σημειωματαριο κηπων

2 Ιανουαρίου 2023

ηρακλή λογοθέτη : το λακωνίζειν εστί μελαγχολείν (από το δοκίμιο «δάνειον έθνος»)

.

.

. . . . . . . . . . . .

.

.

για ένα κείμενο απελπισμένο σήμερα ο λόγος, που καταλήγει να ξεδιπλωθεί μπροστά μας εντέλει ήρεμο αν και με θυμωμένη λύπη –

το δοκίμιο «δάνειον έθνος» τού ηρακλή λογοθέτη είναι, για να το πω εισαγωγικά, μια που μ’ αυτό αρχίζει και ο καινούργιος χρόνος σ’ αυτό το βλογ, ένας πραγματικός θησαυρός

αφήγηση ανελέητη και αχόρταγη, που τρέχει «ωσάν ποτάμι χειμωνιάτικο» που έλεγε και ο μεσαιωνικός χρονικογράφος, βαδίζει με ευρηματική και θυμωμένη ταχύτητα, χωρίς να χάνει ποτέ την ισορροπία της, πάνω στις δυό ράγες συγχρόνως ενός τραίνου απολύτως σύγχρονου : από τη μιά πατώντας στην αποκάλυψη τής εθνικής απελπισίας και λύπης, και από την άλλη στην ψυχραιμία και τον θυμό μιας ανελέητης ιστορικής αυτογνωσίας

η απαρχή είναι σχεδόν ανεκδοτολογική : «ένα μικρό διπλωματικό επεισόδιο» όπως το περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του, από τα πρώτα χρόνια τής ελληνικής επανάστασης, που το ψάρεψε από το αχανές έργο τού ακαταπόνητου εκείνου κωνσταντίνου σάθα, και που, εντέλει και καταβάθος, διαβάζεται και σαν αστυνομικό μυθιστόρημα – όπου όμως, τόσο το έγκλημα, όσο και οι συντελεστές του, θα παραμείνουν και σαφείς και αμφίσημοι

η λύπη προέρχεται από μια επανάσταση που παραπαίει : δει δη χρημάτων, πέραν του αυτοθυσιαζόμενου πείσματος των αγωνιστών που μάχονται ξυπόλητοι και εν πολλοίς άοπλοι, και παρενθετικώς εγκαταλελειμμένοι στις πατροπαράδοτες εμφύλιες διαμάχες, και αυτά τα χρήματα αναλαμβάνει, πρακτική και άτεγκτη, και στις διπλωματικές της μηχανορραφίες περιπεπλεγμένη, να βρει η πολιτική των πρόσφατων κυβερνητών

και νά που εμφανίζονται αίφνης οι «δανειστές» – κουβαλημένοι πρόθυμα από την παραπαίουσα επίσης δόξα τής δυτικής τους καλογερικής παράδοσης – περιβεβλημένης περήφανα με το ένδυμα τής ήδη από αιώνων χρεωκοπημένης μεν ιπποσύνης, αλλά με τις άπληστες και εξίσου φαντασιόπληκτες άδειες τους τσέπες

ένα πανηγύρι αθλιότητας ξετυλίγεται, με στόχους έως και εδώ σήμερα οικείους, απτούς, και κατανοητούς :

ο ηρακλής λογοθέτης παρακολουθεί τις προσπάθειες καταλήστευσης τού νεοσύστατου μη–κράτους, παρεμβάλλοντας, ρυθμικά ισορροπημένα, και τιμωρητικά θα ’λεγε κανείς, τις ευεργετικές εκείνες παρενθέσεις [εντός των λακωνικότατων αγκυλών] που ακουμπάνε στο οικείο και εν πολλοίς αξιολύπητο ή τραγελαφικό παρόν

μια τέτοια παρένθεση διάλεξα σήμερα με την άδεια τού συγγραφέα (και τον ευχαριστώ γι’ αυτό) να παραθέσω εδωπέρα, ως αισιόδοξο ξεκίνημα, μες στην απαισιοδοξία του, για την «επανάσταση (που) είναι πια θέμα αιώνων» – μαζί με τις ευχές μου για καλή χρονιά.

.

.

..

….

.

.

.

«[Το λακωνίζειν εστί μελαγχολείν — γι’ αυτό και τα πιο αεράτα συνθήματα φέρουν μια μελανή νότα. Το πώς διαβάζει κανείς την ακουστική της στα κοινωνικά πράγματα του καιρού και το πώς διαπραγματεύεται την ερμηνεία της είναι ζήτημα μιας διαχρονικής και πάντα επίκαιρης πολιτικής γραμματικής γύρω από το οποίο μαίνονται  ασταμάτητες συγκρούσεις. Έτσι, σε τοίχο της οδού Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, έξω από ένα εργαστήριο γραφικών τεχνών και, διόλου τυχαία, ακριβώς απέναντι από εκδοτικό οίκο που επιμένει στο πολυτονικό σύστημα, υπάρχει το σύνθημα:

“ΑΙΝΑΝΤΥΑ ΣΤΙΝ ΑΣΤΟΙΚΥ ΩΡΘΩΓΡΑΦΕΙΑ”

   Διαγωνίως απέναντι και παρηχώντας ευφυώς το γνωστό σύνθημα “Φασίστες κουφάλες έρχονται κρεμάλες”, δεν άργησε καθόλου να εμφανιστεί και η σωφρονιστική απάντηση:

“ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΟΙ ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΔΑΣΚΑΛΕΣ”

   Ενώ λιγάκι παρακάτω με πεζά, καλλιγραφημένα και εμφανώς πολυτονισμένα γράμματα κατατίθεται ως αιχμηρό σχόλιο στην προηγηθείσα πυγμαχική συνομιλία ένα ακόμα σύνθημα:

“Ἡ ἐπανάσταση εἶναι πια θέμα αἰώνων”

Η συνθηματική συνομιλία, άμεση κατά τα δυο πρώτα σκέλη, και υπαινικτική κατά το τρίτο, είναι πολιτικά πλήρης καθώς εμπεριέχει τα πάντα: την ανορθόγραφη μούφα, την τιμωρητική της απειλή και την ορθογραφημένη διάψευση και των δύο μαζί. Στις δύο κάθετες πλευρές του τριγώνου αποτυπώνεται αφενός η γοερή πίστη ότι η αποσυγκρότηση του γλωσσικού συντάγματος θα συνεργήσει στην πολιτειακή ανατροπή και αφετέρου η κραυγαλέα πεποίθηση ότι η γραμματική της μαγκούρας έχει άμεσα αποτελέσματα στα κακά παιδιά. Στην υποτείνουσα εγγράφεται η  μελαγχολική διαπίστωση ότι τίποτε μα τίποτε αληθινά επαναστατικό δεν θα καταφέρουμε χωρίς καλά συγκροτημένη παιδεία και ενσυνείδητη μετοχή στη μεστότητα της ιστορικής μας παράδοσης. Η σκιαμαχία έχει επιπλέον και τούτο το παράδοξο: η βίαιη ανορθολογικότητα του πρώτου συνθήματος και η καγχαστική παιδαγωγική του δευτέρου προσομοιάζουν με σκιρτήματα ρομαντικής εξέγερσης — μα μονάχα ο τονισμένος πεσιμισμός του τρίτου είναι γνήσια ρομαντικός. Οι δυο πρώτοι συνθηματογράφοι έχουν κοινή τη ρηχή προσδοκία πως όλα μπορούν να γίνουν βιαστικά και διατεταγμένα. Απ’ αυτήν άποψη βρίσκονται εντός και επί τα αυτά, και μόνο η διαφορά αντιληπτικού τόνου τούς τοποθετεί φαινομενικά στα άκρα του φάσματος. Ο τρίτος όμως, ενστερνιζόμενος από την αντίπερα όχθη την προοπτική της ρηξιγενούς συνέχειας απορρίπτει και τη δήθεν ριζοσπαστική άποψη ότι το άλμα δεν χρειάζεται εφαλτήριο και την αυταρχική της αντήχηση, ότι δηλαδή αντί εφαλτηρίου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε πειθαρχικό σκαμνί. Γνωρίζει ότι η παραμυθία της άμεσης επανάστασης δοξάζεται σε επιφανειακές ρωγμές ενώ η πραγματική επαναστατική πολιτική αναπτύσσεται σε σεισμικό βάθος κι επειδή δεν αισθάνεται κάτι ριγηλό να πάλλεται στον ορίζοντα ούτε διακρίνει κάποιο φως, αποσύρεται — και μελαγχολεί.]»

.

… . . . . . . . . . . . . . . . ………………. . . . . …………………… . . . . . . . . . . . . . . . ……… . . . . . . .

.

.

.

(εδώ διαβάζετε λοιπόν «το χρονικό του γαλαξειδίου» / το κείμενο που, ακριβώς, ανακάλυψε (σαν κατάπληκτος, στην νεότητά του) ο κωνσταντίνος σάθας (και έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα για τις ακαταπόνητες έρευνές του) : «…το γαίμα έτρεχε στους δρόμους, ωσάν ποτάμι χειμωνιάτικο…»)

.https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A7%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C
_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BE%CE%B5%CE%B9%CE%B4%CE%AF%CE%BF%CF%85

.

.

.

.

.

.

13 Δεκεμβρίου 2016

πάνος θεοδωρίδης : «αχνός» «φωλέα» «μονωδία» «πένθος»

 

 

είναι πεζογράφος εξαίρετος αλλόκοτος κι ανεπανάληπτος / αν με το ανεπανάληπτος εννοούμε ότι θυμίζει ανελλιπώς τα λαμπρότερα όσων έχουν ληφθεί / είναι επίσης ο πρώτος έλλην μπλόγκερ είτε εκ των σπουδαίων συγγραφέων μας είτε εκ τών καθόλου και των μη

ανήκει στην πεζογραφική παράδοση εκείνη που σέ γεμίζει με σαδομαζοχιστικές ανατριχίλες στη σκέψη τού μεταφραστή του σε – οποιαδήποτε − ξένη γλώσσα

και γράφει ο ίδιος σε μια γλώσσα ξένη ως προς πολλά, με κυριότερο ξενιστή μια χρήση τού χιούμορ / της (αυτο)ειρωνείας / η οποία κατεξευτελίζει τις έτοιμες ιδέες και τις προλήψεις για τη λογική τού είδους : η ειρωνεία του και η αυτοειρωνεία του δεν βγάζει απλώς γέλιο – μολονότι βγάζει πολύ γέλιο – κυλάει ανηλεώς κάτω από τα πιο θλιμμένα και μελαγχολικά του τοπία – για να μην τα δει η αναγνώστρια, υποψιάζεσαι ότι αρχικώς περιβάλλονται από το λυτρωτικό (και ξαφνιαστικό, και αιφνίδιο αν και μονίμως αναμενόμενο) γέλιο

μιλώντας για τοπία στο έργο τού π. θ. (μπλογκοσφαιρικώς «πετεφρή» – επίσης με το βλογοψευδώνυμο εισερχόμαστε στη χώρα τού αυτοσαρκασμού υπογείως –) οφείλει κανείς πρώτα να κρατηθεί μακριά από τον χάρτη, μολονότι έχει μια ακατάσχετη – και δικαιολογημένη – τάση προς επιβεβαιώσεις επ’ αυτού / τα τοπία του είναι περίπου μεταφυσικά (με την αρχική έννοια τού όρου) αν και πλειοψηφικώς μακεδονικά : το μεταφυσικό σημαίνει ότι αν δεν τα δεις σαν τοπία τής αρχικής παιδικότητας και τού εξαρχής έρωτος, δεν πας πουθενά – ούτε επί χάρτου ούτε επί χαρτιού

στην περίπτωσή του θα μπορούσα να μιλάω για ώρες αλλά να μην εκμεταλλευτώ τη θέση μου, ως κηπούρισσας όπως θα έλεγε μάλλον ο ίδιος : τον ευχαριστώ πολύ για την άδεια να αναδημοσιεύσω εδώ κάτι μικρά από τα «μικρά» του : για τα μεγάλα του πρέπει να πάτε σε χαρτί και σε βιβλίο

κυρίες και κύριοι / φίλες / άτομα, ατόμες και ατόμια (κατά την πετεφρικήν του διάλεκτον) / οι κήποι έχουν την τιμή σήμερα, μετά φόβου αγάπης και πίστεως, να φιλοξενούν τον πάνο θεοδωρίδη

 

 

Αχνός

Τον Μάρτιο μήνα του 1969, απέκτησα δωμάτιο στην πόλη. Στην οδό Μακεδονίας 41, μαζί με συγκατοίκους, τον Θανάση, τον Γιώργο και έναν Τάκη. Ο Θανάσης ήταν φίλος φίλης της φίλης μου και θεοσοφιστής, ο Γιώργος αριστεριστής που διάβαζε υπέρ πάντα θνητό, που η φίλη του τον επισκέπτονταν αραιά και προγραμματισμένα και ο Τάκης, φοιτήτευε και ήταν μπάκουρας, μπεκιάρης, χαμένος στο μπετόν, ψηλός με μουστάκι, μάλλον συγκάτοικος μετά από πολλές καραμπόλες. Το μοιράδι του ενοικίου ήταν διακόσιες δραχμές και το δωμάτιο 2,70×2,90. Χωρούσε ένα μεταλλικό ντιβάνι, με στρώμα και κλαρωτό ριχτάρι, ένα στρόγγυλο τραπέζι και μιά καρέκλα κουρέα από το μπιτ παζάρ. Και μιά ντουλάπα με συρμάτινο σκελετό και πλαστικό πανωφόρι που έφτυσα αίμα να συνδέσω. Έτζι αρχίζουν συνήθως τα νατουραλιστικά διηγήματα του στύλ «αχ σπέρνε, κούδεβλο, τις αναμνήσεις σου», αλλά αναφέρω το δωμάτιο ή αναφέρομαι στο δωμάτιο επειδή τότε έσβησε μιά μοναδική αίσθηση που έτρεφε τα προηγούμενα ολίγα χρόνια. Δεν άχνιζαν πλέον οι γιακάδες των παλτών, των αδιάβροχων. Ή, σε άλλες εκδοχές, των ημίπαλτων, της βραχείας, του παρντεσού, του τρένσκοτ, του μονγκόμερι ή πως αλλοιώς αποκαλούσαμε τους χειμερινούς επενδύτες. Δεν άχνιζαν από τα φιλιά και τα κατενώπιον του προσωρινού αποχαιρετισμού, πως ως συμπλεγματα και ζευγαράκια αποδίδαμε, δίκην θυσίας συλλογικής, στην πόλη που μας φιλοξενούσε. Δεν άχνιζε τίποτε. Διότι τα ραντεβού, τα αραντεβού, τα πές μου τι ώρα και τα ρέστα, ήταν πλέον επισκέψεις στο δωμάτιο. Όχι συναντήσεις σε πάρκα, τσαΐρια, καφετέριες, γωνιές, στάσεις του ΟΑΣΘ, απόμεροι ακάλυπτοι. Το πρώτο τους μέλημα, να βγάλουν το παλτό, να δείξουν το φορεματάκι , το ανσάμπλ, το αμπιγιέ συνολάκι, το σπορτίβ ζακετάκι, το μάλλινο με τις μεγάλες βελόνες, το σκοτσέζικο πουλόβερ, το μοχαίρ απαλό επίτριχο δανεικό από την ξαδέρφη τους. Όσο κι αν το δωμάτιο δεν είχε πηγή θερμότητας, ήταν κλειστό και γεμάτο προηγούμενες ανάσες, άρα έμοιαζε καταφύγιο στην κόλαση του Στάλινγκραντ. Άρα δεν φορούσαν παλτό. Βέβαια, κρύωναν. Με κάτασπρα χειλάκια, ματιά θαμμένη σε βαρύτατα ρίμελ και πινελαρίσματα γύρω από το μάτι, συχνά με βαρύτατο υπόλευκο μέικ απ που ήταν ραγισμένο από τον πολύ μπατανά, πάνω από την κανονική στρώση, σαν μούμιες που δεν είχαν διατηρηθεί στην θέρμη της άμμου, αλλά χάλαγε η μόστρα τους στον βαρδαρίτσο και στο αγιάζι μιας θερμαϊκής μπουκαδούρας, έμπαιναν, άφηναν το παλτουδακι να γλυστρήσει στα χέρια μας και το αφήναμε πάντα κάπου αλλά ποτέ στο ντιβάνι επειδή το θέλαμε διαθέσιμο για το προσεχές μέλλον του, για την λειτουργία του ως ευνή, έμπαιναν με άσπρα χειλάκια και έτρεμαν, οπότε πάλι ταις αγκάλιαζες, αλλά δεν έβγαινε αχνός από κανέναν.

Ενώ όταν δεν υπήρχε δωμάτιο παρά μόνον υπαίθριες παγωνιές, είτε στο κυπαρισσάκι, είτε στο διαλυμένο πάρκο της Μαρτίου, είτε στο πάρκο εκεί που είναι ο Φίλιππος, είτε στο πλάι της Σχολής Τυφλών ανάμεσα στα δύο νεοκλασικά, είτε δίπλα στο Ιταλικό προξενείο, είτε πίσω από το ιερό τής Θεοτόκου του Μαστούνη, λέγε με Νέα Παναγία και είχε ένα δόντι προς τη Νικηφόρου Φωκά, είτε σε πολλές περιοχές των πάρκων της Κέννεντι που σήμερα βρίσκονται τα θεματικά, είτε στα τυλιγμένα με ληγούστρα παγκάκια της Νέας Παραλίας μεταξύ του Μακεδονία Παλάς και ώσπου να φτάσουμε στα μπλόκια της επέκτασης, δεν είχαμε συνάντηση σε δωμάτιο, αλλά ραντεβού. Συνήθως πριν σκοτεινιάσει, οπότε δεν φιλιόμασταν καν, μην τύχει ξένο μάτι ή γνωστό, και ραντεβού που έληγαν στο σκοτάδι, οπότε ο αποχαιρετισμός ήταν θερμός και άχνιζε. Μπορεί το αραντεβού να ξοδευόταν σε οικογενειακά ζητήματά της, να περιείχε μούχτι, μουντάρισμα σε γυμνά μέλη που ήταν επιτρεπτό να συμβεί, ή και πιό ζωντανά συμπλέγματα, ενίοτε με διασκεδαστική κατάληξη. Πάντως ήταν τέλος αραντεβού, δεν μπορούσα δεν μπορούσε, δεν μπορούσαμε, δεν μπορούσαν να χειριστούν τα ζευγαράκια καμιά προκάλυψη, κανέναν καπνό τσιγάρου, καμία αναζήτηση μαντιλιού στην τσέπα, και τα μάτια μας ήταν κοντά και τα τέσσερα, δεν ακούγαμε τα γειά σου, τα σ’ αγαπώ, θα σε δώ στις πέντε μετά τον «Στρατηγάκη», αλλά στέλναμε τα μάτια μας, και τα τέσσερα κοντά το ένα με το άλλο, ανεπιτήδευτα, γκιοραλίδικα, συνήθως εκείνες συχνά τα εκράταγαν μισόκλειστα για να διευκολυνθεί το φιλί τού «γειά σου» και «αντίο», αλλά δεν μένω στα μάγουλα και στον αδιάσπαστο ειρμό των πεπλεγμένων χεριών μας, παρά μόνον στο άχνισμα στην μυρωδιά και στο παγωμένο ατλάζι του αέρα όπως έβγαινε από τον γιακά τού παλτού της, του κασκόλ πάνω από την τρένσκοτ, που έδενε η άχνα με τη θερμή ανάσα μας, μοιάζοντας με ατμίζοντα ένζωδα μηχανήματα διπλά, δίπλα, διπλαρωμένα, έτοιμα να επιστρέψουν από το ενωμένο ζεύγος της διήγησης του Αριστοφάνη στο «Συμπόσιο» τού Πλάτωνα, στην κατάσταση των ηρώων του Καμύ ή του εσωτερικού μονολόγου.

Και ο κοινός αχνός βελτίωνε την αφή τού βαρέος, σκουλάτου υφάσματος, ακόμη και το διπλής πλέξης καμπαρντινέ, ακόμη και την υποψία μιας μπλούζας ζακάρ που κρύβονταν πίσω από την γιακαδούρα. Είτε ρεγκλάν, είτε φίλ φιλέ, είτε μανικετόκοψη, είτε φιλαφίλ, τα υφάσματα που γίνονταν ρούχα και μέσα στον αχνίζοντα αποχαιρετισμό δεν ήσουν σίγουρος πως αποχαιρετούσες εκείνην στο σκοτάδι ή στην έξοδο τού Παπαγιάννη, λέγαμε το αντίο τυλιγμένοι μέσα σε μυτερούς θάμνους από ορολογίες, και να έρχεται ορμητικό το 1970 με τα μοδάτα και τα σκληρά και τις χουντάρες και τον πόθο και την σάρκα και–

Αυτά τελείωσαν τον Μάρτιο μήνα του 1969 και έκτοτε αρνούμαι να περιγράψω τι άρχισε.

 

 

Φωλέα

[…] Μια ανοιχτή πόρτα στο ανώγειο ενός τουρκόσπιτου. Ζεστά πρωτοβρόχια του 1948. Κάθομαι ήσυχος σε ένα γυμνό δωμάτιο (μυρίζει η καναζίνα στο πάτωμα), βλέπω το φύλλωμα μιας αγριομουριάς και παίζω ήσυχα με κάτι ξύλινες χρωματιστές μπάλες, περασμένες με ένα σύρμα μπροστά μου. Κάθομαι σε ένα βρεφικό σκαμνάκι, μπορώ να μπουσουλήσω, αλλά εμποδίζομαι από το σύρμα. Η νεότερη γυναίκα που αντιδρά χαμογελαστά όποτε την λέω μαμαμά, λέει το κάθισμά μου καθηκάκι. Συνδυάζω τη φωνή της με ένα ζευγάρι δόντια. Παντού στο σπίτι είναι γυναίκες. Μεγάλες, γρηές, δύο. Κάτι ενδιάμεσες.

Και το παραπέτασμα σκίζεται, η πόρτα σκιάζεται από έναν άνθρωπο άνδρα. Γυαλίζει το κεφάλι του, θυμάμαι τις επωμίδες, κρατάει καπέλο στο χέρι. Έχει κι αυτός δυο σειρές δόντια. Με πλησιάζει. Κλαίω. Είμαι επτά μηνών και δεν έχω ξαναδεί τον πατέρα μου. Κλαίω.

Υπάρχει μια λέξη στον αέρα. Μεντιχία. Ετσι λένε μια γρηά που κυκλοφορεί, αλλά δεν θυμάμαι τα δόντια της. Είναι η νοικοκυρά. Η Μεντιχία δεν είναι δική μου. Δεν είμαι δικός της. Εκείνες τις μέρες βρέθηκα να μπουσουλάω και είδα πρώτη φορά τις ξύλινες σκάλες. Η μαμαμά ήταν στην κάτω πόρτα. Μακρυά μαλλιά, αδύνατη, μεσάτο φόρεμα. Δεν με πρόλαβε. Κουτρουβάλησα και βρέθηκα στην αγκαλιά της, στο ισόγειο.

Άλλη εικόνα. Αργότερα. Μιλάω, καταλαβαίνω. Ο πατέρας μου κάθεται με τη μάνα μου στο τραπέζι, είναι με στολή και μιλάνε για έναν Βίκτωρ. Έτσι ο Βίκτωρ, αλλοιώς ο Βίκτωρ. Κάθομαι στο πομπέ ντιβάνι και γκρινιάζω. Ο πατέρας μου σηκώνεται και έρχεται καταπάνω μου, νομίζω εχθρικά. Όταν ορθώνεται τεράστιος κοντά μου, συνοφρυώνομαι και του λέω : θηρίος είμαι! Το απειλητικό σώμα αναλύεται χαλαρά, το πρόσωπό του φωτίζεται, δείχνει όλα του τα δόντια, γελάει, γυρνάει στη μάνα μου, της λέει Βαγγελιώ είπε θηρίος είναι! Προσλαμβάνω κάτι δυνατό : αν ποτέ απειληθώ, από μέσα μου να βγάζω λόγια που χαλαρώνουν τους κακούς. Θηρίος είμαι διότι.

Η χρήση λέξεων ήταν έκτοτε μεγάλη δραπέτευση από τον πόνο. Έμαθα ότι έπρεπε να είναι έμμεσος ή ρυθμικός. Αν έλεγα κουλάτηκα πάλε με τσοτσό, δηλαδή επί των ώμων σου πατέλα, δεν το έπραττε. Αν έδειχνα το καλντερίμι και του έλεγα κακός βόμος (κακός δρόμος) γελούσε και με ζαλώνονταν με υπερηφάνεια. […]

 

 

Μονωδία

Έτονε και τρωγόπιναν ένας ρήγας, ένας πρωτομάστορας κι ένας στραδιότις, τζαούσης. Πάνω στην κουρουμπουγάτσα, λέει ο ρήγας πως ξίνισε το κρασί του και κλαίει, διότι χάθηκαν έτζι μουζούρια δεκατέσσερα και πλήθος βουτζίων. Ξίδια και ξινήθρες. Ου φροντίς τού λέγει ο τζαούσης ο βασιβουζούκος, να μου τα δώκεις να ποτίσω τους λαούς που δεν κατέουν. Ο πρωτομάστορας τού λέγει πως υπάρχει γιατρικό. Να εκμετρήσει το χαμένο κρασί και να φέρει δυό καραβιές μαλακό, γλυκύ, ασθενές και ουγγαρέζικο, να τα αναμίξει και τότενες θα έχει καλό γλυκόπιοτο κρασάκι για χρεία δικιά του και των δούλων του. Εθαύμασεν ο βασιλεύς, ανέθεσεν στον πρωτομάστορα τη δουλειά και τους απέλυσεν ερευγόμενος, να κοιμηθεί μες στην τρελή χαρά. Ο τζαούσης ο τζαγκραβολιστής απόρησεν που πήρεν ο πρωτομάστορας την εργολαβίαν και τον ηρώτα πόθεν ήξερε το κόλπο με το ανακάτεμα. Δεν υπάρχει κόλπο απάντησεν ο καλός τεχνίτης. Έχω κερδίσει το διάφορον, τον λουφέν και την δεκάτην από κρασοβόλι δύο καραβιώνε. Το κρασί που εξίνισεν ευθύς θα το πετάξω, διότι το ξινόν υπερισχύει του γλυκέος ακόμη και σε αναλογίαν μία στο χιλιάρι. Μα τότενες, του λέγει ο στραδιότης ο το ροκάνι φέρων, είσαι απατεών και κούρσαρης. Είμαι καλός τεχνίτης, απάντησεν ο χήρος πρωτομάστορας, και μετά το κτίσιμον της κυράς μου στο κωλογεφύριν τού τσιμπιδομούνη τού βασιλέως, ό,τι και να πράξω άτιμον, θεμιτόν μοι φαίνεται.

 

 

Πένθος

Ξύπνησα και σκεφτόμουνα πένθος, πένθος, νηπενθές, πενθερός, πενθέκτη. Και πάλι πένθος.Το κρέμασα στο facebook και δεν απορώ που αρκετοί θεώρησαν τη λέξη πένθος, κακιά. Όπως τις λέξεις καρκίνος, ετοιμοθάνατος, μογγολάκι, aids, για τις οποίες προτιμούμε την αντικατάστασή τους με άλλους ήχους : φτούτσα, φτού κακά, ή με χειρονομημένες εκφράσεις : σταυροκόπημα, κούνημα από την θέση, φτύσιμο στον κόρφο.

Μα δεν πενθώ για τον θάνατο και τα επερχόμενα γηρατειά. Ως άνθρωπος που ξερρίζωσε τα μαλλιά του με τα χέρια για να δείχνει μεγάλος και ήθελε να τον λένε γέρο και πάππο από τα είκοσί του, ετοιμάζομαι για αυτήν την ηλικία, έστω φοβικά. Και στον τάφο μου ονειρεύομαι μιά λέξη, όπως επιτέλους ή ουφ!.

Πενθώ επειδή γεννήθηκα σε έναν κόσμο με στεατοπυγικές γυναίκες κρεατωμένες που είχαν μικρά άκρα, στρουμπουλά, και τώρα ο κόσμος είναι γεμάτος ξυλάγγουρες με πατούσα νούμερο 43 και βάλε. Κοκκαλιάρες με κυτταρίτιδα. Οι άνδρες αυτού τού κόσμου στη γέννησή μου έμοιαζαν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τώρα οι νέοι μοιάζουν με τα δυό παιδιά του Στράτου Διονυσίου. Από στεγνοί τρομοκρατημένοι, ευτραφείς χαβαλέδες. Εξωτερικώς, εννοώ.

Πενθώ διότι το 1970 στο λεωφορείο έκαναν το σταυρό τους δύο στους τριανταδύο, περνώντας από ναούς, σήμερα είκοσι στους πενήντα. Το 1980 άναβαν κεράκι κρυφά και διέφευγαν, τώρα είναι ουρά στα παρόδια εικονοστάσια.

Πενθώ διότι σε τόσα χρόνια, τα έργα τέχνης πρόλαβαν και ψόφησαν πάνω στο παίνεμά τους, ή πέθαναν μαζί με τους ποιητές τους. Αξέχαστοι έμειναν ελάχιστοι, κι αυτοί εξαιτίας τού τρόπου που πέθαναν.

Πενθώ επειδή τόσες δεκαετίες ανάπτυξης και οραμάτων κατέληξαν σε μιά άκεφη διαχείριση, που δεν την κυβερνά κανένας. Πενθώ επειδή η ποικιλία στη ζωή θεωρείται καθιερωμένη μαλακία.

Πενθώ επειδή είναι βολικό, οικονομικό, σταθερό και άσχετο. Πενθώ επειδή ο κόσμος ξέρει τι είναι το Ντισπαταλίν και ο αιματοκρίτης και δεν ξέρει, όπως δεν ήξερε ποτέ, γιατί έγινε γέφυρα ο Χαρίλαος Τρικούπης.

Πενθώ επειδή αυτό ήξερα να κάνω. Πένθιμη επεξεργασία πένθιμων λέξεων.

Πενθώ επειδή το πένθος είναι η πιο άσχετη με τον θάνατο κατάσταση που γνωρίζω.

Άντε τώρα έναν πενθοζάλη.

 

 

Πάνος Θεοδωρίδης, «Ύμνοι Εναντίον Γυναικών» / διηγήματα / «ιανός εκδόσεις», 2011

  σύνδεσμοι

ηνωμένα βουστάσια

πετεφρής

svorak

homefood

φέϊσμπουκ

βιβλιογραφια

 

 

 

 

 

 

 

25 Μαρτίου 2016

ευχαριστω, κυριε παπαδιαμαντη

 

 

 

«Τον ειδα σκυμμενον ωρας ολοκλήρους εις γραφεια εφημεριδων, να μεταφραζη αρθρα, μυθιστορηματα, ειδησεις, τηλεγραφηματα, χαμενον παντα πισω απο ενα βουνον αγγλικων εφημεριδων, περιοδικων, βιβλιων.

Για τις εφημεριδες οπου συνεργασθηκε [ ] δεν ητανε ο μεγαλος διηγηματογραφος, ητανε [ ] ο ταπεινος μεταφραστης.

Στο “Αστυ” εφτανε αργα παντα, τρυπωνε στο γραφειο του, χωρις να πλησιαση  κανεναν και ριχνοτανε στη δουλειά, για να ξαναφυγη παντα με τον ιδιο τροπο. Καποτε τον εβλεπα μόνο να μπαινη μεσα στο γραφειο τού κ. Κακλαμάνου, αλαφροπατωντας σαν ησκιος, να προχωρη προς το τραπεζι τού διευθυντη, ν’ αφηνη τα χειρογραφα του, χωρις να πη λεξη, και να φευγη βιαστικα, περπατωντας συρριζα στον τοιχο, [ ] Οσοι δεν τον γνώριζαν, καθως ητανε κακοντυμενος, με ξεφτισμενες παντα τις ακρες τών μανικιων του, μπορουσαν να τον παρουν και για υπηρετη τού γραφειου. Και μόνο ο σεβασμος, με τον οποίον ο κ. Κακλαμανος τού ξαναλεγε, καθε φορά, παιρνοντας τα χειρογραφα του : “ευχαριστω, κυριε Παπαδιαμαντη…”, σκορπιζε την ανάξια αυτη, αλλά τοσο φυσικη, παρεξηγηση.» *

 

σαν να μιλουσε τουλαχιστον για μενα (και κανονικα για ολους μας) αυτος ο (αγνωστος μου) κ. κακλαμανος, λεγοντας του καθε φορά αυτο το «ευχαριστω κυριε Παπαδιαμαντη» (κι ουτε κυριε Κοσμοκαλογερε, ουτε κυριε Αγιε των γραμματων μας, ουτε κυριε Μπαρμπαλεξανδρε, ουτε καμιά αλλη απ’ αυτες τις, συνηθισμενες στην ελληνικη θρησκευόμενη ευρηματικη αμετροεπεια, μαλακιες)

ο παπαδιαμαντης εξακολουθει να μην αναγιγνωσκεται σωστα κατα τη γνωμη μου στη χωρα αυτη οπου υποτιθεται οτι μιλαει την ιδια γλωσσα μαζι του, και καμία εντυπωση δεν μου κανει που ο μόνος (κριτικος) που τον διαβασε καπως σωστα ηταν αλλογλωσσος** . Με τον παπαδιαμαντη μάς χωριζει θα ’λεγε κανείς οχι μόνο η ίδια γλωσσα (που κι αυτη μάς χωριζει) οσο η ίδια χωρα : κι οταν λεω γλωσσα δεν εννοω την «καθαρευουσα του» – οταν ειμαστε εμεις στο σχολείο χρησιμοποιουσαμε γλωσσαρι για τη δημοτικη του – οσο ακριβως μάς χωριζουν οι ίδιοι άνθρωποι που τοτε τον εβλεπαν με σεβασμο ως υπηρετη (ή τελος παντων και κατα παραχωρηση φτωχον) και σημερα με τον ιδιο ανιδεο και ιδιοτελη σεβασμο ως θρησκευομενο ανθρωπο. Πιθανως αν ηταν γαλλος ή γερμανος οι παρεξηγησεις να μην υπηρχαν (ή να ειχαν ηδη διαλευκανθει), γραφοντας στα ελληνικα δεν τον χωραει – ακομα και σημερα – ο τοπος.

παρ’ ολ’ αυτα, ή ακριβως γι’ αυτα, ειναι ακρως (και επιθετικα) ερωτικος, και ακρως (και ανυποταχτα) ερωτευμενος συγγραφεας ο παπαδιαμαντης : μη γελιομαστε, θρησκευόμενη και χρηστομαθή ηθογραφια εκαναν πολλοι και οχι μόνο συγχρονοι του, αλλά μαλιστα και συγγενεις του : Να πω λοιπον τωρα κι εγω ενα ανεκδοτακι : Πριν απο χρονια, τοτε που ημουν πολυ μεγαλυτερη απ’ ο,τι ειμαι τωρα, και ζουσα σε μια πολυ πιο μακάρια εποχη απ’ αυτη που ζω τωρα και ειχα τριγυρω και φιλους και ημουν και ερωτευμενη με τη ζωη μου, ειχα ολη τη μακαρια διαθεση – και τις μακαριες ομολογουμενως συνθηκες – να διαβαζω καθε χρονο, φτου κι απ’ την αρχη, ολα τα μυθιστορηματα τού ντοστογιεφσκυ και ολα τα διηγηματα τού παπαδιαμαντη

για τον ρωσο ειχαμε ως γνωστο την τυχη στην ελλαδα τών μεταφρασεων τού αρη αλεξανδρου στις εκδοσεις γκοβοστη (στις οποιες μεταφρασεις χώθηκαν κατα καιρους και δύο γυναικες – τη μία την κοραλία μακρη τη θυμαμαι, της αλλης δυστυχως το ονομα το ξεχναω – μολονοτι αυτην τη δευτερη, μια γλυκύτατη γηραια κυρια, την ειχα συναντησει μια μερα στο βιβλιοπωλειο στην πεσμαζόγλου (ανεβαινοντας εγω τα σκαλακια μετα απο μια αγορα, κατεβαινοντας, πολυ προσεκτικα, εκεινη) – την προσφωνησανε με σεβασμο οι υπαλληλοι γι’ αυτο και την αναγνωρισα κι εγω (και νά που τωρα δεν θυμαμαι τ’ ονομα της…))*** πρεπει λοιπον παρεμπιπτοντως να πω, με τη δεουσα αιδω και καταισχυνη, οτι το μόνο βιβλιο τού ντοστογιεφσκυ που δεν μού αρεσε καθολου (εκτος απο μερικες σκηνες) και που εξαυτου ποτέ δεν το ξαναδιαβαζα, ητανε το «εγκλημα και η τιμωρια» : το ευρισκα ιδιαιτερα διδακτικο (ελεγα) ισως, δεν ξερω γιατι, παντως δεν μου αρεσε. Δεν με απασχολησε ομως και καθολου το ζητημα – μεχρι που εκδοθηκε η (ακρως καθαρευουσιανικη φυσικα) μεταφραση τού παπαδιαμαντη, που την πηρα για να την κανω καπου δωρο και αποφασισα πριν τη δωσω να της ριξω μια ματιά : Λοιπον ουτε που την εδωσα δωρο και ουτε που αφησα κατω το βιβλιο σχεδον μεχρι να τελειωσει – κι αυτο ειναι πια απο τα πραγματα που αγγιζουν περιπου τα ορια του υπερφυσικου : εκτος κι αν καταλαβει κανεις (εστω και αργα δηλαδη) (στο συνολο του δηλαδη πια) τον παπαδιαμαντη :

το βιβλιο δηλαδη στη μεταφραση τού παπαδιαμαντη, με ολη κεινη του την αφυσικη υποτιθεται καθαρευουσα, δεν απεπνεε ουτε κουκουτσι διδακτικοτητας, και επιπλεον ξεχειλιζε απεριγραπτα απο ερωτα : οχι ευγενη αισθηματα και αγαπες και τετοια – ενδεικτικα και κυριολεκτικα, θυμαμαι καθισα μετα και συγκρινα, οτι οντως, εκει που οι αλλοι μεταφραζανε «αγαπη» ο κοσμοκαλογερος μετεφραζε «έρωτα» – που αναρωτηθηκα κι εγω χαζα αν ειχα συνειδητοποιησει στο παρελθον τον ογκο τού ενσωματωμενου και μασιφ και ανεκδιηγητου (κυριολεκτικα ανεκδιηγητου εδω) ερωτισμου στη γλωσσα και τις υποθεσεις και τις προθεσεις τού καθημας (δλδ τους κριτικους (μας)) αγίου. Ομως για να γινω πιο ακριβης : πρεπει να τα ειχα δει φυσικα, και να τα ειχα νιωσει, ομως δεν τα ειχα καταλαβει – διοτι διαβαζοντας τον παπαδιαμαντη καθε χρονο, με παρασερνε το συμπαν : συνεπως επρεπε να εισβαλει στη ζωη μου «διαμεσολαβημενος» μεσω μεταφρασης ο σκιαθιτης, για να εκβαλει ακολουθως και «αμεσα» μετα ο ερωτισμος τού συμπαντος του εις την νησον της βλακειας και της τυφλωσης μου.

ακριβως (υποθετω) διοτι ποτέ μεχρι τοτε δεν ειχα αναρωτηθει τί ηταν αυτο που με συνεπαιρνε και με υπνωτιζε, τι πραγμα ηταν αυτη η χαρα που ενιωθα διαβαζοντας τον παπαδιαμαντη (καθε χρονο, φτου κι απ’ την αρχη). Για τον ρωσο δεν απορουσα, ηξερα και ημουνα εντελως σιγουρη : η «απολαυση» μαζι του που δεν ηταν ποτε εκεινη η ανεπαναληπτη τής πρωτης φοράς, μετασχηματιζοταν και συνεχιζοταν καθε φορά, στο μετεπειτα, ως η ιδιοτελης χαρα στη διερευνηση των άπειρων λεπτομερειων – συνεπως δεν ηταν ισως πια ακριβως «απολαυση», αλλά ικανοποιηση μιας κακοηθεστατης, αλλά και συμπαθεστατης πιθανως (οπως μπορει να τού φαινοτανε τού ιδιου αν ηταν στις καλες του οταν θα με παρακολουθουσε), περιεργειας : τον ρωσο τουτεστιν μετα την πρωτη φορα τον διαβαζα σαν να μου εκανε πια μαθημα, καθε φορα σε καθε του βιβλιο ανακαλυπτα κρυμμενα κολπα αρχιτεκτονικα, αριστουργηματα μηχανικης και στερεωσης τού κτισματος, απυθμενα βαθη τής φαινομενικης ελαφροτητας και προχειροτητας, τρυπες και πορτες και παραθυρα αυλες ταρατσες και σωληνωσεις κολωνες και στηριγματα – ακομα και τη λειτουργικοτητα που μπορει να εχει ενας αδιεξοδος διαδρομος ή ενα κλειστο παραθυρο καρφωμενο για να μην ανοιξει ποτέ – ετσι που ειχα (μετα απο χρονια) την εντυπωση οτι τον ειχα ακουσει προφορικα να μου μιλαει για τη δουλεια του. Και ηξερα πια, μετα απο χρονια ακριβως, οτι ειναι ο μονος δασκαλος για το μυθιστορημα αυτος ο ζοφερος ανθρωπος με το απιστευτο χιουμορ ( : απο τα πιο σκοτεινα του, και το «υπογειο» και «ο σωσιας» και (το αγαπημενο μου) «ο εφηβος» πλεουνε σ’ ενα περιβαλλον ξεκαρδιστικης ειρωνειας – εχουνε μα την αληθεια ξεκαρδιστικες σκηνες). Ξερω πως δεν θα μπορουσα ποτε να γραψω πραγματικα μυθιστορημα αν δεν ειχα διαβασει τον ντοστογιεφσκυ, και ολοι οι αλλοι, οσο κι αν τούς αγαπησα, κι οσα κι αν εμαθα απ’ αυτους, δεν θα μπορουσαν ποτέ να με βοηθησουν να καταλαβω το μυθιστορημα, αν δεν ειχε προϋπαρξει το, μικρονοϊκο σχεδον στη λεπτομερεια και τη σχολαστικοτητα του, φροντιστηριο που μου εκανε τοσα χρονια αυτος. Ακομα κι αν σημερα δηλαδη τον αρνεισαι ή τον συχαινεσαι ή τον μισεις ή τον περιφρονεις, ή τον βαριεσαι πια (εγω ας πουμε τωρα δυσκολα πιανω να τον ξαναδιαβασω) αν γραφεις μυθιστορημα ξερεις οτι ειναι ο μεγαλος σου κι ο αγαπημενος σου κι ο χιλιοδιαβασμενος σου κι ο πιο βασανισμενος σου ο δασκαλος σου.

καμία σχεση ομως, σαφεστατα και ολοκαθαρα, ολ’ αυτα με κεινο το πραγμα που μοιαζει τοσο με υπνωση και χαρα συγχρονως και που σε κατακλυζει ξεχειλιζοντας στο δωματιο και στην απλη σκεψη – στο πλησιασμα εστω κι απο μακρια – ακομα κι απο τη στιγμη τής αοριστης αποφασης οτι θα τον ξαναπιασω στα χερια μου – του παπαδιαμαντη : και σαμπως λεγοντας οτι ειναι ερωτικος λεω και τιποτα σπουδαιο ; δεν ειναι δυνατον να μιλησω για τον παπαδιαμαντη, θα ’πρεπε να ’μαι παπαδιαμαντης για να εξηγησω τη γοητεια που ασκει πανω μου ο παπαδιαμαντης : (καποτε στις αρχες μπορουσα να μιλαω για κεινον τον ερωτα του για τις γυναικες, για κεινη του τη νοσταλγό τόπων – που διεψευσε και τσακωθηκε κατευθειαν και με τον φλωμπερ του οποίου η ηρωιδα «αναζητουσε συγκινησεις και οχι τοπία» – εκεινη τη γυναικα που δεν θελει να ζησουν οι αλλες γυναικες αυτα που η ιδια ξερει και εζησε, εκεινους τους ερωτευμενους ανθρωπους πανω στο χιονι : οχι, ουτε οι αλλες γυναικες ουτε οι αλλοι αντρες ουτε τ’ αλλα παιδια : οχι, ουτε οι λεξεις ουτε η γλωσσα ουτε καν η «περιφημη» ατμοσφαιρα) : αυτο που με πλημμυριζει, εμένα προσωπικα, στη σκεψη τού παπαδιαμαντη ακομα και στην αναμνηση της πεζογραφιας του, δεν μπορει να ειπωθει αλλιως παρα μονάχα σαν κατι πολυπλοκο οπως η λεξη χαρα, αυτη η αοριστη παιδικη λεξη.

και ειναι μια χαρα σα βυθισμα, και σαν προοπτικη βυθισματος, σε κεινους τούς μαυρους πανυψηλους μυστηριους καθρεφτες στα πιο αλλοκοτα τής παιδικης μας ηλικιας λουνα παρκ – με ολον τον θορυβο και τη βαβουρα τών πραματευτων, των γονιων, των παιδιων, και των αλλων παιχνιδιων τριγυρω. Αν θελησω να το θυμηθω θα πω οτι ειχαμε την εντυπωση πως παιρνοντας την αδεια να μπουμε σε κεινην τη σκοτεινη σπηλια με τους καθρεφτες ειχαμε την επιγνωση οτι πηγαινουμε σε κατι ανεκδιηγητα κι απαγορευτικα δικο μας – και οχι μόνο δεν φοβομαστε την παραμορφωση που μάς περιμενε ακινητη κι αχορταγη (και που, μολονοτι την ξεραμε, ποτέ δεν τη βρισκαμε ιδια, ουτε και τη βαριομαστε) αλλά τη φανταζομαστε κιολας μονιμα εναλλασσόμενη και περιμεναμε τις καινουργιες της εκφανσεις καθε φορα (και μαλιστα ανυπομονα) σαν αυτο το επιτελους εντελως μυστικο και ουσιαστικα ανεκφραστο να ητανε επιτελους το κομματι τού κοσμου το πιο δικο μας.

υψώνονταν γυρω μας τεραστιοι οι μεγαλοι καθρεφτες, και χάνονταν το υψος τους στα μυστικα υφασματα τής οροφης, κι ο,τι βλεπαμε πανω τους, οσο ασχημο κι αν ηταν ή αναπαντεχο, ηταν παντα μια μορφη τής ελευθεριας μας να ειμαστε αλλοι κι αλλιως και αλλού. Και ποτέ δεν προσεχεις τις ταπεινες ή φτενες διαστασεις τού δωματίου κι οι καθρεφτες δεν μιμουνται τιποτα αλλά σού γελανε, σου μιλανε, και σε περιμενουν.

πηγαινεις υπνωτισμενη στο παναρχαιο, το ολοκαινουργιο και το ολοσκοτεινο ξανα, στο δικο σου ξανα, σα να μην ειχανε τελος τα βασανα και οι καημοι του καθρεφτη σου αυτου του κοσμου.

 

 

 

 

* απο γραπτα του παυλου νιρβανα για τον παπαδιαμαντη, στα αυτια τής εκδοσης τού «αόρατου», εκδοσεις κιχλη

** γκυ σωνιέ

*** αργοτερα τό θυμηθηκα : το ονομα τής μεταφραστριας ητανε στέλλα βουρδουμπά

εδω η (εξαντλημενη, και μη επανεκδοθεισα) μεταφραση τού ντοστογιεφσκυ για το εγκλημα και τιμωρια

 

 

πηγη

 

 

 

 

 

 

18 Ιανουαρίου 2015

ο διαχεόμενος φασισμός και ο μέσος έλληνας ήρωας (σχόλιο στο βιβλίο «μάρτυς μου ο θεός»)

 

 

 

είχα γράψει προ καιρού ένα σχόλιο στην καινούργια μου σελίδα για τό βιβλίο «μάρτυς μου ο θεός», και τό ονόμασα συνοπτικά (και, ίσως για κάποιες, αινιγματικά) «ο φασίστας ήρωας με τίς παντούφλες» –

γι’ αυτό σήμερα επανέρχομαι εδώ λιγότερο υπαινικτικά και θα επεκταθώ κιόλας λίγο

καταρχήν, επειδή στους «κήπους» δεν συνηθίζω να ασχολούμαι με λογοτεχνία πολύ πρόσφατη (και συνεπώς θα μπορούσε να εκληφθεί ως έπαινος, απ’ τή μεριά μου, για τό βιβλίο, τό να ασχολούμαι εδώ μαζί του) πρέπει να πω ότι δεν έχω καθόλου τέτοια πρόθεση. Ούτε αυτό πάλι σημαίνει ότι δεν βρίσκω πράγματα που θα μπορούσαν να επαινεθούν στο βιβλίο – τό αντίθετο. Αλλά τό κυριότερο πρόβλημα που εγείρει τό ζήτημα αυτού τού εκτεταμένου διηγήματος/μονολόγου, που βραβεύτηκε ως μυθιστόρημα, δεν αφορά κατά τή γνώμη μου καθόλου τήν καθεαυτό λογοτεχνική του αξία αλλά τήν ομοφωνία, τήν πάνδημη αποδοχή, και τήν υπερβολή τών επαίνων που συνόδεψαν τήν έκδοσή του – κυρίως μάλιστα μια φράση που είδα να επαναλαμβάνεται, με διθυραμβικό πρόσημο, ότι περιγράφει τόν μέσο έλληνα. Αυτό ήταν και παραμένει για μένα σημαντικό, παρ’ όλο που με τόν καιρό τό βιβλίο έχει πάψει να θορυβεί (μετά και τό ευρωπαϊκό βραβείο που τό συνόδεψε, και τίς φιλόδοξες μετατροπές του σε θεατρική παράσταση) (σημ. : «είναι τής μόδας αυτή η πρακτική προώθησης και διαφήμισης πεζογραφημάτων εσχάτως (πάει μαζί με τίς ‟παρουσιάσειςˮ, και να μού τό θυμηθείτε, στο τέλος οι παρουσιάσεις θα περιέχουν αυτομάτως και τή θεατρική μεταγραφή (τού πεζού»))) : παραμένει επομένως σημαντικό μόνο τό φαινόμενο που αφορά σχεδόν αποκλειστικά τήν κοινωνία : τών απερίσκεπτων ή σκεπτομένων, κρινόντων, διαβαζόντων και γραφόντων

θέλω να πω ότι αν τό βιβλίο μού τό σύσταιναν (όπως και έγινε άλλωστε, και γι’ αυτό τό διάβασα) και στη συνέχεια παρακολουθούσα να τό υποδέχεται πλήρης σιωπή (κάτι που γίνεται συχνά αλλά με βιβλία συχνά καλύτερα) τότε πιθανόν θα ένιωθα εγώ τόν πειρασμό να πω ότι έπρεπε να βρεθεί και κάποιος να πει μια καλή κουβέντα. Και τότε τό πρόβλημά μου θα ήταν ακριβώς ότι θα είχα να πω καλές κουβέντες : γιατί πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, και, τό κυριότερο, πολύ ευχάριστα – μόνο που (και αυτό είναι από μια άποψη σήμερα τό θέμα μου) αυτή η ευχαρίστηση δεν είναι τό μεγαλύτερό του προσόν αλλά μάλλον τό μεγαλύτερό του ελάττωμα και, για να εκφραστώ και λίγο δογματικά, τό μεγαλύτερό του έγκλημα

 

 

όταν έβαλα λοιπόν για τίτλο τόν «φασίστα ήρωα με τίς παντούφλες» δεν παρέπεμπα ούτε άνευ σκέψης ούτε άνευ λόγου στην παλιά ελληνική ταινία, με (τόν πολύ καλό κωμικό σαν πρωταγωνιστή και) τό αρκούντως για εμπορικό σινεμά μελετημένο σενάριο : Άλλωστε η ταινία δεν έβγαινε από τά όρια τής μόνιμης ιεροτελεστίας τού παλιού «καλού» ελληνικού σινεμά : σέρβιρε τό εθνικοπατριωτικό συντηρητικό και ηθικοπλαστικό της μήνυμα με τήν επιτήδεια ταχυδακτυλουργία τής ενεσούλας (ας πούμε «θεραπείας») που περνάει στον οργανισμό τό δηλητήριο με τή γλυκιά γεύση τού αλληλέγγυου και παυσίπονου υπνωτικού. Αυτή ήταν όμως, γενικά, η αφελής πλευρά και εποχή τής αυθεντικής ελληνικής μετεμφυλιακής προπαγάνδας – ο καλός αγνός στρατιωτικός, φτωχός πλην τίμιος, και ήρωας πλην αφανής και άσημος, σε εκκωφαντική αντιδιαστολή με τό διεφθαρμένο σύστημα τής πολιτικής εξουσίας, και εν τέλει τής συνολικής κοινωνίας – ακόμα και τής οικογένειάς του. Η θεραπεία λειτουργούσε τόσο καλά ώστε επαναχρησιμοποιήθηκε, με λιγότερα προσχήματα (και ασφαλώς πιο άγαρμπα) και σε τηλεοπτική πλέον μορφή, με τόν γνωστό «άγνωστο πόλεμο» επί χούντας – μόνο που εκεί οι ήρωες είχαν βγάλει τίς παντούφλες κι είχαν ξαναφορέσει τά άρβυλα

οι αναλογίες σταματούν βέβαια εδώ γιατί τό βιβλίο είναι καλύτερης ποιότητας και από τά δύο παραπάνω παραδείγματα. Και αυτό ακριβώς είναι τό «στοιχείο εναντίον του» ή τό «έγκλημα» τού συγγραφέα του. Για να αναφέρω μια πιο κολακευτική (και για τούς δυο μας) αναλογία : θυμάμαι ένα δοκίμιο τού φραγκφουρτιανού φιλόσοφου λέο λόβενταλ, και μια αφήγηση (ίσως τού μαρκούζε) περί αυτού (πιθανόν εδώ) : Όταν, προπολεμικά ακόμα, ο χάμσουν έχαιρε γενικής εκτίμησης, ο löwenthal έδωσε στο περιοδικό τής σχολής τής φραγκφούρτης τό zeitschrift für sozialforschung για έκδοση ένα δοκίμιό του με τό οποίο διέβλεπε και ανέλυε τόν υπόγειο φασισμό τού συγγραφέα τής «πείνας» (δυστυχώς δεν μπορώ να παραπέμψω ακριβέστερα, πάνε χρόνια που τό ’χω διαβάσει, νομίζω ότι ήταν εδώ). Αν θυμάμαι καλά, σ’ αυτήν τήν έκδοση στα ελληνικά, υπήρχε και η αφήγηση (τού μαρκούζε ; ) περί τού επεισοδίου : Η ομάδα τής «σχολής» αντέδρασε αρχικά και δεν ήθελε με τίποτα να δεχτεί τήν ανάλυση και τήν άποψη τού λέβενταλ, και (ο αφηγούμενος) θυμάται πόσο αργότερα συγκλονίστηκαν όταν αναδύθηκε και έγινε στην εντέλεια σαφής η φασιστική στην πράξη στράτευση τού χάμσουν

οι συγκρίσεις είναι ανοίκειες, τό ξέρω, ούτε εγώ είμαι λόβενταλ, ούτε ο μάκης τσίτας χάμσουν, αλλά τό λέω για να πω τό εξής : η «παγίδευση» στην περίπτωση τής «πείνας» είναι ότι ο ήρωας δεν είναι φασίστας – αντιθέτως είναι ένας άνθρωπος που υποφέρει. Ο «φασισμός» τού έργου τέχνης αναδύεται μέσα από άλλα κανάλια, και όχι απευθείας (σίγουρα θα τό βάραινα πολύ τώρα αν μιλούσα για τόν περίτεχνα εισαγόμενο στον οργανισμό αντισημιτισμό μέσω τών κάντος τού πάουντ). Αλλά για να μιλήσω για τό βιβλίο που λέω, ο δικός του φασισμός είναι ακόμα πιο ύπουλος, και υπογείως και υπεργείως : Ο ήρωας είναι αδικημένος από τή φύση και (μονίμως) αδικούμενος απ’ τούς ανθρώπους – ένας, κατά κάποιον τρόπο ανάπηρος άνθρωπος, άσχημος χοντρός και ανέραστος. Με αυτό τό θαυμάσιο εναρκτήριο λάκτισμα ο τσίτας δικαιώνει εν συνεχεία τόν ρατσισμό του επικαλούμενος τά πιο κοινά αντιρατσιστικά αντανακλαστικά τού κοινού του. Ποιος θα διανοούνταν να κατακρίνει ένα τέτοιο πλάσμα ; Πώς θα μπορούσαν οι «απόψεις» ενός αποτυχημένου να είναι επικίνδυνες ; (θυμίζει αυτό λόγους περί «δυστυχισμένων παιδικών χρόνων» κάποιων τεράτων ; Ασφαλώς τό βιβλίο δεν σκοπεύει να θυμίσει κάτι τέτοιο : η «θεραπεία» τήν οποία επιχειρεί έχει πολύ χαμηλότερη, και γι’ αυτό εξίσου πονηρή στόχευση). Η ηπιότητα και η μετριοφροσύνη τών φιλοδοξιών επενεργούν σε βάθος, ακριβώς επειδή εμφανίζονται ως αδύναμες και ασήμαντες. Τό δηλητήριο δεν αλλάζει σύσταση, έχει όμως ακόμα πιο γλυκιά γεύση. Ο «ήρωας» τού μάκη τσίτα είναι αδύναμος, και έτσι μπορεί να μονολογεί δυνατά, είναι καταπιεσμένος και συνεπώς τό μίσος του διεκδικεί τό δικαίωμα να καταπιέζει, είναι γλαφυρός συνεπώς μπορεί γλαφυρά να είναι ρατσιστής και μισογύνης, είναι διαβασμένος και καλός στη δουλειά του, συνεπώς η κατάρρευσή του μάς παρασέρνει στην αναντίρρητα πολιτισμένη οδύνη της

και προκύπτει, για μένα, τό εξής ερώτημα : πόσο δικαιολογείται μια κοινωνία κρινόντων και διαβαζόντων, να καταπίνει αμάσητο ένα ιδεολογικό υπόβαθρο τουλάχιστον ύποπτο, αν όχι εκπεφρασμένα ρατσιστικό, τήν ίδια στιγμή που τό «μέσο» πλήθος από τούς ίδιους διανοούμενους και διαβάζοντες, δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του για τόν απευθείας εκφραζόμενο πάσης φύσεως ρατσισμό όταν είναι δηλαδή σαφώς «λούμπεν ακροδεξιάς», και όχι φίνας λογοτεχνικής κοπής ; Φυσικά τό έδαφος στο οποίο πατάω είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Θα μπορούσε να μυρίζει, αυτού τού είδους η ρητορική, μια ηθικολογία «σοσιαλιστικορεαλιστικής» καταγωγής – τό να περιγράψει κάποιος έναν ανθρωπάκο ή ένα κάθαρμα είναι απολύτως κανονικό στην τέχνη – και, επιπλέον, εάν τέτοιου είδους καθάρματα είναι συνηθισμένα σε μια κοινωνία, αποτελεί τουλάχιστον υποκρισία η ενόχλησή σου αν τούς βλέπεις ν’ αντανακλώνται στον καθρέφτη τού έργου τέχνης. Αυτή εξάλλου είναι και η λογική τού συγγραφέα όπως βγαίνει από τά μετριόφρονα και συμπαθή λεγόμενά του – εκτός κειμένου. Τό πρόβλημά μου δεν είναι εκεί : αν τό βιβλίο (υποθετικά, λέμε τώρα) συναντούσε πάνδημη εχθρότητα και κατακραυγή «διότι περιγράφει ως μέσο έλληνα ένα κάθαρμα» ή «ένα φασιστοειδές ανθρωπάκι» εγώ ομολογώ ότι θα έβγαινα με πολύ ύφος να τούς κουνήσω τό δάχτυλο (από τό σεμνό αυτό βλογ) πως είναι υποκριτές, αφού αυτός ο φασίστας και τό ανθρωπάκι μπορεί, σε μεγάλο ποσοστό, να είναι πράγματι ο μέσος έλληνας. Συνεπώς για να μη θεωρηθώ σχιζοφρενής, πρέπει να καταφέρω να εξηγήσω ότι δεν με ενοχλεί «ο ήρωας ως φασίστας μέσος έλληνας» αλλά ακριβώς τό γεγονός ότι θεωρείται ανθρωπάκι και κάθαρμα και μέσος έλληνας αυτός ο ήρωας, χωρίς όμως να θεωρείται φασίστας. Δεν ξέρω πόσο λεπτή ή αδιόρατη, και εν τέλει άκυρη, μπορεί να θεωρηθεί αυτή η διαφορά

όπως έλεγα πάντως και στο σχόλιό μου στο φέϊσμπουκ θα μπορούσε, και ίσως θα έπρεπε, να έχει επομένως με αυτή τήν αφορμή συζητηθεί τό βιβλίο σε συνδυασμό και με τήν εκ διαμέτρου αντίθετη καλλιτεχνικά, αυστηρή διαπραγμάτευση ενός εξίσου «ποταπού ήρωα» από τόν αλέξανδρο κοτζιά, στο μυθιστόρημά του «αντιποίησις αρχής» – και θα ’ταν τότε και μια αφορμή να ξαναθυμηθούμε, τέτοιες μέρες με τούς φασίστες που ξαναζητούν τήν ψήφο τού «μέσου έλληνα ήρωα», εκείνο τό καλό μυθιστόρημα – για τό οποίο, επειδή έχω ομολογήσει ότι δεν κατάφερα να τό διαβάσω ολόκληρο, («τόσο φριχτός ήταν ο ‟ήρωάςˮ του» (και ότι, επιπλέον και εξαυτού, τό θεωρούσα έπαινο προς τό βιβλίο (τού κοτζιά) τό ότι δεν κατάφερα ήρεμα να τό διαβάσω)) παραθέτω εδώ λίγα απ’ όσα έχει πει σχετικά ένας κριτικός του :

«ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, επιχειρεί να εισχωρήσει στο σπασμένο μυαλό ενός παρακρατικού σκουπιδιού, και να μάς αφηγηθεί τήν ιστορία τών γεγονότων τού Πολυτεχνείου που σημάδεψαν τήν πτώση τής χούντας τών συνταγματαρχών μέσα από τά κομμάτια και θρύψαλα τής ‟λογικήςˮ του (…) Περνούν κεφάλαια επί κεφαλαίων και σελίδες πάνω σε άλλες σελίδες, κι αγωνιά ο αναγνώστης να παρακολουθήσει αυτό τό ασυνάρτητο παραμιλητό, αυτό τό συνονθύλευμα γλωσσικών ιδιωμάτων, γλωσσών, ιδιολέκτων, εκφράσεων τής πιάτσας (…) Και ξαφνικά, κάπου στη μέση τού βιβλίου ο συγγραφέας παίρνει τήν κινηματογραφική κάμερα τής αφήγησης από τόν σπασμένο καθρέφτη τής πίσω πλευράς (…) και κινεί τήν κάμερα σε πανοραμικά εξωτερικά πλάνα τής ξεσηκωμένης Αθήνας, κάνει θεαματικά τράβελινγκ και βουτιές πάνω από τίς ταράτσες και τίς λεωφόρους τού κέντρου τής Αθήνας (…) Κι αφού μάς δώσει μία πανοραμική εικόνα τών γεγονότων τού Νοέμβρη τού 1973, ο αφηγητής ξαναβυθίζεται στο μυαλό τού ετοιμοθάνατου πλέον (…) που παραληρεί, ανακατεύοντας Γερμανούς, αντάρτες, Άγγλους, χουντικούς, τήν Ασφάλεια, τά Υπουργεία, τίς παρακρατικές οργανώσεις που διοικούν υπόγεια, φυλακισμένους, πόρνες, νταβατζήδες (…) Μόνο που τώρα η αφήγηση είναι πιο ενδιαφέρουσα, αφού έχουμε δει πλέον τή συνολική εικόνα, έχουμε εξοικειωθεί με τήν ιδιόλεκτο τού αντι–ήρωα (…) κι ανυπομονούμε για τό επόμενο τράβελινγκ, για τό επόμενο πανοραμικό πλάνο, πριν βυθιστούμε για άλλη μια φορά στο χάος τού εγκεφάλου του (…)»

μπορεί υποθέτω να δει κανείς, και απ’ αυτό μόνο τό απόσπασμα, για ποιες «ομοιότητες» (και ποιες διαφορές) μιλάω. Αλλά δεν θέλω να σταθώ περισσότερο εδώ : τό σημαντικό για μένα είναι κάτι άλλο : Αυτό τό «σταμάτημα» και τό «ξαναξεκίνημα» τής αφήγησης που κάνει ο κοτζιάς, από άλλη οπτική γωνία κάθε φορά, είναι ίσως τό κλειδί για τήν αφηγηματική ευφυία ενός κειμένου, και τή «σωτηρία» τής «αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο» ως αντικειμενικής υπόθεσης : πρόκειται βέβαια για πανάρχαιο αφηγηματικό κόλπο (υπάρχει ήδη στον όμηρο) και λειτουργεί πάνω απ’ όλα ως υπέρτατη ειρωνεία η οποία καταργεί και ακυρώνει ό,τι σημαντικότερο (από μια άλλη άποψη) ο ίδιος ο συγγραφέας πετυχαίνει : τήν, μέσω τής αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, απόλυτη νομιμοποίηση τής οπτικής τού ήρωα – γιατί μέσω τών «άλλων» παραδίπλα αφηγήσεων ακριβώς εγκαθιδρύεται η απαξίωση και η αμφισβήτηση τής γενικής του αλήθειας – ώστε η τελική αλήθεια τού κειμένου να αποκτήσει μια πλατύτερη και πιο αντικειμενική λογική : η μετάβαση στην οπτική ενός άλλου «σχετικοποιεί» δηλαδή αυτόματα τήν ειλικρίνεια τού μονόλογου. Δεν υπάρχει πραγματικά καλός συγγραφέας που να μην τό έχει τουλάχιστον υπόψη του αυτό (οι «πολύ καλοί» τό εκμεταλλεύονται πλήρως) Ας μην νομίσει δηλαδή κανείς ότι ο «εσωτερικός μονόλογος», στις λαμπρές του εννοώ στιγμές, δεν εμπεριέχει αυτό τό κόλπο. Αλλά γι’ αυτό θα χρειαζότανε ένα άλλο ποστ

πάντως, στο αφήγημα για τό οποίο μιλάω σήμερα, ο μονόλογος εκμεταλλεύεται πλήρως τή μεταφυσική (και με μάρτυρά του τόν θεό) ισχύ αυτής τής έλλειψης κάθε αντίλογου : και, επιπλέον, σε σχέση με τήν «γενική οργάνωση» τού βιβλίου η οποία επίσης επαινέθηκε, εντελώς επιπόλαια κατά τή γνώμη μου, θα έλεγα ότι τό πόνημα δεν είναι καθόλου τόσο «άνευ ελαττωμάτων» όσο τό παρουσίασαν – ούτε από άποψη σύλληψης δηλαδή ούτε από άποψη εκτέλεσης. Ο ίδιος ο μονόλογος που σέ κρατάει στην αρχή με τή (χειμαρρώδη ομολογουμένως) γλαφυρότητά του και τή γλωσσική του εφευρετικότητα, ακολουθεί μεν αρχικά ορισμένους δεδομένους κανόνες «εσωτερικής ροής» με ανακλήσεις παρελθόντος – οι οποίες όμως, όσο πάει, χαλαρώνουν τούς δεσμούς τους με τό αρχικό «σχέδιο» ώστε να καταλήξουν σε μια ευκολία και μια ανοργανωσιά που δύσκολα πείθει ως αποτέλεσμα παράκρουσης και διαταραχής τού αφηγούμενου – πρόκειται μάλλον για ευκολία και βαρεμάρα τού γράφοντος. Ίσως γι’ αυτό η πρόταση, με τη μορφή κραυγής «ααααα» τού ήρωα στο τέλος, με τόν εύκολο και φτηνό νατουραλισμό της – που προσπαθεί όμως να εκμαιεύσει από τή μεριά τού αναγνώστη τήν τελική του συγκατάθεση – δεν κάνει ουσιαστικά τίποτ’ άλλο παρά να εκλιπαρεί ακριβώς για τήν απόσυρση κάθε ένστασης : μέσω τής ταύτισης πλέον τού (βιαστικού και μαθημένου στα εύκολα) αναγνώστη (ταύτιση όχι πια με τόν ήρωα αλλά με τόν ίδιον τόν συγγραφέα – ο οποίος μέσω αυτής τής μονομπλόκ αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο δεν μάς έδωσε ούτε μία στιγμή, ούτε καν ειρωνικά, τή δυνατότητα να τόν διαχωρίσουμε από τόν αφηγούμενο). Αυτή η (φαινομενικά) συγγραφική ατεχνία δεν είναι δηλαδή ακριβώς αποτέλεσμα «έλλειψης ταλέντου» αλλά απλώς τό σημείο όπου ο συγγραφέας ταυτίζεται (και δεν θέλει και να τό αρνηθεί) υπογείως και απόλυτα με τόν εαυτό του

γι’ αυτό και τό τελικό επεισόδιο με τά δώρα (παντούφλες ή ό,τι άλλο, δεν θυμάμαι) μολονότι αρχικά «συγκινητικό», καταρρέει σε αυτήν τήν πλήρη αμηχανία τέλους. Εν τέλει δεν καταδέχομαι τώρα να ασχοληθώ περισσότερο με τόν γενικό μικρομεγαλοαστικό ηθικισμό, πουριτανισμό, και τόν συνακόλουθο μισογυνισμό ενός κειμένου, που μάς φέρνει κατακέφαλα, μέσα από τό (υποτίθεται) ρεαλιστικό του περίβλημα, και τό γελοιωδώς σουρεαλιστικό συμβάν η ευσεβής και θεούσα αδελφή τού ήρωα να μετατρέπεται σε θεοτική πουτάνα : προφανώς βέβαια για τόν συγγραφέα η πουτανιά τών γυναικών είναι η ύστατη κατάπτωση : διότι στους άντρες ήρωές του υπάρχουν και αποχρώσεις – αλλά οι ψυχολογικές μονομανίες τού συγγραφέα είναι σα να προσπαθούν να αποενοχοποιηθούν τήν ώρα που ο μισογυνισμός του αγγίζει τά όρια τού ηλιθιωδώς γελοίου

όπως είπα λοιπόν και στο σχόλιο, τό αν ο συγγραφέας τού «μάρτυς μου ο θεός» (και ο τίτλος είναι μάλλον τό πιο πετυχημένο σημείο τού βιβλίου) είναι πράγματι μυθιστοριογράφος, δηλαδή συνέγραψε έργο φαντασίας και δεν έβγαλε απλώς τά σώψυχά του σε κοινή θέα, σε μια περίοδο τής ελληνικής ζωής κατά τήν οποία αυτά τά σώψυχα μπορούν να περάσουν ως συμπαθείς περιπέτειες ενός καλού και απλού βλάκα, θα τό δείξει με τά επόμενα – κάποιο απ’ τά οποία θέλω να φαντάζομαι ότι θα είναι ο εσωτερικός μονόλογος μιας γυναίκας που μόνο άντρες καθάρματα θα συναντάει στη ζωή της. Ώς τότε θα απολαμβάνουμε (και θα βλέπουμε και στο θέατρο) τόν ευνουχισμένο μέσο έλληνα ως γενικό κανόνα για τούς ομόφυλους τού τσίτα στη χώρα.

 

 

 

 

  

εικονογράφηση / αριστερά δημήτρη σαπρανίδη, αντιδικτατορική αφίσα (επεξεργασμένη) «bus only» / δεξιά φωτογραφίες josef koudelka ισπανία, η 2η : «παμπλώνα, καρναβάλι 1972» / κριτικοί διθύραμβοι εδω και εδω

 

 

 

 

 

 

15 Δεκεμβρίου 2014

«για τήν ομορφιά»

 

 

Πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν μάς αρέσει να μιλούμε για τήν ομορφιά. Μήπως αυτή η λέξη και έννοια δεν είναι μια πηγή πλήξης ; Και η ομορφιά δεν είναι άραγε μια ιδέα υπέροχης ωχρότητας, ένα δασκαλίστικο όνειρο ; Λένε πως στηρίζεται σε νόμους· αλλά ο νόμος μιλάει στη διάνοια και όχι στο συναίσθημα, τό οποίο δεν αφήνει τή διάνοια να τό χειραγωγεί. Εξού και η ανία που δημιουργεί η τέλεια ομορφιά και δεν μπορεί κανείς να τής συγχωρήσει τίποτε. Τό συναίσθημα θέλει πραγματικά να έχει κάτι να συγχωρήσει, αλλιώς χασμουριέται και γυρίζει τήν πλάτη. Για να εκτιμήσει κανείς με ενθουσιασμό τό απλώς τέλειο πρέπει να είναι αφοσιωμένος στο νοητό και υποδειγματικό, μια δασκαλίστικη υπόθεση. Είναι δύσκολο ν’ αποδοθεί βάθος σ’ αυτόν τόν εγκεφαλικό ενθουσιασμό. Ο νόμος δεσμεύει μ’ έναν εξωτερικά διδακτικό τρόπο· εσωτερική δέσμευση προκαλεί μόνον η μαγεία. Η ομορφιά είναι μια μαγική συναισθηματική επίδραση, πάντοτε μισότρελη, πολύ ασταθής και εύθραυστη ακριβώς ως επίδραση. Βάλε πάνω σε ένα ωραίο σώμα ένα άσχημο κεφάλι, και αμέσως τό σώμα δεν θα είναι ωραίο, δηλαδή δεν θα συγκινεί πια τό συναίσθημα – τό πολύ στο σκοτάδι, αλλά τότε θα πρόκειται για απάτη. Πόση απάτη, πόσα ταχυδακτυλουργικά τεχνάσματα, πόση κοροϊδία δεν σχετίζονται με τό πεδίο τής ομορφιάς ! Και γιατί ; Επειδή μονομιάς είναι και πεδίο τού έρωτα και τού πόθου, επειδή εδώ ανακατεύεται τό φύλο, η σεξουαλικότητα, και καθορίζει τήν έννοια τής ομορφιάς. Ο κόσμος τών παρασκηνίων είναι γεμάτος από ιστοριούλες για νεαρούς που, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, έπαιρναν τά μυαλά τών αντρών, για δεσποινίδες που, φορώντας παντελόνια, μπορούσαν να εξάπτουν τά πάθη τών ομοίων τους. Η αποκάλυψη αρκούσε για να σβήσει κάθε συναίσθημα, αφού η ομορφιά έχανε τήν πρακτική της σημασία. Η ανθρώπινη ομορφιά ως συναισθηματική επίδραση είναι ίσως μόνο μαγεία τού φύλου, παραστατική εμφάνιση τής ιδέας τού φύλου, και θα ήταν προτιμότερο να μιλούμε για έναν τέλειο άντρα, για μια εξαιρετικά θηλυκή γυναίκα παρά για έναν όμορφο ή για μια όμορφη, ενώ μόνο με κατανοητή αυθυπέρβαση μια γυναίκα αποκαλεί όμορφη μιαν άλλη, όπως και ένας άντρας έναν άλλο άντρα. Περιπτώσεις στις οποίες η ομορφιά θριαμβεύει πάνω στην προφανώς μη πρακτική ιδιότητα και αποδεικνύει τήν απόλυτη δύναμη συναισθηματικής επίδρασης είναι μεν λίγες, αλλά υπάρχουν αποδεδειγμένα. Εδώ έρχεται να παίξει τόν ρόλο του τό στοιχείο τής νεότητας, δηλαδή μια μαγεία που τό συναίσθημα πολύ συχνά τή συγχέει με τήν ομορφιά, και έτσι η νεότητα, όταν δεν εξουδετερώνεται η έλξη της από πολύ ενοχλητικά ελαττώματα, συνήθως θεωρείται απλώς ως ομορφιά – και μάλιστα ακόμη και από τούς ίδιους τούς νέους, όπως δείχνει σαφέστατα τό χαμόγελό τους. Η χάρη είναι δική τους : μια μορφή έκφανσης τής ομορφιάς, που από τή φύση της κυμαίνεται στη μέση μεταξύ τού αρσενικού και τού θηλυκού. Ένας νεαρός δεκαεφτά χρονών δεν είναι ωραίος υπό τήν έννοια τής τέλειας αρρενωπότητας. Δεν είναι επίσης ωραίος υπό τήν έννοια μιας απλώς μη πρακτικής θηλυκότητας – αυτό θα ήταν ελκυστικό μόνο για ελάχιστους. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι η ομορφιά ως νεανική χάρη γέρνει πάντοτε ελαφρά προς τή θηλυκότητα από ψυχική και εκφραστική άποψη· αυτό έγκειται στη φύση της, στην τρυφερή της σχέση προς τόν κόσμο και στη σχέση τού κόσμου προς τήν ίδια, και ζωγραφίζεται στο χαμόγελό της. Είναι αλήθεια ότι ένας δεκαεφτάχρονος μπορεί να είναι πιο ωραίος από μια γυναίκα και έναν άντρα, ωραίος όπως μια γυναίκα και ένας άντρας, ωραίος και από τίς δύο πλευρές και με κάθε τρόπο, όμορφος και ωραίος, έτσι που να τόν χαζεύουν και να τόν ερωτεύονται τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες.

 

thomas mann «ο ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού»

 

 

 

 

 

 

τό απόσπασμα είναι από τήν αρχή τού δεύτερου τόμου, «ο νεαρός ιωσήφ», και μολονότι δεν δίνει μια πλήρη εικόνα για τό περιεχόμενο τού βιβλίου, μού άρεσε γιατί δίνει μια νύξη για τήν αμφιφυλόφιλη διάθεση τού ίδιου τού μαν στη ζωή του – έτσι όπως τήν μαθαίνουμε από τά ημερολόγιά του – είναι πολύ ωραία τά αποσπάσματα που ανακαλύπτει και δηλώνει ότι μπορεί να είναι ερωτευμένος με τόν 14χρονο γιο του (τόν κλάους)

παρ’ όλ’ αυτά τό βιβλίο είναι πολύ πλατύτερο

καταρχάς, δεν ξέρω βιβλίο για τήν ιστορία τής μυθολογίας (γιατί ουσιαστικά περί αυτού πρόκειται) που να ’χει συλληφθεί, και γραφτεί, με περισσότερο χιούμορ. Και εξάλλου δεν ξέρω βιβλίο τού τόμας μανν που να ’χει γραφτεί με τόσο κέφι – σχεδόν γελάει, σε κάθε πρόταση –. Και ακριβώς τό ελαφρώς ιερατικό ύφος τής αφήγησης υποκρύπτει μια τέτοια ειρωνεία που προκαλεί και πραγματικό γέλιο τίς στιγμές που ένας επιμελημένα καθημερινός και απρόσεκτος διάλογος μάς επαναφέρει στον άδοξο χρόνο τού ίδιου τού μαν, αφηγούμενου. Από τήν άλλη βέβαια ο αφηγητής έχει στη διάθεσή του όλα τά όργανα τού βάθους – από τήν ψυχανάλυση, ώς τήν λεπτομερή (υποθέτει κανείς) γνώση τών ιερατικών κειμένων, και ώς τίς πιο λεπτεπίλεπτες ικανότητες τού ταλέντου του για κατανόηση – τού πόσο αμφίσημο είναι τό έργο που έχει αναλάβει : οφείλει να αποκαθηλώσει τά ιερατικά κείμενα τής εβραϊκής παράδοσης, καταδείχνοντας τή ρεαλιστική τους καταγωγή – και τό ψέμα. Έτσι σε κάθε πρόταση σού γεννιέται ο πειρασμός να ανατρέξεις στα γνήσια κείμενα (τήν «παλαιά διαθήκη») και τήν ίδια στιγμή σού αναχαιτίζει τόν ενθουσιασμό, ο ενθουσιασμός τού ίδιου τού κειμένου : σού γεννιέται η ελπίδα ότι «ανατρέχοντας στις πηγές» θα βρεις τήν αλήθεια πίσω από τό κείμενο, που τήν ίδια στιγμή σέ καθηλώνει στην άλλη ελπίδα : πως ό,τι αληθινότερο θα μπορούσες να διαβάσεις για τή συγκεκριμμένη μυθολογία και όλες τίς μυθολογίες βρίσκεται ήδη στα χέρια σου, και τό έχεις μπροστά στα μάτια σου

για μένα είναι τό πιο απολαυστικό βιβλίο τού τόμας μαν, τό οποίο επιπλέον είναι στην πραγματικότητα μια saga τέσσερα ογκώδη βιβλία (στην πολύ καλή μετάφραση τού λευτέρη αναγνώστου) (άρχισα να τό διαβάζω τόν σεπτέμβριο στις διακοπές μου μαζί με κάτι άλλα, τά άλλα τελειώσανε αυτό κρατάει ακόμα)

 

 

 

 

φωτο

 

 

 

 

 

 

1 Μαρτίου 2014

«απολίτιστες τέχνες» : a farewell to –my– arms

.

.

 

a farewell to (my) arms :
μεταφερθήκαμε παραπλεύρως

 

.

   ενδοσκοπική ανακοίνωση σήμερα για τήν κατάργηση τού πρώτου μου ιστότοπου – καθώς τά αναρτημένα (μέσω pdf  (εκτενέστατα, βαρεθήκατε να διαβάζετε…)) αποσπάσματα εκδομένων (και μη) βιβλίων μου μεταφέρθηκαν ήδη (όσοι είσαστε προσεκτικοί τό προσέξατε) εδώ και λίγο καιρό, μέσω τής δυνατότητας που μάς δίνει η πρόσφατη (εν πάση περιπτώσει εγώ τουλάχιστον τώρα τήν έμαθα) τεχνολογία τής εταιρείας (τί καλή η εταιρεία) παραπλεύρως : στον κατάλογο τών «σελίδων» με τόν σεμνό τίτλο «περί εμής»

   οι απολίτιστες τέχνες έκαναν δηλαδή πλέον τόν κύκλο τους, σαν αυτόνομη χωροθετημένη αφηρημένη, απολύτως απολίτιστη αναρχία και απόλυτη βέβαια απολυταρχία κι έκαναν και μια συγκεκριμένη ασφαλώς δουλειά : πέρα από όπλο και χέρια, λειτούργησαν και σαν τό βιτριόλι που διαχωρίζει τά μέταλλα : έκανα κάποιους (λίγους και τί καλούς) φίλους εξαιτίας τους (από τή μια), είδα και ποιοι αδιαφορούνε για ό,τι δεν τσαπατσουλεύεται στις φυλλάδες (κι ας λεν οι ίδιοι, ό,τι ευσεβάστως γουστάρουνε, για τούς ίδιους) από τήν άλλη

   πρέπει να πω ότι τότε (εκείνα τά έξη χρόνια, ας πούμε, πριν) είχα θυμώσει (ως μη ώφειλα : θα ’πρεπε να καταλαβαίνω, κι ας ήμουν μικρότερη, καλύτερα) ήμουν δηλαδή θυμωμένη με τήν άκρα σιωπή από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδολογίας (συνάδελφοι* κι ομότεχνοι μιλήσανε, έχουν, και τό ξέρουν αυτοί, τίς (ολικές και ολιγαρκώς πληθωρικές μου) ευχαριστίες…) για τήν απόλυτη δηλαδή σιωπή προς ένα βιβλίο που οι σοβαροί ας τό λέγαν σοβαρό – από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδογραφίας που, δικαίως λέω σήμερα, (δικαίως, και με συγκινητική αυτογνωσία, λέω σήμερα) υποδέχτηκε αγνοώντας το τό δεύτερό μου μυθιστόρημα – τό εκδοθέν μετά από δεκαετία και βάλε μονομανούς κλεισίματος και γραψίματος, σπίτι μου, μακριά από τό γαϊδουροπάζαρο : τό οποίο είχα αφήσει τό ’87 (με τήν έκδοση τού πρώτου μυθιστορήματος) σχετικά ανθρώπινο, και τό βρήκα – όταν ξαναβγήκα στην αγορά να βρω εκδότη (εκείνο τό μηδενικό 2000) – ξελιγωμένο στους διαδρομισμούς και τίς μικρότητες, μ’ άλλα λόγια τά ταπεινά κείνα λεφτά τών μπεστσέλερ : έφτασα μες στο θυμό μου παρότι δεν μ’ αρέσει καθόλου ούτε η νοσταλγία ούτε η ιδέα τής νοσταλγίας, να θυμάμαι με νοσταλγία ανθρώπους όπως η αλόη σιδέρη ή ο γιώργος σαρηγιάννης που διάβασαν χωρίς κανένας να τούς πει τίποτα ένα πρώτο βιβλίο σαν τίς «προετοιμασίες», και μέ ζητήσαν στο ραδιόφωνο, τό μόνο μέσο που είχαν τότε, για να μιλήσουμε ( : μέ είχαν καλέσει, όπως λέω και αλλού, αρκετοί άνθρωποι τότε και πήγα στους περισσότερους μολονότι αντιπαθώ να μιλάω γι’ αυτά που κάνω (τό βρίσκω τουλάχιστον άτοπο να προσπαθώ (με τό δεδομένο κύρος τού δημιουργού) να επιβάλω μια μορφή ανάγνωσης τών γραφτών μου απέναντι σε μιαν άλλη που θα ήταν εξίσου λογική πιθανώς, ακόμα κι αν δεν θα μού άρεσε) γι’ αυτό και προσωπικά χάρηκα περισσότερο μια εκπομπή που είχε τότε ο γιάννης κοντός (ο ποιητής, αλλά τότε και συνεργάτης τού εκδότη μου, τού «κέδρου», συνεπώς αυτός πιέστηκε ίσως απ’ τήν εκδότρια ! ) και λεγόταν «προσωπική ανθολογία» αν θυμάμαι καλά τόν τίτλο, όπου μπορούσα (και έπρεπε ! ) να μιλήσω μόνο για τά βιβλία τών άλλων που μού αρέσανε) ( : με τί κέφι πολυλόγησα για τόν επίκουρο τόν αντόρνο και τόν σταντάλ, με τί κέφι μού είπε ότι ήταν η καλύτερη εκπομπή του κείνη η εκπομπή μας, και ότι θα τή χρησιμοποιούσε στο μέλλον και για πιλότο ( : ήταν κι η μόνη εκπομπή για τήν οποία είχα πληρωθεί – απίστευτα πράγματα : τώρα πληρώνουν κι από πάνω με όποιο τρόπο μπορούν φίλοι και συγγενείς, σύζυγοι πανεπιστημιακοί ή κουμπάροι έμποροι για να ειπωθεί και να γραφτεί μια κουβέντα – δεν τά λέω στα κουτουρού, μολονότι δεν αποδεικνύονται : (ίσως) αποδεικνύονται μόνο από τό γεγονός πως εγώ (τρώγοντας τήν αποσιώπησή τους στα μούτρα) δεν κινούμαι καθόλου προς αυτή τήν κατεύθυνση – και απαγορεύω και στους φίλους μου να κινηθούν : δεν τούς έχω τούς φίλους μου για να τούς χρησιμοποιώ, όλα κι όλα : δεν θα επεκταθώ επ’ αυτού))

   βέβαια, οι πιο αγαπημένοι κι οι πιο σημαντικοί μου φίλοι (οι φίλοι δηλαδή από τίς εκδόσεις «έρασμος» πάνω απ’ όλα, ο αντρέας μυλωνάς κυριότατα) μού τό ’λεγαν (με έγνοια που μέ στηρίζει ακόμα και σήμερα, μετά τόν θάνατό του, με θυμό που ακόμα και σήμερα μέ ταρακουνεί όταν τόν αναπολώ) : βγες απ’ τό σπίτι βρε χάρη έστω λίγο, κάνε μια προδημοσίευση, δώσε μας κάτι να σού βάλουμε – θα σέ ξεχάσουν… Εκείνος ήξερε… εγώ είχα τό γαϊδουρινό πείσμα να κλειστώ για να γράφω – και να κάνω ή να προσπαθώ να κάνω ό,τι θεωρούσα επείγον…

   όσοι δεν τά ξέρουν ας αδιαφορήσουν… όσοι τά ξέρουν θα καταλάβουν… τά ’χω γράψει εξάλλου και στην υποκριτική, και σε άλλα παλιότερα… δεν ωφελεί να πω περισσότερα : η ενδοσκόπηση έχει και τά όριά της σ’ αυτό τό μπλοκάκι –

   λοιπόν, ως προς τά εδώ, οι άνθρωποι που μπήκαν στις απολίτιστες διάβασαν και μού γράψανε (και κυρίως – έδινα μεγάλη σημασία όταν ήμουν αρχάρια σ’ αυτό – βάλαν τίς «απολίτιστες τέχνες» στο μπλογκρόλ τους) ώς εδώ, και μού φτάνουν

   τά λέω τώρα διότι τώρα, τό καταλάβατε, ετοιμάζομαι να ξαναεκδόσω πάλι – πόσα χρόνια θα πάρει η προσπάθεια θα τό δούμε (τήν άλλη φορά έφαγα έξη χρόνια : για να δούμε, αυτή τή φορά, ποιος ήρωας θα βρεθεί να πληρώσει για να διαβάσετε σεις εφτακόσιες σελίδες – από τήν άλλη ενστερνίζομαι απόλυτα και τό αρχαίο ρητό που λέει «αλλοίμονο στον συγγραφέα που ’χει ανάγκη από ήρωες»)

τιμής ένεκεν σ’ εκείνο τό πρώτο θυμωμένο λοιπόν τοπίο η πρώτη σελίδα του σήμερα εδώ :

(τίς άλλες θα τίς βρείτε σαν εισαγωγικά κείμενα (φωτογραφημένα πλέον) στις σελίδες με τά pdf παραδίπλα)

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

*
η (διορατική, άμα και εκτενής) κριτική τού πεζογράφου γιώργου συμπάρδη για τήν
«έκθεση βαθυτυπίας» δημοσιεύτηκε τό 2007 στο 78ο τεύχος τού περιοδικού «εντευκτήριο» και δεν βρίσκεται διαδικτυακά

.

φωτογραφίες
brassaï και leslie
jones από εδώ

.

για τόν τίτλο (αν χρειάζεται η
βοήθεια) κάτι
εδώ ή εδώ

.

.

.

.

.

.

24 Αυγούστου 2013

ανδρέα κίτσου–μυλωνά, angelus novus

  

 

 

   τό σύντομο κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τόν αντρέα κίτσο–μυλωνά (ψευδώνυμα, όπως καμιά φορά τό συνήθιζε) για να προλογίσει τό δοκίμιο τού βάλτερ μπένγιαμιν «φραντς κάφκα» που έχει ως υπότιτλο «για τή δεκάτη επέτειο τού θανάτου του» (και συνεπώς ο μπένγιαμιν τό έγραψε τό 1934) και τό οποίο ελληνικά εκδόθηκε από τόν «έρασμο» (πριν από τριαντατόσα χρόνια) σε μετάφραση τού στέφανου ροζάνη

   σε δυο σελίδες μέσα, μακριά από τήν κατά κόρον ντόπια τάση για μεγαλοστομίες και εξιδανίκευση αυτού που έχει (πια) καθιερωθεί, όσο και επιβεβαιώνοντας τή λιτή τάση τού έρασμου για μια τίμια φιλοσοφική διαφώτιση ενός ελάχιστου ντόπιου κοινού, ο μυλωνάς μιλάει για έναν φιλόσοφο που ξέρω ότι αγάπησε πολύ, αλλά χωρίς να χρησιμοποιεί κανένα από τά περιρρέοντα περί αυτού στερεότυπα, και καμιά (κατά φλωμπέρ τόν οποίον επίσης πολύ ηγάπησε) προκατασκευασμένη ιδέα εκσφενδονίζοντας με άνεση όλη τήν τόλμη και τήν πρωτοτυπία τής σκέψης του, περιφρονώντας φοβισμένες καλύψεις πίσω από φιλοσοφικές αποσκευές (τίς οποίες διέθετε) και ξετυλίγοντας ήρεμα οργανική σχέση με τήν κριτική θεωρία : κατά τή γνώμη μου, θα αρκούσε για να δικαιωθεί τό μικρό αυτό δοκίμιο και μόνο η φράση του «εξ άλλου η αμεσότητα στην τέχνη δεν έχει να κάνει με τά συνθήματα για τήν αλήθεια στην τέχνη και τήν ψευδοσυγκεκριμένη αμεσότητα, παράγωγα τού καπιταλιστικού λαϊκισμού.»

   πρόκειται για κείμενο τού 1980, που ο α. κ.–μ. υπόγραψε ως χ. α.

   η πρώτη εκείνη έκδοση τού «έρασμου» walter benjamin φραντς κάφκα έγινε τό 1980 (η 2η, που κυκλοφορεί ώς σήμερα, τό 2004)

.

.

  

Angelus Novus (Walter Benjamin)

   Προσωπικότητα προσηλωμένη νοσταλγικά σε μια παλιά εποχή, ο Μπένγιαμιν, προβαίνει σε συνεργασία με τήν Κριτική Σχολή τής Φραγκφούρτης, που διαρκεί μέχρι τόν θάνατό του, παρ’ όλες τίς διαφωνίες και κατά καιρούς ρήξεις καθώς και τίς εκατέρωθεν προσπάθειες συνάντησης σ’ ένα σταθερό σημείο· η σχέση τού Μπένγιαμιν με τό θέαμα καθιστά έντονη τή διαφοροποίησή του στους κόλπους τής Σχολής, αν θεωρηθεί ότι η Φιλοσοφία τής σύγχρονης μουσικής και τό Δοκίμιο για τόν Βάγκνερ, τού Αντόρνο – έργα τόσο σημαντικά, ώστε ένα ολόκληρο κεφάλαιο τού μυθιστορήματος Δόκτωρ Φάουστους τού Τόμας Μαν να γραφεί με βάση ένα κεφάλαιο τού πρώτου από τά δυο βιβλία, μια νέα Αισθητική να αρθρωθεί και η φιλοσοφία τής μουσικής να περάσει στην κριτική περίοδό της – συνιστούν τίς αισθητικές αρχές τής Σχολής. Θεολογική φύση, που δεν θέλησε ποτέ να λησμονήσει τήν εβραϊκή θρησκευτικότητα τής καταγωγής του και τήν παράδοση τών μεγάλων κειμένων ενός λαού στου οποίου, μαζί με τούς άλλους Εβραίους διανοητές τής εποχής του, τήν περιπέτεια ήταν ψυχικά και πνευματικά παρών, θα βιώσει τήν αγωνία του σε πολύπλευρες αισθητικές αναζητήσεις. Περισσότερο όμως ανήκει στη θεωρία τού θεάματος και τήν α–τοπία του, στις εκφράσεις μιας νοσταλγίας για ενότητα. Έτσι παρά τήν άξια και πλήθουσα κριτικότητά του παραμένει ένας προμαρξιστικός κριτικός : προμαρξιστικό είναι τό διάβασμά του τού Κορς και τού Λούκατς που άσκησαν, μετά τά εβραϊκά κείμενα, τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη τών κριτικών και οδοιπορικών. Στον θρίαμβο τής υποκειμενικότητας, τόν οποίο ζούσε στη Γερμανία, αντέτασσε τήν αντεστραμμένη αλήθεια τής εικόνας και τό άλογο ως τή βαθύτερη έκφραση τού έλλογου. Η αγάπη του στον Μπωντλαίρ και η αφοσίωσή του στον Μπρεχτ (τού οποίου τή σκέψη η Σχολή θεωρούσε χονδροειδή, και τόν ίδιο τυπικό σταλινικό) πρέπει να κριθούν μέσα από τήν προσπάθεια τού Μπένγιαμιν να οργανώσει μια θεωρία για τό στυλ, που τό αντιμετώπιζε σαν χαρακτηριστικό στοιχείο, δηλωτικό τής έκπτωσης τής τέχνης στην αστική κοινωνία. Εξ άλλου η αμεσότητα στην τέχνη δεν έχει να κάνει με τά συνθήματα για τήν αλήθεια στην τέχνη και τήν ψευδοσυγκεκριμένη αμεσότητα, παράγωγα τού καπιταλιστικού λαϊκισμού : έτσι ο κριτικός τού στυλ τής αστικής κοινωνίας θα ξαναδώσει στη γλώσσα τήν κριτική δύναμη να μακραίνει από τήν εκβαρβάρωσή της. Μπορούμε εδώ να υποδείξουμε τή συστηματικότερη αναζήτηση τής σκέψης του, παραπέμποντας στο διάσημο δοκίμιο Τό έργο τέχνης στην εποχή τής τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του, εκδ. Κάλβος, μετ. Δ. Κούρτοβικ, στις «θέσεις» του και στο άτυχο βιβλίο του για τό γερμανικό δράμα. Όλη του η πορεία άνιση, με παρεκβάσεις και αστάθεια και διαρκή αναζήτηση προτύπων, αποδίδεται σε θαυμάσιες σελίδες οξύνοιας και κριτικής ευαισθησίας, στις οποίες η απουσία φιλοσοφικότητας καλύπτεται από μιαν εβραϊκής μορφής σύλληψη τής καθολικότητας προς χάριν τής οποίας πέρασε στον σουρρεαλισμό για να βρει μαζί του τό γκαζ, τή δαγκεροτυπία, τό πανόραμα και τήν Αλίκη – τά «αρχέτυπα φθαρτότητας» (Μπλοχ). Για τόν Μπένγιαμιν και τήν κριτική Σχολή τής Φραγκφούρτης προτείνουμε τό σπουδαίο βιβλίο The Dialectical Imagination τού Μάρτιν Τζαίη. Τήν έκδοση τού συνόλου τών δοκιμίων τού Μπένγιαμιν επιμελήθηκαν στις εκδόσεις Ζούρκαμπ ο Σόλεμ και ο Αντόρνο.

                                                                                                          Χ.Α.

.

.

.

     

 

κλικ στις φωτογραφίες τών βιβλίων για διάβασμα

άλλα για τον α. κ.–μ. εδώ και εδώ

 

 

Επόμενη σελίδα: »

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: