.
η υποκριτική είναι μια δύσκολη τέχνη, και δεν αρκεί τό ταλέντο – άλλωστε σε καμία τέχνη δεν αρκεί τό ταλέντο, και κατά τή γνώμη μου η ίδια η λέξη ταλέντο είναι απολύτως ασαφής – όσο σαφής και εκθαμβωτική είναι η εγκυρότητά της όταν τήν ανακαλύπτουμε έκθαμβοι στους πραγματικούς καλλιτέχνες. Αλλά και πάλι, καταλαβαίνουμε τήν ανεπάρκεια (ή και τή γελοιότητα ακόμα) τής λέξης όταν θελήσουμε να πούμε ότι ο βανγκόγκ είχε για παράδειγμα ταλέντο ζωγράφου, ή ο μπετόβεν ταλέντο μουσικού : κι ο πιο αδαής από μάς, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν λέμε καλά τότε (όπως με τόν ίδιο τρόπο γελοία ανεπαρκής μάς φαίνεται και η έννοια τής ευφυίας – αν θελήσουμε ν’ αποδόσουμε ας πούμε εξυπνάδα στον ηράκλειτο με τόν ίδιο τρόπο που μιλάμε ας πούμε για τήν ευφυία τού αϊνστάϊν)
η διαφορά όμως τής υποκριτικής από τίς άλλες τέχνες βρίσκεται στη φοβερή ανασφάλεια τών φορέων της (σε σχέση με τούς άλλους εκτελεστές όπως είναι ας πούμε οι βιρτουόζοι κάποιου μουσικού όργανου) – πέρα από τό γεγονός ότι μέχρι πρότινος δεν μπορούσε να διαιωνιστεί κιόλας – και (όσο υπήρχε μόνο θέατρο) πέθαινε μέσα στην ίδια μέρα : ζούσε δηλαδή μόνο κατά τή διάρκεια μιας παράστασης και ύστερα πια – θα ζούσε ελάχιστα στη μνήμη όσων είχαν πάει και ήτανε εκεί – υποχείριο και θύμα στις παραξενιές που έχει η μνήμη τού καθενός – και φυσικά μόνο για όσο (θα) ζούσε ο καθένας. Μετά, ακόμα κι αν κάποιος άφηνε γραπτές τίς αναμνήσεις του (και έτσι μάς διασώζονται οι θρύλοι για τήν ελεωνόρα ντούζε ή τή σάρα μπερνάρ ή τήν τζουντίτα πάστα (τήν αγαπημένη τού σταντάλ) ή τήν μαλιμπράν (τήν αγαπημένη τής κάλλας) ή ακόμα και για κάποιους ηθοποιούς τής αρχαίας αθήνας (είχα διαβάσει κάποτε ένα βιβλίο αλλά δεν θυμάμαι τίτλο), ή ακόμα και για τό βιρτουόζικο παίξιμο στο πιάνο τού μότσαρτ, ή στο όργανο τού μπαχ (που έπαιζε τόσο δυνατά ώστε χάλαγε τα όργανα και τού βάζαν πρόστιμο οι εκκλησίες) ή τού μπετόβεν (που έπαιζε επίσης άγρια και χεβιμεταλάδικα και έσπαγε τίς χορδές στα πιάνα του), ή τού σοπέν και τού λιστ τίς λεπτεπίλεπτες δεξιοτεχνίες, ή ακόμα και τόν μοναδικό τρόπο που έπαιζε τό βιολί ο σκαλκώτας (και που όπως λένε, μάλλον έχοντας ακούσει μικρός τόν ήχο τού δημοτικού βιολιού από τούς λαϊκούς οργανοπαίχτες που είχε η οικογένεια τού πατέρα του, έβγαζε στο βερολίνο κάτι ήχους από τό βιολί του που άφηναν τούς ντόπιους άναυδους) (οι δικοί μας ντόπιοι δεν μείναν και πολύ άναυδοι πάντως : τελευταίο βιολί τόν βάλαν να παίζει στην εν αθήναις περιφανή ορχήστρα όταν γύρισε από τό βερολίνο στην ελλάδα – αρνούμενος τήν εκεί καριέρα του μετά τήν άνοδο εκεί τών ναζί ( : βλέπουμε δηλαδή ότι ο σκαλκώτας δεν ήταν καλός υποκριτής – δεν τού πηγαίναν εκεινού βολέματα τού τύπου «εγώ άλλα πιστεύω από μέσα μου, αλλά τώρα βλέπεις έχουμε να κάνουμε και με τήν καριέρα μας» – όλα αυτά δηλαδή που λένε πολλοί καλοί υποκριτές σήμερα, και που θεωρούνται και αυτονόητα)). Αλλά για τίς υποκρισίες εκτός σκηνής θα τά ξαναπούμε αργότερα*
τήν ίδια μοίρα είχαν πάντως, πριν τήν τεχνολογία (πριν τά αυτονόητα για μάς σήμερα και εν πολλοίς ξεπερασμένα γραμμόφωνα μαγνητόφωνα πικάπ και σιντιά και βίντεα και σινεμά) όλοι επίσης οι άλλοι εκτελεστές που η μοίρα τους ανά τούς αιώνες ήταν να ζούνε σαν τίς πεταλούδες για δυο ώρες μόνο κάθε φορά, και όχι μόνο οι ηθοποιοί : Όμως η τέχνη τού ηθοποιού έχει τήν πιο συγκινητική θνητότητα νομίζω, γιατί για να ολοκληρωθεί απαιτεί μια ανήλεη εξάσκηση όχι σε ένα μέρος μόνο τού σώματος, αλλά στο όλον του, και μιλώντας για «όλον» κυριολεκτούμε εδώ : συμπεριλαμβάνονται δηλαδή μύες νεύρα μυαλό η ψυχολογία του ολόκληρη, τό σύνολο τής ζωής του, η θέληση οι νευρώσεις ο σύμπας ερωτισμός και οι φοβίες του, οι απωθήσεις και οι αποφάσεις του : με όλ’ αυτά δουλεύει ο ηθοποιός : και αυτό τό σύνολο λέγεται εν συντομία «εαυτός», και είναι τό δικό του μοναδικό εύθραυστο θνητό και ευάλωτο όργανο
όμως ούτε αυτό δεν φτάνει : δεν αρκεί η ευαισθησία («τό ταλέντο») να (μπορεί να) τά επιστρατεύει όλα αυτά μαζί : χρειάζεται και μια επιπλέον διανοητική ικανότητα, να μπορεί να κρίνει συνεχώς τήν απόδοσή του σαν να κάθεται συγχρόνως και στην πλατεία – αλλά και μια (ασκητικής εντελώς υφής) δυνατότητα αυτοπειθαρχίας, να μπορεί να περιορίζει τίς ίδιες του τίς ευκολίες. Αυτά τά δύο τελευταία είναι όμως χαρακτηριστικά που τά έχουνε βέβαια και οι άλλες τέχνες – θα ’χετε δει ίσως ζωγράφους να απομακρύνονται από τό έργο τους κάθε λίγο τήν ώρα που δουλεύουν και να τό κοιτάν από μακριά, ή θα έχετε ακούσει για τόν ρόλο που παίζει ο «χρόνος ψύξης» στο έργο ενός συγγραφέα, ο οποίος αφήνει τό γραπτό του για ένα διάστημα πριν τό ξαναδεί για να τό διορθώσει – κι ένας απ’ τούς λόγους που εκδίδονται προχειρότητες είναι γιατί, πέρα από τό ότι ο συγγραφέας βιάζεται να εκδόσει τό πόνημα για να αποκτήσει δόξα και λεφτά, είναι και ο εκδότης που τόν πιέζει να βγάλει γρήγορα τό αριστούργημα που θα τού φέρει κι εκεινού λεφτά (αν όχι και δόξα). Βέβαια οι εκδότες απ’ τή μεριά τους πάντα πιέζανε, αλλά οι ντοστογιέφσκηδες που έχοντας πέσει έξω στις ημερομηνίες τό παίρναν τό έργο τελειωμένο, και τό πετάγαν στο τζάκι τήν τελευταία μέρα, για να τό ξαναγράψουν από τήν αρχή δεν είναι και καθημερινό φαινόμενο στους πολιτισμούς μας : πάντως έτσι έχουμε έναν «Ηλίθιο». Αλλά και η δύναμη να μην αφήνεις τίς ευκολίες σου να σέ παρασέρνουν είναι επίσης γενικό γνώρισμα τού (καλού) τεχνίτη. Η ιδιομορφία τού ηθοποιού όμως είναι άλλη : τά κάνει όλ’ αυτά ενώπιον τού κοινού – κι αν γίνει ένα λάθος, δεν διορθώνεται πια κείνη τήν ώρα. Άρα η σημασία τής προεργασίας και τής εξάσκησης στον ηθοποιό έχει μια άλλη, πολύ πιο «επείγουσα» και τραγική σχεδόν έννοια. Η δημιουργία του βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα, μπροστά στα μάτια μας : η έννοια τής σχοινοβασίας ολοκληρώνεται περισσότερο μάλιστα θα έλεγα στον ηθοποιό παρά στον ακροβάτη, γιατί στον ηθοποιό αφορά ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο απ` ό,τι τό απλό σώμα που κινδυνεύει να πέσει – σε δίχτυ μάλιστα κιόλας στο τσίρκο συνήθως
μια δασκάλα μου στα αγγλικά μού είχε γράψει όταν ήμουν μικρή, για να τό θυμάμαι, the talent does what it can, the genius what it must. Τό μίσησα από τήν πρώτη στιγμή που τό είδα γραμμένο, γιατί μού μύρισε ασκητισμό και μια πουριτανική αίσθηση καθήκοντος. Ίσως όμως αυτή η κουβέντα (νομίζω ότι είναι καποιανού διάσημου, τή βρήκα να θεωρείται γνωστή κάπου αργότερα) ίσως να ’χει και μια βάση, όσο μπορώ να καταλάβω δηλαδή σήμερα με τά δικά μου, περιορισμένα απ’ τίς μονομανίες μου και τίς αδυναμίες μου, μέσα, ίσως και να ’χει τήν έννοια δηλαδή ότι, από ένα σημείο και πέρα, πρέπει να κάνεις αυτό που θέλεις. Τό «πρέπει» δηλαδή εδώ μού φαίνεται ότι σημαίνει «επιθυμώ διακαώς»
.
.
αλλά ξέφυγα από τήν υποκριτική. Πάντως και τό γράψιμο, μια υποκριτική είναι κι αυτό. Ένας έλληνας συγγραφέας (ο άγγελος τερζάκης, που δεν τόν θεωρώ και καθόλου σπουδαίο, μεταξύ μας) έχει κάπου καταγράψει τή συζήτηση που είχε με μια νεαρή σπουδάστρια στη δραματική σχολή τού εθνικού : τού είπε η κοπέλα λοιπόν κάτι σαν «εσείς, κύριε, είσαστε τυχερός γιατί γράφετε ό,τι θέλετε, ενώ εμείς πρέπει να μαθαίνουμε απέξω και να λέμε πάντα μόνο αυτά που ’χει γράψει ένας άλλος» και μού έκανε εντύπωση που τής απάντησε (στο περίπου) : «κάνεις λάθος, καθόλου δεν κάνουμε ό,τι θέλουμε. Πρέπει να προσαρμοστούμε στους ήρωές μας, κάνουμε μια κατάδυση για να τούς βρούμε ποιοί είναι πραγματικά, και πρέπει να μπούμε στο πετσί τους, ο συγγραφέας ένα είδος ηθοποιός είναι δηλαδή κι αυτός – στο μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς». Ωραία απάντηση, έτσι μού φαινότανε και μένα ότι είναι τά πράγματα – στο μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς
πάντως αυτό είναι άλλη συζήτηση, πάλι ξεφεύγω απ’ τό θέμα. Τό πιο κρίσιμο ζητούμενο λοιπόν στην τέχνη τού υποκριτή είναι αυτό, τό τελικό (πέρα από τήν εξάσκηση, και τήν κατάδυση, και τό ταλέντο) : τό ότι πρέπει να πατάει πάντοτε με τά δυο του πόδια ανοιχτά σαν σε διάσταση, στηρίζοντας σε άλλο πάτωμα τό καθένα : Μπορεί να μην είναι περίεργο που αυτό διατυπώθηκε για πρώτη φορά, εμπεριστατωμένα (απ’ ό,τι ξέρουμε τουλάχιστον) τήν εποχή τού διαφωτισμού : «τό παράδοξο» τού ντιντερό [ έγινε γνωστό στην ελλάδα από τό περιοδικό «θέατρο» τού κώστα νίτσου, ένα εξαιρετικό έντυπο, απ’ αυτά που δεν υπάρχουνε εύκολα δηλαδή σε καμιά χώρα – έβγαινε τή δεκαετία τού ’60 – έκλεισε με τή χούντα, μετά συνέχισε (ξαναβγήκε πρώτο τεύχος στη μεταπολίτευση με μια κόκκινη γκιλοτίνα στο εξώφυλλο) τώρα πια βρίσκεται μόνο στα παλαιοπωλεία : η ιδιομορφία τού περιοδικού αυτού δεν ήταν μόνο η απόλυτή του αφοσίωση στο θέμα του, αλλά και η φοβερά προσεγμένη και αξιοπρεπής του εμφάνιση, τυπογραφική και άλλη : τέτοια έντυπα δεν ανήκανε σε καμία περίπτωση σε μια τριτοκοσμική χώρα όπως η ελλάδα τότε] [αργότερα βρέθηκα να δουλεύω για ένα φεγγάρι σα διορθώτρια στο τυπογραφείο που είχε βγάλει τό «θέατρο», και ήταν μια από τίς μεγάλες μου κουτρουβαλιαστές απογοητέψεις τό ενγένει ήθος τού μαγαζιού και οι εργασιακές συνθήκες με τίς οποίες βγαίναν – στις πλάτες ειλώτων στους οποίους πλέον ανήκα κι εγώ ως ενήλιξ βιοποριζόμενη – τά «άψογα τυπογραφικά» – άλλο θέμα όμως αυτό] «τό παράδοξο τού ηθοποιού» λοιπόν τού ντιντερό ξεσήκωσε και εδώ συζητήσεις για πολύ καιρό όταν πρωτομεταφράστηκε για τό «θέατρο», εκεί γύρω στο ’65. Ο εξαιρετικός αυτός γάλλος καθώς μέσα από τήν συγγραφή τής «εγκυκλοπαίδειας» είχε αναγκάσει τόν εαυτό του να ασχοληθεί με τά πάντα σχεδόν, είδε πολύ καθαρά, με εξαιρετικά μοντέρνο μάτι κιόλας θα λέγαμε για τήν εποχή του (τέτοιες αρλούμπες λέμε νομίζοντας ότι η εποχή μας είναι σπουδαιότερη δήθεν από τίς άλλες), τό παράδοξα δισυπόστατο τής υποκριτικής πράξης : οφείλεις να είσαι αυθόρμητος και φυσικός, και συγχρόνως συγκρατημένος και εγκεφαλικός : οφείλεις να είσαι αφημένος, έρμαιο στα συναισθήματα που νιώθει ο ήρωάς σου (η ηρωίδα σου) και ταυτόχρονα να παρακολουθείς τόν εαυτό σου ψυχρά, έχοντας τόν απόλυτο έλεγχο αυτού που εμφανίζεται ως αυθόρμητο
εγώ πάντως δύο φορές μόνο έχω πέσει πάνω σε αξιομνημόνευτες μαρτυρίες από (αξιομνημόνευτους) ανθρώπους τής δουλειάς γι’ αυτό τό θέμα : η μία ήταν γραφτή, τού απόμακρου αγγλοσάξονα λώρενς ολίβιε, μια συνέντευξη για τήν πρώτη φορά που απόκτησε τήν αδυναμία να έχει τρακ – ήταν μια αδυναμία, λέει, που τού έλειπε – και τό πώς, εκείνη τή μέρα παρακολούθησε σχεδόν σαν μέσα σ’ όνειρο, τόν εαυτό του να παίζει καλύτερα από κάθε άλλη φορά : στον απόλυτο έλεγχο δηλαδή και στην ελεγχόμενη εγκεφαλική διεργασία προστέθηκε (έτσι τό κατάλαβα εγώ) μια άναρχη συναισθηματική εμπλοκή που έκανε τήν υποκριτική του τόσο σφαιρική ώστε να γίνει άψογη. Η δεύτερη προέρχεται από συνέντευξη που έδωσαν ο βισκόντι με τήν κάλλας – μεσογειακοί αμφότεροι –, και αποτελεί κι ένα κλειδί για τήν σημαντική συνεισφορά τού ιταλού σκηνοθέτη στην ερμηνευτική ιδιοφυία τής ελληνίδας μουσικού (η ίδια τήν τόνισε αυτήν τήν συνεισφορά, δίνοντας ακριβώς αυτό τό παράδειγμα : ) Επρόκειτο για τό ανέβασμα τής υπνοβάτισσας τού μπελίνι, ο βισκόντι με τήν τελειομανία του είχε τόν απόλυτο έλεγχο τών πάντων, ακόμα και τών κουστουμιών, και τόν ρωτάει λοιπόν η κάλλας : – Μαέστρο, πώς μπορεί να φοράει η υπνοβάτισσα τόσα κοσμήματα, αφού είναι μια φτωχή χωριατοπούλα ; Η απάντηση από τόν βισκόντι : – Μαρία δεν είσαι μια χωριατοπούλα, είσαι η Κάλλας που παίζει τήν χωριατοπούλα.
(έψαξα αρκετά αλλά δυστυχώς δεν βρήκα στο γιουτούμπ τή συνέντευξη. Αντ’ αυτής, αυτή εδώ, και εδώ)
.
.
επιβεβαιώνουν λοιπόν οι (πολύ) μεγάλοι άνθρωποι τής δουλειάς : ούτε ο απόλυτος έλεγχος, ούτε η απόλυτη ενσωμάτωση στον νατουραλισμό τής ψυχολογίας αποδίδει : αυτό τό «αντιρεαλιστικό» παράδοξο οδηγεί σ’ έναν εξπρεσιονισμό που είναι εκ τών ων ουκ άνευ για κάθε τέχνη – πιστεύω εγώ – : ακόμα και η κινηματογραφική υποκριτική, που υποτίθεται ότι είναι χαμηλόφωνη και ρεαλιστική, στον ίδιο εξπρεσιονισμό καταβάθος υποκύπτει : δηλώνεις ότι ερμηνεύεις, τήν ίδια τήν ώρα που προσπαθείς να ερμηνεύσεις χωρίς να δηλώνεις τίποτα. Και όσο καλύτερος είναι ο ηθοποιός, τόσο πιο πολύ ταλαντεύεται πάνω σ’ αυτό τό τεντωμένο σκοινί : η φυσικότητα ως επίδειξη τής φυσικότητας, η φύση μέσα στο πλαίσιο τής κορνίζας. Εξαυτού και πλήττουμε με τούς κακούς ηθοποιούς που επειδή δεν ξέρουν να παίξουν μιλάνε μονότονα νομίζοντας ότι έτσι πλασάρουν «σύγχρονη» υποκριτική : τό μεγάλο μάθημα εδώ τό δίνει ακριβώς ο μάρλον μπράντο : η υποκριτική του ήταν τόσο εξοργιστικής φυσικότητας και συγχρόνως τήν έλεγχε τόσο απόλυτα που είχε σηκώσει πολλά ανέκδοτα : μια καλή του συνάδελφος η maureen stapleton μια φορά διηγήθηκε : Παίζαμε μαζί και μού είχε σπάσει τά νεύρα. Εγώ έλεγα τήν ατάκα μου, κι αυτός για ν’ απαντήσει έκανε μια ώρα. Σ’ ένα διάλειμμα τού λέω – Άκου να δεις Μάρλον, εσύ μπορεί να είσαι ιδιοφυής ηθοποιός αλλά εγώ είμαι ηθοποιός σκέτη. Τί θες να κάνω όση ώρα περιμένω να απαντήσεις, να πλύνω τά πιάτα ν’ αρχίσω να πλέκω ή να γράψω κάνα βιβλίο ; Τήν επόμενη φορά δεν προλάβαινα να ρωτήσω και τσακ μού πέταγε τήν ατάκα. Μού εκσφενδόνιζε τίς απαντήσεις του στα μούτρα ιλιγγιωδώς, τή μία μετά τήν άλλη μπαμ–μπαμ–μπαμ
τό ανέκδοτο αυτό απλώς δηλοί ότι ο μπράντο, ως ιδιοφυής πραγματικά ηθοποιός, αδυνατούσε να βρεθεί μέσα στα όρια τού φυσιολογικού, και μόνο μέσα από τήν υπερβολή έβγαζε αυτό που θεωρούνταν η εξοργιστική του φυσικότητα
η ακραία πάντως έκφανση κακής υποκριτικής βρίσκεται στη χώρα μας όταν πάμε στην ανάγνωση τής λογοτεχνίας : γιατί δεν υπάρχει δυστυχώς πιο αποτυχημένη ανάγνωση από αυτήν που προσπαθεί να αποδώσει φυσικότητα στον γραπτό λόγο : και δυστυχώς αυτό είναι τό μόνο είδος ανάγνωσης που φαίνεται να γνωρίζουνε οι ηθοποιοί, αλλά και οι ίδιοι οι γράφοντες κατά κανόνα εδώ (στις ευρωπαϊκές γλώσσες που μπορώ να παρακολουθήσω, τόσο οι άνθρωποι τού θεάτρου όσο και οι ίδιοι οι συγγραφείς διαβάζουνε κατά μέσον όρο καλύτερα τή δουλειά τους : παρακολουθώντας δηλαδή τούς ρυθμούς τού κειμένου και ισορροπώντας τους όσο πιο δημιουργικά μπορούν με τό νόημα) : στο σημείο αυτό όμως είναι μεγάλη η ευθύνη τής εκπαίδευσης και τής εξάσκησης η οποία και δεν παρέχεται στη χώρα αυτή : και θα χρειαζόταν να γράψω πάρα πολλά για να εξηγήσω ότι καθώς η ανάγνωση είναι ένας επιπλέον τρόπος ερμηνείας, αυτή η ερμηνεία προαπαιτεί μια καλλιέργεια (ή και τήν απλή έστω γνώση) κάποιας θεωρίας – ως προς τό τί δηλαδή ακριβώς κάνει η γραπτή τέχνη : τό ότι ο στόμφος π. χ. δεν είναι τό ζητούμενο στο γράψιμο και συνεπώς δεν μπορεί να είναι ούτε και στην ανάγνωση : τό ότι ο γραπτός λόγος επίσης βρίσκεται σε διάσταση (ακόμα και στις πιο «ρεαλιστικές» του μορφές) (όπως άλλωστε και η ζωγραφική και η μουσική και ο χορός) σε απόλυτη διάσταση από τήν «απλή» (και τί θα πει αυτή η λέξη ποτέ δεν κατάλαβα) αναπαραγωγή τής πραγματικότητας
ως προς τόν στόμφο τής ανάγνωσης όμως που, με περίεργο τρόπο, συνοδεύει και τήν δήθεν φυσικότητα και τήν ξεχειλιστική συγκίνηση, η πανωλεθρία και τό βατερλώ κάθε ηθοποιού στη χώρα αυτή είναι ειδικά η ποίηση : και θα ’τανε για γέλια αν δεν ήτανε για κλάματα ο τρόπος που προσπαθούν οι άνθρωποι να διαβάσουνε «με νατουραλισμό» τόν καρυωτάκη ή τόν καβάφη ας πούμε, αποδίδοντας μάλιστα και με φυσικότητα θεατρική τούς δήθεν «διαλόγους». Πρόκειται για μια βαθειά έλλειψη όμως και πάλι γενικής παιδείας που κάνει τά παιδιά καταρχάς να βγαίνουν από τό σχολείο και να μην ξέρουν να σού πουν τί είναι ακριβώς κατά τή γνώμη τους ένα ποίημα : οι περισσότεροι νομίζουν ότι αυτό που διακρίνει τό ποίημα από τόν πεζό λόγο είναι η συγκίνηση να ξεχειλίζει, τό συναίσθημα να σέ πνίγει, και να έχει και μικρότερες αράδες όταν τό βλέπουν γραμμένο. Εξαυτού ακριβώς δηλαδή είναι αδύνατο να παρακολουθήσουνε τίς περιπέτειες τού ρυθμού, και προσπαθούν να βρουν σώνει και καλά τίς περιπέτειες τής υπόθεσης
τό ακόμα πιο δύσκολο όμως για έναν ηθοποιό είναι η ομιλία στη μέση τού τραγουδιού : ή ολόκληρο τό τραγούδι που μιλιέται αντί να τραγουδιέται : σ’ αυτήν τήν περίπτωση ο ερμηνευτής όχι μόνο (πρέπει να) κάνει μια διαρκή τραμπάλα ανάμεσα στο νόημα τών λέξεων και τόν ρυθμό τους, αλλά πρέπει να επιδίδεται και σε μια ψυχρή ψυχική σχοινοβασία για να μην χαθεί ο γενικός ρυθμός τού νοήματος μέσα στον εξωτερικό ρυθμό τής μουσικής που θα σκεπάσει κάποια στιγμή τά πάντα
και νά λοιπόν ένα παράδειγμα : προσέξτε τί γλυκανάλατο τραγούδι καταδέχτηκε κάποτε τό θηρίο ο orson welles να τραγουδήσει : εμένα μού φαίνεται πρόχειρη η άποψη ότι είχε ανάγκη από λεφτά (έτσι έκανε σίγουρα πάντως κάτι πολύ εύκολες ταινίες) διότι προσωπικά στην περίπτωση αυτή εγώ πιστεύω πως διασκέδασε πολύ με τήν ιδέα ότι θα έπαιζε στα δάχτυλα τή συγκίνηση που θα μπορούσε να δημιουργεί κατά διαστήματα, καθώς θα υιοθετούσε σε κάποιες λέξεις μια υποκριτική εξόχως κλισαρισμένη και εμπορική ενώ θα διατηρούσε ώς τήν τελευταία τελεία τού κειμένου τή δυνατότητα να μεταπλάθει τό άρλεκιν σε σαιξπηρικό μονόλογο
αγνοείστε λοιπόν παρακαλώ τίς μουσικούλες και τά χορωδιακά και απολαύστε τό μεγαθήριο στον τρόπο που (μάς) παίζει :
.
.
υποσχέθηκα όμως, με αφορμή τόν σκαλκώτα, να πούμε μερικά και για τό ήθος (και τίς περιπέτειες) τών εκτός σκηνής υποκριτών :
η όλη κατάσταση πρέπει να πει λοιπόν κανείς ότι αντιστρέφεται, με παράδοξο αλλά και φαντασμαγορικό τρόπο, όταν από τή σκηνή κατεβούμε στην πλατεία : διότι εκεί τό ζήτημα τού ταλέντου εκδηλώνεται με μια ενδιαφέρουσα υποστροφή και έξαρση αλλά – και αυτό εγώ τουλάχιστον τό θεωρώ αδικία – δεν εισπράττει κανένα χειροκρότημα. Ίσως όμως να λέω και ψέματα, διότι ο άνθρωπος που (θέλει μεν να) είναι καλλιτέχνης έχει (όμως) τό μοναδικό ταλέντο να λέει ωραία ψέματα στον εαυτό του, μολονότι δεν θα τό παραδεχτεί ίσως ποτέ, χειροκροτεί ο ίδιος τό ταλέντο του κατά βάθος : αν μπορούσαμε να τόν δούμε δηλαδή κάποια στιγμή ολομόναχο, θα διαπιστώναμε ότι υπάρχουν στιγμές που χαμογελάει αφοπλιστικά και χαιρέκακα, με πολλή ικανοποίηση για τίς μεθόδους του, οι οποίες θεωρεί ότι κοροϊδεύουν τούς πάντες. Τό γεγονός όμως ότι και οι άλλοι γύρω του δείχνουν να πείθονται από τά ψέματά του δεν πρέπει να μάς ξεγελάει : η ανταμοιβή, τήν οποία κατακτά με τήν επιτυχία, δεν μάς δείχνει παρά μόνο ότι η πλατεία είναι ασφυκτικά γεμάτη σ’ αυτήν τήν περίπτωση, και οι υποκριτές αυτού τού είδους πολλοί : και, όπως λέει κι ο σοφός λαός, «μεταξύ κατεργαραίων η ειλικρίνεια»
επί τού θέματος, αν και παραπλήσια και παρενθετικά, οφείλω να προσθέσω ότι διαπίστωσα πάντως σχετικά καθυστερημένα, πως όσοι δεν αναπτύσσουν ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις, δεν λένε ψέματα σε εαυτούς και αλλήλους, και δεν κολακεύουν τό συνάφι, δεν είναι απλώς και μόνο αντιδημοφιλείς αλλά θεωρούνται και επικίνδυνοι : ως άλλο είδος μάλλον : διότι ως γνωστόν τό «άλλο είδος» σε κάθε είδος ζώου προκαλεί μια ενοχλητική ανασφάλεια – αν αφαιρέσουμε και τή μνησικακία (όπως θα ’λεγε κι ο νίτσε) τήν οποία τούς γεννάει τό γεγονός πως κάποιοι παρ’ όλ’ αυτά επιζούν (δηλαδή δουλεύουν παράγουν έργο και έχουν ευτυχισμένη ερωτική ζωή) μη φιλώντας νυχθημερόν κατουρημένες ποδιές. Γιατί δεν πεθαίνουν αυτά τά ζώα αμέσως ;
η υποκριτική δηλαδή εκτός θεάτρου έχει εξαρχής εξωκαλλιτεχνικούς και οπορτουνιστικούς στόχους, και στόχους όχι απλώς επιβίωσης αλλά (συμβολικής) δολοφονίας τών υπολοίπων – αυτό βέβαια, για να ’μαστε αντικειμενικοί, πρέπει να πούμε ότι υφίσταται σαν φαινόμενο στην περιοχή γενικά τής ατομικής καθημερινής ψυχολογίας (και αυτών που δεν καλλιτεχνίζουν δηλαδή) και εγώ ας πούμε κάποτε νόμιζα ότι αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του εξυπηρετεί μόνο κάποια φτηνή συναισθηματική του ανάγκη : η απλή αλήθεια όμως είναι τελικά ότι πολλές από τίς παραστάσεις αυτές τίς δίνουν οι «πνευματικοί άνθρωποι» για να προωθήσουν μοναχά τήν καριέρα τους – επειδή θέλουν να γίνουν δηλαδή αυτό που βλέπουν σε αφθονία γύρω τους : επιτυχημένοι οικονομικά και κοινωνικά διανοούμενοι :
επειδή λοιπόν η υποκριτική έχει σ’ αυτήν τήν περίπτωση αποκλειστικά ευτελείς λόγους, τό υπόγειο χειροκρότημα από τούς άλλους τής πλατείας περιέχει επίσης μεγάλη δόση και αυτοέπαινου και υποκρισίας : αναγνωρίζει δηλαδή ο ένας στον άλλον τά ταλέντα του, ενώ συγχρόνως, μοχθηρά, ζηλεύει ο ένας τίς καθημερινές εφευρέσεις τού άλλου
για να ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχική περιγραφή τής υποκριτικής, υπάρχει άραγε και εδώ τό «παράδοξο τού ηθοποιού», στα ψέματα δηλαδή που λένε οι διανοούμενοι στον εαυτό τους και που, πρέπει να αναγνωρίσουμε, τούς μετατρέπουν ενίοτε σε εξαιρετικούς ηθοποιούς ; Νομίζω πως ναι, υπάρχει, αλλά μόνο αν τού αλλάξουμε τό όνομα – γιατί δεν θα είναι «τού ντιντερό» τότε πια τό παράδοξο, αλλά τού ενοχλητικότερου (και νεότερου) φρόϋντ : και τότε τά δύο διαφορετικά επίπεδα στα οποία θα πατάει με τό κάθε πόδι του ο ταλαντούχος μας, θα έχουνε υποστεί κι αυτά μια μετάλλαξη, επί τό βαθύτερο και τό (ασφαλώς) τρομαχτικότερο : Γιατί τό πράγμα δεν έχει να κάνει πια με τό «απ’ τή μια να παίζει κι απ’ τήν άλλη να παρακολουθεί τόν εαυτό του να παίζει» αλλά με τό «απ’ τή μια να παίζει κι απ’ τήν άλλη να πρέπει να πείθει τόν εαυτό του ότι δεν παίζει με τίποτα»
μια άλλη σοφή ρήση είναι τό ότι «για να ’σαι καλός ψεύτης πρέπει να ’χεις καλή μνήμη» : και σ’ αυτήν τήν περίπτωση έχω διαπιστώσει ότι η μνήμη απουσιάζει τόσο από τόν ψεύτη όσο και από τό κοινό του (τούς ομότεχνους τού συναφιού) : δεν είναι ελάττωμα προς θάνατον όμως, αλλά μάλλον προσόν που θεωρείται σχεδόν απαραίτητο : η κοντή μνήμη είναι στοιχείο δηλαδή τής ψυχολογίας αυτού τού ζώου, που θα τό διευκολύνει στην αναγκαστική ασυνειδησία του, έτσι ώστε αντί να κρύβεται, σχεδόν μετά μανίας να επιδεικνύεται επί τής αόρατης αυτής σκηνής : Δυστυχώς έχω προσωπική εμπειρία και αναμνήσεις από τή δράση τού ταλαντούχου αυτού : μια από τίς παλιότερες γνωριμίες μου ας πούμε με τόν οποίο ξεκινούσαμε τά πρώτα μας βιβλία περίπου συγχρόνως, διένυσε μια πορεία ιδιαίτερα διδακτική καθώς επιδόθηκε από νωρίς στο κυνήγι τής καταξίωσης μεταμορφώνοντας κάθε προσωπική σχέση σε δημόσια : βρήκε επομένως σύντομα μέντορα (από τούς ήδη καταξιωμένους, καθώς είχε κι εκείνος διανύσει παλιότερα τή δικιά του πορεία μετάλλαξης) αλλά αυτό που δεν έπαψε ποτέ να μέ εκπλήσσει ήτανε τό πώς, κάθε φορά που έβγαζε καινούργιο βιβλίο, κυκλοφορούσε με κατεβασμένα μούτρα και τό κεφάλι σκυφτό, μέχρι ο μέντορας να δώσει τό σύνθημα ν’ αρχίσουν από τίς εφημερίδες οι έπαινοι : τότε τό κεφάλι σηκωνόταν ψηλά, και σχεδόν δεν σέ έβλεπε πια στον δρόμο. Όσοι είναι λίγο κοντά στον χώρο όμως τά ξέρουν, γιατί τό είδος είναι συνηθισμένο, ας προσθέσω απλώς κάτι που ίσως τό κάνει πιο πρωτότυπο : φίλος τού μέντορα μάς ανακοίνωσε ένα βράδυ μεταξύ τυρού και αχλαδίου ότι ο μέντορας τού δήλωσε ένα βράδυ και εκεινού, μεταξύ φιλοσοφικών μού φαίνεται συζητήσεων, πως τόν συγκεκριμένο προστατευόμενο τόν σιχαινόταν
βέβαια μπορεί να δει κανείς εδώ μια θαμπή διάθεση να διατηρήσει ο μέντορας μια ελάχιστη ειλικρίνεια με τόν εαυτό του – σε συνδυασμό πάντως με τήν αλαζονεία τού πιο δυνατού που δεν διστάζει να εκθέσει όσους τόν γλείφουν. (Λυπάμαι από τήν άλλη, που πρέπει να πω ότι έχουν πεθάνει όλοι τώρα σ’ αυτό τό παράδειγμα). Υπάρχουν όμως και άλλα παρόμοια (με ζωντανούς ακόμα τούς πρωταγωνιστές τους) απ’ τά οποία δεν έχω κέφι τώρα να μεταφέρω πάνω από κάνα–δυο : έχω παρακολουθήσει άλλον ας πούμε λοιπόν άνθρωπο να αναρριχάται αιφνιδίως (η αιφνίδια αναρρίχηση να σάς βάζει πάντα σε σκέψεις) με βάση τό στενό κόρτε που έκανε σε άλλον, παλιότερο, και ύστερα από λίγο (μόλις η αναρρίχηση απέδωσε) να ισχυρίζεται ότι δεν τόν ήξερε (εκείνον, τόν διάσημο ευεργέτη του) καν, όταν ξεκινούσε, αλλά τόν γνώρισε καθοδόν εξαιτίας τής ίδιας του τής αξίας ( : τό σημαντικό είναι ότι τά πιστεύουν οι ίδιοι αυτά (και αυτή είναι η καλή υποκριτική σ’ αυτή τήν περίπτωση.)) Θα ’ναι λίγο δηλαδή να πούμε ότι η μνήμη τότε εξαφανίζεται : γιατί εξαφανίζεται ολόκληρη η δυναμική τού χρόνου – η τραγική του περιπλοκή και ειρωνεία
άλλος πάλι ξεκίνησε τήν καριέρα του μισώντας (μάλλον επειδή τού φάνηκε φεμινίστρια) γνωστή συγγραφέα αλλά μπήκε αργότερα μετά βαΐων και κλάδων στην αυλή τών θαυμαστών της (τίποτα βλαβερό ώς εδώ) κατηγορώντας όμως ως ψεύτες εκείνους που θυμόνταν ότι κάποτε τήν έβριζε. Κι άλλος διάσημος έτυχε ν’ αποκλείσει κατά κακή του τύχη, ως «αναγνώστης» σε εκδότη, ανερχόμενη πεζογράφο η οποία στη συνέχεια εκδοθείσα αλλού έκανε πλούσιο συν τοις άλλοις και τόν εκδότη της – ο «αναγνώστης» διεμήνυσε τότε ότι ουδέποτε τήν είχε «απορρίψει» και πληροφόρησε διδακτικά πάντα ενδιαφερόμενο πως τό γεγονός ότι τήν απόρριψε, αν αναφερθεί, θα απορριφθεί ως ψέμα. (Εδώ βέβαια πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τόν φόβο του μη χάσει τή δουλειά του ο άνθρωπος από τόν θυμωμένο εκδότη) Γενική (και απαράβατη πάντως όπως φαίνεται) αρχή είναι τό να γίνεσαι (αν θέλεις να κάνεις δηλαδή καριέρα και στα συγγραφικά) στενός κορσές : η διαρκής όχληση από μέρους σου προς κριτικούς αποδίδει : διότι κάποια στιγμή οι άνθρωποι για να σέ ξεφορτωθούν θα γράψουν για τίς αηδίες που γράφεις ή θα σού δώσουν και κανένα βραβείο. Εξυπονοείται και προϋποτίθεται ότι η έλλειψη αξιοπρέπειας, η οποία συνοδεύει τήν όχληση, δεν σέ ενοχλεί
γενικός κανόνας και κλειδί κατανόησης πάντως είναι αυτή η λεξούλα «και» όταν μιλάμε για τούς ανθρώπους ως προς τήν καριέρα τους και στα συγγραφικά : γιατί τό πρέπον και τό καλύτερο είναι να προηγηθούν άλλες καριέρες, σπουδές σε κάτι άσχετο, πανεπιστημιακή αναρρίχηση επίσης σε κάτι άσχετο ει δυνατόν, και (ει δυνατόν επίσης) κληρονομικοί τίτλοι ή γάμος με κάποιον που δημοσιογραφεί ή έχει θέση σε κόμμα ή (ακόμα καλύτερα) σε κάποιον πανεπιστημιακό, ευρέως πολιτιστικό, ή ευρέως εμπορικό και βιομηχανικό χώρο. Γιατί η μετάλλαξη τών σχέσεων, από προσωπικές σε δημόσιες, ξεκινά συνήθως μέσα από τόν (αγνό) θεσμό τής οικογένειας και πυροβολούμε έτσι μ’ ένα σμπάρο δύο τρία και περισσότερα τρυγόνια ή μπούφους : τίς δημόσιες σχέσεις αναλαμβάνει τότε συνήθως τό άλλο σκέλος τού ιερού δεσμού και εμείς ανερχόμαστε στο πουργατόριο εξαγνισμένοι : (αυτή είναι η πιο «επιδέξια» υποκριτική, και αυτή που στοχεύει αποτελεσματικά εκτός από τούς τρεις μπούφους, και τά βαθύτερα στρώματα τής εσωτερικής ζωής – εκεί που τό ψέμα εγκαθίσταται όχι ως τρόπος καλλιτεχνικός, αλλά ως ψυχολογική κατάντια). Γιατί τό ψέμα έχει βέβαια μια άλλη σχέση με τήν καλλιτεχνική κατασκευή, εκεί που μεταλλάσσεται πραγματικά σε αλήθεια, και εκεί όπου οι αλήθειες μόνο όταν ευθέως σερβιριστούν ως ψέμα καταντάνε αληθοφανείς
για λόγους προσωπικής λεπτότητας και γούστου δεν αναφέρω βέβαια ονόματα (δεν σκανδαλοθηρούμε εδωμέσα), θα ήθελα όμως να προσθέσω δυο λέξεις σχετικά με τό «παράδοξο» αυτό τού κάτω ή πίσω από τή σκηνή ηθοποιού : δεν είναι φυσικά μόνο άνθρωποι τού γραπτού λόγου όσοι ανήκουν σ’ αυτή τή συνομοταξία, τό φαινόμενο τού δημοσιοσχεσίτη βρίσκεται και στους εικαστικούς, και στους μουσικούς, και σε άλλους συναφείς χώρους : οι ομότεχνοι τούς γνωρίζουν – μερικά μάλιστα τέτοια ταλέντα (να μην ξεχάσω και τό σινεμά) είναι περιβόητα – αλλά ο απλός αναγνώστης, ή ο απλός εραστής ας πούμε τής τέχνης, έχει κι αυτός έναν ασφαλή τρόπο για να τούς διακρίνει – αν ψάξει τούς αιφνιδίως ξεφυτρωνόμενους, περιφανώς επωνυμιαζόμενους, υψιπετώς ευπωλούμενους, μονίμως κρινόμενους και μηδέποτε αγνοούμενους (ό,τι μπαλαφάρα κι αν κάνουν) : και επειδή στους ταλαντούχους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κριτικοί και οι πληβειότεροι γενικώς δημοσιογράφοι, θα χρειαζόταν λεπτομερής μελέτη και περιγραφή (που θα ’χε και πλάκα) στο θέμα αυτό, ως προς τίς ενέργειες ακριβώς που προηγούνται για να αναφερθεί τό όνομα κάποιου έστω και παρενθετικώς υποσημειούμενο σε εφημερίδα ή άλλο έντυπο, ή για να τού ζητηθεί η υπογραφή του πάνω σε κάποιο θέμα – για να μην πω ότι η συλλογή υπογραφών δεν έχει πολλές φορές άλλο σκοπό από τό να δημοσιευτούν τά ονόματα κάποιων στις εφημερίδες, έστω και στα ψιλά – τό σημαντικό πάντως είναι ότι θα γίνει οπωσδήποτε παζάρι και ξεσκαρτάρισμα ως προς τό από ποιον θα ζητηθεί η υπογραφή. Όπως τό ξεσκαρτάρισμα που θυμάμαι ότι έκανε, σε παρουσιάσεις βιβλίων και άλλες πνευματικές εκδηλώσεις, εξέχων λογοτέχνης τόν οποίο πλησίαζαν οι παρευρισκόμενες ρεπόρτερ «πολιτισμικού» για να τίς πληροφορήσει ποιοι ήταν παρόντες : μάς κοιτούσε λίγο σκυφτός έναν–έναν και ψιθύριζε στο αυτί τής ευπειθούς ρεπόρτερ ποιους έπρεπε να αναφέρει. (Οι ρεπόρτερ ως γνωστόν δεν χρησιμοποιούν τά μάτια τους, παίρνουν πάντα εντολές από κάποιους (όσοι δεν έχουν σχέση με τά καλλιτεχνικά πηγαίνουν όμως σε διαδηλώσεις, τό έχουν ήδη διαπιστώσει με τά δικά τους μάτια (τό πόσο επιλεκτική είναι η περίφημη προσοχή τού ματιού τής κάμερας, και προς ποια επεισόδια))) : προσωπικά έπαψα να πηγαίνω στις εκδηλώσεις τού συναφιού επειδή βαρέθηκα και τό θέαμα, που μού θύμιζε ό,τι άκουγα για τίς κουκούλες στην κατοχή που δείχναν στους κατακτητές τούς μελλοθάνατους (εδώ βέβαια γινόταν τό αντίστροφο – οι μελλοθάνατοι ήταν αυτοί που δεν υποδεικνύονταν ως παρόντες). Κάποτε πήρα και απευθείας μαθήματα απ’ αυτόν τόν διάσημο, τά οποία ουδέποτε ξέχασα καθώς τά πέταγα στο καλάθι τών αχρήστων : μού έδωσε ας πούμε τηλεφωνικό κατάλογο τόν οποίο έπρεπε να χρησιμοποιήσω (τά λόγια τού καλοκάγαθου συμβούλου μου καθώς μού παρέδινε τό πολύτιμο χειρόγραφό του ήτανε : «και τώρα θ’ αρχίσεις τά τηλέφωνα, όλη μέρα»). Εδώ θα πρέπει όμως να προσθέσω (τά ’χω πει βέβαια και αλλού) ότι και οι κριτικοί είναι συστατικό και ενεργό μέρος αυτής τής παράστασης (διότι, μην ξεχνάμε : κάποτε θα βγάλουν κι αυτοί ένα βιβλίο) έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δεις πώς φυλάνε τά ρούχα τους στην περίπτωση που πρέπει να κρίνουν ένα έργο που είναι καταφανώς σκουπίδι : θα αναφέρουν λοιπόν ευσχήμως και κάποια ελαττώματα, αλλά ξέρουν ότι αυτό δεν πειράζει : τό βασικό είναι να αναφερθεί τό έργο, να μην αγνοηθεί (επουδενί) δηλαδή τό πόνημα. Γιατί η μόνη τιμωρία που κοστίζει σ’ αυτούς τούς ανθρώπους είναι η αποσιώπηση – μόνο όσοι τήν τρώνε στα μούτρα ξέρουνε πόση δύναμη χρειάζεται για να τήν δεις από μακριά και να γελάσεις
να μην επεκταθώ όμως επ’ αυτών περισσότερο, γιατί τό «περί υποκριτικής» θα καταντήσει μέρος μυθιστορήματος. Κι εδώ που τά λέμε είναι ο μόνος τρόπος να γίνει πιστευτό αυτό τό τμήμα τής πραγματείας διότι αν τό θέσεις έτσι ως μέρος τής αλήθειας, όπως εγώ τώρα, κινδυνεύεις να θεωρηθείς κακοήθης και επιπλέον ζηλιάρης : μην ξεχνάμε και τό ρητό «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια»
υπάρχει όμως εδώ κάτι που θα ’πρεπε να σημειώσω και που εξηγεί ώς ένα βαθμό τήν ανυπαρξία έργου που χαρακτηρίζει τούς δημοσιοσχεσίτες : βέβαια, με τή λέξη έργο δεν εννοώ τή συσσώρευση γραμμένων χαρτιών, γιατί τέτοιο έργο υπάρχει σε πολλούς απ’ αυτούς, και μάλιστα σε κάποιους αποτελεί τό κυριότερο στοιχείο τού ψέματος που λένε στον εαυτό τους : συσσωρεύουν χαρτιά για να πείσουν εαυτούς και αλλήλους ότι τούς ανήκει δηλαδή ο χαρακτηρισμός τού συγγραφέα – και στη συνέχεια, με βάση τόν χαρακτηρισμό τόν οποίο πλέον έτσι κέρδισαν, επιδίδονται στο κυνήγι τής δόξας. Η ανυπαρξία έργου όμως, αν τήν κοιτάξουμε καλύτερα, είναι συστατικό στοιχείο τής «δόξας» ακριβώς : γιατί ο άνθρωπος που εκχωρεί στη ζωή του τόν έρωτα, και κάθε πραγματική σχέση, προκειμένου να πετύχει συμβολικά πηδηματάκια από συμφέρον, έχει όλα τά απαιτούμενα προσόντα για να είναι τόσο άδειος, ώστε να μην μπορεί να παράξει τίποτα καλύτερο
η αποθέωση λοιπόν τών δημόσιων σχέσεων αποτελεί εικονογράφηση κατά τή γνώμη μου μιας τέτοιας προσωπικής κατάντιας, επειδή ακριβώς οι συνέπειές της στον ψυχισμό τών ηρώων της είναι πολύ βαθύτερες από τό απλό καθημερινό ψέμα για να βολευτεί κάπως καλύτερα η θλίψη τής καθημερινής τους μιζέριας. Είναι τόσο βαθιές, που οι ίδιοι οι ήρωες δεν αντιλαμβάνονται καν ότι έχουν μεταλλαχτεί σ’ ένα άλλο είδος ζώου που δεν έχει πια τίποτα τό ανθρώπινο : δεν διαθέτουν πλέον, για να τό πούμε απλά, καθόλου προσωπικές σχέσεις : οι (άλλοι) άνθρωποι έχουν πάψει πια για τόν ταλαντούχο αυτόν να έχουν δηλαδή πρόσωπο : έχουνε μόνο επώνυμο δύναμη εξουσία λεφτά και άλλα τέτοια δυστυχή παρόμοια : ο ψυχολογικός ευνουχισμός έχει προχωρήσει ώς τόν βαθμό να μην μπορούν καν να θυμηθούν πώς είναι να αντιμετωπίζεις τούς ανθρώπους με σεβασμό για ό,τι βλέπεις ν’ αξίζει πάνω τους : δεν βλέπεις καν μπροστά σου, με τόν ίδιο τρόπο που δεν θυμάσαι καν τί έλεγες δυο μέρες πιο πριν : αλλάζεις φίλους ιδέες γούστα και προτιμήσεις, με τήν ίδια ευκολία που αλλάζεις κόμμα και σώβρακο : (ή με τήν ίδια ευκολία με τήν οποία επιμένεις σ’ αυτά, ακόμα κι αν τά βλέπεις τρύπια) : ανάλογα δηλαδή με τά «συμφέροντα τής στιγμής», και η στιγμή σ’ αυτήν τήν περίπτωση εξαερώνει ολόκληρον τόν χρόνο
τό λάθος (αν υπάρχει λάθος) βρίσκεται σ’ εκείνους που διαμαρτύρονται για τό πρόσωπο που παρουσιάζεις σήμερα και δεν σέ καταλαβαίνουν τώρα, γιατί δεν κατάλαβαν από τήν αρχή (θύματα τού ξεσκαρταρίσματος που λέγαμε) ότι τό βασικό σου ταλέντο ήταν από ανέκαθεν η υποκριτική – όχι στη σκηνή αλλά στα παρασκήνια – στο μέγα πανελλήνιο τής δολερής πλατείας
η μεγάλη μου πείρα πάντως σ’ αυτά όλα μού δίνει τώρα και τό δικαίωμα να συμβουλέψω, όσους θέλουν να ξεκινήσουν από σήμερα καριέρα και στα συγγραφικά, να φροντίσουν ώστε πριν ανεβάσουν τό έργο τους στη σκηνή, να έχουν οργανώσει τή ζωή τους ακριβώς, και με ακρίβεια, στα παρασκήνια : καλύτερα γράφε και ταυτόχρονα φρόντιζε να φτιάχνεις αυλή, κι ακόμα καλύτερα μην ξεκινήσεις καν να γράφεις αν προηγουμένως δεν έχεις φροντίσει να ολοκληρώσεις στοιχειωδώς τήν αυλή σου. Τό να περιμένεις ν’ αναγνωρίσουνε τή δουλειά σου οι «πνευματικοί άνθρωποι» από μόνοι τους στη χώρα αυτή είναι σκληρό ανήλεο και ανθυγιεινό σπορ (τό μόνο του προσόν είναι ότι αφήνει τό έργο σου ανεπηρέαστο να αναπτυχθεί – και τότε, καθώς θα «τραγουδά και θα πλέχει» κατά τό εμπειρίκειο υπερωκεάνειο, θα τό συναντήσουν μέσα στον χρόνο και θα τό χαρούν και οι ευτυχείς ελάχιστοι, οι happy few που δεν έχουν κι αυτοί καθόλου καιρό και κέφι να ξημεροβραδιάζονται σε ασυμπάθηστους ταπεινούς διαδρόμους).
.
.
.
* αφορμή για τό σημερινό ποστ αποτέλεσε ένα παλιότερο στο άλλο σημειωματάριο, τού οποίου τό τελευταίο μέρος (αφιερωμένο στην ανάδειξη τής κατά τή γνώμη μου άριστης υποκριτικής, με παραδείγματα από μια ταινία τού μάϊκ νίκολς) ακυρώθηκε ύστερα από τήν εξαφάνιση τών σχετικών βίντεο από τό γιουτούμπ (για λόγους «πνευματικών δικαιωμάτων» ( : τά δικαιώματα αυτά αφορούν, όπως δεν είναι δυστυχώς επαρκώς κατανοητό, τίς εταιρείες και όχι τόν καλλιτέχνη)) και έτσι τή θέση εκείνου τού τελευταίου μέρους πήρε τώρα ένα καινούργιο τελευταίο μέρος, στο οποίο αναγνωρίζω ότι θα άξιζε κανείς να αφιερώσει ουσιαστικότερη και μακροσκελέστερη διαπραγμάτευση. Προς τό παρόν απόφυγα, όπως έγινε ελπίζω σαφές, τόν πειρασμό τής λεπτομερούς ψυχολογικής ανάλυσης – όπως και τόν πειρασμό να τό κάνω δροσιστικά επίκαιρο με τήν περιγραφή τού ιδιαίτερου εκείνου ζώου που λέγεται δημοσιοσχεσίτης εξουσιομανής συγγραφέας τής αριστεράς – παραείναι εύκολο για τά γούστα μου
.
.
.
.
.
.