εμένα μ’ άρεσε η συναυλία του με τούς άλλους δυο στη λεωφόρο (στον λυκαβηττό τόν έχασα)
και δεν είχε βγει «μέρα ακόμα» όπως διάβασα σήμερα κάπου (στην εφ.συν), ο ήλιος χτύπησε λίγο στα μάτια μόνο τόν έλβις (υπ’ αριθμόν 2), ο οποίος και εξαυτού τραγούδησε με μαύρα γυαλιά
όταν βγήκε ο μπόουι πια είχε νυχτώσει (είχαν κυκλοφορήσει και κάτι φήμες ότι τού άρεσε (τού ρηντ) που θα βρισκόντουσαν μαζί (με τόν μπόουι) κι ότι θα τζαμάρανε και παρέα ίσως, δεν έγινε πάντως)
μικρή αυτή η αναφορά σήμερα (είπαμε, κωλοχρονιά τούτη εδώ, ο θάνατος εξακολουθεί να τό στρώνει) μια που θα τόν διαβάζουμε έτσι κι αλλιώς συνέχεια : we’ll keep reeding you deer
(τό παράκανα ίσως στους αναγραμματισμούς αλλά έτσι κι αλλιώς ήτανε και σαν ελάφι – στα νιάτα του)
shostakovich, symphony #11, opus 103, adagio in memoriam
.
.
britten, russian funeral for brass and percussion
.
.
μπρίττεν ρωσικό πένθιμο εμβατήριο
.
.
ρώσικο δημοτικό вы жертвою пали you fell victims, funeral march with lyrics
.
.
επέσατε θύματα ελληνική παραλλαγή
.
.
2η ελληνική παραλλαγή
.
.
3η ελληνική παραλλαγή
.
.
8ο λύκειο καλλιθέας 1992
.
.
γ΄ γενικό λύκειο αρκαλοχωρίου 2012
.
.
ελληνική παραλλαγή για πιάνο, πρόβα
.
.
.
.
.
οι φωτογραφίες τού κολάζ : ο βασανιστής θεοφιλογιαννάκος από τό εδώλιο τού κατηγορουμένου απειλεί θύματά του που καταθέτουν εναντίον του στις δίκες τής μεταπολίτευσης / ο δικτάτορας παπαδόπουλος / οι σημερινοί οπαδοί του στην βουλή
πέρα από τήν ποιητική λιτότητα τής δίκαιης διαπίστωσης, θέλω να τονίσω ότι τό ατονικό πάντως κυριαρχεί στους δρόμους – ίσως είναι και θέμα βιασύνης βέβαια (πάντως σύνθημα σε πολυτονικό δεν νομίζω να ’χω δει ποτέ) : αυτό που μ’ ενδιαφέρει όμως εδώ κυρίως είναι ότι τελικά μπήκε ένας τόνος – και, νομίζω καθόλου τυχαία, σε μια λέξη που αισθάνεται κανείς ότι ήθελε ο γραφιτάς νοηματικά να τονίσει : λοιπόν θα γίνει ο τόνος στο μέλλον μόνο συμβολικό σημάδι έμφασης; (όπως έχω ξαναπεί στις περισσότερες λέξεις, και κυρίως στις πολυσύλλαβες, όντως δεν μάς χρειάζεται καθόλου τόνος – διότι ξέρουμε καλά και πού τονίζονται και τό νόημά τους – : εκεί που ο τόνος είναι απαραίτητος είναι στις μονοσύλλαβες (και λίγες άλλες) που γράφονται ίδια, αλλά έχουν (τονισμό και) νόημα διαφορετικό : θέα/θεά, άλλα/αλλά, η και ή, τού είπα και πες του, ως και ώς, αυτός που περπατάει/αυτός πού στα κομμάτια πάει; κλπ κλπ)
.
.
.
η στάση τού αλμπέρτο κασίγιας που προστάτεψε κόσμο στη μαδρίτη μ’ έκανε να ζηλέψω (που δεν έχω δει όλα αυτά τά χρόνια τής αγανάκτησης παρόμοια σκηνή επικίνδυνης αλληλεγγύης στην πόλη μου) : περισσότερο όμως θαύμασα και ζήλεψα τήν επάνοδο εκείνου τού κόσμου τήν επομένη : κάνω λοιπόν μια προσπάθεια να εκλογικέψω τή διαφορά ήθους στις διαδηλώσεις από εδώ ώς εκεί ως εξής : για τήν πρώτη μέρα θα ’λεγα ότι, όπως φαίνεται, οι άνθρωποι που ο εστιάτορας (ή διευθυντής, ή σερβιτόρος, και λοιπά αδιάφορα) προστατεύει, δεν τού τά έχουνε σπάσει, δεν τού τά σπάνε, και δεν τόν κλέβουνε όση ώρα είναι μέσα στο μαγαζί του, τήν ώρα δηλαδή που εκείνος ρισκάρει και τή ζωή του ακόμα απλώνοντας χέρια και φωνές και έρωτα συνολικά προς τόν κόσμο για να προστατέψει έναν κόσμο ( : μέσα στο μαγαζί βλέπω είναι κύριοι κυρίες και κουκουλοφόροι – δεν νομίζω ότι κανείς απ’ αυτούς στο μεταξύ τόν περιφρονεί ως αστό μικροαστό ή εχθρό που κινείται από κάποιου είδους υστεροβουλία – μόνο στη φιλοσοφημένη αυτή χώρα κάποιοι ντόπιοι υπερεπαναστάτες διατύπωσαν τήν άποψη ότι τό κάνει για να διαφημίσει τό μαγαζί του (και αυτό ακριβώς είναι και η ουσία τού προβλήματος)) – επομένως : για τή δεύτερη μέρα έχω να πω ότι η επάνοδος με σκοπό να τόν ευχαριστήσουν (και τόν ευχαριστούν αδιακρίτως όπως βλέπουμε, κύριοι κυρίες και κουκουλοφόροι) υποδηλώνει μια ενεργή ακόμα ζωή ενός πολιτισμού που προέρχεται πιθανώς και από τήν παράδοση ενός κινήματος αναρχικού και ενός εμφύλιου, που εκδραματίστηκαν (στην κυριολεξία) προστατεύοντας ενισχύοντας και πατώντας πάνω στην ιδέα μιας κοινωνίας που επιζητεί τραγικά τήν ισότητα – και όχι ενός εμφύλιου βεβιασμένου που ξεκίνησε πατώντας πάνω στα άθλια παιχνίδια διεθνών αθλίων και ως παράπλευρη απώλεια είχε (πέρα από τήν εξαφάνιση μέσω θανάτου βασανιστηρίων και εξοριών μιας ολόκληρης γενιάς που δικαιούμαι να πιστεύω ότι ήταν καλύτεροι όταν ξεκίναγαν απ’ ό,τι όταν κατέληγαν) να μάς στρογγυλοκαθίσουν στο σβέρκο λογικές αλληλοδιαδοχικής χουντικής χυδαιότητας, δοσιλογισμού και κομμουνιστοφαγίας – και ήθη μ’ άλλα λόγια ενγένει που διατρέχουν τραγικά έως σήμερα τήν κοινωνία και τό θυμικό μας και τό ασυνείδητό μας – σταθεροποιώντας έτσι και ανάγοντας σε ιδεολογικό κανόνα ένα διαρκές ξεκαθάρισμα άθλιων και μη, οικονομικών και μη, ψυχολογικών και μη, λογαριασμών : όμως η ψυχολογία είναι ακριβώς κληρονομική με τήν έννοια ότι διαμορφώνεται κυρίως καθοδόν : έτσι δεν μπορώ να ξεχάσω και τήν καμαρωτά αναρχική, επί τής ουσίας εαυτούλικη επαρχιώτικη και αήθη συμπεριφορά ντόπιου συλληφθέντος (απαξιώ να αναφέρω περισσότερα) που μετά τήν πανστρατιά για τήν απελευθέρωσή του εξερχόμενος τής φυλακής αρνήθηκε να αρθρώσει έστω μια λέξη ευχαριστίας προς όσους τόν υποστήριξαν διότι (είχε έτοιμη και τήν αναρχοειδή αρλούμπα) : «δικό τους θέμα, δεν έχω λόγο εγώ να τούς ευχαριστήσω, τό έκαναν επειδή τό ήθελαν» : με τέτοια ακριβώς μυαλά, διαχυμένα αυτάρεσκα υπό μορφήν ιδεολογίας, είναι που στην πόλη αυτή δεν υπάρχει πρώτη μέρα, δεν υπάρχει και δεύτερη.
.
.
φώκνερ : αυτή κύριε είναι η παραίτησή μου
από τόν πολύ ωραίο και χρήσιμο τόπο «letters of note» βρήκα τό εξής τού φώκνερ :
.
.
(εφόσον ζω στο καπιταλιστικό σύστημα, τό περιμένω η ζωή μου να επηρεάζεται από τά βίτσια τών λεφτάδων. Αλλά να μέ πάρει και να μέ σηκώσει αν θελήσω ποτέ να σταθώ και σούζα σ’ ό,τι γουστάρει ο κάθε περιπλανώμενος σκερβελές που ’χει τά δυο σέντσια που τού χρειάζονται για ν’ αγοράσει γραμματόσημο.
αυτή, κύριε, είναι η παραίτησή μου.)
διαβάστε τίς λεπτομέρειες τής ιστορίας εδώ – εγώ σημειώνω απλώς πως τό ’24 ο φώκνερ ήταν 26 χρονών και δεν είχε εκδώσει ακόμα τίποτα – κι απ’ ό,τι ξέρω εκδόθηκε μεν η «βουή και τό πάθος» τό ’29, και τό «καθώς ψυχορραγώ» (που τό ’γραψε μερικές συνεχόμενες νύχτες κατά τίς οποίες δούλευε νυχτοφύλακας σε κάποια φυτεία – ενώ δεν έχουμε ιδέα τί άλλα προβλήματα είχε εκεί) τό ’30 : επομένως δεν έχω κι εγώ ιδέα ποιο βιβλίο έγραφε ή σκεφτότανε από τό ’21 ώς τό ’24 που δούλεψε στο ανωτέρω πανεπιστημιακό ταχυδρομείο, όταν και συνέβη τό παραπάνω ωραίο περιστατικό, και γράφτηκε τό ωραιότατο αυτό γράμμα
.
.
.
δεσποινίς μπουλανζέ
τέλος για σήμερα (έχω σκοπό να κάνω κι άλλες τέτοιες αναρτήσεις με σκόρπιους κάκτους στον δρόμο – όπως είχα άλλωστε υποσχεθεί και στον δύτη) δείτε αυτήν τήν ταινία τούbruno monsaingeon (αν έχετε καιρό ολόκληρη – ειδάλλως προτείνω από τό 23΄27΄΄ και μετά οπωσδήποτε –) για μια μεγάλη, πολύ μεγάληδασκάλα μουσικής – που έφτιαξε ολόκληρη σχολή και βοήθησε συνθέτες σολίστες και μαέστρους να βρουν τόν καλύτερο εαυτό τους, τή mademoiselle nadia boulanger (τήν ταινία τή βρήκα εδώ)
.
.
.
.
.
.
τά χέρια τής δεσποινίδας μπουλανζέ, 90 ή 19 χρονών | επάνω : photo by lewis hine : hyman alpert, newsboy, 1909 / απόεδώ | τό γκράφιτι απόδω | φωτογραφία william faulkner, 1940 απόεδώ
οι κήποι τόν οκτώβριο έχουν γενέθλια διότι ως γνωστόν φυτεύτηκαν οι πρώτοι κάκτοι έναν ιούλιο μήνα αλλά πήραν μπροστά κι άρχισαν να βγάζουν όλοι μαζί τ’ αγκάθια τους λίγο αργότερα – τώρα λοιπόν που κλείνουν ακριβώς τρία χρόνια, και πάμε στον τέταρτο, μή μέ ρωτάτε τί θα γίνει από δω και πέρα : απορώ κι εγώ τί θα γίνει μ’ αυτούς τούς κήπους δηλαδή – will they (still) be pretty? will they (still) be rich? θα ’χουν άραγε πάντα (λίγους και καλούς) φίλους και θα συνεχίσουν να δέχονται και επισκέψεις από ανθρώπους σοβαρούς που δεν (ακόμα) μιλάνε, ή που πετάνε στους αιθέρες με τήν ελπίδα να τούς λυθούν (σοβαρές) απορίες ( = δωμάτιο χαίλντερλιν, Νερολακκούβα, η φημη ειναι μελισσα, Δεν μου διαβαζει τα ελληνικα στο σημειωματαριο, πασίχαρη αυρα, κινεζικο δεντρο, κορσες μεσαιωνας, χριστιανισμος περί μαλακιας, πριγκιπας kai prigkipisa paramithiou, κατακομβες μοσχας, ομαδικοί αυνανισμοί, το ψεμα των αισθησεων, ταφος της κρισεως, γλυκυ μου εαρ μεταφραση γαλλικά, λατινικό τετράστιχο στο κρανίο του Ντεκάρτ, ποιός σημερινός ποιητής θα μπορούσε να πάει το πρωί τις παντόφλες στο κρεβάτι του Ευριπίδη)ε;
ή απορίες ας πούμε (που κακώς θα τίς πούμε) αστείες ( = ο σπιτονοικοκυρης δεν μου δινει αποδειξη, κινεζικα σε σημειωματαριο, μαργαριτα γιουρσεναρ εχω φθασει πατο, πωσ να εξοντοσω το ποντικι απο το σπιτι, αλεφαντος ζιζεκ, εξεγερση αποφθεγματα, ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΔΕΙΟ ΤΟΙΧΟ, dichten = condensare (αλλά αυτό είναι σοβαρό), skata, απαγχονισμοι, tristanos izoldi porno, to poliko xasisi, διαμορφωση κηπων-βραχοπηποι, παιδι που καθεται σε βραχο κ κοιταει μια λιμνη, θα σε πιασω απ τα μαλλια, epiptwseis ths oikonomikhs krishs sthn texnh (αλλά κι αυτό παραείναι σοβαρό), θελο τη σημασια της λεξεις αυτογραφο, ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΑΙ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΚΗΠΟ, λολιτα καλυτερη μεταφραση, σκατά να φας, κι εμεινα εδώ, κεφατος υπερθετικος, περιεργα παραθυρα, stoixakia me mpatsous gourounia dolofwnous, sarlota glyko, ta panemorfa koritsia me ton kolo toys apejo, ηταν η επι τας, Τα καλοκαίρια 1601 και 1602 ήταν πολύ ψυχρά (αλλά αυτό μ’ ενδιαφέρει πολύ κι εμένα τώρα και θα τό ψάξω), ΚΗΠΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΣΤΕ, ti na kaneis gia na fenesai dianououmenos (έλα ντε), uelo na kano vrahokipo sto saloni, οι άνω τελείες στον καβάφη, τι φυτα να βάλω στην ταρατσα, γιατι δε χυνει το αγορι μου, εμιλυ πως γραφεται στα κινεζικα, οι λευκοι εχουν μεγαλυτερα πεοι απο τους μαυρους, μαλλια μακρια με καρφια–μυτες, πως να πιασω εναν κακτο, τι φυτα θα βαλο στον κηπο μου τον σεμπτεμβρη, υπνοστεντον παρενεργιες, κακτοι που τρωγονται, κατι λυπη, να θα τόνος, κατσικια καζμηρ, χαζές απορίες)ε;
με τίποτα δεν υποτιμώ τά ψαξίματα και τίς απορίες τού κόσμου – για μερικά από τά παραπάνω απλώς (έβαλα φυσικά ένα ελάχιστο δείγμα) απορώ μόνο πώς και με ποια λογική τούς έστειλε ο γκούγκλης εδώ (για άλλα πάλι πρέπει να πω ότι βρίσκω μερικές λογικότατες ερμηνείες)
δεν θα βάλω αριθμούς και κλικαρίσματα για πετυχημένα ποστ και τέτοια – είπαμε οι κήποι και οι κάκτοι είναι υπέρ τής ισότητας και τής ισοτιμίας τών μειονοτήτων –
μια–δυο μόνο αναφορές σε αριθμούς : κι αυτό γιατί είναι ουσιαστικά αναφορές σε φίλους : η ανάρτηση με τή μεγαλύτερη κίνηση ήταν τό «μεταλλικός αυτοσχεδιασμός, ύμνοι και θρήνοι, προς επέτειο αυτοσχεδιασμού ανολοκλήρωτου» τής 15ης νοεμβρίου, υποθέτω αφενός επειδή τά συνδύασε όλα (επικαιρότητα αλλά και ποίηση, σολωμό αλλά και μουσική – σύγχρονη αλλά και παλιά –, και επιπλέον και συντομία!) αλλά δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι αυτό επίσης συνέβη κυριότατα επειδή ο pidyo πήγε κι έστειλε τήν ανάρτηση στο buzz (μόνο που δεν έχει μιλήσει ποτέ εδωμέσα!) : όπως, επίσης, και στον δύτη είμαι σίγουρη ότι οφείλεται η μεγάλη δημοφιλία τής ανάρτησης για τήν νάντια μάντελσταμ και τό βιβλίο της, καθώς εκείνος μεν τήν έστειλε στο μπαζ, κι αυτό τήν έστειλε στη 2η θέση τού dashboard τής wordpress (πράγμα που ’ναι η ψηλότερη θέση που πήρε άπαξ και ποτέ κειμέσα δικό μου ποστ)
αλλά είπαμε, οι αριθμοί δεν πρέπει να μετράνε και τόσο (ή και καθόλου), κι οι ψηφοφορίες ακόμα λιγότερο (εγώ έχω πια σταματήσει να ψηφίζω), αλλά οι κινήσεις αυτές για μένα είχαν, να τό ομολογήσω, τή βαριά συνέπεια να μού ανασυντάξουν ελαφρά τό κέφι για να συνεχίσω με τίς πολυλογίες μου τά εδώ : λοιπόν, όλους εκείνους τούς πρώην συνομιλητές μου στο buzz, τήν και τούς ευχαριστώ)
και τώρα θα σημειώσω μόνο μερικές γενικές παρατηρήσεις για τά τρία χρόνια που λειτουργούν οι κήποι : τούτο δω τό μπλογκ έχει, απ’ ό,τι κατάλαβα, τό εξής χαρακτηριστικό : επειδή ασχολείται ίσως με πολλά και διάφορα (αν και για μένα ασχολείται με ένα μόνο πράγμα) δεν έχει διαμορφωμένο (αυτό που υπάρχει στα άλλα βλογ συνήθως ως) μόνιμο κοινό : για τήν ακρίβεια όποιος μπαίνει εδωμέσα για να βρει τά αποσπάσματα που έχω ανεβάσει από τόν μαρκούζε ελάχιστες φορές ψάχνει να βρεί τί άλλο υπάρχει στον γύρω χώρο, κι όποιος μπει για να βρει τή γιουρσενάρ ελαχιστότατες φορές επίσης θ’ ασχοληθεί με τόν μαρκούζε : όποιος πάλι μπήκε για τά (ελάχιστα) επίκαιρα που έχω ανεβάσει, όπως ας πούμε η κωνσταντίνα κούνεβα ή η σακινέ αστιανί, ελαχιστότατες φορές πήρε να διαβάσει και για τήν έμιλυ ντίκινσον ή τήν έμιλυ μπροντέ – κι όποιος μπει για τόν μπρούνο ή τόν καμπανέλα θα γράψει στ’ απαυτά του (ως μή ώφειλε) τόν μαρκούζε : γενικά επίσης μπορώ να πω (τήν κίνηση παρακολουθώ, δεν ξέρω βέβαια τό φύλο ή τήν ηλικία τών εισερχομένων) ότι οι πιο περίεργοι και φιλέρευνοι αναγνώστες – αυτοί που μπαίνουν για κάτι, αλλά ψάχνουν και τί άλλο υπάρχει – είναι αυτοί που ενδιαφέρονται περισσότερο για τή λογοτεχνία – και αντίστοιχα οι πιο «μονοδιάστατοι» είναι αυτοί που ενδιαφέρονται για τόν «μονοδιάστατο άνθρωπο» τού μαρκούζε (ή για τήν «πολιτική» γενικότερα : ) δεν μπορώ να μην πω σ’ αυτήν τήν περίπτωση ότι (αφού μέ προβλημάτισε αρχικά, στη συνέχεια απλώς) με λύπησε αυτό πολύ : η πολιτική (κι αυτό θα έπρεπε να βγαίνει κατεξοχήν από τά έργα ειδικά τού μαρκούζε) δεν λειτουργεί εν κενώ χωρίς τόν περιβάλλοντα χώρο της – και ειδικά (κι αυτό θα ’πρεπε να βγαίνει από τήν ανάγνωση επίσης ειδικά τού μαρκούζε) η πολιτική δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τήν τέχνη, που τήν περιβάλλει τήν κρίνει και τήν κατεδαφίζει – κι ένα στοιχείο που εμένα προσωπικά μού δείχνει πολλά για τήν κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα είναι αυτή η μισερή μικρόψυχη αδαής και ημιαμόρφωτη αντίληψη ενγένει για τήν τέχνη που έχει επικρατήσει μέσα στην αδαή μισερή μεταπολίτευση που μάς έπεσε μικρόψυχα στο κεφάλι ρίχνοντάς μας και κάτι ημιαμόρφωτους στην πλάτη
λες κι ο μαρκούζε θα μπορούσε να ’ταν ο μαρκούζε αν δεν ενδιαφερόταν και για τόν κόμη λωτρεαμόν ή για τήν έμιλυ ντίκινσον – ή και για τόν κόμη σολωμό και τόν (κύριο που κοιτάει τήν οικουμένη υπό γωνίαν) καβάφη, αν τούς ήξερε – και μια και ανέφερα τόν σολωμό και τόν καβάφη, ας πω και γι’ αυτούς – και για τά γλωσσικά επίσης που μέ τρώνε μονίμως : οι μεν αναγνώστες τους ενδιαφέρονται συνήθως και για τά άλλα, οι δε άλλοι δεν ενδιαφέρονται σχεδόν ποτέ γι’ αυτούς… Θα πρέπει όμως εδώ να προσθέσω και κάτι που μού είναι ιδιαίτερα ευχάριστο, ακριβώς επειδή είναι σπάνιο : ότι ενίοτε δηλαδή ορμάει εδωμέσα και κάποια ή κάποιος που σκουπίζει και ξεσκονίζει τόν χώρο, ανοίγει παλιά ντουλάπια και ντουλάπες, ψάχνει καταχωνιασμένα συρτάρια, σαρώνει ράφια, μένει ώρες και κοιτάει παντού… : δεν είναι συνηθισμένο, και αποτελεί εξαίρεση, αλλά μού δίνει (πολλή) χαρά καθώς επιβεβαιώνει τό ότι δεν χάνω άδικα τόν χρόνο μου αφαιρώντας τον από άλλα για να γράψω εδώ – όπου σχηματίζεται τελικά κάτι σα μια σφαίρα τών πραγμάτων που μέ απασχολούν και που δεν θα μπουν κιόλας ποτέ σε βιβλίο – αλλά που τσουλάει, ή που θα ’πρεπε να τσουλάει, αυτή η σφαίρα, προς κάποιους άλλους : αυτούς που αφήνουνε τή σφαίρα να σκοντάψει πάνω στα πόδια ή τό μυαλό τους τούς ευχαριστώ λοιπόν ιδιαίτερα –
συμπεραίνω επομένως ότι όσοι πλησιάζουν περισσότερο τά γούστα μου είναι όσοι διαβάζουν κι αυτά που έχουν τή μικρότερη πολλές φορές σε αριθμούς επιτυχία : και εδώ να πω επίσης ότι στατιστικά τή λιγότερη κίνηση έχουν τά λίγα ευτυχώς αποσπάσματα που βάζω από δικά μου βιβλία : δεν μέ πειράζει αυτό πολύ, ή μέ πειράζει και ταυτόχρονα τό ’χω πάρει κι απόφαση : (καταλαβαίνω και τίς αντιδράσεις μερικών για τήν έκλυτη κι αντιπαθητική πολυλογία μου : (έκλυτη : ως τέτοια τήν εννόησε οξυδερκέστατος και αριστερότατος άνθρωπος κάποτε, και από τότε τόν υιοθέτησα κι εγώ, τόν χαρακτηρισμό, μού αρέσει) : ακριβώς λοιπόν, μ’ εμένα θα ’χετε μόνο εκλυσίες – για τούς πουριτανισμούς να πάτε αλλού – άλλωστε ο κόσμος γεμάτος είναι και με σεξ και με πορνό – πράγματα που προάγουν τούς πουριτανισμούς όσο τίποτ’ άλλο – εμένα ο έρωτας όμως μ’ ενδιαφέρει : όχι, τελικά τό καταλαβαίνω (έτσι δεν γινόταν άλλωστε πάντα; (ποντάρω στους happy few που ’λεγε κι ο σταντάλ (κάθε σύγκριση εκτός θέματος…) ο οποίος αφιέρωνε τό έργο του ο φτωχός – που σ’ όλη του τή ζωή δεν εδέησε να δει παρά μία μονάχα κριτική (ναι, αλλά από ποιον όμως) για βιβλίο του – στους 3 ή 5 που αποδεδειγμένα τόν διάβαζαν, αποδίδοντάς τους τιμητικά κιόλας τή φράση τού σαίξπηρ από τόν ερρίκο τόν 5ο : «εμείς οι ελάχιστοι, οι ευτυχείς ελάχιστοι…» : we few, we happy few, we band of brothers))). Ποιος μπορεί λοιπόν να ξέρει τό μέλλον; ό,τι είναι να γίνει θα γίνει : τό μέλλον δεν είμαστε εμείς που θα πούμε ποιο θα ’ναι
ό,τι είναι να γίνει θα γίνει : τό μέλλον δεν τό ξέρει κανείς :
κι επειδή ως μικρά κοριτσάκια χαζεύουμε κι εμείς τό μέλλον μάλλον έκθαμβες, σήμερα θ’ ακούσουμε σε όλες του τίς συμπαθητικές έως εμπνευσμένες εκδοχές αυτό τό τραγουδάκι :
.
ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά, άλφρεντ χίτσκοκ 1956 / η πρώτη εμφάνιση
τού τραγουδιού τών jay livingston και ray evans στην ταινία
.
the man who knew too much / η δεύτερη εμφάνιση (καλές πληροφορίες για τήν ταινία εδώ)
.
sly and the family stone
.
pink martini
.
skip brevis
.
damien rice + david gray
.
ima, 2007
.
ταϋλανδέζικες ασφάλειες ζωής / διαφήμιση
.
animation
.
anastasia lee, 14 χρονών σοπράνο
.
holly coly trio
.
connie francis
.
madhuri dixit + prabhudeva (ταινία pukar τού 2000)
♥ να σάς ευχαριστήσω λοιπόν όλες όσους έρχεστε, για τούς δικούς του λόγους ο καθένας ♫♪ δεν δίνω υποσχέσεις αλλά ξεκλέβοντας χρόνο από τά κανονικά γραψίματα θα γράφω νομίζω πάντα κι εδώ : σύντομα ή λιγότερο σύντομα, δημοφιλή ή λιγότερο δημοφιλή ♪♫
.
.
«singing and music for agricultural workers’ children in new day nursery at okeechobee migratory labor camp (belle glade, florida, 1941)» (photo by marion post wolcott)
θα ξεκινήσω εξομολογητικά (και αλαζονικά) τό απαιτεί η προκείμενη περίπτωση : ο glenn gould είναι, μαζί με τόν sviatoslav richter, δυο πολύ δικοί μου άνθρωποι : έτσι τούς είχα (και έτσι τούς έχω ακόμα φαντάζομαι) και για χρόνια ό,τι βιβλίο έγραφα είχε ως ηχητικό background (soundtrack κατά τό επίσης κοινώς λεγόμενο) έργα για πιάνο παιγμένα απ’ αυτούς : ό,τι άλλο μπορεί να μπει ανάμεσα (τήν ώρα που δουλεύω) είναι μεγάλη εξαίρεση : πιστεύω λοιπόν ότι τή δουλειά μου (αυτό δεν είναι καθόλου αυτοδιαφήμιση, περί (νηφάλιας) ανάλυσης πρόκειται) εξαιτίας ίσως ακόμα και μόνο αυτού, μπορεί να τή χαρεί να τήν καταλάβει και πιθανώς να τήν εκτιμήσει μόνο αυτός που θ’ ακούσει αυτούς τούς ρυθμούς που καραδοκούν από πίσω ή από κάτω (ή από δίπλα) της – και δεν είναι δικό μου βέβαια μόνο χούϊ αυτό : η πεζογραφία ενγένει είναι θέμα ρυθμών καταρχάς, θα έλεγα, εξίσου ή και περισσότερο απ’ ό,τι η ποίηση – και δευτερευόντως ζήτημα επεισοδίων και ιδεών : όποιος δεν επικοινωνεί με τούς ρυθμούς επομένως (ή με τάbeatελληνιστί πάλι) δεν επικοινωνεί καθόλου : τό ίδιο ισχύει βέβαια και για τή ζωγραφική και τή γλυπτική – για να μην πω για κείνο τό θηρίο τήν αρχιτεκτονική…
χρονολογικά λοιπόν, πρώτα γνώρισα τόν ρίχτερ : μού άρεσε ο πολύ ροκάδικος (άγριος και καθόλου ρομαντικός) τρόπος που έπαιζε – αυτός ένας ρώσος που δεν είχε βγει έξω απ’ τή ρωσία για χρόνια, καθώς τού απαγορευότανε – εξάλλου φοβόταν κι ο ίδιος να αποσκιρτήσει στη δύση όπως έκανε αργότερα (όταν τούς επιτράπηκε να περιοδέψουν) ο ροστροπόβιτς (είχε τά χίλια δίκια του κι αυτός) : ο ρίχτερ δεν μπορούσε όμως να αντιμετωπίσει τό ενδεχόμενο να μην ξαναδεί τή ρωσία – η αγάπη τών ρώσων για τό τοπίο τους είναι άλλο πράγμα – πολύ συγκινητικό. Είπα για άγριο και ροκάδικο τρόπο (παρακάτω έχω ένα βίντεο όπου ο γκουλντ μιλάει για τόν ρίχτερ και τό παίξιμό του) και αυτό γιατί για μένα τό πιάνο είναι ένα κατεξοχήν θορυβώδες όργανο (εξάλλου ουσιαστικά πρόκειται για κρουστό) και έτσι ήταν άλλωστε από τήν πρώτη στιγμή που εφευρέθηκε : διότι τό pianoforte, όπως είναι ολόκληρη η ονομασία του (επί λέξει δηλαδή τό σιγανοδυνατό – και μην πάει τό μυαλό σας στη σιγανοπαπαδιά – ίσως δεν είναι κι η καλύτερη δηλαδή μετάφραση), ακριβώς επειδή είχε τή δυνατότητα τών απότομων αλλαγών χωρίς ιδιαίτερες ευαισθησίες στην ένταση τού ήχου, αποτέλεσε μια ανατρεπτική κατάκτηση στη μουσική, μια εφεύρεση τόσο μοντέρνα όσο ήταν στη δικιά μας εποχή τό σαξόφωνο ή η ηλεκτρική κιθάρα να πούμε – και ο μπετόβεν τό αντιμετώπισε εξάλλου ακριβώς μ’ αυτόν τόν τρόπο : έπαιζε ο ίδιος (όπως ξέρετε ήταν εκτός από συνθέτης, και εξαιρετικός, και βιρτουόζος, πιανίστας) τόσο δυνατά που έσπαγε τίς χορδές τών πιάνων στις συναυλίες του κατ’ έθιμο και κατ’ εξακολούθηση, γι’ αυτό και υπήρχε πάντα ένας ειδικός τεχνίτης που τσακιζόταν να διορθώνει και να αντικαθιστά τίς χορδές καθοδόν (μεταξύ μας, τό ίδιο έκανε κι ο μπαχ με τό όργανο, αυτό τό υποτίθεται σεβάσμιο εκκλησιαστικό όργανο που ο μπαχ τό έσπαγε επίσης κατά κανόνα στις εκκλησίες όπου έπαιζε (πολύ δυνατά και άγρια) τή μουσική του, ώσπου στο τέλος οι εκκλησιαστικοί παράγοντες τού βγάλανε και φετφά ότι θα πληρώνει ο ίδιος κάθε φορά για τίς ζημιές που κάνει) : αυτά για όσους θεωρούν τή μουσική αυτή ήρεμη και παρωχημένη (ήρεμος και παρωχημένος είναι ο τρόπος τους). Όταν λοιπόν (μερικά χρόνια αργότερα) άκουσα τόν γκουλντ είχα τήν εντύπωση ότι ήτανε μαθητής τού ρίχτερ, τόσο πολύ κατά τή γνώμη μου έμοιαζε τό παίξιμό τους, αυτό όμως δεν ισχύει έτσι ακριβώς – ο γκουλντ ήταν βέβαια ελαφρώς νεότερος αλλά πρέπει να τόν άκουσε μάλλον αργά – η σύμπτωση είναι απλώς η κοινή αντίληψη που ενώνει δυο ιδιοφυίες. Οι ομοιότητες σταματάνε κατά κύριο λόγο εδώ, κατά τά άλλα οι ζωές τους ήταν τελείως διαφορετικές, ο ρίχτερ (που είναι ο μόνος τόν οποίο και έχω δει να παίζει ζωντανά (και στην ελλάδα μάλιστα) ( : κι είναι η μία απ’ τίς μοναδικές δύο περιπτώσεις που στάθηκα από τά ξημερώματα σε ουρά για να βρω εισιτήριο – κι όταν έφτασε η ώρα να μπούμε επιτέλους στο πάνω διάζωμα τού ηρώδειου ένας γνωστός μου πιανίστας με τόν οποίο περιμέναμε μαζί ν’ ανοίξουν οι πόρτες, μέ κορόϊδεψε για τόν τρόπο που τσακίστηκα ν’ ανεβαίνω μάλλον αλλόφρων τά σκαλιά για να βρω θέση να κάτσω έτσι που να βλέπω τα χέρια του (τούς ξεπέρασα όλους κι έφτασα πρώτη επάνω, σημειώνω), φωνασκών μου γελοιότατα εν μέση οδώ «χάρη έχουν και τυρόπιτες επάνω!» – τί άσχετος αν και τής δουλειάς! δεν νοιαζόταν αυτός να βρει θέση κατάλληλη για να βλέπει τά χέρια του; τσκ τσκ)) ο ρίχτερ λοιπόν δεν σταμάτησε να περιοδεύει, απ’ τή στιγμή που τού δόθηκε η άδεια απ’ τή σοβιετία, ούτε να δίνει ρεσιτάλ και συναυλίες, ενώ ο ιδιομορφότατος (και ομορφότατος – αλλά κι ο ρώσος ήταν πολύ όμορφος) καναδός βαρέθηκε τίς δημόσιες εμφανίσεις από νωρίς και κάποια στιγμή τίς σταμάτησε κιόλας εντελώς, προς μεγάλη απογοήτεψη εκατομμυρίων παγκοσμίως (δημιουργήθηκε και τό κλισέ γι’ αυτόν πως ήταν ο «πιανίστας που μισούσε τό κοινό του») (ο ίδιος έλεγε απλώς πως όταν υπάρχουν τόσα τεχνικά μέσα που μπορεί πια κανείς σ’ ένα στούντιο να κάνει εντελώς ό,τι θέλει, και να διορθώσει κι ένα λαθάκι τό οποίο μπορεί εν πάση περιπτώσει να γίνει στη συναυλία – και τό οποίο στη συναυλία δεν διορθώνεται – είναι μάταιο να τρέχει πάνω κάτω σ’ όλον τόν κόσμο και να ταλαιπωρείται – είχε τόση εμπιστοσύνη στην τεχνολογία (τό προσωπικό του στούντιο ήταν απ’ τά καλύτερα και πιο προηγμένα (και ακριβότερα) στον κόσμο) που μια φορά επειδή βαριόταν να ταξιδέψει για πρόβες ζήτησε από μια τραγουδίστρια να κάνουν τήν πρόβα από τό τηλέφωνο («μα δεν γίνονται αυτά τά πράγματα» τού απάντησε πληγωμένη αυτή)) : υπάρχουν άφθονα ανέκδοτα για τόν γκουλντ σ’ αυτό τό ζήτημα, αυτό όμως που μ’ αρέσει εμένα περισσότερο είναι η αφήγηση κάποιου που τόν αναζητούσε (τήν εποχή που δεν τόν έβλεπε πια κανένα κοινό) και πήγε στον καναδά να τόν βρει, και τού είπανε ότι είναι κοντά σε μια λίμνη, και τόν βρήκε να παίζει άρπα για κάτι εσκιμώους (ή ινδιάνους, δεν θυμάμαι ακριβώς) (που τόν ακούγανε έκθαμβοι) (και για τούς οποίους έπαιζε φυσικά τζάμπα, αυτός που τού δίναν περιουσίες για να παίξει επί πληρωμή.) (Παρακάτω έχω ένα βίντεο που παίζει και τραγουδάει σε ελέφαντες.) Τό άλλο ανέκδοτο που μ’ αρέσει είναι για κάποια κοπέλα στην αμερική τού ’50, που είπε ότι άκουγε μόνο ροκεντρόλ μέχρι που κατάλαβε τήν κλασική μουσική κι άρχισε να τήν αγαπάει απ’ τή στιγμή που άκουσε στο πιάνο τόν γκουλντ – και βέβαια τά ανέκδοτα για τήν καρέκλα του (δεν μπορούσε να παίξει παρά μόνο καθισμένος σ’ αυτήν, που δεν είχε καμία σχέση με τά συνηθισμένα σκαμπώ τού πιάνου, και τήν κουβαλούσε μαζί του όπου κι αν πήγαινε – τό ίδιο περίεργος ήταν και με τά πιάνα του) : αυτά και άλλα πολλά ανέκδοτα κυκλοφορούν ευρέως, αλλά εγώ έμαθα πολλά κι από ένα (πολύ ιδιόμορφο, σχεδόν ασεβές) βιβλίο που βρήκα κάποτε στη γερμανία (και αναγκάστηκα να τό διαβάσω και γερμανικά που δεν μού ήταν και ιδιαίτερα ευχάριστο (θα προτιμούσα να ’χα τό αγγλικό πρωτότυπο)) : τό βιβλίο αυτό τό ’χε γράψει ο andrew kazdin, που υπήρξε παραγωγός του για πολλά χρόνια (ένας από τούς καλύτερους μουσικούς παραγωγούς όπως φαίνεται κι απόεδώ, που πέθανε δυστυχώς πρόσφατα όπως έμαθα ψάχνοντας ψιλολεπτομέρειες γι’ αυτό τό ποστ) : αυτό που μέ συγκλόνισε και μέ δυσαρέστησε σ’ αυτό τό βιβλίο ήταν από τή μια ό,τι ακριβώς είχε δυσαρεστήσει και τόν ίδιο τόν συγγραφέα του – τό πόσο δηλαδή αντιπαθητικός δυσάρεστος και κυριολεκτικά αχώνευτος μπορούσε να γίνεται στις προσωπικοεπαγγελματικές του σχέσεις ο γκουλντ – σ’ ένα επεισόδιο θυμάμαι ότι σκέφτηκα πως αν μού τό ’κανε εμένα θα τόν έσπαγα στο ξύλο (ορίστε : μέρες σαν κι αυτές, χριστούγεννα, κι ο καζντίν τόν κάλεσε σπίτι του για φαγητό : καθισμένος ο γκλεν μας σε μια πολυθρόνα βρήκε δίπλα του σ’ ένα τραπεζάκι τό σημειωματάριο (τήν ατζέντα) τού καζντίν και θρασύτατα άρχισε να τό ξεφυλλίζει και να τό διαβάζει εμβριθώς – ο παραγωγός στην αγωνία του προσπαθούσε να θυμηθεί μήπως είχε γράψει τίποτα περίεργο για τόν γκουλντ και τήν συνάντησή τους εκειπέρα – ή γενικά οτιδήποτε – και (ευτυχώς, λέει) τό μόνο που είχε σημειώσει για τή συγκεκριμένη μέρα ήταν να πάει να πάρει τό περιοδικό «κοσμοπόλιταν» για τή γυναίκα του : εν πάση περιπτώσει πέρασαν στιγμές αγωνίας και οι δυο τους, παρακολουθώντας τόν γκουλντ να διαβάζει ανερυθρίαστα τήν ατζέντα, μέχρι που τήν τέλειωσε, τήν ξανάβαλε δίπλα στο τραπεζάκι, και είπε τού καζντίν με ύφος ήρεμο (που εμένα θα μού φαινότανε πολύ κοροϊδευτικό πάντως) «ωραία, τίς πέρασες τίς εξετάσεις». Δεν συζητάω για τή φοβερή αγένεια ενός προσκεκλημένου σε δείπνο χριστουγέννων, συζητάω για τό ότι ο καζντίν δεν τού ’σπασε τό κεφάλι, και συζητάω επίσης για τό γεγονός ότι διαβάζοντας τό βιβλίο του θύμωσα και με τόν ίδιο τόν καζντίν (που είχε ξεκινήσει τή μουσική του καριέρα σαν ντράμερ – άλλα ανέκδοτα εδώ για τό πώς τό αντιμετώπισε αυτό ο γκουλντ) που μού έδωσε μια τόσο αντιπαθητική εικόνα γι’ αυτό τό (μεγαλοφυές) κωλόπαιδο) : Υπάρχει όμως παρεμπιπτόντως στα γραφτά αυτά και εκείνη η φοβερή ιστορία για τά χέρια του – η οποία μπλέκεται με τήν ιστορία τών ψεμάτων με τά οποία τόν φλόμωνε (ο γκουλντ τόν καζντίν) μια ολόκληρη εποχή, σχετικά με κάτι κρυφές εγγραφές που θα κάνανε οι δυο τους στο δικό του στούντιο – ώσπου να τόν πουλήσει και πάλι θρασύτατα (ο γκουλντ τόν καζντίν) – από τήν οποία όμως ιστορία προδοσίας βγήκε τελικά ότι οι αναβολές και τά ψέματα τού γκουλντ κρύβανε ένα μυστικό φοβερό – τέτοιο που μόνο με τήν κουφαμάρα τού μπετόβεν θα μπορούσε να συγκριθεί : ο γκουλντ έζησε δηλαδή μια περίοδο νιώθοντας τά χέρια του να τόν εγκαταλείπουν (κάποιου είδους ρευματικά μάλλον) (είχε πάντα μια φοβερή έγνοια για τά χέρια του – ίσως είχε από νωρίς προειδοποιήσεις – και πέρα από τό ότι φορούσε μετά μανίας γάντια, πριν παίξει στο στούντιο πήγαινε και τά βούταγε σε καφτό νερό σε βαθμό να γίνονται κατακόκκινα, και έτσι έπαιζε) (μια φορά μιλώντας για τά κρουστά με τόν καζντίν τού είπε «αν, όμως, βούταγες τά χέρια σου σε ζεστό νερό, δεν θα ’χες τέτοια…»)
για τόν θάνατό του από εγκεφαλικό ο καζντίν έγραψε : «τό κατεξοχήν όργανό του τόν πρόδωσε». Ένας πληγωμένος άνθρωπος (και θαυμαστής) μπορεί να γίνει σκληρός – τώρα που τό σκέφτομαι ήρεμα καταλήγω ότι η κωλοπαιδίστικη πλευρά τού γκουλντ πρέπει να συμπεριληφτεί στους τρόπους που είχε να προστατεύεται από τούς πάντες – αυτό όμως που καμιά φορά δεν μπορούν να καταλάβουν οι άλλοι είναι ότι ένας (τόσο εξοργιστικά μεγάλος) καλλιτέχνης δεν είναι ποτέ απλώς και μόνο μυαλό : ο (δικός μας) σολωμός τό είχε θέσει νομίζω πολύ καλά – όπως τό θυμάμαι τώρα : «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει τό μυαλό κι έπειτα η καρδιά ζεστά να νιώσει ό,τι τό μυαλό συνέλαβε» – η διαφορά είναι ότι πολλές φορές, οι γύρω, με τό μυαλό είναι που τρομάζουν : δεν είναι όμως ποτέ μόνο του, μην τό ξεχνάμε αυτό
ένα από τά χαρακτηριστικά τής πιανιστικής ιδιομορφίας τού γκουλντ ήταν λοιπόν οι γρήγοροι, δυνατοί και ασεβείς ρυθμοί – τελείως ξένοι προς τήν κλασική νοοτροπία – αλλά και πάλι όχι πάντα : σε ένα από τά βίντεο που έχω βάλει παρακάτω υπάρχει η ιστορία μιας συναυλίας με τόν μπέρνστάϊν ο οποίος εξηγεί (στο κοινό) (πριν τή συναυλία) γιατί δέχτηκε τούς πολύ αργούς ρυθμούς τού γκουλντ (τό έργο παίχτηκε έτσι πρώτα με τή λογική τού γκουλντ και μια επόμενη φορά με τήν κλασική άποψη τού μπέρνστάϊν). Τίς «παραλλαγές γκόλντμπεργκ» τού μπαχ τίς είχε παίξει τή δεκαετία τού πενήντα (σχεδόν παιδί) γρήγορα (σχεδόν τρέχοντας), και αργότερα (μεγάλος) επιζήτησε να τίς ξαναπαίξει, αυτή τή φορά πολύ αργά (υπάρχουν και οι δύο δίσκοι, πλέον σε σιντί) (συστήνω σε όποιον ενδιαφέρεται για τή μουσική να ακούει (και για καιρό) και τίς δύο εκδοχές – είναι μοναδικό σχολείο για να καταλάβεις τόν μπαχ)
αλλά τό χαρακτηριστικότερο στοιχείο τής προσωπικότητάς του ήταν από μια άποψη σίγουρα τό «τραγούδι» του : ο γκουλντ παίζοντας πιάνο τραγουδούσε κιόλας τή μουσική, και τόσο δυνατά μάλιστα που υπήρχε πρόβλημα στην παραγωγή, τί να κάνουν για να μην ακούγεται αυτή η φωνή με τά διάφορα «α α α ο ο ο» στον δίσκο (σήμερα είμαστε τυχεροί με τά λίγα βίντεα όπου σώζεται ακριβώς και ακούγεται αυτή η φωνή) : είχαν βρει στο τέλος μια ευρεσιτεχνία με κάτι σαν (διαφανή) κουκούλα με τήν οποία σκέπαζαν τό πρόσωπό του κι ένα μέρος τού σώματός του όσο έπαιζε, για να πετυχαίνουν ηχομόνωση
καλή διασκέδαση
.
.
.
.
.
.
.
επειδή ο ήχος εδώ είναι πολύ κακός, μεταφράζω τή μεταγραφή που έκανε κάποιος στο γιουτούμπ από ένα μέρος τού μονολόγου
τού γκουλντ (τό κομμάτι με τούς ελέφαντες δεν χρειάζεται μετάφραση…) :
«…μπορεί να μέ γοητεύουν τά ζώα και τά μικρά παιδιά και να τά θαυμάζω, απλώς και μόνο επειδή νιώθω να έχω
μεγαλύτερη σχέση μαζί τους απ’ ό,τι με τούς μεγάλους – ήμουνα ένα παιδί αυτιστικό και ακόμα και σήμερα από πολλές απόψεις έχω μυαλό μικρού παιδιού – πράγμα που μού ’χει δημιουργήσει πολλά προβλήματα με τόν
κόσμο τών μεγάλων, διότι συνήθως λέω ό,τι μού ’ρχεται στο μυαλό μια κι έξω. Δεν μπορώ ούτε να προσποιηθώ
ότι ενδιαφέρομαι για ανθρώπους που αντιπαθώ, ούτε να είμαι ευγενικός μαζί τους, και τό αποτέλεσμα
είναι οι κοινωνικές μου σχέσεις (με τούς συνομήλικους) να έχουν τά χάλια τους»
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
αυτό ήταν εννοείται ένα γιορταστικό ποστ για να τά ξαναπούμε σε ένα χρόνο
♫ ♪ καλή χρονιά ♪ ♫
.
.
.
.
.
.
.
.
μιασελίδαγια τόν glenn gould | η σελίδα τού gould στηwiki | μια σελίδα για
τόνsviatoslav richter | μια επίσης ενδιαφέρουσα σελίδα για τόν γκουλντεδώ(βίντεο,
κείμενο, φωτογραφίες και ηχητικά αποσπάσματα) | τό βιβλίο τούάντριου καζντίν
1 εγώ δεν πιστεύω ότι η μνήμη είναι κοντή – πιστεύω όμως (κι εγώ όπως κι η ψυχανάλυση) πως τήν κονταίνουμε και τή μακραίνουμε καταπώς μάς βολεύει
2 ο «ύμνος στην ελευθερία» είναι από τά πιο άτεχνα και ασήμαντα ποιήματα τού σολωμού – αν εξαιρέσουμε ελαχιστότατους στίχους μεταξύ τών οποίων θα συμπεριλαμβανόταν οπωσδήποτε και τό ιταλικό δίστιχο από τόν δάντη, που προηγείται ως προμετωπίδα («libertà vocantando, ch’ è sicara / comesachiperleivitarifiuta») ( : «θα τραγουδήσω τήν ελευθεριά που είναι αγαπημένη / όπως τό ξέρει και καλά όποιος γι’ αυτήν πεθαίνει» κατά δική μου σολωμικόφρονα απόδοση : γίνονται δεκτές και άλλες)
3 προσωπικά σιχαινόμουν και τίς σημαίες και κάθε τί «εθνικόν» από μικρή : και ο συγκεκριμένος ύμνος απόκτησε για μένα νόημα μια φορά μόνο στη ζωή μου – έκτοτε ανακρούεται στα γήπεδα τίς παρελάσεις και σε συγκεντρώσεις φανατισμένων φάλτσων, πράγματα με τή βοήθεια τών οποίων ξαναβρίσκω ανόθευτη ολόκληρη τήν παλιά καλή εκείνη σιχαμάρα
4 επειδή όμως, πέραν τών προσωπικών βίτσιων, υπάρχει και η ιστορία, τό βρίσκω πρέπον, σήμερα που αρχίζουν οι εορτασμοί για τήν επέτειο ενός αυτοσχεδιασμού που έμεινε στη μέση, να επισημάνω δυο πράγματα :
5 ό,τι έμεινε στη μέση ανολοκλήρωτο (θυμάμαι ένα πανώ αριστεριστών στην πρώτη πορεία «δεν έγινε ο νοέμβρης για τόν καραμανλή» (προσθέτουμε εδώ ό,τι άλλα ονόματα θέλουμε σήμερα)), έμεινε ανολοκλήρωτο γιατί εν συνεχεία ακολουθήθηκε από τήν ολική επαναφορά εκείνων που είτε τόν πολέμησαν είτε τόν χάζεψαν και εκ τών υστέρων χτίσανε πολιτικές (και άλλες) καριέρες επάνω του :
6 να μην ξεχνάμε λοιπόν ότι ο αυτοσχεδιασμός ήταν εναντίον μιας δικτατορίας τής οποίας οπαδοί και νοσταλγοί είναι τά γύφτικα σκεπάρνια που συγκυβερνάνε σήμερα : (φταίω εγώ ασφαλώς που δεν φαντάστηκα ότι τό κόντεμα της μνήμης θα μπορούσε να οδηγήσει τόσο πολύ μακριά)
7 τό πράγμα δεν είναι ούτε γραφικό ούτε ακίνδυνο. Και ούτε εξαντλείται στα πρόσωπα. Ή μάλλον εξαντλείται ακριβώς στα πρόσωπα, αλλά όχι τού λά.ο.σ. : εξαντλείται εξαντλητικά στα πρόσωπα τού γύρω χώρου που αφήνεται μέσα σε τριαντατόσα χρόνια, να ξαναγίνει ό,τι ήτανε : αδιάφορος, για όλα εκτός απ’ τήν τσέπη του – λες και τό πρόβλημα τού φασισμού δεν ήταν, ούτε τότε, ούτε και τώρα, δικό του
8 ο «ύμνος στην ελευθερία» είναι γραμμένος ανορθόγραφα – ή μάλλον, για να τό πω καθωσπρέπει – σε φωνητική γραφή (όπως έγραφε ο σολωμός άλλωστε όλα του τά ελληνικά (στα ιταλικά είχε μεγάλη άνεση, και ιταλικά υπόγραφε, και έτσι έκανε και τή διαθήκη του)). Όσοι θεωρούν τόν εθνικό μας ποιητή «εθνικόν», ας τό ’χουν κι αυτό υπόψη τους
9 θα αναρτήσω προς τιμήν τής επετείου δύο βίντεα : τό ένα πρόσφατο ιταλικό (αναρτήθηκε αρχικάεδώ– πηγαίνετε για να διαβάσετε και τίς λεπτομέρειες τού συμβάντος), τό άλλο πολύ πιο πρόσφατο, αμερικάνικο (αναρτήθηκε πριν πολύ λίγες μέρεςεδώ)
.
σημειώνω απλώς ότι :
i τό αγόρι που αυτοσχεδιάζει με τήν κιθάρα του τή μουσική τού μάντζαρου, τόσο δημιουργικά και χεβυμεταλλικά, είναι έντεκα χρονών, και μάλλον πρόκειται για παιδί ομογενών (έχει ελληνικό όνομα)
ii τό ιταλικό συμβάν έγινε στην όπερα τής ρώμης όταν, μαέστρος και κοινό, συγχρονίστηκαν με τόνθρήνοva΄,pensieroτών σκλάβων εβραίων στην εξορία τής βαβυλώνας – και με αφορμή τά δικά τους σύγχρονα έκλαψαν τελικά όλοι μαζί για τήν «ωραία και χαμένη τους πατρίδα» : πατρίδα–ξεπατρίδα τά δράματα δεν έχουνε τελειώσει, δεν έχουν καν ίσως καλά–καλά αρχίσει : ας συγχρονιστούμε όλοι λοιπόν με τόν εβραϊκό θρήνο γιατί αλλιώς υπάρχει φόβος να κλάψουνε μαννούλες, πολύ περισσότερες φοβάμαι απ’ όσες θρήνησαν τό ’73
.
.
.
ένα παιδί αυτοσχεδιάζει πάνω στην heavy μεταλλική ελευθερία
.
.
κοινό και μαέστρος αυτοσχεδιάζουν πάνω στον εβραϊκό θρήνο : όμορφη και χαμένη μου πατρίδα
παλιά μουσική και τραγούδια σήμερα (που έλεγε και τό ραδιόφωνο όταν ήμουν μικρή) από τούς αιώνες και τά χρόνια που πέρασαν (έχουμε και μια ηλικία τώρα) τουτέστιν απλές μονωδίες, εκ πρώτης όψεως λόγω τού ότι θα πάω κι εγώ στη θάλασσα τώρα και αρχίζει τό κανονικό μου καλοκαίρι (ως πολύ γνωστόν εγώ φεύγω πάντα σεπτέμβρη) – εκ δευτέρας όμως διότι νιώθω τήν ανάγκη να αφιερώσω και κάτι σ’ εκείνο τό παιδί που έγραψε στον τοίχο ενός δρόμου τρεις γραμμές με μαρκαδόρο – και μες στον εξαρχειώτικο κυκεώνα από θυμωμένες απεγνωσμένες γνωστές, κατά κανόνα συνηθισμένες και ενπολλοίς κοινότυπες, αλλά τέλος πάντων διαμαρτυρίες αφίσες γράφιτι και γραφές – σκέφτηκε να διαδηλώσει προς κάποιους μίζερους νεοκλασικούς νοικοκυραίους τόν θυμό και τή λύπη του για ένα δεντράκι : «γιατί κόψατε τήν πικροδάφνη ρε ξεφτίλες;»
.
.
οι κήποι εδώ συμπάσχουν, όπως είναι φυσικό, απόλυτα
άσε που μού φάνηκε και σαν ποιηματάκι όταν τό πρωτοείδα ( : σαν να ανέδινε δηλαδή κάτι από τήν αρχαία τόλμη εκείνου τού εγωιστικού και αλαζόνα λυρισμού – έτσι όπως επέστρεψε με τό μεσαιωνικό θράσος τών τροβαδούρων από τό αρχαϊκό αιγαίο στην ευρώπη και τήν κατέλαβε πλέον (κι αςέλεγεό,τι ήθελε ο αντόρνο) ανεπιστρεπτί –)
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
.
και, μετά τίς μονωδίες και τά ντουέτα, νά κι ένα πεζό τρίο για να γελάσουμε : (είναι από παλιότερο εύρημα τού ρήντερ μου (απόεδώ)) ταιριάζει όμως λίγο και με τήν προηγούμενη ανάρτηση (ειδικά όταν στο τέλος η κυρία, η οποία στην ερώτηση «τί πηγαίνει από χέρι σε χέρι» αντί για τό τσιγαριλίκι που πρότεινε ο ευθαρσής συμπαίκτης της αντιπρότεινε τόν δίσκο τής εκκλησίας, προκάλεσε εκτός από τό άφθονο γέλιο, και τό δίκαιο σχόλιο τού τολμηρού : αυτή έχει τό φωτοστέφανο κι εγώ τά κέρατα τού διαβόλου)
.
.
.
.
να περνάτε (και να τραγουδάτε) πολύ καλά, όσο εγώ θα ’μαι στη θάλασσα!
::: ...... :::
l' amore eroico è proprio delle nature superiori, dette insane, non perché non sanno, ma perché soprasanno (ο ηρωικός έρωτας είναι ιδιότητα φύσεων ανώτερων που τούς λεν τρελούς, όχι γιατί δεν ξέρουν, αλλά γιατί παραξέρουν) / giordano bruno
::: ...... :::
there is no absolute up or down, as aristotle taught; no absolute position in space; but the position of a body is relative to that of other bodies – everywhere there is incessant relative change in position throughout the universe, and the observer is always at the centre of things / giordano bruno
::: ...... :::
those who restrain desire do so because theirs is weak enough to be restrained / william blake
::: ...... :::
: έτσι τούς βλέπω εγώ τούς κήπους ( : σημειωματάριο με κάκτους)
::: ...... :::