οταν ζεις κατι δεν εχεις ιδεα πότε το κατι συμβαινει οπως οταν εισαι ερωτευμενος δεν ξερεις τι ωρα ειναι – οι χρονολογιες ερχονται μετα θανατον – οπως και οι απλουστευσεις, και τα μεγαλα λογια (που παντα πανε παρεα : ο ερωτας δεν εχει μεγαλα λογια – βρισκεται αλλού) : το 1968 για την ελλαδα ητανε μια φριχτη χρονια, οπου ολα ειχαν σταματησει – ολα ειχαν μολις σταματησει – και τα νεα για τις «ταραχες στη γαλλια» εφταναν απο τις τελευταιες σελιδες των εφημεριδων, κι απο τα πιο μικρα μονόστηλα : αυτα βεβαια για οσους ητανε πολυ μικροι, κι απο τοσο καθωσπρεπει οικογενειες ωστε να αποκλειεται να ’χουνε «νεα απο πρωτο χερι» : τα δικα τους «νεα» θα τα φτιαχαν οι ιδιοι – και οσοι τα φτιαξανε – λιγο αργοτερα : να μεγαλωνανε λιγο ακομα : η ιστορια, ας το ξαναπουμε, δεν κραταει ρολοϊ, το ρολοϊ ειναι στα χερια των ιστορικων – και των καθυστερημενων : τα νεα λοιπον πήγαιναν μπρος–πισω ειχαν αρχισει πριν και συνεχιζοντουσαν μετα, με το μπερκλεϋ, την πραγα, το «γουντστοκ», τις «φραουλες και αιμα» και με τις διαδηλωσεις για το βιετναμ – τωρα διαβαζω (οταν πρωτοαρχισε το κλισε για τη «δεκαετια του ’60» με εκνευρισε, σαν να ’πρεπε να βαλω σε συρταρακια και κουτακια τη ζωη μου) οτι ο «μαης του ’68» αρχισε νωριτερα στη γερμανια παρα στη γαλλια, κρατησε περισσοτερο στην αγγλια, ητανε αλλιωτικος στην αμερικη – σαχλαμαρες : ολα τακτοποιουνται παντα μετα την πυρα, και παντα εχουνε εκεινη τη μυρωδια μικροψυχιας που κουβαλαει μαζι του και το παραμικροτερο αποκαΐδι αντικειμενικοτητας
ο θανατος τού αντορνο τοποθετημενος χρονικώς «μετά», αλλά ανηκοντας θεωρητικώς «μέσα» στη συγκρουση του με τους φοιτητες του στο πανεπιστημιο, τον καιρο των φοιτητικων εξεγερσεων σε βερολινο μπερκλεϋ και παρισι, ειναι κατα τη γνωμη μου ενα απο τα πιο τραγικα γεγονοτα στην ιστορια τής φιλοσοφιας. Οχι γιατι ενας φιλοσοφος επεσε θυμα των εχθρων του, αλλά γιατι επεσε θυμα ακριβως τών «οπαδων» του : αν μπορουν να θεωρηθουν «οπαδοι» μιας θεωριας που γεννησε συνθηματα οπως το «η φαντασια στην εξουσια» ανθρωποι που χαρακτηρίστηκαν, απολυτως ειρωνικα, μαλλον απο παντελη ελλειψη φαντασιας
θα μπορουσε να πει κανεις οτι ο αντορνο (αλλά, τηρουμένων τών αναλογιών, και ο χορκχάϊμερ, και ο μαρκουζε, για να πουμε τούς κυριοτερους τής σχολής) εζησαν μια μαλλον σπανια στιγμη στην ιστορια τής φιλοσοφιας, κατα την οποια αντι να ονειροπολουν για την αποδοχή τής σκέψης τους σε καποιο μακρινο μελλον, ειδαν εν ζωη τη θεωρία τους να «πραγματοποιειται» – ο αντορνο το ειπε ομως με τα δικα του λογια καπως πιο γλαφυρα : «δεν περιμενα ποτέ οτι θα θελαν οι ανθρωποι να πραγματοποιησουν τη σκεψη μου διαμέσου τών κοκτεϊλ μολότωφ»
χοντρικα, και για να μην μπω σε πολλες λεπτομερειες, ο αγαπημενος, τού χορκχάϊμερ, «τεντυ» αρνηθηκε να κατέβη στον δρομο (και «να πεταξει πετρες στα παράθυρα» τού δημοσιογραφικού συγκροτηματος που ειχε εκνευρισει το φοιτητικο κινημα στη γερμανια) (σε μια συνεντευξη του παντως εκεινον τον καιρο ειχε πει οτι δεν θα ’χε αντιρρηση για, τετοιες και αλλες, πραξεις βιας στην ελλαδα – που ειχε τοτε δικτατορια – εννοωντας οτι διαχωριζε βεβαιοτατα τις συνθηκες), και εξαυτού θεωρηθηκε προδοτης (ω τής θείας αφέλειας) προδοτης δηλαδη τής ίδιας του τής φιλοσοφίας, δηλαδη προδοτης τού εαυτου του
τού επεβληθη επι ποινη θανατου (εδω δυστυχως κυριολεκτουμε) λογοκρισια, στην αιθουσα του και στο μάθημά του στο πανεπιστημιο : τού επιτέθηκαν βιαιως λεκτικα, και βάλθηκαν προσφυως και κατι φοιτητριες να τον «προκαλεσουν» γυμνοστηθες (ουδεν καινον υπο τον ηλιον, και οι φεμεν ακομα εχουνε παρελθον) : (στην ιδια συνεντευξη αν θυμαμαι καλα, ο αντορνο δεν διστασε καθολου να δειξει μια ελαφρότατη πικρια ειδικα γι’ αυτο : «να το κανουν αυτο σε μενα, που εχω εκφρασει στη θεωρια μου αυτα κι αυτα για τον ερωτα …»)
τον γιουχαρουν ανηλεως και τον λυντσαρουν ηθικως
ο ανθρωπος συνεπως που, παρατριχα, εξαιτιας και τής σκεψης του, κοντεψε να γινει ψητος απο τους πατεραδες τους, κινδυνευει τωρα απο τα καλόπαιδά τους που γιναν, εξαιτιας ακριβως τής σκεψης του, άνθρωποι κι αυτοι τωρα και φιλοσοφουν. Ο αντορνο κατα τη γνωμη μου αρνειται ουσιαστικα να δει αυτην την πραγματικότητα με αταραξια (αν, ακομα και για τον επικουρο, θα μπορουσε πια κατι τετοιο να ηταν δυνατον). Αρνειται να δεχτει επιπλεον οτι τα καλομαθημενα αυτα μπορει να τον εχουν διαβασει και να τον εχουν καταλαβει. (Ως προς το δευτερο δεν θα ειχε αδικο)
εντουτοις, καταρχας, δεν τα θεωρουσε καλομαθημενα – ιδιαιτερα μετα τη δολοφονια τού φοιτητη μπένο όνεζοργκ απο την αστυνομια διατυπωσε ευθαρσως την αποψη οτι οι φοιτητες ηταν «οι νεοι εβραιοι» στη γερμανικη κοινωνια
αρνειται παντως να δεχτει λογοκρισια για 2η φορα στη ζωη του, στην ιδια τη χωρα του, στην οποια μολις εχει επιστρεψει, ευτυχης που ο φασισμος της εχει ηττηθει. Και οταν βρισκει τον αυταρχισμο μπροστα του υπο το θεωρητικο μαλιστα αλλοθι τής δικης του φιλοσοφιας, αντιδρα και τραγικα και διαλεκτικα ταυτοχρονως : διεκδικει τό δικαίωμά του «να μιλαει μολονοτι δεν γουσταρει να πεταει πετρες» και ζηταει (να προστατεψει το δικαιωμα του αυτο) το κρατος που διαδεχτηκε τον φασισμο ο οποιος τού ειχε αρνηθει το ιδιο δικαιωμα.
το πραγμα επιζηταει βεβαια μυθιστορηματικου μεγεθους διαπραγματευση : αναμεσα στους φοιτητες που καθονται αλαζονικα και κοροϊδευτικα στην καρεκλα του και δεν τον αφηνουν ν’ ανέβη στην εδρα του και να διδαξει, ειναι πρωην αγαπημενοι του φοιτητες. Το γεγονος πως «ο τεντυ» ζηταει απελπισμενα τη βοηθεια μιας (ομολογουμενως αμηχανης – εχουν τραγικη πλακα καποιες φωτογραφιες…) αστυνομιας κανει τον γυρο τού κοσμου σε επιχαίροντα σκανδαλοθηρικα εντυπα, που τασσονται τωρα με το μερος των φοιτητων που θελουν κατα τ’ άλλα να τούς σπασουν τα τζαμια…
κανείς πιστευω δεν περιμενε τη συνεχεια. Παιρνει αδεια και παει με τη γυναικα του διακοπες στην αγαπημενη τους ελβετια, εκει παθαινει ενα εμφραγμα, αλλά εννοει παρ’ ολ’ αυτα ν’ ανέβη ενα βουνο, παθαινει κι ενα δευτερο εμφραγμα, και τελος. Στην κηδεια φιλοι του δεν επιτρεπουν στους πρωην «αγαπημενους φοιτητες» που τωρα προσερχονται (προφανως κεραυνοβολημενοι – δεν ειναι ευκολο να αισθανεσαι δολοφονος – ) να περασουν στον χωρο της ταφής. Υπαρχει μια φωτογραφια με τον χορκχάϊμερ που βασταει κατι χαρτια (προφανως), και διπλα του την γκρέτελ (την γυναικα τού αντορνο στην οποια οφειλουμε εν πολλοις, μην το ξεχναμε, τη «διαλεκτικη τού διαφωτισμού» και γραφτα τού μπένγιαμιν, και η οποια θα επιχειρουσε να αυτοκτονησει αμεσως μετα αλλά ευτυχως (για μάς) θα επιζουσε, θα τακτοποιουσε πληθος γραφτα τού αντρα της και τού μπενγιαμιν επι 24 ακομα χρονια, και θα εφευγε τελειωτικα το ’93) να κατεβαινουν κατι σκαλια και να ριχνουν χωμα στον ταφο του. (Θα ’λεγα οτι ακριβολόγως και καίρια η κορδελα πανω στο φέρετρό του γραφει : «στον φιλοσοφο τής αρνητικης μουσικης μας»)
(η αλληλογραφια με τον μαρκουζε)
με τον μαρκουζε ο αντορνο αλληλογραφησε ειδικα για τα θεματα τών φοιτητικων εξεγερσεων (ο μαρκουζε την εποχη εκεινη ηταν στην καλιφορνια βρισκοταν στο επικεντρο τών «ταραχων» και υποστηριζε το φοιτητικο κινημα εμπρακτα, με κινδυνο αρκετες φορές και της ζωης του). Εξαυτου η αλληλογραφια τους εχει τεραστιο και φιλοσοφικο ενδιαφερον. Πρεπει κανείς να εχει υποψη του παντως οτι ο μαρκουζε ηταν μεγαλυτερος, ειχε διαφορετικες προσωπικες εμπειριες, ηξερε και απο οδοφραγματα (ειχε παρει μερος στην επανασταση τών σπαρτακιστων) και συνεπως η αντιληψη του ηταν (συνοπτικά θα ’λεγε κανεις) πως «και τα κοκτέϊλ μολότωφ» μπορουν να «πραγματοποιησουν τη φιλοσοφία» ενίοτε.
το τελευταιο γραμμα τού αντόρνο στον μαρκουζε πανω σ’ αυτη την υποθεση (η αλληλογραφια διαβαζεται σε λινκ στο τέλος τής αναρτησης, και ειναι στα αγγλικα) εχει ημερομηνια 6 αυγουστου 1969, και τελειωνει με μια υποσημειωση οτι δακτυλογραφηθηκε απο τη γραμματεα του – την ιδια μερα ο αντορνο θα παθαινε την τελικη καρδιακη προσβολη και συνεπως την ωρα που ο μαρκουζε διαβαζε το γραμμα, ο 66χρονος τεντυ πρεπει να ηταν ηδη νεκρος.
…
απο μια οντως λοιπον μυθιστορηματικη διαπραγματευση που εχει υπαρξει, ανεκδοτη – παραθετω εδω ενα μικρο τμημα – ως μικρο φορο τιμης – οχι στον μηνα μαϊο, και ολους τους αλλους μηνες (οπου παντα κατι συμβαινει) – αλλά στον φιλοσοφο τής αρνητικης μουσικης μας
(ο αντορνο στην κουζινα)
…δεν νομίζω λοιπόν ότι ζήσανε άλλοτε ποτέ φιλόσοφοι μεγαλύτερη απογοήτεψη απ’ αυτή : γιατί κι ο μπρούνο ακόμα πάνω εκεί στην πυρά με τά κόκκαλα τσακισμένα από τά βασανιστήρια θα μπορούσε (καθώς ούρλιαζε χωρίς να τό θέλει που καιγόταν αργά) θα μπορούσε να έχει εκεί τήν ελπίδα ότι τό μέλλον θα είναι δικό του : (κι ας αργεί και αυτό ακόμα πολύ : ) η μεγαλοφυία του δηλαδή πρέπει να τό ’ξερε κατά βάθος καλά ότι time was on his side και τό ότι οι άλλοι ήτανε out of time με όση δύναμη δηλαδή επί τού παρόντος κι αν είχανε, είμαι σίγουρη λοιπόν ότι ήξερε ο μπρούνο όταν καιγότανε πως τό μέλλον ήταν δικό του και ότι θα τόν αγαπήσουμε και θα τόν καταλάβουμε (κάποιοι) κάποτε πάρα πολύ : όμως τούτοι εδώ όντας με τόν φριχτότερο τρόπο δηλαδή γερμανοί, όντας δηλαδή, κι επιμένοντας να ’ναι, δηλαδή γερμανοί με τόν καλύτερο τρόπο σε μια εποχή που η ζωή τους θα ήταν μοναχά ασφαλής αν ήτανε με τόν χειρότερο, ζήσαν τήν τραγικότερη στιγμή τής φιλοσοφίας ολόκληρης :
δηλαδή τή στιγμή κατά τήν οποία βλέπεις τή σκέψη σου να γίνεται αποδεκτή μ’ έναν τρόπο που σού προκαλεί και σύγκρυο και φόβο και τρόμο και δέος : Και τότε είναι που είναι ακόμα πιο δύσκολο να διατηρήσεις τήν κριτική σου ματιά προς τά πράγματα και να πεις Στο μέλλον θα μέ καταλάβουν καλύτερα : Πώς να τό πεις όταν τό μέλλον έχει ήδη έρθει επί τού παρόντος ολόκληρου, και πώς να ελπίσεις ότι θα έρθει ένα άλλο μέλλον τότε επί (τούτου) τού μέλλοντος
– αν και ελπίζω ότι μπορεί να κατέφυγε σε αυτή τή σκέψη και εκείνος πριν να πεθάνει κι αυτός δηλαδή – αν και ο τρόπος που πέθανε (και τό ίδιο τό γεγονός ότι πέθανε, χωρίς βέβαια να τόν σκοτώσει τυπικά και κανείς) δείχνουνε άλλα : και τό μόνο που μού μένει εμένα να ελπίζω τώρα είναι να πάνε στην κόλαση αυτοί όλοι που τόν σκοτώσανε : να είναι τώρα σ’ αυτήν τήν ωραία τους κόλαση καθισμένοι απέναντι από τήν τηλεόραση, και με τίς παντόφλες τους – γιατί τόν σκοτώσαν, και είναι από κείνους τούς φόνους όπου δεν πέφτει ξύλο κι όπου όλα είναι αθώα και καθαρά και αγνά κι ασφαλή : κι αυτοί είναι οι χειρότεροι και οι πιο βρώμικοι φόνοι γιατί δεν λερώνεις ούτε τά χέρια σου ούτε τό πουκάμισό σου ούτε τά πόδια σου ούτε και τά παπούτσια ή τίς κάλτσες σου, αλλά μόνο τό στόμα σου και τή γλώσσα σου έχεις λερώσει, και τό μυαλό σου ολόκληρο, αλλά εκείνα δεν φαίνονται κι έτσι είσαι αθώος, κι όχι μόνο αθώος αλλά και οπαδός :
Τή φαντάζεσαι τότε τή θλίψη του ; (γύρισε και είπε ειδικά στη Μάχη κοιτώντας την : ) τή φαντάζομαι εκείνη τή θλίψη και παθαίνω κατάθλιψη, πρόσθεσε. Και παθαίνω κατάθλιψη πιο πολύ γιατί τρέμω τήν ιδέα που ξαφνικά μού καρφώθηκε, (όταν τό σκέφτηκα για πρώτη φορά τότε αυτό), ότι κατά πάσαν δηλαδή πιθανότητα (γιατί δεν φαντάζομαι ούτε κατά διάνοιαν ότι θα ’μουν εγώ η τυχερή κι η εξαίρεση – και αυτή είν’ η φρίκη μου) κατά πάσα δηλαδή πιθανότητα, εκειπέρα με τά κωλόπαιδα αν ήμουν κι εγώ, θα ’μουν ίσως κι εγώ τό ίδιο ηλίθια : μή σού πω ότι μπορεί να ’χα και τή βλακώδη ιδέα να ξεπροβάλω και η ίδια μπροστά του γυμνή : έχει μια βλακώδη φυσικά γοητεία όταν είσαι μικρή να τά βάζεις με όλους κι όποιον πάρει κατόπιν ο χάρος, δεν τούς δικαιολογώ δηλαδή αλλά σκέψου κι αυτούς : έπρεπε να δείξουν κάπου κι αυτοί ότι επαναστατούν δηλαδή, κι ότι ξέρουν τί κάνουνε, κι ότι είναι σκληροί, χωρίς να ’χουν συμπόνοια ή ευγνωμοσύνη καμμιά : έχετε προσέξει ότι (μέχρι τώρα) στην επανάσταση η κακία περνιέται για φοβερή καλοσύνη ; (είπε και σκούπισε τά χέρια της)
που όμως δήθεν δεν φαίνεται ; διότι εκεί υπάρχει δήθεν ας πούμε και ένα μυστήριο ; διότι έχουμε ανάγκη δήθεν κι εμείς από ένα μυστήριο ; είμαστε ακόμα πολύ μονοκόμματοι για να γίνουμε διαλεκτικοί θα περάσουν αιώνες παιδάκια μου, και ορίστε η φρίκη μας : είμαστε ακόμα πολύ μονοκόμματοι, και αυτό μέ τρομάζει : γιατί είμαστε ό,τι κι οι άλλοι ακόμα, και γινόμαστε ίσως μονάχα η φόδρα τους, και φαινόμαστε ίσως από τήν ανάποδη, και η φαντασία θ’ αργήσει να πέσει στο πιάτο μας και στα κεφάλια μας : και δεν βγάζω τόν εαυτό μου απέξω κι εγώ, είπε, (όπως βλέπετε) έχω υπάρξει ηλίθια κι εγώ, όμως έλεος πια, πιθανόν δηλαδή εγώ τότε αυτόν ειδικά και να τόν λυπόμουνα : αλλά δεν λυπάμαι πια σήμερα αυτούς, κι αυτό μόνο και μόνο γιατί δεν βγήκε ούτε ένας να ζητήσει συγνώμη, κι είναι όλα αυτά τά κωλόπαιδα κρυμμένα και προστατευμένα εκεί στο σπιτάκι τους και κοιτάνε φορώντας τίς καρώ παντόφλες τους τήν τηλεόραση κι όχι πλέον κωλόπαιδα πια αλλά σχεδόν και κωλόγεροι και με τίς καριέρες τους και δεν ξέρουνε τίποτα πια, δεν θυμώνται ή δεν ξέρουνε τίποτα για τόν φόνο αυτοί πια
διότι προσέξτε (είπε, και μάς κοίταξε τόσο καλά που για λίγο σταματήσαμε να πλένουμε πιάτα) αν ο νίτσε μες στην απελπισία του ξεφούρνισε (αν τό ξεφούρνισε κιόλας έτσι ακριβώς, διότι έχει γίνει τόσο διάσημο που εγώ τό συχαίνομαι) ότι εκείνο που δεν τόν σκοτώνει τόν δυναμώνει, έπεσε έξω και εκείνον νά που τόν σκότωσε : αυτό που δεν τόν σκότωσε, νά που τόν σκότωσε
όμως εκείνος ο μικρούλης ο τέντυ (όπως τόν λέγανε) (οι φίλοι του δηλαδή εννοώ) (μονάχα δηλαδή ο χορκχάϊμερ επιτρεπότανε, αλλά εκείνος μπορούσε μια κι ήτανε ο φίλος του και τόν αγαπούσε, να τόν αποκαλεί δημοσίως να πούμε δηλαδή έτσι), εκείνος ο τέντυ ούτε κατά διάνοιαν δεν σκοτώθηκε από τίς γυμνόστηθες, θα ’ταν ηλίθιο (πρόλαβε απλώς και είπε σε μια του συνέντευξη «δεν ντραπήκαν να τό κάνουν αυτό σε εμένα» φυσικά και τόν πείραξε, αφού θα τόν πείραζε κάθε τι βλακώδες αν ερχόταν στα μάτια του (ήταν και αριστοκράτης πολύ καταβάθος και η κακογουστιά ασφαλώς θα τόν πείραζε)) σκοτώθηκε όμως μόνο όταν τού απαγορέψαν ξανά να μιλάει : ποιανού ; αυτουνού : και ποιοι ; οι γιοι τών μπαμπάδων τους : εκεί ένιωσε τήν ανάγκη φυσικά να προστατευτεί (μέσω τών μπαμπάδων) απ’ τούς γιους τών μπαμπάδων
διότι όταν οι μπαμπάδες κι οι γιοι γίναν ίδιοι και τού απαγορεύαν δηλαδή να μιλάει κι οι δυο, πολύ λίγο τόν ένοιαζε αν οι μπαμπάδες ήταν δηλωμένοι εχθροί και οι γιοι δηλωμένοι οπαδοί : μες στην καρδιά του θα χτύπησε τότε (από απελπισία και θυμό) μια καμπάνα που θα είπε περίπου τά εξής :
ε, για σταθείτε λιγάκι, για μία στιγμή : μονά–ζυγά δικά σας εσείς συνεχώς θα τά έχετε ; και η χώρα αυτή θα είναι μόνο δικιά σας ακόμα ; κι εγώ θα ’μαι συνεχώς στο δικό σας τό έλεος ; κι αυτή δεν θα είναι ποτέ η δικιά μου η χώρα ; ούτε τώρα ακόμα ; επί μπαμπάδων σας εγώ στη σιωπή, και επί υμών ξανά στη σιωπή ; κι έτσι στράφηκε να προστατευτεί : από τούς μπαμπάδες ξανά : και δεν ήταν αστείο αυτό, ούτε αυτή τή φορά :
εγώ ναι, είμαι σίγουρη ότι αυτό που τόν θύμωσε δεν ήταν μόνο ο φασισμός αυτονών να τού πάρουν τήν αίθουσα και τή θέση του και να μην τόν αφήσουν να μιλήσει ούτε να κάνει τό μάθημα – που κι αυτό θα ’ταν λόγος δηλαδή αρκετός για έναν τέντυ που μόνο για κείνο τό μάθημα κινδύνεψε πριν από λίγα χρόνια από τούς μπαμπάδες τους να γίνει ψητός, και για έναν τέντυ εξαιτίας τού οποίου (εξαιτίας μ’ άλλα λόγια τής σκέψης του) οι γιοι τών μπαμπάδων είχαν τήν άνεση να ξυπνήσουν και να κάνουνε ότι διαφέρουνε από τούς μπαμπάδες τους τώρα αυτοί :
φυσικά όλ’ αυτά θα ’ταν λόγος πολύ αρκετός, αλλ’ αυτό που (πιστεύω εγώ) (είπε, κοιτώντας μια στιγμή τό ταβάνι) πιο πολύ τόν σακάτεψε τόν μικρούλη τόν τέντυ που ’χε πια μεγαλώσει και γεράσει και φυσικά κουραστεί ήταν κάτι που η καμπάνα αυτή στο αυτί τού ψιθύρισε μόνο (γιατί δεν τολμούσε αυτό να τό φωνάξει παρά μόνο στ’ αυτί) : γιατί μόνο εκείνο τόν πλήγωνε ίσως πολύ πιο πολύ : γιατί εκείνο τόν πλήγωσε δηλαδή, και στο τέλος, και στη μέση, και στην αρχή : τά κωλόπαιδα, τίποτα δεν καταλάβανε ! τά κωλόπαιδα, δεν είχαν έλεος ! τά κωλόπαιδα, σαν τούς μπαμπάδες τους, τό ίδιο ανήλεοι ήταν κι αυτοί ! (Γιατί φυσικά εκείνος δεν θα μπορούσε, δεν θα καταδεχόταν ποτέ να τό πει ούτε και στον εαυτό του τό επιχείρημα, που μπορούμε όμως και τό λέμε εμείς : η φαντασία τούς μάρανε ! η φαντασία στην εξουσία τού εαυτού τους τούς μάρανε)
διότι αλήθεια τί θα πει φαντασία ; (είπε) : τό ’χετε άραγε ποτέ σας σκεφτεί ; είναι άραγε αλήθεια η φαντασία τό αντίθετο μοναχά τής βλακείας και αυτό είναι μόνο ; (Φαντασία θα πει, είπε η άλλη, βγάζοντας τά χέρια από τίς τσέπες τού σακκακιού της και ξεκολλώντας από τό κούφωμα που ακουμπούσε τής πόρτας, να καταλάβεις ότι πεινάμε) (τό ξέρω, είπε πολύ βιαστικά και απότομα λίγο, αλλά προηγουμένως πεινούσαμε επίσης και δεν μάς λυπόσουνα ούτε εσύ)
λοιπόν, εν ολίγοις, πιο πολύ μ’ ενοχλήσαν εμένα οι φωτογραφίες από τήν κηδεία : η ερήμωση, η θλίψη τού άλλου που πήγε με τά χαρτιά του στο χέρι λες και κρατιόταν ακόμα από τά χαρτιά που τούς ένωναν, η ερήμωση τής γυναίκας που τού ’χε (λυσσώντας και προστατεύοντας περισσότερο αυτόν απ’ ό,τι τήν εαυτή της τήν ίδια) αφοσιωθεί, η ερήμωση εκείνων τών δυο δηλαδή πλάϊ–πλάϊ κατεβαίνοντας μετά τήν κηδεία, τά σκαλιά : κι ύστερα μια άλλη φωτογραφία με τήν ερημιά τού προαύλιου μακρυά απ’ τόν κόσμο πιο πέρα και πιο έξω από τό τοιχαλάκι όπου χωρίς να μπορούμε ν’ ακούμε δηλαδή τίς κουβέντες τίς βλέπουμε όμως, απειλητικά να αιωρούνται (και με πόση ένταση και σπαραγμό και μετάνοια αλλά τόσο αργά τώρα πια) από τούς φοιτητές τούς αγαπημενους και τούς οπαδούς : που επεδίωξαν να βρεθούνε στην τελετή (και που οι άλλοι βέβαια και καλά κάνανε, δεν τούς αφήσανε) :
πόσο θα ’θελα να ’ξερα τώρα πόσο τρέχουνε εκείνοι πια σήμερα (και που δεν έχουν κάνει ούτε ένα στο εκατομμύριο από ό,τι και κουράστηκε κι έκανε ή σκέφτηκε αυτός) πόσο τρέχουνε εκείνοι πια σήμερα να πετάνε πετρούλες σε διαδηλώσεις ή τίς βλέπουνε άραγε με τίς παντόφλες τους τυλιγμένοι αυτοί στις κουβέρτες τους από τήν τηλεόραση μες στα σπιτάκια τους ; με τ’ απαίσια έπιπλα κι αν τούς περνάει ποτέ, όπως είναι νεκροί ζωντανοί, από τό μυαλό :
«εγώ ο ασήμαντος ο αστός ήμουν κι εγώ μια φορά φοιτητής και μάλιστα σκότωσα έναν φιλόσοφο ; τί σπουδαίος που είμαι ; γιατί τόν ανάγκασα να κάνει ακριβώς εκείνα τά πράγματα που δεν τά ήθελε ; και να φέρει και τήν αστυνομία στο αμφιθέατρο για να μπορέσει να μάς μιλήσει ξανά ; κι από τή λύπη του ύστερα πήρε μια άδεια και ύστερα πήγε στο σπίτι και πέθανε ; κι επομένως εισήλθα κι εγώ στην αθανασία για μία φορά ; και στον κόσμο επίσης και τής επανάστασης, όχι με τή φαντασία μου βέβαια όπως νομίζαμε, αλλά με τή βλακεία μου σίγουρα για μία φορά ; τί σπουδαίος που είμαι ; και πόσο περήφανος που δεν έχω πάει δηλαδή να πνιγώ ;
και έχω ένα σπίτι και κάθομαι ; και είμαι στα χρόνια του και ίσως βλέπω τώρα πια τηλεόραση ; Ναι ίσως κάπου υπάρχουνε ακόμα ελάχιστοι που θα θέλανε να τόν έχουν για χρόνια ακόμα μερικά ζωντανό : Να τούς πει αυτονών αυτός κι άλλα : Ίσως να ’χε ακόμα να γράψει και άλλα : Εξαιτίας μου όλα αυτά όμως νά που δεν γίνανε : Είμαι πρόσωπο ιστορικό επομένως κι εγώ».
(«βιογραφίες αγνώστων»)
η λεζαντα της φωτογραφιας στον ευτυχη αστικο τυπο :
την περασμενη τριτη οι φοιτητες εμποδισαν, με συμβολικες τρυφεροτητες [ οι ευγενικες εφημεριδες εννοουν εδω οτι καποιες φοιτητριες τρεξαν να του «επιτεθουν» γυμνοστηθες ], τον «στοχαστη και καθοδηγητη φιλοσοφο» του αριστερου φοιτητικου κινηματος τεοντορ β. αντορνο, 65 χρονων, να μπει στο αμφιθεατρο VΙ του πανεπιστημιου της φραγκφουρτης προκειμενου να συνεχισει τις παραδοσεις τού μαθήματός του «εισαγωγη στη διαλεκτικη», αφου πρωτα σκόρπισαν στην αιθουσα φεϊγβολαν που εγραφαν «ο αντορνο ως θεσμος ειναι νεκρος».
απο την τελευταια (στην κυριολεξια) αλληλογραφια αντορνο–μαρκουζε, της οποιας τον συνδεσμο υποσχεθηκα στην αναρτηση, και η οποια θα αξιζε (ειρησθω εν παροδω) να μεταφραστει καποια στιγμη ολοκληρη – δεν θα ’ταν μεγαλο σε εκταση το βιβλιαρακι, αλλά σε σημασια θα ’ταν τεραστιο, οπως ειπα παραπανω ακομα και απο φιλοσοφικη σκοπια – (εδω οι αγγλοι παραθετουν την αλληλογραφια μεταφρασμενη απο τα γερμανικα) :
τα τελευταια λογια στο τελευταιο γραμμα του αντορνο προς τον μαρκουζε
(μπορειτε να προσεξετε – περα απο το (σπαρακτικο) «οπως σού ειπα χερμπερτ και στο τελευταιο γραμμα μου, πρεπει να ’χεις υποψη σου οτι ο τεντυ διανυει τα μαυρα του τα χάλια (θα στο επιβεβαιωσει και ο μαξ) : ώς τα μεσα του αυγουστου εσυ θα ’χεις ζησει την πληρη αναρρωση, και χαιρομαι γι’ αυτο, αλλά εγω δεν θα ’χω ζησει καμιά» – ριξτε μια ματια και στην τελευταια του αποστροφη για τον «κοκκινο ντανυ» – πόσο διορατικη θα ελεγα) :
… Herbert, I really cannot come to Zurich or Pontresina. As I indicated in my last letter, you really do have to reckon with a badly damaged Teddie, as Max will confirm. By the middle of August you will already have an ample convalescence behind you, and I am glad for you; but I will not have had mine. However, I think that this rather rationalized egoism is legitimate, and, happily, your sentence about the identity of the distance between Pontresina and Zermatt is reversible. And here, one has, as you well know, infinitely more calm and peace than in Engadin. After all, we came to meet you here. Do you find it so terrible here ever since? And you surely must agree that there is no doubt that we need to talk to each other?—I think that I told you already that I will be in Venice from the 5 to 9 September (Hotel Regina); and here until 27 August.
Warmest greetings, from Gretel and Inge as well.
Yours
Teddie
I have a few things to tell you about Danny–le–rouge: just slapstick comical stuff. That must really have been a loveliness of street battles with him involved. And in Frankfurt he still counts as one of the more humane. Quel monde!
Copied from a hand–written draft
With friendly greetings
(Hertha Georg, secretary)
σ’ αυτο το βιντεο βλεπετε το 2ο μερος μιας ταινιας
αφιερωμενης στον τεοντορ βιζενγκρουντ αντορνο,
απ’ οπου και τα στιγμιοτυπα που απομονωσα για
χαρη αυτης της αναρτησης
η πανω φωτογραφια ειναι φυσικα τού henri cartier–bresson : η σορβονη κατειλημμενη κατα την εξεγερση του μαΐου και του ιουνιου του 1968