων τό σύνταγμα
και παίρναγαν τά τραίνα κι όλο μούγκριζαν
έναν σκοπό αποχαιρετισμού σακατεμένο
αστέρια θάνατου μάς επιθεωρούσαν
η αθώα ρωσσία πόναγε κουλουριασμένη
κάτω από τόν τροχό τής κλούβας,
κάτω από μία μπότα ματωμένη

3

όχι, αυτό δεν είμαι εγώ – άλλος πονάει
δεν θα τό άντεχα – μαύρα παραπετάσματα
ας τό σκεπάσουν ό,τι έγινε,
κι ας πάρουν μακριά τό φως τού δρόμου…
Νύχτα.

5

μήνες δεκαεφτά πέρασα ουρλιάζοντας
φωνάζοντάς σου να γυρίσεις σπίτι,
αγκάλιασα τού δήμιου τά γόνατα
Είσαι ο γιος μου και ο τρόμος.
Όλα μπερδεύτηκαν για πάντα
και τώρα δεν μπορώ να ξεχωρίσω
ποιος είναι ο άνθρωπος και ποιο τό κτήνος
και πότε η εκτέλεση θα ’ρθεί.
Έχουνε μείνει άνθη μες στη σκόνη,
τό τρίξιμο ενός θυμιατού, τά ίχνη
βημάτων από ένα μέρος προς κανένα.
Ένα πελώριο αστέρι
ίσια στα μάτια μέ κοιτάζει
και μ’ απειλεί με γρήγορη καταστροφή.

                                                                    1939

8
στον θάνατο

θα έρθεις οπωσδήποτε – γιατί όχι τώρα;
σέ περιμένω – μού είναι δύσκολο πολύ.
Έκλεισα φώτα, άνοιξα πόρτες
για να ’ρθείς – απλός κι ωραίος τόσο.
Πάρε ό,τι σχήμα θέλεις
ξεχύσου αέριο δηλητηρίου
ή έλα σερνάμενος σαν κλέφτης,
κόλλησέ με τύφο
Έλα με μια κατηγορία που θα βρεις,
φτιάξε την μόνος σου
τήν πιο κοινή που να μέ πιάσει αηδία,
να δω τήν μπλε στολή τού αστυφύλακα
πίσω απ’ τό πρόσωπο τού θυρωρού άσπρο απ’ τόν τρόμο.
Καθόλου δε μέ νοιάζει τώρα
Ο ποταμός στη σιβηρία κυλάει
Τό πολικό αστέρι λάμπει
Και η γαλάζια λάμψη τών αγαπημένων μου ματιών
κρύβεται πίσω απ’ τόν τρόμο τόν πιο τελευταίο.

                                                     19 αυγούστου 1939

επίλογος

Ι

βρήκα πώς γίνεται τά πρόσωπα να μαραθούν
και πώς ο τρόμος ξεφυτρώνει απ’ τά βλέφαρα
και πώς η οδύνη γράφεται στα μάγουλα
σκληρές σελίδες σε γραφή ακατάληπτη,
Και πώς μαλλιά και μαύρα και ξανθά
γίνονται ασημένια σε μια νύχτα,
και πώς χαμόγελα πεθαίνουνε στα χείλια τής υποταγής
κι ο φόβος παίζει τρέμοντας πάνω στα γέλια στέγνας κι ανυδρίας.
Και δεν τό κάνω για εμένα μόνο όταν προσεύχομαι
αλλά για όλους όσους στήθηκαν στο δρόμο αυτό μαζί μου,
στο άσπλαχνο κρύο και στην κάψα μέσα τού καλοκαιριού,
κάτω από τό τυφλό και κόκκινο εκείνο τείχος

ΙΙ

η ώρα τής μνήμης σέρνεται ξανά κοντά,
σάς βλέπω σάς αισθάνομαι και σάς ακούω.

Εσάς που δύσκολα βαδίζατε προς τό παράθυρο
εσάς που δεν πατάτε άλλο πια σ’ αυτό τό χώμα

εκείνη που είπε σείοντας τό όμορφο κεφάλι της
«κάθε φορά που φτάνω εδώ γυρίζω σπίτι».

Και πώς θα ήθελα να πω όλα τά ονόματα
μά πήραν τόν κατάλογο και δεν θυμάμαι

ύφανα για όλους ένα πέπλο σάβανο
απ’ τίς κουβέντες που άκουγα να λένε.

Και τούς θυμάμαι όλους, πάντοτε, παντού,
και δεν θα τούς ξεχάσω ό,τι κι αν γίνει.

Κι αν μου φιμώσουνε ξανά τό στόμα που ούρλιαξε
για εκατομμύρια άλλους μέχρι τώρα

θέλω κι αυτοί τό ίδιο να μέ θυμηθούν
αν θα γιορτάσουνε τή μέρα που ’χω φύγει.

Γιατί αν ποτέ σκεφτούνε να υψώσουνε
μνημείο για τή μνήμη μου σ’ αυτή τή χώρα,

θα συμφωνήσω ήσυχα, με έναν όρο όμως μοναχά :
να μην τό χτίσουν στο γενέθλιό μου χώμα :

κι όχι μνημείο δικό μου πλάϊ στη θάλασσα
κι ο τελευταίος μου δεσμός με θάλασσα έχει σπάσει

ούτε στον κήπο με τά άγια τά δέντρα του,
όπου μια σκιά απαρηγόρητη μέ ψάχνει :

αλλά εδώ, εδώ που στήθηκα τριακόσιες ώρες και περίμενα
και δεν εδέησαν τήν πόρτα να μ’ ανοίξουν.

Γιατί ακόμα και τόν ελεήμονα τόν θάνατο αντικρύζοντας
τρέμω μην τύχει και ξεχάσω πώς ηχούσε η κλούβα

μην τύχει και ξεχάσω τό πώς μούγκριζε η μισητή η πύλη κλείνοντας
και πώς η γριά γυναίκα αλυχτούσε ζώο πληγωμένο μπρος της.

Κι ας τρέχουνε τά χιόνια λυώνοντας σα δάκρυα
από τ’ ακίνητα και μπρούτζινα τά βλέφαρά μου,

κι ας κρώζουνε τής φυλακής τά περιστέρια στην απόσταση
και τά καράβια να κυλάνε αργά στον Νέβα

                                                                                                    μάρτιος 1940

 

© για τήν μετάφραση «σημειωματάριο κήπων»
έκανα τή μετάφραση από τήν αγγλική έκδοση «anna akhmatova, selected poems / translated with an introduction by richard mckane and an essay by andrei sinyavsky / penguin modern european poets»
 
 

 

 

ωραία σελίδα αμερικανού ποιητή ρώσικης καταγωγής που μεταφράζει ποιήματά της παραθέτοντας και τό πρωτότυπο

βιογραφία της μεταφρασμένη στα ελληνικά

διάβασέ με : άλλες πληροφορίες και εργογραφία στα ελληνικά

κι εδώ ένα ενδιαφέρον κείμενο τής σόνιας ιλίνσκαγια τό ’98 όταν (ξανα)εκδόθηκε η μετάφραση τού «ρέκβιεμ» από τόν άρη αλεξάνδρου : αναφέρει ότι η ίδια είχε πρωτοδιαβάσει τό ποίημα στη ρωσία σε σαμιζντάτ, και κάνει και ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τά μεταφραστικά προβλήματα τής αχμάτοβα

η σελίδα τής γερμανικής ταινίας a film about anna akhmatova

η σελίδα τής amazon με τά βιβλία της στα αγγλικά

εκδόσεις τού «ρέκβιεμ» στα ελληνικά :

η μετάφραση τού άρη αλεξάνδρου εδώ και εδώ

ένα ποίημα από τή μετάφραση αλεξάνδρου

μετάφραση δημήτρη β. τριανταφυλλίδη επίσης σε δίγλωσση έκδοση

update 24 φεβρουαρίου 8.28΄βράδι : στο μεταξύ έχουν «φαγωθεί» τρία βίδεα και δεν ξέρω από ποιον (προσπαθώ βέβαια να τά (ξανα)ανεβάσω αλλά δεν μού γίνεται τό χατήρι)
συγνώμη, θα επανέλθω και οψόμεθα (δεν φαντάζομαι να φταίει η λιβύη…) 
στο μεταξύ τά βλέπετε από εδώ : απόσπασμα μελοποίησης από τόν ούγγρο συνθέτη györgy kurtág (songs to poems by anna akhmatova, op. 41 – #4 ) εδώ : η ίδια η άννα αχμάτοβα (σε μεγάλη ηλικία) απαγγέλει και εδώ : μελοποιημένo από τήν ρωσίδα συνθέτρια zlata razdolina τό ρέκβιεμ (επίλογος, τέλος)

  

2o update 9 μαρτίου ξημερώματα (σχετικά με τό βιντεοπρόβλημα) : όπως είδατε όλα επανήλθαν – μετά από διαβουλεύσεις με τό support team τής wordpress διαφωτίστηκα (και τό λέω για όποιον τυχαίνει να ‘ναι εξίσου άσχετος στα τεχνικά με εμένα) : τά βίδεα για να ανέλθουν κανονικά πρέπει να μην έχουν υποστεί hyperlink κατά τό κοινώς λεγόμενον – περισσότερες λεπτομέρειες, όποιος είναι εξίσου άσχετος με μένα, μέ ρωτάει αύριο – διότι τώρα είναι ξημερώματα και μάλλον πάω για ύπνο

 

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: