.
.
αυτόν τον ιούλιο η δεύτερη συνεργασία μου με το ημερολόγιο των βιβλίων, ή books’ journal, /τεύχος 121/, είναι μια προδημοσίευση από τις «βιογραφίες αγνώστων» – που παραμένουν κάτι έτη στο συρτάρι, ακόμα ανέκδοτες (μη με ρωτήσετε πότε θα το κουβαλήσω στους εκδότες, η διαδικασία μονίμως με κουράζει, αλλά θα ’πρεπε να γράψω ένα μυθιστόρημα για να το εξηγήσω – και προς το παρόν δεν πρόκειται να το κάνω – ίσως αν γράψω ποτέ τίποτα mémoires)
το κείμενο πάντως, διευκρινίζω ότι, είναι ένα μέρος τού 6ου κεφάλαιου που ασχολείται ευθέως με τον νίτσε, και (διαγωνίως μόνο, και ελαφρώς) με τον βάγκνερ – και έχει για τίτλο του τη φράση «jenseits von Gut» : ολόκληρη η νιτσεϊκή διατύπωση είναι πως «ό,τι γίνεται από έρωτα συμβαίνει πέραν τού καλού και τού κακού»
γράφοντας το κεφάλαιο (και το βιβλίο) τότε (το μακρινό 2003), είχα αρπάξει την ευκαιρία (αλλά στην πραγματικότητα τώρα που το σκέφτομαι, ίσως και να ξεκίνησα υπογείως ακριβώς από την ευκαιρία αυτή) να μιλήσω για ένα μεσαιωνικό, άκρως και αναπάντεχα ανατρεπτικό, ανηθικολόγο και ερωτικό κείμενο, που αγάπησα σφόδρα, τον μεσαιωνικό «τριστάνο» τού γοδεφρείδου από το στρασβούργο :
χαίρομαι επομένως που με την προδημοσίευση αυτή ο τριστάνος τού γοδεφρείδου που είναι άγνωστος στο μεγάλο κοινό έρχεται ελπίζω λίγο πιο κοντά σε όλους (εδώ έχω ξαναγράψει γι’ αυτό, αλλά όσοιες με διαβάζετε αποτελείτε ως γνωστόν ένα μικρό και στενό, αν και πολύτιμο, για μένα, κοινό), συνεπώς η ανάλυσή μου και οι μικρές μεταφραστικές μου προσπάθειες αποτελούν την πρώτη αναφορά απ’ ό,τι ξέρω για τον θαυμάσιο μεσαιωνικόν γερμανόφωνον αλσατόν στα ελληνικά
παραθέτω φωτοτυπημένες σελίδες από το φιλόξενο, και γενναιόδωρο, περιοδικό (κάποια στιγμή μπορεί να μιλήσω για το τι σημαίνει γενναιοδωρία σε μια χώρα, όπου για να ασχοληθεί κάποιος με τα γραφτά σου πρέπει μάλλον να ’χεις μπάρμπα στην κορώνη και να μην ντρέπεσαι να τον επιδεικνύεις κιόλας) εντωμεταξύ εσείς μπορείτε να πάτε στο περίπτερο να το βρείτε για να διαβάσετε και την υπόλοιπη ύλη, που είναι πολύ χρήσιμη όπως πάντα
(με τον βάγκνερ και τη σχέση του, είτε με τον νίτσε είτε (στην περίπτωσή μας) με τον γοδεφρείδο, γίνονται μονίμως διάφορες παρεξηγήσεις, κάποιες από τις οποίες με απασχόλησαν εξάλλου στο κεφάλαιο τού βιβλίου μου, απ’ όπου και η σημερινή αναδημοσίευση : συνοπτικά να πω ότι ο θυμός τού νίτσε προς τον παλιό του φίλο οφειλόταν ακριβώς (ούτε σε αναιτιολόγητο βίτσιο, ούτε σε αναιτιολόγητη κακία, αλλά) στην σταδιακή μεταστροφή τού βάγκνερ, προϊούσης της ηλικίας και των συμβιβασμών του με την κυρίαρχη γερμανική ιδεολογία της εποχής, προς απόψεις άκρως συντηρητικές, δηλαδή πολύ απόμακρες προς ό,τι τον ένωσε κάποτε με τον μονίμως οργισμένο φιλόσοφο – και ο «τριστάνος» τού βάγκνερ όντας από τα τελευταία του έργα κουβαλάει πάνω του ατόφια αυτή τη διάθεση να παραβλέψει την ανατρεπτική λογική που έφερνε ο μύθος ειδικά όπως τον έφτιαξε ο γοδεφρείδος – ο χριστιανισμος τού βάγκνερ θα αποτελούσε από μόνος του σκάνδαλο για τον ερωτικό μεσαιωνικό αλσατόν / παρ’ όλ’ αυτά, και ακριβώς επειδή ο γοδεφρείδος παραμένει ουσιαστικά άγνωστος (και όχι μόνο στη (βασικά αδιάβαστη) χώρα μας) συνέβη ώστε, τόσο στο ελληνόφωνο όσο και στα (σαφώς προσεκτικότερα και εγκυρότερα) αλλόγλωσσα λήμματα τής βικιπαίδειας, να έχει περάσει η ανακρίβεια ότι ο βάγκνερ πήρε την υπόθεση του «τριστάνου» από τον γοδεφρείδο, κάτι που υπεισήλθε μοιραία και στη λεζάντα της φωτογραφίας, από την πρώτη παράσταση τού βαγκνερικού τριστάνου, το 1865, με την οποία το φιλόξενο περιοδικό επεδίωξε πολύ γενναιόδωρα να διακοσμήσει το άρθρο μου)
ας κρατήσουμε πάντως ενγένει το χιούμορ τού στρασβουργιανού όπως φαίνεται και από τις ελάχιστες δικές μου αναφορές – και ας ελπίσουμε, για το μέλλον, σε περισσότερα, μεταφραστικά και άλλα.
.
.

.
.
.
.
.
.
.