σημειωματαριο κηπων

27 Νοεμβρίου 2013

υποκριτική

.

 

 

   η υποκριτική είναι μια δύσκολη τέχνη, και δεν αρκεί τό ταλέντο – άλλωστε σε καμία τέχνη δεν αρκεί τό ταλέντο, και κατά τή γνώμη μου η ίδια η λέξη ταλέντο είναι απολύτως ασαφής – όσο σαφής και εκθαμβωτική είναι η εγκυρότητά της όταν τήν ανακαλύπτουμε έκθαμβοι στους πραγματικούς καλλιτέχνες. Αλλά και πάλι, καταλαβαίνουμε τήν ανεπάρκεια (ή και τή γελοιότητα ακόμα) τής λέξης όταν θελήσουμε να πούμε ότι ο βανγκόγκ είχε για παράδειγμα ταλέντο ζωγράφου, ή ο μπετόβεν ταλέντο μουσικού : κι ο πιο αδαής από μάς, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν λέμε καλά τότε (όπως με τόν ίδιο τρόπο γελοία ανεπαρκής μάς φαίνεται και η έννοια τής ευφυίας – αν θελήσουμε ν’ αποδόσουμε ας πούμε εξυπνάδα στον ηράκλειτο με τόν ίδιο τρόπο που μιλάμε ας πούμε για τήν ευφυία τού αϊνστάϊν)

   η διαφορά όμως τής υποκριτικής από τίς άλλες τέχνες βρίσκεται στη φοβερή ανασφάλεια τών φορέων της (σε σχέση με τούς άλλους εκτελεστές όπως είναι ας πούμε οι βιρτουόζοι κάποιου μουσικού όργανου) – πέρα από τό γεγονός ότι μέχρι πρότινος δεν μπορούσε να διαιωνιστεί κιόλας – και (όσο υπήρχε μόνο θέατρο) πέθαινε μέσα στην ίδια μέρα : ζούσε δηλαδή μόνο κατά τή διάρκεια μιας παράστασης και ύστερα πια – θα ζούσε ελάχιστα στη μνήμη όσων είχαν πάει και ήτανε εκεί – υποχείριο και θύμα στις παραξενιές που έχει η μνήμη τού καθενός – και φυσικά μόνο για όσο (θα) ζούσε ο καθένας. Μετά, ακόμα κι αν κάποιος άφηνε γραπτές τίς αναμνήσεις του (και έτσι μάς διασώζονται οι θρύλοι για τήν ελεωνόρα ντούζε ή τή σάρα μπερνάρ ή τήν τζουντίτα πάστα (τήν αγαπημένη τού σταντάλ) ή τήν μαλιμπράν (τήν αγαπημένη τής κάλλας) ή ακόμα και για κάποιους ηθοποιούς τής αρχαίας αθήνας (είχα διαβάσει κάποτε ένα βιβλίο αλλά δεν θυμάμαι τίτλο), ή ακόμα και για τό βιρτουόζικο παίξιμο στο πιάνο τού μότσαρτ, ή στο όργανο τού μπαχ (που έπαιζε τόσο δυνατά ώστε χάλαγε τα όργανα και τού βάζαν πρόστιμο οι εκκλησίες) ή τού μπετόβεν (που έπαιζε επίσης άγρια και χεβιμεταλάδικα και έσπαγε τίς χορδές στα πιάνα του), ή τού σοπέν και τού λιστ τίς λεπτεπίλεπτες δεξιοτεχνίες, ή ακόμα και τόν μοναδικό τρόπο που έπαιζε τό βιολί ο σκαλκώτας (και που όπως λένε, μάλλον έχοντας ακούσει μικρός τόν ήχο τού δημοτικού βιολιού από τούς λαϊκούς οργανοπαίχτες που είχε η οικογένεια τού πατέρα του, έβγαζε στο βερολίνο κάτι ήχους από τό βιολί του που άφηναν τούς ντόπιους άναυδους) (οι δικοί μας ντόπιοι δεν μείναν και πολύ άναυδοι πάντως : τελευταίο βιολί τόν βάλαν να παίζει στην εν αθήναις περιφανή ορχήστρα όταν γύρισε από τό βερολίνο στην ελλάδα – αρνούμενος τήν εκεί καριέρα του μετά τήν άνοδο εκεί τών ναζί ( : βλέπουμε δηλαδή ότι ο σκαλκώτας δεν ήταν καλός υποκριτής – δεν τού πηγαίναν εκεινού βολέματα τού τύπου «εγώ άλλα πιστεύω από μέσα μου, αλλά τώρα βλέπεις έχουμε να κάνουμε και με τήν καριέρα μας» – όλα αυτά δηλαδή που λένε πολλοί καλοί υποκριτές σήμερα, και που θεωρούνται και αυτονόητα)). Αλλά για τίς υποκρισίες εκτός σκηνής θα τά ξαναπούμε αργότερα*

   τήν ίδια μοίρα είχαν πάντως, πριν τήν τεχνολογία (πριν τά αυτονόητα για μάς σήμερα και εν πολλοίς ξεπερασμένα γραμμόφωνα μαγνητόφωνα πικάπ και σιντιά και βίντεα και σινεμά) όλοι επίσης οι άλλοι εκτελεστές που η μοίρα τους ανά τούς αιώνες ήταν να ζούνε σαν τίς πεταλούδες για δυο ώρες μόνο κάθε φορά, και όχι μόνο οι ηθοποιοί : Όμως η τέχνη τού ηθοποιού έχει τήν πιο συγκινητική θνητότητα νομίζω, γιατί για να ολοκληρωθεί απαιτεί μια ανήλεη εξάσκηση όχι σε ένα μέρος μόνο τού σώματος, αλλά στο όλον του, και μιλώντας για «όλον» κυριολεκτούμε εδώ : συμπεριλαμβάνονται δηλαδή μύες νεύρα μυαλό η ψυχολογία του ολόκληρη, τό σύνολο τής ζωής του, η θέληση οι νευρώσεις ο σύμπας ερωτισμός και οι φοβίες του, οι απωθήσεις και οι αποφάσεις του : με όλ’ αυτά δουλεύει ο ηθοποιός : και αυτό τό σύνολο λέγεται εν συντομία «εαυτός», και είναι τό δικό του μοναδικό εύθραυστο θνητό και ευάλωτο όργανο

   όμως ούτε αυτό δεν φτάνει : δεν αρκεί η ευαισθησία («τό ταλέντο») να (μπορεί να) τά επιστρατεύει όλα αυτά μαζί : χρειάζεται και μια επιπλέον διανοητική ικανότητα, να μπορεί να κρίνει συνεχώς τήν απόδοσή του σαν να κάθεται συγχρόνως και στην πλατεία – αλλά και μια (ασκητικής εντελώς υφής) δυνατότητα αυτοπειθαρχίας, να μπορεί να περιορίζει τίς ίδιες του τίς ευκολίες. Αυτά τά δύο τελευταία είναι όμως χαρακτηριστικά που τά έχουνε βέβαια και οι άλλες τέχνες – θα ’χετε δει ίσως ζωγράφους να απομακρύνονται από τό έργο τους κάθε λίγο τήν ώρα που δουλεύουν και να τό κοιτάν από μακριά, ή θα έχετε ακούσει για τόν ρόλο που παίζει ο «χρόνος ψύξης» στο έργο ενός συγγραφέα, ο οποίος αφήνει τό γραπτό του για ένα διάστημα πριν τό ξαναδεί για να τό διορθώσει – κι ένας απ’ τούς λόγους που εκδίδονται προχειρότητες είναι γιατί, πέρα από τό ότι ο συγγραφέας βιάζεται να εκδόσει τό πόνημα για να αποκτήσει δόξα και λεφτά, είναι και ο εκδότης που τόν πιέζει να βγάλει γρήγορα τό αριστούργημα που θα τού φέρει κι εκεινού λεφτά (αν όχι και δόξα). Βέβαια οι εκδότες απ’ τή μεριά τους πάντα πιέζανε, αλλά οι ντοστογιέφσκηδες που έχοντας πέσει έξω στις ημερομηνίες τό παίρναν τό έργο τελειωμένο, και τό πετάγαν στο τζάκι τήν τελευταία μέρα, για να τό ξαναγράψουν από τήν αρχή δεν είναι και καθημερινό φαινόμενο στους πολιτισμούς μας : πάντως έτσι έχουμε έναν «Ηλίθιο». Αλλά και η δύναμη να μην αφήνεις τίς ευκολίες σου να σέ παρασέρνουν είναι επίσης γενικό γνώρισμα τού (καλού) τεχνίτη. Η ιδιομορφία τού ηθοποιού όμως είναι άλλη : τά κάνει όλ’ αυτά ενώπιον τού κοινού – κι αν γίνει ένα λάθος, δεν διορθώνεται πια κείνη τήν ώρα. Άρα η σημασία τής προεργασίας και τής εξάσκησης στον ηθοποιό έχει μια άλλη, πολύ πιο «επείγουσα» και τραγική σχεδόν έννοια. Η δημιουργία του βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα, μπροστά στα μάτια μας : η έννοια τής σχοινοβασίας ολοκληρώνεται περισσότερο μάλιστα θα έλεγα στον ηθοποιό παρά στον ακροβάτη, γιατί στον ηθοποιό αφορά ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο απ` ό,τι τό απλό σώμα που κινδυνεύει να πέσει – σε δίχτυ μάλιστα κιόλας στο τσίρκο συνήθως

   μια δασκάλα μου στα αγγλικά μού είχε γράψει όταν ήμουν μικρή, για να τό θυμάμαι, the talent does what it can, the genius what it must. Τό μίσησα από τήν πρώτη στιγμή που τό είδα γραμμένο, γιατί μού μύρισε ασκητισμό και μια πουριτανική αίσθηση καθήκοντος. Ίσως όμως αυτή η κουβέντα (νομίζω ότι είναι καποιανού διάσημου, τή βρήκα να θεωρείται γνωστή κάπου αργότερα) ίσως να ’χει και μια βάση, όσο μπορώ να καταλάβω δηλαδή σήμερα με τά δικά μου, περιορισμένα απ’ τίς μονομανίες μου και τίς αδυναμίες μου, μέσα, ίσως και να ’χει τήν έννοια δηλαδή ότι, από ένα σημείο και πέρα, πρέπει να κάνεις αυτό που θέλεις. Τό «πρέπει» δηλαδή εδώ μού φαίνεται ότι σημαίνει «επιθυμώ διακαώς»

.

.

   αλλά ξέφυγα από τήν υποκριτική. Πάντως και τό γράψιμο, μια υποκριτική είναι κι αυτό. Ένας έλληνας συγγραφέας (ο άγγελος τερζάκης, που δεν τόν θεωρώ και καθόλου σπουδαίο, μεταξύ μας) έχει κάπου καταγράψει τή συζήτηση που είχε με μια νεαρή σπουδάστρια στη δραματική σχολή τού εθνικού : τού είπε η κοπέλα λοιπόν κάτι σαν «εσείς, κύριε, είσαστε τυχερός γιατί γράφετε ό,τι θέλετε, ενώ εμείς πρέπει να μαθαίνουμε απέξω και να λέμε πάντα μόνο αυτά που ’χει γράψει ένας άλλος» και μού έκανε εντύπωση που τής απάντησε (στο περίπου) : «κάνεις λάθος, καθόλου δεν κάνουμε ό,τι θέλουμε. Πρέπει να προσαρμοστούμε στους ήρωές μας, κάνουμε μια κατάδυση για να τούς βρούμε ποιοί είναι πραγματικά, και  πρέπει να μπούμε στο πετσί τους, ο συγγραφέας ένα είδος ηθοποιός είναι δηλαδή κι αυτός – στο μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς». Ωραία απάντηση, έτσι μού φαινότανε και μένα ότι είναι τά πράγματα – στο μεγαλύτερο μέρος τής δουλειάς

   πάντως αυτό είναι άλλη συζήτηση, πάλι ξεφεύγω απ’ τό θέμα. Τό πιο κρίσιμο ζητούμενο λοιπόν στην τέχνη τού υποκριτή είναι αυτό, τό τελικό (πέρα από τήν εξάσκηση, και τήν κατάδυση, και τό ταλέντο) : τό ότι πρέπει να πατάει πάντοτε με τά δυο του πόδια ανοιχτά σαν σε διάσταση, στηρίζοντας σε άλλο πάτωμα τό καθένα : Μπορεί να μην είναι περίεργο που αυτό διατυπώθηκε για πρώτη φορά, εμπεριστατωμένα (απ’ ό,τι ξέρουμε τουλάχιστον) τήν εποχή τού διαφωτισμού : «τό παράδοξο» τού ντιντερό [ έγινε γνωστό στην ελλάδα από τό περιοδικό «θέατρο» τού κώστα νίτσου, ένα εξαιρετικό έντυπο, απ’ αυτά που δεν υπάρχουνε εύκολα δηλαδή σε καμιά χώρα – έβγαινε τή δεκαετία τού ’60 – έκλεισε με τή χούντα, μετά συνέχισε (ξαναβγήκε πρώτο τεύχος στη μεταπολίτευση με μια κόκκινη γκιλοτίνα στο εξώφυλλο) τώρα πια βρίσκεται μόνο στα παλαιοπωλεία : η ιδιομορφία τού περιοδικού αυτού δεν ήταν μόνο η απόλυτή του αφοσίωση στο θέμα του, αλλά και η φοβερά προσεγμένη και αξιοπρεπής του εμφάνιση, τυπογραφική και άλλη : τέτοια έντυπα δεν ανήκανε σε καμία περίπτωση σε μια τριτοκοσμική χώρα όπως η ελλάδα τότε] [αργότερα βρέθηκα να δουλεύω για ένα φεγγάρι σα διορθώτρια στο τυπογραφείο που είχε βγάλει τό «θέατρο», και ήταν μια από τίς μεγάλες μου κουτρουβαλιαστές απογοητέψεις τό ενγένει ήθος τού μαγαζιού και οι εργασιακές συνθήκες με τίς οποίες βγαίναν – στις πλάτες ειλώτων στους οποίους πλέον ανήκα κι εγώ ως ενήλιξ βιοποριζόμενη – τά «άψογα τυπογραφικά» – άλλο θέμα όμως αυτό] «τό παράδοξο τού ηθοποιού» λοιπόν τού ντιντερό ξεσήκωσε και εδώ συζητήσεις για πολύ καιρό όταν πρωτομεταφράστηκε για τό «θέατρο», εκεί γύρω στο ’65. Ο εξαιρετικός αυτός γάλλος καθώς μέσα από τήν συγγραφή τής «εγκυκλοπαίδειας» είχε αναγκάσει τόν εαυτό του να ασχοληθεί με τά πάντα σχεδόν, είδε πολύ καθαρά, με εξαιρετικά μοντέρνο μάτι κιόλας θα λέγαμε για τήν εποχή του (τέτοιες αρλούμπες λέμε νομίζοντας ότι η εποχή μας είναι σπουδαιότερη δήθεν από τίς άλλες), τό παράδοξα δισυπόστατο τής υποκριτικής πράξης : οφείλεις να είσαι αυθόρμητος και φυσικός, και συγχρόνως συγκρατημένος και εγκεφαλικός : οφείλεις να είσαι αφημένος, έρμαιο στα συναισθήματα που νιώθει ο ήρωάς σου (η ηρωίδα σου) και ταυτόχρονα να παρακολουθείς τόν εαυτό σου ψυχρά, έχοντας τόν απόλυτο έλεγχο αυτού που εμφανίζεται ως αυθόρμητο

   εγώ πάντως δύο φορές μόνο έχω πέσει πάνω σε αξιομνημόνευτες μαρτυρίες από (αξιομνημόνευτους) ανθρώπους τής δουλειάς γι’ αυτό τό θέμα : η μία ήταν γραφτή, τού απόμακρου αγγλοσάξονα λώρενς ολίβιε, μια συνέντευξη για τήν πρώτη φορά που απόκτησε τήν αδυναμία να έχει τρακ – ήταν μια αδυναμία, λέει, που τού έλειπε – και τό πώς, εκείνη τή μέρα παρακολούθησε σχεδόν σαν μέσα σ’ όνειρο, τόν εαυτό του να παίζει καλύτερα από κάθε άλλη φορά : στον απόλυτο έλεγχο δηλαδή και στην ελεγχόμενη εγκεφαλική διεργασία προστέθηκε (έτσι τό κατάλαβα εγώ) μια άναρχη συναισθηματική εμπλοκή που έκανε τήν υποκριτική του τόσο σφαιρική ώστε να γίνει άψογη. Η δεύτερη προέρχεται από συνέντευξη που έδωσαν ο βισκόντι με τήν κάλλας – μεσογειακοί αμφότεροι –, και αποτελεί κι ένα κλειδί για τήν σημαντική συνεισφορά τού ιταλού σκηνοθέτη στην ερμηνευτική ιδιοφυία τής ελληνίδας μουσικού (η ίδια τήν τόνισε αυτήν τήν συνεισφορά, δίνοντας ακριβώς αυτό τό παράδειγμα : ) Επρόκειτο για τό ανέβασμα τής υπνοβάτισσας τού μπελίνι, ο βισκόντι με τήν τελειομανία του είχε τόν απόλυτο έλεγχο τών πάντων, ακόμα και τών κουστουμιών, και τόν ρωτάει λοιπόν η κάλλας : – Μαέστρο, πώς μπορεί να φοράει η υπνοβάτισσα τόσα κοσμήματα, αφού είναι μια φτωχή χωριατοπούλα ; Η απάντηση από τόν βισκόντι : – Μαρία δεν είσαι μια χωριατοπούλα, είσαι η Κάλλας που παίζει τήν χωριατοπούλα.

(έψαξα αρκετά αλλά δυστυχώς δεν βρήκα στο γιουτούμπ τή συνέντευξη. Αντ’ αυτής, αυτή εδώ, και εδώ)

.

.

   επιβεβαιώνουν λοιπόν οι (πολύ) μεγάλοι άνθρωποι τής δουλειάς : ούτε ο απόλυτος έλεγχος, ούτε η απόλυτη ενσωμάτωση στον νατουραλισμό τής ψυχολογίας αποδίδει : αυτό τό «αντιρεαλιστικό» παράδοξο οδηγεί σ’ έναν εξπρεσιονισμό που είναι εκ τών ων ουκ άνευ για κάθε τέχνη – πιστεύω εγώ – : ακόμα και η κινηματογραφική υποκριτική, που υποτίθεται ότι είναι χαμηλόφωνη και ρεαλιστική, στον ίδιο εξπρεσιονισμό καταβάθος υποκύπτει : δηλώνεις ότι ερμηνεύεις, τήν ίδια τήν ώρα που προσπαθείς να ερμηνεύσεις χωρίς να δηλώνεις τίποτα. Και όσο καλύτερος είναι ο ηθοποιός, τόσο πιο πολύ ταλαντεύεται πάνω σ’ αυτό τό τεντωμένο σκοινί : η φυσικότητα ως επίδειξη τής φυσικότητας, η φύση μέσα στο πλαίσιο τής κορνίζας. Εξαυτού και πλήττουμε με τούς κακούς ηθοποιούς που επειδή δεν ξέρουν να παίξουν μιλάνε μονότονα νομίζοντας ότι έτσι πλασάρουν «σύγχρονη» υποκριτική : τό μεγάλο μάθημα εδώ τό δίνει ακριβώς ο μάρλον μπράντο : η υποκριτική του ήταν τόσο εξοργιστικής φυσικότητας και συγχρόνως τήν έλεγχε τόσο απόλυτα που είχε σηκώσει πολλά ανέκδοτα : μια καλή του συνάδελφος η maureen stapleton μια φορά διηγήθηκε : Παίζαμε μαζί και μού είχε σπάσει τά νεύρα. Εγώ έλεγα τήν ατάκα μου, κι αυτός για ν’ απαντήσει έκανε μια ώρα. Σ’ ένα διάλειμμα τού λέω – Άκου να δεις Μάρλον, εσύ μπορεί να είσαι ιδιοφυής ηθοποιός αλλά εγώ είμαι ηθοποιός σκέτη. Τί θες να κάνω όση ώρα περιμένω να απαντήσεις, να πλύνω τά πιάτα ν’ αρχίσω να πλέκω ή να γράψω κάνα βιβλίο ; Τήν επόμενη φορά δεν προλάβαινα να ρωτήσω και τσακ μού πέταγε τήν ατάκα. Μού εκσφενδόνιζε τίς απαντήσεις του στα μούτρα ιλιγγιωδώς, τή μία μετά τήν άλλη μπαμ–μπαμ–μπαμ

   τό ανέκδοτο αυτό απλώς δηλοί ότι ο μπράντο, ως ιδιοφυής πραγματικά ηθοποιός, αδυνατούσε να βρεθεί μέσα στα όρια τού φυσιολογικού, και μόνο μέσα από τήν υπερβολή έβγαζε αυτό που θεωρούνταν η εξοργιστική του φυσικότητα

   η ακραία πάντως έκφανση κακής υποκριτικής βρίσκεται στη χώρα μας όταν πάμε στην ανάγνωση τής λογοτεχνίας : γιατί δεν υπάρχει δυστυχώς πιο αποτυχημένη ανάγνωση από αυτήν που προσπαθεί να αποδώσει φυσικότητα στον γραπτό λόγο : και δυστυχώς αυτό είναι τό μόνο είδος ανάγνωσης που φαίνεται να γνωρίζουνε οι ηθοποιοί, αλλά και οι ίδιοι οι γράφοντες κατά κανόνα εδώ (στις ευρωπαϊκές γλώσσες που μπορώ να παρακολουθήσω, τόσο οι άνθρωποι τού θεάτρου όσο και οι ίδιοι οι συγγραφείς διαβάζουνε κατά μέσον όρο καλύτερα τή δουλειά τους : παρακολουθώντας δηλαδή τούς ρυθμούς τού κειμένου και ισορροπώντας τους όσο πιο δημιουργικά μπορούν με τό νόημα) : στο σημείο αυτό όμως είναι μεγάλη η ευθύνη τής εκπαίδευσης και τής εξάσκησης η οποία και δεν παρέχεται στη χώρα αυτή : και θα χρειαζόταν να γράψω πάρα πολλά για να εξηγήσω ότι καθώς η ανάγνωση είναι ένας επιπλέον τρόπος ερμηνείας, αυτή η ερμηνεία προαπαιτεί μια καλλιέργεια (ή και τήν απλή έστω γνώση) κάποιας θεωρίας – ως προς τό τί δηλαδή ακριβώς κάνει η γραπτή τέχνη : τό ότι ο στόμφος π. χ. δεν είναι τό ζητούμενο στο γράψιμο και συνεπώς δεν μπορεί να είναι ούτε και στην ανάγνωση : τό ότι ο γραπτός λόγος επίσης βρίσκεται σε διάσταση (ακόμα και στις πιο «ρεαλιστικές» του μορφές) (όπως άλλωστε και η ζωγραφική και η μουσική και ο χορός) σε απόλυτη διάσταση από τήν «απλή» (και τί θα πει αυτή η λέξη ποτέ δεν κατάλαβα) αναπαραγωγή τής πραγματικότητας

   ως προς τόν στόμφο τής ανάγνωσης όμως που, με περίεργο τρόπο, συνοδεύει και τήν δήθεν φυσικότητα και τήν ξεχειλιστική συγκίνηση, η πανωλεθρία και τό βατερλώ κάθε ηθοποιού στη χώρα αυτή είναι ειδικά η ποίηση : και θα ’τανε για γέλια αν δεν ήτανε για κλάματα ο τρόπος που προσπαθούν οι άνθρωποι να διαβάσουνε «με νατουραλισμό» τόν καρυωτάκη ή τόν καβάφη ας πούμε, αποδίδοντας μάλιστα και με φυσικότητα θεατρική τούς δήθεν «διαλόγους». Πρόκειται για μια βαθειά έλλειψη όμως και πάλι γενικής παιδείας που κάνει τά παιδιά καταρχάς να βγαίνουν από τό σχολείο και να μην ξέρουν να σού πουν τί είναι ακριβώς κατά τή γνώμη τους ένα ποίημα : οι περισσότεροι νομίζουν ότι αυτό που διακρίνει τό ποίημα από τόν πεζό λόγο είναι η συγκίνηση να ξεχειλίζει, τό συναίσθημα να σέ πνίγει, και να έχει και μικρότερες αράδες όταν τό βλέπουν γραμμένο. Εξαυτού ακριβώς δηλαδή είναι αδύνατο να παρακολουθήσουνε τίς περιπέτειες τού ρυθμού, και προσπαθούν να βρουν σώνει και καλά τίς περιπέτειες τής υπόθεσης

   τό ακόμα πιο δύσκολο όμως για έναν ηθοποιό είναι η ομιλία στη μέση τού τραγουδιού : ή ολόκληρο τό τραγούδι που μιλιέται αντί να τραγουδιέται : σ’ αυτήν τήν περίπτωση ο ερμηνευτής όχι μόνο (πρέπει να) κάνει μια διαρκή τραμπάλα ανάμεσα στο νόημα τών λέξεων και τόν ρυθμό τους, αλλά πρέπει να επιδίδεται και σε μια ψυχρή ψυχική σχοινοβασία για να μην χαθεί ο γενικός ρυθμός τού νοήματος μέσα στον εξωτερικό ρυθμό τής μουσικής που θα σκεπάσει κάποια στιγμή τά πάντα

   και νά λοιπόν ένα παράδειγμα : προσέξτε τί γλυκανάλατο τραγούδι καταδέχτηκε κάποτε τό θηρίο ο orson welles να τραγουδήσει : εμένα μού φαίνεται πρόχειρη η άποψη ότι είχε ανάγκη από λεφτά (έτσι έκανε σίγουρα πάντως κάτι πολύ εύκολες ταινίες) διότι προσωπικά στην περίπτωση αυτή εγώ πιστεύω πως διασκέδασε πολύ με τήν ιδέα ότι θα έπαιζε στα δάχτυλα τή συγκίνηση που θα μπορούσε να δημιουργεί κατά διαστήματα, καθώς θα υιοθετούσε σε κάποιες λέξεις μια υποκριτική εξόχως κλισαρισμένη και εμπορική ενώ θα διατηρούσε ώς τήν τελευταία τελεία τού κειμένου τή δυνατότητα να μεταπλάθει τό άρλεκιν σε σαιξπηρικό μονόλογο

   αγνοείστε λοιπόν παρακαλώ τίς μουσικούλες και τά χορωδιακά και απολαύστε τό μεγαθήριο στον τρόπο που (μάς) παίζει :

.

.

   υποσχέθηκα όμως, με αφορμή τόν σκαλκώτα, να πούμε μερικά και για τό ήθος (και τίς περιπέτειες) τών εκτός σκηνής υποκριτών :

   η όλη κατάσταση πρέπει να πει λοιπόν κανείς ότι αντιστρέφεται, με παράδοξο αλλά και φαντασμαγορικό τρόπο, όταν από τή σκηνή κατεβούμε στην πλατεία : διότι εκεί τό ζήτημα τού ταλέντου εκδηλώνεται με μια ενδιαφέρουσα υποστροφή και έξαρση αλλά – και αυτό εγώ τουλάχιστον τό θεωρώ αδικία – δεν εισπράττει κανένα χειροκρότημα. Ίσως όμως να λέω και ψέματα, διότι ο άνθρωπος που (θέλει μεν να) είναι καλλιτέχνης έχει (όμως) τό μοναδικό ταλέντο να λέει ωραία ψέματα στον εαυτό του, μολονότι δεν θα τό παραδεχτεί ίσως ποτέ, χειροκροτεί ο ίδιος τό ταλέντο του κατά βάθος : αν μπορούσαμε να τόν δούμε δηλαδή κάποια στιγμή ολομόναχο, θα διαπιστώναμε ότι υπάρχουν στιγμές που χαμογελάει αφοπλιστικά και χαιρέκακα, με πολλή ικανοποίηση για τίς μεθόδους του, οι οποίες θεωρεί ότι κοροϊδεύουν τούς πάντες. Τό γεγονός όμως ότι και οι άλλοι γύρω του δείχνουν να πείθονται από τά ψέματά του δεν πρέπει να μάς ξεγελάει : η ανταμοιβή, τήν οποία κατακτά με τήν επιτυχία, δεν μάς δείχνει παρά μόνο ότι η πλατεία είναι ασφυκτικά γεμάτη σ’ αυτήν τήν περίπτωση, και οι υποκριτές αυτού τού είδους πολλοί : και, όπως λέει κι ο σοφός λαός, «μεταξύ κατεργαραίων η ειλικρίνεια»

   επί τού θέματος, αν και παραπλήσια και παρενθετικά, οφείλω να προσθέσω  ότι διαπίστωσα πάντως σχετικά καθυστερημένα, πως όσοι δεν αναπτύσσουν ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις, δεν λένε ψέματα σε εαυτούς και αλλήλους, και δεν κολακεύουν τό συνάφι, δεν είναι απλώς και μόνο αντιδημοφιλείς αλλά θεωρούνται και επικίνδυνοι : ως άλλο είδος μάλλον : διότι ως γνωστόν τό «άλλο είδος» σε κάθε είδος ζώου προκαλεί μια ενοχλητική ανασφάλεια – αν αφαιρέσουμε και τή μνησικακία (όπως θα ’λεγε κι ο νίτσε) τήν οποία τούς γεννάει τό γεγονός πως κάποιοι παρ’ όλ’ αυτά επιζούν (δηλαδή δουλεύουν παράγουν έργο και έχουν ευτυχισμένη ερωτική ζωή) μη φιλώντας νυχθημερόν κατουρημένες ποδιές. Γιατί δεν πεθαίνουν αυτά τά ζώα αμέσως ;

   η υποκριτική δηλαδή εκτός θεάτρου έχει εξαρχής εξωκαλλιτεχνικούς και οπορτουνιστικούς στόχους, και στόχους όχι απλώς επιβίωσης αλλά (συμβολικής) δολοφονίας τών υπολοίπων – αυτό βέβαια, για να ’μαστε αντικειμενικοί, πρέπει να πούμε ότι υφίσταται σαν φαινόμενο στην περιοχή γενικά τής ατομικής καθημερινής ψυχολογίας (και αυτών που δεν καλλιτεχνίζουν δηλαδή) και εγώ ας πούμε κάποτε νόμιζα ότι αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του εξυπηρετεί μόνο κάποια φτηνή συναισθηματική του ανάγκη : η απλή αλήθεια όμως είναι τελικά ότι πολλές από τίς παραστάσεις αυτές τίς δίνουν οι «πνευματικοί άνθρωποι» για να προωθήσουν μοναχά τήν καριέρα τους – επειδή θέλουν να γίνουν δηλαδή αυτό που βλέπουν σε αφθονία γύρω τους : επιτυχημένοι οικονομικά και κοινωνικά διανοούμενοι :

   επειδή λοιπόν η υποκριτική έχει σ’ αυτήν τήν περίπτωση αποκλειστικά ευτελείς λόγους, τό υπόγειο χειροκρότημα από τούς άλλους τής πλατείας περιέχει επίσης μεγάλη δόση και αυτοέπαινου και υποκρισίας : αναγνωρίζει δηλαδή ο ένας στον άλλον τά ταλέντα του, ενώ συγχρόνως, μοχθηρά, ζηλεύει ο ένας τίς καθημερινές εφευρέσεις τού άλλου

   για να ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχική περιγραφή τής υποκριτικής, υπάρχει άραγε και εδώ τό «παράδοξο τού ηθοποιού», στα ψέματα δηλαδή που λένε οι διανοούμενοι στον εαυτό τους και που, πρέπει να αναγνωρίσουμε, τούς μετατρέπουν ενίοτε σε εξαιρετικούς ηθοποιούς ; Νομίζω πως ναι, υπάρχει, αλλά μόνο αν τού αλλάξουμε τό όνομα – γιατί δεν θα είναι «τού ντιντερό» τότε πια τό παράδοξο, αλλά τού ενοχλητικότερου (και νεότερου) φρόϋντ : και τότε τά δύο διαφορετικά επίπεδα στα οποία θα πατάει με τό κάθε πόδι του ο ταλαντούχος μας, θα έχουνε υποστεί κι αυτά μια μετάλλαξη, επί τό βαθύτερο και τό (ασφαλώς) τρομαχτικότερο : Γιατί τό πράγμα δεν έχει να κάνει πια με τό «απ’ τή μια να παίζει κι απ’ τήν άλλη να παρακολουθεί τόν εαυτό του να παίζει» αλλά με τό «απ’ τή μια να παίζει κι απ’ τήν άλλη να πρέπει να πείθει τόν εαυτό του ότι δεν παίζει με τίποτα»

   μια άλλη σοφή ρήση είναι τό ότι «για να ’σαι καλός ψεύτης πρέπει να ’χεις καλή μνήμη» : και σ’ αυτήν τήν περίπτωση έχω διαπιστώσει ότι η μνήμη απουσιάζει τόσο από τόν ψεύτη όσο και από τό κοινό του (τούς ομότεχνους τού συναφιού) : δεν είναι ελάττωμα προς θάνατον όμως, αλλά μάλλον προσόν που θεωρείται σχεδόν απαραίτητο : η κοντή μνήμη είναι στοιχείο δηλαδή τής ψυχολογίας αυτού τού ζώου, που θα τό διευκολύνει στην αναγκαστική ασυνειδησία του, έτσι ώστε αντί να κρύβεται, σχεδόν μετά μανίας να επιδεικνύεται επί τής αόρατης αυτής σκηνής : Δυστυχώς έχω προσωπική εμπειρία και αναμνήσεις από τή δράση τού ταλαντούχου αυτού : μια από τίς παλιότερες γνωριμίες μου ας πούμε με τόν οποίο ξεκινούσαμε τά πρώτα μας βιβλία περίπου συγχρόνως, διένυσε μια πορεία ιδιαίτερα διδακτική καθώς επιδόθηκε από νωρίς στο κυνήγι τής καταξίωσης μεταμορφώνοντας κάθε προσωπική σχέση σε δημόσια : βρήκε επομένως σύντομα μέντορα (από τούς ήδη καταξιωμένους, καθώς είχε κι εκείνος διανύσει παλιότερα τή δικιά του πορεία μετάλλαξης) αλλά αυτό που δεν έπαψε ποτέ να μέ εκπλήσσει ήτανε τό πώς, κάθε φορά που έβγαζε καινούργιο βιβλίο, κυκλοφορούσε με κατεβασμένα μούτρα και τό κεφάλι σκυφτό, μέχρι ο μέντορας να δώσει τό σύνθημα ν’ αρχίσουν από τίς εφημερίδες οι έπαινοι : τότε τό κεφάλι σηκωνόταν ψηλά, και σχεδόν δεν σέ έβλεπε πια στον δρόμο. Όσοι είναι λίγο κοντά στον χώρο όμως τά ξέρουν, γιατί τό είδος είναι συνηθισμένο, ας προσθέσω απλώς κάτι που ίσως τό κάνει πιο πρωτότυπο : φίλος τού μέντορα μάς ανακοίνωσε ένα βράδυ μεταξύ τυρού και αχλαδίου ότι ο μέντορας τού δήλωσε ένα βράδυ και εκεινού, μεταξύ φιλοσοφικών μού φαίνεται συζητήσεων, πως τόν συγκεκριμένο προστατευόμενο τόν σιχαινόταν

   βέβαια μπορεί να δει κανείς εδώ μια θαμπή διάθεση να διατηρήσει ο μέντορας μια ελάχιστη ειλικρίνεια με τόν εαυτό του – σε συνδυασμό πάντως με τήν αλαζονεία τού πιο δυνατού που δεν διστάζει να εκθέσει όσους τόν γλείφουν. (Λυπάμαι από τήν άλλη, που πρέπει να πω ότι έχουν πεθάνει όλοι τώρα σ’ αυτό τό παράδειγμα). Υπάρχουν όμως και άλλα παρόμοια (με ζωντανούς ακόμα τούς πρωταγωνιστές τους) απ’ τά οποία δεν έχω κέφι τώρα να μεταφέρω πάνω από κάνα–δυο : έχω παρακολουθήσει άλλον ας πούμε λοιπόν άνθρωπο να αναρριχάται αιφνιδίως (η αιφνίδια αναρρίχηση να σάς βάζει πάντα σε σκέψεις) με βάση τό στενό κόρτε που έκανε σε άλλον, παλιότερο, και ύστερα από λίγο (μόλις η αναρρίχηση απέδωσε) να ισχυρίζεται ότι δεν τόν ήξερε (εκείνον, τόν διάσημο ευεργέτη του) καν, όταν ξεκινούσε, αλλά τόν γνώρισε καθοδόν εξαιτίας τής ίδιας του τής αξίας ( : τό σημαντικό είναι ότι τά πιστεύουν οι ίδιοι αυτά (και αυτή είναι η καλή υποκριτική σ’ αυτή τήν περίπτωση.)) Θα ’ναι λίγο δηλαδή να πούμε ότι η μνήμη τότε εξαφανίζεται : γιατί εξαφανίζεται ολόκληρη η δυναμική τού χρόνου – η τραγική του περιπλοκή και ειρωνεία

   άλλος πάλι ξεκίνησε τήν καριέρα του μισώντας (μάλλον επειδή τού φάνηκε φεμινίστρια) γνωστή συγγραφέα αλλά μπήκε αργότερα μετά βαΐων και κλάδων στην αυλή τών θαυμαστών της (τίποτα βλαβερό ώς εδώ) κατηγορώντας όμως ως ψεύτες εκείνους που θυμόνταν ότι κάποτε τήν έβριζε. Κι άλλος διάσημος έτυχε ν’ αποκλείσει κατά κακή του τύχη, ως «αναγνώστης» σε εκδότη, ανερχόμενη πεζογράφο η οποία στη συνέχεια εκδοθείσα αλλού έκανε πλούσιο συν τοις άλλοις και τόν εκδότη της – ο «αναγνώστης» διεμήνυσε τότε ότι ουδέποτε τήν είχε «απορρίψει» και πληροφόρησε διδακτικά πάντα ενδιαφερόμενο πως τό γεγονός ότι τήν απόρριψε, αν αναφερθεί, θα απορριφθεί ως ψέμα. (Εδώ βέβαια πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τόν φόβο του μη χάσει τή δουλειά του ο άνθρωπος από τόν θυμωμένο εκδότη) Γενική (και απαράβατη πάντως όπως φαίνεται) αρχή είναι τό να γίνεσαι (αν θέλεις να κάνεις δηλαδή καριέρα και στα συγγραφικά) στενός κορσές : η διαρκής όχληση από μέρους σου προς κριτικούς αποδίδει : διότι κάποια στιγμή οι άνθρωποι για να σέ ξεφορτωθούν θα γράψουν για τίς αηδίες που γράφεις ή θα σού δώσουν και κανένα βραβείο. Εξυπονοείται και προϋποτίθεται ότι η έλλειψη αξιοπρέπειας, η οποία συνοδεύει τήν όχληση, δεν σέ ενοχλεί

   γενικός κανόνας και κλειδί κατανόησης πάντως είναι αυτή η λεξούλα «και» όταν μιλάμε για τούς ανθρώπους ως προς τήν καριέρα τους και στα συγγραφικά : γιατί τό πρέπον και τό καλύτερο είναι να προηγηθούν άλλες καριέρες, σπουδές σε κάτι άσχετο, πανεπιστημιακή αναρρίχηση επίσης σε κάτι άσχετο ει δυνατόν, και (ει δυνατόν επίσης) κληρονομικοί τίτλοι ή γάμος με κάποιον που δημοσιογραφεί ή έχει θέση σε κόμμα ή (ακόμα καλύτερα) σε κάποιον πανεπιστημιακό, ευρέως πολιτιστικό, ή ευρέως εμπορικό και βιομηχανικό χώρο. Γιατί η μετάλλαξη τών σχέσεων, από προσωπικές σε δημόσιες, ξεκινά συνήθως μέσα από τόν (αγνό) θεσμό τής οικογένειας και πυροβολούμε έτσι μ’ ένα σμπάρο δύο τρία και περισσότερα τρυγόνια ή μπούφους : τίς δημόσιες σχέσεις αναλαμβάνει τότε συνήθως τό άλλο σκέλος τού ιερού δεσμού και εμείς ανερχόμαστε στο πουργατόριο εξαγνισμένοι : (αυτή είναι η πιο «επιδέξια» υποκριτική, και αυτή που στοχεύει αποτελεσματικά εκτός από τούς τρεις μπούφους, και τά βαθύτερα στρώματα τής εσωτερικής ζωής – εκεί που τό ψέμα εγκαθίσταται όχι ως τρόπος καλλιτεχνικός, αλλά ως ψυχολογική κατάντια). Γιατί τό ψέμα έχει βέβαια μια άλλη σχέση με τήν καλλιτεχνική κατασκευή, εκεί που μεταλλάσσεται πραγματικά σε αλήθεια, και εκεί όπου οι αλήθειες μόνο όταν ευθέως σερβιριστούν ως ψέμα καταντάνε αληθοφανείς

   για λόγους προσωπικής λεπτότητας και γούστου δεν αναφέρω βέβαια ονόματα (δεν σκανδαλοθηρούμε εδωμέσα), θα ήθελα όμως να προσθέσω δυο λέξεις σχετικά με τό «παράδοξο» αυτό τού κάτω ή πίσω από τή σκηνή ηθοποιού : δεν είναι φυσικά μόνο άνθρωποι τού γραπτού λόγου όσοι ανήκουν σ’ αυτή τή συνομοταξία, τό φαινόμενο τού δημοσιοσχεσίτη βρίσκεται και στους εικαστικούς, και στους μουσικούς, και σε άλλους συναφείς χώρους : οι ομότεχνοι τούς γνωρίζουν – μερικά μάλιστα τέτοια ταλέντα (να μην ξεχάσω και τό σινεμά) είναι περιβόητα – αλλά ο απλός αναγνώστης, ή ο απλός εραστής ας πούμε τής τέχνης, έχει κι αυτός έναν ασφαλή τρόπο για να τούς διακρίνει – αν ψάξει τούς αιφνιδίως ξεφυτρωνόμενους, περιφανώς επωνυμιαζόμενους, υψιπετώς ευπωλούμενους, μονίμως κρινόμενους και μηδέποτε αγνοούμενους (ό,τι μπαλαφάρα κι αν κάνουν) : και επειδή στους ταλαντούχους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι κριτικοί και οι πληβειότεροι γενικώς δημοσιογράφοι, θα χρειαζόταν λεπτομερής μελέτη και περιγραφή (που θα ’χε και πλάκα) στο θέμα αυτό, ως προς τίς ενέργειες ακριβώς που προηγούνται για να αναφερθεί τό όνομα κάποιου έστω και παρενθετικώς υποσημειούμενο σε εφημερίδα ή άλλο έντυπο, ή για να τού ζητηθεί η υπογραφή του πάνω σε κάποιο θέμα – για να μην πω ότι η συλλογή υπογραφών δεν έχει πολλές φορές άλλο σκοπό από τό να δημοσιευτούν τά ονόματα κάποιων στις εφημερίδες, έστω και στα ψιλά – τό σημαντικό πάντως είναι ότι θα γίνει οπωσδήποτε παζάρι και ξεσκαρτάρισμα ως προς τό από ποιον θα ζητηθεί η υπογραφή. Όπως τό ξεσκαρτάρισμα που θυμάμαι ότι έκανε, σε παρουσιάσεις βιβλίων και άλλες πνευματικές εκδηλώσεις, εξέχων λογοτέχνης τόν οποίο πλησίαζαν οι παρευρισκόμενες ρεπόρτερ «πολιτισμικού» για να τίς πληροφορήσει ποιοι ήταν παρόντες : μάς κοιτούσε λίγο σκυφτός έναν–έναν και ψιθύριζε στο αυτί τής ευπειθούς ρεπόρτερ ποιους έπρεπε να αναφέρει. (Οι ρεπόρτερ ως γνωστόν δεν χρησιμοποιούν τά μάτια τους, παίρνουν πάντα εντολές από κάποιους (όσοι δεν έχουν σχέση με τά καλλιτεχνικά πηγαίνουν όμως σε διαδηλώσεις, τό έχουν ήδη διαπιστώσει με τά δικά τους μάτια (τό πόσο επιλεκτική είναι η περίφημη προσοχή τού ματιού τής κάμερας, και προς ποια επεισόδια))) : προσωπικά έπαψα να πηγαίνω στις εκδηλώσεις τού συναφιού επειδή βαρέθηκα και τό θέαμα, που μού θύμιζε ό,τι άκουγα για τίς κουκούλες στην κατοχή που δείχναν στους κατακτητές τούς μελλοθάνατους (εδώ βέβαια γινόταν τό αντίστροφο – οι μελλοθάνατοι ήταν αυτοί που δεν υποδεικνύονταν ως παρόντες). Κάποτε πήρα και απευθείας μαθήματα απ’ αυτόν τόν διάσημο, τά οποία ουδέποτε ξέχασα καθώς τά πέταγα στο καλάθι τών αχρήστων : μού έδωσε ας πούμε τηλεφωνικό κατάλογο τόν οποίο έπρεπε να χρησιμοποιήσω (τά λόγια τού καλοκάγαθου συμβούλου μου καθώς μού παρέδινε τό πολύτιμο χειρόγραφό του ήτανε : «και τώρα θ’ αρχίσεις τά τηλέφωνα, όλη μέρα»). Εδώ θα πρέπει όμως να προσθέσω (τά ’χω πει βέβαια και αλλού) ότι και οι κριτικοί είναι συστατικό και ενεργό μέρος αυτής τής παράστασης (διότι, μην ξεχνάμε : κάποτε θα βγάλουν κι αυτοί ένα βιβλίο) έχει λοιπόν ενδιαφέρον να δεις πώς φυλάνε τά ρούχα τους στην περίπτωση που πρέπει να κρίνουν ένα έργο που είναι καταφανώς σκουπίδι : θα αναφέρουν λοιπόν ευσχήμως και κάποια ελαττώματα, αλλά ξέρουν ότι αυτό δεν πειράζει : τό βασικό είναι να αναφερθεί τό έργο, να μην αγνοηθεί (επουδενί) δηλαδή τό πόνημα. Γιατί η μόνη τιμωρία που κοστίζει σ’ αυτούς τούς ανθρώπους είναι η αποσιώπηση – μόνο όσοι τήν τρώνε στα μούτρα ξέρουνε πόση δύναμη χρειάζεται για να τήν δεις από μακριά και να γελάσεις

   να μην επεκταθώ όμως επ’ αυτών περισσότερο, γιατί τό «περί υποκριτικής» θα καταντήσει μέρος μυθιστορήματος. Κι εδώ που τά λέμε είναι ο μόνος τρόπος να γίνει πιστευτό αυτό τό τμήμα τής πραγματείας διότι αν τό θέσεις έτσι ως μέρος τής αλήθειας, όπως εγώ τώρα, κινδυνεύεις να θεωρηθείς κακοήθης και επιπλέον ζηλιάρης : μην ξεχνάμε και τό ρητό «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια»

   υπάρχει όμως εδώ κάτι που θα ’πρεπε να σημειώσω και που εξηγεί ώς ένα βαθμό τήν ανυπαρξία έργου που χαρακτηρίζει τούς δημοσιοσχεσίτες : βέβαια, με τή λέξη έργο δεν εννοώ τή συσσώρευση γραμμένων χαρτιών, γιατί τέτοιο έργο υπάρχει σε πολλούς απ’ αυτούς, και μάλιστα σε κάποιους αποτελεί τό κυριότερο στοιχείο τού ψέματος που λένε στον εαυτό τους : συσσωρεύουν χαρτιά για να πείσουν εαυτούς και αλλήλους ότι τούς ανήκει δηλαδή ο χαρακτηρισμός τού συγγραφέα – και στη συνέχεια, με βάση τόν χαρακτηρισμό τόν οποίο πλέον έτσι κέρδισαν, επιδίδονται στο κυνήγι τής δόξας. Η ανυπαρξία έργου όμως, αν τήν κοιτάξουμε καλύτερα, είναι συστατικό στοιχείο τής «δόξας» ακριβώς : γιατί ο άνθρωπος που εκχωρεί στη ζωή του τόν έρωτα, και κάθε πραγματική σχέση, προκειμένου να πετύχει συμβολικά πηδηματάκια από συμφέρον, έχει όλα τά απαιτούμενα προσόντα για να είναι τόσο άδειος, ώστε να μην μπορεί να παράξει τίποτα καλύτερο

   η αποθέωση λοιπόν τών δημόσιων σχέσεων αποτελεί εικονογράφηση κατά τή γνώμη μου μιας τέτοιας προσωπικής κατάντιας, επειδή ακριβώς οι συνέπειές της στον ψυχισμό τών ηρώων της είναι πολύ βαθύτερες από τό απλό καθημερινό ψέμα για να βολευτεί κάπως καλύτερα η θλίψη τής καθημερινής τους μιζέριας. Είναι τόσο βαθιές, που οι ίδιοι οι ήρωες δεν αντιλαμβάνονται καν ότι έχουν μεταλλαχτεί σ’ ένα άλλο είδος ζώου που δεν έχει πια τίποτα τό ανθρώπινο : δεν διαθέτουν πλέον, για να τό πούμε απλά, καθόλου προσωπικές σχέσεις : οι (άλλοι) άνθρωποι έχουν πάψει πια για τόν ταλαντούχο αυτόν να έχουν δηλαδή πρόσωπο : έχουνε μόνο επώνυμο δύναμη εξουσία λεφτά και άλλα τέτοια δυστυχή παρόμοια : ο ψυχολογικός ευνουχισμός έχει προχωρήσει ώς τόν βαθμό να μην μπορούν καν να θυμηθούν πώς είναι να αντιμετωπίζεις τούς ανθρώπους με σεβασμό για ό,τι βλέπεις ν’ αξίζει πάνω τους : δεν βλέπεις καν μπροστά σου, με τόν ίδιο τρόπο που δεν θυμάσαι καν τί έλεγες δυο μέρες πιο πριν : αλλάζεις φίλους ιδέες γούστα και προτιμήσεις, με τήν ίδια ευκολία που αλλάζεις κόμμα και σώβρακο : (ή με τήν ίδια ευκολία με τήν οποία επιμένεις σ’ αυτά, ακόμα κι αν τά βλέπεις τρύπια) : ανάλογα δηλαδή με τά «συμφέροντα τής στιγμής», και η στιγμή σ’ αυτήν τήν περίπτωση εξαερώνει ολόκληρον τόν χρόνο

   τό λάθος (αν υπάρχει λάθος) βρίσκεται σ’ εκείνους που διαμαρτύρονται για τό πρόσωπο που παρουσιάζεις σήμερα και δεν σέ καταλαβαίνουν τώρα, γιατί δεν κατάλαβαν από τήν αρχή (θύματα τού ξεσκαρταρίσματος που λέγαμε) ότι τό βασικό σου ταλέντο ήταν από ανέκαθεν η υποκριτική – όχι στη σκηνή αλλά στα παρασκήνια – στο μέγα πανελλήνιο τής δολερής πλατείας

   η μεγάλη μου πείρα πάντως σ’ αυτά όλα μού δίνει τώρα και τό δικαίωμα να συμβουλέψω, όσους θέλουν να ξεκινήσουν από σήμερα καριέρα και στα συγγραφικά, να φροντίσουν ώστε πριν ανεβάσουν τό έργο τους στη σκηνή, να έχουν οργανώσει τή ζωή τους ακριβώς, και με ακρίβεια, στα παρασκήνια : καλύτερα γράφε και ταυτόχρονα φρόντιζε να φτιάχνεις αυλή, κι ακόμα καλύτερα μην ξεκινήσεις καν να γράφεις αν προηγουμένως δεν έχεις φροντίσει να ολοκληρώσεις στοιχειωδώς τήν αυλή σου. Τό να περιμένεις ν’ αναγνωρίσουνε τή δουλειά σου οι «πνευματικοί άνθρωποι» από μόνοι τους στη χώρα αυτή είναι σκληρό ανήλεο και ανθυγιεινό σπορ (τό μόνο του προσόν είναι ότι αφήνει τό έργο σου ανεπηρέαστο να αναπτυχθεί – και τότε, καθώς θα «τραγουδά και θα πλέχει» κατά τό εμπειρίκειο υπερωκεάνειο, θα τό συναντήσουν μέσα στον χρόνο και θα τό χαρούν και οι ευτυχείς ελάχιστοι, οι happy few που δεν έχουν κι αυτοί καθόλου καιρό και κέφι να ξημεροβραδιάζονται σε ασυμπάθηστους ταπεινούς διαδρόμους).

.

.

.

* αφορμή για τό σημερινό ποστ αποτέλεσε ένα παλιότερο στο άλλο σημειωματάριο, τού οποίου τό τελευταίο μέρος (αφιερωμένο στην ανάδειξη τής κατά τή γνώμη μου άριστης υποκριτικής, με παραδείγματα από μια ταινία τού μάϊκ νίκολς) ακυρώθηκε ύστερα από τήν εξαφάνιση τών σχετικών βίντεο από τό γιουτούμπ (για λόγους «πνευματικών δικαιωμάτων» ( : τά δικαιώματα αυτά αφορούν, όπως δεν είναι δυστυχώς επαρκώς κατανοητό, τίς εταιρείες και όχι τόν καλλιτέχνη)) και έτσι τή θέση εκείνου τού τελευταίου μέρους πήρε τώρα ένα καινούργιο τελευταίο μέρος, στο οποίο αναγνωρίζω ότι θα άξιζε κανείς να αφιερώσει ουσιαστικότερη και μακροσκελέστερη διαπραγμάτευση. Προς τό παρόν απόφυγα, όπως έγινε ελπίζω σαφές, τόν πειρασμό τής λεπτομερούς ψυχολογικής ανάλυσης – όπως και τόν πειρασμό να τό κάνω δροσιστικά επίκαιρο με τήν περιγραφή τού ιδιαίτερου εκείνου ζώου που λέγεται δημοσιοσχεσίτης εξουσιομανής συγγραφέας τής αριστεράς – παραείναι εύκολο για τά γούστα μου

.

.

.

.

.

.

 

 

27 Απριλίου 2013

τό εθνικόν και η αλήθεια τού ερωτικού : σχόλιο πάνω στην αμφιφυλοφιλία τού σολωμού και μία μονίμως παρεξηγούμενη πρόταση*

 

.

.

 

 

κατά τόν κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τόν κύκνο,
κατά τό στήθος τό πλατύ και τό ξανθό κεφάλι

 

   για τήν ερωτική ζωή τού σολωμού δεν ξέρουμε τίποτα (όπως και για όλων τών γυναικών – κυρίως – αλλά και  τών αντρών στις περασμένες εποχές). Άλλωστε ο σολωμός ήτανε τό μπάσταρδο μιας υπηρέτριας και φαντάζομαι ότι πολλές φορές σκέφτηκε με τρόμο πώς γλύτωσε παρά τρίχα τό να μην γίνει ποτέ κόμης και να μείνει για πάντα ένας λούμπεν (σαν τόν κάλβο ας πούμε – με τόν οποίο ενδεικτικά δεν είχε καθόλου καλές σχέσεις) κι επιπλέον μπάσταρδος – συνεπώς είχε παραπάνω λόγους (περισσότερους απ’ ό,τι οι σύγχρονοί του δηλαδή) να κρατάει καλά προστατευμένη τήν ερωτική του ζωή… (ενδόμυχα μπορεί και να φοβότανε μην είχε κληρονομήσει και τήν επιθετική ασυδοσία τού κόμητα μπαμπά του)

   ό,τι συνάγουμε λοιπόν βγαίνει κυρίως από τό έργο του, και στο έργο του είναι αμφιφυλόφιλος (θα λέγαμε σήμερα) – δεν νομίζω ότι υπήρχε ο όρος τότε, αλλά και η ίδια η πρακτική πρέπει να ήταν εντελώς μυστική και παράνομη – έχει γράψει πάντως εξαίρετα ερωτικά προς γυναικεία πρόσωπα (ας ξεχάσουμε για δυο λεπτά τή γυναίκα τής ζάκυθος που μπορεί να είναι και μάσκα για αντρικό πρότυπο) και οι στίχοι τού κρητικού, για κείνη τή «φεγγαροντυμένη» που

«έτρεμε τό δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της»
και
«εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,
και τήν αχτινοβόλησαν και δεν τήν εσκεπάσαν·
κι από τό πέλαο, που πατεί χωρίς να τό σουφρώνει,
κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη…»

είναι από τις ερωτικότερες (καθότι και εσωτερικότερες) σίγουρα περιγραφές γυναικών στη γλώσσα μας – από τήν άλλη ο πόρφυρας είναι ένα ποίημα με ξεκάθαρο ερωτισμό γραμμένο όμως για έναν άντρα – κάποιον άγγλο ως γνωστόν που κατασπαράχτηκε στην θάλασσα από καρχαρία (πόρφυρας ήταν η λέξη η επτανησιακή για τό θηρίο ίσως) (και τό ποίημα δεν περιγράφει ανθρωπιστική θλίψη για τό ατύχημα, είναι σαφές)

   τό θέμα θα ’μενε εδώ, αν ο «πόρφυρας» δεν είναι ακριβώς τό ποίημα που προκάλεσε μια έκρηξη νεύρων τού σολωμού (που ήταν και μάλλον διάσημος για τά νεύρα του) και η οποία έγινε έτσι η αιτία για κείνη τή φράση του, που αφού αρχικά αποσιωπήθηκε (και όταν ήμουν εγώ στο σχολείο αποσιωπούνταν ακόμη επισήμως) έγινε ύστερα σιγά–σιγά διάσημη, μεταφερόμενη και μεθερμηνευόμενη, αλλά αποσιωπούμενη και πάλι καθώς κανείς δεν φαίνεται να είναι σε θέση ν’ αντέξει τά αρχικά της συμφραζόμενα

η ιστορία έχει (λοιπόν) (περίπου) σε διαδοχικές εκτελέσεις ως εξής (στη φαντασιόπληκτη μεταγραφή συμφραζομένων τή δικιά μου) :

ένας φίλος του τού παρατηρεί :

«ερωτικό ποίημα, χρυσέ μου, τώρα; τό έθνος περιμένει από σένα και πάλι κάτι εθνικόν»

και ο διονύσιος τού απαντά ως καθόλου ιερομόναχος :

«τό έθνος να μάθει να θεωρεί εθνικόν και τόν έρωτα»
ή :
«αν τού αρέσει η τέχνη μου και τήν περιμένει, τό έθνος να μάθει ότι η τέχνη μου είναι εθνική ακόμα κι αν ασχολείται με τά βίτσια μου»
ή :
«να πάει στο διάλο και τό έθνος κι ο γρύλος του : και η πουστιά μου εθνική υπόθεση είναι»
ή :
«τό έθνος να μάθει να κάνει όχι μόνο πόλεμο αλλά και έρωτα»
ή, πιο περιδιαγραμμάτου :
«τό έθνος να μάθει ότι η τέχνη όταν λέει αλήθεια, όταν είναι δηλαδή μεγάλη τέχνη, είναι γενικώς υπόθεσή του, ασχέτως ηθικότητας ή ανηθικότητας τού περιεχομένου της, ασχέτως εξοικείωσης ή φρικίασης τών εθνικοφρόνων με τίς ιδέες της και αφού είμαι στενεμένος να ξαναπώ τά πράγματα σού λέω να μάθει τό έθνος να ζει υγιεινά, ειδαλλιώς δεν τό βλέπω καλά, κι ας πάνε να τού σηκώσουν τή γλώσσα.»

αυτά για τόν διάλογο, όπως (σεμνότερα, κατά τή μεταφορά τού σεμνότατου πολυλά) μάς παραδίδεται :
«τό έθνος ήθελε δεχθεί καλύτερα ένα ποίημα εθνικό»
«τό έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές»

 

νά και ολόκληρος ο πόρφυρας :

«Kοντά ’ναι τό χρυσόφτερο και κατά δω γυρμένο,
π’ άφησε ξάφνου τό κλαδί για τού γιαλού τήν πέτρα
κι εκεί γρικά τής θάλασσας και τ’ ουρανού τά κάλλη
κι εκεί τραβά τόν ήχο του μ’ όλα τά μάγια πόχει.
Γλυκά ’δεσε τή θάλασσα και τήν ερμιά τού βράχου
κι α δεν είν’ ώρα για τ’ αστρί θε να συρθεί και νά ’βγει.
(Xιλιάδες άστρα στο λουτρό μ’ εμέ να στείλ’ η νύχτα !).
Πουλί πουλάκι που λαλείς μ’ όλα τά μάγια πόχεις,
ευτυχισμός α δέν ειναι τό θαύμα τής φωνής σου,
καλό δεν άνθισε στη γη, στον ουρανό, κανένα.
Δεν τό ’λπιζα να ’ν’ η ζωή μέγα καλό και πρώτο !
Aλλ’ αχ, αλλ’ αχ, να μπόρουνα σαν αστραπή να τρέξω,
Ακόμ’, αφρέ μου, να βαστάς και να ’μαι γυρισμένος
με δυο φιλιά τής μάνας μου, με φούχτα γη τής γης μου !».
Kι η φύσις όλη τού γελά και γένεται δική του.
Eλπίδα, τόν αγκάλιασες και τού κρυφομιλούσες
και τού σφιχτόδεσες τό νου μ’ όλα τά μάγια πόχεις.
Nιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης. 

Aλλ’ απαντούν τά μάτια του τρανό θεριό πελάγου
κι αλιά, μακριά ’ναι τό σπαθί, μακριά ’ναι τό τουφέκι !
Kοντά ’ν’ εκεί στο νιον ομπρός ο τίγρης τού πελάγου·
αλλ’ όπως έσκισ’ εύκολα βαθιά νερά κι εβγήκε
κατά τόν κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τόν κύκνο,
κατά τό στήθος τό πλατύ και τό ξανθό κεφάλι,
έτσι κι ο νιος ελεύτερος, μ’ όλες τές δύναμές του,
τής φύσης από τσ’ όμορφες και δυνατές αγκάλες,
οπού τόν εγλυκόσφιγγε και τού γλυκομιλούσε,
ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει,
τήν τέχνη τού κολυμπιστή και τήν ορμή τής μάχης.
Πριν πάψ’ η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει:
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τόν εαυτό του. 

Aπομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό τής νιότης,
άμε και δέξου στο γιαλό τού δυνατού τήν κλάψα.

 

με τήν ευκαιρία τής ανάρτησης, νά και μερικές επιπλέον παρατηρήσεις (σκόρπιες τώρα όπως μού ’ρχονται, στο μέλλον μπορεί να έχω κι άλλες) :

απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου,
όμορφε ξένε και καλέ και στον ανθό τής νιότης

τονίζω εδώ να προσεχτεί η σολωμική βαρύτητα τής λέξης ξένος (έτσι αυτονόητα και ήπια, και σε γειτονία με τή λέξη καλός (για τή λ. καλός στον σολωμό θα μπορούσε να γραφτεί ολόκληρος τόμος – θυμίζω τή φύση που βρίσκει ως στιγμιαία περιγραφή και αποκορύφωμα (στους ελεύθερους) τήν καλή και τή γλυκειά της ώρα –))

άμε και δέξου στο γιαλό τού δυνατού τήν κλάψα

τονίζω να προσεχτεί ότι κλάψα ονομάζει ο σολωμός εδώ (ψυχρά) τό ποίημα του, και χωρίς ίχνος αυτοέπαινου (προφανώς διότι ξέρει και τήν παρεξήγηση που θα επακολουθήσει) ονομάζει εν συνεχεία δυνατόν τόν εαυτό του…

τονίζω επίσης ότι ο όμορφος νεαρός άγγλος που κατασπαράχτηκε από τόν καρχαρία μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητός ως απομεινάρι μεγαλείου, αλλά ερημιάς γιατί ; τό μεγαλείο είναι η ομορφιά του που χάθηκε αλλά η ερημιά ποια είναι ; (η ερημιά έχει αναφερθεί μια φορά παραπάνω ας θυμηθούμε, σε σχέση με τόν απόμακρο βράχο)

εγώ πιστεύω ότι ο σολωμός με τή λέξη ερμιά περιγράφει τόν εαυτό του σε στενότατη σχέση με τό αντικείμενο τής περιγραφής : όχι για τήν γενική ερμιά που μπορεί να είχε η ζωή του τήν εποχή εκείνη, αλλά για τήν ειδική ερμιά που είχε η επιθυμία του

έτσι αυτή η λέξη ερμιά για μένα είναι μια απ’ τίς λαμπρότερες και αστραφτερότερες στιγμές λειτουργικής (και δη μονολεκτικής) ταύτισης που έχουμε (από καλλιτέχνη) τού εαυτού του με τό έργο του

η σκηνή μάλιστα που βλέπω όταν ακούω αυτό τό «απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς… άμε και δέξου» είναι η εξής : ένας μαυροντυμένος με μακρύ παλτό στέκεται με τά χέρια στην τσέπη και τό κεφάλι χαμηλωμένο προς τήν άμμο και βλέπει μπροστά του, ή φαντάζεται, τό κατασπαραγμένο σώμα ενός όμορφου άντρα – μιας ομορφιάς – : και αυτό που βλέπει μπροστά του συγχρόνως τού φαίνεται ότι είναι τό δικό του κομματιασμένο σώμα, δηλαδή κοιτάζεται με απορία θαυμασμό και τρόμο μες στον καθρέφτη.

.

.

νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης 

για αυτήν τήν πρόταση ο σολωμός έχει κάνει άπειρες δοκιμές – που σώζονται στα χειρόγραφα – ως όμορφος κόσμος ηθικός κλπ κλπ – μπορεί νά ’χει ενδιαφέρον να δει κανείς τίς μεταβολές και τίς μεταπτώσεις

 .

.

.

.

*

(για όλο αυτό είχα γράψει προ καιρού (με αφορμή τά θυμωμένα, ανυπόμονα, απελπισμένα, ιδιο(αυτο)κριτικά σκατά τού σολωμού στα χειρόγραφά του) και σε υποσημείωση (αλλά δυστυχώς οι υποσημειώσεις υπάρχει μια τάση να θεωρούνται δευτερεύον υλικό, μολονότι στα δικά μου τουλάχιστον (παντός είδους τέλους καιρού σκοπού) γραφτά για τίς σημειώσεις τίς υποσημειώσεις (και τίς παρενθέσεις) (διαπίστωσα καθοδόν και προ καιρού ότι) κρατάω μάλλον τά σημαντικότερα –) είχα γράψει λοιπόν εδώ σε υποσημείωση μια πρώτη παρατήρηση και διευκρίνιση για τήν βιαίως διάσημη αυτή φράση η οποία είθισται να παπαγαλίζεται (μεθερμηνευόμενη, κάθε φορά για διάφορους λόγους) χωρίς όμως ποτέ να έρχεται στην επιφάνεια ο έντονος ερωτισμός της – ή μάλλον η υπεράσπιση από μέρους της τού έρωτα :  βρίσκω λοιπόν χρήσιμο τώρα να επαναδιατυπωθεί, και τήν έκανα έτσι εν συντομία κυρίως θέμα, με τόν σκοπό να προσεχτεί ιδιαίτερα η προκλητική ιδιαιτερότητά της, η επίμονη νεωτερικότητά της, ο ελευθεριάζων μοντερνισμός της και ο βίαιος αντιπουριτανισμός της)
(έλεγα :
«επισημαίνω για τή γενικότερη σημασία τής φράσης τού σολωμού (και προς γνώση τών ακριβών συμφραζομένων της) ότι ο πόρφυραςτηρουμένων όλων τών σολωμικών ιδιωμάτων, αντιστοιχιών, και αναλογιών – πέρα από τό ότι είναι από τά ωριμότερα (και ωραιότερα) γραφτά και σχεδιάσματα, διαπνέεται (ή προέρχεται ή ξεκινάει) και από μία κρυμμένη, υπόγεια, αλλά τελικά σαφή, ομοφυλόφιλη ερωτική διάθεση – δεν είναι αυτό που τό κάνει μεγάλο ποίημα, αλλά είναι σίγουρα αυτό στο οποίο αντέταξε τό εθνικό ο φίλος του, και συνεπακόλουθα και αυτό στο οποίο αντέταξε τό αληθές ο ίδιος ο σολωμός»
και :
«δεν έχει επομένως κανείς παρά να ελπίζει πως κάποτε, έτσι όπως «άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τόν εαυτό του» θα γνωρίσει και τό έθνος, καλύτερα και αληθινότερα, τούς δυο εθνικούς του ποιητές – ο άλλος είναι ο καβάφης …»)

τό απόσπασμα τής διήγησης (στο κεφάλαιο «εθνική η αλήθεια») από τόν αλέξη πολίτη :

«Όταν, γύρω στο 1850, ο Σολωμός έγραφε τόν «Πορφυρά», ένας φίλος του «τού επαρατήρησε», μάς λέει ο Πολυλάς, «ότι τό έθνος ήθελε δεχθεί καλύτερα ένα ποίημα εθνικό. – Τό έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» απάντησε, ξέρουμε, ευθύς [και ξερά, προσθέτω εγώ] ο Σολωμός. Ξέρουμε όμως και με τί απογοήτευση δέχθηκε τό κοινό όχι μόνον τόν «Πορφυρά», αλλά όλα τά Ευρισκόμενα τού ποιητή.»

 .

.

.

ευτύς ενώνει στο λευκό γυμνό κορμί π’ αστράφτει

.

.

.

 

 

 

27 Δεκεμβρίου 2012

jonathan swift / «να ζήσουμε όλες τίς ημέρες»

.

   τό στωικό σόφισμα, περί ικανοποιήσεως τών αναγκών μας διά τού περιορισμού τών επιθυμιών μας, μοιάζει σαν να πρέπει να κόψουμε τά πόδια μας τή φορά που θα χρειαστούμε παπούτσια

   εάν κάποιος κατέγραφε τίς απόψεις του για τόν έρωτα, τήν πολιτική, τή θρησκεία, τή μάθηση κτλ., αρχίζοντας από τή νεότητά του αδιάκοπα μέχρι τά γηρατειά, τί απίθανο συνονθύλευμα από αντιφάσεις και ασυνέπειες θα εμφανιζόταν στο τέλος!

   η αξία τών διαφόρων γεγονότων τής Ιστορίας μειώνεται πάρα πολύ από τήν απόσταση τού χρόνου που παρεμβάλλεται, αν και κάποια δευτερεύοντα περιστατικά είναι ιδιαιτέρως σπουδαία· απαιτείται όμως αυξημένη ευθυκρισία , από τούς συγγραφείς, για να τά διακρίνουν

   όταν μια πραγματική μεγαλοφυΐα εμφανίζεται στον κόσμο, μπορείτε να τήν αναγνωρίσετε από αυτό τό σημάδι : όλοι οι ανόητοι συνασπίζονται εναντίον της

   είναι ανόητο να τιμωρείς τούς δειλούς με ατίμωση, γιατί αν τήν υπολόγιζαν δεν θα ήταν δειλοί· η τιμωρία που τούς ταιριάζει είναι ο θάνατος, γιατί αυτόν φοβούνται πιο πολύ

   άμα κάποιος προσέξει στους δρόμους γύρω του, πιστεύω ότι θα ανακαλύψει τίς πιο εύθυμες φυσιογνωμίες στις άμαξες μέσα, που ακολουθούν μια κηδεία

   η φιλοδοξία, συχνά, κάνει τούς ανθρώπους να προσφέρουν τίς πιο χαμερπείς υπηρεσίες· έτσι, η αναρρίχηση πραγματοποιείται με τήν ίδια ακριβώς στάση όπως η έρπυση 

   τό να είναι κανείς ματαιόδοξος είναι δείγμα ταπεινότητας παρά υπερηφάνειας. Οι ματαιόδοξοι άνθρωποι ευχαριστιούνται να λένε για τίς τιμές που τούς έγιναν, τίς σπουδαίες παρέες που έκαναν, και τά άλλα παρόμοια, με τά οποία είναι σαν να παραδέχονται ότι οι διακρίσεις αυτές υπερέβαιναν τήν αξία τους, και ότι οι γνωστοί τους δεν θα τό πίστευαν, αν οι ίδιοι δεν τούς τό έλεγαν. Αντιθέτως, ένας άνθρωπος πραγματικά υπερήφανος θεωρεί και τίς μεγαλύτερες ακόμη τιμές κατώτερες τών αρετών του, και δεν καταδέχεται να κομπάσει. Για τόν λόγο αυτόν παραδίδω, σαν αξίωμα, τό εξής : αυτός που τού αρέσει να είναι υπερήφανος πρέπει διαρκώς να αποκρύβει τή ματαιοδοξία του

   εάν τά βιβλία και οι νόμοι συνεχίσουν να αυξάνονται στον ρυθμό που τό κάνουν τά τελευταία πενήντα χρόνια, ανησυχώ, κάπως, για τίς μέλλουσες γενεές : με ποιον τρόπο, δηλαδή, κάποιος θα μπορέσει να μορφωθεί, ή να γίνει δικηγόρος

   όταν κάποιος μέ κάνει να κρατάω τίς αποστάσεις μου, τό παρήγορο είναι ότι και αυτός κρατάει ταυτόχρονα τίς δικές του 

   μάς λένε ότι η θρησκεία δεν θα πρέπει να γελοιοποιείται· και έχουν δίκιο, αν και, βεβαίως, η διαφθορά στους κόλπους της θα πρέπει· γιατί, αφού διδασκόμεθα από τό παμπάλαιο ρητό ότι η θρησκεία είναι τό καλύτερο από όλα τά πράγματα στον κόσμο, κατά τρόπον ανάλογο, η διαφθορά της πρέπει να είναι τό χειρότερο

   ο αναγνώστης που επιθυμεί να κατανοήσει απόλυτα τίς σκέψεις κάποιου συγγραφέα δεν μπορεί να ακολουθήσει καλύτερη μέθοδο από τό να βάλει τόν εαυτό του στις περιστάσεις και τίς συνθήκες τής ζωής που βρέθηκε ο συγγραφέας, καθ’ ον χρόνο απέρρεε από τήν πέννα του κάθε σπουδαίο εδάφιο· αυτό θα προκαλέσει μια ισότιμη και ακριβή ανταπόκριση ιδεών, μεταξύ αναγνώστη και συγγραφέα

   ο φόρος στο χαρτί δεν θα ελαττώσει καθόλου τόν αριθμό τών «γραφιάδων» που μάς ενοχλούν καθημερινά

   τίποτε άλλο δεν συμβαίνει τόσο συχνά όσο τό να συμπεραίνουν οι σχολιαστές μιαν ερμηνεία τήν οποία ο συγγραφέας δεν υπενόησε ποτέ

   ελάχιστοι άνθρωποι, για να πούμε τήν αλήθεια, ζουν στο παρόν, αν και παίρνουν τά μέτρα τους για να ζήσουν και αυτοί κάποτε στο μέλλον

   η ταβέρνα είναι ένας τόπος όπου η τρέλα πουλιέται με τό μπουκάλι

   κανένας δεν είναι τόσο τυφλός όσο αυτός που δεν θέλει να βλέπει

   μού έδειξε τόν κατάλογο τών εδεσμάτων του για να μέ δελεάσει να δειπνήσω μαζί του. Πουφ! τού είπα εγώ· δεν μέ ενδιαφέρει ο κατάλογος τών φαγητών σας, αλλά ο κατάλογος τών προσκεκλημένων σας

   η Σοφία είναι μια αλεπού, η οποία, μετά από μεγάλο κυνήγι, θα σάς ξεπληρώσει, στο τέλος, τούς μόχθους τού ξετρυπώματος. Είναι ένα τυρί, τό οποίο όσο πιο πλούσιο περιεχόμενο έχει τόσο πιο παχύ, άσχημο και τραχύ είναι τό περίβλημά του· και για τήν εκτίμηση τής γεύσης του, τά σκουλήκια είναι οι πιο καλοί κριτές. Είναι ένα φλασκί με «posset», όπου όσο πιο βαθιά κατεβαίνεις τόσο πιο γλυκό θα τό βρίσκεις. Η Σοφία είναι μια κότα, τής οποίας πρέπει να εκτιμήσουμε τό κακάρισμα, διότι θα συνοδευθεί από ένα αυγό. Τελικά, όμως, είναι και ένα καρύδι, τό οποίο, αν δεν τό διαλέξεις σωστά, μπορεί να σού κοστίσει κάποιο δόντι, και να σέ ανταμείψει με σκουλήκια μονάχα

   μισούσα πάντα όλα τα έθνη, τά επαγγέλματα και τίς κοινότητες, και όλη η αγάπη μου είναι στραμμένη σε συγκεκριμένα άτομα. Για παράδειγμα, μισώ τή φυλή τών Νομικών, αλλά αγαπώ τόν Συνήγορο ή τόν Δικαστή, σαν μονάδα. Τό ίδιο νιώθω με τούς Ιατρούς, τούς Στρατιώτες, τούς Σκώτους, και πάει λέγοντας· αλλά, κυρίως, μισώ και απεχθάνομαι αυτό τό ζώο που λέγεται Άνθρωπος, αν και αγαπάω ειλικρινά τόν Γιάννη, τόν Πέτρο, τόν Θωμά και τούς υπολοίπους

   μισώ οτιδήποτε έχει τίτλο, εκτός από τά βιβλία μου· αλλά, ακόμη και σε αυτά, όσο συντομότερος είναι ο τίτλος τόσο τό καλύτερο

   μια μεγάλη βιβλιοθήκη μέ κάνει πάντα μελαγχολικό, αφού ο άριστος συγγραφέας στριμώχνεται εκεί και δεν διακρίνεται, όπως ένας σπουδαίος επίσημος στον συνωστισμό μιας στέψης

   στον τομέα τού σύγχρονου πνεύματος όλα τά τυπωμένα σκουπίδια εξωραΐζονται με αναρίθμητες παύλες και αποσιωπητικά

   μού αρέσουν οι καλές έντιμες γνωριμίες· μού αρέσει να είμαι ο χειρότερος τής παρέας

   θεωρώ ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ολότελα δυστυχισμένος, εκτός και αν καταδικαστεί να ζήσει στην Ιρλανδία

   ήταν πολύ τολμηρό πρόσωπο αυτός που έφαγε πρώτος στρείδια

   είθε να ζήσεις όλες τίς ημέρες τής ζωής σου

   η κυβέρνηση εκείνη που δεν στηρίζεται στη συναίνεση τών κυβερνομένων είναι ο απόλυτος προσδιορισμός τής δουλείας

   είμαι τής γνώμης ότι είναι προτιμότερο για μία γλώσσα να μην είναι απολύτως τέλεια για να έχει τή δυνατότητα  να αλλάζει διαρκώς

   είμαι, κατά τρόπο αξιοθαύμαστο, εξοικειωμένος με τήν απόλαυση που μού παρέχουν οι ευγενέστατοι αναγνώστες μου, αν και έχω συχνά, με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, παρατηρήσει ότι μία μύγα, που ελκύθηκε από ένα δοχείο με μέλι, θα καθίσει και θα τελειώσει, πάραυτα, ορεξάτη τό γεύμα της με ένα περίττωμα

   ο ορθός λόγος είναι ένας πολύ ελαφρός ιππέας, γι’ αυτό και αποτινάσσεται πολύ εύκολα

   νομίζεις ότι γεννήθηκα σε δάσος για να φοβάμαι τίς κουκουβάγιες ;

   η ισχύς παραμένει αδικαίωτη, εκτός και αν χρησιμοποιηθεί προς υπεράσπιση τών αθώων

jonathan swift : 1667 – 1745

.

.

.

  

.

.

τά παραπάνω αποσπάσματα είναι (σε δική μου ταξινόμηση) από τό : τζόναθαν σουΐφτ «επιλογή από τό έργο του» / σε μετάφραση δημοσθένη κορδοπάτη / εκδόσεις «στιγμή», 2004 | μολονότι και η προηγούμενη έκδοση περιέχει μια εκτενή βιογραφία από τόν μεταφραστή, είδα τώρα ότι κυκλοφορεί και αυτοτελώς μια βιογραφία τού σουΐφτ, πάλι από τόν δημοσθένη κορδοπάτη, στις εκδόσεις «μελάνι», 2010 |

.

.

.

έφτιαξα τήν ανάρτηση αυτή για πρωτοχρονιάτικη τών κήπων μια που σκοπεύω να λείψω για λίγο,
και
εύχομαι να μάς παν όλα φέτος όσο καλύτερα γίνεται,
και
να ζήσουμε κι εμείς, μαζί με τόν ανωτέρω ανήλεο είρωνα παπά, όλες τίς ημέρες τής ζωής μας

.

.

.

.

.

.

.

29 Νοεμβρίου 2012

σαβουάρ βιβρ { ξανά }

.
.
.
 
.
.

   πριν λίγες μέρες χρειάστηκε να γίνει κάποιου είδους επισκευή ή αναβάθμιση (δεν τά ξέρω αυτά, τεχνολογικά είμαι όπως πολύ καλά μάλλον γνωρίζετε εντελώς αναλφάβητη) στο άλλο βλογ τό «σημειωματάριο τεχνών» για όσους τό θυμούνται, που ήταν «χειροποίητο» (τό είχε φτιάξει ο expert με τά χεράκια του, και δεν ανήκε σε εταιρεία) : αποτέλεσμα ήταν μια αναστάτωση που δεν ξέρω αν τήν πήρε και χαμπάρι κανείς, και που έληξε πάντως αισίως, με μια μικρή αλλαγή : σε δύο αναρτήσεις άλλαξε η ημερομηνία και μπήκε αυτή τών πρόσφατων αναβαθμίσεων – τό αποτέλεσμα δεν μ’ ενοχλεί εμένα ιδιαίτερα διότι οι σωστές ημερομηνίες παραμένουν στα σχόλια – για όποιον ενδιαφέρεται : υπήρξε όμως και μια άλλη συνέπεια, δραστικότερη : ξαναδιάβασα ένα παλιό ποστ περί καλών και κακών τρόπων (ενώ εγώ δεν ξαναδιαβάζω κανονικά ποτέ (συν τοις άλλοις και από έλλειψη χρόνου – αλλά και επειδή βαριέμαι τίς ιδέες μου αφόρητα άμα τίς έχω ήδη κάπου, και διά μακρών μάλιστα, εκθέσει) δεν ξαναδιαβάζω λοιπόν ποτέ ό,τι έχω αναρτήσει εκτός κι αν υπάρξει κάνας ιδιαίτερος λόγος) νά λοιπόν που τώρα υπήρξε λόγος και ξαναδιάβασα από περιέργεια κείνο τό ποστ, που ήταν χωμένο κάπου στα πρώτα και με τήν αναβάθμιση ανέβηκε εντελώς στην πρώτη σελίδα : και τό βρήκα μά τόν τουτάτη ενδιαφέρον, συν τοις άλλοις επειδή μάς πρήξαν και διάφοροι ιθαγενείς παρλαπίπες τελευταίως με τό πώς δεν γράφουν ή δεν σκέφτονται ή δεν γαμάνε, όταν παριστάνουν ότι πηδάνε τή μισή ή τό ένα τέταρτο ή και ολόκληρη τήν πόλη, μόνο και μόνο για να πείσουν εαυτούς και αλλήλους ότι δεν τούς αρέσει να τούς πιάνουν τόν κώλο – επομένως νάτο και εδώ, μην και τό χάσει κανένας :

.

   παρ’ όλο που υποτίθεται ότι διάλεξα να ζήσω ενάντια σε πολλές από τίς συμβάσεις που μέ έμαθε η οικογένεια, και η ευγένεια και οι τύποι της ήτανε μια από αυτές, αβάσταχτη και ανυπόφορα νεκρή, δεν μπορώ να υποφέρω κάποιες αγένειες

   βέβαια εγώ, η οποία χαρακτηρίστηκα από αφέλεια κάποτε και δεν τήν έχω χάσει – γιατί αυτά δεν χάνονται – παρ’ όλο που έμαθα κακήν–κακώς (και κουτσά–στραβά) να τήν κρύβω – έχω υπάρξει σίγουρα αγενής από άγνοια – και σίγουρα αυτήν τήν άγνοια έχουνε τό δικαίωμα να μπορούν να τήν επικαλούνται και άλλοι. Όμως δεν μιλάω τώρα για τέτοιου είδους αγένεια. Μιλάω για τήν αγένεια που κάνει τήν εμφάνισή της μετά από ένα ποτό που ως γνωστόν αναστέλλει τίς αναστολές και πιστεύω ότι κανείς δεν γίνεται αγενής με τό μεθύσι εάν δεν είναι ήδη αγενής από μόνος του

   κάτι που δεν μπορώ επίσης να υποφέρω, είναι τό να τρώνε οι άνθρωποι σ’ ένα τραπέζι χωρίς να έχουν στρώσει από κάτω πρώτα τραπεζομάντηλο. Τά χαρτονάκια κάτω από τό πιάτο μέ κάνουν να σηκώνομαι απ’ τό τραπέζι με τήν αίσθηση ότι έχω μείνει νηστική. Τό ίδιο μ’ ενοχλούνε και οι λαδόκολλες – εκτός αν είμαι τό καλοκαίρι σε νησί. Χαίρομαι όμως ιδιαίτερα τά μαγαζιά που χρησιμοποιούνε ύφασμα στα τραπεζάκια τους : στο μόναχο τά περισσότερα τραπέζια τού πεζοδρόμιου έχουν τραπεζομάντηλο, τό ίδιο και στο βερολίνο

   δεν υποφέρω τούς ανθρώπους που δεν ξέρουν να δεχτούνε ένα δώρο – τό δώρο είναι μια ολόκληρη ιστορία όμως. Μόνο οι νεόπλουτοι έχω καταλάβει ότι φοβούνται τά δώρα, και πως αν δείξουν χαρά θα θεωρηθούνε φτωχοί – οι φτωχοί δεν έχουν όμως αυτήν τήν αγένεια – εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, που είναι οι ανερχόμενοι φτωχοί

   ένα άλλο αστείο είναι να σέ καλούν για να σέ κεράσουν και να σού ζητούν να πληρώσεις μετά εσύ τόν λογαριασμό : θα φύγουνε με ταξί και θα τούς κατεβάσει τά λεφτά η γυναίκα τους τότε από τό σπίτι εφόσον έχουν ξεχάσει εκεί τό πορτοφόλι τους. Αυτό είναι εντούτοις ένα από τά πιο άχαρα αστεία που μπορεί να σού τύχουν. Γιατί αν δεν τό δεις σαν αμερικάνικη κωμωδία πρέπει να τό δεις οπωσδήποτε σαν μεγάλη αγένεια. Για τήν ακρίβεια θα γίνει (αφελής μάλλον) κωμωδία αν στην επόμενη συνάντηση σού ζητήσουν να επανορθώσουνε – όμως ο τύπος αυτός ανθρώπου είναι συνήθως τόσο αγενής (και μάλλον και αρκετά σφιχτοχέρης) ώστε να οχυρώνεται πίσω από τό ότι είναι (τόσο) μεθυσμένος κάθε νύχτα που να μην θυμάται ποτέ τίποτα. Μπορεί και να μην θυμάται πραγματικά κι αυτό είναι τό πιο αστείο

   απεχθάνομαι βαθύτατα τούς ανθρώπους που μεθάνε με (τόσο συστηματικό) σύστημα ώστε να έχουνε τή δικαιολογία να μην θυμώνται τίποτα μετά, και να μπορούν έτσι να είναι αγενείς με καθαρή τή συνείδηση

   απεχθάνομαι επίσης βαθύτατα τούς ανθρώπους που δεν μπορούν να ζήσουν αν δεν έχουν καθαρή τή συνείδηση

   αλλά εν γένει θεωρώ μεγαλύτερη αγένεια τήν αμνησία

   ο αντόρνο έλεγε κάπου ότι ο γερμανός είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να πει ένα ψέμα αν δεν τό πιστέψει προηγουμένως για αλήθεια. Ύστερα από παρατηρήσεις χρόνων κατέληξα κι εγώ ότι αυτό είναι τό χαρακτηριστικό κάθε μικροαστού, ανεξαρτήτως εθνικότητας. Ο μικροαστός δεν έχει τήν ηθική δύναμη να παλέψει με τήν ασχήμια του. Εσωτερική συζήτηση με τόν εαυτό του μπορεί να κάνει κάποιος μόνο εάν έχει ξεπεράσει τά συμπλέγματά του στοιχειωδώς – και κυρίως δεν κοιμάται και δεν ξυπνάει με τήν αγωνία τού τί θα πει ο κόσμος

   τό να μπορείς να ζητήσεις συγνώμη δεν δείχνει ούτε ανωτερότητα ούτε συντριβή, δείχνει ότι μπορείς – κουτσά–στραβά – πάλι να σηκωθείς (αν είχες πέσει) και να προχωρήσεις

   οι άνθρωποι που φοβούνται να συντριβούν όμως, δεν νιώθουν ποτέ συντριμμένοι. Τό να μπορείς να συντριβείς είναι μια δύναμη που δεν θα τήν καταλάβει επίσης ποτέ ο άνθρωπος που δεν έχει καμιά περηφάνια

   ο φιλόδοξος άνθρωπος όμως δεν είναι περήφανος – ο παβέζε τό ήξερε πολύ καλά αυτό – τό είπε πριν τινάξει τά μυαλά του στον αέρα –

   είναι σκληρό να μην καταλαβαίνει κανείς γιατί οι άνθρωποι μεθάνε τόσο πολύ, σε βαθμό που να γίνονται ηλίθιοι. Τό καταλαβαίνω πολύ καλά. Διατηρώ τό δικαίωμα να εκτιμώ τούς ανθρώπους που μεθάνε χωρίς να χάνουνε τήν ικανότητά τους να είναι ευφυείς

   όμως η μεγαλύτερη, θεωρητικά τουλάχιστον, αν και ανώδυνη ως προς τίς συνέπειές της, αγένεια (για μένα) είναι τό να μην απαντάει κάποιος όταν τού μιλάς : αυτή η ανήκουστη και άσκοπη απρέπεια – γραπτή ή προφορική – εξηγείται μόνο με κάποια βαθειά ψυχολογική αρρώστεια που πρέπει να προκαλεί αθεράπευτες ζημιές, όπως μίσος εναντίον τών ανθρώπων όλων αλλά και τής ζωής ολόκληρης – ένα μίσος στο οποίο καταλήγει κανείς ύστερα από εκ γενετής ανικανότητα ή από πολύχρονη, νομίζω, αγαμία. Όλα αυτά κρύβονται βέβαια πίσω από μία επίδειξη σνομπισμού που δεν ξεγελάει κανέναν φυσιολογικό και ερωτικό άνθρωπο. Εγώ τούς ανθρώπους που δεν απαντάνε, προφορικά ή γραπτά, τούς σβήνω κατά τήν κοινή έκφραση από τόν χάρτη. Μού έχουν τύχει ελάχιστοι – ευτυχώς γι’ αυτούς – και, ευτυχώς για μένα – που δεν είμαι ομοφυλόφιλη – κυρίως γυναίκες. Εννοείται ότι τήν προσβολή αυτή απ’ τή μεριά μου δεν τήν κάνω παρά σε ανθρώπους τούς οποίους έχω προηγουμένως σβήσει από τόν χάρτη. Τό περίεργο είναι ότι αυτού τού τύπου οι άνθρωποι δεν έχουν καμία ανοχή για τό ελάττωμά τους όταν τό βλέπουν στους άλλους και επιμένουν να παίρνουν πάντοτε απάντηση. (Θέλω να φαντάζομαι, καθώς μέ ενδιαφέρει (ανθρωπολογικά) η ψυχολογία πως κάποια στιγμή θα συμβιβάζονται πάντως με τήν ιδέα ότι έχουν σβηστεί από τόν χάρτη) (εννοείται ότι δεν εμπίπτουν στην περίπτωση αυτή τά γρήγορα και βιαστικά μηνύματα (και όλες οι λοιπές επαφές) εδωμέσα (όπου είναι σαφές ότι μια αφηρημάδα λόγω πολλής δουλειάς και μεγάλης βιασύνης είναι κατανοητή)). Μόνη αγένεια εδώ, αν μού επιτρέπετε, θεωρώ εκτός από τίς βρισιές (οι οποίες αποτελούν όμως αγένεια που επιστρέφει αποκλειστικά στον θυμωμένο και δεν αγγίζει τό αντικείμενο τού θυμού του καθώς είναι μια διάφανη ανυπεράσπιστη άτσαλη και ασουλούπωτη αγένεια) μόνη αγένεια λοιπόν θεωρώ προσωπικά εδωμέσα μόνο τό να κρύβεται κανείς πίσω από πολλά ψευδώνυμα και να τά αλλάζει (ζαλίζοντας τούς πάντες) χωρίς καν να καταφέρνει και να κρυφτεί – διότι όλοι είμαστε καλοί λίγο–πολύ στο να καταλαβαίνουμε τά διάφορα ύφη – και τό να μην μπορεί κανείς να αλλάξει αποτελεσματικά και πετυχημένα τό ύφος του είναι νομίζω η ύψιστη συγγραφική αγένεια

   δεν μπορώ επίσης να υποφέρω τούς ανθρώπους που έχουνε πολύ χαμηλό κώλο ή πολύ χοντρό κώλο. Παρ’ όλο που τίς περισσότερες φορές δεν φταίνε αυτοί, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι διορθώνουν τόσο πολύ τά ελαττώματά τους, ώστε είναι σε θέση μετά από λίγο να σέ πείσουν ότι τό σώμα τους είναι ωραίο. Όσοι επιμένουνε να σού δείχνουνε ότι έχουνε χοντρό κώλο, κάπου φταίνε οι ίδιοι

   δεν μ’ αρέσουν ακόμα καθόλου οι άνθρωποι που δεν αφήνουνε να τούς πιάσεις τόν κώλο στο κρεβάτι

   αυτούς μού ’ρχεται να τούς πετάξω κάτω απ’ τό κρεβάτι και έξω από τό δωμάτιο αμέσως

   και βεβαίως μού κόβεται κάθε διάθεση να κάνω οτιδήποτε μαζί τους, πράγμα που τό θεωρώ μεγάλη αγένεια από μέρους τους. (Ο πούτσος τού άντρα που φοβάται να χαρεί χάδια στον κώλο του δεν είναι άξιος για χάδια.) Αν δεν μπορεί κανείς να καλοπεράσει απ’ όλες τίς μεριές ας μην καλοπεράσει καθόλου, και θα τού περάσει : τουλάχιστον εγώ, τόν φόβο στον έρωτα τόν θεωρώ μεγάλη αγένεια προς εμάς τούς ίδιους

   μεγάλη αγένεια επίσης, και ακριβώς γι’ αυτόν τόν λόγο, είναι και τό να είναι κανείς άπλυτος και (επιπλέον) να μην τό παραδέχεται. Εραστές από τόν δυτικό κόσμο είναι οι καθαρότεροι άνθρωποι τού κόσμου. Μια φορά συνάντησα μόνο έναν αμερικανό που μύριζε αλλά έμενε στο ίδιο δωμάτιο μ’ έναν άγγλο που τόν καταπίεζε. Οι άγγλοι είναι επίσης πολύ συχνά πολύ καθαροί. Και συχνά συνάντησα ντόπιους που έλεγαν ότι πλένονται ενώ δεν μύριζαν καθόλου καλά και επιπλέον δεν είχαν καν σαπούνι στο μπάνιο τους. Όμως δεν είναι θέμα εθνικότητας αλλά χαρακτήρα. Η απλυσιά δείχνει άνθρωπο με αισθήματα αγένειας και περιφρόνησης προς τήν ίδια τήν ιδέα τού έρωτα. Σ’ αυτές τίς περιπτώσεις δεν είναι αγένεια να φεύγεις ξαφνικά. Θα έπρεπε να τούς έχουνε μάθει από τό σπίτι τους να χαίρονται περισσότερο ένα καλό μπάνιο. Οι γερμανοί και οι σκανδιναβοί είναι πολύ καθαροί. Όταν επίσης είναι καλοαναθρεμμένοι, είναι ευγενέστατοι. Ανάμεσά τους δύσκολα βρίσκεις αγγούρια που περιμένουν να τά κάνεις όλα εσύ. Αντίθετα, ανάμεσα στους νότιους, αυτή είναι η πιο συνηθισμένη ιστορία. Δεν προλαβαίνεις να στρίψεις, κι έχουν μείνει με τό σωβρακάκι, ξάπλα επάνω στο κρεβάτι σε στάση ηλιοθεραπείας. Δύο φίλοι μου ομοφυλόφιλοι μού είπαν μια φορά που τό συζήτησα ότι και ανάμεσά τους είναι πολύ συνηθισμένη αυτή η στάση. Ξέρω επίσης, από κουβέντες με άλλες φίλες μου, ότι πολλές γυναίκες συνηθίζουν να συμπεριφέρονται έτσι : υπάρχουν όπως φαίνεται γενιές που έχουν μεγαλώσει με τά αυτονόητα τών τηλεοπτικών ταινιών, όπου είναι μάλλον δείγμα καλών τρόπων (για να μην πω και θηλυκότητας) και δεν είναι δηλαδή καθόλου κακό, να περιμένεις να τά κάνει όλα ο άλλος : στον χώρο τού έρωτα έχει υπεισέλθει έπειτα κι ένας θετικισμός που μοιάζει με χρηματιστηριακή νοοτροπία ψύχραιμης ανταλλαγής κερδών : ο καθένας διεκδικεί ένα μερίδιο ακόμα κι αν έχουν ποντάρει όλοι στα ίδια σκάρτα χαρτιά. Οι πανωλεθρίες στο χρηματιστήριο δεν γίνονται τόσο επειδή υπάρχουνε φούσκες αλλά επειδή είναι αρκετοί αυτοί που νομίζουν ότι οι φούσκες θα αποδειχτούν καλές και ωφέλιμες με μια μεταφυσική πονηριά μόνο για τούς ίδιους. Και η ηθική τους δεν είναι περισσότερο απελευθερωμένη απ’ ό,τι μια μετοχή. Πιστεύουν μάλιστα για τόν εαυτό τους πολλοί σήμερα ότι «τά κάνουν όλα χωρίς να ντρέπονται» ενώ έχουν απέναντι στην ερωτική πράξη μόνο τήν ίδια έλλειψη ενοχής που δείχνουν όταν παραγγέλνουν στο εστιατόριο ένα φτηνό φαΐ : γιατί δεν πρέπει να ντρέπεται κανείς όταν δεν έχει λεφτά. Αυτή η (αμερικάνικη) αποδοχή τής δυστυχίας έχει, σε τελευταία ανάλυση, δίκαιο. Στα λεφτά ισχύει αυτό απόλυτα. Κάποιος άλλος θα πρέπει να ντρέπεται, κι όχι εσύ που δεν τά έχεις. Όμως στον έρωτα δεν θα μπορούσες να παραγγείλεις καλύτερο φαΐ ακόμα κι αν ήσουν πλουσιότερος. Ο πλούτος τής μόρφωσης δεν ισχύει καθόλου εδώ, οι μετοχές δεν αγοράζονται ανάλογα με τό επίπεδο τής γειτονιάς σου τού σχολείου σου ή τού κομπιούτερ σου, ούτε καν ανάλογα με τήν μουσική που ακούς πιο ευχάριστα. Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν τόν έρωτα με τήν αγωνία μιας επιτυχίας που θα αναγνωριστεί επί τή εμφανίσει και τό αντάλλαγμά της θα δοθεί τοίς μετρητοίς οι άνθρωποι δηλαδή που είναι εσωτερικά ψυχροί, όσα ακροβατικά και να κάνουνε θα είναι τό ίδιο αγγούρια στο κρεβάτι όπως ήτανε και οι παππούδες τους τό χίλια οχτακόσια

.

.

   στον κινηματογράφο πιστεύω ότι οι παραγωγοί δεν αφήνουν να υπάρξουν καλύτερες σκηνές έρωτα για να μην αρχίσουν οι άνθρωποι να τίς μιμούνται. Οι τοποτηρητές αυτών τών κερδών ξέρουν ότι η παιδεία τών ανθρώπων προέρχεται από τά έργα τους – και ξέρουν επίσης ότι ακόμα και μια μηχανιστική μίμηση αν γίνει συνήθεια μπορεί να μεταλλάξει και τό εσωτερικό αρκετά πειστικά. Αν οι άνθρωποι είχαν άλλα παραδείγματα θα αναγκάζονταν μάλλον να λειτουργήσουν καλύτερα. Στα χρόνια που η σεξουαλική επανάσταση ήταν εν ενεργεία δεν πιστεύω ότι όσοι είχαν τά προσόντα να είναι αγγούρια στο κρεβάτι ήταν λιγότεροι – απλώς ντρεπόντουσαν λίγο να τό δείξουν. Από αυτούς βέβαια προέκυψαν αργότερα με φυσικό τρόπο εκείνοι που δεν δέχονται εύκολα σήμερα τά διδάγματα αυτών τών καλών τρόπων. Ο κόσμος προχωράει σιγά–σιγά, και ακόμα και άτσαλα αν διεκδικήσεις μια ελευθερία μπορεί και να τήν υπερβείς, εσύ ή οι κληρονόμοι σου

   αυτός ακριβώς είναι και ο ρόλος τής μαζικής κουλτούρας – και τών βιβλίων και τής μουσικής και τού σινεμά : αλλοιώνει τό αίτημα για περισσότερη ελευθερία και τό κάνει τακτοποιημένη αναφορά στόχων. Φοβάμαι αυτούς που είναι ευχαριστημένοι με αυτόν τό ρόλο, αλλά και με τό ίδιο τό έργο. Φοβάμαι επίσης ν’ ακούω τίς θεωρίες τους – γιατί πάντα υπάρχουν θεωρίες : ακόμα και σε ψελλίσματα διατυπωμένες, κατά καιρούς μ’ έχουν αφήσει κατάπληκτη με τή δειλία ή τή χοντροκοπιά τους : είναι (και δεν τό αρνούμαι) ένα στοιχείο μάλλον τού παλιού εκείνου σαβουάρ βιβρ να μ’ ενοχλεί μερικές φορές η χοντροκοπιά : Οι γυναίκες ας πούμε που είναι σταράτες (και πάντα λαϊκές, ακόμα και αν είναι πάμπλουτες) συχνά λένε : εγώ δεν χρειάζεται σήμερα να είμαι φεμινίστρια γιατί εγώ έχω αυτά που θέλω, απλώς όσες πάλεψαν παλιότερα δεν τά είχαν. Κι εγώ αν ζούσα στη δικιά τους εποχή θα πάλευα βέβαια

   οι άντρες από τήν άλλη μεριά δεν δίνουν τόσο πολλές δικαιολογίες : αν ανήκουν στην δεξιά πλευρά τού ουρανού έχουν όλην τήν παράδοση απλώς με τό μέρος τους – εξακολουθούν μόνο να εκνευρίζονται ελαφρώς με τή μανία τών γυναικών να έχουν επιμόνως δικά τους λεφτά – τί κερδίσατε ; (λένε) : δεν μπορείτε να μεγαλώσετε σωστά τά παιδιά σας, σκοτωνόσαστε και στη δουλειά. Δεν γίνεται οικογένεια έτσι. (Σκύβουν τό κεφάλι, συμφωνούνε : αυτός που μιλάει έτσι είναι ανύπαντρος και μια καλή πρόταση γάμου είναι ακόμα ευπρόσδεκτη.) Θα είναι κανείς κακός να πει ότι θα δικαιωθεί αργότερα ; και σίγουρα πρέπει να είσαι πολύ άδειος άνθρωπος (και να ζεις και δυστυχισμένη ζωή) για να χαίρεσαι με τήν δυστυχία στην οποία (ξέρεις) ότι θα καταλήξει ο άλλος

   εκείνοι πάλι τής αριστεράς πλευράς – σε όλο της τό φάσμα αυτηνής (απ’ τούς ευθαρσώς σταλινικούς (στην ελλάδα υπάρχουν ακόμα κι αυτοί) μέχρι τούς αναρχικούς) έχουν συχνότατα άλλο ποίημα – και αυτό μεγάλης δυστυχώς – στην ελλάδα πάλι μόνο – αποτελεσματικότητας : ο φεμινισμός αφορά μια μειοψηφία και παραπλανά. Ο ταξικός αγώνας είναι τό σύνολο

   η πιο αγαπημένη καραμέλα είναι και η πιο επικίνδυνη : Μην ξεχνάτε : άλλο πλούσια γυναίκα, κι άλλο φτωχή – νά ένα εξίσου παλιό καλό ψέμα

   αυτό (τό «άλλο») εξάλλου είναι που δεν πρέπει ποτέ να ανακαλυφτεί : όσο για τά περί μειοψηφίας τά αντιπαρέρχομαι (προς τό παρόν) – είναι γνωστό πως αυτοί έχουν κατεξοχήν ταλέντο στους υπολογισμούς, και περί πλειοψηφιών και περί μειοψηφιών, και ξέρουν καλά να μετράνε

   σέ πτοεί όμως και να βλέπεις αν μπεις λίγο περισσότερο στην αγία αυτή οικογένεια πόσο απίστευτους περιορισμούς υφίστανται όλοι αυτοί αδιαμαρτύρητα : και όμως, ξέρεις καλά, αυτοί θα κάνουν παιδιά, κι αυτοί θα προσπαθήσουν να τά εμποδίσουν και να διαβάσουν ό,τι θα ήθελαν, και να μισήσουν ό,τι θα ήθελαν, και να μεγαλώσουν χωρίς να γίνουν δεινόσαυροι

   έπειτα, τό αριστερό ημισφαίριο τού ουρανού όταν μιλάει για γυναίκες δεν αναφέρεται καν στο «μισό» ακριβώς τού «άλλου ουρανού» – και λέμε μισό μολονότι είναι και λίγο περισσότερες : είναι σαφές όμως ότι οι άντρες αυτής τής κατηγορίας είναι (αυτό που θα λέγαμε εκτός σαβουάρ βιβρ) υπερβολικά μαλάκες ώστε μπορούν να μιλάνε «γενικά» για «τή γυναίκα» όπως για μία ψείρα που δεν τούς αφήνει να παίξουν τό παιχνίδι τους χωρίς αυτή τήν απαίσια φαγούρα. (Εμάς δηλαδή σκέφτεται ο τύπος αυτός όταν πιάνει συνέχεια τ’ αρχίδια του τήν ώρα που μιλάει)

   στις γυναίκες αποδίδουν μάλιστα πιστεύω ενδόμυχα και μια έλλειψη καλών τρόπων για τό ότι εξακολουθούν να υπάρχουν : είναι με άλλα λόγια απογοητευμένοι με τήν τεχνολογία που ενώ κάνει θαύματα δεν βρήκε ακόμα τόν τρόπο να γεννάνε οι άνθρωποι και να σχηματίζουν οικογένειες ή να έχουν κράτη και ακρατική κοινωνία χωρίς τήν ανάγκη τών φεμινιστριών. Όλες οι ελπίδες τους εναποτίθενται πάντως ακόμα εκεί, στην επιστήμη. Από τήν άλλη προσπαθούν απελπισμένα να αγνοήσουν και τό ανεπάντεχο γεγονός ότι υπάρχει σήμερα πλέον και ένας πολιτισμένος και υπολογίσιμος πληθυσμός αντρών, αλλοτριωμένων φυσικά, πάντα τού πολύ δυτικού κόσμου, που δεν συμφωνεί καθόλου μαζί τους – κι αυτό όχι γιατί υποκλίνεται στους καλούς τρόπους και τό σαβουάρ βιβρ με τόσο τυφλή ευγένεια ώστε να θεωρεί αξιόζωα όλα τά ζώα τού πλανήτη, αλλά γιατί έχει προλάβει να καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ευτυχήσουμε κατ’ αρχάς έστω και ελάχιστα, πέρα από τό να αρχίσουμε να αποδεχόμαστε ήσυχα και καθαρά τήν καθαρή μας φύση

.

.

.

.

.

.

24 Οκτωβρίου 2012

κάκτοι στους δρόμους # 3 : τζαίην και τζούλιετ

.
.
.
.
.
.
.
.

   1 κάποτε είχα ακούσει για ένα ανέκδοτο (επί καθεστώτος υπαρκτού) που κυκλοφορούσε μεταξύ μορφωμένων ρώσων (τό «μορφωμένων» εδώ μάλλον περιττό γιατί οι περισσότεροι ρώσοι ως γνωστόν ανέκαθεν αγαπούσαν τό διάβασμα) : «παλιότερα οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, σ’ αυτούς που είχαν διαβάσει τούς «αδελφούς καραμαζώφ» και σ’ αυτούς που δεν τούς είχαν διαβάσει – τώρα οι κατηγορίες γίνανε τρεις : είναι κι αυτοί που τούς μάθανε από τήν τηλεόραση»

   η παρακάτω σπαραξικάρδια εναέρια στιχομυθία, που μαζεύτηκε από δω, μαρτυράει τή συμμετοχή επίσης τού σινεμά στην όλη υπόθεση, μαρτυράει όμως και ότι ο κόσμος μας δεν είναι καν μεγάλος αλλά μάλλον μικρός, και σίγουρα ένας :

.

.

(για να μη νομίζουμε δηλαδή και ότι τά χάλια τής παιδείας είναι όλα δικά μας – εσχάτως
κλίνω μάλιστα χωρίς να ντρέπομαι καθόλου και προς μία γενική θεωρία συνωμοσίας
που λέει ότι οι άνθρωποι στον πλανήτη πρέπει να γίνονται όλο και πιο
άσχετοι
με τήν πραγματική τέχνη – διότι όπως ξέρετε κι εσείς η πραγματική τέχνη
γεννά και προκαλεί
και μυαλό και κρίση)

.
.
.

η βερόνα λοιπόν είναι μια υπέροχη μικρή πόλη (όπου μπορεί κανείς να δει τό (υποτιθέμενο)
μπαλκόνι τής ιουλιέττας, καθώς και χιλιάδες μηνύματα και
τιτιβίσματα
στον τοίχο τής (υποτιθέμενης) πόρτας)

.
.
.
.
.

   2 η θεία τζαίην (τό «θεία» κατά τό θεία κωμωδία και θεία πρόνοια, μολονότι η ίδια υπήρξε εν ζωή κι η αγαπημένη θεία τζαίην για τίς ανηψιές της – στις οποίες διάβαζε τά χειρόγραφα τών έργων της πριν τά στείλει στον εκδότη) έχει υποστεί επίσης μια καταρράκωση εκ μέρους τού σινεμά, και ειλικρινά δεν ξέρω να πω αν η εξαιρετική της δημοφιλία προκάλεσε τήν κινηματογραφική έκρηξη ή η παραχάραξη τού κινηματογράφου τήν εκλαϊκευτική αυτή δημοφιλία : και λέω «εκλαϊκευτική» γιατί μολονότι για μένα (και πολλούς άλλους) η τζαίην ώστιν αποτελεί τή μοναδική σίγουρη σύντροφο τού σαίξπηρ στα αγγλικά γράμματα – είναι επίσης σαν συγγραφέας και μέσα σ’ όλη της τήν τρομαχτική ειρωνεία μια εξαιρετικά σκοτεινή και ενίοτε ζοφερή περίπτωση «θείας» ματιάς προς τά πράγματα

   γι’ αυτό τόν λόγο πιστεύω ότι είναι και πολύ δύσκολο να τή διαβάσει κανείς μεταφρασμένη (μολονότι συνήθως για τήν πεζογραφία έχουμε τό κλισέ ότι μεταφράζεται – τουλάχιστον ευκολότερα από τήν ποίηση) : πιστεύω ακράδαντα ότι η τζαίην ώστιν σχεδόν δεν μεταφράζεται * – και σίγουρα οι μεταφράσεις της στον κινηματογράφο είναι κατά τό μάλλον ή ήττον μια κόλαση – για όσους τήν αγαπούν και τή σέβονται

   εδώ ακούτε (τό βρήκα πριν από δυο–τρεις μήνες εδώ) τήν έκθεση μιας συναφούς άποψης για τή «θεία τζαίην», κι  επιφυλάσσομαι άλλη φορά για πιο αναλυτικά δικά μου :

.

.

η fran lebowitz για τήν τζαίην ώστιν

.

.

«δεν νομίζω ότι είναι δημοφιλής για τούς σωστούς λόγους, αντιθέτως νομίζω ότι οφείλει τή δημοφιλία της σε λάθος λόγους – για να πω τήν αλήθεια ίσως να μην είναι και δυνατόν να είσαι δημοφιλής για τούς σωστούς λόγους – ξέρετε αν οι λόγοι σου είναι σωστοί, μάλλον δεν υπάρχει περίπτωση να γίνεις δημοφιλής»  

«η τζαίην ώστιν έχει πραγματική ειρωνεία … είναι αληθινά είρων … και δεν είναι αμερικάνικη στάση αυτή διότι τής λείπει η αισιοδοξία – στην πραγματικότητα μάλιστα αποτελεί τό αντίθετο τής αισιοδοξίας»

.

.

.

.

.

.

* και δεν εννοώ καθόλου ότι πρέπει να ξέρει κανείς καλά αγγλικά για να τή διαβάσει : ακόμα και πολλές άγνωστες λέξεις να έχει μπουσουλώντας πάνω στο κείμενό της θα καταλάβει πολύ περισσότερα πράγματα μυρίζοντας να πούμε τό γενικό μήκος τών παραγράφων και τή σύνταξη τών σκέψεων, απ’ ό,τι διαβάζοντας μια ελληνική μετάφραση η οποία – μολονότι έχουν γραφτεί και μελέτες περί τού πώς στα έργα της δεν έχει η ίδια πει ποτέ τή λέξη ψυχή – ξεκινάει κιόλας τήν πρώτη πρόταση βιβλίου της με αυτή τή λέξη να φιγουράρει καμαρωτά (προφανώς κακομεταφράζοντας τό mind)

.

.

.

.

.

.

13 Αυγούστου 2012

η αφύπνιση τού κυρίου φίνεγκαν

.

.

.

.

   bullskit. bullskid. bullshowit. bullsayit. αυτό τό βιβλίο εγώ όταν τό λέω από μέσα μου (για να συνεννοηθώ με τήν εαυτή μου) τό λέω φιννεγκοαγρύπνια ή φιννεγκογκρίνια {και τά δύο ταυτόχρονα και να σκεπάζουνε τό ’να τ’ άλλο, συμφωνικώς, φωνηεντικώς και χιαστί} κι όταν τό λέω απέξω μου για να συνεννοηθώ με κάναν άλλον τό λέω «η αφύπνιση τού φίννεγκαν» (ή «η αγρύπνια τού φίννεγκαν», αδιακρίτως, και χωρίς πολλές–πολλές εξηγήσεις) αλλά μπορεί εξάλλου να είναι και «τό ξύπνημα τού φίννεγκαν», γιατί η λέξη που διάλεξε ο τζόϋς έχει όλες αυτές τίς σημασίες μαζί {και ίσως και άλλες πολλές, και ακριβώς για να υπάρχουν όλες αυτές οι σημασίες έβαλε ο άνθρωπος τή λέξη στον τίτλο}

   δεν πιστεύω ότι αυτό τό βιβλίο εξάλλου μεταφράζεται ((για να πω τήν αλήθεια η μετάφραση γενικά κατά τή γνώμη μου είναι ένα πράγμα μάλλον αδύνατο – μετάφραση έργων τέχνης δηλαδή εννοώ, τά επιστημονικά φυσικά μεταφράζονται) άσε που αν δοκιμάσεις να τήν κάνεις πρέπει πρώτα να κοιτάξεις να βεβαιωθείς ότι είσαι και καλός ηθοποιός – : πρέπει να μπεις δηλαδή στο πετσί τού άλλου όχι μόνο για όση ώρα γράφει, αλλά και ως κατάσταση διαρκείας – για όλη του τή ζωή εννοώ) πάντως καλά–καλά αυτό τό βιβλίο ούτε και διαβάζεται (εγώ τό διαβάζω κατά καιρούς μέσες–άκρες αλλά βαριέμαι να τό διαβάσω με τή σειρά – έχω πάντως τό θράσος να μεταφράζω τά κομμάτια του που μ’ αρέσουνε)

   πιστεύω όμως ότι ούτε και ο τζόϋς δεν τό διάβαζε καλά–καλά όταν τό ’γραφε – και μάλιστα επιπλέον πιστεύω ότι σκυλοβαριόταν όταν τό ’γραφε (όχι επειδή τού πήρε δεκάξι χρόνια να τελειώσει, αυτά συμβαίνουν στη λογοτεχνία (βλέπεις δεν είναι η τέχνη αυτό που έχει περάσει τά τελευταία χρόνια ως κανονική διαδικασία, χρηματιστηρίου δηλαδής, να γράφεις αρλούμπες να στις βγάζει ο εκδότης, να τίς πουλάτε, και να πάτε μετά και οι δυο στην τιμή και τήν υπόληψή σας) ο τζόϋς απλώς πιστεύω εγώ ότι δεν είχε πια καθόλου κέφι, και έτσι έφτιαξε ένα κέφι βεβιασμένο, κι ύστερα έπεισε και τόν εαυτό του ότι μαζεύοντας εξυπνάδες και καλαμπούρια δεξιά–αριστερά έκανε τή δουλειά του) διότι ως γνωστόν διήνυε μια απαίσια περίοδο στη ζωή του, όπου ήταν κουρασμένος μισότυφλος και μονίμως μεθυσμένος. Εξαυτού νομίζω πως μπορείς να δεις περίφημα και τά κομμάτια που γράφει όταν μισοκοιμάται (δηλαδή όταν μοντάρει τά καλαμπούρια που άλλοι τού μαζεύανε) και εν συνεχεία τά κομμάτια που γράφει όταν ξυπνάει τινάζεται απότομα και θυμάται τήν υπόθεση (θυμάται δηλαδή λίγον από κείνον τόν ερωτικό εαυτό – στό πορτραίτο τού καλλιτέχνη ως νέου, τό «cranly’s arm, his arm» ας πούμε, ή τό «έκανε μια κίνηση όπως τής μιλούσε σαν να πετούσε ρεβύθια πίσω απ’ τήν πλάτη του») – γι’ αυτό και μπορεί κανείς να πει περίφημα ότι ισχύει για τό finnegans wake ό,τι είχε πει ο σταντάλ ότι ίσχυε για τήν εισαγωγή τού don giovanni που ο μότσαρτ τήν έγραψε σε μια νύχτα ξαγρύπνιας {αγρύπνιας – τήν άλλη μέρα είχε πρεμιέρα η όπερα και δεν είχε γράψει τήν εισαγωγή ακόμα} τουτέστιν μισοκοιμισμένος : ότι ακούς μ’ άλλα λόγια θαυμάσια τά κομμάτια που έγραψε κοιμισμένος και ακούς μετά επίσης και τό πότε ήταν που ξυπνούσε απότομα και ξανάρχιζε, με λίγο παραπάνω κέφι τέλος πάντων –

.

.

   τώρα όμως είδα (και γι’ αυτό διακόπτω μετά τσαντίλας τήν καλοκαιρινή διακοπή) ότι σύντομα πρόκειται να έχουμε ενδομπουρδογλωσσικές ξιπασιές : «η αγρύπνια τών φίνεγκαν» σε μετάφραση τού κυρίου ελευθέριου ανευλαβή – δεν τήν έχω διαβάσει διότι δεν έχει εκδοθεί ακόμα, αλλά γράφουν γι αυτήν πριν εκδοθεί, όπως συνηθίζεται στις εξαιρετικές περιπτώσεις –

   να πει κάποιος τού κυρίου μεταφραστή λοιπόν ότι στην αγγλική (δηλαδή τή (θέλοντας και μη, και κυρίως μή θέλοντας) γλώσσα τού τζόϋς) η γενική πληθυντικού δεν στερείται παντελώς αποστρόφου : τό απόστροφο μπαίνει απλώς όχι πριν τό σίγμα αλλά μετά τό σίγμα (ελληνιστί εντάξει τό ες) – συνεπώς αν επιθυμούσε διακαώς τόν πληθυντικό ο τζόϋς δεν θα αφαιρούσε καθολοκληρίαν τό απόστροφο αλλά θα ’γραφε finnegans’ wake

   ας αφήσουμε τό ότι, αν πάρουμε στα σοβαρά τήν ντε και καλά επιθυμία τού μεταφραστή να μάς πείσει ότι υπήρξε ντε και καλά επιθυμία τού τζόϋς να περιοριστούμε σε κείνη τή μπαλάντα (στην οποία στηρίζει τήν αυθαιρεσία τού πληθυντικού), τό βιβλίο θα ’πρεπε να λέγεται «μοιρολόϊ για τόν φίννεγκαν» και «φιννεγκοξαγρύπνια» ή «φιννεγκοανάσταση»

   τό ζήτημα είναι όμως βασικά απλό : ο τζόϋς δείχνει ειδικά σ’ αυτό τό έργο όλη του τήν περιφρόνηση για τή γλώσσα και τούς κανόνες της, και γι’ αυτό ακριβώς σβήνει παντελώς τό απόστροφο : όπως αν έγραφε στα ελληνικά θα υιοθετούσε (παντού ή ενμέρει) τό ατονικό να πούμε ή και τή φωνητική γραφή ή και τό λατινικό αλφάβητο : αφενός δηλαδή τσαντίζεται με τούς κανόνες (τής αγγλικής ως ιρλανδός – αν έγραφε στα ελληνικά θα τσαντιζόταν με τούς κανόνες τής ελληνικής, ως αντιέλλην που θα ένιωθε και υποέλλην) και τό ότι ως ιρλανδός απόκτησε μια καθυστερημένη μανία για τά ελληνικά δεν αλλάζει φυσικά τίποτα : τήν απόκτησε τήν εκτίμηση για μια γλώσσα που δεν ήταν η γλώσσα του – και τήν οποία επιπλέον αρνήθηκε πεισματικά να μάθει στο πανεπιστήμιο καθώς τού τό πρότεινε ο μπαμπάς του με τόν οποίο είχε κόντρα : κι ύστερα μετάνιωσε κι έτρεχε να μάθει κουτσοελληνικά από τούς διάφορους εμπόρους που συναντούσε : με τήν ίδια έννοια κουτσοέμαθε και τόν όμηρο, γι’ αυτό – όσο και να χτυπιώνται (κι αυτός και η περιχαρής παγκοσμίως κριτική του) σχέση μεγάλη με τήν οδύσσεια δεν έχει ο «οδυσσέας» – αν έλεγε τό βιβλίο «μπλουμ» θα ήταν πιο εντάξει δηλαδή – τόσο με τόν εαυτό του όσο και με τό βιβλίο : αλλά, βλέπεις, ήθελε σώνει και καλά έστω και καθυστερημένα να βρει μια σχέση με τά ελληνικά, και να καταργήσει δηλαδή κείνη τήν κόντρα με τόν μπαμπά του –. Τήν τσαντίλα του συνεπώς αυτή τή βγάζει ειδικά στον «φίννεγκαν», και μπορεί βέβαια να παίζει σε κάποιο επίπεδο και με τή δισημία ενικού–πληθυντικού, αλλά είναι άλλο αυτό και άλλο αυτό που κάνει ο ευλαβής κύριος με τόν τίτλο στα ελληνικά : μάλλον απλώς για να πάει κι αυτός κόντρα σε όσα έχω (εγώ) συνηθίσει

   : όπως ακριβώς δηλαδή έκανε και ο κύριος καψάσκης (άλλος ευσεβής μεταφραστής αυτός) που πήγε να κανονίσει τόν «οδυσσέα» και ονόμασε τόν στήβεν δαίδαλο (δηλαδή έτσι τόν ξέραμε εμείς, και από τήν (ανώνυμη (τί σεμνότητα!) αλλά και υπέροχη, πιθανώς κιόλας επειδή τή διάβασα τόσο μικρή) μετάφραση τού «πορτραίτου» στο «γαλαξία», και από όλες τίς μεταγενέστερες, αλλά κυρίως και επειδή εκεί πάει τ’ αυτί μας – έτσι να τ’ ακούμε και να τό λέμε εμείς τό stephen dedalus : δαίδαλος, και όχι άκου εκεί βλαχοχωριατιές «στήβεν ντένταλους»)

   : και επιπλέον αυτή είναι ακριβώς και μια άλλη απόδειξη για τήν ασεβέστατη διάθεση τού τζόϋς να πηδάει γλωσσικούς κανόνες (εδώ κατευθείαν σχεδόν στα ελληνικά : τά οποία – μεταγραφόμενα στην λατινική και λοιπή ενδοευρωπαϊκή παράδοση – έχουν τόν δαίδαλο ως daedalus) : αν ήθελε συνεπώς κάποιος έλλην μεταφραστής να μεταφράσει και σ’ αυτήν τήν περίπτωση πιστά αν και όχι αναγκαστικά ωραία τόν τζόϋς, θα ’γραφε τό όνομα τού στήβεν ως «δέδαλος»… Έτσι μόνο θα ήταν συνεπέστερος και με τόν τζόϋς και με τά ελληνικά του

.

 

.

   για να κάνω μια μικρή παρέκβαση (στερνικού τύπου) : στον στήβεν δαίδαλο βρίσκεται εξάλλου ουσιαστικά ολόκληρος ο τζόϋς, και όχι στον μπλουμ : κατά τήν καθόλου ταπεινή μου γνώμη δηλαδή (δεδομένου ότι τόν οδυσσέα τόν περιτριγυρίζω μέσες άκρες και τόν βαριέμαι επίσης – κι αν ο φώκνερ είπε στη γυναίκα του try again όταν τού ανακοίνωσε κείνη, σ’ ένα αεροπλάνο μέσα αν θυμάμαι καλά, ότι τό διάβασε τό βιβλίο αλλά δεν κατάλαβε τίποτα, αυτός έχει μια δικαιολογία που δεν βαρέθηκε να τό διαβάσει : στο κάτω–κάτω ήταν γραμμένο στη γλώσσα του και ήταν ακόμα τό βιβλίο καινούργιο και δεν τού ’χε κάτσει ο μύθος στο κεφάλι και στο σβέρκο όπως σήμερα) αν έχει μια γοητεία λοιπόν για μένα ο «οδυσσέας», τήν έχει στην αρχή, εκεί που συνεχίζει τήν υποερωτική σχέση τού δαίδαλου με τόν κράνλυ – η οποία έχει ξεκινήσει όπως είπαμε από τό πορτραίτο – μετά όμως ο ιρλανδός μας μπλέκει με τή μανία του για τόν γηραιότερο (που θέλει σώνει και καλά να τόν κάνει και οδυσσέα, που δεν γίνεται με τίποτα : ο (αρχαίος) οδυσσέας έχει στο μυαλό του δηλαδή μοναχά τήν περιουσία του και τήν ιδιοκτησία του (αν δεν πείθω εγώ πείθει ο χορκχάϊμερ, μεγάλο στήριγμα) ο αρχαίος οδυσσέας είναι επομένως ξεκάθαρα, ως πρόγονος τού ένδοξου και σημερινού αστού εντελώς αντιερωτικός : δεν ψάχνει σαν τόν μπλουμ ούτε να βρει να διασκεδάσει να πιει ή να κάνει μπανιστήρι, ούτε τή γυναίκα του νοσταλγεί για τό κρεβάτι της – άσε που η γυναίκα τού μπλουμ και θα έχει τόν τελευταίο λόγο και θα είναι και ερωτική τού λόγου της : καμία σχέση δηλαδή με πηνελόπες (μάλλον θα ’λεγε κανείς ότι η μόλλυ έχει σχέση με τίς δούλες της – που λόγω τού ότι διατήρησαν τόν ερωτισμό τους όσον καιρό κράτησε η «οδύσσεια» τού αφεντικού τους, τό αφεντικό γυρίζοντας τούς έκοψε τό κεφάλι) : και κάτι που ξεφεύγει συνήθως από τούς «κριτικούς» είναι ότι η τελευταία πολυλογία τής μόλλυς με τά αλλεπάλληλα ναι παραπέμπει * στους, όπως τουλάχιστον καθιερώθηκαν απ’ τήν αντρική μυθολογία στα αγγλοσαξονικά, γυναικείους οργασμούς – και παρ’ όλ’ αυτά δεν τό ’χω ακούσει εγώ αλλιώς να ερμηνεύεται αυτό παρά μόνο ως τή (συμβατική και μισογύνικη) αντίληψη για τήν γυναίκα που «συγκατανεύει» διαρκώς και υπογείως, ακόμα και στις απιστίες της ηττημένη – ο τζόϋς είχε δηλαδή σε μεγαλύτερη υπόληψη τόν ερωτισμό τών γυναικών απ’ ό,τι οι «κριτικοί» του – εγώ έτσι πιστεύω, μολονότι τά διάφορα ναι στο κρεβάτι τών αγγλοσαξονισσών ποτέ δεν τά κατάλαβα – ο τζόϋς πάντως τό δένει επίσης επιδέξια (τί διάολο, σ’ αυτές τίς δεξιότητες ήταν ασύγκριτος) αυτό τό «ναι» τής μόλλυς και με τό ναι που λένε στην εκκλησία τά ζευγάρια, επίσης αγγλοσαξονικά : όπως δένει περίφημα και τήν ίδια τή bloomsday με τόν ερωτισμό τής μόλλυς, καθώς η μέρα δεν θα κρατούσε τόσο πολύ αν δεν ήταν αναγκασμένος ο μπλουμ να φύγει από τό σπίτι και να τό αφήσει στη γυναίκα του για να συναντηθεί εκεί, όπως τού ’χε ζητήσει απαιτήσει ή απειλήσει, με τόν εραστή της)

   μπλουμ λοιπόν είναι ο ήρωας, και καλά θα έκανε ο ιρλανδός μας να ονόμαζε τό βιβλίο του έτσι : θα ήταν πιο ειλικρινές κατά τή γνώμη μου. (Και επειδή ο χρόνος είναι όντως κριτής μέγιστος που όλα τά διορθώνει, ως bloomsday έχει μείνει στην κοινή συνείδηση η μέρα του, και όχι ως ulyssesday.) Εξάλλου τό να παραπέμψει ο ίδιος ο συγγραφέας από τόν τίτλο κιόλας στην (ομηρική) οδύσσεια τό βρίσκω και βιαστικό και κακόγουστο – νά κάτι που δεν θα τού συγχωρούνταν σε καμία περίπτωση ας πούμε αν έγραφε στα ελληνικά (καλά, τότε δεν θα τού συχωρούνταν απολύτως τίποτα!) Ας παράπεμπε τουλάχιστον σ’ έναν κοντινότερό του λογοτεχνικό μύθο, τόν beowulf να πούμε, ή τόν κύριο shandy – τού sterne που προανάφερα – ο οποίος είναι άλλωστε και ο πρόγονός του από κάθε άποψη (και τόν οποίο ακριβώς (στον φίννεγκαν) ίσως θέλοντας να ισορροπήσει αυτή τήν αδικία βιάζεται να τόν αναφέρει απ’ τήν αρχή–αρχή κιόλας) : Sir Tristram, violer damores : 3η σειρά απ’ τήν αρχή στην έκδοση faber που ’χω γω – αλλού μπορεί να ’ναι και στη 2η , ξέρω γω;

.

.

   όχι μόνο γιατί είναι κι οι δυο ιρλανδοί κι όχι μόνο γιατί τό καταλυτικό χιούμορ τού στερν πάνω και στα ήθη και στη γλώσσα αποτέλεσε βασικό στήριγμα έκτοτε για οποιονδήποτε (στον κόσμο) έκανε πεζογραφία, αλλά και για έναν πολύ πιο εσωτερικό λόγο : τήν ίδια τή λογική τής αφήγησης, η οποία με τόν στερν διαλύεται συστηματικά στα εξ ών συνετέθη, και συνιστά μια γνησιότερη πρωτοτυπότερη και προγενέστερη βέβαια τού τζόϋς τομή (τί τομή : τσεκουροπελέκωμα) στην ιστορία τής αφήγησης : άσε που ο στερν στον «τρίστραμ σάντυ» κάνει αυτό που δεν τόλμησε να κάνει ο τζόϋς : να παραπέμψει δηλαδή ακριβώς σ’ έναν αγγλοσαξονικό μύθο, όχι τόν μπέογουλφ μεν, τόν τριστάνο δε – αφενός, και αφετέρου να διαλύσει τή δομή τού «κλασικού» μυθιστορήματος όχι με βάση τόν χρόνο αλλά με βάση τή μνήμη και τά δικά της ψυχολογικά βίτσια, κάτι απείρως και πιο καίριο και πιο μοντέρνο και πιο δύσκολο κατά τή γνώμη μου : δηλαδή εντάξει, ωραίο τό να συμβαίνει ένα τεραστίων διαστάσεων μυθιστόρημα μέσα σε μια μόνο μέρα, αλλά εξαιρετικά ωραιότερο και πονηρότερο να διασπώνται όλα, και χρόνος και τόποι και επεισόδια, με μόνο μέτρο τά κέφια τού ομιλητή και τίς αναμνήσεις του κάθε φορά – τούς συνειρμούς του δηλαδή ανάλογα με τό συμφέρον του : υπάρχει νεωτερικότερη αντίληψη απ’ αυτήν, άμα τό δούμε έτσι; (μέχρι και ο προυστ προβλέπεται – αφαιρουμένου τού χιούμορ)

   ας αφήσουμε που υπάρχει προϊστορία και σ’ όλ’ αυτά, ασφαλώς : αν θέλουμε να ’μαστε ακριβείς και ακριβοδίκαιοι δηλαδή, η ληξιαρχική πράξη γέννησης τού νεωτερικού, τού βέβηλου, τού αγνοώντας τούς κανόνες, τού κάνοντας τούς κανόνες απ’ τήν αρχή, σαν να μην υπήρχε προηγουμένως τίποτα, στην πεζογραφία βρίσκεται στον δάντη, και μόνο στον δάντη : με τήν vita nova του, εκεί όπου όλα διασπώνται κι όπου τίποτα δεν ακολουθεί κανένα αφηγηματικό προηγούμενο πάρεξ μόνο τή μανία και τό πάθος και τή μνήμη, και ό,τι ακολουθεί τόν θάνατο που καταγράφει και συνιστά τήν αφήγηση, και ό,τι δεν είναι η υπόθεση τού έργου αλλά η παράθεση τών γραφτών που θα οδηγήσουν σ’ αυτήν, και η κριτική τους απ’ τόν ίδιο τόν durante, και οι ιστορίες τής κρίσης του και τών λιποθυμιών του, και τής ανάλυσής του τών διαρκών παραισθήσεων

   για να συνεχίσω όμως τή στερνική παρέκβαση με κάποια σχετική συνέπεια, τόν δάντη ακολουθεί ασφαλώς ο θερβάντες, τόν θερβάντες ακολουθεί ασφαλώς ο στερν, τούς πάντες ακολουθεί ασφαλέστατα ο σταντάλ – είχε δηλαδή πολλά σκαλοπάτια για να πατήσει πάνω τους ο κύριος τζόϋς : μόνο τόν όμηρο δεν είχε, γιατί, αν αυτός (αυτός; όποιος κι αν ήταν ο τελικός συμπιλητής τών ποιημάτων τέλος πάντων) έχει σίγουρα στην οδύσσεια απίστευτα αφηγηματικά κόλπα, τίποτ’ απ’ αυτά όμως δεν μιμείται ούτε ακολουθεί, ούτε προσπαθεί ν’ ακολουθήσει τέλος πάντων ο τζόϋς – ο τζόϋς δεν τήν ξέρει καλά τήν οδύσσεια : (γιατί είπαμε, δεν έμαθε τά ελληνικά εξαιτίας τού μπαμπά του) : και αυτό που ακολουθεί είναι μάλλον μια εντελώς επιφανειακή, μαζικής κουλτούρας αντίληψη περί τού οδυσσέα, ανακριβής και επιφανειακή – και ακόμα (όπως ξανάπα) και βιαστική και πρόχειρη (ούτε καν τόν αριθμό 24 δεν φρόντισε ν’ ακολουθήσει για τά κεφάλαια – κι αν ήθελε εδώ να πηδήξει τά ελληνικά αλφάβητα και ν’ ακολουθήσει τά πάτρια, ας τά ’κανε 26 (τόσες θα ’ταν οι ραψωδίες αν ο όμηρος έγραφε δηλαδή αγγλικά), τό 18 πάντως δείχνει απλώς βιασύνη και προχειρότητα)

   προσωπικά, επειδή ακριβώς τήν πρωτοπορία τήν έχω σε μεγάλη υπόληψη, σιχαίνομαι απόλυτα τήν ιδέα ότι μέσα στην πρακτική τού μοντερνισμού χωράνε όλα επειδή απλώς έτσι μάς κάθεται : δεν είναι δηλαδή η πεζογραφία, ούτε η τέχνη γενικά, χώρος αυθαιρεσιών – και η ελευθερία διαχωρίζεται από τήν αυθαιρεσία διά ροπάλου, αλλά ας μην μπλέξουμε τώρα με τό τί είναι και τί δεν είναι πεζογραφία – : ας πούμε απλώς ότι στην κατασκευή ενός έργου όλα χωράνε φτάνει να δικαιολογούνται, και με εσωτερικά, όχι εξωτερικά στοιχεία : ειδάλλως οδηγούμαστε στη σημερινή αρλούμπα, και όσοι ενδιαφερόμαστε (για τήν πρωτοπορία that is) βλέπουμε με πολλή λύπη πού έχει καταλήξει : και δυστυχώς γι’ αυτήν τήν κατάληξη ειδικά στην πεζογραφία δεν είναι ανεύθυνες οι βιασύνες και οι προχειρότητες τού ώριμου κουρασμένου και βαριεστημένου τζόϋς

   εδώ όμως υπεισέρχεται και η ανάγκη (μου) να τού αναγνωρίσω ένα ελαφρυντικό ως προς τήν ονομασία τού «οδυσσέα» με τήν εξής έννοια : αυτό για τό οποίο ο τζόϋς είναι υποχρεωτικό να εκτιμηθεί γενικά (και αυτό για τό οποίο ούτως ή άλλως έχει τήν ευγνωμοσύνη μας) είναι για τήν τόλμη του να προχωρήσει τά παραδείγματα τών προηγουμένων στα άκρα : δεν εφεύρε τίποτα, αλλά υπερθεμάτισε : και μέσα σ’ αυτό τό πλαίσιο (και μόνο) μπορεί να δικαιολογηθεί η επιλογή ενός ονόματος για τόν μπλουμ, και για ολόκληρη τή μέρα του, που να παραπέμπει στην ομηρική «οδύσσεια» : μόνο αν τό δούμε δηλαδή ως παιδιάστικο πείσμα και χτύπημα τού ποδιού κάτω, και κακιασμένη πρόκληση για τήν κατεδάφιση ενός κανόνα : δεν έχει σημασία πόσο κρατάει τό ταξίδι, μπορεί να κρατήσει κι ένα δευτερόλεπτο – στα πλαίσια μιας πεζογραφικής παράδοσης όπου η «αξία τού χρόνου» ήταν ακόμα αρκετά κλασική αυτό έχει τήν αξία του : (παραμένει τελείως εκτός θέματος, παρατραβηγμένη και άστοχη, η προσπάθεια να ταυτιστούν τά κεφάλαια τού βιβλίου με τά «κεφάλαια» τού έπους – είπαμε, ούτε στον αριθμό δεν έπεσε μέσα ο τζόϋς : ίσως ακριβώς επειδή δεν είχε σπουδάσει, ξανάπαμε, τόν όμηρο και νόμιζε ότι οι αριθμοί του είναι ασήμαντοι)

   πάντως για να ξαναγυρίσω στους προπάτορες πριν κλείσω τήν παρέκβαση, ακόμα και η πεζογραφία τού bruno (που ο τζόϋς ευτυχώς τόν ξέρει) είναι γεμάτη κατεδαφιστικό χιούμορ, εξοργιστικό ταλέντο, και εξαυτού προαναγγελλόμενο θάνατο : και επειδή ο μπρούνο έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου στα ελληνικά (προσωπικά τόν ξέρω από κάτι γερμανικές μεταφράσεις, και ό,τι ξέρω συνιστά σίγουρα αντικείμενο μελέτης μιας ζωής – που δεν θα τήν κάνω όμως εγώ) τό μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η ενγένει φιλοσοφία τού μπρούνο, παρέα με τήν σπαζαρχίδικη ενσωματωμένη της ειρωνεία (θυμάμαι τώρα ας πούμε τήν αρχή από τό «περί τών άπειρων κόσμων» που είναι γραμμένο σε διάλογο και αρχίζει έτσι ξεκαρδιστικά : «– Και πώς ξέρετε κύριε ότι οι κόσμοι είναι άπειροι; – Και πώς ξέρετε κύριε ότι δεν είναι;») δικαιολογεί απόλυτα αυτό που είπε (και πάλι) ο χορκχάϊμερ (και ούτε που θυμάμαι πού) : ότι ο λόγος που οι παπικοί φέρθηκαν επιεικέστερα στον γαλιλαίο, ήταν όχι τόσο γιατί αυτός έκανε πίσω ενώ ο μπρούνο επέμεινε, όσο γιατί δεν τούς ενοχλούσαν τόσο τά σκέτα μαθηματικά τού γαλιλαίου, ενώ τούς χτύπησε εξοργιστικό καμπανάκι η φιλοσοφία τού μπρούνο πίσω από τήν αστρονομία του (στην οποία σημειωτέον προηγήθηκε κιόλας τού γαλιλαίου – και χωρίς όργανα). Για τόν ίδιο λόγο προφανώς ο γαλιλαίος εξακολουθεί να είναι, στην περιρρέουσα θετικιστική συνθήκη τής σήμερον, δημοφιλέστερος (και γνωστότερος) τού τζορντάνο

   αλλά και ο έτερος μεγαλοογκόλιθος θερβάντες ακολουθεί αυτήν τήν παράδοση μη–παράδοσης κοροϊδεύοντάς μας με τήν «κλασική» του δήθεν αφήγηση η οποία διασπάται διαρκώς με τήν επαναφορά τού ίδιου σε πρώτο πλάνο και τήν επαναφορά επίσης σε πρώτο πλάνο αποσπασμάτων από τήν «κλασική» τότε, όποια είχε στη διάθεσή του, λογοτεχνία

   ο σταντάλ από τήν άλλη δεν αρνήθηκε ποτέ ότι είχε πάνω απ’ όλα δάσκαλό του τόν δάντη – κυρίως στο «περί έρωτος» όπου διαλύει κάθε μορφή μυθιστορηματικής και αφηγηματικής σύμβασης μιλώντας διαρκώς για τά δικά του και εντέλει μόνο τά δικά του –. Και για να τελειώνω με τίς ιστορικές αναδρομές ας πω ότι προϋπάρχει πάντως, στο λογοτεχνικό μαξιλάρι που ’χει στην πλάτη του αναπαυτικά ο τζόϋς, η περίφημη τζαίην ώστιν και δεν πρέπει να τήν ξεχνάμε : αυτήν κυρίως δεν πρέπει επουδενί να τήν ξεχάσουμε, καθώς ήταν επίσης και αγγλόφωνη : όμως ειδικά η θεία τζαίην έχει και μια επιπλέον ιδιομορφία που οφείλεται καθαρά στην ανηλεώς και αμετακλήτως γυναικεία της φύση : κατάλαβε δηλαδή πολύ νωρίς τήν εχθρότητα τού γύρω της χώρου : και η ειρωνεία που επιπλέει και κατακλύζει τό έργο της είναι εγκαίρως τιθασσευμένη και επεξεργασμένη – ναι, όσο κι αν φαίνεται για όσους τήν ξέρουν παράλογο, η πρώιμη τζαίην, η τζαίην ώστιν παιδί ήταν συνταρακτικότερα, εμφανέστερα και εξωτερικότερα, επιθετική : και μολονότι διατήρησε τήν κατεδαφιστική της ειρωνεία στο ώριμο έργο της, έμαθε να αποκρύπτει τίς κριτικές της τουλάχιστον για τήν ίδια τή λογοτεχνία : αυτές τίς κριτικές που κάνουν κάποια απ’ τά γραφτά τής παιδικής της ηλικίας εκπληκτικά απολαυστικά και απολύτως μοντέρνα, ακόμα και με τίς πιο συμβατικές έννοιες τής νεωτερικότητας : ακριβώς δηλαδή επειδή από μικρή (και από τίς αντιδράσεις τών αντρών τής οικογένειας – και είχε καμπόσους γύρω της) διαπίστωσε ότι τό ενδοσυγγραφικό της χιούμορ θα δυσκόλευε τήν επιβίωση τήν αποδοχή και εντέλει τήν έκδοση τών βιβλίων της : έτσι μόνο πολλούς αιώνες μετά τόν θάνατό της μπορούμε να απολαύσουμε τό γεγονός πως από παιδί είχε ήδη προλάβει να ειρωνευτεί τίς αντιφάσεις τής μετέπειτα πρωτοπορίας (τού θέατρου πιχι τού παράλογου – που θα εμφανιζόταν κάτι εκατοντάδες χρόνια αργότερα – θυμάμαι τώρα ένα θεατρικό της έργο που τό έγραψε γύρω στα 12 όπου τραβάει τόν παραλογισμό στα άκρα αφήνοντας τό «θέμα» τού έργου εντελώς στο σκοτάδι, αφού τό θέμα αποτελείται από ένα μυστικό τό οποίο, ως μυστικό, τό ψιθυρίζει στο αυτί ο ένας υποκριτής τού άλλου και τό κοινό μένει εντέλει με τήν απορία) – όπως εξάλλου πρόλαβε στο πρώτο της «ώριμο» μυθιστόρημα να ειρωνευτεί τή μαζική κουλτούρα τής εποχής (τά «αστυνομικά» τά «γοτθικά» τά δημοφιλή έργα μυστηρίου) με αποτέλεσμα να υποστεί τήν κακοήθη πονηριά κεινού τού εκδότη, ο οποίος φρόντισε να αγοράσει τά δικαιώματα τού βιβλίου της για να τό πνίξει και να τό κρατήσει μετά θαμμένο στο συρτάρι του, καθότι εξέδιδε τού λόγου του ακριβώς τέτοια έργα ( : όταν η τζαίην πέθανε, ο μόνος αδελφός που τήν αγαπούσε ξαναγόρασε από τόν εκδότη αυτόνα τό northanger abbey για να τό εκδόσει ο ίδιος – στη μεταθανάτια έκδοση έργων της μαζί με τό persuasion)

.

.

   για τήν ιστορία και τή δικαιοσύνη τού πράγματος πάντως, εδώ τώρα που τελειώνει αισίως η στερνική αυτή παρέκβαση, να μην ξεχάσω να πω ότι ο τζόϋς τόν μπρούνο ειδικά δεν τόν ξέχασε ποτέ : είναι ο μόνος εκ τών καλλιτεχνών τουλάχιστον που τόν θυμότανε, και όχι μόνο τόν έχει αναφέρει αλλά και επανέρχεται σ’ αυτόν – και δεν πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στο ιησουίτικο σχολείο που τόν πήγανε και όπου θέλοντας και μη μπόρεσε να μισήσει εγκαίρως τήν εκκλησία – στο «πορτραίτο» μάς τά ’χει πει, και με τόν πιο έξοχο τρόπο – κλείνει η παρέκβαση

.

.

   ας επανέλθω λοιπόν εκεί που ξεκίνησα, τήν επερχόμενη έκδοση μιας μετάφρασης τού φίννεγκαν ως αγρύπνια ολόκληρης και σούμπιτης μιας οικογένειας με τή δικαιολογία κιόλας δήθεν ότι η (ιρλανδική that is) μπαλάντα που ασχολείται με τόν φίννεγκαν και τήν οποία ήξερε ας πούμε ο τζόϋς (και δεν πα’ κι η μπαλάντα ακόμα να ’χει τόν φίννεγκαν στον ενικό) μιλάει δήθεν για ένα ολόκληρο σόϊ : όμως στη συγκεκριμμένη μπαλάντα (που τώρα πήρα δλδ να τή διαβάσω) στην ξαγρύπνια για τόν φίννεγκαν, από συγγενείς παίρνει μέρος μονάχα η χήρα του, και οι υπόλοιποι είναι ένα λεφούσι φίλοι τού μεταστάντος ( : καλά, ή δεν ξέρουμε να διαβάζουμε ή νομίζουμε ότι οι άλλοι δεν ξέρουν; δυστυχώς δεν προέχει εδώ κατά τή γνώμη μου πάντως παρά μια τραγική αρλουμποβαλκανιοειδής επιθυμία να κάνουμε απλώς μια ψωροκωσταινοκαθυστερημένη επίδειξη γνώσεων κι όποιον πάρει ο χάρος (ή ο φίννεγκαν), μ’ άλλα λόγια δηλαδή τά συνήθη)

   και να πω βέβαια ότι αναγνωρίζω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ειρωνεία απ’ τό να γράφω πρώτη φορά εδώ ουσιαστικώς για τόν τζόϋς και να παίρνω αφορμή από μια μαλακία κι ένα απόστροφο

   δεν εισηγούμαι επουδενί βέβαια ότι δεν θα ’πρεπε να εκδοθεί η μετάφραση – θεός φυλάξοι : (εγώ που δεν βρίσκω άνθρωπο να μού εκδόσει τά ανέκδοτα δεν θα γκρίνιαζα ποτέ για άνθρωπο που βρίσκει άνθρωπο να τού εκδόσει τά ανέκδοτα) : άλλωστε μια μετάφραση τού φίννεγκαν θα προκαλούσε ούτως ή άλλως αντιρρήσεις (και συζητήσεις) και πιστεύω ότι μερικά έργα καλύτερα να τά ’χουμε στα ελληνικά έστω και με κατά λέξη σχολικές αποδόσεις : έχουμε άλλωστε μέλλον : μπορεί ο μέλλων επαρκέστερος μεταφραστής να μάθει τόν φίννεγκαν απ’ αυτή τή μετάφραση – και στην ενγένει μας απαιδευσία μπορείς να περιμένεις και τά χειρότερα, ακόμα και να μάθει ένα παιδί φανατικό για γράμματα τόν φίννεγκαν από τούτο τό ποστ –

   μέχρι να διαβάσω τή μετάφραση πάντως, αλλά και αφού τή διαβάσω πολύ φοβάμαι, οφείλω να πω ότι τό όνομα τού μεταφραστή είναι τό καλύτερο κομμάτι τής μετάφρασης – δηλαδή μόνο ως τζοϋσικό αστείο θα μπορούσε να τό πάρει κανείς – και πιστεύω ότι ο τζόϋς θα ’λεγε, ευθύς εξ αρχής, ότι η μετάφραση είναι ανελευθέρως εβλαβέστατη – αλλά αυτό με τό οποίο δεν θα καταδεχότανε να κάνει ούτε ένα αστείο θα ήτανε η καριέρα τού μεταφραστή στην τηλεόραση – όμως στη χώρα τής μαφίας τής κλίκας και τής μαλακίας αν ο μεταφραστής δεν είχε δημιουργήσει τίς γνωριμίες του δεν θα ’βρισκε και άνθρωπο να τού εκδόσει τή μετάφραση, όπερ και έδει δείξαι – για να μην πούμε και για ικαροδαίδαλους να τού επιδαψιλευσοδαιδαλογράψουν κριτική πριν ακόμα βγει τό βιβλίο

   όλ’ αυτά πέραν τού ότι δεν μού είναι ο άνθρωπος (ο ανεβλαβής) ιδιαιτέρως αντιπαθής –

   και για να τελειώσω όπως άρχισα, παραφράζοντας – τί ’ναι καλέ τούτο τό ποστ είπε η μάνα μου και τί λέει;bullshit είπα γω και πολύ χαρωπά : συνεχίζω τώρα τίς διακοπές μου

.

.

.

.

.

* παραπέμπει : όπως ας πούμε εδώ τό yes στα σοβαρά, κι εδώ στ’ αστεία

σχολαστικισμοί, διαβάσματα : για διαβάσματα στο πρωτότυπο : τζόϋς «finnegans wake» | η μπαλάντα «finnegan’s wake» | τζόϋς «ulysses» | λώρενς στερν «tristram shandy» | δάντης «vita nuova» | bruno «περί άπειρων κόσμων» | τζαίην ώστιν (juvenilia) «the mystery : an unfinished comedy»

επιλογή βιβλίων, βλογ, και άρθρων : δάντης «νέα ζωή» στα ελληνικά, μετάφραση νίκος κούρκουλος | «τά ελληνικά τού τζαίημς τζόϋς», μαντώ αραβαντινού | τζόϋς «τό πορτραίτο τού καλλιτέχνη», μετάφραση άρη μπερλή | μια μελέτη για τή «διαλεκτική τού διαφωτισμού» τών αντόρνο και χορκχάϊμερ : προς τή μέση τού κειμένου, για τόν (ομηρικό) οδυσσέα ένα βιβλίο για τά «λάθη τού τζόϋς» : joyces mistakes, problems of intention, irony, and interpretation | flashpoint, ένα βλογ με κατάλογο έργων για τόν φίννεγκαν | ένα άρθρο για τόν «οδυσσέα υπερτιμημένο» | stella steyn, έργα ζωγραφικής για τόν φίννεγκαν

περί τής επερχόμενης μετάφρασης : ιούνιος 2012, για τήν επερχόμενη μετάφραση, στο «ποιείν» | φεβρουάριος 2012, αναγγελία τής επερχόμενης μετάφρασης από τό «βήμα» | μάρτιος 2012, βλογ ίκαρου μπαμπασάκη, αποσπάσματα τής επερχόμενης μετάφρασης + επεξηγήσεις τίτλου μετά πλήθους φιλολογικών παρφερναλίων |

.

.

.

      

.

.

.

.

.

 

8 Απριλίου 2012

διονύσιου σολωμού αυτόγραφα έργα : αυτοκριτικές και βρωμόλογα

.
.
.     

.

.

   «τό έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί…» : όποιος έχει γενικά τά κότσια να δίνει εντολές, και μάλιστα σ’ ένα έθνος που ακόμα δεν έχει σταθεί καλά–καλά στα πόδια του, πρώτ’ απ’ όλα ένα πράγμα υπονοεί : ότι έχει μάθει (κάτι) ο ίδιος – Κι αυτό που εκλαμβάνεται (κατά κόρον σήμερα) ως εντολή τού σολωμού στον χώρο τής πολιτικής ή τής κοινωνίας, καλό θα ’ταν να θυμόμαστε ότι λέχθηκε για έναν άλλο χώρο* κι ότι ο ίδιος πριν δώσει οποιαδήποτε συμβουλή τήν είχε εφαρμόσει, και με πάθος (ακριβοπληρωμένο), σε μια άλλη πλατφόρμα και σχεδόν σε μια άλλη γλώσσα – που τό «έθνος» θ’ αργούσε πολύ να τή μάθει – αν τήν έμαθε ποτέ : τόν χώρο τής τέχνης, που εκείνος τόν ήξερε καλά, και που για χάρη του (για χάρη τής αλήθειας τών ποιημάτων του) ήταν που θεώρησε ότι τίποτα δεν έχει (δεν είχε δηλαδή) τελειώσει :

   συνεπώς η μανία τού σολωμού για αληθώς ανολοκλήρωτα σχεδιάσματα πρέπει μάλλον να ειδωθεί σαν μια μανία για αλήθεια στον χώρο τής αισθητικής

   τά «βρωμόλογα» με τά οποία στολίζει τήν ίδια του τήν τέχνη, όταν βρίσκει ότι δεν είναι ακόμα αληθινή, δεν θα ’πρεπε ούτε να εκπλήσσουν, ούτε – πολύ περισσότερο – να κρύβονται. Γιατί, πολύ περισσότερο ακριβώς, από τό «τελειωμένο» έργο του όπως μάς παραδόθηκε ελέω πολυλά – μάλλον στην κυριολεξία με βιά – με κάποιας μορφής βία σίγουρα, έστω και από δικαιολογημένον έρωτα και θαυμασμό για τήν ατελείωτη τέχνη του – πολύ μεγαλύτερης αξίας μάθημα εθνικό είναι κατά τή γνώμη μου η εκτίμηση τής σκατολογικής του απέχθειας για ό,τι ο ίδιος θεωρούσε αναληθές στην ποίηση και τή γλώσσα – τόν χώρο δηλαδή στον οποίον (μην έχοντας άλλο στο νου του πάρεξ γλώσσα και ελευθερία) οικειοθελώς περιχαρακώθηκε

   η δουλειά τού καθηγητή λίνου πολίτη στο πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης να φωτοτυπήσει όλα του τά χειρόγραφα και συγχρόνως να τά μεταγράψει τυπογραφικά, είναι επίσης ένα μάθημα εθνικής αλήθειας γιατί πέρα από τήν καθαρή φιλολογική του αξία μάς παραδίνει κι έναν εθνικό ποιητή που γράφει ανορθόγραφα (ή με φωνητική γραφή, όπως θέλουμε τό λέμε) και, πάνω απ’ όλα, γράφοντας, σβήνει διορθώνει και φωνάζει : όξο όξο, όξω ούλα και : σκατά σκατά :

   τήν εποχή τής χαμογελαστής και ανέμελης θετικής σκέψης όπου η αθώα αυτοδιαφήμιση, η επιδεικτική αυτοεκτίμηση, τό επίμονο αυτοσερβίρισμα και τό γοητευτικό αυτοπλασάρισμα, αποτελούν και εθνικό και πανεθνικώς θαυμαζόμενο σπορ, τό μάθημα τής αυτοαμφισβήτησης τού σολωμού είναι πιστεύω ένα γερό χαστούκι στα μούτρα μας. Όσο περισσότερο τό θεωρήσουμε αληθινό, τόσο πιο χρήσιμοι μπορούμε να γίνουμε κι εμείς για τήν ίδια μας τή ζωή, ή γι’ αυτό που ο καθένας μας θεωρεί ως δικό του χώρο και έθνος

   είν’ αλήθεια ότι η ανάρτηση δεν θα γινότανε αν δεν είχε ριχτεί η ιδέα σ’ ένα σχόλιο. Και δεν θα γινότανε, γιατί αυτήν τήν εποχή διαθέσιμο ήτανε μόνο ένα καβουρδιστήρι κινητό, και μ’ αυτό τό σόνυ έρικσον έρριξον κι εγώ ό,τι μπορούσα καλύτερο στη σελίδα. Η ποιότητα τής φωτογράφισης, δηλαδή, θέλω να πω, είναι ασυζητητί σκατά. Αλλά δεν πειράζει, κάποτε ελπίζω θα επακολουθήσουν καλύτερες αποδόσεις τών χρωμάτων ( : οι σελίδες τών τετραδίων όπου έγραψε ο σολωμός μ’ άλλα λόγια είναι μπεζ–ροζ, και όχι πρασινωπές όπως βγήκαν εδώ)

   η ανάρτηση θέλησα λοιπόν πάση θυσία να είναι έτοιμη σήμερα, επέτειο 214η από τήν ημέρα που η αγγελική νίκλη (μανιάτικης καταγωγής), υπηρέτρια τού (κρητικής καταγωγής) κόντε νικόλαου σολωμού, αστράφτοντας φως και γνωρίζοντας ως νια τήν εαυτή της (και τή βιά εναντίον τού φύλου (και τής τάξης) της) γέννησε εξώγαμον τόν πρώτο της γιο, διονύσιο : τόν μεγάλωσε με τά λαϊκά μανιάτικα τραγούδια και νανουρίσματά της, και εννιά χρόνια τόν κράτησε κοντά της (θα ακολουθούσε και άλλος γιος στην παράνομη σχέση γέρου κόμη / υπηρέτρας, η οποία θα κρατούσε 11 χρόνια και θα νομιμοποιούνταν τήν παραμονή τού θανάτου τού κόμη) : αυτά τα εννιά χρόνια έζησε ο σολωμός λοιπόν τά ελληνικά τής μάνας του, μέχρι να τόν στείλουν, για άλλα εννιά πάλι χρόνια, στην ιταλία – καταπώς ήταν τό έθιμο στην αριστοκρατία τών επτανήσων – να μορφωθεί ως ιταλός και ως κόντες : και σ’ αυτά τά ελληνικά χρωστάμε πάνω απ’ όλα τελικά τό ότι ο σολωμός δεν έγινε ο ιταλός ποιητής που είχε τήν άνεση να γίνει : τό σχίσμα ανάμεσα στις δύο γλώσσες (και τίς δύο καταγωγές) ήταν όμως ισχυρότατο και κράτησε μια ζωή : ο σολωμός υπέγραφε πάντα ιταλικά (η κοινωνική θέση ως υπερεγώ, από τή μεριά τού πατέρα) και έγραψε ποιήματα εντέλει ελληνικά, πεισματικά ανορθόγραφα, διανύοντας ολομόναχος τόν χρόνο τριών τουλάχιστον ποιητικών γενιών ( : τό «πεισματικά» αφορά τίς διανοητικές του ικανότητες : διότι πιστεύω ακράδαντα ότι ο σολωμός μπορούσε να μάθει τήν ελληνική ορθογραφία, αν ήθελε, όπως (θέλησε και) έμαθε τήν ιταλική) : τό πεισματικά και ιδιόμορφα ανορθόγραφο ιδίωμα όμως που κράτησε στα ελληνικά του (και τό οποίο δεν υπακούει σε κανέναν κανόνα «απλούστερης» φωνητικής γραφής αλλά έχει όλη τήν ελευθερία και τήν αυθαιρεσία παιδικού παιχνιδιού) ήταν, κατά τή γνώμη μου, η μοναδική σχέση που τόν ένωνε πλέον και με τήν ελευθερία τής  παιδικής ηλικίας και με τή μάνα του (που κάπως έτσι πρέπει να ήταν τά ελληνικά της όσο και ό,τι έγραψε) – ακριβώς ίσως, πολύ περισσότερο, επειδή ο ίδιος θεώρησε από ένα σημείο και μετά ότι τό αγαπημένο αυτό και ημιπαράνομο πρόσωπο τόν πρόδωσε : δεν μπορούμε συνεπώς να έχουμε μπροστά μας ολόκληρο τό πρόσωπο τού σολωμού, χωρίς τίς ανορθογραφίες του – ορθές, πάνω απ’ όλα για τήν ίδια τήν ψυχική του συγκρότηση – όπως μάς τό ’χει άλλωστε υπόγεια δηλώσει κι ο ίδιος :

«κάνε τήν είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου, / καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε τό γάλα τής μητρός μου…» : κανε τιν ιχε εροτικα πιισι ο λογισμοσμου / καν τ’ ονυρο οταν μ’ εθρεφε το γαλα τις μιτροσμου.

.

.

.

.

   * όταν, γύρω στο 1850, ο σολωμός έγραφε τόν «πόρφυρα», ένας φίλος του, μάς λέει ο πολυλάς, «τού επαρατήρησε ότι τό έθνος ήθελε δεχθεί καλύτερα ένα ποίημα εθνικό. – Τό έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» απάντησε ο σολωμός

   (η αναφορά αυτή τού καθηγητή αλέξη πολίτη βρίσκεται ιντερνετικά εδώ)

   επισημαίνω για τή γενικότερη σημασία τής φράσης τού σολωμού – και προς γνώση τών ακριβών συμφραζομένων της – ότι ο «πόρφυρας» τηρουμένων όλων τών σολωμικών ιδιωμάτων, αντιστοιχιών, και αναλογιών, πέρα από τό ότι είναι από τά ωριμότερα (και ωραιότερα) γραφτά και σχεδιάσματα, διαπνέεται (ή προέρχεται ή ξεκινάει) και από μία κρυμμένη, υπόγεια, αλλά τελικά σαφή, ομοφυλόφιλη ερωτική διάθεση – δεν είναι αυτό που τό κάνει μεγάλο ποίημα, αλλά είναι σίγουρα αυτό στο οποίο αντέταξε τό εθνικό ο φίλος του, και συνεπακόλουθα και αυτό στο οποίο αντέταξε τό αληθές ο ίδιος ο σολωμός…

   (δεν έχει επομένως κανείς παρά να ελπίζει πως κάποτε, έτσι όπως «άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τόν εαυτό του» θα γνωρίσει και τό έθνος, καλύτερα και αληθινότερα, τούς δυο εθνικούς του ποιητές (ο άλλος είναι ο καβάφης : ανεξάρτητα και αυτός από τίς ερωτικές του προτιμήσεις αλλά ποτέ αγνοώντας τες…))

.

.

.

.

.

.

 

.

.

 

.

.

.

.

.

.

.

.

 

.

.

   υστερόγραφο στις φωτογραφίες :

   τώρα που ξανακοίταζα τούς τόμους για να βάλω εδώ τίς φωτογραφίες αυτές τών σελίδων, ανακάλυψα (αν δεν μού ξέφυγε και τίποτα, γιατί η δουλειά δεν έγινε και με όλο τόν χρόνο στη διάθεσή μου) ανακάλυψα λοιπόν ότι τή λέξη «σκατά» ο σολωμός τή χρησιμοποιεί ως κριτική τής δουλειάς του, και κατά κόρον, ουσιαστικά μόνο σ’ ένα πολύ πρώιμο χειρόγραφο και ποίημα, τήν ωδή «εις τόν θάνατον τού λορδ μπάϊρον» τού 1927

   τό ποίημα για τόν θάνατο τού λόρδου μπάϋρον είναι όμως όντως από τά πιο ασήμαντα, ποιητικά, κατασκευάσματα τού σολωμού – μαζί θα έλεγα με τόν «ύμνο στην ελευθερία» (πρωιμότερο, τού 1823) στον οποίο εξάλλου και μοιάζει μορφικά (και τού οποίου πάντως δεν υπάρχει χειρόγραφο – για να βλέπαμε τίς διορθώσεις και τίς εντολές που θα υπήρχαν σίγουρα και εκεί…)

   ο σολωμός φαίνεται εξόχως έξαλλος πάντως εδώ με τή δημιουργία του, και μάλιστα καθώς προχωράει τή διόρθωση : στην αρχή, όπως βλέπουμε στην (αμέσως παραπάνω) πρώτη σελίδα, φαίνεται πιο υπομονετικός με τά λάθη του : «όξω (λέει) φθάνει γι’ αυτό μια φράση μια λέξη» – αλλά φαίνεται να χάνει εντελώς τήν υπομονή του στη συνέχεια. Αν μού επιτρέπεται λοιπόν μια εντελώς προσωπική ερμηνεία, μπορεί να υπάρχει κι αυτός ο λόγος : τό κείμενο στο οποίο δουλεύει τίς διορθώσεις τού «μπάϊρον» τού έχει δοθεί ορθογραφημένο, καθώς τό αντέγραψε για χάρη του ο φίλος του (θείος του) λουδοβίκος στράνης – αυτό ίσως έκανε τόν σολωμό να τό δει ξαφνικά πολύ περισσότερο, και πολύ πιο απότομα, «ως ξένο» και πολύ πιο ξαφνικά «από μεγαλύτερη απόσταση» : τά ξένα γράμματα (και η ξένη, από πολλές απόψεις γι’ αυτόν, ορθογραφία) θα πρέπει να λειτούργησαν ίσως, για τόν εξόχως άλλωστε ευερέθιστο σολωμό, όπως (mutatis mutandis) λειτουργούσε για όλους τούς συγγραφείς αργότερα η δακτυλογράφηση τού κειμένου τους στη γραφομηχανή (και για μάς σήμερα στο λαπτόπ) – πράγματα που απομακρύνουν δηλαδή τελεσίδικα τόν οποιοδήποτε, ακόμα και τόν χειρότερο συγγραφέα, από τήν οικειότητα (και τή συγκατάβαση και τή δέσμευση) προς τό χειρόγραφο

   είναι όμως σίγουρα σαφές ότι ούτε στον «ύμνο» ούτε στην «ωδή» ο σολωμός είναι ακριβώς «ο σολωμός» (αυτός δηλαδή με τόν οποίο ασχολούμαστε και για τόν οποίον μιλάμε σήμερα, δυο αιώνες περίπου μετά τό γράψιμο τών μεγάλων ποιημάτων (τών σχεδιασμάτων του)) : όμως στα ποιήματα που διαμόρφωσαν όντως τό σολωμικό πρόσωπο δεν συναντάμε τόσο πολλά και φωναχτά όξω όξω όσο ακριβώς έχουμε αλλεπάλληλες τίς έμπρακτες αποδείξεις τών εξωπεταγμάτων και τών ξαναγραψιμάτων, πρακτική που μάς άφησε (μέσα ειδικά απ’ τήν έκδοση τού λίνου πολίτη) μια συγκινητική μορφή τής ζωής του και τής πάλης του με τίς συνεχείς γραφές, τούς στίχους, τίς ομοιοκαταληξίες, τήν αγωνία για μια λέξη και τόν γύρω της χώρο, που αλλάζει και ξανααλλάζει. Γι’ αυτό και στα έργα τής ωριμότητας, τόν «κρητικό», τή «γυναίκα» τούς «ελεύθερους» τόν «πόρφυρα», οι εντολές τού σολωμού προς εαυτόν είναι, πολύ πιο ήρεμες, αλλά και πολύ πιο βαριές ουσιαστικά : ξανακοίταξέ το, ξαναφτιάξτο, σκέψου το, μελέτησε καλά, με άλλα λόγια. Απ’ αυτήν ακριβώς τή μεριά, πιστεύω λοιπόν τώρα, μπορεί ειδωμένη η λέξη «σκατά» να είναι βαρύτερη και σημαντικότερη απ’ τήν απλή βωμολοχία που φαίνεται στην αρχή : γιατί δεν προσβάλλει τόσο τό ποίημα στο οποίο αναφέρεται, όσο προβάλλει στο μέλλον, και μέσα απ’ τήν βωμολοχούσα ακριβώς απέχθεια τού σολωμού για τό «παρόν» τών πρωτόλειών του, τόν πραγματικό και μελλοντικό σολωμό – αυτόν τής αδιάκοπης μάχης με τή γλώσσα του, και τήν αληθινή του ποίηση :

.

.

ο κρητικός :
ϗ απο το πελαο που πατι χορίς να το σουφρονι
κυπαρισενιο αναερα τ’ αναστιμα σικονι.
(κι από τό πέλαο που πατεί…: γραφές και ξαναγραφές)

.

.

ο πόρφυρας : ομορφος κοσμος υθικός…

.

.

ο πόρφυρας : μεγαλος κοσμος ιθικος…

.

.

σε πίσω σελίδα τών σχεδιασμάτων, λογαριασμοί

.

.

η γυναίκα τής ζάκυθος : μελετισε καλα τιν ομιλία…

.

.

τό κρίσιμο και συζητημένο (με αφετηρία τόν ζήσιμο λορεντζάτο) «chiudi nella tua anima la Grecia (o altra cosa…» (κλείσε μέσα στην καρδιά σου τήν ελλάδα – ή οτιδήποτε άλλο …) γραμμένο κυριολεκτικά στο περιθώριο τής σελίδας και ανάποδα

.

.

.

.

.

.

                                                       

.

η (μοναδική πραγματικά) έκδοση τών σολωμικών χειρογράφων Διονυσίου Σολωμού Αυτόγραφα Έργα, τόμ. Α΄ : Φωτοτυπίες, τόμ. Β΄ : Τυπογραφική Μεταγραφή έγινε με τήν επιμέλεια τού καθηγητή Λίνου Πολίτη στο πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης τό 1964, και σήμερα είναι εξαντλημένη. (Από αυτήν τήν έκδοση έγινε η φωτογράφιση για τό παρόν ποστ – σχετικά είχα γράψει και εδώ απ’ όπου ξεκίνησε τό θέμα με τό σχόλιο τού steppenwolf, στον οποίον αφιερώνεται με ευχαριστίες για τό απροσδόκητο ξαναδιάβασμα στο οποίο μπήκα εξαιτίας του η σημερινή ανάρτηση). Τό έργο υπάρχει σήμερα (σε περισσότερους τόμους) στην έκδοση τού μορφωτικού ιδρύματος τής εθνικής τράπεζας

μουσείο σολωμού : έργα

.

.

.

.

.

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: