τά προηγούμενα : 1, 2, 3
.
τό σπαραχτικό χιούμορ τού κειμένου που ακολουθεί δεν είναι καθόλου αστείο : περιλαμβάνει όσα συμπεράσματα θα ήθελε (και ασφαλώς θα μπορούσε) μια φεμινίστρια να βγάλει για τό πατριαρχικό υπόστρωμα στο οποίο αναπαύθηκε (τρόπος τού λέγειν) η βασανισμένη ψυχολογία τού Κ εφ’ όρου ζωής και, σαν επιστέγασμα, προσφέρει γλαφυρότατα όλες (πιθανώς) τίς εξηγήσεις που τόν έσπρωξαν να χωρίσει από τήν Ρεγγίνε Όλσεν πριν φτάσουν και οι δύο στην τελική φάση ενός γάμου τόν οποίο εκείνος είδε σα συγγραφέας – μονήρης πλέον – να τόν πνίγει αναδρομικά.
θα πρέπει κανείς να εγκύψει τότε στη διαπραγμάτευση εκ μέρους του τής φαντασίας (αν υπάρχει τέτοια διαπραγμάτευση), για να καταλήξει αν επρόκειτο για μια έκρηξη αυτής τής ψυχολογικής του πλευράς, τού φόβου και τρόμου του ως προς τά χειρότερα που τόν περιμένανε, ή αν δεν χρειάστηκε καν να επιστρατεύσει τή φαντασία μπροστά σε ό,τι έβλεπε ήδη να υφίσταται γύρω του και κυρίως εντός του, με βάση τήν καλά εγκαθιδρυμένη παλαιόθεν πατρική κατήχηση περί τού φόβου τής αγωνίας τής θυσίας και τού είτε/είτε
( : Αν παντρευτείς, θα τό μετανιώσεις. Αν δεν παντρευτείς, πάλι θα τό μετανιώσεις. Παντρευτείς δεν παντρευτείς, θα τό μετανιώσεις. Αν γελάς με τίς τρέλες τού κόσμου, θα τό μετανιώσεις. Αν κλαις με αυτές, πάλι θα τό μετανιώσεις. Κλαις ή γελάς, θα τό μετανιώσεις. Αν πιστεύεις μια κοπέλα, θα τό μετανιώσεις. Αν δεν τήν πιστεύεις, πάλι θα τό μετανιώσεις. Πιστεύεις δεν πιστεύεις, θα τό μετανιώσεις. Αν κρεμαστείς, θα τό μετανιώσεις, αν δεν κρεμαστείς, πάλι θα τό μετανιώσεις. Κρεμαστείς δεν κρεμαστείς, θα τό μετανιώσεις. Αυτό, κύριοι, είναι η ουσία και η κατάληξη όλης τής πρακτικής σοφίας. («είτε/είτε : μια εκστατική διάλεξη»))
αλλά ας αρκεστούμε προς τό παρόν στην αυτοκατεδαφιστική ειρωνεία τού παρόντος κειμένου :
πρόλογος
από τούς «προλόγους»
ανάγνωσμα ανάλαφρον για ανθρώπους
σε ποικίλες καταστάσεις χρόνου και διάθεσης
από τόν Νικόλαο Παρατηρητή
Είναι πράγματι γεγονός ότι μια ασήμαντη λεπτομέρεια, ένα επιπόλαιο σχόλιο, ένα αυθόρμητο επιφώνημα, μια φευγαλέα ματιά, μια ανύποπτη χειρονομία προσφέρουν τήν ευκαιρία να γλιστρήσεις μέσα σε κάποιον και να ανακαλύψεις κάτι που θα περνούσε απαρατήρητο. Για να μην δοθεί περισσότερη σημασία σε αυτό τό σχόλιο απ’ ό,τι τού αρμόζει, θα τό αφήσω κατά μέρος και θα συνεχίσω με τό θέμα μου. Ώς προς ένα βιβλίο, ο πρόλογος είναι δευτερεύων, ωστόσο μια προσεκτική σύγκριση προλόγων προσφέρει σχόλια εν αφθονία ! Στον ακαδημαϊκό χώρο καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια για τή σωστή ταξινόμηση λογοτεχνών και λογοτεχνημάτων, τόσο ώς προς τήν εποχή όσο και ώς προς τό ύφος, όμως κανείς διανοούμενος δεν διανοείται πόσο θα ωφελούσε μια επιμελής ταξινόμηση προλόγων από τήν αρχαιότητα ώς τήν εποχή μας.
Οι πρόλογοι, όπως οι ιδιωματισμοί και τά γνωμικά, έχουν περιστασιακό χαρακτήρα και ακολουθούν κατά πόδας τή μόδα. Άλλοτε μεγάλοι κι άλλοτε σύντομοι, άλλοτε τολμηροί κι άλλοτε συνεσταλμένοι, άλλοτε άκαμπτοι κι επίσημοι κι άλλοτε επιπόλαιοι, άλλοτε ανήσυχοι και σχεδόν απολογητικοί κι άλλοτε αγέρωχοι και σχεδόν αυθάδεις. Άλλοτε αδιάφοροι στα ψεγάδια τού βιβλίου κι άλλοτε οι πρώτοι που τά εντοπίζουν. Άλλοτε τό πρώτο απόσταγμα τού προϊόντος κι άλλοτε η γεύση που απομένει, οι πρόλογοι διακρίνονται από τόν εθιμοτυπικό χαρακτήρα τους. Μπορούν να συμμορφώσουν τόν συγγραφέα που ζει εκτός τόπου και χρόνου με τά έθιμα τής εποχής του και, στον βαθμό και τό έθιμο που τόν συμμορφώνουν, προκαλούν πολλαπλές επιθέσεις στο άτομό του, κάτι πολύ διασκεδαστικό. Τί πληθώρα πορισμάτων αντλεί κανείς από μια εμπεριστατωμένη μελέτη προλόγων !
Όμως η σύγχρονη εποχή έχει πλήξει θανάσιμα τόν πρόλογο. Ο συγγραφέας, που υποθέτει ότι κάποιος ενδιαφέρεται για αυτά που γράφει στον πρόλογό του, φαίνεται αστείος και αφελής. Σήμερα ο συγγραφέας προχωρά κατευθείαν στο θέμα. Εφόσον ο πρόλογος είναι ένα λογοτεχνικό είδος που παραγκωνίζεται διαρκώς, καιρός είναι να βάλουμε τά πράγματα στη θέση τους.
Αυτό που κάποτε έμπαινε στον πρόλογο επειδή δεν ταίριαζε στο θέμα τώρα μπορεί να μπει σε έναν πρόλογο που δεν είναι πρόλογος σε κανένα βιβλίο. Πιστεύω ότι έτσι η σύγχυση θα διευθετηθεί προς κοινό συμφέρον και όφελος. Αν ο πρόλογος και τό βιβλίο δεν μπορούν να ανεβούν μαζί στη σκηνή, τότε ας αφήσουμε τό ένα να δώσει διαζύγιο στο άλλο.
Η σύγχρονη διανόηση έχει ανάγκη από έναν άλλο τρόπο αντιμετώπισης. Ο λόγος που θεωρώ ότι αξίζει να αναλάβω ένα τέτοιο εγχείρημα έχει βαθύτερα αίτια. Κάθε συγγραφέας με ανεπτυγμένη αισθητική έχει στιγμές που δεν θέλει να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο, παρά μόνο τόν πρόλογο σε ένα βιβλίο, δικό του ή όχι. Άλλο λοιπόν ο πρόλογος και άλλο τό βιβλίο. Επομένως, τό να γράψεις έναν πρόλογο είναι εντελώς διαφορετικό από τό να γράψεις ένα βιβλίο. Τό επόμενο ερώτημα είναι αν ο πρόλογος πρέπει να γραφτεί πριν ή μετά τό βιβλίο. Για να προκύψει κάτι τέτοιο, ο συγγραφέας είτε έχει ένα θέμα είτε νομίζει ότι έχει. Αν όμως δεν έχει θέμα και θέλει να γράψει έναν πρόλογο, δεν πρέπει να γίνει ο πρόλογος θέμα, γιατί τότε ο πρόλογος θα καταλήξει βιβλίο και τά περί προλόγου και βιβλίου περιττολογία. Ο πρόλογος από μόνος του, ο ανεξάρτητος πρόλογος, δεν πρέπει να έχει θέμα· δεν πρέπει να αφορά τίποτα άλλο από τό αποκύημα μιας φαντασίας.
Αυτός είναι ο ποιητικός ορισμός τού προλόγου. Με τήν κλασική έννοια, ο πρόλογος είναι ένα έθιμο τής εποχής. Ουσιαστικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια απλή παρόρμηση. Σαν να θες να ακονίσεις τό δρεπάνι σου, να γρατσουνίσεις τήν κιθάρα σου, να πεις μια ανοησία, να φτύσεις έξω από τό παράθυρο. Δεν ξέρεις τί τήν προκαλεί. Σηκώνεσαι ξαφνικά από τό κρεβάτι έμπλεος εμπνεύσεως και θέλεις να γράψεις έναν πρόλογο στην καρδιά τής νύχτας. Σαν να θες να χτυπήσεις ένα κουδούνι στην τύχη, να περάσεις κάτω από τό παράθυρο μιας γυναίκας χωρίς να κοιτάξεις, να κουνήσεις τό μπαστούνι σου στον αέρα σαν να χαιρετάς κάποιον, να ξεστομίσεις ένα μυστικό, να ξεσπάσεις σε χορό, να ρεμβάσεις τίς αγριόχηνες από τό λόφο τού βάλντμπυ, να νιώσεις τό σκίρτημα τού έρωτα μέσα σου, να κρυφοκοιτάξεις τήν αγαπημένη σου πίσω από τό γιασεμί. Τέτοια είναι η παρόρμηση που ωθεί κάποιον να γράψει έναν πρόλογο.
Και άραγε πώς είναι εκείνος που τόν γράφει ;
Εκείνος που γράφει προλόγους είναι ο άνθρωπος για όλες τίς εποχές. Εύθυμος και χαρωπός, χαιρετά τούς πάντες, αυτάρεσκος επιπόλαιος και παντελώς ανεύθυνος, αφού δεν πηγαίνει στο χρηματιστήριο να φροντίσει τή φωλιά του αλλά κάνει απλώς τή βόλτα του από κει. Δεν μιλά σε δημόσιες συγκεντρώσεις γιατί βρίσκει τήν ατμόσφαιρα πνικτική, δεν γράφει προσφωνήσεις γιατί απαιτούν μεγάλη προετοιμασία, δεν υπηρετεί τό σύστημα, δεν πληρώνει δόσεις στο εθνικό χρέος ούτε τό παίρνει στα σοβαρά. Σφυρίζει ανέμελα σαν τόν παραγιό τού παπουτσή, αφήνοντας τόν πελάτη να περιμένει για τίς μπότες του μέχρι να ερευνήσει και τήν τελευταία κρυψώνα και να ικανοποιήσει πλήρως τήν περιέργειά του. Έτσι είναι αυτός που γράφει προλόγους.
Άρα λοιπόν, καθένας μπορεί να σκεφτεί ό,τι θέλει, όπως τό θέλει, και όταν τό θέλει. Όμως εγώ δεσμεύομαι να ασχοληθώ αποκλειστικά με αυτό τό είδος γραφής. Δίχως άλλο χασομέρι, θα περιγράψω στον αναγνώστη τί εννοώ με αυτό. Όσο κατάλληλο είναι τό καφενείο για τίς φήμες, τόσο κατάλληλος είναι τούτος ο πρόλογος για τό δικό μου σχόλιο.
Αν και είμαι όσο ελάχιστοι ευτυχισμένος με τό γάμο μου, αν και ευγνωμονώ όσο ελάχιστοι τήν ευτυχία μου, χάρη στη γυναίκα μου έχω εντοπίσει αρκετές δυσκολίες στον γαμήλιο βίο, ειδάλλως δεν θα είχα υποψιαστεί τίποτα. Πάνε κάμποσοι μήνες από τότε που παντρεύτηκα. Έχοντας κάπως προσαρμοστεί στη συζυγική ζωή, άρχισε να αργοξυπνά μέσα μου ένας παλιός πόθος : να ασχοληθώ με ένα λογοτεχνικό εγχείρημα. Διάλεξα τό θέμα, άνοιξα τά κιτάπια μου, δανείστηκα βιβλία από τή βασιλική βιβλιοθήκη, τακτοποίησα τά τεφτέρια μου και βούτηξα τήν πένα στο μελανοδοχείο μου.
Η γυναίκα μου κάτι υποψιάστηκε και άρχισε να παρακολουθεί προσεκτικά τίς κινήσεις μου. Άρχισε τά υπονοούμενα. Έλεγε ότι περνούσα πολύ καιρό μελετώντας, πράγμα που δεν τήν ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Εγώ πάντως πρόσεχα μή μού ξεφύγει λέξη και έκανα ότι δεν καταλάβαινα, που όντως δεν καταλάβαινα στην αρχή. Μια μέρα όμως μέ αιφνιδίασε και κατάφερε να μού αποσπάσει τήν επίσημη ομολογία ότι τό έβαλα σκοπό να γίνω συγγραφέας. Ενώ μέχρι πρότινος εκτελούσε αποστολές αναγνώρισης, τώρα πλέον κήρυξε ανοιχτό πόλεμο εναντίον μου, με στόχο να κατασχέσει τά γραπτά μου και να βρει καλύτερη χρήση γι’ αυτά, σαν βάση κάτω από τά κεντήματά της, ανάμεσα στις μπούκλες της όταν χτενίζεται, κλπ. Κανένας συγγραφέας δεν βρέθηκε ποτέ σε χειρότερη μοίρα. Ώς κι αυτός που έχει λογοκριθεί ελπίζει ότι η δουλειά του θα φτάσει κάποτε στο τυπωθήτω. Η δική μου όμως κινδύνευε να πνιγεί στη γέννα. Η θέση μου έγινε ακόμα πιο απελπιστική όταν ανακάλυψα, ως συνήθως, ότι μέ κατεδίωκαν οι εφημερίδες. Τότε μπήκε στο μυαλό μου η σκέψη ότι θα ήταν ανεπανόρθωτη απώλεια για τήν ανθρωπότητα αν τά γραπτά μου δεν έβλεπαν ποτέ τό φως τής ημέρας. Τί μπορούσα να κάνω λοιπόν ; Εγώ αντίθετα από τόν συγγραφέα που λογοκρίνεται δεν έχω πρόσβαση στη δικαιοσύνη, στο αξιότιμο κοινό, ή έστω στη μνήμη τών μεταγενέστερων. Ζω και πεθαίνω, στέκω ή πίπτω διά τής συζύγου μου. Βεβαίως οι σύγχρονοί μου μέ θεωρούν ικανό να υπερασπίσω διαλεκτικά τήν περίπτωσή μου, αλλά η διαλεκτική μου δεινότητα δεν θα μέ ωφελήσει και πολύ στην προκειμένη περίπτωση, γιατί, αν και μπορώ να τά βγάλω πέρα με τόν Διάβολο, δεν μπορώ να τά βγάλω πέρα με τή γυναίκα μου. Εμμένει στην άποψή της. Αυτό που οι μορφωμένοι ονομάζουν λεπτό φιλοσοφικό επιχείρημα, η γυναίκα μου, που δεν θέλει να έχει τίποτα να κάνει με τή μόρφωση, τό θεωρεί φαιδρότητα. Η διαδικασία είναι απλή για έναν που ξέρει πώς να τή χειρίζεται. Κάθε φορά που λέω κάτι που δεν τής αρέσει, είτε είναι συλλογισμός είτε προσφώνηση είτε σχόλιο – τό σχήμα δεν παίζει ρόλο –, μού ρίχνει μια φιλική, γοητευτική καλοπροαίρετη και χαριτωμένη ματιά, θριαμβευτική και καταστρεπτική συνάμα, και μού λέει : «Σίγουρα αστειεύεσαι».
…
Τί είναι αυτό που δίνει τό δικαίωμα σε μια σύζυγο να φέρεται έτσι ; Η άποψή της είναι ότι ένας παντρεμένος που είναι συγγραφέας δεν είναι καλύτερος από έναν παντρεμένο που πάει στη λέσχη κάθε βράδυ. Είναι χειρότερος, γιατί αυτός που πάει στη λέσχη παραδέχεται ότι παρατυπεί, ενώ τό να είσαι συγγραφέας είναι μια διακεκριμένη απιστία που δεν μπορεί να προκαλέσει τύψεις – ακόμη και αν οι συνέπειες είναι πολύ χειρότερες. Αυτός που πάει στη λέσχη είναι απών όσο λείπει, ενώ ένας συγγραφέας «ίσως να μην τό έχεις καταλάβει, αλλά έχεις αλλάξει ολωσδιόλου. Είσαι μέσα σε ένα κουκούλι σκέψης από τό πρωί ώς τό βράδυ, ιδιαίτερα στο δείπνο. Κάθεσαι προσηλωμένος σαν Ναβουχοδονόσορας και, όταν σού φέρνω τόν καφέ στον δίσκο με μια χαριτωμένη υπόκλιση, η έκφρασή σου μέ τρομάζει τόσο πολύ, που μού πέφτει σχεδόν ο δίσκος και χάνω τήν εύθυμη διάθεση να υποκλιθώ μπροστά σου».
.
Μια και η γυναίκα μου ξέρει να αποφαίνεται σαν τόν Κάτωνα, αν και τό κάνει λιγότερο πληκτικά, καθετί πρέπει να τής προσφέρεται ως επιχείρημα. Η επιχειρηματολογία τής είναι δεύτερη φύση. Πηγάζει από τήν καρδιά της. Μέ έπεισε ας πούμε ότι, ως καθολική, ευεργετείται ακούγοντας τή λειτουργία στα λατινικά. Αν και δεν τά καταλαβαίνει, τή συγκινούν και τή συνεπαίρνουν.
…
Επιμένει ότι τό να είσαι συγγραφέας όταν είσαι παντρεμένος είναι η χειρότερη απιστία. Τώρα μάλιστα η απιστία έγινε ακόμα χειρότερη. Αν τής υπενθυμίσω ότι ο άντρας είναι ο κύριος βάσει τού νόμου ειδάλλως δεν είμαι παρά μια απλή αντωνυμία πλάϊ σ’ αυτήν, που δεν παύει ωστόσο να έχει απαιτήσεις, μέ κατηγορεί ως άδικο αφού ξέρω πολύ καλά ότι δεν απαιτεί απολύτως τίποτα στη σχέση μας. Αν πάλι διαμαρτυρηθώ ότι, εφόσον είμαι αντωνυμία πλάϊ της, οφείλει κι αυτή να είναι όσο πιο σημαντική γίνεται, για να μην είμαι αντωνυμία πλάϊ σ’ ένα τίποτα, εκείνη μέ κοιτά και μού λέει : «Προφανώς αστειεύεσαι».
…
Ποιο ήταν τό αποτέλεσμα τής διαμάχης ; … Όπως ο πανεπιστημιακός διδάσκαλος που ο συγγραφέας έχει αφοπλίσει με επιχειρήματα επικαλείται μια γλωσσική λεπτομέρεια για να δικαιωθεί, και ο συγγραφέας τήν αποδέχεται ευγενικά, έδωσα τήν άδεια στον εαυτό μου να γράφω μόνο προλόγους. Επικαλούμαι τόν παραλληλισμό τών συζύγων που, έχοντας υποσχεθεί στις γυναίκες τους να μην καπνίζουν, έχουν τήν άδεια να διατηρούν όσες ταμπακιέρες θέλουν. Η γυναίκα μου αποδέχτηκε τήν πρότασή μου ίσως επειδή θεώρησε ότι δεν μπορώ να γράψω έναν πρόλογο αν δεν γράψω ένα βιβλίο, κάτι που δεν αποτολμώ, εκτός αν ένας είναι διάσημος συγγραφέας και γράφει κατά παραγγελία, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωσή μου.
.
Αυτά ώς προς τήν υπόσχεση και τήν υποχρέωσή μου. Τά λιγοστά που δημοσιεύω εδώ τά έγραψα ελαφρά τή καρδία, εν αγνοία τής συζύγου μου και κατόπιν αδείας τού εαυτού μου. Είθε οι κριτικοί να είναι επιεικείς, γιατί, αν τυχόν διαπίστωναν ότι δεν είμαι φτιαγμένος για συγγραφέας και η γυναίκα μου τό μάθαινε, μάταια θα ζητούσα να μέ παρηγορήσει. Θα πηδούσε από τή χαρά της, τόσο για τό πάθημά μου όσο και για τήν άποψή της ότι τό να είσαι συγγραφέας όντας παντρεμένος είναι η χειρότερη απιστία.
Νicolaus Νotabene
εικόνες : επάνω, γράμμα στη ρεγγίνε όλσεν (όπου ο κίρκεγκωρ αρχικά τής ζωγραφίζει τή γειτονιά στην οποία ζούσε εκείνη, και τόν εαυτό του να κοιτάει τόν κόσμο μέσω τηλεσκοπίου, ξεκινώντας αμέσως μετά μ’ ένα μάθημα : «Αυτό είναι τό knippelsbro. Εγώ είμαι αυτός με τό τηλεσκόπιο. Όπως ξέρεις, οι ανθρώπινες φιγούρες μέσα σ’ ένα τοπίο έχουν τήν τάση να φαίνονται λίγο περίεργες. Ας σέ παρηγορήσει ίσως τό γεγονός ότι δεν φαίνομαι και τόσο άσχημος, και ότι κάθε καλλιτεχνική σύλληψη συγκρατεί πάντα και κάτι από τό ιδανικό, έστω και με τή μορφή καρικατούρας.») // στη μέση (πάνω από τίτλο), αριστερά, χειρόγραφο από τό «πάρτε ένα εμετικό» (take an emetic) (άρθρο στον τόμο «επίθεση στον ‟χριστιανισμόˮ») / δεξιά, τίτλοι με οδηγίες προς τόν τυπογράφο από τίς «τέσσερεις εποικοδομητικές ομιλίες» (four upbuilding discourses) // κάτω, μεγένθυση για τό σχέδιο τού κίρκεγκωρ από τό γράμμα του στη ρεγγίνε
και εδώ ένα ενδιαφέρον άρθρο, κριτική μιας βιογραφίας τού Κ, όπου διαβάζεις και μια κριτική εναντίον του στον σατιρικό «κουρσάρο» (μ’ αυτό τό περιοδικό ο κίρκεγκωρ θα τά έβαζε για τά καλά κάποια στιγμή – μιλάμε για μηνύσεις και τέτοια –)
.
.
η γελοιογραφία αυτή τού «κουρσάρου» για παράδειγμα, δείχνει τόν κίρκεγκωρ σαν ήλιο στο κέντρο ενός σύμπαντος αστέρων, καθημερινών αντικειμένων, κτισμάτων τής κοπεγχάγης, και τού ήλιου τού ίδιου – και η λεζάντα λέει :
«έρχονται στιγμές που συγχύζεται τό μυαλό τού ανθρώπου και λέει πως ο Κοπέρνικος ήταν ηλίθιος που νόμιζε ότι η γη περιστρέφεται πέριξ τού ήλιου. Αντιθέτως, ήλιος, ουρανοί, πλανήτες, η γη, η ευρώπη, και η Κοπεγχάγη περιστρέφονται πέριξ τού Κίρκεγκωρ, ο οποίος στέκεται εν σιωπή στο κέντρο και δεν βγάζει και τό καπέλο του όταν τόν χαιρετάνε.»