.
.
ο ρατσισμός έχει τό χαρακτηριστικό να χτυπάει τόν ήδη πεσμένο (ή τόν αδύναμο που ξέρεις ότι με ένα χτύπημα θα πέσει) – δεν υπάρχει ρατσισμός που να αντιτίθεται σε παντοδύναμο : μια τέτοια κίνηση θα λεγόταν απλώς αντίσταση, γιατί ενέχει ακριβώς κίνδυνο γι’ αυτόν που τήν κάνει : ο ρατσισμός έχει τό χαρακτηριστικό να είναι πάντα εκ τού ασφαλούς : είτε απευθύνεται στις γυναίκες, φτωχές και πλούσιες, είτε στις μαύρες και τούς μαύρους, είτε στις εβραίες και τούς εβραίους, είτε στις μετανάστριες και τούς πρόσφυγες : τό βασικό χαρακτηριστικό τού ρατσισμού είναι η δειλία – η «λεβεντιά» έχει μια ενσωματωμένη περηφάνια να μην καταδέχεται (και να μην έχει και καιρό για) τά εύκολα –
«η ιστορία είναι ένας εφιάλτης από τόν οποίο προσπαθώ να ξυπνήσω» : η γνωστή άποψη τού στήβεν δαίδαλου για μένα μεταφραζόταν (διαπίστωσα κάποτε, ομολογώ με δυσαρέσκεια) (από μέσα μου) ως : «η χώρα αυτή, τήν οποία ξέρω καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη, είναι ένας εφιάλτης απ’ τόν οποίο δεν ξυπνάω με τίποτα»
δεν περίμενα ποτέ ας πούμε ότι θα νιώσω αλληλεγγύη και θα σκεφτώ να υπερασπιστώ ποτέ μια τηλεόραση, κι ακόμα κι ένα ραδιόφωνο – και τό κυριότερο που μέ εκνεύρισε σ’ αυτή τήν ιστορία δεν είναι τόσο που δεν μπορώ ν’ ακούσω τώρα τρίτο πρόγραμμα ας πούμε (που κι αυτό τά χάλια του είχε όλο και περισσότερο) αλλά τό ότι αναγκαζόμαστε (μιλάω και για λογαριασμό άλλων τώρα, τό ξέρω καλά) να κάνουμε διαρκώς αυτόν τόν συμβιβασμό, αυτήν τήν έκπτωση, να γινόμαστε όλο και πιο ταπεινωτικά ρεαλιστές : «χάλια είναι κι αυτοί, αλλά ήταν καλύτεροι από τά χάλια τών άλλων» – αλλά κυρίως μέ θυμώνει, γιατί μέ προσγειώνει μονίμως στην ιστορία, αυτή η επίγνωση τού πόσο η ελληνική δεξιά είναι ασύγκριτη και απλησίαστη σε σχέση με τίς δεξιές τών άλλων : φυσικά γιατί οι άλλοι μέσα στην τρέχουσα αλαζονεία τους δεν ξέρουν καν τί σημαίνει να κυβερνάνε σε μια χώρα μετά από έναν άδοξο εμφύλιο εκείνοι που λύσσαξαν ενάντια στην αντίσταση ενός ολόκληρου φτωχού κόσμου, να κυβερνάνε εδώ (και να κάνουν και τίς δικτατορίες τους όταν τούς παίρνει – όπως τώρα τά χρυσά αβγά τού συστήματος ετοιμάζονται και για τή δικιά τους) να κυβερνάνε εδώ σχεδόν αδιαλείπτως εκείνοι που στον άλλο κόσμο τούς ξυρίσανε γουλί και τούς περάσαν κι από δίκες και τούς είπαν και «συνεργάτες» – εδώ τούς είπαμε «νικητές» και τούς τρώμε έκτοτε στη μάπα – τί να εξηγήσεις στον έξω κόσμο για τό γεγονός πως η ιστορία εδώ δεν είναι καν εφιάλτης, είναι απλώς μονιμότητα;
μ’ ενοχλεί λοιπόν αυτή η κουτοπονηριά με τήν οποία βρίσκομαι διαρκώς αντιμέτωπη όταν κοιτάω τά πολιτικά αυτής τής χώρας : τόσον καιρό δεν μπόρεσε ο χοροπηδηχτός τσιφλικομπέμπης τής μεσσηνίας ν’ αγγίξει τούς δημόσιους υπάλληλους γιατί αυτή είναι η πελατεία του (κι αυτουνού και τού δεύτερου κυβερνώντος ασφαλώς (οι τρίτοι προς τό παρόν ως προς αυτά έχουν μια ασυλία – σχετική)) (θεωρητικά μιλώντας δεν εύχομαι να χάσει τή δουλειά του άνθρωπος κι ας θεωρώ τή δουλειά όχι δικαίωμα αλλά κατάντια και εφιάλτη) : τούς έχουν διορίσει, ξέρουνε ότι είναι ψηφοφόροι τους, αυτοί δεν έχουν κανενός είδους ανθρωπιστική αναστολή, βλέπουν χρόνια ανθρώπους να χάνουν τίς δουλειές τους και σφυρίζουν στην κυριολεξία κλέφτικα : μ’ ενόχλησε όμως η κουτοπονηριά να απολύσουν από τό δημόσιο τούς μόνους που εκ τών πραγμάτων ήταν υποχρεωμένοι να είναι και λίγο δημιουργικοί, και να μην είναι και τόσο απόλυτα δούλοι
και στη συνέχεια μ’ ενόχλησαν οι πληττόμενοι, ή οι υποστηρικτές τών πληττόμενων (δεν πρόκειται να βάλω εδώ συνδέσμους, τά διάβασα και τ’ άκουσα, κι αποτελούν εξάλλου ως εκφράσεις τό μόνιμο μουσικό χαλί σ’ αυτή τή χώρα : ) λένε λοιπόν (περίπου όλοι : και οι αριστεροί (αυτοί μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο)) : «γίναμε ουγκάντα», ή, ακόμα χειρότερα, «ούτε στην ουγκάντα δεν τά κάνουν αυτά» γιατί η αφρική είναι δεδομένο ότι βρίσκεται από κάτω – και δεν λένε ας πούμε «γίναμε κίνα» – που θα ’ταν και κυριολεκτικά σωστότερο : διότι βλέπεις η κίνα αναδύεται όλο και δυνατότερη, μες στη φριχτή της δικτατορία (ενώ η ουγκάντα είχε μια, και τήν ξεπέρασε – όπως κι εμείς άλλωστε είχαμε και μια και δυο και τρεις και τίς, ας πούμε, ξεπεράσαμε) και τό κυριότερο είναι ότι απ’ αυτήν τήν άνοδο προσδοκάμε και οικονομικά οφέλη (ένα σωρό τσοπανάκηδες έχω μάθει ότι στην κρήτη τή λεβεντομάνα ή τήν πελοπόννησο τήν χωροφυλακοτρόφο πουλάνε τά λάδια τους (προσπαθούνε) στην κίνα : μεγάλη αγορά – δεν σού πάει να πεις «καταντήσαμε σαν και δαύτους») – πάντως υπάρχει και μια υπόγεια παρηγοριά όταν λες «καταντήσαμε σαν» διότι εξάγεται ως αυτονόητο πως «ό,τι και να λέμε μπορεί να είμαστε σαν, αλλά, γι’ αυτό ακριβώς κιόλας, δεν είμαστε και ακριβώς» – τονίζουμε υπόγεια λοιπόν τό ότι «δεν είμαστε» ακριβώς επειδή υπέργεια έχουμε τήν αξιολύπητη «αυτογνωσία» να παραδεχόμαστε ότι μοιάζουμε : ρητορικό σχήμα είν’ αυτό, λέμε λοιπόν και καμιά υπερβολή και ψιλοαυτομαστιγωνόμαστε για να ψιλοανέλθουμε ψιλοβιαίως : είναι αυτές οι φτηνές ηδονές που ’λεγε κι ο φρόϋντ – ίδια με κείνην τής αυτόματης ανακούφισης που διαπίστωσε σκληρά ότι νιώθουν όλοι (προφανώς μελετώντας ως συνήθως τόν εαυτό του) παρακολουθώντας μια κηδεία (διότι ο νεκρός είναι προς τό παρόν άλλος)
.
.
.
.
(με τήν ουγκάντα άλλωστε εγώ – θέλω να λέω ότι – έχω και προηγούμενα : αλλά
περί αυτού στο αμεσότερο μέλλον)
.
.
.