.
.
.
«…τή θυμάμαι στο δωματιάκι της // ή κουρνιασμένη στην άκρη τού καναπέ στο διαμέρισμα τής αχμάτοβα, που κάπου–κάπου επισκεπτόταν κρυφά στο λένινγκραντ //
σχεδόν σού κόβει τήν ανάσα τό γεγονός ότι έγραψε και τούς δύο τόμους στα εξηνταπέντε της χρόνια //
και ως άνθρωπος και ως συγγραφέας υπήρξε γέννημα δύο ποιητών με τούς οποίους συνδέθηκε άρρηκτα η ζωή της : τού μαντελστάμ και τής αχμάτοβα. Και τούτο όχι μόνο επειδή ο πρώτος υπήρξε σύζυγός της και η δεύτερη φίλη της μια ολόκληρη ζωή // χρόνια ολόκληρα δεν συναντιόταν με τήν αχμάτοβα, και στα γράμματα δεν μπορούσε να έχει καμιά εμπιστοσύνη. Γενικά τό χαρτί ήταν είδος επικίνδυνο. Ο μηχανισμός που ενίσχυσε τούς δεσμούς αυτού τού γάμου, όπως και αυτής τής φιλίας, ήταν η ανάγκη ν’ απομνημονευτεί και να συγκρατηθεί στη μνήμη αυτό που δεν θα μπορούσε κανείς να εμπιστευτεί στο χαρτί, οι στίχοι δηλαδή τών δύο ποιητών
στην απασχόληση αυτή κατά τήν, σύμφωνα με τή διατύπωση τής αχμάτοβα, «προ τού γουτεμβέργιου» περίοδο, η ναντιέζντα γιακόβλεβνα σίγουρα δεν ήταν μόνη //
οι δύο τόμοι τού βιβλίου της μπορούν όντως να συγκριθούν με τήν ημέρα τής Κρίσεως επί τής γης για τόν αιώνα της και τή λογοτεχνία τού αιώνα της· κρίση δικαιολογημένα φρικτή, εφόσον αυτός ακριβώς ο αιώνας επαγγέλθηκε τήν οικοδόμηση τού επίγειου παράδεισου //
θα πρέπει να πούμε ότι η αντίδραση τών αρχών ήταν ειλικρινέστερη απ’ ό,τι τής διανόησης. Οι αρχές απλώς χαρακτήρισαν τήν κατοχή αυτών τών βιβλίων παράβαση τού νόμου. Στους κύκλους τών διανοουμένων, ιδίως στη μόσχα, ξέσπασε σάλος // Εμφανίστηκαν ανοιχτές ή μισάνοιχτες επιστολές γεμάτες αγανάκτηση, κάποιοι αποφάσισαν να μην τήν ξαναχαιρετήσουν ποτέ, φιλίες και γάμοι διαλύθηκαν με αφορμή τό ερώτημα αν η ναντιέζντα γιακόβλεβνα μαντελστάμ είχε δίκιο ή άδικο, όταν κατηγορούσε ως χαφιέ τόν άλφα ή τόν βήτα. Εξέχων αντιφρονών δήλωνε κουνώντας πέρα δώθε τή γενειάδα του : «Αυτή έχεσε ολόκληρη τή γενιά μας» //
τό ζήτημα εντοπίζεται μάλλον στο γεγονός ότι ο ισχυρισμός «Είσαι δούλος» είναι πιο εύπεπτος από τόν ισχυρισμό «Από ηθική άποψη, είσαι ένα μηδενικό» //
η σαφήνεια και η σκληρότητα τής γραφής της, που αντανακλούν χαρακτηριστικά τού μυαλού της, αποτελούν επίσης αναπόφευκτο στυλιστικό επακόλουθο τής ποίησης που διαμόρφωσε αυτό τό μυαλό //
η προσωπικότητά της διαμορφώθηκε χάρη στην κουλτούρα και ό,τι καλύτερο αυτή παρήγαγε – δηλαδή χάρη στους στίχους τού άντρα της. Τούς στίχους του διέσωσε – και όχι τήν ανάμνησή του. Χήρα δική τους στάθηκε σαράντα χρόνια – όχι δική του. Και βέβαια τόν αγαπούσε, αλλά κι ό ίδιος ο έρωτας είναι τό πιο επιλεκτικό από τά πάθη. Μόνο με πλαίσιο τόν πολιτισμό ο έρωτας αποκτά όγκο και προοπτική, επειδή απαιτεί μεγαλύτερο χώρο στη συνείδηση απ’ ό,τι στο κρεβάτι. Έξω απ’ αυτό τό πλαίσιο, ο έρωτας καταλήγει κοινότοπη εξάσκηση. Εκείνη υπήρξε χήρα τού πολιτισμού, και νομίζω ότι στο τέλος τής ζωής της αγαπούσε τόν άντρα της περισσότερο απ’ ό,τι στην αρχή τού γάμου τους. Ίσως γι’ αυτόν τόν λόγο τούτα τά βιβλία αποτυπώνονται τόσο βαθιά στη μνήμη τών αναγνωστών. Κι ίσως ακόμα επειδή οι σχέσεις τού σύγχρονου κόσμου με τόν πολιτισμό μπορούν κι αυτές να χαρακτηριστούν ως χηρεία //
κατά κάποιο τρόπο λαχταρούσε να πεθάνει, επειδή «εκεί θα ξαναβρεθώ με τόν όσιπ». «Όχι» τής είπε η αχμάτοβα όταν έτυχε κάποτε να τήν ακούσει, «αυτή τή φορά μαζί του θα βρεθώ εγώ» //
τελευταία φορά τήν είδα στις 30 μαΐου τού 1972, στην κουζίνα τού μοσχοβίτικου διαμερίσματός της. Ήταν βραδάκι. Καθόταν και κάπνιζε στη βαθιά σκιά που έριχνε στον τοίχο ο μπουφές· τόσο βαθιά σκιά, ώστε τό μόνο που ξεχώριζε μέσα της ήταν τό τσιγάρο που καιγόταν και δυο μάτια που λαμποκοπούσαν // εκείνη φάνταζε σαν απομεινάρι μιας μεγάλης πυράς, σαν χωνεμένο κάρβουνο που θα σέ κάψει αν τό αγγίξεις.»
.
.
τά παραπάνω είναι μερικά από τά λόγια που έγραψε ο ποιητής ιωσήφ μπρόντσκυ τό 1981 ως νεκρολογία για τόν θάνατο τής νάντιας (ή ναντιέζντας – ή νάντιενκας όπως τήν έλεγε η αχμάτοβα) μαντελστάμ. Ολόκληρο τό κείμενο βρίσκεται εν είδει εισαγωγής στο βιβλίο «ναντιέζντα μαντελστάμ, αναμνήσεις από τή ζωή μου με τόν όσιπ / ελπίδα στα χρόνια τής απελπισίας»
( : ή «ελπίδα εναντίον ελπίδας» : γιατί μ’ αυτόν τόν τίτλο τό βιβλίο εκδόθηκε πρώτα στη δύση και στ’ αγγλικά (νέα υόρκη, 1970) ταυτόχρονα με τήν έκδοσή του στα ρώσικα από τόν εκδοτικό οίκο «τσέχωφ» (πάλι στη νέα υόρκη) – ως πρώτος τόμος τών απομνημονευμάτων της hope against hope (ο δεύτερος τόμος με τόν τίτλο hope abandoned (η ελπίδα εγκαταλειμένη) εκδόθηκε, πάλι στη νέα υόρκη, τό 1974 – υπάρχει ένα κρυμμένο λογοπαίγνιο στους τίτλους, καθώς τό όνομα τής ίδιας τής ναντιέζντας στα ρώσικα σημαίνει ελπίδα) ( : τό πρώτο βιβλίο με τόν τίτλο αναμνήσεις – vospominania – είχε κυκλοφορήσει από τήν ίδια – ή τούς θαυμαστές τής ποίησης τού μάντελσταμ – έτσι γίνονταν αυτά τότε – τή δεκαετία τού ’60 στη ρωσία, χειρόγραφα και παράνομα με τόν γνωστό επικίνδυνα γενναίο και ρωσικής κατασκευής τρόπο, ως σαμιζντάτ))
στα ελληνικά κυκλοφορεί εδώ και ακριβώς έναν χρόνο από τίς εκδόσεις «μεταίχμιο» – εγώ τό διάβασα πριν δυο μήνες και ακόμα μέ κυνηγάει – θα συμβούλευα επομένως όποιον διαβάζει ελληνικά και δεν τό ’χει πάρει ακόμα, να πάει να τό αγοράσει και να τό διαβάσει. (Σημειώνω μόνο ότι διαφωνώ με τόν «εξελληνισμό» επί τό απλουστευτικότερο και ευκολοχωνευτικότερο τών τίτλων ορισμένων βιβλίων : τό ελληνικό κοινό δεν είναι πιο ηλίθιο από τό αγγλόφωνο, για να χρειάζεται δηλαδή μασημένη τροφή, αυτό θέλω να πω : ο εκδοτικός οίκος όφειλε ή να σεβαστεί τόν τίτλο που έβαλε η ίδια η μαντελστάμ, ή να ακολουθήσει τόν αγγλικό τίτλο, με τόν οποίο τό έργο έγινε γνωστό στη δύση : βρίσκω εξάλλου τό «ελπίδα εναντίον ελπίδας» και ευρηματικό και εύστοχο, γιατί περιέχει ως περίληψη όλο τό δράμα : οι σταλινικοί διωγμοί έγιναν στο όνομα μιας ελπίδας που θα ήταν η επανάσταση, καταρρακώνοντας και τρομοκρατώντας τήν ίδια τήν ελπίδα τών επαναστατημένων και μετατρέποντάς τους σε θύματά της)
θα γράψω, σήμερα, πολύ λίγα, γιατί συμφωνώ απόλυτα με τό απόσπασμα τού τζωρτζ στάϊνερ στο the new yorker όπως παρατίθεται στο οπισθόφυλλο τού βιβλίου :
«δεν υπάρχουν λόγια που να μπορούν μεταδώσουν ή να θίξουν τή μεγαλοφυή φύση αυτού τού βιβλίου. Οποιαδήποτε κρίση επ’ αυτού συνιστά σχεδόν αναίδεια – ακόμα κι αν πρόκειται για έπαινο.»
.
.
λοιπόν η νάντια («κοντούλα» που «με τά χρόνια στέγνωνε και ζάρωνε όλο και περισσότερο, σαν να προσπαθούσε να μεταβληθεί σε κάτι αβαρές κάτι που μπορείς να τό διπλώσεις και να τό χώσεις στα γρήγορα στην τσέπη σου – αν χρειαστεί να τό βάλεις στα πόδια») δεν είναι κατά τή γνώμη μου απλώς και μόνο η «μεγάλη χήρα τού όσιπ μάντελσταμ» – από τό βιβλίο της αναδύεται μια εκπληκτικά δυνατή προσωπικότητα, και μια συγγραφέα ολκής – ένας διανοούμενος άνθρωπος με όλη τή σημασία τής λέξης
η διανοητική και συναισθηματική της δύναμη είναι τέτοια ώστε δεν διστάζει να βάλει τόν εαυτό της εξαρχής και χωρίς αναστολές σε δεύτερη μοίρα και να περιορίσει τή δημιουργικότητά της στην καταγραφή τής ζωής τού άντρα της – και τής εποχής, που έδωσε και στους δύο τό αποτρόπαιο προνόμιο να ζήσουν τή λογική ενός καφκικού έργου εκ τού φυσικού. Από τήν άλλη μεριά έχοντας απόλυτο θαυμασμό για τό ποιητικό έργο τού μαντελστάμ έγινε η ίδια απλώς η απομνημονεύτρια και η διασώστρια αυτού τού έργου, χωρίς καν να τό συζητήσει, σαν να τής ήτανε αυτονόητο : Καθώς όμως τά πέριξ τού έργου γεγονότα που και οι δύο έζησαν ήταν ούτως ή άλλως ασύλληπτα, περιγράφοντας η νάντιεζντα τό γενικό κλίμα αφήνει να αναδυθεί αναγκαστικά και ο εαυτός της (όπως τό λέει κι ο μπρόντσκυ στη νεκρολογία του) ως συνείδηση τής ρωσίας και τής τρομοκρατημένης διανόησης στην εποχή τής φριχτότερης εξορίας – τής εξορίας από τήν ίδια τή σκέψη
η κριτική που διαρκώς και εκ τών πραγμάτων κάνει στην όλη κατάσταση, φαίνεται από τήν πρώτη στιγμή ότι είναι αποτέλεσμα και ολοκληρωμένης και συγκροτημένης σκέψης, και όχι απλώς συνέπεια απελπισίας ή θυμού : γιατί έχει συν τοις άλλοις και τό διανοητικό σθένος να αποδέχεται και τήν απελπισία ως οικείο στοιχείο τής ζωής της και να θεωρεί τόν θυμό απαραίτητον για τή σκέψη της : γράφει συνεπώς με ολόκληρον τόν εαυτό της χωρίς αναστολές και φόβους αλλά με ένα πάθος που τό διεκδικεί ως στοιχείο τουλάχιστον ειλικρίνειας
και τό πρόσωπο που διακρίνεται πίσω απ’ τήν αφήγηση τών διωγμών τού μάντελσταμ εξαιτίας τών ποιημάτων του, πείθει για τήν αυθυπαρξία και τήν αυτονομία του, ενώ τήν ίδια ώρα η νάντια «ετεροκαθορίζει» συνεχώς τή ζωή της με τήν καταγραφή τήν αντιγραφή και τήν απομνημόνευση τών ποιημάτων εκείνου που θα πέθαινε πολύ νωρίς μετά τίς ανακρίσεις τίς εκτοπίσεις και τίς εξορίες, σε ένα σιβηριανό στρατόπεδο – ή καθοδόν προς αυτό ( : οι συνθήκες τού θανάτου τού μαντελστάμ παραμένουν άγνωστες, όπως και η ακριβής άλλωστε ημερομηνία (ακόμα) – μερικές απ’ τίς πιο συγκλονιστικές, και συγκινητικές μαζί, σελίδες τού βιβλίου είναι τά τελευταία του κεφάλαια όπου η ναντιέζντα περιγράφει περιγραφές άλλων για τό πώς τόν είδαν να πεθαίνει, ή να μην έχει πεθάνει ακόμα, ή να μην προσπαθεί καν να επιζήσει)
δύο επιπλέον πράγματα για τά οποία τή θαύμασα σ’ αυτό τό βιβλίο είναι, αφενός η δυνατότητα και η ικανότητά της να αρνιέται από τήν αρχή τούς μύθους που γέννησε η επανάσταση και ταυτόχρονα να παρακολουθεί τόν εαυτό της με έξοχη αντικειμενικότητα να πέφτει κι η ίδια θύμα σε μερικούς απ’ αυτούς, και αφετέρου οι γλωσσικές της παρατηρήσεις για τή μεταβολή τών λέξεων και τών εννοιών τους στην καταρρακωτική πορεία τής επανάστασης προς τόν μεγάλο τρόμο, τούς διωγμούς και τόν θάνατο : Ίσως τό πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι η λέξη συνείδηση στη ρωσία σιγά – σιγά εξαφανίστηκε, δεν τήν έλεγε πια ο κόσμος, δεν γραφόταν πουθενά
αλλά τό βιβλίο είναι ανεξάντλητο σε εκπληκτικές παρατηρήσεις και κρίσεις, πέρα από τήν αφήγηση τής οδύνης στη σύντομη ζωή ενός ποιητή, που εν γνώσει του έγραψε τό ποίημα τό οποίο ήξερε ότι θα τόν σκοτώσει
όπως τό διατύπωσε και η ίδια :
ο θάνατος τού καλλιτέχνη δεν είναι σύμπτωση, αλλά η ύστατη δημιουργική του πράξη, η οποία σαν δέσμη αχτίδων φωτίζει τόν δρόμο τής ζωής του. Ο όσιπ μαντελστάμ τό κατάλαβε, παλικαράκι ακόμη, όταν έγραφε ένα άρθρο για τόν θάνατο τού σκριάμπιν. Γιατί ο κόσμος απορεί που οι ποιητές προβλέπουν με τόση διορατικότητα τή μοίρα τους και ξέρουν τί θάνατος τούς περιμένει; Άλλωστε τό τέλος και ο θάνατος είναι τό ισχυρότερο δομικό στοιχείο στο οποίο υποτάσσεται η όλη ροή τής ζωής. Εδώ δεν ισχύει κανένας ντετερμινισμός, η περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί μάλλον ως εκδήλωση ελεύθερης βούλησης. Ο μαντελστάμ οδήγησε αγέρωχα τή ζωή του προς τόν χαμό που τόν περίμενε, τήν πιο διαδεδομένη μορφή θανάτου στη χώρα μας, τόν θάνατο μαζί με τό κοπάδι. Τόν χειμώνα τού ’32 – ’33, σε μια βραδιά με ποιήματα τού όσιπ μαντελστάμ στα γραφεία τής literaturnaya gazetta (λογοτεχνική εφημερίδα), ο μαρκίς κατάλαβε ξαφνικά τά πάντα και είπε «Παίρνετε τόν εαυτό σας απ’ τό χέρι και τόν οδηγείτε στην εκτέλεση». // Ο όσιπ μαντελστάμ μιλούσε συνεχώς για αυτό τό είδος θανάτου στους στίχους του, αλλά οι άλλοι δεν τό είχαν αντιληφθεί, όπως δεν αντιλήφθηκαν και τίς συζητήσεις τού μαγιακόφσκυ περί αυτοκτονίας.
.
.
λέω να παραθέσω όμως δυο–τρία ακόμη αποσπάσματα – αξίζει τόν κόπο κι ας μη δίνουν παρά μια πολύ μικρή, ε λ ά χ ι σ τ η εικόνα από τό βιβλίο :
εγώ έχασα τήν αίσθηση τού θανάτου, επειδή εισέδυσα στην περιοχή τής ανυπαρξίας. Απέναντι στο πρόσωπο τής καταδίκης, ούτε καν ο φόβος δεν υπάρχει. Ο φόβος είναι φως, είναι η θέληση για ζωή, είναι αυτοπεποίθηση. Είναι ένα βαθιά ευρωπαϊκό συναίσθημα. Τρέφεται από τόν αυτοσεβασμό, τήν αίσθηση τής προσωπικής αξιοπρέπειας, τών προσωπικών δικαιωμάτων, τών αναγκών, τών απαιτήσεων και τών επιθυμιών. Ο άνθρωπος υπερασπίζεται ό,τι κατέχει, και φοβάται μην τό χάσει. Ο φόβος και η ελπίδα είναι στοιχεία αλληλένδετα. Χάνοντας τήν ελπίδα, χάνουμε και τόν φόβο – δεν έχουμε πια λόγο να φοβόμαστε.
Ενώ πηγαίνουν τόν ταύρο στο σφαγείο, αυτός εξακολουθεί να πιστεύει ότι θα ξεφύγει και θα ποδοπατήσει τούς βρωμερούς σφαγείς του. Οι άλλοι ταύροι όμως δεν πρόφτασαν να τόν δασκαλέψουν ότι τέτοια πράγματα δεν συμβαίνουν και ότι τό ζώο που πηγαίνουν στο σφαγείο ποτέ πια δεν ξαναγυρνά στο κοπάδι. Στην κοινωνία τών ανθρώπων πάντως υπάρχει αδιάκοπη ανταλλαγή εμπειριών. Ποτέ δεν άκουσα για κάποιον που ανθίσταται, χτυπιέται, υπερασπίζεται τόν εαυτό του, ξεπερνά όλα τά εμπόδια και, τελικά, τό σκάει τήν ώρα που τόν πηγαίνουν για εκτέλεση. Οι άνθρωποι μάλιστα θεωρούν ιδιαίτερα γενναίο, εκ μέρους τού μελλοθανάτου, να απαγορεύσει να τού δέσουν τά μάτια και να πεθάνει βλέποντας τά πάντα. Εγώ όμως είμαι υπέρ τού ταύρου· είμαι υπέρ τής τυφλής του λύσσας. Υπέρ τού πεισματάρικου ζώου που δεν υπολογίζει τίς πιθανότητες επιτυχίας με τήν αποχαυνωτική λογική τών ανθρώπων· και αγνοεί τή βρωμερή αίσθηση τής απελπισίας.
Έπειτα από καιρό άρχισα ν’ αναρωτιέμαι συχνά αν πρέπει κάποιος να ουρλιάξει όταν οι άλλοι τόν σκοτώνουν και τόν ποδοπατούν με τίς μπότες τους. Δεν είναι καλύτερα να παγώσει μες στη διαβολική του αλαζονεία και ν’ απαντήσει στους δημίους με σιωπή γεμάτη περιφρόνηση; Κι έκρινα ότι πρέπει να ουρλιάξει.
Σ’ αυτό τό θλιβερό ουρλιαχτό που μερικές φορές, ποιος ξέρει από πού, φτάνει στ’ απόμακρα, αδιαπέραστα σχεδόν από τούς ήχους κελιά συμπυκνώνονται τά έσχατα υπολείμματα τής ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τής πίστης στη ζωή. Με τούτο τό ουρλιαχτό ο άνθρωπος αφήνει ένα ίχνος πάνω στη γη και δηλώνει στους συνανθρώπους του πώς έζησε και πώς πέθανε.
Αν δεν απομένει πια τίποτ’ άλλο, τότε θα πρέπει να ουρλιάξεις. Η σιωπή είναι πραγματικό έγκλημα κατά τής ανθρωπότητας.
.
.
κάποια εποχή στη χώρα μας είχαν πάψει να διαβάζουν ποιήματα. «Τό θέμα με τήν ποίηση» έλεγε η άννα αχμάτοβα «είναι ότι, αν μια φορά καταπιείς ένα υποκατάστατό της, θα νιώθεις πάντα δηλητηριασμένος».
.
.
ο θάνατος μπορούσε να έρθει με τή μορφή γρήγορης ή αργής εξόντωσης. Ο όσιπ μάντελσταμ ήταν άνθρωπος δραστήριος, προτιμούσε τή γρήγορη εξόντωση. Προτιμούσε να μην πεθάνει από τά χέρια τών συγγραφικών οργανώσεων στις οποίες ανήκε η πρωτοβουλία τής εξόντωσής του, αλλά από τά σωφρονιστικά όργανα.
Όπως και η άννα αχμάτοβα, έτσι και ο όσιπ μαντελστάμ δεν παραδεχόταν τή συνηθισμένη μορφή αυτοκτονίας. Κι όμως, στην αυτοκτονία τόν ωθούσαν τά πάντα, η μοναξιά, η απομόνωση, ο χρόνος – που τότε δούλευε εναντίον μας. // Ο όσιπ μάντελσταμ δεν αποκαλούσε τυχαία τήν άννα αχμάτοβα Κασσάνδρα. // Και καθημερινά, ένα πράγμα γινόταν σαφέστερο : ήταν όλο και πιο δύσκολο να μιλήσουμε με τή γλώσσα μας κομματιασμένη.
Επιλέγοντας τό είδος τού θανάτου του, ο όσιπ μαντελστάμ εκμεταλλεύτηκε ένα αξιοπρόσεκτο προσόν τών ηγετών μας. Έτρεφαν υπέρμετρο, σχεδόν δεισιδαίμονα σεβασμό στην ποίηση. «Όσα παράπονα και αν έχουμε» έλεγε «μόνο στη χώρα μας σέβονται τήν ποίηση – για χάρη της σκοτώνουν. Πουθενά αλλού πια δεν σκοτώνουν για χάρη τής ποίησης…».
.
.
.
.
.
.
τό βιβλίο στην ελληνική του μετάφραση | τό βιβλίο στην αγγλική του μετάφραση | για τό βιβλίο πολλά, γκουγκλίστε – εδώ βάζω ενδεικτικά δύο : από τήν «καθημερινή» | και ένας αντίλογος στην «αυγή», από ρωσίδα κλασική φιλόλογο | και μια προ διμήνου αναφορά στην ελληνική έκδοση τού βιβλίου (update!) από τό βλογ λεξήματα
κι εδώ άρθρο (τού κουβανού πεζογράφου josé manuel prieto) από τήν εφημερίδα new york review of books, με πληροφορίες και ανάλυση για τό ποίημα τού μαντελστάμ για τόν στάλιν, που τού στοίχισε τή ζωή (η φωτοτυπία παρακάτω δείχνει τή χειρόγραφη εκδοχή του από τόν ίδιον τόν ποιητή, όπως διασώθηκε στα αρχεία τής σοβιετικής ασφάλειας, τής φοβερής και τρομερής nkvd). Ένα απόσπασμα : «κατά τήν (πρώτη) σύλληψη τού μαντελστάμ, τή νύχτα τής 13ης μαΐου 1934, η ασφάλεια δεν είχε καταφέρει να πάρει στα χέρια της τήν τελική μορφή τού ποιήματος. Ο ανακριτής ζήτησε από τόν ποιητή να τού γράψει ο ίδιος τό ποίημα στην αυθεντική του εκδοχή και ο μαντελστάμ χωρίς αντίρρηση ικανοποίησε τήν επιθυμία του. Οι δυο πρώτοι στίχοι είναι αυτοί στη φωτογραφία : Ο μαντελστάμ έγραψε τό ποίημα με τήν ίδια πένα με τήν οποία ο ανακριτής θα υπόγραφε τήν καταδίκη του»
(Ζούμε δίχως να νιώθουμε κάτω απ’ τά πόδια μας τή χώρα,
τά λόγια μας στα δέκα βήματα ψυχή δεν τ’ ακούει τώρα)
(η μετάφραση είναι τής σταυρούλας αργυροπούλου από τήν ελληνική έκδοση)
.
.
.
.
.
«…στο κελί τών μελλοθανάτων τής φυλακής τού λεφόρτοβο είδαν τήν εποχή τής τρομοκρατίας χαραγμένους στον τοίχο τούς στίχους του :
Άραγε είμαι αληθινός, κι ο θάνατος θά’ρθει στ’ αλήθεια;
όταν τό έμαθε, χάρηκε και ηρέμησε κάπως για μερικές μέρες.»
.
.
.
.
.