21 Μαΐου 2014
.
.
.
.
.
άκρως ερωτική, ανιδιοτελής και άφωνη διαμαρτυρία για τήν παντελή έλλειψη χιούμορ απ’ τούς νέους έλληνες πολιτικούς που, όπως και οι παλιότεροι, αδυνατούν να δουν τούς
εαυτούς τους σα μαλάκες
.
.
.
.
.
.
επίσης
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο τόσα χρόνια ήτανε μαλάκας αλλά φέτος αποφάσισε κι αυτός να τό κάνει
1 Μαρτίου 2014
.
.

a farewell to (my) arms :
μεταφερθήκαμε παραπλεύρως
.
ενδοσκοπική ανακοίνωση σήμερα για τήν κατάργηση τού πρώτου μου ιστότοπου – καθώς τά αναρτημένα (μέσω pdf (εκτενέστατα, βαρεθήκατε να διαβάζετε…)) αποσπάσματα εκδομένων (και μη) βιβλίων μου μεταφέρθηκαν ήδη (όσοι είσαστε προσεκτικοί τό προσέξατε) εδώ και λίγο καιρό, μέσω τής δυνατότητας που μάς δίνει η πρόσφατη (εν πάση περιπτώσει εγώ τουλάχιστον τώρα τήν έμαθα) τεχνολογία τής εταιρείας (τί καλή η εταιρεία) παραπλεύρως : στον κατάλογο τών «σελίδων» με τόν σεμνό τίτλο «περί εμής»
οι απολίτιστες τέχνες έκαναν δηλαδή πλέον τόν κύκλο τους, σαν αυτόνομη χωροθετημένη αφηρημένη, απολύτως απολίτιστη αναρχία και απόλυτη βέβαια απολυταρχία κι έκαναν και μια συγκεκριμένη ασφαλώς δουλειά : πέρα από όπλο και χέρια, λειτούργησαν και σαν τό βιτριόλι που διαχωρίζει τά μέταλλα : έκανα κάποιους (λίγους και τί καλούς) φίλους εξαιτίας τους (από τή μια), είδα και ποιοι αδιαφορούνε για ό,τι δεν τσαπατσουλεύεται στις φυλλάδες (κι ας λεν οι ίδιοι, ό,τι ευσεβάστως γουστάρουνε, για τούς ίδιους) από τήν άλλη
πρέπει να πω ότι τότε (εκείνα τά έξη χρόνια, ας πούμε, πριν) είχα θυμώσει (ως μη ώφειλα : θα ’πρεπε να καταλαβαίνω, κι ας ήμουν μικρότερη, καλύτερα) ήμουν δηλαδή θυμωμένη με τήν άκρα σιωπή από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδολογίας (συνάδελφοι* κι ομότεχνοι μιλήσανε, έχουν, και τό ξέρουν αυτοί, τίς (ολικές και ολιγαρκώς πληθωρικές μου) ευχαριστίες…) για τήν απόλυτη δηλαδή σιωπή προς ένα βιβλίο που οι σοβαροί ας τό λέγαν σοβαρό – από τή μεριά τής επίσημης εφημεριδογραφίας που, δικαίως λέω σήμερα, (δικαίως, και με συγκινητική αυτογνωσία, λέω σήμερα) υποδέχτηκε αγνοώντας το τό δεύτερό μου μυθιστόρημα – τό εκδοθέν μετά από δεκαετία και βάλε μονομανούς κλεισίματος και γραψίματος, σπίτι μου, μακριά από τό γαϊδουροπάζαρο : τό οποίο είχα αφήσει τό ’87 (με τήν έκδοση τού πρώτου μυθιστορήματος) σχετικά ανθρώπινο, και τό βρήκα – όταν ξαναβγήκα στην αγορά να βρω εκδότη (εκείνο τό μηδενικό 2000) – ξελιγωμένο στους διαδρομισμούς και τίς μικρότητες, μ’ άλλα λόγια τά ταπεινά κείνα λεφτά τών μπεστσέλερ : έφτασα μες στο θυμό μου παρότι δεν μ’ αρέσει καθόλου ούτε η νοσταλγία ούτε η ιδέα τής νοσταλγίας, να θυμάμαι με νοσταλγία ανθρώπους όπως η αλόη σιδέρη ή ο γιώργος σαρηγιάννης που διάβασαν χωρίς κανένας να τούς πει τίποτα ένα πρώτο βιβλίο σαν τίς «προετοιμασίες», και μέ ζητήσαν στο ραδιόφωνο, τό μόνο μέσο που είχαν τότε, για να μιλήσουμε ( : μέ είχαν καλέσει, όπως λέω και αλλού, αρκετοί άνθρωποι τότε και πήγα στους περισσότερους μολονότι αντιπαθώ να μιλάω γι’ αυτά που κάνω (τό βρίσκω τουλάχιστον άτοπο να προσπαθώ (με τό δεδομένο κύρος τού δημιουργού) να επιβάλω μια μορφή ανάγνωσης τών γραφτών μου απέναντι σε μιαν άλλη που θα ήταν εξίσου λογική πιθανώς, ακόμα κι αν δεν θα μού άρεσε) γι’ αυτό και προσωπικά χάρηκα περισσότερο μια εκπομπή που είχε τότε ο γιάννης κοντός (ο ποιητής, αλλά τότε και συνεργάτης τού εκδότη μου, τού «κέδρου», συνεπώς αυτός πιέστηκε ίσως απ’ τήν εκδότρια ! ) και λεγόταν «προσωπική ανθολογία» αν θυμάμαι καλά τόν τίτλο, όπου μπορούσα (και έπρεπε ! ) να μιλήσω μόνο για τά βιβλία τών άλλων που μού αρέσανε) ( : με τί κέφι πολυλόγησα για τόν επίκουρο τόν αντόρνο και τόν σταντάλ, με τί κέφι μού είπε ότι ήταν η καλύτερη εκπομπή του κείνη η εκπομπή μας, και ότι θα τή χρησιμοποιούσε στο μέλλον και για πιλότο ( : ήταν κι η μόνη εκπομπή για τήν οποία είχα πληρωθεί – απίστευτα πράγματα : τώρα πληρώνουν κι από πάνω με όποιο τρόπο μπορούν φίλοι και συγγενείς, σύζυγοι πανεπιστημιακοί ή κουμπάροι έμποροι για να ειπωθεί και να γραφτεί μια κουβέντα – δεν τά λέω στα κουτουρού, μολονότι δεν αποδεικνύονται : (ίσως) αποδεικνύονται μόνο από τό γεγονός πως εγώ (τρώγοντας τήν αποσιώπησή τους στα μούτρα) δεν κινούμαι καθόλου προς αυτή τήν κατεύθυνση – και απαγορεύω και στους φίλους μου να κινηθούν : δεν τούς έχω τούς φίλους μου για να τούς χρησιμοποιώ, όλα κι όλα : δεν θα επεκταθώ επ’ αυτού))
βέβαια, οι πιο αγαπημένοι κι οι πιο σημαντικοί μου φίλοι (οι φίλοι δηλαδή από τίς εκδόσεις «έρασμος» πάνω απ’ όλα, ο αντρέας μυλωνάς κυριότατα) μού τό ’λεγαν (με έγνοια που μέ στηρίζει ακόμα και σήμερα, μετά τόν θάνατό του, με θυμό που ακόμα και σήμερα μέ ταρακουνεί όταν τόν αναπολώ) : βγες απ’ τό σπίτι βρε χάρη έστω λίγο, κάνε μια προδημοσίευση, δώσε μας κάτι να σού βάλουμε – θα σέ ξεχάσουν… Εκείνος ήξερε… εγώ είχα τό γαϊδουρινό πείσμα να κλειστώ για να γράφω – και να κάνω ή να προσπαθώ να κάνω ό,τι θεωρούσα επείγον…
όσοι δεν τά ξέρουν ας αδιαφορήσουν… όσοι τά ξέρουν θα καταλάβουν… τά ’χω γράψει εξάλλου και στην υποκριτική, και σε άλλα παλιότερα… δεν ωφελεί να πω περισσότερα : η ενδοσκόπηση έχει και τά όριά της σ’ αυτό τό μπλοκάκι –
λοιπόν, ως προς τά εδώ, οι άνθρωποι που μπήκαν στις απολίτιστες διάβασαν και μού γράψανε (και κυρίως – έδινα μεγάλη σημασία όταν ήμουν αρχάρια σ’ αυτό – βάλαν τίς «απολίτιστες τέχνες» στο μπλογκρόλ τους) ώς εδώ, και μού φτάνουν
τά λέω τώρα διότι τώρα, τό καταλάβατε, ετοιμάζομαι να ξαναεκδόσω πάλι – πόσα χρόνια θα πάρει η προσπάθεια θα τό δούμε (τήν άλλη φορά έφαγα έξη χρόνια : για να δούμε, αυτή τή φορά, ποιος ήρωας θα βρεθεί να πληρώσει για να διαβάσετε σεις εφτακόσιες σελίδες – από τήν άλλη ενστερνίζομαι απόλυτα και τό αρχαίο ρητό που λέει «αλλοίμονο στον συγγραφέα που ’χει ανάγκη από ήρωες»)
τιμής ένεκεν σ’ εκείνο τό πρώτο θυμωμένο λοιπόν τοπίο η πρώτη σελίδα του σήμερα εδώ :
(τίς άλλες θα τίς βρείτε σαν εισαγωγικά κείμενα (φωτογραφημένα πλέον) στις σελίδες με τά pdf παραδίπλα)
.
.
.

.
.

.
.

.

.
.
.
.
.
.

.
*
η (διορατική, άμα και εκτενής) κριτική τού πεζογράφου γιώργου συμπάρδη για τήν «έκθεση βαθυτυπίας» δημοσιεύτηκε τό 2007 στο 78ο τεύχος τού περιοδικού «εντευκτήριο» και δεν βρίσκεται διαδικτυακά
.
φωτογραφίες
brassaï και leslie
jones από εδώ
.
για τόν τίτλο (αν χρειάζεται η
βοήθεια) κάτι εδώ ή εδώ
.
.
.
.
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
9 Φεβρουαρίου 2014
.
.

επειδή όταν απόλυσε ο εκδότης πετσόπουλος τής «άγρας» έναν υπάλληλό του έγινε χαμός, και επειδή στον χαμό συμμετείχε με τίς λίγες του δυνάμεις κι αυτό τό μπλογκ, θεωρώ υποχρέωσή μου να πω ότι (τώρα) δεν μπορώ να καταλάβω πώς πέρασε στο ντούκου ένα βίντεο που είδα τίς προάλλες (για τήν «ενιαία τιμή βιβλίου», μην πω καμιά κουβέντα) όπου ο εκδότης πατάκης ανετότατα ανακοίνωσε ότι από τούς 160 υπαλλήλους του έχει απολύσει τούς 60 – και δεν άνοιξε ρουθούνι. Όχι μόνο αυτό, αλλά σαν να μάς ζήτησε και τόν λόγο
για τό βίντεο αυτό βέβαια, αλλά και για τό όλο θέμα τής «ενιαίας» τιμής βιβλίου θα μπορούσα να πω πολλά : Αλλά ακριβώς επειδή μέ ενοχλεί αφάνταστα η ιστορία, θα πω μόνο λίγα :
.

δεν πιστεύω ότι είναι απλώς τό ότι η κρίση μάς έχει αποβλακώσει, και αδυνατούμε να ξεχωρίσουμε δυο γαϊδουριών άχυρα : Στο ζήτημα τής έκφρασης (ή τής «τέχνης») και σε διεθνές επίπεδο, τό ζήτημα είναι μόνιμα και κακόβουλα και ηθελημένα περιπλεκόμενο : Ή, για να τό πούμε αλλιώς, τό φαινόμενο τής μαζικής κουλτούρας έχει γίνει τόσο αυτονόητα καθεστώς, ώστε η εμπορευματοποίηση τού προϊόντος έχει στην κυριολεξία αφανίσει από τήν επιφάνεια τής ζωής τό ίδιο τό προϊόν : στο διαδίκτυο, ο όρος «πνευματικά δικαιώματα» αφορά θρασύτατα μόνο εταιρείες, κανείς δεν ασχολείται με τό – οποιοδήποτε – δίκαιο τού καλλιτέχνη : βίντεα ανεβοκατεβαίνουν, σβήνουν και καταργούνται από τό γιουτούμπ επειδή έτσι γουστάρουν οι προαγωγοί τους – με τόν ίδιο τρόπο που οι εταιρείες πνευματικών δικαιωμάτων στην ελλάδα δεν αποδίδουν τίποτα στους καλλιτέχνες, ευλογάνε απλώς τά γένια τους. Στην περιοχή τού γραπτού λόγου – τού βιβλίου – τό μπουρδούκλωμα είναι ακόμα μεγαλύτερο – γιατί τά λεφτά είναι, όχι περισσότερα, αλλά ακριβώς λιγότερα : οι συγγραφείς αισθάνονται ότι πρέπει να προσκυνάνε τόν εκδότη αν δεχτεί να επενδύσει στο έργο τους, τό να τούς κλέψει είναι σχεδόν τιμή. Γι’ αυτήν τήν τιμή δεν θα μιλήσει κανένας
η τιμή θέλει περηφάνια και στη διαδικασία έκδοσης ενός βιβλίου η περηφάνια καταχωνιάζεται – οι εταιρείες συγγραφέων ασχολούνται με αρλούμπες : Αντί να προσπαθήσουν να κατοχυρώσουν τήν αξιοπρέπεια τών ανθρώπων που γράφουν, αναλώνονται σε τελετές, αλληλολιβανίσματα, διαπλοκές, τρικλοποδιές, διαδρομισμούς, σνομπισμούς, μεγαλοστομίες, μυθολογίες : τό πράγμα συσκοτίζεται από τό γεγονός ότι συγγραφείς θεωρούνται και αυτοί που «κρίνουν» αφ’ υψηλού τά βιβλία τών άλλων, και καθορίζουν τήν πορεία τους διαχειριζόμενοι τίς πωλήσεις από τίς στήλες κριτικής τών εφημερίδων, συγγραφείς θεωρούνται οι δημοσιογράφοι που ανεβοκατεβάζουν ονόματα, ευ–πωλήσεις και ξεπωλήσεις, συγγραφείς θεωρούνται ακόμα κι αυτοί που μεταπηδούν στον κλάδο τού εκδότη και φτιάχνουν τούς δικούς τους διαδρόμους (φιλικής) διαπλοκής : οι καυγάδες και οι «διαφορές» που φτάνουν στο «πλατύ» κοινό, τούς αναγνώστες, είναι τίς περισσότερες φορές ακίδες προσωπικών μικροσυμπλοκών, οι βασικές διαφορές υποβόσκουν υποφώσκοντας αφανείς, περιπεπλεγμένες, κι ανάκουστες : τά συμφέροντα βοούν στον χώρο τής προσωπικής συνείδησης τού καθενός, επί τής επιφανείας επικρατεί νηνεμία – ή ψευτοκαυγάδες που συσκοτίζουν απλώς τήν πραγματική πραγματικότητα :
τό βίντεο που είδα, θα μπορούσε, για όποιον θα είχε λίγο εξασκηθεί να βλέπει, να είναι απολύτως αποκαλυπτικό, σε βαθμό τραγικό, αυτών που κανείς δεν σχεδίασε ν’ αποκαλύψει :
τό πρόβλημα τής «ενιαίας τιμής» είναι παλιό, κι αποκρύπτει στην ουσία ένα μεγαλύτερο πρόβλημα ως προς τήν τιμή τού βιβλίου : τό ότι τά βιβλία στην ελλάδα είναι ακριβά δεν οφείλεται (μόνο) στο ότι τό «κοινό» είναι μικρό : οφείλεται στο ότι οι μεγαλοεκδότες θεωρούν τόν χώρο τσιφλίκι τους, είναι βασικά αμόρφωτοι, και αισχροκερδούν κατ’ έθιμο
τά συμβόλαια που υπογράφουν οι συγγραφείς είναι αποικιοκρατικής εμπνεύσεως – καμιά εταιρεία συγγραφέων δεν ξέρω να έχει διαμαρτυρηθεί (ή να έχει προτείνει μια άλλη «φόρμα», εκτός από κείνη τού κυρίου πατάκη ακριβώς η οποία (τουλάχιστον μέχρι τό 2006 που έβγαλα εγώ τελευταία βιβλίο) κοπυπαστάρεται αντιγράφεται, και κυκλοφορώντας (ιδιαιτέρως αυτάρεσκα), πασάρεται από όλους τούς συναδέλφους συνεκδότες του ως αναγκαστικό συμβόλαιο με τά «ελληνικά πνευματικά» κάτεργα τού αξιολύπητου έργου τού καθενός) :
τό κοινό, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι δυνάμει – αυριανοί – συγγραφείς (και αυτό είναι μία πραγματικότητα που δεν υπάρχει για κανέναν) παραμένει θύμα τής έλλειψης παιδείας, τής αμορφωσιάς τών δασκάλων του, τής χαιρέκακης κακοήθειας τών διαφωτιστών του : στην περίπτωση που ένα παιδί σήμερα αγαπάει τόν γραπτό λόγο, τρεκλίζει ανάμεσα σε μεταρρυθμισμένους κομματικούς ινστρούχτορες, ανανεωμένες εφημερίδες και παμπάλαια τυπωμένα σκουπίδια : μπορεί να θέλει να συναντήσει τόν κλάϊστ αλλά θα σκουντήσει πάνω στην κυρία τριανταφύλλου (οχυρωμένη επί χρόνια πίσω από τόν κύριο πατάκη) και στην περίπτωση που θελήσει να βρει τόν παπαδιαμάντη θα σκουντήσει επιπλέον και πάνω στο γλωσσικό που θα τόν μπερδέψει ακόμα περισσότερο εξαιτίας τού ότι κάποιοι φωστήρες νέοι μας βάλθηκαν ή φιλοδόξησαν να τόν μεταφράσουν
τά μεγάλα λόγια κρύβουν τήν ανήλεη μικρότητα τών έργων : πνευματικές ζωές, πολιτισμοί. Τό βίντεο ήταν απείρως διαφωτιστικό : η κυρία που συντόνιζε τή συζήτηση, πρώην «τής νομικής», πρώην τών σταλινικών, νυν τών καναλαρχών, ξελιγώθηκε σε υπερθετικές κοινοτυπίες (ναι, –τυπίες) : ο κύριος συγγραφέας που ακολούθησε, υπηρέτησε σεμνά τά συμφέροντα τού κυρίου εκδότη που επ–ακολούθησε (είπε κι ένα σωστό (αλλά που τό ξέρουμ’ όλοι) : ότι η εκπαίδευση στην ελλάδα κάνει τά παιδιά να σιχαίνονται τά βιβλία)
ο κύριος εκδότης είπε θυμωμένος ότι, αν πουλήσουν φτηνότερα τά βιβλία του τά βιβλιοπωλεία, αυτός θ’ ανεβάσει τίς τιμές τους, και θα μάς κοροϊδέψει (είπε μετά και ότι απόλυσε τούς 60 ανθρώπους) : όλα πάντως για χάρη τού πολιτισμού
επειδή στον πολιτισμό λοιπόν ανήκει και η ακρίβεια στην έκφραση θέλω να πω ότι τό θέμα τής ενιαίας τιμής βιβλίου είναι ψευδεπίγραφο : Ενιαία τιμή θα είχε νόημα να συζητήσουμε, αν μιλάγαμε για τόν καθορισμό τής τιμής από τή μεριά τού εκδότη πάνω στη βάση μιας ενιαία αποδεκτής δεοντολογίας (στοιχειώδεις κανόνες ηθικής (και σεβασμού τού αναγνώστη) σε τελευταία ανάλυση δηλαδή) : αν λογαριάζαμε ( : λογαριάζανε) τήν τελική τιμή τού προϊόντος με βάση τίς σελίδες, και τίς σελίδες με βάση τίς αράδες, και τίς αράδες με βάση τά στοιχεία – και τό μέγεθός τους – : Για να μη μπορεί μια έκθεση ιδεών 10 σελίδων να τυπώνεται με τεράστια στοιχεία και διπλάσια περιθώρια – αριστερά – δεξιά – και πάνω κάτω – και χοντρό χαρτί, για να φτάσει να γίνει ή να φαίνεται πως έγινε, 50 σελίδες και να πουληθεί σαν να ’ταν 100. Αυτή είναι μια λογική ενιαία τιμή βιβλίου
τό αν θα πουλήσει φτηνότερα ο βιβλιοπώλης, θα μπορούσε να έρθει σαν πρόβλημα ύστερα – και όχι να προηγείται. Κι όταν ξεκίνησε τό πρόβλημα δεν υπήρχαν οι μεγάλες αλυσίδες. Υπήρχε μόνο η «πρωτοπορία» τού τρικεριώτη, πρώην συνεκδότη τού «κάλβου», μετέπειτα εκδότη τών «γραμμάτων», που πουλούσε όλα τά βιβλία με έκπτωση και έκανε χρυσές δουλειές (τί να κάνουμε δηλαδή ; φοιτήτριες και φοιτητές βρήκαν έναν τρόπο να διαβάζουν, πληρώνοντας από τό ελάχιστο χαρτζιλίκι τους (σε μια χώρα που δεν υπάρχει η πραγματικότητα τών βιβλιοθηκών ώστε να μπορούν να διαβάσουν και τσάμπα)), και επακολούθησε η «πολιτεία» : εναντίον αυτών ξεσηκώθηκαν οι άλλοι (μεγαλο)βιβλιοπώλες και οι (μεγαλο)εκδότες μαζί. Τώρα έχουν τή δικαιολογία ότι μπήκαν στη μέση τά μεγαλοσυμφέροντα τού «fnac» και τού «public». Εγώ αγοράζω τά βιβλία μου από τόν (μικρό) «ναυτίλο» και μού κάνει (μεγαλομικρή) έκπτωση. Κατεδαφίζουμε τόν πολιτισμό ; Να τόν κατεδαφίσουμε τόν άτιμο. Θα πάμε φυλακή ; Να πάμε, που ’χουμε και βιβλία χωρίς τιμή
αλλά λίγο–πολύ έκπτωση κάνουν όλοι οι βιβλιοπώλες στους πελάτες τους – δεν είναι εκεί τό πρόβλημα. Τό πρόβλημα είναι ότι τά μεγάλα βιβλιοπωλεία πουλάνε τή βιτρίνα τους, πουλάνε και τά ράφια τους : Μού τό εξήγησε εκδότης – έμεινα με τό στόμα ανοιχτό αλλά μετά, φρονίμως ποιούσα, τό έκλεισα για τά καλά : Για να μπει βιβλίο (νεοεκδομένο) στην πρώτη γραμμή τού πάγκου, θα δοθεί από τόν εκδότη στον βιβλιοπώλη με επιπλέον έκπτωση : ο εκδότης αγοράζει τόν πάγκο, αγοράζει θέση στον πάγκο. (Ποντάρουν στο ότι τό κοινό σκοντάφτει στην πρώτη σειρά, και εκεί μένει. Κατά βάση μπορεί να μην ποντάρουν λάθος). Ο ίδιος ο εκδότης κανονίζει άλλωστε από τά βιβλία που εκδίδει ποια θα προωθήσει και ποια θα αφήσει στην τύχη τους – «αφήνω στην τύχη τους» σημαίνει «αδιαφορώ, σφυρίζω κλέφτικα, δεν τά διαφημίζω δεν τά προωθώ δεν τά ανακοινώνω καν, κι αν θέλει (ή μπορεί) ο συγγραφέας ας τρέξει αυτός να φιλήσει κατουρημένες ποδιές» : προαγωγοί καραμπινάτοι που ενισχύουν χωρίς να κάνουν τίποτα, ακριβώς, τήν ντόπια πιάτσα τής πουτανιάς. Η ενιαία τιμή βιβλίου τούς μάρανε
μία γνωστή μου δούλευε σε μεγάλο βιβλιοπωλείο και άφησε τό καινούργιο μου βιβλίο για ένα χρόνο στη βιτρίνα τους. Έκανα καιρό να τά βρω με τόν εαυτό μου για τήν ευγνωμοσύνη που κατάλαβα ότι είχα νιώσει – εκείνη τό θεώρησε φυσικό. Ένας φίλος μου έβγαλε βιβλίο του στον πατάκη, και ο πατάκης δεν τό ’βαλε στη βιτρίνα του ούτε για μια μέρα – τό θεώρησε κι αυτός φυσικό. Από τό τυπογραφείο σχεδόν τό βιβλίο πήγε στις αποθήκες : πριν τόν πάει στις αποθήκες τόν κατέβασε όμως πρωί πρωί στου διαόλου τή μάνα να υπογράψει κάτι χιλιάδες αντίτυπα, γιατί αυτός είναι τίμιος και δεν θέλει να κατηγορηθεί ότι κυκλοφορεί κλεψίτυπα (δηλαδή ότι δεν δίνει στον συγγραφέα τά ποσοστά του). Κι ύστερα τό ’στειλε στις αποθήκες για να μην πουλήσει τίποτα. Αντί να μιλάνε για ενιαία τιμή, καλά θα κάνανε να μιλάνε για ενιαία οπτική – για τήν ενιαία τους αδιαφορία για οτιδήποτε έχει σχέση με αυτό που υποτίθεται ότι κάνουν
αυτή τήν εποχή διαβάζω τόν bolaño – ένα βιβλίο μεγάλης αξίας (θα γράψω γι’ αυτό) και τεραστίων διαστάσεων : 1100 σελίδων – βγήκε μετά τόν θάνατο τού συγγραφέα του : Σήμερα κάποιοι κληρονόμοι γίναν πλούσιοι απ’ αυτό, και κάποιοι εκδότες επίσης : η «άγρα» δεν ξέρω τί έκανε που τό έβγαλε, και πόσα πούλησε : Πάντως ξέρω ότι η «άγρα» βιβλίο 1000 σελίδων έλληνα συγγραφέα δεν θα βγάλει εύκολα : Κι αν βγάλει, για να κάνει απόσβεση θα πρέπει να επιστρατεύσει κριτικούς και δημοσιογράφους να τό λιβανίζουνε επί έναν χρόνο, μπας και πουλήσει τίποτα (κι αν είναι δύσκολο, σαν τό 2666 που διαβάζω τώρα, πολύ δύσκολο τό βλέπω να πουλήσει οτιδήποτε)
εγώ όμως τώρα άλλα σκέφτομαι, και άλλα αναπολώ : Στο βιβλίο τού μπολάνιο περιγράφεται ένας εκδότης (γερμανός εκδότης απ’ τό αμβούργο). Περιγράφεται βέβαια κι ένας συγγραφέας, αλλά εμένα ο εκδότης μέ συνεπήρε πατόκορφα : Γιατί (χωρίς να τό ψάξω και να ξέρω λεπτομέρειες) ξέρω, είμαι σίγουρη, ότι εννοεί έναν εκδότη για τόν οποίο έχω γράψει κι εγώ (λιγότερα) σ’ ένα βιβλίο (ανέκδοτο) : τόν περίφημο rowohlt τών εκδόσεων rororo –
έτσι μού ’ρχεται να βάλω ένα κομμάτι απ’ αυτά που έγραψα δηλαδή, αλλά όχι, είναι κάμποσα : μόνο μια πρόταση :
«Ξέρω ότι δεν θα πουλήσει, αλλά πρέπει να τό εκδώσουμε μεις, γιατί αν δεν τό εκδώσουμε εμείς, δεν θα τό εκδώσει άλλος» (θυμούνται οι συνεργάτες του ότι) για τά δύσκολα βιβλία που έπεφτε με τά μούτρα να εκδώσει, τούς έλεγε.
Ενιαία είναι η τιμή σ’ έναν ενιαίο τρόπο σκέψης – που έχει και τιμή σα βιβλίο που τιμή δεν έχει

υγ 1 : στα «επιπλέον» έξοδα τού ελληνικού βιβλίου, που δεν έχει τό ξένο, («ένα βιβλίο μεταφραζόμενο πάντοτε έχει λόγω τής ελληνικής γλώσσας, 20% περισσότερες σελίδες – άρα περισσότερα έξοδα βιβλιοδεσίας και τυπογράφου») ο κύριος πατάκης ξέχασε (η μη–γλώσσα πάντα τήν αλήθεια λέγει) ξέχασε λοιπόν να συμπεριλάβει τήν πληρωμή τού μεταφραστή
υγ 2 : όλοι μίλησαν για κανόνες «ενιαίας τιμής» στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ξέχασαν όμως να πούνε ότι (στην γερμανία ας πούμε που τήν ξέρω καλύτερα) δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένα μικρό ή μεγάλο βιβλιοπωλείο που να μην βγάζει όλον τόν χρόνο, έξω, καλάθια και πάγκους με πάμφθηνες προσφορές
υγ 3 : είναι ειρωνεία τουλάχιστον (προσωπικά τό εκλαμβάνω και σαν κάτι παραπάνω) ο συγγραφέας θεοδωρόπουλος, σχετιζόμενος παλαιόθεν με τίς εκδόσεις τής «εστίας», να υποστηρίζει σήμερα τή λογική τού εκδότη «πατάκη» με τό ατράνταχτο επιχείρημα ότι οι έλληνες εκδότες είναι οι μόνοι επιχειρηματίες που δεν υπήρξαν κρατικοδίαιτοι – όταν η μεν «εστία» στηρίχτηκε σε αγορές από τίς πανεπιστημιακές σχολές, δηλαδή τό ίδιο τό κράτος, για τά (πολύ) χοντρά της κέρδη, ο δε πατάκης στήριξε τήν εκδοτική του καριέρα στα εκπαιδευτικά βιβλία με τά οποία ξεκίνησε (όπως άλλωστε ξεκίνησαν και ο μεταίχμιος ή ο σαββάλας, αυτούς θυμάμαι τώρα) που τούς έφεραν τά πολλά λεφτά, για να γίνουν μετά και παράγοντες τής λογοτεχνίας – βιβλία τά οποία βασίζονταν ευλόγως στην αλληλεπίδραση με σχολές και σχολεία τού ίδιου αυτού κράτους, νομίζω
προσπερνάω ευγενικά τίς κλωτσοπατινάδες και τούς διαγκωνισμούς (όχι διαγωνισμούς, αυτοί ποτέ) που έχει πάρει τ’ αυτί μου ότι λαμβάνουν χώρα ως προς τό ποιοι εκδότες (και ποια βιβλία) θα συμπεριληφθούν στις (όποιες και όπως) σχολικές βιβλιοθήκες διαθέτει η χώρα (σ’ εμάς, τήν απλή πλέμπα, φτάνουν απλώς κάτι βρυχηθμοί καμιά φορά, όταν κάνας φασίστας διαμαρτυρηθεί ότι συμπεριλήφθηκε (δηλαδή αγοράστηκε από τό κράτος) βιβλίο ανήθικου περιεχομένου)
κατά τ’ άλλα κρατικοδίαιτους να μην τούς πούμε
υγ 4 : μια παρέμβαση από τό κοινό (τού βουλευτή κουρουπλή) που είπε ότι διαβάζει όσο μπορεί από τά ηχητικά βιβλία που δυστυχώς εκδίδονται στην ελλάδα με τό σταγονόμετρο (αλλά παλιότερα σε μια βιβλιοθήκη που δεν θυμάμαι τ’ όνομά της, είχε στη διάθεσή του αρκετά βιβλία σε γραφή μπράϊγ (η γραφή για τυφλούς)) μέ συγκίνησε και μέ ταρακούνησε, γιατί μού θύμισε ότι θέλω πολύ να γράψω κάποτε γι’ αυτό τό θέμα : Δεν πιστεύω στα ακουστικά βιβλία : η φωνή και τό παίξιμο τού ηθοποιού που διαβάζει (όσο καλά κι αν κάνει τή δουλειά του, και τί θα πει αυτό, για να κάνει πολύ καλά αυτή τή δουλειά θα ’πρεπε να ’ναι τελείως ανέκφραστος) η ίδια η υποκριτική τού ηθοποιού δηλαδή, που διαλύει τήν κρίσιμη εκείνη σιωπή ανάμεσα στα μάτια και στο γραφτό, αποτελεί μια πρώτη (και πανίσχυρη) ερμηνεία ήδη τού κειμένου – μια αυθαίρετη μεσολάβηση μ’ άλλα λόγια που (αδιάφορο πόσο σωστή) – σπάει τήν αποκλειστική σχέση τού αναγνώστη με τίς άφωνες φωνές τού ίδιου τού έργου : τηρουμένων τών αναλογιών, τό ακουστικό βιβλίο είναι μια μορφή μεταφοράς τού βιβλίου στον κινηματογράφο – μεσολαβούν ανάλογες αυθαιρεσίες. Σε μια πολιτισμένη χώρα τά σπουδαιότερα (αν όχι όλα) τά κείμενα τής βασικής της τουλάχιστον γραμματολογίας θα έπρεπε αυτονόητα να υπάρχουν (δηλαδή να έχουν εκδοθεί και να συνεχίσουν να εκδίδονται) και σε γραφή για τυφλούς
μια ανάλογη ανάρτηση θέλω να κάνω κάποτε για αυτό που αναρωτιέμαι πώς πραγματοποιείται άραγε (δημιουργείται δηλαδή, πρωτογενώς (όχι μεταφρασμένο)) σαν ποίηση στη γλώσσα τών κωφαλάλων

για τό θέμα επιπλέον στην «αυγή», και τήν «ελευθεροτυπία» (και μην ξεχνάτε : οι πενήντα αποχρώσεις τού γκρι, βιβλίο τού επιπέδου με τό οποίο μάς απειλεί ο κ. πατάκης ότι θα γεμίσει η αγορά αν καταργηθεί ο νόμος, είναι βιβλίο που εξέδωσε ο ίδιος ο κ. πατάκης πριν καταργηθεί ο νόμος)
φωτογραφίες
.
.
.
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
19 Σεπτεμβρίου 2013

.

.
τρίτη, 17 σεπτεμβρίου 2013, τό βράδυ
για τίς μεγάλες, τίς ελεύθερες, τίς γενναίες, τίς δυνατές (ασφαλώς και μπορεί κανείς (και δικαιούται, και πρέπει) ν’ αλλάξει τό φύλο εδώ στον στίχο τού εγγονόπουλου) (αν και η ίδια η κίττυ αρσένη θα χαμογελούσε νομίζω ειρωνικά για ό,τι θα εκλάμβανε μάλλον ως μεγαλοστομία) για τίς μεγάλες λοιπόν, τίς ελεύθερες, τίς γενναίες, τίς δυνατές αρμόζει να λέει ο καθένας ακόμα και τά ελάχιστα απ’ ό,τι άκουσε στα λόγια τους, σαν γραμμένα στο περιθώριο
προσωπικά ευγνωμονώ τήν τύχη μου που τήν έχω καταγράψει σε βίντεο (θα τό ανεβάσω (ελπίζω τώρα πια) σύντομα) σε τρεις διαφορετικούς χώρους : ο πρώτος ήταν στη λέρο, η ομιλία της τό 2005 στο συνέδριο για τίς γυναίκες στην αντίσταση, ο δεύτερος είναι στο σπίτι της, μια συνέντευξη που μού έδωσε τό 2006 και που πάντα έλπιζα ότι θα έχει και ένα δεύτερο μέρος – δεν θα υπάρξει πια δεύτερο μέρος. (Ο τρίτος χώρος είναι και ο αγαπημένος της – τό θέατρο, μια παράσταση με κείμενα που συνένωσε η ίδια (από τόν αισχύλο μέχρι τήν μαργαρίτα γιουρσενάρ) για τήν κλυταιμνήστρα (κι αυτή η παράσταση θ’ ανέβη ολόκληρη κάποια στιγμή στο γιουτούμπ))
απομονώνω για σήμερα, μέρα τής ταφής της στον οικογενειακό τάφο στο μαρούσι, σαν ελάχιστο κτέρισμα δυο–τρία μόνο περιθωριακά στοιχεία από τούς μονολόγους της (ακριβώς επειδή ήταν περιθωριακά και ειπωμένα ανάμεσα σε γέλια, και με πολύ (μόνο που ήταν υπογείως πικρό) χιούμορ).
.
χώρος 1ος : στη λέρο : ψηλή λιγνή με τό μακρύ της στενό μαύρο φόρεμα και τά βραχιολάκια στα πόδια, πανέμορφη ανάμεσα σε τόσο όμορφες που κοριτσάκια πολέμησαν μια χούντα και βασανίστηκαν όπως κι εκείνη χωρίς να νικηθούν. Νικηφόρες : και σήμερα με ειρωνεία άγνωστες και σιωπηλές. Απ’ τήν παλιά γενιά όλες αυτές τών λαμπράκισσων που μέσα στη δεκαετία τού 60 πέσανε στην παγκόσμια αναγέννηση τού έρωτα και στη μόδα τού χούλα χουπ και όλες οι εφημερίδες (αξιοπρεπείς αυτές) γράφαν και ξαναγράφανε ότι φορούσαν μαύρα καλτσόν και μίνι φούστες για να αποπλανήσουν και να αποσπάσουν τίμιους αξιωματικούς από τό εθνωφελές έργο τους. (Δεν τούς αποπλάνησαν όπως φαίνεται αποτελεσματικά, γιατί λίγα χρόνια αργότερα οι τίμιοι αξιωματικοί κάναν τή χούντα τους, και τίς έσυραν στην οδό μπουμπουλίνας να τούς τσακίζουν τά κόκαλα, να τούς χώνουν παλούκια όπου τό μίσος κι η αγαμία τούς έλεγε, να τίς λιανίζουν στην ταράτσα και τήν απομόνωση, να τίς στέλνουν φυλακή κι εξορία : Οι χουνταίοι και οι οπαδοί τους, που τώρα σηκώνουνε πάλι κεφάλι.) Η Κίττυ Αρσένη διηγείται πολλά, αλλά όταν φτάνει στο πώς, μέσα από τήν απομόνωση τής ασφάλειας στέλναν μηνύματα (γραμμένα με τό μαύρο τού σπίρτου) έξω, στους άλλους ελεύθερους, λέει, κοιτάζοντας τό κοινό της λίγο πεισμωμένα : Δεν θα σάς πω όμως πώς, και ρίχνει ένα χαμόγελο – τό κοινό γελάει δυνατά, μ’ ένα είδος συνεννόησης, κατανόησης : «δεν θα σάς πω όμως πώς, για να μην τό κάψω, γιατί μπορεί να ξαναχρειαστεί» εννοεί η Κίττυ, κι ακόμα δεν είχε σκάσει μύτη η συμμορία τού μιχαλολιάκου – σήμερα εκείνο τό γέλιο παγώνει, και σβήνει, αναδρομικά.
.
χώρος 2ος : Με τό ίδιο πεισματωμένο γελάκι, ενώ μού αφηγείται στη συνέντευξη πλήθος πράγματα, δεν δέχεται να πει τόν τρόπο με τόν οποίο βγήκε, μετά τά βασανιστήρια και τή φυλακή «έξω» ( : για να καταθέσει στο συμβούλιο τής ευρώπης : εκείνη η κατάθεση για τά βασανιστήρια ήταν η αρχή τού τέλους για τούς «τίμιους αξιωματικούς» τής χούντας, ακολούθησαν κι άλλες, τής φίλης της νατάσας (μερτίκα), τού επίσης ηθοποιού περικλή κοροβέση, τού «λόγω καταγωγής υπεράνω υποψίας» γιάννη λελούδα – όμως η κατάθεση τής Κίττυς ήταν ένα απίστευτο χαστούκι στα τέρατα, γιατί ήτανε η πρώτη φορά που έφτανε στην υπόλοιπη ευρώπη μια φωνή «από πρώτο χέρι» για τήν κτηνωδία τού καθεστώτος τών «τίμιων ελλήνων εθνικιστών») : Πώς ταξίδεψες έξω, τής λέω (ο ενικός οφειλότανε σ’ εκείνην : δεν γνωριζόμαστε από παλιά, στην αρχή δεν γνωριζόμαστε καθόλου, αλλά πολύ σύντομα εκείνη επέβαλε ενικό) Πώς βγήκες έξω, με τό τραίνο να υποθέσω ; τής λέω. Μέ κοιτάει με τό αυστηρό της ύφος – τό πιο αξιαγάπητο αυστηρό ύφος τού κόσμου : Αυτό, δεν θα σ’ τό πώ, μού λέει, και κάνει μια κίνηση με τό χέρι σαν κάτι να κλείνει ( : Τά ίδια συμφραζόμενα πάλι : «μπορεί να ξαναχρειαστεί και σε άλλους στο μέλλον» εννοεί – και δεν έχει σκάσει μύτη ακόμα η συμμορία τών νεοχουνταίων με τό εκατομμύριο ψήφους.)
παρόμοια (αλλά όχι και ακριβώς ίδια) ήταν όμως η σιωπή της και όταν εξηγούσε τό γιατί γύρισε από τήν δυτική ευρώπη μέσα στη χούντα ξανά στην ελλάδα : (Αυτό τό κομμάτι τού θάρρους της είναι που μού φαίνεται πραγματικά απίστευτο : ) Λέει διάφορα, για τό πώς τήν υποδέχτηκε η ασφάλεια από τ’ αεροδρόμιο κιόλας, τί τής είπαν οι μάλλιοι–μπαμπάληδες, πώς τήν απείλησαν (ήταν δύσκολο λίγο να τήν αγγίξουν πάλι, και τό ξέρανε αλλά οι απειλές, απειλές.) Μού εξηγεί, σαν παιδάκι που θέλει να προλάβει να μην τό μαλώσουν οι μεγάλοι : μπορούσα να μείνω στη γαλλία, να κάνω εκεί καριέρα, τό σκέφτηκα και τό προσπάθησα στην αρχή : αλλά σιγά–σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι δεν μπορούσα : δεν μπορούσα να ’μαι εγώ καλά, κι αυτοί εκειμέσα, στην κόλαση. Ήθελα να ’μαι κι εγώ μαζί τους – Συνεχίζει για λίγο έτσι τήν αφήγηση : Τίς απειλές απ’ τούς αρχιασφαλίτες, τήν επίγνωση ότι δεν θα μπορούσε τώρα ουσιαστικά να κουνηθεί : Θα τήν παρακολουθούσαν συνεχώς. Θα ήταν όμως μαζί με τούς άλλους στο καμίνι τής κόλασης κι αυτή, κι αυτό τής έφτανε. (Νόμιζα ότι τελειώσαμε : και ξαφνικά προσθέτει : Πάντως δεν κάτσαμε και τελείως στ’ αυγά μας (προσέξτε τόν πληθυντικό : ) (έχει η γραμματική ηθική ; Έχει.) : κάτι λίγο κάναμε πάλι. Τί κάνατε δηλαδή, ρωτάω κατάπληκτη : Δεν απαντάει, κουνάει τό χέρι της μ’ εκείνην τήν ίδια κίνηση τέλους όπως και στ’ άλλα : δεν θα μού πει :
Εδώ, είναι η Κίττυ Αρσένη ολόκληρη : εδώ που δεν καλύπτει απλώς, δεν φυλάει απλώς τά όπλα της για τό (φριχτό και πιθανό, – στην ελλάδα βρισκόμαστε) μέλλον : εδώ είναι η Άνθρωπος που συχαίνεται, αποκλείει, απορρίπτει από τή ζωή της τόν αυτοέπαινο τήν αυτοπροβολή τήν αυτοδιαφήμιση τήν αναρρίχηση, εν ολίγοις τή φτήνεια : η άνθρωπος που είχε αδελφό εν ενεργεία τσάρο οικονομίας και κανείς δεν τό ’ξερε κανείς δεν τό φανταζόταν : η Κίττυ τής αξιοπρέπειας και στα μικρότερα, αυτής τής ηθικής ιδιότητας που περπατάει στην αγορά μαστιγωνόμενη γελοιοποιούμενη εξαφανιζόμενη και τελικά σήμερα δολοφονούμενη.
τελευταίο μου κτέρισμα για τόν σημερινό της τάφο, κάτι εικαστικά ανάλαφρο :
Όσοι έχετε διαβάσει τό βιβλίο της, ξέρετε για τήν περίφημη χοντρή συγκρατούμενη Ρούλα, και τό πώς μπλοκάριζε στην κυριολεξία τούς ασφαλίτες με τήν υποκριτική και τό θέατρο που ’παιζε συνεχώς, μέσα στην απομόνωση και μέσα στ’ ανακριτικά γραφεία ( : η Κίττυ καθώς τά διηγείται, μπορείς να διακρίνεις ότι έχει κι έναν καθαρά επαγγελματικό θαυμασμό για τήν υποκριτική τής λαϊκής κοπέλας) : εδώ όμως πρωταγωνιστεί τό «μαύρο τού σπίρτου» που είπα στην αρχή :
τά σπίρτα στην απομόνωση μετατρέπονταν σε γραφική ύλη, αφού δηλαδή τά ανάψεις, και τά μεταστοιχειώσεις σ’ ένα μικρό λεπτό καρβουνάκι, με τό οποίο θα γράψεις σ’ ό,τι χαρτί εξοικονομήσεις, και θα τό κρύψεις με κάποιο τρόπο κάπου, και θα τό στείλεις στους «έξω» ως μήνυμα (με τόν τρόπο που είπαμε ότι δεν μάς αποκαλύφθηκε). Η Κίττυ είχε ιδιαίτερο κέφι στην διάρκεια τής συνέντευξης τήν ώρα που αφηγούνταν λοιπόν τό μάθημα που πήρε από αυτήν τήν περίφημη Ρούλα ως προς εξοικονόμηση διάρκειας και μεγέθους σ’ αυτήν τήν πολύτιμη φυλακισμένη γραφική ύλη : «Έτσι τό ανάβεις και έτσι τό κρατάς, μού είπε διδακτικά η Ρούλα» (μού είπε η Κίττυ, και ψάχνει να βρει τώρα στο σπίτι ένα κουτί σπίρτα : για να μού δείξει : και παίρνει τό σπίρτο και τό ανάβει, και τό γυρίζει κάθετα ώστε να μη σβήσει γρήγορα αλλά να κάψει όσο γίνετα πιο κάτω τό ξύλο του : Ανάβει ένα και τό κοιτάει να καίγεται ώς τά κάτω, σχεδόν ώς τά δάχτυλά της : βλέπεις ; μού λέει. Κι ανάβει κι άλλο, κι άλλο : Κοιτάει τίς φλόγες με αγάπη. Βλέπεις ; μού λέει.)
Κοιτάει τίς φλόγες και τούς χαμογελάει.
Ύστερα μού λέει κοιτώντας ίσια μπροστά : Όποτε και να κοιτάξω σπίρτα, όποτε και να πιάσω σπίρτα στα χέρια μου, από τότε δεν υπάρχει περίπτωση να μην σκεφτώ και να μη δω μπροστά μου τή Ρούλα.
(Ξανασυναντηθήκατε ποτέ ; τή ρώτησα. «Μια φορά, στις αρχές τής μεταπολίτευσης, συναντηθήκαμε όρθιες κι οι δυο σ’ ένα λεωφορείο μέσα, μού είπε : Κοιταχτήκαμε, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Καταλαβαίνεις. Μετά τήν έχασα»).
.
.

.
.

.
.
.
.
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
9 Ιουνίου 2013

.
.

.
.
Εδώ που έχουμε φτάσει δεν υπάρχει ελπίδα, παρεκτός κι αν τολμήσουμε ν’ απελπιστούμε στ’ αλήθεια : να τό πάρουμε απόφαση πως βρισκόμαστε πράγματι σε μονόδρομο· αρκεί μόνο να οπλίσουμε τή ματιά μας με περισσότερη λογική, δηλαδή με περισσότερο θάρρος, ώστε να δούμε πως δεν πρόκειται για τόν περιβόητο «μονόδρομο» τής υποταγής στη μοίρα, στην ακόρεστη τυφλή και κουφή βούληση τών «αγορών», αλλά για τόν όντως μ ο ν ό δ ρ ο μ ο μιας ζωτικά αναγκαίας – πρωτίστως εσωτερικής – αναστροφής.
Ειδάλλως είμαστε χαμένοι από χέρι. Συνεχίζοντας να καταπίνουμε τό δόλωμα τής «ελπίδας» έρπουμε προς τό μοιραίο, ψυχρά υπολογισμένο και πολιτικά «κοστολογημένο», τέλος μας. Κάθε κατάφασή μας (εκβιασμένη, κουρασμένη, υπνωτισμένη) προς αυτή τήν τζούφια ελπίδα προακυρώνει κάθε μελλοντικό ενδεχόμενο επαν–όρθωσης, ήτοι ανατροπής τής καθεστηκυίας αταξίας, ανομίας και αδικίας. Αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν είναι απλώς ο δίκην φυσικής καταστροφής θάνατος τής «οικονομίας» αλλά ένα έγκλημα εν ψυχρώ εναντίον μας – στο οποίο εκβιαζόμαστε να συμμετάσχουμε με τή δέουσα «πολιτική υπευθυνότητα».
Εκεί έχουμε φτάσει· και εκεί θα βαλτώσουμε για πάντα (ή όσο μπορεί να κρατήσει αυτό τό «πάντα»), εάν δεν υπάρξει η ατομική και συλλογική εκείνη υπέρβαση που μόνο μια άξια τού ονόματός της αριστερά θα μπορούσε να εμπνεύσει. Υπάρχει αυτή η αριστερά ;
Στο σημείο αυτό ας μάς επιτραπεί να «μιζεριάσουμε», ήγουν να κρίνουμε «εξ όνυχος τόν λέοντα» επιμένοντας σε κάποιες όχι και τόσο τυχαίες και όχι μόνο «συμβολικής» αξίας «λεπτομέρειες». Πώς ανέχεται, λ.χ., η αριστερά τής «ρήξης και τής ανατροπής» κορυφαία στελέχη της να συναγελάζονται σε κοσμικές και «πνευματικές» εκδηλώσεις με τό άνθος τής εθνικής μας γκλαμουριάς «τιμώντας» «πατριαρχικές» φιγούρες τού κατεστημένου ή να συνομιλούν σε «γεύματα εργασίας» με τούς ολιγάρχες τών διαπλεκομένων συμφερόντων ;
Και τά πράγματα γίνονται πιο απογοητευτικά όταν στα – φίλια πλην όμως δικαίως αυστηρά – ερωτήματα που διατυπώνονται σχετικά ακούγονται απαντήσεις σαν αυτή που έδωσε ο Αλέξης Τσίπρας : «Μή φοβάστε, η συναναστροφή μας με τόν διάβολο δεν θα μάς διαβολίσει» (ή κάπως έτσι).
Απάντηση διόλου καθησυχαστική βέβαια, καθώς μέσα στην άνετη συγκαταβατικότητά της διαφαίνεται η μετάβαση τού παλαιολιθικού κομματοκρατικού λόγου από τό σκυθρωπό ήθος τής θεωρητικής «καθαρότητας» τού ΚΚΕ στον ελευθεριάζοντα παραγοντισμό και τή χαριτολογούσα τακτική τών δημοσίων σχέσεων τής μεταμοντέρνας αριστεράς – αλλά ο σκληρός δογματικός πυρήνας παραμένει πάντα ο ίδιος : «τό κόμμα ξ έ ρ ε ι καλύτερα από σένα».
Ωστόσο η σοβαρότητα τής κατάστασης που τή ζούνε στο πετσί τους αυτοί που «δεν ξέρουν», οι «από κάτω», δεν τά σηκώνει πλέον αυτά και απαιτεί τό ξερίζωμα και τό σάρωμα κάθε παρόμοιας νοοτροπίας και συμπεριφοράς. Αλλιώς έχουμε πάλι μια από τά ίδια : αμνηστεύουμε γι’ άλλη μια φορά τόν χειρότερό μας εαυτό κρύβοντας τά ξερά μέσα στα χλωρά, κλείνουμε τό μάτι στον αντίπαλο ξεπλένοντας τό μεγάλο του έγκλημα μέσα στις δικές μας μεγάλες ή μικρές αδυναμίες, γελοιογραφούμε τή σοβαρότητα ως σοβαροφάνεια και – κατ’ αντιστροφή – βαφτίζουμε τήν αρχαία λαμογιά νεωτεριστικό πνεύμα και τήν μπαγαποντιά τού αξιακού σχετικισμού πολιτική ευστροφία.
Έτσι συνεχίζουμε να βράζουμε στο ζουμί μας, ήτοι στην αμφίθυμη νεοελληνική «δυσφορία» που εκφυλίζεται είτε σε νοσταλγία τής παραδείσιας πασοκικής «καλοπέρασης» είτε σε προσδοκία τής νεοδημοκρατικής «ανάπτυξης» τών τρωκτικών συμφερόντων που ροκανίζουν τήν Ελλάδα.
Απ’ αυτή τήν ισόπαλη αμφιθυμία, απ’ αυτό τόν ισοψηφούντα «δικομματισμό» απορρέει η έσχατη μορφή πνευματικής έκπτωσης, ο υπαρκτός εκείνος μηδενισμός που δεν εκφράζεται μόνο στον «εθνολαϊκισμό» τών «ηλιθίων» μαζών αλλά και στην προϊούσα αποκολοκύνθωση τής πολιτικής ελίτ, η οποία από τή μία μεριά περιφέρει ως άλλη μπερλίνα ένα αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο ορθοπολιτικού μιντιακού «αντιρατσισμού» (αμφιβόλου μάλιστα χρησιμότητας καθώς οι ρατσιστές ξεσαλώνουν καθημερινά, ουδόλως ενοχλούμενοι από τούς ήδη υπάρχοντες, επαρκώς αυστηρούς αλλά σκανδαλωδώς υπνώττοντες, σχετικούς νόμους), από τήν άλλη μεριά, η ίδια αυτή ελίτ, κανακεύει τούς νεοναζιστές πλέκοντάς τους ένα προστατευτικό κουκούλι υποκριτικής θεσμολαγνείας : «Τί να κάνουμε ; Τούς έχει ψηφίσει ένα εκατομμύριο Έλληνες ! ».
Σ’ αυτούς τούς ντροπαλούς εραστές τού πολιτικού τραμπουκισμού, σ’ αυτούς τούς ακραιφνείς «δημοκράτες» που ψηφίζουν προθυμότατα νόμους που ποινικοποιούν τόν ρατσιστικό λ ό γ ο αλλά εμφανίζονται μάλλον απρόθυμοι να καταστείλουν τήν καθημερινή ρατσιστική π ρ α κ τ ι κ ή θα θέλαμε να επαναλάβουμε ότι εάν όντως οι κανόνες τής δημοκρατίας επιτρέπουν να μπαίνουν στο «ναό» της οι μαχαιροβγάλτες, τότε αυτή η «δημοκρατία» είναι καταδικασμένη – και είναι άξια τής μοίρας της.
από τό περιοδικό «σημειώσεις» που κυκλοφορεί : τεύχος 77, ιούνιος 2013
.

.

.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
2 Νοεμβρίου 2012
.
.
.
.
.
.
.
.
στα βλογ που παρακολουθώ, ξεκλέβω χρόνο και, χάνομαι στους συνδέσμους τους (όταν έχουν μάλιστα συνδέσμους σχετικούς με τά θέματα που μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο, κυρίως δηλαδή για ζωγραφική ή βιβλία (επομένως μουσεία και βιβλιοθήκες)) : τότε κι εγώ κλέβω χωρίς καμιά αναστολή αυτούς τούς συνδέσμους και τούς βάζω στους δικούς μου (στη διπλανή στήλη, αν δεν έχετε προσέξει, στο «διαβάζω επίσης» ή στο «πηγαίνω επίσης» ή στο «λόγια λόγια λόγια») – διαδικασίες λίγο–πολύ γνωστές, απ’ αυτές που κάνουν τά βλογ να ζωντανεύουν, μαζί με τά σχόλια – και υποδηλώνουν και μια αλληλεγγύη ( : «υπάρχουν κι αυτά, επωφεληθείτε»)
αποφάσισα όμως να αναφέρω και από εδώ, σε κατά καιρούς αναρτήσεις τίς νέες παραλαβές, γιατί στο βλογρόλ μου που μεγαλώνει συνεχώς μπορεί και να χαθούν κατά λάθος :
σάς συστήνω λοιπόν, μόλις μπορέσετε, να χαθείτε σ’ όλα τά παρακάτω και δεν θα χάσετε :
.
.

κάτι πραγματικά πολύτιμο : οι κατάλογοι τού μητροπολιτικού μουσείου τής νέας υόρκης (για διάβασμα ή και αγορά)
.
.

και για να χαθείτε μέσα της ψάχνοντας : η βιβλιοθήκη augustana (κλασικά κείμενα λατινικά, ελληνικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, πολωνικά, ρωσικά και γίντις (μια αποκλειστικά ιντερνετική βιβλιοθήκη, έργο ενός ανθρώπου, που εμπλουτίζεται συνεχώς))
.
.

πηγαίνετε και στο textlog : μεγάλη βιβλιοθήκη και λεξικά (για γερμανόγλωσσους όμως κυρίως – έχει μεταφρασμένα πάντως κείμενα από τόν οβίδιο ώς τόν κάφκα συμπεριλαμβάνοντας ενδιαμέσως τόν νίτσε τόν μονταίνιο και τόν καμπανέλα)
.
.

τριγυρίστε στο αρχείο τού μπάουχάους
.
.

.
.
ξεφυλλίστε τή σελίδα τού αγγλικού περιοδικού για τή λογοτεχνία granta
.
.

δέστε (και διαβάστε) ολόκληρο τό αρχείο τού καλού ελληνικού περιοδικού για τή φιλοσοφία «λεβιάθαν» (εκδιδόταν από τό 1988 ώς τό 1996)
.
.

χαζέψτε ειδήσεις από τό παρισινό βιβλιοπωλείο «shakespeare and company» (έχει επίσης σπάνια βιβλία για δώρα, περιοδικό, εκδηλώσεις και αναγνώσεις)
.
.

μη χάσετε επίσης τό βλογ nord on art (έχει ειδήσεις περί τέχνης – και όχι μόνο)
.
.

και κάντε και μια βόλτα στο ιταλικό και αμερικάνικο αντεργκράουντ σινεμά
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
28 Οκτωβρίου 2012
.
.
.
.
.
.
.
.
πρόχειρες θέσεις για τήν απονομιμοποίηση – άλμα εις μίσος 1
«…Είναι επίσης ανόητο έως ύποπτο να ισχυρίζεται κανείς ότι οι ψηφοφόροι της ΧΑ δεν είναι οι φασίστες. Το ότι οι περισσότεροι πιθανώς να μην διαθέτουν το εννοιολογικό οπλοστάσιο να αυτοπροσδιοριστούν ως τέτοιοι, το μόνο που επιβεβαιώνει είναι το ειλικρινές της έκφρασής τους. Συγχρόνως, αυτό σημαίνει ότι δεν γίνεται να απωθηθούν ή να μεταπειστούν με ιδεολογικούς όρους, και αυτό τους κάνει ακόμη πιο επικίνδυνους.
Είναι εκείνοι που μετράνε χαμένες ψήφους (που δεν κωλύονται να μαζέψουν ψήφους από όπου και αν προέρχονται) που υποστηρίζουν ότι οι ψηφοφόροι της ΧΑ είναι ‘δημοκρατικοί’ πολίτες που βρίσκονται σε σύγχυση. Πρόκειται περί δημοκρατικών πολιτών που ασκούν το δημοκρατικό τους δικαίωμα να είναι φασίστες.
Η ΧΑ δίνει φωνή στον φασίστα δίπλα μας χωρίς να τον διορθώνει, χωρίς να ισχυρίζεται ότι “είμαι η καλύτερη εκδοχή σου, αυτός που μπορεί να σε εκφράσει όπως εσύ δεν ξέρεις να εκφραστείς”. Η ΧΑ λέει “είμαι ένα φοβικό κτήνος, σεξιστής, ρατσιστής και φασίστας, γιατί είσαι ένα φοβικό κτήνος, σεξιστής, ρατσιστής και φασίστας. Έχω πάντα δίκιο, γιατί έχεις πάντα δίκιο. Τρέμω τους ανθρώπους γιατί δεν νιώθω τίποτα κάτω από τα πλαστικά μου μπράτσα και θα λέω και θα κάνω ό,τι θέλω για να λες και να κάνεις ό,τι θες. Δεν έχω πρόσωπο και δεν έχω όνομα, και θα εκφράζω τη σεξουαλική μου καταπίεση και τη συναισθηματική μου ανεπάρκεια υποταγμένος και θα σαστίζω με την ελευθερία των άλλων και θα λυσσάω να τους καθυποτάξω κι αυτούς”…»
«πρόχειρες θέσεις για τήν απονομιμοποίηση τής χ.α.» : από τό βλογ beim nächsten mal wird alles besser (ο τίτλος εξηγείται επαρκώς εντός τού βλογ) η πρόσφατη ανάρτηση : διαβάστε την ολόκληρη
.
.
.
.

.
τό γενναίο κλάμα και οι δημοκράτες : άλμα εις μίσος 2
η μία (και υπουλότερη) μορφή μισογυνισμού είναι τό υπογείως αυτονόητο πως κάθε τι τό καθαρά γυναικείο ως έκφραση, αποτελεί γελοία ακριβώς έκφραση ως ζωή : διότι ο μισογυνισμός υπάρχει κυρίως εκεί (στις κοινωνίες εκείνες) που τόν αρνούνται μετ’ επιτάσεως : στις «υπανάπτυκτες» κοινωνίες που λένε : «αφού δεν λέω εγώ ότι τίς μισώ, δεν τίς μισώ (κι ας λες εσύ ό,τι θέλεις) » : γιατί οι υπανάπτυκτες κοινωνίες ακριβώς είναι που απωθούν τήν ίδια τήν έννοια τής απώθησης – και είναι πιο ειλικρινείς σ’ αυτό από τίς κοινωνίες τού «πρώτου κόσμου», για να είμαστε δίκαιοι : αφού τούτες δω ισχυρίζονται ότι έχουν ακούσει κιόλας κάτι δηλαδή για τήν ψυχανάλυση, ότι αποδέχονται δηλαδή δήθεν και τήν πραγματικότητα τού ασυνείδητου – άσχετα από τό αν, ώσπου να τήν αποδεχτούν, φροντίζουν πρώτα να τήν ισοπεδώσουν – με τά όπλα ακριβώς τής «προόδου» τής «ανάπτυξης» και τής βλακείας τού «πολιτικά ορθού»
και η δήθεν ξερή αντικειμενικότητα, ο θετικισμός μ’ άλλα λόγια που επελαύνει, ή βιαίως ή βραδέως, πάντως σ’ ολόκληρον πια τόν πλανήτη, είναι μια μορφή βαρβαρότητας ύπουλη ακριβώς γιατί απωθεί και υποβιβάζει επιστημονικά (να πούμε) αυτό που δεν λέγεται (με τή γλώσσα τών λέξεων) : ενώ δεν λέγεται διότι ακριβώς δεν υπάρχουν λέξεις – και χώρος – γι’ αυτά : δεν πρέπει δηλαδή να υπάρξουν – νά λοιπόν η άλλη όψη τής ζωής και τού θάνατου : είναι αυτό για τό οποίο δεν μπορείς να μιλήσεις – και συνεπώς καλύτερα να βγάζεις περί αυτού τόν σκασμό (όπως είπε κι ο περιώνυμος βιτκενστάϊν) (ο αντόρνο μεν τόν τακτοποίησε, αλλά κι αυτό επίσης ωραιότατα απωθείται)
οι γυναίκες μπορούν να κλαίνε λοιπόν και είναι εξαυτού αδύναμες – οι άντρες δεν μπορούν να κλαίνε και είναι εξαυτού έτοιμα και παντοδύναμα θύματα τού χρυσού ξημερώματος – κάθε φορά που θα πλησιάζει όλο και περισσότερο να (μάς) ξημερώσει
η ρόζα λούξεμπουργκ (μού έλεγαν αμήχανοι κάποτε κάποιοι ινστρούχτορες) έκλαιγε : τί διάολο Ρόζα, έχουμε τόσα πράγματα σημαντικά να κάνουμε, ξεκόλλα ( : εκείνη τή δολοφόνησαν με ολόκληρο τό σώμα της και τά δάκρυα, οι άλλοι ας επιζούν ενδόξως αδάκρυτοι)
γελοίο βέβαια να σκέφτομαι τή ρόζα με αφορμή τά δάκρυα τής κυρίας κανέλλη και μάλιστα στην τηλεόραση – ασφαλώς : γελοίο και ύβρις, αλλά δεν είν’ αυτό τό θέμα μας :
θέλω να πω ότι δεν διαφωνώ σε όσους διέβλεψαν (μαζί με μια ενσωματωμένη πονηριά κομματικής φύσεως) μια όχι και τόσο συναισθηματικής όσο ακριβώς πολιτικής φύσεως έκρηξη σε αυτά τά δάκρυα : αλλά αυτό ακριβώς είναι και ο λόγος για τόν οποίο τά θεωρώ γενναία : η κυρία κανέλλη, από τίς ελάχιστες γυναίκες τής βουλής στις οποίες αξίζει εντέλει ο τίτλος τής βουλεύτριας (και όχι τής βουλευτίνας ( : βουλευτίνα είναι αυτή η οποία παίρνει τό αξίωμα μέσω μπαμπά συζύγου θείου ξαδέλφου κλπ – πολλές τέτοιες έχουμε, και εσχάτως βέβαια έσκασε μύτη και η αξιολύπητα χυδαία κυρία ζαχαρούλια ή πώς αλλιώς τή λένε, που αν δεν είχε παντρευτεί τόν φασίστα δεν θα τήν ήξερε ούτε η θυρωρού της)), και μολονότι η κυρία κανέλλη (που ξεκίνησε από τούς δεξιούς και κατέληξε στους σταλινικούς και διαπράττοντας αυτό τό βήμα σημειωτόν μετατράπηκε καθοδόν και σε φερέφωνο τού νεοκαθαρευουσιανισμού, μέσω κυρίου μπαμπινιώτη) δηλώνει παγίως ενδιαφερόμενη και για τά γλωσσικά, ποτέ δεν διεκδίκησε (κι αυτή, όπως και καμιά άλλη γυναίκα τής βουλής μας) αυτόν τόν αξιοπρεπή επιτέλους γλωσσικά ορισμό για τήν ίδια της τήν επαγγελματική οντότητα – είναι παρ’ όλ’ αυτά για μένα βουλεύτρια τώρα πια, εξαιτίας και τής βίας τήν οποία αρνήθηκε να δεχτεί ως προς μια άλλη γυναίκα, και τής βίας τήν οποία δέχτηκε εν συνεχεία η ίδια ως τιμωρία για τήν αλληλεγγύη της, και τής βίας τού να δει προχτές τή βία αυτή να θεωρείται (από αριστερούς) έδαφος πρόσφορο για πλάκα.
αυτά λοιπόν ακριβώς – τά δάκρυα και ο θυμός – ήταν η μόνη πολιτική πράξη άξια τού ονόματος απ’ τή μεριά τής κυρίας κανέλλη, που μάς κάνει κι εμάς ακριβώς να παραβλέψουμε προς στιγμήν τή νηπιακή της θωράκιση σε «πολιτική» θεωρία – η οποία και προδόθηκε ειρωνικά και ανηλεώς από τήν τελευταία άστοχη «τιράντα» της περί «κλοπής» ( : η οποία «είναι ίδια, είτε κλέψεις ένα καρβέλι σαν τόν γιάννη αγιάννη, είτε κλέψεις ένα εκατομμύριο…») : άστοχη και αμήχανη προδοσία που εκφράστηκε σε συνάρτηση με τί ακριβώς ; μά, τή διάθεσή της ασφαλέστατα να παρακάμψει τή γυναικεία πλευρά τής αντίδρασής της, αποδίδοντάς την απλώς στην ιδιότητα «άνθρωπος» (δεν τό είπε έτσι) : τό ασυνείδητο τής κυρίας κανέλλη μιλάει καθαρεύουσα και είναι δεξιάς αποκλίσεως, τό μόνο που τήν σώζει είναι ακριβώς τό ότι παραμένει πεισματικά γυναικείο
από τά λίγα που είδα να γράφονται μού άρεσε αυτό, από τόν άρη δημοκίδη, και ακόμα πιο καίριο βρήκα (καθότι και ελληνοπρεπέστερο) αυτό στο πορτατίφ
αντιθέτως ένα σωρό άντρες, που πρόσκεινται κιόλας ελαφρώς ή βαρέως στον πολιτικό χώρο τής εν γένει αριστεράς, δεν βρήκαν ν’ αναφερθούν παρά δήθεν αντικειμενικά, ενίοτε αυτοεπαινετικά, εντέλει μικρόψυχα (παραβλέπω τά αυτονόητα υβριστικά) και γενικώς μάλλον βεβιασμένα και ξυνισμένα (και μάλλον κομματικοειδώς παίρνοντας αφορμή για σπέκουλα κατά τής πολιτικής τού συγκεκριμένου καναλιού) (χωρίς έτερη αξιολόγηση βάζω μερικά εδώ, εδώ, εδώ, εδώ και εδώ) – τή μεγαλύτερη δε εντύπωση μού έκανε ομολογώ η εντός σωρού μεζέδων αναφορά ανθρώπου που προχτές κιόλας ασχολήθηκε με μια ασήμαντη περίπτωση «γυναικείας έκρηξης» διά τόσο μακρών – και μάλιστα μολονότι ο νίκος σαραντάκος είναι συνήθως προσεχτικός, παράβλεψε εντελώς εδώ μια αξιοπρόσεχτη γλωσσική στιγμή τής κυρίας κανέλλη, όταν μέσα στον γενικό θυμό και τά δάκρυα σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο για να διορθώσει τήν άστοχη και άγλωσση (ως συνήθως στην τηλεόραση) παρουσιάστρια και να μετατρέψει τήν «ανέχεια» τής συνομιλήτριάς της σε «ανοχή» : για μένα ήτανε, πρέπει να πω, πράγματι, η μόνη απολαυστική στιγμή αυτής τής λογικής έκρηξης
διότι όταν τό άλμα εις μίσος επιχειρείται ανοιχτά πια και από τούς (οποιουσδήποτε) αριστερούς (τού τηλεοπτικού και συντελεσμένου κώλου έστω) δεν θα μάς μείνουν λογικά για τό μέλλον άλλες ευκαιρίες για απόλαυση πέρα από τό γενικό χρυσό ξημέρωμα τής κάλπικης λίρας
.
.
.
.
.
.
.
η αποικία τών τιμωρημένων (αιδοίων) ( : άλμα εις μίσος 3 )
τελικά, όπως είχε προαπειληθεί (τό ανάφερα ως επαπειλούμενη πιθανότητα εδώ) : εκτοπίζονται : (θα μπορούν λέει να βλέπουν πιο άνετα εκεί και τά παιδιά τους : θα πάνε εξορία και τά παιδιά δηλαδή)
στην περίπτωση τών σταλινοθρεμμένων ολιγαρχών τής κακόμοιρης ρωσίας δεν τίθεται καν θέμα τώρα μόνο μισογυνισμού – αυτοί έχουν αποδείξει ότι τακτοποιούν άντρες και γυναίκες αδιακρίτως, κάνουν ό,τι δηλαδή (θα θελήσουν να) κάνουν και οι χρυσοφόροι μήδοι όταν με τή βοήθεια τών επόμενων τετρακοσίων χιλιάδων ελληναράδων, βρουν τήν πόρτα και τή γλώσσα μας ανοιχτή, για να μάς κάτσουν ακόμα πιο αποφασιστικά και εξημερωτικά στο σβέρκο
.
.
.
.
.
.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Επόμενη σελίδα: »