σημειωματαριο κηπων

15 Ιανουαρίου 2018

αποκολοκύνθωσις, ή κολοκύθια με τή ρίγανη

 

 

 

 

καθόμουνα σ’ ένα καφενείο που στο μπαρ του βάζει ωραία μουσική κυρίως πριν αρχίσει η φασαρία τό βράδυ, και πίνοντας έναν καφέ στα ενδιάμεσα κάτι τρεξιμάτων διάβαζα τό τελευταίο τεύχος τού new york review of books που είχε ένα άρθρο για τόν σενέκα, και πάνω κει μού ήρθαν κάτι σκέψεις, και λέω να τίς ανακοινώσω

εγώ δεν χωνεύω τούς στωικούς, διότι δεν μ’ αρέσει η φιλοσοφία τους, και εκνευρίζομαι που συνηθίζουν να τούς αναφέρουν μαζί με τούς επικούρειους (εξαφανίζοντας με τόν τρόπο αυτόν, υπούλως, τόν επίκουρο – πράγμα συνηθισμένο, και όχι μόνο στα ελληνικά (προσφάτως κάτι έβλεπα κάπου για τόν λουκρήτιο (κάποια αγγλική μετάφραση ίσως, δεν θυμάμαι) και δεν πήρε τό μάτι μου ούτε μία γραμμή για τόν επίκουρο – ενώ ο συμπαθέστατος ρωμαίος απλώς μετέφερε – όπως είναι βέβαια γνωστό – (μετέφερε εντέχνως και πολύ ωραία) στα λατινικά τή φιλοσοφία τού δασκάλου του))

εν πάση περιπτώσει στα διάφορα συμπιλήματα φιλοσοφίας ή τά εγκυκλοπαιδικά τοιαύτα, αν κοιτάξεις τά κεφάλαια, όλα σχεδόν χωρίς εξαίρεση αναφέρουν τόν κλάδο «στωικοί και επικούρειοι» (και μ’ αυτήν τή σειρά) και βάζοντάς τους και τούς δύο μαζί στα περιεχόμενα (χωριστά δηλαδή από τούς «προσωκρατικούς» και χωριστά κι από τά (θεωρούμενα) θηρία, τόν πλάτωνα και τόν αριστοτέλη – τούς οποίους επίσης δεν τούς χωνεύω (τόν πρώτο μάλιστα καθόλου))

θα μού πεις, τί μάς ενδιαφέρουν εμάς (εσένα δηλαδή) αυτά : δεν λέω ότι ενδιαφέρουν κανέναν, τή γνώμη μου λέω

και τή λέω τή γνώμη μου με αφορμή τόν σενέκα για τόν οποίον είπαμε διάβαζα στο καφενείο, διότι απ’ όλους τούς στωικούς αυτός είναι ο μόνος που συμπαθώ

να σημειώσω ότι δεν τόν συμπαθώ για τίς φιλοσοφικές του πραγματείες, αλλά για τό θέατρό του, δηλαδή τίς αντιγραμμένες απ’ τά ελληνικά τραγωδίες του

τίς οποίες, επίσης όπως και τίς διατριβές του, δεν τίς έχω βεβαίως μελετήσει, όμως τό θέατρό του μ’ αρέσει περισσότερο από τίς διατριβές του για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο

(εδώ πρέπει να πω, μέσα σε παρένθεση, πως έχω τήν (αμετακίνητη πλέον, μετά από χρόνια πολλά στριφογυρίσματος) άποψη ότι σαν άνθρωποι τού δυτικού πολιτισμού, έχουμε αποκλειστικά σχέση με τούς ρωμαίους και όχι με τούς έλληνες : και τό ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη ευρώπη (και τήν αμερική) : η αρχαϊκή ελλάδα δηλαδή και ο εξαυτής «κλασικός» πολιτισμός δομήθηκε πάνω σε καταστάσεις που μάς είναι πλέον εντελώς άγνωστες – ψήγματά του ανασκάπτουμε μόνο, διαβάζοντας κάποια κείμενα ή βλέποντας κάποια γλυπτά και λοιπά έργα τέχνης – γι’ αυτό και μερικές μορφές αυτής ακριβώς τής τέχνης μάς είναι περίπου ακατανόητες (οι «βάκχες» π.χ., ή ακόμα και η «μήδεια» ή η «φαίδρα» – δεν είναι σύμπτωση ότι μιλάω για έργα τού ευριπίδη κυρίως : άλλωστε αυτός είναι που παρεξηγήθηκε κατεξοχήν, μέχρι ακόμα και στην προσωπική του ζωή)

για να μην πω τίποτα τώρα για τά κυκλαδικά ειδώλια, και τό τί αρλούμπες λέγονται γι’ αυτά, και τό παρατραβήξω και χάσουμε τόν ειρμό

αλλά ακόμα κι ο όμηρος θέλω να πω, μάς είναι εν πολλοίς ακατανόητος – και είναι προς τιμήν τού πλάτωνα που εκείνος τόν κατάλαβε τόσο καλά, ώστε να τόν αντιπαθήσει σφόδρα (παρέα με τήν αντιπάθειά του για τίς τραγωδίες – ιδιαίτερα φαντάζομαι τού ευριπίδη)

όμως αυτά, για να τά κάνω λιανά θα πρέπει να γράψω ένα βιβλίο που δεν τό ’χω γράψει ακόμα, και συνεπώς δεν περιμένω να είμαι ιδιαίτερα πειστική – τό μόνο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να πω εντελώς περιληπτικά πως η αρχαϊκή εποχή, όντας βεβαίως η εποχή τής θριαμβευτικής νίκης τών φοβισμένων και εκδικητικών αντρών επί τών λυσσασμένων και μαινάδων γυναικών, είναι ακόμα πολύ κοντά εντούτοις σ’ αυτόν τόν γυναικείο ερωτισμό, αυτόν ακριβώς που η καταστολή του (μόνο) έχει φτάσει ώς εμάς – με κυριότερο (και ενδοξότερο) έργο της (τής καταστολής) ακριβώς τήν τραγωδία : μην ξεχνάμε ότι όλ’ αυτά ξεκίνησαν με τήν εφεύρεση ενός νέου θεού που προσπάθησε να συμβιβάσει τά ασυμβίβαστα : ήταν άντρας που γεννήθηκε από άντρα και όμως ντυνόταν χτενιζόταν και συμπεριφερόταν σα γυναίκα, τίς γυναίκες υπερασπιζόταν καθώς οι βάκχες κι οι μαινάδες ήταν οι υπερασπιστές του (τουτέστιν εικόνες γυναικών από τήν προ πατριαρχίας εποχή) και ο διόνυσος λειτούργησε αποτελεσματικά έτσι, σαν αποενοχοποιητικό άλλοθι, ώστε να μετατρέψει τήν καταστολή τού γυναικείου ερωτισμού στο ενδοξότερο επίτευγμα τής πατριαρχίας που ενέσκηψε, βλοσυρή και εκδικητική : τή δημιουργία τής τραγωδίας

έτσι η φάση τής γυναικείας ελευθερίας που προηγήθηκε, κάτι αιώνες και ίσως και χιλιετίες πριν, είναι ζωντανή και παρούσα στην αρχαϊκή ελλάδα, ακριβώς μέσω τής λυσσασμένης άρνησής της – και αυτό είναι που δεν υπάρχει στη ρώμη : οι ρωμαίοι δεν έχουν δηλαδή τέτοια προβλήματα (ή τουλάχιστον δεν τά έχουν μ’ αυτήν τήν ένταση, που τά είχε ο ελλαδικός χώρος) : ανήκουν εξαρχής στην πατριαρχία, ο πουριτανισμός τους είναι διάχυτος σε όλην τους τήν κοινωνία, γι’ αυτό και οι γυναίκες κέρδισαν εκεί μεγαλύτερες θέσεις κι ελευθερίες – δεν θεωρούνταν πια σχεδόν καθόλου επικίνδυνες : κλείνει η παρένθεση)

εμείς λοιπόν είμαστε άνθρωποι τής ρώμης : και αυτό που μ’ αρέσει στον σενέκα είναι ότι τό πράμα αυτό αναδεικνύεται στις τραγωδίες του περίφημα : ο σενέκας παίρνει ένα κείμενο γεμάτο ειρωνικές αμφισημίες όπως τή μήδεια τού ευριπίδη, π.χ., και τό μετατρέπει σε θρίλερ και σε γκραν–γκινιόλ και σε γουέστερν : εκθέτει τά αίματα, εκθέτει τίς σφαγές, εκθέτει τό μίσος – όλα επί σκηνής – δεν έχει ενοχές, δεν καταλαβαίνει καν γιατί πρέπει να κρύψει οτιδήποτε – δεν καταλαβαίνει καν, θα έλεγε ένας κλασικός αθηναίος, περί τίνος ομιλεί :

κι έτσι ο σενέκας είναι, με λίγα λόγια, απολύτως σημερινός, μ’ ένα τρόπο (για μάς ακριβώς σήμερα) απλό και κατανοητό

 

 

 

 

και τώρα εγώ προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έγραψα τά παραπάνω και απορώ : επειδή τά ’γραψα για να μιλήσω για μια μόνο λέξη, τήν αποκολοκύνθωση – και μιλώντας για τήν αποκολοκύνθωση να υποστηρίξω ότι, ενώ  μάς είναι αδύνατο, τόσο εμάς όσο και τών άλλων δυτικών (και περισπούδαστων ελληνιστών μάλιστα), να καταλάβουμε όλοι μαζί τούς αρχαϊκούς, έχουμε μερικές φορές εμείς (ακόμα κι αν δεν είμαστε ούτε ελληνιστές, ούτε καν φιλόλογοι) κάτι περίεργα αβαντάζ στον ελλαδικό χώρο, λόγω γλώσσας :

τό άρθρο που διάβαζα για τή ζωή και τά έργα τού σενέκα που μεταφράστηκαν, (για πρώτη φορά όλα, όπως έμαθα, στην αγγλοσαξονική – κι όταν λέμε «όλα» εννοούμε και τά  φιλοσοφικά και τά θεατρικά του μαζί, διότι επί έτη πολλά τά θεατρικά του τά θεωρούσαν κατώτερα και ανάξια τής φιλοσοφίας του, και πολύ τά περιγελούσαν) (στην νεοελληνική δεν νομίζω να έχουμε φτάσει καν σ’ αυτό τό σημείο) ήταν συμπαθέστατο και πολύ κατατοπιστικό

(παρένθεση δεύτερη : για τή ζωή τού σενέκα, και ιδιαίτερα τά παιδικά του χρόνια και τά χρόνια τής εφηβείας του και τών σπουδών του, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα – ενώ αντίθετα έχουμε πληροφορίες για τήν καριέρα του δίπλα στον κλαύδιο και στον νέρωνα (που τότε μάλιστα έκανε και τά πολλά λεφτά – ο σενέκας) : καθώς όμως ήταν συνηθισμένο στους ρωμαίους τών ανώτερων τάξεων (ο σενέκας προερχόταν από ευγενή ρωμαίον τής ισπανίας, και ευγενή ισπανίδα (ήταν δηλαδή κατά μεγάλο μέρος ισπανός) (είχε μάλιστα γεννηθεί στην κόρδοβα (τί περίεργο)) και στη ρώμη πήγε (τόν κουβάλησε, όπως είπε, η θεία του στα χέρια της) όταν ήταν πέντε χρονών – όπως λοιπόν ήταν συνηθισμένο στους καθωσπρέπει μορφωμένους ρωμαίους, να μαθαίνουν ελληνικά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κι αυτός είχε μάθει – πολύ περισσότερο για να διαβάσει και τίς τραγωδίες τους, και να κάνει πάνω κει τίς παραλλαγές του

η σχέση του με τούς αυτοκράτορες, που τού έτυχαν στη ζωή του, είχε σκαμπανεβάσματα – ο κλαύδιος παραλίγο να τόν δολοφονήσει – εξαιτίας τού μίσους που τού είχε (τού σενέκα) η γυναίκα του, τού κλαύδιου (η μεσσαλίνα) – τού έσωσε όμως (ο κλαύδιος) τή ζωή, απλώς εξορίζοντάς τον : από τήν άλλη, τόν όρισε δάσκαλο τού νέρωνα (μάλλον δηλαδή η δεύτερη γυναίκα του (τού κλαύδιου) η αγριππίνα, τό ’κανε αυτό, αλλά δεν πειράζει – μαθαίνουμε και τή δύναμη που μπορούσαν να έχουν οι αυτοκρατόρισσες στη ρώμη…) πράγμα που έκανε τόν σενέκα παντοδύναμο όταν ο νέρων ανέλαβε τά καθήκοντά του – κι όμως αυτό δεν εμπόδισε τόν νέρωνα όντως και αποτελεσματικά πλέον να τόν δολοφονήσει ( : στα ρωμαϊκά αυτό μεταφράζεται «να τόν αναγκάσει να αυτοκτονήσει»)

ο κακομοίρης ο σενέκας ήταν ένας διχασμένος άνθρωπος (και ποιος δεν είναι – αλλά αυτός παραήτανε) : με τόν θάνατο τού κλαύδιου ανέλαβε να γράψει τό (παραδοσιακά απαραίτητο) κείμενο τής «αποθέωσής» του, και τό ’γραψε – μάς παραδίδεται όμως και μία σάτιρα πάνω στο ίδιο θέμα, η οποία καθόλου δεν έχω καταλάβει αν ήτανε τό ίδιο τό κείμενο τής «αποθέωσης» ή ένα παράλληλο απόκρυφο κείμενο που με τό όνομα «αποκολοκύνθωση» έκανε σκόνη μετά θάνατον τόν καημένο τόν κλαύδιο – (εδώ να θυμηθούμε κι έναν άλλον που έγραψε εκ παραλλήλου με τά «επίσημά» του, και κάτι «απόκρυφα» –  βυζαντινόν, και κάτι αιώνες αργότερα, αυτόν) – κλείνει η παρένθεση)

όπως και να ’χει όμως τό πράγμα, κι ό,τι ελληνικά κι αν έμαθε ο σενέκας, τό γεγονός είναι ότι έφτιαξε σίγουρα μια ελληνική λέξη – υπόθεσε δηλαδή (υποθέτω) τήν ελληνική εκδοχή – διότι τήν χρησιμοποίησε στο έργο του εκλατινισμένη ως αποκολοκύνθωση : τουτέστιν apocolocyntosis

και λέω έφτιαξε μια λέξη γιατί μολονότι η λέξη είναι ωραιότατη στα ελληνικά (και η μεταγραφή της πολύ κωμική, έτσι που είναι σχεδόν ακαταλαβίστικη στα λατινικά) δεν βρήκα πουθενά κάποιο στοιχείο ότι η λέξη υπήρχε πριν τή φτιάξει ο σενέκας : έφτιαξε λοιπόν μια λέξη, τήν αποκολοκύνθωση, για να κοροϊδέψει έναν αυτοκράτορα (από τόν οποίο είχε δει και κάνα καλό, βρίζοντάς τον έτσι πάνω στη στιγμή που πέθανε, ενώ κολάκευε συγχρόνως από τήν άλλη έναν άλλον αυτοκράτορα από τόν οποίο θα ’βρισκε και τόν θάνατο (αυτό βέβαια όμως δεν τό ’ξερε ακόμα))

εγώ, βέβαια τώρα, δεν είμαι φιλόλογος, αλλά μού φαίνεται ότι πρόκειται για μια ωραιότατη ελληνική λέξη – όμως τή μεγάλη της  αποτελεσματικότητα τήν έχει ακριβώς ως, δήθεν, λέξη μεταφρασμένη : καθότι αποκτάει έτσι μια ειρωνική μεγαλοπρέπεια, κι αυτό είν’ ένα κόλπο που μοιάζει λίγο με τά δικά μας όταν μιλάμε με πασίγνωστες αγγλικές εκφράσεις γράφοντάς τες στα ελληνικά, και με τήν προφορά τού αγράμματου

 

 

 

ο λόγος όμως για τόν οποίο ξεκίνησα να γράφω αυτό τό ποστ είναι μια παράγραφος, στη μέση τού ωραίου άρθρου τού nyrb για τόν σενέκα : «τό περίεργο πάντως», λέει στο άρθρο («a stoic in nero’s court»)  ο συγγραφέας του (james romm), «είναι πως πουθενά εν πάση περιπτώσει μέσα στο έργο δεν αναφέρονται κολοκύθια»

και καθώς η «αποκολοκύνθωσις» μεταφράζεται αμερικανιστί «pumpkinification» οι αμερικανοί ελληνιστές διερωτώνται μ’ άλλα λόγια «πού στο  διάολο είναι τά pumpkins μέσα στο κείμενο – τουτέστιν διερωτώνται «τί διάολο νόημα έχει ο τίτλος τού έργου» (και, συμπερασματικά : «τί διάολο νόημα έχει τό ίδιο τό έργο» : «–the title is an enigma» λέει σοβαροφανέστατα ο καημένος ο αμερικανός, «since the work contains no mention of pumpkins –» (καταλαβαίνω ότι περίμενε να δει κάποια αναφορά στις κολοκύθες τής αμερικανικής αποκριάς)

επομένως, τί να τούς πεις τώρα ; να πεις στους  αμερικανούς και άλλους ειδικούς περί τήν αρχαιότητα, να πα’ να μάθουνε νέα ελληνικά ;

και όμως, κάτι τέτοιο πρέπει τελικά να τούς πεις :

διότι (και εδώ ας κάνω κι εγώ τή δικιά μου παράβαση) : η ιστορία αυτή γράφτηκε σήμερα δηλαδή, μόνο και μόνο για να δηλώσει πως όσοι ασχολούνται με τ’ αρχαία ελληνικά πρέπει να ξέρουν και νέα : κι ότι καμία νεκρή γλώσσα δεν σού λύνει όλα τά αινίγματα που η λογοτεχνία της θέτει, αν δεν μελετήσεις με σεβασμό και τή ζωντανή συνέχειά της στο, οποιοδήποτε, παρόν της – και μάλιστα κατά προτίμηση ανάμεσα σε αγροίκους και αμόρφωτους ομιλητές – ή απλώς παιδιά  : κατά μυστήριο δηλαδή τρόπο, τόσο οι αρχαίοι αθηναίοι όσο και οι αρχαίοι λατίνοι (μάς λέει, σοβαρότατα, ο σενέκας ότι θα) καταλαβαίνανε κάτι που ισχύει και σήμερα στους δρόμους τής αθήνας – ενώ στους βρετανούς και τούς γαλάτες πρέπει να τό κάνεις λιανά, και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι θα σέ πιστέψουν : τά κολοκύθια με τή ρίγανη δηλαδή.

 

 

 

 

 

φωτογραφία : anthony friedkin

λεξικό : liddell–‎scott

κυκλαδικό

 

 

 

 

 

 

20 Απριλίου 2017

η «μίμησις» και η μίμηση

 

 

 

 

δεν έχω ιδέα γιατί δεν ήθελα, επί χρόνια, να διαβάσω αυτό τό βιβλίο για τό οποίο (αφού τό διαβάζω τελικά μετά από προτροπή κι επιμονή καλού μου φίλου) σάς γράφω σήμερα. Υποθέτω μάλλον εξαιτίας τού τίτλου – όσοι ξενόγλωσσοι κάνουν επίδειξη ελληνομάθειας είναι εξαιρετικά συμβατικοί άνθρωποι έχω τήν εντύπωση – άνθρωποι που δεν αρκούνται στα δικά τους, αλλά θέλουν να ελέγχουν και τά τών άλλων – όμως εκ τού ασφαλούς, όταν αυτά τά τών άλλων έχουν γίνει πλέον διάσημα : χρυσέ μου πρέπει να ’χεις ζήσει, να ’χεις γεννηθεί και να ’χεις πεθάνει και να ’χεις μεγαλώσει και να ’χεις πάει σχολείο και να ’χεις εκδόσει βιβλίο σ’ αυτό τό κωλοχανείο, για να ξέρεις πόσο για μάς εδώ είναι ζωντανή η λεξούλα που εσύ πετάς για να μάς κάνεις εντύπωση κι ότι ξέρεις ελληνικά : δεν έχεις ιδέα : δεν υπάρχει παρά μόνο μίμηση εδωχάμω, ο ένας παπαγαλίζει τόν άλλον, ακόμα και οι εχθροί παπαγαλίζουν τούς εχθρούς : ούτε εχθρούς πρωτότυπους δηλαδή δεν μπορείς πλέον να έχεις : κι αν λες οτιδήποτε που δεν έχει ήδη ειπωθεί, είσαι χαμένος από πολύ μεγάλο (και πολύ μακρύ) χέρι

αλλά ας αρχίσω λέγοντας τά πιο συνηθισμένα δηλαδή δικά μου

όταν ο αριστοτέλης προσπαθεί να κωδικοποιήσει τίς ιδιότητες τών θεατρικών έργων τής εποχής του, δηλαδή τής τραγωδίας, κάνει αυτό που δεν θα ’κανε κανένας από τούς οπαδούς και τούς θαυμαστές του σήμερα : τά αντιμετωπίζει κυρίως σαν θέατρο, δηλαδή σαν έργο που «παίζεται» (και μάλιστα, τονίζει, πρέπει να τό παίζουμε «φυσικά», και όχι να τό απαγγέλλουμε), και μόνο δευτερευόντως σαν έργο γραπτού λόγου : μάς δηλώνει δηλαδή εξαρχής ότι πρόκειται για παραστάσεις, βασισμένες σε (απαιτητικά, και τίς απαιτήσεις τους θα τίς περιγράψει) κείμενα που έχουν γραφτεί όμως αποκλειστικά για μια παράσταση

γι’ αυτό και βάζει στον ορισμό του σαν πρώτη ιδιότητα τής τραγωδίας τή «μίμηση», αφού βλέπει τό όλον πράγμα σαν θεατρική πράξη – και κατά μία γλυκύτατη και ειρωνικότατη συμπεριφορά τής γλώσσας, η λέξη αυτή σήμερα δηλώνεται ως «παιχνίδι»

[ γιατί ο ηθοποιός «παίζει», όπως λέμε εμείς ]

[ αλλά και «πλάθει» έναν ρόλο, αυτός, ο ηθοποιός, ο υποκριτής, που τότε λεγόταν «μίμος» ] : [ επίσης (και περιττή η υπόμνηση) «πλάθοντας έναν ρόλο» λεγόταν τό  βιβλιαράκι εκείνο τού στανισλάβσκυ που είχε μεταφραστεί όταν είμαστε εμείς μικρές στο σχολείο, και τό διαβάζαμε όσες αγαπούσαμε τό θέατρο ]

είναι σαφές λοιπόν ότι ο μισοβόρειος αυτός αθηναίος μιλάει για μια πράξη θορυβώδη και θεατρική που ολοκληρώνει μπροστά σε πολύ κόσμο μιαν άλλη πράξη, που έχει προηγηθεί από έναν άλλο μισονότιο ας πούμε αθηναίο ο οποίος, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή απ’ τό μυαλό του τή σκηνή (και τόν χορό, και τή μουσική) γράφει σιωπηλός, αφανής, και κατά μόνας

γι’ αυτό χρησιμοποιώντας σα δεύτερη λέξη του μετά τή λέξη «μίμησις» τή λέξη «πράξεως», φροντίζει να αποτίσει έναν ολιγόλο φόρο τιμής στην πράξη αυτήν επί τής πράξεως τής άλλης

αυστηρός (και καλός) σχολαστικός όπως είναι, δεν ενδιαφέρεται καθόλου δηλαδή να προτάξει τήν πράξη τού γραψίματος αξιολογικά, αφού τόν ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα να επιστήσει τήν προσοχή (ποιών ακριβώς ; τών μεταγενέστερων ; είναι σαφές ότι οι σύγχρονοί του δεν τόν χρειάζονται ακριβώς τόν ορισμό του για να καταλάβουν τί βλέπουν στο θέατρο) εστιάζει λοιπόν τήν προσοχή αυτών και ημών στην επί σκηνής λειτουργία τού συνόλου – αλλά ίσως ρίχνει πάλι κι έναν τυφλοσούρτη σε κάποιους επίδοξους θεατρικούς που βλέπει να τόν τριγυρίζουν ατάλαντοι (ή εκνευριστικά αλαζόνες και βιαστικοί)

ή πάλι εκθέτει τά κατά τή γνώμη του βασικά διατυπώνοντας μια καθαρή και ελιτίστικη αισθητική για τήν πάρτη τή δικιά του, αλλά και μερικών αγαπημένων μαθητών που είναι όμως ανεπίδεκτοι στην πρακτική και σχετικά μπουμπούνες

«αν δεν στήσετε τό πράγμα να παιχτεί κανονικά», τούς λέει «κι αν δεν μελετήσετε καλά τήν υπόθεση και τίς συγκρούσεις και τούς διαλόγους και τή μουσική μη λογαριάζετε να συγκινηθεί κανείς και να κλάψει και να ευχαριστηθεί στο τέλος»

έτσι όχι τυχαία (καθόλου τυχαία ασφαλώς – τίποτα δεν είναι τυχαίο, ειδικά σ’ αυτόν τόν ορισμό) με τίς συνέπειες αυτού τού τέλους επί τών νεύρων, τού μυαλού και τού απερίσκεφτου θυμικού μας, τελειώνει ο ορισμός του

 

 

 

 

η λέξη «μίμηση» λοιπόν, από αυτά ξεκινώντας (δεν παραβλέπω αλλά δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει εδώ – πως η λέξη είναι αρχαιότερη τού αριστοτέλη και τής  καθαρά θεατρικής της λειτουργίας – και ότι και άλλοι πριν τόν αριστοτέλη (αλλά και ο ίδιος ο αριστοτέλης ενίοτε) χρησιμοποίησαν τήν έννοια τής μίμησης και εκτός θεάτρου – με πιο διαλεκτικόν τόν ηράκλειτο και πιο μονοδιάστατα μεταφυσικόν, φυσικά, τόν πλάτωνα – αν και έχω τήν εντύπωση ότι μια μορφή «θεατρικότητας» ενυπάρχει συνεχώς στην έννοια και τής πιο «απλής» μίμησης (επί τής πραγματικότητας, ή τής φύσης, ή τών ζώων, ή τών ιδεών – απ’ όποιον κι αν υιοθετήθηκε) : μάθημα περί αυτού μάλιστα πήρα από κάτι μαύρους που αναπτύσσανε εμπραγμάτως και παίζοντας θέατρο επί τού αφρικάνικου χωραφιού, παριστάνοντας τό πώς κυνηγάνε τά διάφορα ζώα : έκανε ο άλλος κύκλους σαν να ήτανε πάνω σε μια ορχήστρα, και μύριζε τόν αέρα γύρω–γύρω και εξηγούσε ότι δεν μπορεί να κυνηγήσει τό λιοντάρι αν δεν γίνει ο ίδιος λιοντάρι, ώστε να μπει στο κεφάλι του και να βρει πού θα πάει να κρυφτεί ή από πού θ’ αποφασίσει να παραμονέψει και μετά να τού ριχτεί : (και πρέπει να πω ότι) τά στριφογυρίσματα που κάνανε αυτοί οι δύο μαύροι σε κείνο τό χωράφι, δε θυμάμαι ποιανής χώρας, τά ’χω δει μονάχα σε σπάνιες παραστάσεις τραγωδίας (ας πούμε στους «πέρσες» – στην πρώτη όμως παράσταση τού «θέατρου τέχνης» και όχι τίς άλλες μετά από χρόνια που απλώς τή μιμήθηκαν)

η λέξη πήρε επομένως  στα ελληνικά, ίσως ακριβώς εξαιτίας τής μακρόχρονης χρήσης της, τελείως διαφορετικές σημασίες, εντέλει άκρως υποτιμητικές

κατά κανόνα πλέον σημαίνει τήν ξερή και πειθαρχημένη αντιγραφή μιας (ξερής και πειθαρχημένης) πραγματικότητας

(μια (καλή) ελληνίδα ηθοποιός όταν κάποτε θέλησε να υποτιμήσει μιαν άλλη (κακή) είπε : αυτή δεν είναι ηθοποιός, είναι μίμος : όσο κι αν ήταν πρόχειρη η διατύπωση τής σκέψης της (δεν φημιζόταν για τή φιλοσοφική εμβάθυνση τών σκέψεών της η λαμπέτη – δεν ήταν αυτή η δουλειά της εξάλλου) η λέξη που χρησιμοποίησε δείχνει τήν κατηφορική εξέλιξη που πήρε η έννοια «μίμηση» στα χρόνια μας)

(η σχολή τής φραγκφούρτης, από τήν άλλη, επιστρέφοντας τόν όρο «μίμηση» στην αρχική, βακχική, καταγωγή του, έδωσε στη λέξη και στην έννοια ένα χρώμα ψυχαναλυτικό, που δεν τό έχει όμως για όλους)

πάντως στις υπόλοιπες γλώσσες η «μίμηση», σα λέξη ξένη έμεινε στάσιμη – ακόμα και μορφικά, έμεινε στην καθαρεύουσα ως «μίμησις» – και στον έριχ άουερμπαχ δεν σημαίνει καθόλου τήν (διονυσιακή) μετάπλαση, αλλά τήν (ορθολογική) αντιγραφή μιας πραγματικότητας, όπως τό λέει κι ο ίδιος επανειλημμένα στο κείμενό του, και όπως τό λέει επί λέξει σχεδόν και στον τίτλο του (εδώ μάλιστα η ελληνική μετάφραση (για ν’ αρχίσω και τή γκρίνια) δυστύχησε, αλλά εξάλλου πολύ εξεπίτηδες μάλλον : διότι ο άουερμπαχ χρησιμοποιώντας στον υπότιτλο ένα παράγωγο τού γερμανικού ρήματος darstellen (που είναι τό ρήμα με τό οποίο (αυτοί) δηλώνουνε και τή θεατρική παραγωγή, ή ευθέως και τήν παράσταση) επιχειρεί γλωσσικά, και μάλλον καθόλου μυστηριωδώς, μια σύνδεση τής γερμανικής «παράστασης» με τήν ελληνική «μίμηση» : νά ένα παιχνίδι, θα ’λεγε κανείς αουερμπαχικότατο, τό οποίο ο έλλην εκδότης αποφεύγει, ίσως αδαώς, διαλέγοντας να βάλει τήν ουδέτερη ή ακινδυνότερη (νομίζει), εικόνα τής πραγματικότητας, από τήν ελαφρώς ή βαρέως απαιτητική, και ασφαλώς περιπλοκότερη, παράσταση τού ίδιου πράγματος ( : τής πραγματικότητας τήν οποία ο α. μονίμως αντιμετωπίζει σαν κάτι ακίνητο, αμετακίνητο και σαφές)

προσωπικά νομίζω ότι στον τίτλο ο άουερμπαχ είναι παραπάνω από ειλικρινής, και από εκεί ξεκινάν τά προβλήματά μας (τά δικά μου προβλήματα δηλαδή σε σχέση με τό βιβλίο του)

ο τίτλος λοιπόν καταρχάς, ας τό καταλάβουμε, ότι δεν είναι αυτός, ο ανώδυνος, που λέει η ελληνική εκδοχή (μίμησις : η εικόνα τής πραγματικότητας στη δυτική λογοτεχνία) αλλά αυτός ο πιο περίπλοκος που λέει η γερμανική : μίμησις : η παράσταση τής πραγματικότητας κλπ (και ίσως, ακόμα πιστότερα, η αγγλική : η αναπαράσταση τής, κλπ) : πόσο πιο σύμπλοκα γίνονται όλα ξαφνικά – και σωστά : γιατί τού άουερμπαχ, με όλη του τήν εμμονή σε μια απλουστευτική (και εκνευριστική) διάσταση τού έργου τέχνης (τή «μίμηση τής πραγματικότητας»), αξίζει σίγουρα εκατό τοις εκατό να τού αναγνωριστεί η δυνατότητα για περιπλοκότητες και πολυπλοκότητες και λεπτολογίες ιδιαιτέρως σπάνιες γοητευτικές και πρωτότυπες, για όλη τήν υπόλοιπη σκέψη του.

 

 

 

 

Τό βιβλίο λοιπόν τού έριχ άουερμπαχ «μίμησις» είναι, ας τό πω επιτέλους, τό καλύτερο χειρότερο βιβλίο που έχω διαβάσει : δεν υπάρχει δηλαδή για μένα χειρότερο, διότι διαφωνώ μαζί του ως προς τό κέντρο τής προβληματικής του, τή βασική σκέψη που τό διέπει (ότι ακριβώς η τέχνη μιμείται τήν πραγματικότητα ή ότι προς τά εκεί πρέπει να τείνει) (και, ακόμα χειρότερα, ότι προς τά εκεί προσπαθεί, από καταβολής της, να τείνει), και συγχρόνως είναι για μένα «καλύτερο» γιατί έχει στοιχεία εξαιρετικά πρωτότυπα στη διαπραγμάτευση τού θέματός του – στοιχεία που δείχνουν ότι ο άουερμπαχ είναι στην πραγματικότητα ένας διχασμένος άνθρωπος – ανάμεσα στη γενική του φιλοσοφία για τό τί είναι τέχνη, και στην επιμέρους διορατικότητα – και τίς αναγνωστικές του ικανότητες – με τίς οποίες είναι σε θέση να βρίσκει λεπτότατες διακυμάνσεις στη σύνταξη, κι ακόμη και τίς λέξεις (και, μέσω αυτών, τίς έννοιες) μιας πρότασης

αλλά επειδή τό διάβασα στην ελληνική του μετάφραση (που βγήκε τό 2005 και «αναθεωρήθηκε» (χωρίς προσωπικά να έχω ιδέα τί ακριβώς αναθεώρησε) τό ’14) είμαι υποχρεωμένη να πω πως εδωπέρα μπαίνουν και κάποια άλλα προβληματάκια που σίγουρα δεν υπάρχουν στο πρωτότυπο – ή τουλάχιστον δεν υπάρχουν μ’ αυτή ακριβώς τή μορφή – ζητήματα δηλαδή μετάφρασης, όχι πια τού άουερμπαχ αλλά τών κειμένων που ο άουερμπαχ παραθέτει – κειμένων συχνά μεσαιωνικών, πάντως παντελώς άγνωστων στα ελληνικά (και ίσως και στις άλλες γλώσσες) που εδώ παρατίθενται σε μεταφράσεις, πολλές φορές απαράδεκτες (ο δάντης ας πούμε, στη μετάφραση τού καζαντζάκη, που απλώς δεν διαβάζεται (δεν βρήκαν καμιά άλλη μετάφραση τής «κωμωδίας» καλύτερη ; (νομίζω υπάρχουν)) : στο αρχικό κείμενο ίσως όλες τίς μεταφράσεις να τίς είχε κάνει ο ίδιος – αλλά κι εδώ έχουμε προβλήματα διότι προβλήματα ακριβώς είχε τό ίδιο τό αρχικό κείμενο –

 

 

 

 

μολονότι στους περισσότερους στην ελλάδα, και ίσως και αλλού, τό πιο αγαπημένο κεφάλαιο είναι τό πρώτο, για τόν όμηρο – δεν συμβαίνει τό ίδιο μ’ εμένα : δεδομένου ότι έχω διαβάσει σχετικά καλά τήν «οδύσσεια» (δεν λέω τό ίδιο για τήν «ιλιάδα») δεν μέ εντυπωσίασε και τόσο η διαπραγμάτευση στην «ουλή τού οδυσσέα» όσο τό κεφάλαιο έχει να κάνει με τόν όμηρο – για να μην πω ότι βρήκα εντελώς εκτός τού γούστου μου, στο 2ο μέρος τού κεφαλαίου, τό γεγονός ότι συγκρίνει τήν «οδύσσεια» με τή βίβλο, και συγκεκριμμένα με τό επεισόδιο από τή «θυσία τού αβραάμ»

(για να μην πω ότι, για μένα, πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τό επεισόδιο τής τροφού τού οδυσσέα έχει η σκηνή με τόν εύμαιο τόν χοιροβοσκό του, και τό ότι ο όμηρος, απ’ τή στιγμή που μπαίνει στη σκηνή ο βοσκός, για πρώτη και μόνη φορά σε όλο τό έπος, διαπράττει κάτι κυριολεκτικά ανεξήγητο (κι αυτό τό αίνιγμα παραμένει, και δεν παίρνει απάντηση) αρχίζει δηλαδή να μιλάει, απευθυνόμενος σε δεύτερο πρόσωπο σ’ αυτόν τόν βοσκό (ο όμηρος ο ίδιος, όχι κάποια πρόσωπα τού έργου), κάτι που διαταράσσει εντελώς τήν (ήρεμη κατά άουερμπαχ ισορροπία) και φωτεινότητα τού έπους (ας αφήσουμε τό ότι δημιουργεί και μία ανεξήγητη ένταση (ένταση ακριβώς, τήν οποία ο άουερμπαχ – σε πλήρη σύμπνοια με τόν γκαίτε και τόν σίλλερ όπως αναφέρει επιμελώς – θεωρεί ότι απουσιάζει εντελώς από τό έργο – ενώ υπάρχει αντιθέτως στη βίβλο))

αλλά νομίζω ότι αυτή η σύγκριση, δίνει πολλά στοιχεία για τόν ίδιο τόν άουερμπαχ – διότι, πόσο ποτισμένος πρέπει να είναι ένας άνθρωπος με θρησκευτικότητα και χριστιανισμό, για να σκεφτεί να συγκρίνει τόν όμηρο με τή βίβλο ; (θα μπορούσε να τόν συγκρίνει τον «γιλγαμές», ας πούμε)

υπάρχει όμως ένα καλό εδώ : ότι ο α. μάς μπάζει κατ’ αυτόν τόν τρόπο, από τήν αρχή και κατευθείαν, χωρίς καθόλου να κρυφτεί ή να υποκριθεί, στο ένα από τά δύο κύρια και βασικά στοιχεία τής «ψυχοσύνθεσής» του (δεν ξέρω πώς αλλιώς να τό πω) : τή θρησκευτικότητά του δηλαδή

διότι υπάρχουν όντως δύο του χαρακτηριστικά που σαν τυφλοσούρτες θα μάς συνοδεύουν σ’ όλες του τίς αναλύσεις (όσο λεπτεπίλεπτες και ενδιαφέρουσες κι αν γίνονται στα επιμέρους) : τό δεύτερο απ’ αυτά τά χαρακτηριστικά του (που στοιχειώνουν κυριολεκτικά τή σκέψη του, σ’ όλη τήν έκταση τού βιβλίου) είναι κάτι που, πάλι δυσκολεύομαι να τό ονομάσω αλλά θα τό ’λεγα «κομφορμιστικό μαρξισμό» – ο συνδυασμός τών δύο (επιμόνως δεδομένης θρησκευτικότητας και εντελώς μηχανιστικού μαρξισμού) παράγει βέβαια ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερα αξιοπερίεργο που χρωματίζει τό βιβλίο από τήν αρχή μέχρι το τέλος, αλλά μειώνει και τήν αισθητική αξιοπιστία του

αυτά τά δύο πράγματα μ’ άλλα λόγια τά θεωρεί ιερά κι απαραβίαστα σαν ξεκίνημα, και με βάση αυτά κρίνει τόν γενικό προσανατολισμό τών κειμένων που αναλύει : τή σχέση που έχουν με τή χριστιανικότητα (όταν αναφέρεται, αλλά και όχι μόνο, στον μεσαίωνα), και τή σχέση που έχουν με τήν «ταξική δομή» τής κοινωνίας : πάνω σ’ αυτά μετά χτίζει τήν αντίληψή του για τήν «έγκυρη ή μη» μίμησή τους τής πραγματικότητας : η οποία πραγματικότητα είναι, κατόπιν τούτων, απολύτως σχεδόν σαφής μονοδιάστατη και ξεκάθαρη : δεν είναι δύσκολο να καταλάβει μετά κανείς πόσο μονοδιάστατη είναι συνεπώς η σκέψη του στον πυρήνα της – με όλες του τίς αναλυτικές επί τών κειμένων δυνατότητες, και με όλα τ’ άλλα του επιμέρους ταλέντα, και τίς ειδικές γνώσεις :

οι οποίες μας χαρίζουν – δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία γι’ αυτό – ένα πανόραμα κειμένων, απολύτως σημαντικών – και εν πολλοίς για τούς πολλούς (και τούς άσχετους, σαν κι εμένα) και άγνωστων και αξιολάτρευτων

όμως αυτή η μέθοδος του, να συγκρίνει (στην αρχή τουλάχιστον, γιατί από κάποια στιγμή και πέρα – από τόν μονταίνο και μετά, αν θυμάμαι καλά, τήν παρατάει) στο ίδιο κεφάλαιο δύο συγγραφείς ή δύο κείμενα, είναι πάνω απ’ όλα ενδιαφέρουσα όταν μεταφερόμαστε στον μεσαίωνα

επειδή οι σπουδές του, οι γνώσεις του, αλλά και η καρδιά του, όπως φαίνεται, είναι περισσότερο κοντά στα γαλλικά γράμματα, δεν τόν παρεξηγώ καταρχάς που δεν έπιασε καθόλου τόν γοδεφρείδο τού στρασβούργου και τόν «τριστάνο» του σ’ αυτήν τήν περιοχή – πράγμα που όμως δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα σε μένα (ειδικά σε μένα, που έχω τό θράσος να συγκρίνω τόν μεσαιωνικό γοδεφρείδο με τόν όμηρο) ως προς τήν σφαιρικότητα τής ματιάς του : καθώς βλέπω μάλιστα ότι περιλαμβάνει έργα τής ίδιας εποχής ελάσσονα, δηλαδή (μπορεί μεν) όχι λιγότερο σημαντικά, αλλά σίγουρα εξαιρετικά μικρότερης λογοτεχνικής αξίας – όπως τόν κρετιέν ντε τρουά και τό «άσμα τού ρολάνδου» : μια εντύπωση για έλλειψη σφαιρικότητας και για μονομέρεια που ενισχύεται και από τή συνέχεια τού έργου του

όμως πρέπει να πω ότι είναι τελικά υποχρεωμένος κανείς να τόν δει και με, λίγο δημιουργικότερη, συγκατάβαση : δεν είναι τό έργο τού άουερμπαχ μια αναδρομή και μια σύνοψη τής δυτικής (εννοεί ευρωπαϊκής) λογοτεχνίας στο σύνολό της : περισσότερο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια (κριτική – κατά τίς δυνάμεις του – που ορισμένες φορές παραείναι δυνατές) τών έργων τής ευρωπαϊκής ενδοχώρας που έχει διαβάσει και αγαπάει : Δεν πρόκειται για κανέναν «κανόνα» : κανόνας μπορεί να γίνει ο τρόπος ανάγνωσής του, στις καλύτερές του στιγμές –

και εδώ είναι η ώρα που μπορούμε να ευχαριστήσουμε τίς δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του κατά τό γράψιμο : όπως είναι γνωστό, και τό έχει πει και ο ίδιος, στην κωνσταντινούπολη που κατέφυγε για να γλιτώσει από τούς χιτλερικούς, δεν είχε τή βιβλιογραφία που έπρεπε, και που σίγουρα ήθελε – αυτό όμως τόν έκανε τελικά ακριβώς να γράψει τό βιβλίο – έστω και χωρίς παραπομπές – ή μάλλον, ακριβώς επειδή δεν είχε παραπομπές : διότι όπως ο ίδιος αφηγήθηκε «αν μπλεκότανε να γράφει σημειώσεις, μάλλον δεν θα έγραφε τελικά τό βιβλίο»*

αυτή όμως η ασφαλώς σκληρή πραγματικότητα, που ευθύνεται και για τή σκληρόκαρδη διαπίστωση, νά που είχε ένα ουσιαστικό, εσωτερικό, και πολύ γλυκύτερο, αποτέλεσμα : τό γενικότερο ύφος τού βιβλίου, που είναι μάλλον και τό μεγάλο του κατόρθωμα :

τό τεράστιας έκτασης έργο είναι γραμμένο σαν μια μονοκοντυλιά – κι αυτό αποτελεί ομολογουμένως σαφές τμήμα, και αίτιο, τής γοητείας του

 

 

 

 

και μερικά ειδικότερα τώρα (και ίσως επανέλθω κάποια μέρα αφού τόν διαβάσω καλύτερα ολόκληρον) : δύο κεφάλαια (που αφορούν τά μεσαιωνικά) μού άρεσαν πιο πολύ (ίσως γιατί δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτά, αλλά όχι μόνο : δεν ήξερα τίποτα και για τρία ή τέσσερα άλλα) : ένδειξη όμως για τό πόσο οι νεανικές του σπουδές (που ήταν πάνω στη ρομανική, λατινογενή γαλλική και ιταλική, γλώσσα) οδήγησαν στην επιλογή τών κειμένων του είναι τό ότι, από τά 20 κεφάλαια τού βιβλίου, τά μισά ακριβώς ασχολούνται με τόν μεσαίωνα (αν αφαιρέσουμε τά δύο πρώτα που αφορούν τήν πρώιμη και ύστερη αρχαιότητα – δηλαδή τόν όμηρο και τόν πετρώνιο) : με τό αμέσως επόμενο κεφάλαιο δηλαδή μπαίνουμε στον χριστιανισμό (πρόκειται για μια αφήγηση τού ιστορικού αμμιανού στην οποία, κατά πάγια αουερμπαχική τακτική παρεμβάλλονται συγκρίσεις με άλλους, κι έτσι έχουμε στην περίπτωση αυτή τόν απουλήιο (έχουμε και μια επιτροχάδην αναφορά, λόγω «μεταμορφώσεων», στον κάφκα) τόν τάκιτο, και εντέλει τόν αυγουστίνο (εδώ έχουμε και μια λέξη για τόν επίκουρο))

και αμέσως μετά, τό επόμενο είναι τό κεφάλαιο για τόν γρηγόριο τής τουρ λοιπόν, που μού άρεσε ιδιαίτερα – και λέγεται «σιχάριος και χραμνήσινδος» (τί ονόματα)

ο γρηγόριος αυτός ήτανε ένας άνθρωπος (γαλάτης και επιπλέον επίσκοπος) τού απολύτως πρώιμου μεσαίωνα (539–594) που βάλθηκε να γράψει ιστορία – τή ίδια στιγμή που ζει, χωρίς να τό ξέρει ακριβώς ο ίδιος, ανάμεσα σε δύο ιστορικά μεταίχμια : από τή μια στο σύνορο που βγάζει από τή ρωμαϊκή περίοδο στον μεσαίωνα, και από τήν άλλη στο σύνορο που βγάζει από τή δικιά του, μεροβίγγειο και σχεδόν άσημη εποχή σε κείνη τήν πιο ένδοξη τού καρλομάγνου : θέλει λοιπόν να γράψει ιστορία : τά λατινικά του όμως είναι φτωχά και – εδώ είναι μια από τίς γοητευτικές εκείνες γλωσσικές και υφολογικές αναλύσεις τού άουερμπαχ – στην ουσία μεταφράζει λατινιστί τή λαϊκή γλώσσα που μιλάει ο  ίδιος

τό ενδιαφέρον (και περίπου συγκινητικό) είναι ότι έχει επίσης ο ίδιος επίγνωση τής ανεπάρκειάς του σε όλα τά επίπεδα – και τό γλωσσικό και τό συγγραφικό – γι’ αυτό (και επειδή έχει όντως ιστορική συνείδηση – ασχέτως σε ποια γλώσσα – ) εκλιπαρεί τό μέλλον με τόν πιο συγκεκριμμένο τρόπο που ξέρει – απευθυνόμενός του δηλαδή κατευθείαν (λέει ο άουερμπαχ : «προσθέτει σε επίσημο τόνο τήν παράκληση να μην αλλάξουν οι μεταγενέστεροι τό κείμενό του ούτε στο ελάχιστο») : «Όποιος κι αν είσαι // όσο μορφωμένος και αν είσαι // και τό ύφος μου σού φαίνεται ακαλλιέργητο, ακόμα και σε αυτήν τήν περίπτωση, σέ εξορκίζω, μην καταστρέψεις αυτά που έγραψα»

είναι χρήσιμο πράγμα η επιβεβαίωση (μαζί με τήν κατάπληξη που θέλοντας και μη μάς προκαλεί) η απόδειξη, δηλαδή, μέσα απ’ τό πρωτογενές κείμενο ότι τήν εποχή τών χειρογράφων, πολύ πριν τήν τυπογραφία (για να μη μιλήσουμε για τήν εποχή τών ούτε καν χειρογράφων αλλά τής αμιγώς προφορικής παράδοσης, όπου η δύναμη τού «ποιητή / αναμεταδότη» μετατρέπεται σε απερίφραστη (ανα)δημιουργία, ενδυνάμωση ή κατακρήμνιση ενός «κειμένου»), ότι η δύναμη λοιπόν τού (ταπεινού) χειρώνακτα αντιγραφέα ήταν πολύ μεγαλύτερη από τή σημερινή δύναμη τού εκτυπωτή τού εκδότη, ή και τού κριτικού : όταν ο γρηγόριος έχει υπόψη του ότι μπορεί (αλλοιώνοντάς τον) να τόν εξαφανίσουν καλά θα κάνουμε να σκεφτόμαστε πόσοι όντως αλλοιωθέντες εξαφανίστηκαν –

ο άουερμπαχ σκύβει με όλες του τίς ικανότητες πάνω στη γλώσσα τού γρηγορίου – διαβλέπει δηλαδή πως τό ψεύδος τών μέτριων έως κακών λατινικών του οφείλεται στην αλήθεια τής ζωντανής προφορικής «χυδαίας» γλώσσας που καραδοκεί νεογέννητη και ασφαλής, και για τό μέλλον νικηφόρα, πίσω και πέραν και εκτός τού χαρτιού : «τό κατ’ αίσθηση πραγματικό, που στον αμμιανό, υπό τήν πίεση τής ιεραρχικής τυραννίας και τού μακροπερίοδου λόγου, προβάλλει μόνο φασματικά και μεταφορικά, στον γρηγόριο μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερα // ένα κατάλοιπο αυτής τής τυραννίας υπάρχει ασφαλώς στη φιλοδοξία του να γράψει οπωσδήποτε λατινικά με λογοτεχνικές αξιώσεις· η λαϊκή γλώσσα δεν είναι ακόμα άρτιο όργανο // και προφανώς δεν ανταποκρίνεται ούτε στις πιο ταπεινές ανάγκες λογοτεχνικής έκφρασης // παραταύτα υπάρχει ως προφορική γλώσσα // και ως τέτοια διαφαίνεται παντού στον γρηγόριο. Τό ύφος του μάς αποκαλύπτει ένα πρώιμο ίχνος τής αφυπνιζόμενης κατ’ αίσθηση πρόσληψης τών γεγονότων…»

η ιστορία λοιπόν που μάς αφηγείται αυτός ο γρηγόριος είναι ένα θαύμα προφορικότητας, ασάφειας, και «άτεχνης» αφηγηματικής τέχνης : επίσης είναι με λίγα λόγια ένας καυγάς (όπου (περιγράφει ο άουερμπαχ) : «γιατί δεν λέει ο γρηγόριος απλώς “ένας από τούς προσκαλεσμένους σκότωσε τόν υπηρέτη ; ” // τόσο διεξοδικά περιγράφει αυτό τό επεισόδιο, τού οποίου μόνο η έκβαση είναι σημαντική, ενώ αποσιωπά τό κίνητρό του, που θα ενδιέφερε οπωσδήποτε περισσότερο από τό γεγονός ότι ο υπηρέτης, προτού πεθάνει, έπεσε κάτω ! »)

επιπλέον, ισχυρίζεται ο άουερμπαχ, κανένας ιστορικός δεν θα αφιέρωνε στην ιστορία αυτή παραπάνω από μία γραμμή – αυτά όμως οφείλονται στο ότι ο γρηγόριος έχει πολύ μικρή αίσθηση τού ιστορικού του χώρου – και συνεπώς και τού χρόνου στον οποίο ζει – και τών σημαντικών γεγονότων που μπορεί να συμβαίνουν μέσα εκεί – κι όμως, πόσο μακρυά μπορεί να τό πάει ο άουερμπαχ τραβώντας τά συμπεράσματά του με τόν καλύτερό του τρόπο (ξαναπαραθέτω : «πόσο μικρός είναι ο ορίζοντας τού γρηγορίου // δεν έχει καν μια γενική εικόνα τής γαλατίας // δεν διαθέτει πολιτική άποψη // όλα μένουν στο στενό τοπικό επίπεδο, τόσο υλικά όσο και διανοητικά // από τήν άλλη μεριά ο γρηγόριος είχε δει με τά μάτια του τά περισσότερα απ’ όσα αφηγείται // έτσι τό έργο του βρίσκεται τόσο κοντά στα προσωπικά απομνημονεύματα όσο κανένα άλλο έργο ρωμαίου ιστορικού // μάλλον δεν είναι ανάγκη να εξηγήσουμε πόσο διαφορετική είναι η περίπτωση τού καίσαρα // όλ’ αυτά προδίδουν τήν προσπάθεια για μια άμεση μίμηση τών συμβάντων, κάτι που ποτέ δεν επιδίωξε η ρωμαϊκή ιστοριογραφία (ακόμη και τό επιδεικτικό ύφος τού αμμιανού δεν είναι μιμητικό)…»)

τά πλάγια είναι δικά μου ανωτέρω γιατί θέλω να δείξω : πρώτον, ότι η μανία του με τή μίμηση που μπορεί να είναι βαρέως προβληματική όταν μιλάμε για τήν τέχνη, όταν αντιθέτως μιλάμε για μια επιστήμη (εδώ, ιστορία) αντί να αποστεώνει τά νοήματα, δίνει στις προθέσεις τού αφηγητή ένα χρώμα απειθαρχίας, που τό κάνει να πλησιάζει τήν τέχνη : συνεπής με τήν άτυχη σκέψη του περί μίμησης λοιπόν, εδώ είναι σε θέση να διαγνώσει, επιτυχώς, πως η διάθεση τού γρηγόριου πλησιάζει  περισσότερο στον προυστ ή στον μονταίνιο (ο συνειρμός δικός μου) – που θα εμφανιστούνε μετά από εννιακόσια τουλάχιστον χρόνια – απ’ ό,τι στον ομότεχνό του (και πολύ κοντινότερο χρονικά) καίσαρα (ο συνειρμός δικός του)

τέτοιες είναι οι καλύτερες στιγμές τού άουερμπαχ κατά τή γνώμη μου

επιπλέον τίς, καθαρά συντακτικές, αναλύσεις του για τίς διαφορετικές χρήσεις και αποχρώσεις ενός συνδέσμου, τού «nam» (που ο γρηγόριος χρησιμοποιεί κάθε τόσο) τίς βρίσκω ιδιαίτερα απολαυστικές (ενδεικτικά : «τό nam στη λαϊκή λατινική // έχασε τήν αρχική εκφραστική του δύναμη // δεν είναι πια αιτιολογικός σύνδεσμος, αλλά δείχνει άχρωμα απλώς τή συνέχεια // ο γρηγόριος νιώθει ακόμα τήν αιτιολογική σημασία, τήν χρησιμοποιεί, αλλά με συγκεχυμένο και ανακριβή τρόπο // παρόμοιες χαλαρές εφαρμογές οδήγησαν τό nam να ατονήσει σταδιακά ως αιτιολογικό μόριο – εδώ πάντως η διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει αλλά δεν ολοκληρώθηκε ακόμη // είναι αξιοσημείωτο ότι τέτοια  φαινόμενα, που τά συναντούμε πάντοτε στον προφορικό λόγο, εισχωρούν στον γραπτό λόγο ενός ανθρώπου όπως ο γρηγόριος τής τουρ, ο οποίος καταγόταν από αρχοντική οικογένεια και ήταν σημαντική μορφή για τήν εποχή και για τή χώρα του»)

τέτοιες γλωσσικές παρατηρήσεις είναι, θα μπορούσα να πω, τό φόρτε τού άουερμπαχ : τό ευτύχημα είναι ότι βρίσκονται παντού, διάχυτες μέσα στο έργο του : στην πραγματικότητα μάλιστα τό έργο του δεν θα ήταν απολύτως τίποτα χωρίς αυτές : γιατί ακόμα και στις χειρότερές του στιγμές, εκεί που λέει τρίχες στο αισθητικό ή τό «θεωρητικό» πεδίο, μια γλωσσική παρατήρηση τόν σώζει, απογειώνοντας όλο τό κείμενό του συνολικά

 

 

 

 

τό άλλο κεφάλαιο που βρήκα πολύ τού γούστου μου, τό επιγραφόμενο «η κυρία ντυ σαστέλ» αφορά κείμενο που έχει γραφτεί οκτακόσια χρόνια μετά – και χορεύει επομένως ένα καλό βαλσάκι με τό προηγούμενο, αφού μάς μεταφέρει από τήν αρχή τού μεσαίωνα στο τέλος του : δεν γειτονεύουνε όμως στο βιβλίο (μεσολαβεί τό «άσμα τού ρολάνδου», η «κωμωδία» τού δάντη, και κάτι άλλα ψιλά, για να φτάσουμε ώς τόν ανώνυμο κύριο εδώ)

ο οποίος δεν είναι ο αντουάν ντε λα σαλ από την προβηγκία, που έζησε κατά προσέγγιση από τό 1390 ως τό 1461, και στον οποίο είναι αφιερωμένο κυρίως τό κεφάλαιο [ αυτός ο ντε λα σαλ, καθώς ήταν ιππότης αυλικός και παιδαγωγός πριγκήπων, έγραψε κυρίως διδακτικά βιβλιαράκια : σ’ ένα πνεύμα όμως τελείως διαφορετικό, όταν γέρασε, έγραψε κι ένα κείμενο παρηγορητικό για μια κυρία που είχε χάσει τό παιδί της : κείμενο τό οποίο ονόμασε «η παρηγοριά τής κυρίας ντυ φρεν» και που ο άουερμπαχ κάνει τίτλο τού κεφαλαίου του υπό τό όνομα τής «κυρίας ντυ σαστέλ» (αυτή είναι ας πούμε τό τραγικό πρόσωπο τής ιστορίας) : πρόκειται για τήν ιστορία μίας σύγκρουσης δύο αρχόντων η οποία καταλήγει στην άγρια (και με ωμό ρεαλισμό (συνηθισμένον όμως, λέει ο άουερμπαχ,  στον μεσαίωνα) περιγραφόμενη) δολοφονία τού παιδιού τού ενός – ο άουερμπαχ εκτιμά ιδιαίτερα αυτό τό κείμενο – και έχει τούς λόγους του τούς οποίους εκθέτει πειστικά – ένας από τούς απλούστερους είναι ότι «αυτό τό ωραίο χωρίο είναι τόσο λίγο γνωστό» ] αν και τό κείμενο τού ανώνυμου (τό οποίο παρευρίσκεται στο κεφάλαιο σαν συμπλήρωμα, εκείνο τό συγκριτικό που ξαναβρήκαμε δίκην βίβλου στον όμηρο) και τό οποίο αρέσει τώρα σε μένα, αποδόθηκε επίσης στον ντε λα σαλ για μία περίοδο :

αυτός, ο τελικά όμως ανώνυμος, περιγράφει λοιπόν μια κρεβατομουρμούρα (η σκηνή δηλαδή διαδραματίζεται στο κρεβάτι)

λέει ο αφηγητής : “ο σύντροφος για τόν οποίο μίλησα θέλει να δοθεί στις χαρές και τίς απολαύσεις του”, η σύζυγος διαφωνεί : “αφήστε με τώρα, φίλε μου, δεν είμαι καθόλου στις καλές μου” “μα γιατί, καλή μου ; ” – “έχω σοβαρό λόγο, αλλά δεν θα σάς πω τίποτε, γιατί εσείς δεν λαμβάνετε καθόλου υπόψη αυτά που σάς λέω” – και η ιστορία συνεχίζεται με αυτόν τόν τρόπο : « – Καλή μου, τής κάνει εκείνος, πείτε μου, γιατί λέτε τέτοια πράγματα ; – Μά τήν αλήθεια, λέει εκείνη, δεν έχει νόημα να σάς τό πω, αφού και αν σάς τό πω, δεν θα δώσετε καμιά σημασία, και θα νομίσετε πως σάς τό λέω για άλλο λόγο – Λοιπόν τώρα σοβαρά, λέει εκείνος, θα μού τό πείτε. Και τότε εκείνη αρχίζει : Αφού τό θέλετε θα σάς τό πω. Όπως ξέρετε φίλε μου τίς προάλλες ήμουν σε κείνη τή γιορτή που μέ στείλατε σεις, και όπου εγώ δεν είχα και πολλή διάθεση να πάω. Όταν όμως βρέθηκα εκεί, δεν υπήρχε, νομίζω, ούτε μία γυναίκα, ακόμη και τής πιο χαμηλής σειράς, τόσο κακοντυμένη … » Και τό κείμενο πάει έτσι για δύο σελίδες

μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για κείμενο τού 1400 – αυτό που μού κάνει εντύπωση δεν είναι απλώς τό πόσο (ακόμα σήμερα, ναι) οικείο ηχεί αλλά και ο (κατά άουερμπαχ, κι εδώ οφείλω να σεβαστώ τή χρήση τής αγαπημένης του λέξης) «ρεαλισμός του» : τό βιβλίο αυτού τού ανώνυμου επιγραφότανε «οι δεκαπέντε χαρές τού γάμου» («les Quinze joies de mariage») και τό συγκεκριμένο, πρώτο διήγημα τής συλλογής, ο α. τό ονομάζει «επιθυμία για ένα καινούργιο φόρεμα»

για τόν άουερμπαχ λοιπόν τό διήγημα αποτελεί «ένα πολύ σημαντικό γραπτό μνημείο τής προϊστορίας τού νεωτερικού ρεαλισμού» και εδώ συμφωνώ, έχει δίκιο : μέσα από τόν αφηγητή ξεπροβάλλει αυτούσια η, και σημερινή, τάση να θεωρούνται όλα τά γυναικεία προβλήματα παιδαριώδη, να περιγράφεται με διάθεση χαλαρότητας και σάτιρας και η παραμικρή γυναικεία ματαιοδοξία – όταν οι αντρικές αντιμετωπίζονται σοβαρότερα ή γίνονται απολύτως σεβαστές – και να αποσιωπάται τό γεγονός πως τά περισσότερα «αιτήματα» τών γυναικών, από τότε και μέχρι τώρα, καθορίζονται με βάση τούς ρόλους που οι ίδιοι οι άντρες επιθυμούν για τίς γυναίκες τους (στην πορεία τού καυγά μαθαίνουμε ότι ο άντρας απορρίπτει τό αίτημα για αγορά καινούργιου φορέματος με τή δικαιολογία πως η προίκα τής γυναίκας του τού έχει προκαλέσει σημαντική οικονομική ζημία (λόγω δικαστηρίων που ακολούθησαν), η δε σύζυγος αναγκάζεται τότε να υπερασπιστεί και τήν προίκα και τήν πατρική της οικογένεια, και εντέλει να έρθει στη γελοία θέση να δηλώσει πως ήθελαν πολλοί να τήν παντρευτούνε όταν εκείνη συγκατένευσε να παντρευτεί τόν συγκεκριμένο, ο οποίος τής βγαίνει τώρα αχάριστος – η ένταση τής συζήτησης και (υποθέτουμε λογικά, και μάλιστα σα να τούς ακούμε) και οι ήχοι της, υψώνονται εξαιρετικά προς τό τέλος – όπου έχουμε επικλήσεις, απειλές θανάτου, υποχώρηση τού συζύγου («γυρίστε όμως προς εμένα και θα κάνω αυτό που θέλετε» «αφήστε με ήσυχη, δεν έχω καμία διάθεση» (λέει αυτή) «αν πέθαινα δεν θα αργούσατε να ξαναπαντρευτείτε» (λέει αυτός) «έτσι λέτε ; » (λέει αυτή) «μην τυχόν και μού λείψουν οι απολαύσεις που βρήκα σε τούτο δω τό γάμο…» και μερικά ακόμα, μέχρι που ο συγγραφέας ολοκληρώνει λιτά (ή πόσο αναμενόμενα) τήν περιγραφή τής γυναίκας, και τού όλου επεισοδίου, με τήν πρόταση : «και βάζει τά κλάματα.»)

δεν έχω διάθεση να κάνω φεμινιστικές αναλύσεις (οι οποίες, να ομολογήσω, μού ξεπηδάνε με άνεση και κατά συρροήν) με βάση αυτό τό καταπληκτικό κειμενάκι (που γράφτηκε, σύμφωνα με τον άουερμπαχ, όταν ο βοκκάκιος είχε μεν ήδη μεταφραστεί στη γαλλία, μάλλον όμως «δεν βρίσκει [ακόμα] μιμητές») συνεπώς, η σατιρική διάθεση τού ανώνυμου, είναι προφανώς όλη δική του : ένα πρώτο συμπέρασμα πάντως που εύκολα, και χωρίς ίχνος σατιρικής διάθεσης, μπορεί να βγάλει κανείς είναι ότι η «δυσφορία μέσα στον γάμο» είναι απείρως παλαιότερη τού φρόϋντ

τό παράπονο τής γυναίκας για «τίς χαρές που [δεν] βρήκε σε τούτο δω τόν γάμο» υπερβαίνει τήν ανάγκη για φόρεμα, και η επιμονή της να μην έχει διάθεση για σεξ, ακόμα και αφού ο σύζυγος συγκατανεύσει στην αγορά, υπαινίσσονται (όχι και τόσο υπαινικτικά) ότι μπορεί ακόμα και τό φόρεμα να ήταν πρόσχημα για τήν άρνηση – και η άρνηση, και όχι η σκέψη τού θανάτου, αυτό που τήν έκανε εντέλει να βάλει τά κλάματα : μήπως δεν είναι μια άλλη ονομασία για τόν θάνατο η (εξαναγκασμένη) άρνηση τής χαράς ;

ο άουερμπαχ παρατηρεί, ανάμεσα στ’ άλλα του σχόλια (όπως ας πούμε τό, πολύ ενδιαφέρον, ότι «ο τρόπος με τόν οποίο αντιδρά στο πρόβλημά της [ο άντρας] θα μπορούσε να δυσαρεστήσει και μια λιγότερο ανόητη γυναίκα»), και με όπλο τίς καθαρά υφολογικές του αναλύσεις (για τίς οποίες άνετα μπορεί να (ξανα)πεί κανείς ότι είναι σίγουρα οι καλύτερές του στιγμές) πως : μολονότι «τό αντικείμενο που πραγματεύεται η σκηνή τών Quinze Joyes – μια γυναίκα που στο κρεβάτι προσπαθεί να πείσει τόν άντρα της να τής αγοράσει ένα καινούργιο φόρεμα – ταιριάζει μάλλον στη φαρσοκωμωδία, εδώ γίνεται σοβαρό θέμα, και μάλιστα όχι χονδροειδώς // τό προσεγγίζει σοβαρά, τό πραγματεύεται ως πρόβλημα // έτσι τό βιβλίο του αποκτά έναν τραγικό χαρακτήρα // επιπλέον ο χαρακτήρας τού θύματος, δηλαδή τού άντρα, είναι πολύ ανελεύθερος // έστω και αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε τή λέξη τραγικός πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε ότι εδώ οι πρακτικές δυσχέρειες τού ανθρώπου στην καθημερινή ζωή έχουν βρει μια λογοτεχνική έκφραση που προηγουμένως δεν υπήρχε // τό καθημερινό πεδίο τής ζωής κρίνεται άξιο να περιγραφεί με ακρίβεια και σοβαρότητα…»

μού φτάνει προς τό παρόν η θλιβερή (αλλά δυστυχώς και οικεία) δυνατότητα που μού δίνεται να επισημάνω ότι, ένας τόσο καλός και διαβασμένος φιλόλογος μπορεί ταυτοχρόνως να είναι τόσο κακός ψυχολόγος ή ψυχαναλυτής ή απλώς συνηθισμένος άντρας, ώστε να θεωρεί τόν άντρα τής συγκεκριμένης ιστορίας – ταυτοχρόνως και στην ίδια πρόταση – και «ανελεύθερον» και «τό θύμα» τής ιστορίας – αλλά, είπαμε, εδώ δυστυχώς καμία έκπληξη

 

 

 

 

μετά τήν «κυρία ντε σαστέλ» φεύγουμε για τά καλά από τόν μεσαίωνα και μπαίνουμε, με τόν ραμπελαί, στην αναγέννηση : ακολουθούνε : ο μονταίνιος, ο σαίξπηρ, ο θερβάντες (τό κεφάλαιο, λέει, αυτό προστέθηκε τρία χρόνια μετά τήν πρώτη γερμανική έκδοση, όταν τό βιβλίο μεταφράστηκε στα ισπανικά – ποιος είπε ότι δεν κάνουμε και καμμιά ευγένεια άμα χρειαστεί –) και ακολουθεί ο μολιέρος με πλήθος «κλασικιστές» προς σύγκριση, ύστερα ένα κεφάλαιο (μίξερ πάλι από συγκρίσεις) : λα μπρυγιέρ–μπουαλώ–μπροσυέ–ρακίνα–κορνέϊγ και ίσως κι άλλους (δεν τό διάβασα ολόκληρο) – και ακολουθεί νέο μίξερ με αβά πρεβώ μαζί με βολταίρο (και άλλους), για να φτάσουμε στον γκαίτε που δεν συνονθυλεύεται με κανέναν (δείγμα μεγάλου σεβασμού, υποθέτω, τόν οποίο προσωπικά, αν έχει καμμιά σημασία, δεν συμμερίζομαι – πολύ περισσότερο που για τόν (ασυζητητί σημαντικότερον – κατά τή γνώμη μου) κλάϊστ διαβάζω ειρήσθω εν παρόδω μια πρόταση μόνο)

και στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο συνωστίζονται ο σταντάλ με τόν φλωμπέρ και τόν μπαλζάκ : μεγάλη του η χάρη βέβαια που ασχολήθηκε με τόν σταντάλ τόσο διά μακρών, αλλά νομίζω για τούς λάθος λόγους – έχω τήν εντύπωση δηλαδή ότι δεν κατάλαβε τίποτα από εκείνον αφού (εμφανώς) τόν συμπεριέλαβε μόνο από αυτήν τήν (κάκιστη) αντίληψη για τόν ρεαλισμό (αυτήν τήν υποτιθέμενη μίμηση, που έρχεται και επανέρχεται, τής πραγματικότητας…) (η ανάρτηση θα γινόταν (ακόμα πιο) ανοικονόμητη αν έκανα αποδελτίωση τών περιπτώσεων που έχουμε τή λέξη μίμηση σε σχέση με τή λέξη πραγματικότητα στο βιβλίο) – διότι αμέσως μετά εισέρχεται θριαμβευτικά ο ζολά με τούς αδελφούς γκονκούρ (κατώτεροι πεζογράφοι αμφότεροι και οι τρεις, όσο αφορά και πάλι τά γούστα μου) όπου και εδώ, ξανά, μέσω μίμησης και ρεαλισμού ξανασυναντάμε επιτροχάδην και τούς προηγούμενους –

ώσπου τέλος ο «μοντερνισμός» κατά άουερμπαχ συνοψίζεται σε προυστ και βιρτζίνια γουλφ – και εδώ τελειώνει τό όλον έργον.

 

 

 

 

χωρίς να έχω καμμιά απαίτηση από τόν οποιονδήποτε φιλόλογο να καταλαβαίνει πραγματικά από λογοτεχνία, και χωρίς να έχω διαβάσει τόν συγκεκριμμένο ακόμα ολόκληρον (με τήν προσοχή που θα έπρεπε και θα ήθελα), μπορώ να πω πάντως ότι οι αναγνωστικές επιλογές τού άουερμπαχ είναι (αφού πρώτα τόν πούμε τέρας μορφώσεως) μάλλον περιορισμένες : χρησιμοποιεί δηλαδή τήν τέχνη για να επιβεβαιώσει απλώς τήν άποψή του πως η τέχνη κατά βάσιν δεν υπάρχει παρά μόνο σαν μίμηση τής πραγματικότητας – δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου

και τό επιβεβαιώνει αυτό και με κάποιες ακραίες και ανεπίτρεπτες (ας μού επιτρέψει) παραλείψεις του – όπως στο κεφάλαιο για τόν σαίξπηρ : στο οποίο ασχολείται με τόν «πρίγκηπα χάρυ» (τόν άσωτο φίλο τού φάλσταφ και μετέπειτα ερρίκο τόν 5ο (κεφάλαιο επιγραφόμενο «ο κουρασμένος πρίγκηπας»)) – και επειδή βέβαια εδώ δεν τολμάει να συγκρίνει τόν σαίξπηρ με τή βίβλο (ενώ θα μπορούσε, υποστηρίζω, με τό επεισόδιο τού αβεσαλώμ (πιο ταιριαστά δηλαδή απ’ όσο ταιριάζει η σύγκριση τού αβραάμ με τόν οδυσσέα)), συγκρίνει σεμνά τόν σαίξπηρ με τόν σαίξπηρ : και έτσι, όταν, μετά τόν χάρυ, καταπιάνεται και με τόν μάκβεθ παραθέτει ολόκληρον τόν περίφημο εκείνο μονόλογο :

Τo–morrow, and to–morrow, and to–morrow,
Creeps in this petty pace from day to day,
To the last syllable of recorded time ;
And all our yesterdays have lighted fools
The way to dusty death. Out, out, brief candle !
Life’s but a walking shadow, a poor player
That struts and frets his hour upon the stage
And then is heard no more : it is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury
Signifying nothing.

που περιέχει δηλαδή ακριβώς τήν πρόταση η οποία αποτελεί και τόν τίτλο τού (καλύτερου βιβλίου τού) φώκνερ : κι όμως δεν τού περνάει καν απ’ τό μυαλό να κάνει εδώ μια από τίς συνήθεις συγκρίσεις του και να υπενθυμίσει, έστω επιτροχάδην, ότι αυτή είναι η πηγή για τόν τίτλο «η βουή και τό πάθος» στον φώκνερ : μα ίσως, ακριβώς, δεν τόν ξέρει καν τόν φώκνερ, ούτε επομένως και τό the sound and the fury – (βέβαια δεν υποτιμώ καθόλου τό γεγονός πως στον φώκνερ είναι ακριβώς που θα έσπαγε τά μούτρα του, και θα μπέρδευε τά μπούτια του ως προς τήν περίφημη μίμηση ρεαλισμού) : είναι όμως τόσο χοντρή αυτή η άγνοια (όσο άλλωστε κι εκείνη τού γοδεφρείδου τού στρασβούργου), που θέλησα ομολογώ να επιβεβαιώσω ότι τό βιβλίο είχε εκδοθεί όταν ο α. έγραφε : αλλά φυσικά και είχε εκδοθεί (εκδόθηκε τό 1929) και κατά σύμπτωση, αντίστοιχα, οι δύο (και μόνοι) «μοντέρνοι» που ο αουερμπαχ ξέρει, ο προυστ και η γουλφ, εκδόθηκαν αμφότεροι τό 1927 – άρα άμα θέλει ξέρει**

δεν θέλει όμως : γιατί εντέλει ο άνθρωπος ένας απλός – αν και προικισμένος – φιλόλογος είναι, όπως ακριβώς είναι καταβάθος και ένας απλώς εμμανής με κάποιες ηθικοπολιτικές αρχές που θυμίζουν, απ’ τή μια διαβασμένον ιεροκήρυκα, κι απ’ τήν άλλη έναν καταρρέοντα μαρξιστή σαν τόν λούκατς στα χειρότερά του : κι έχει μάθει να θεωρεί ότι η τέχνη, εκτός από ανύπαρκτη, είναι και όργανο μόνο : μιμητικό κάποιας πραγματικότητας η οποία – τί πλήξη – και πόσο εκτός τών βαθύτερων και καλύτερων ηθών της – πειθαρχία μόνο και υπακοή μυρίζει

θα άξιζε τόν κόπο (σκέφτομαι, με τίς δικές μου μονομανίες κι εγώ) να ερχόταν σ’ επαφή στη ζωή του κάποια στιγμή με τόν αντόρνο, και τό εκείνου (διάσημο πλέον) «όλα τά έργα τέχνης είναι αινίγματα κι αυτό είναι που έβγαζε απ’ τά ρούχα της ανέκαθεν τή θεωρία τής τέχνης» – αλλά και πάλι, νομίζω, ένα τόσο καλά ασφαλτοστρωμένο μυαλό, και μια τόσο γερά οπλισμένη ψυχοσύνθεση, δεν απογυμνώνεται από κανέναν και με τίποτα.

τού χρωστάμε πάντως ότι μάς γνώρισε μερικά παλιά κείμενα : και μάς γνώρισε κι έναν τρόπο γλωσσικής ανάγνωσης από τίς δημιουργικές : ας αναγνωρίσουμε ότι αυτά δεν είναι και λίγα : κι έτσι, ο καλύτερος χειρότερος, ναι λοιπόν.

 

 

 

 

 

σημειώσεις

*«Αν είχα επιχειρήσει», λέει επιλέξει ο άουερμπαχ στον επίλογό του, «να ενημερωθώ για όσα έχουν γραφτεί πάνω σε τόσο πολλά αντικείμενα, μάλλον δεν θα έβρισκα πια καιρό να καταπιαστώ με τό γράψιμο.»

**και μη μού πει κανείς ότι ο φώκνερ λόγω αμερικής δεν μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο : για «δυτική λογοτεχνία» μιλάει ο τίτλος, όχι για «ευρωπαϊκή» – κι αν τό πάρουμε κατά λέξη με τή γεωγραφία, ο φώκνερ χωράει στην δυτική τέχνη – ένα κείμενο από τήν ανατολή, όπως είναι η εβραϊκή βίβλος δεν χωράει

 

οι φωτογραφίες : 1, 2, 3, 4, 5, 6

οι γκραβούρες : 1, 2

 

 

 

 

 

 

1 Δεκεμβρίου 2015

γεράσιμος λυκιαρδόπουλος / κριτικά γραπτά, άγρυπνη διαλεκτική, και ο διάλογος με τον παναγιώτη κονδύλη

 

 

 

 

(σαν συνέχεια από τό προηγούμενο) απομονώνω σήμερα, από τό δοκίμιο τού φώτη τερζάκη «ανάμεσα στην εξέγερση και τή φυγή» που περιλαμβάνεται στο τεύχος 20 τού περιοδικού «πανοπτικόν» τό αφιερωμένο στον γεράσιμο λυκιαρδόπουλο, κάποιες προτάσεις του που αφορούν κυρίως τήν κριτική οξυδέρκεια και ασυμβίβαστη οξύτητα τού ποιητή δοκιμιογράφου και φιλόσοφου που ενσαρκώνει από μια άποψη τήν καρδιά και τό μυαλό τού «έρασμου» και τών «σημειώσεων»

τό περιοδικό κυκλοφορεί, μπορείτε να διαβάσετε τό άρθρο με τήν ησυχία σας ολόκληρο στο χαρτί

(οι λίγοι τονισμοί στο κείμενο είναι δικοί μου (διευκρινίζω – προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αν και όσες μέ διαβάζουν δεν μέ παρεξηγούνε, καθότι μέ ξέρουνε ! – ότι ο τονισμός δεν σημαίνει πως θεωρώ τις φράσεις αυτές «σπουδαιότερες» από τις άλλες (ό,τι δημοσιεύω εννοείται ότι το θεωρώ σπουδαίο)) απλώς επιθυμώ κάποια πράγματα να διακρίνονται (και να απομνημονεύονται) ευκολότερα)

 

 

[ ] Με τα κριτικά του γραπτά ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος είναι αυτός που κυρίως θα χαράξει το θεωρητικό στίγμα τού περιοδικού Σημειώσεις (που συσπειρώνεται πλέον γύρω του για να διασχίσει, σαν κιβωτός, τα σκοτεινά νερά τής Μεταπολίτευσης).

Σαν ποιητής από ιδιοσυγκρασία, παρουσίαζε ανέκαθεν μια οξύτατη αυτοσυνειδησία τής ιδιαίτερης ιστορίας του. Δεν γνώριζε μόνο καλά τη νεοελληνική λογοτεχνία, με την αβίαστη οικειότητα τής οικογενειακής κληρονομιάς, αλλά είχε επιπλέον μια μοναδική ικανότητα να διεισδύει στις κρίσιμες συνάψεις ανάμεσα στις ιδέες και τις αισθητικές μορφές. Παραμένει αξεπέραστος στην χαρτογράφηση τής πάλης τών ιδεών (που ήταν ασφαλώς ο καθρέφτης τής ταξικής πάλης) μέσα στην ποιητική παραγωγή τού εικοστού αιώνα – στην ελληνική γλώσσα, πρωτίστως, αλλά και στην παγκόσμια λογοτεχνία… Και πάντα, στο βάθος, οι σημασίες που έφερνε έτσι στην επιφάνεια είχαν κάτι το ειδικό και βαρυσήμαντο να πουν για τη φύση τής ίδιας τής τέχνης. Στο «Ειδώλου είδωλον (Αναφορές, 1979) [ ] θα κάνει την πρώτη απομυθοποιητική, ιστορικά επικεντρωμένη, αποτίμηση τής λεγόμενης γενιάς τού ’30, ως εξής : «Στον θεσμοποιημένο ελληνοκεντρισμό τής εποχής, η οποία μετέθεσε το φορτίο τής εθνικής μειονεξίας από τους ώμους τών εθνικών λογίων στους ώμους ενός δημοτικιστή δικτάτορα, ο Σεφέρης θα αντιτάξει βέβαια τη δική του απάντηση – ‟δική τουˮ ωστόσο, δηλαδή διαφορετική, μόνο ως προς το περίβλημά της. Η λανθάνουσα ταυτότητα τόσο τού “ελληνικού νεοελληνισμού” τού Σεφέρη όσο και τής “ελληνικότητας” τού Τσάτσου με την κρατούσα ελληνοκεντρική ιδεολογία φανερώνεται στις μετέπειτα φιλολογικές πολιτικές τύχες και τών δύο εκδοχών. Οι καιροί τού πολέμου, καιροί υλικής και πνευματικής επιστράτευσης, απαιτούσαν την έκφραση μιας ηθικής τής τέχνης, μιαν έκφρασή της που να υπερβαίνει τη χυδαιότητα τού επερχόμενου στρατωνισμού τού πνεύματος [ στο σημείο αυτό παραθέτει μιαν ανατριχιαστική εμφυλιοπολεμική δήλωση με τις υπογραφές τών Βενέζη, Δημαρά, Κανελλόπουλου, Καραγάτση, Μυριβήλη, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, Σαχίνη, Τερζάκη, Τσάτσου, Π. Χάρη, Θεοτοκά· και συνεχίζει : ] Η έκφραση αυτή βρέθηκε στην ευτυχή συνάντηση τού αφηρημένου ιδεαλισμού τού φιλοσόφου (και πολιτικού) με τον αισθητικό (και πολιτικό) εμπειρισμό τού ποιητή και διπλωμάτη. Το αποτέλεσμα στην ποίηση ήταν η μεταπολεμική επιβίωση (και η αποκορύφωση) τού μεσοπολεμικού ιδεολογήματος τής “ελληνικότητας” στον σεφερικό μακρυγιαννισμό, δηλαδή στην ηθικιστική εκείνη αισθητική τού “θέλω να μιλήσω απλά”» (σελ. 10–11).

Εδώ, βέβαια, υπό κρίσιν είναι περισσότερο η ποιητική ιδεολογία και λιγότερο η ίδια η ποίηση. Επιδοκιμάζει, αποσυμπλέκοντάς τες προσεκτικά από την ιδεολογική τους επικάλυψη, κάποιες τραγικές ποιότητες τής γραφής τού Σεφέρη (μιαν αντήχηση τής οποίας μπορεί να διαγνώσει κάποιος και στη δική του ποίηση) σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη ρητορική «αγαλλίαση» τού λεγόμενου ελληνικού σουρεαλισμού. Προσπαθώντας να ανιχνεύσει τις πηγές τού τελευταίου, θα φτάσει στην πρώτη μεγάλη ποιητική διχοτομία (υφολογική και ιδεολογική) τού εικοστού αιώνα : Σικελιανός και Βάρναλης. [ ]

Στο επόμενο δοκιμιακό του έργο, Η «Ρωμιοσύνη» στον Παράδεισο. Σημειώσεις για μια κριτική τού νεοελληνικού αντιδιανοουμενισμού (1983), επεκτείνει τη διάσταση τής ιδεολογικής κριτικής που είδαμε ήδη εν δράσει [ ], ως προσέγγιση διακριτή αλλά συμπλεκόμενη στενά με την καθαυτό ποιητική κριτική, στη συμπτωματολογία ενός λαϊκιστικού λόγου που έχει τις πηγές του τουλάχιστον στα τέλη τού δέκατου ένατου αιώνα, αλλά στις ημέρες που γράφονται τα κείμενα – με την έφοδο τού ΠΑΣΟΚ προ τών πυλών – αποκτά διευρυμένες λειτουργίες και νέα δραστικότητα : ως ιδεολογικό τσιμέντο, για να το πούμε έτσι, τού «ιστορικού συμβιβασμού» δεξιάς και αριστεράς. Ωστόσο, χαρακτηριστικό τής οξύτατης ευαισθησίας και τής άγρυπνης διαλεκτικής αίσθησης τού Γ. Λυκιαρδόπουλου είναι ότι, μέσα στην επόμενη εικοσαετία, με την αλλαγή τών πολιτικών προτεραιοτήτων και τη συνακόλουθη μετάλλαξη τής δημόσιας ρητορικής, βλέπει καθαρά ότι ένας νέος «αντι–λαϊκισμός» που αναδύεται (συνώνυμος τού τεχνοκρατικού εκσυγχρονισμού και τού νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊσμού) καλείται να παίξει τον ίδιο χειραγωγικό ρόλο με τον προηγηθέντα, και υστερόβουλα απαξιωμένο πλέον, λαϊκισμό. Στο εισαγωγικό σημείωμα που γράφει για την επανέκδοση τού 2004, σημειώνει : «Πρέπει δηλαδή οπωσδήποτε να διαλέξει κανείς ανάμεσα στον “μακρυγιαννισμό” και στον “λακανισμό” ; Ανάμεσα στον απολιθωμένο “εθνοκομμουνισμό” και την αβάσταχτη ελαφρότητα τού “εκσυγχρονισμού” ; […] Σήμερα που τα σύνορα τών κρατών κατεδαφίζονται όχι από τους “αδελφωμένους λαούς” αλλά από τις πολυεθνικές συμμορίες, ποιον άλλον σκοπό θα μπορούσε τάχα να έχει μια κριτική εναντίον τού μαζικού εθνολαϊκιστικού φολκλόρ αν όχι την κατάδειξη εκείνων ακριβώς τών χαρακτηριστικών του που το καθιστούν μιαν ακόμη θυγατρική τής παγκόσμιας αυτοκρατορίας τού κιτς ; » (σελ. 11).

[ ]

Εν κατακλείδι, η κριτική τού Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (και σε κυμαινόμενους βαθμούς τών συνοδοιπόρων του στο εκδοτικό εγχείρημα) λάμπει σαν μετέωρο στη νύχτα τής ελληνικής κριτικογραφίας, αυτής που μονοπωλεί την επαγγελματική σκηνή και τα μέσα δημοσιότητας στις ημέρες μας, σε αντιστρόφως ανάλογο βαθμό με τη διανοητική της φτώχεια. Και είναι αυτή ακριβώς η «κριτική» τών συγκροτημάτων τού τύπου και τών πανεπιστημίων που, σε άρρητη συναίνεση και κάτω από την προσποίηση μιας αμέριστης εκτίμησης, καλύπτει αυτό το έργο και αυτή τη συλλογική κατάθεση, εξ επιλογής άλλωστε αντιδημοφιλή, με ένα ένοχο πέπλο σιωπής

 

 

Υπάρχει μια έμμονη ιδιοσυγκρασιακή προσήλωση τού Γ. Λυκιαρδόπουλου στο συγκεκριμένο, μια αποστροφή για τη μεγαλοστομία και τις υποστασιοποιημένες αφαιρέσεις, μαζί με μια σπάνια διόραση τών λεπτών αποχρώσεων ανάμεσα στις άκαμπτες διλημματικές διαζεύξεις. Είναι αυτό που λέμε διαλεκτική αίσθηση, στην καλύτερη μορφή της· αυτό είναι που κάνει τη σκέψη του, τις φιλοσοφικής εμβέλειας κρίσεις του οι οποίες αστράφτουν μέσ’ από τη συζήτηση ακόμη και τού πιο ταπεινού υλικού, να συγγενεύει αβίαστα με τη σκέψη τού Αντόρνο, τού Λούκατς ή και τού ίδιου τού Μαρξ, τού ίδιου τού Χέγκελ, όπως και από άλλες απόψεις με τού Κίρκεγκωρ – περισσότερο απ’ όσο το ότι ο ίδιος έχει συχνά μεταφράσει, σχολιάσει ή εκδώσει έργα τους…

Οι φιλοσοφικές κορυφώσεις τής σκέψης τού Γ. Λυκιαρδόπουλου γίνονται εμφανείς προπαντός σε έναν φορτισμένο διάλογο που έγινε από τις σελίδες τών Σημειώσεων (τ. 13–14, 16, 17 και 19) μεταξύ 1977 και 1979, ανάμεσα στον ίδιον και στον λίγο νεότερό του Παναγιώτη Κονδύλη (που πλαισιώνεται από δύο ακόμα κείμενα, τού Μάριου Μαρκίδη και τού Στέφανου Ροζάνη). Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για μία «αόρατη» συμμετοχή, αυτήν τού Αντώνη Λαυραντώνη : όχι μόνο επειδή το εναρκτήριο λάκτισμα τής όλης συζήτησης, μια κριτική τού Μ. Μαρκίδη στον Erich Fromm, δημοσιεύθηκε υπό μορφήν επιστολής στον Α. Λαυραντώνη, αλλά και για τον λόγο ότι πολλές από τις απόψεις που ο Π. Κονδύλης εκφράζει εκεί απηχούν την πρώιμη και διαμορφωτική επιρροή που δέχθηκε από αυτόν τον ανέκαθεν διαφωνούντα συνομιλητή τού Άγι Στίνα (τον οποίον άλλωστε – σύμφωνα με αρκετές μαρτυρίες – προσπάθησε επίμονα να εμπλέξει στη συζήτηση). Βέβαιον είναι άλλωστε ότι ο Κονδύλης επιθυμούσε μια συνέχεια και κλιμάκωση τής αντιπαράθεσης, πράγμα που για διάφορους λόγους δεν έγινε.

Η συζήτηση αυτή είχε ένα προανάκρουσμα : την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αντώνη Λαυραντώνη και τον Μανόλη Λαμπρίδη στο τεύχος 10 τού περιοδικού Μαρτυρίες (Νοέμβριος 1964) πάνω στο ζήτημα τών ιδεολογιών, όπου το επίδικο ήταν στην πραγματικότητα η «επαναστατική ιδεολογία». Στο κείμενό του που επιγράφεται ακριβώς «Η “επαναστατική ιδεολογία” και οι περιπέτειές της» ο Α. Λαυραντώνης επιχειρεί μια δριμεία κριτική σε κάθε σύστημα ιδεών που «θέτει ως σκοπό και υπαγορεύει μια κοινωνική δράση ικανή να οδηγήσει στην καθολική ανθρώπινη απελευθέρωση» : η καμπάνα χτυπάει βεβαίως για τον μαρξισμό, που οι εξελίξεις του μοιάζουν να δικαιολογούν την καχυποψία τού Α. Λαυραντώνη απέναντι στη «μυστικοποίηση τών απελευθερωτικών αιτημάτων τού πραγματικού κινήματος και τη μετατροπή τους σε “επαναστατική ιδεολογία” », τής οποίας τα πουριτανικά και αυταρχικά γνωρίσματα σκιαγραφεί άλλωστε με οξύτητα. Σημειωτέον ότι ο Α. Λαυραντώνης δεν αρνείται – ακόμα – τη νομιμότητα τών ίδιων αυτών αιτημάτων, τον προαιώνιο πόθο τού ανθρώπου για επιστροφή στον χαμένο παράδεισο τής ελευθερίας, τής ισότητας, τής αδελφοσύνης και τής λύτρωσης από την προπατορική κατάρα να κερδίζει το ψωμί του εν τω ιδρώτι τού προσώπου του· καταγγέλλει μόνο τη μετατροπή τους σε ιδεολογία που καθ’ οδόν λησμονεί τον σκοπό και αποθεώνει τα μέσα, νομιμοποιώντας νέους κυριάρχους : όμως ο υπεριστορικός και οιονεί μεταφυσικός, εσκεμμένα διατυπωμένος σε θρησκευτική γλώσσα, χαρακτήρας τών αιτημάτων αυτών αποκλείει σχεδόν εκ προοιμίου τη δυνατότητα να συμβεί αλλιώς. Και αυτή τη δυνατότητα είναι που θέλει να υπερασπιστεί ο Μανόλης Λαμπρίδης.

[ ]

Η συζήτηση τού 1977–79 μοιάζει να προεκτείνει την παραπάνω διασταύρωση θέσεων, ως όξυνση μιας αντιπαράθεσης που σοβούσε καιρό στον συγκεκριμένο πνευματικό κύκλο. Ξεκινάει λοιπόν με το προαναφερθέν κείμενο τού Μάριου Μαρκίδη όπου ψέγεται ο ρηχός και ψευτο–αισιόδοξος ανθρωπισμός τού Erich Fromm, τονίζοντας τη μη εξαλείψιμη τραγικότητα και οδύνη που είναι η πραγματική ανθρώπινη ύπαρξη· υποβάλλεται μάλιστα μια υπεριστορική διάσταση τού δράματος, ως εάν επρόκειτο για ριζική οντολογική συνθήκη και ανυπέρβατη μοίρα. Αγγίζοντας με τον τρόπο αυτό μια χορδή τού σαρδώνειου πεσιμισμού που ήδη συμμερίζονταν Λαυραντώνης και Κονδύλης, την κοινή τους καχυποψία απέναντι σε όλες τις επαναστατικές ή απελευθερωσιακές βλέψεις, θα προκαλέσει μια εκτενή παρέμβαση τού Π. Κονδύλη με τίτλο «Η παλιά και η νέα θεότητα». Άξονας τού επιχειρήματός του είναι η κατ’ ουσίαν εξίσωση τού μαρξισμού (τής «επαναστατικής ιδεολογίας») με όλες τις παλαιότερες θρησκευτικές πεποιθήσεις που υποτίθεται ήρθε να εκθεμελιώσει· γενικότερα, η ταύτιση κάθε ριζικού οράματος ιστορικής λύτρωσης με μεταφυσική η οποία, κατά την οπτική τού Κονδύλη, παραγνωρίζει τους ανυπέρβατους περιορισμούς τής ανθρώπινης «φύσης». Η απάντηση του Λυκιαρδόπουλου (απηχώντας εν πολλοίς θέσεις που αυτός συμμεριζόταν αντίστοιχα με τον Μανόλη Λαμπρίδη), προκαλεί δεύτερη επίθεση τού Κονδύλη με τίτλο «Οι φωτεινές και οι σκιερές πλευρές τών οραμάτων», στην οποία ο Λυκιαρδόπουλος ανταπαντά με το σημείωμα «Ούτε ο Θεός ούτε ο Χέγκελ». Δύο τεύχη αργότερα εμφανίζεται το κείμενο τού Στέφανου Ροζάνη «Μη επιστημονικό υστερόγραφο περί ιδεολογίας» το οποίο, κάπως πιο φιλολογικό και χωρίς να προσθέτει επιχειρηματολογικώς στα προηγηθέντα, παρότι δεν αναφέρεται ονομαστικά γράφτηκε εμφανώς για ν’ αποτελέσει επίλογο στην όλη συζήτηση.

[ ]

Ο Γ. Λυκιαρδόπουλος, από την πλευρά του, οδηγώντας σέ αξιοθαύμαστες κορυφώσεις ένα κριτικό ύφος που αφομοιώνει όχι μόνο τη μεταμαρξιστική παράδοση μιας «διαλεκτικής τού συγκεκριμένου» αλλά και όλη τη δύναμη τών κιρκεγκωριανών φωτοσκιάσεων, θα επιμείνει στο μη αναγώγιμο τής επαναστατικής επιθυμίας, τού οράματος τής απελευθέρωσης, σε οποιοδήποτε καταπιεστικό «δια ταύτα» τής επίσημης ιστορικής ετυμηγορίας. Η «ταυτότητα τής εννοιολογικής δομής» (μεταξύ δύο αντίπαλων θεωριών, κατά τον Κονδύλη) είναι ένα ισοπεδωτικό λογικό στρατήγημα που συγκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα φανερώνει. Διαβασμένη προσεκτικά, η κριτική τού Λυκιαρδόπουλου μοιάζει να εμπερικλείει την αγόρευση τού Π. Κονδύλη σε έναν ατέρμονα κινητικό και ουσιωδώς ανοιχτό στοχασμό, δείχνοντας αναμφίλογα τη συγγένειά της με την ίδια την αστική ιδεολογία τού «εσαεί αμετάτρεπτου» τής παρούσας ιστορικής πραγματικότητας. Διότι στο κάτω κάτω, λέει, «εκείνο που αμφισβητούμε είναι το ότι κάθε νοηματοδότηση τής ζωής ανήκει στην ιδεολογική παρακαταθήκη τής εξουσίας. Αν δεχόμαστε αυτή τη θέση τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως όχι μόνο κάθε “νοηματοδότηση” τής ζωής αλλά και κάθε της ερμηνεία (επιστημονική, φιλοσοφική, μυθική ή ποιητική), κάθε κοσμοθεώρηση (είτε “θετική” είτε “μηδενιστική”), κάθε ιδέα, κάθε σκέψη, και για την ακρίβεια η ίδια η σκέψη, “ανήκει στην εξουσία”. Από την πλευρά μας θα ’μασταν έτοιμοι να δεχτούμε κάτι τέτοιο μαζί με τη συναφή άποψη πως ό,τι διασώθηκε από τον πνευματικό πολιτισμό, ό,τι υπάρχει “γραμμένο” και “παραδομένο” ανήκει στην εξουσία· μόνο που τότε θα έπρεπε να ξαναδούμε τί εννοούμε με τη λέξη “εξουσία”, γιατί σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση η έννοιά της διευρύνεται τόσο ώστε να κλείνει μέσα της και τη “ζωή” και την “ιστορία” και την “πραγματικότητα”, οπότε βέβαια ό,τι “πραγματοποιείται” τής ανήκει, αφού ό,τι υπάρχει (ή ό,τι ζει) ανήκει στη ζωή έστω κι αν τής εναντιώνεται […] Σε “τελική” – πάντα – ανάλυση πίσω από όλη την ανθρώπινη δραστηριότητα, πίσω από τον έρωτα και τον πόλεμο, πίσω από τα μνημεία και τα δάκρυα που πετρώνουν σε τέχνη παραμένει πάντα σαν γενικό συμπέρασμα το απλό γεγονός πως ο άνθρωπος ζει και πεθαίνει […] Όμως τό ζήτημα είναι πώς ζει και πώς πεθαίνει ο καθένας – κι αυτό δεν μας το λέει κανένα συμπέρασμα, γιατί τα συμπεράσματα δεν μαρτυρούν τα επιμέρους πάθη αλλά αποφαίνονται “εν γένει” […] Ούτε για τους μεν ούτε για τους δε έχει σημασία αν υπάρχει παράδεισος ή αν η αταξική κοινωνία είν’ ένα άπιαστο όραμα. Γιατί δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει ο παράδεισος για να υπάρχει το όραμά του – αρκεί που υπάρχει η κόλαση : το “Εκείθεν” τών επαναστατικών ιδεολογιών γεννιέται μέσ’ από τα σπλάχνα τού “Εντεύθεν”» (σελ. 62–3). [ ]

 

………

 

Για να γυρίσουμε πάλι στην πολιτική ανάλυση, που είναι η πρώτη και η τελευταία λέξη αυτών τών δοκιμίων, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος [ ] θα κάνει μια αλάθητη διάγνωση : «Ο δυισμός τού φασισμού έγκειται στο ότι είναι και δεν είναι μια επανάσταση […] Δεν είναι η τρέλα αλλά η αποδοτικότερη χρησιμοποίηση τής τρέλας από την πολιτική· δεν είναι η εξέγερση αλλά ο μύθος και η επίκληση τής εξέγερσης […] Απ’ αυτή την άποψη ο φασισμός δεν είναι καθόλου η “άρνηση” τού πολιτισμού μας αλλά ίσα ίσα η ουσία του. Δεν είναι το παρελθόν αλλά το μέλλον» (σελ. 68, υπογράμμιση δική μου). Αυτή η διφυής, απατηλή όψη τού φασισμού εξηγεί από τη μία πλευρά τη σαγήνευση μιας ρομαντικά εξεγερμένης διανόησης (σκεφτόμαστε πάλι εδώ τον Έζρα Πάουντ, αλλά και τον Σελίν, και τον Γιούκιο Μίσιμα και άλλους) που το νόημα τού έργου της μόνο μια εξίσου παραπλανημένη ανάγνωση μπορεί να τού χαρίσει (τού φασισμού)· από την άλλη πλευρά – και αυτό είναι απείρως σημαντικότερο – δείχνει εκείνο που ο φασισμός έχει κατ’ ουσίαν κοινό με τις σύγχρονες «φιλελεύθερες δημοκρατίες» τής Δύσης. Έχοντας απόλυτη επίγνωση αυτού, αποφασισμένος μάλιστα να το θυμίζει με κάθε τίμημα, ο Γ. Λυκιαρδόπουλος κλείνει το βιβλίο του με ένα συγκινητικό κείμενο που επιγράφεται «Οι τελευταίοι» – μια ελεγειακή αναφορά στους «τρομοκράτες» τής Δυτικής Γερμανίας, την ομάδα Μπαάντερ–Μάινχοφ : «Κανένας δημοκράτης δεν ομολογεί ότι το καθεστώς που θέτει το δίλημμα Ή εγώ ή τα τανκς κυβερνάει ήδη με τα τανκς […] Όσο τώρα για τον ισχυρισμό ότι πράξεις όπως αυτές τής ομάδας Μπαάντερ–Μάινχοφ δίνουν αφορμή για αντιδημοκρατικές λύσεις, απλώς αντιστρέφει το πρόβλημα. Διότι η πολιτική αυτοδικία δεν αποτελεί την αιτία αλλά το σύμπτωμα τού κακού […] Και το ερώτημα είναι : από πού βγαίνουν όλοι αυτοί οι τρομοκράτες ; Από ποια σκοτάδια απελπισίας πέφτουν αυτοί οι πυροβολισμοί στην καρδιά τού άτρωτου Λεβιάθαν που συντρίβει έναν έναν τούς μάταιους αντάρτες ; […] Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι μαυρισμένες ψυχές που καμιά εκκλησία, κανένα κόμμα δεν τις θέλει και καμιά ποίηση δεν τις χωράει ; “Αναρχικοί” και “τρομοκράτες”, κομμάτια μοναξιάς που σφαδάζουν μέσα σε σιδερένια δάχτυλα και σκοτώνουν εν αμύνη – μόνο που η άμυνά τους είναι παράνομη γιατί καμία άμυνα δεν νόμιμη εναντίον τού κράτους» (σελ. 94–95). Για ν’ αναφωνήσει εντέλει : «Όσο το Κράτος είναι υποχρεωμένο να σκοτώνει, σημαίνει πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι».

 

 

 

 

 

 

 

26 Νοεμβρίου 2015

για τόν «έρασμο», τίς «σημειώσεις», και τή «σχολή τής φραγκφούρτης»

 

 

 

 

αναδημοσιεύω σήμερα αποσπάσματα από τό κείμενο τού φώτη τερζάκη «ένα παράδειγμα : τό περιοδικό σημειώσεις στην ελλάδα» που γράφτηκε για τό περιοδικό «πλανόδιον» τό 1996 και αναδημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος τού περιοδικού «πανοπτικόν» τό αφιερωμένο στον γεράσιμο λυκιαρδόπουλο

καθότι έχουμε να κάνουμε με μια θαυμάσια εισαγωγή (τήν πρώτη και μόνη απ’ όσο ξέρω ώς τώρα) για τήν ιστορία και τό ιστορικό αυτής τής πολύτιμης παρέας από ποιητές και φιλόσοφους, που έδρασαν σιωπηλά και επίμονα για χρόνια γνωρίζοντάς μας τή σκέψη τών άλλων σιωπηλών και επίμονων, τής κριτικής θεωρίας, τήν οποία και μάς παρέδωσαν – με διορατική επιμονή και γενναιοδωρία – στα ελληνικά πρώτοι, και για χρόνια μόνοι, από τίς εκδόσεις «έρασμος» τό από κάθε άποψη γενναίο και από κάθε άποψη αγαπημένο παρακλάδι τού περιοδικού «σημειώσεις»

(οι λίγοι τονισμοί στο κείμενο είναι δικοί μου)

 

 

[ ] Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι η χαμηλόφωνη επανάσταση για την οποία θέλουμε να μιλήσουμε εδώ, εκ μέρους μιας ομάδας ανθρώπων από την οποία αργότερα αναδύθηκε ο κύκλος τού περιοδικού Σημειώσεις, ξέσπασε μέσα στους κόλπους μιας ορισμένης αριστερής διανόησης κατά τη δεκαετία τού ’50 κυρίως σαν ένα ρεύμα αισθητικής αντιπολίτευσης. Όμως για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτού τού φαινομένου πρέπει να πάμε πιο πίσω, προκειμένου να ανιχνεύσουμε τις γνήσια πολιτικές του ρίζες. Από την ίδρυση τού ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος (1918) υπήρξαν στο εσωτερικό του μικρές ομάδες δυναμικής αριστερής αντιπολίτευσης, αρχικά σε θέματα που αφορούσαν τον εθνικισμό και τον πόλεμο, κι εν συνεχεία σε θέματα εσωτερικής οργάνωσης και δημοκρατικής δομής. Οι κυριότερες τέτοιες τάσεις, που επρόκειτο ν’ αναπτυχθούν από τη δεκαετία τού ’20 και μετά, ήταν οι Τροτσκιστές (με σημαντικότερη ηγετική φυσιογνωμία τον Παντελή Πουλιόπουλο) που έμελλε να εκκαθαριστούν οι μισοί από τούς Γερμανούς στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και οι υπόλοιποι από τούς σταλινικούς εκτελεστές τής Ο.Π.Λ.Α., οι Αρχειομαρξιστές, οι οποίοι αφού θα γνώριζαν και αυτοί προηγουμένως άγριες εκ τών ένδον διώξεις θα έδιναν στον εμφύλιο την υποστήριξή τους στον Εθνικό Στρατό, και η μικρή ομάδα γύρω από τον διεθνιστή αγωνιστή Άγι Στίνα (ψευδώνυμο τού Σπύρου Πρίφτη) η οποία θα έγραφε μία από τις σημαντικότερες, και τις πιο συγκινητικές σελίδες στην ιστορία τού ελληνικού εργατικού κινήματος : τροτσκιστής αρχικά, έδωσε αγώνα ενάντια στις εθνικιστικές τάσεις τής κομμουνιστικής ηγεσίας, εργάστηκε εναντίον κάθε εθνικού πολέμου δημιουργώντας επιτροπές συνειδητοποίησης Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, πράγμα που θα έκανε και πάλι στην κατοχή ανάμεσα στους Γερμανούς και Ιταλούς στρατιώτες, και ταυτόχρονα αγωνίστηκε σκληρά εναντίον τής σταλινοποίησης τού κόμματος που άρχισε σταδιακά μετά το Συνέδριο τού 1924· εκδιωγμένος από το κόμμα μετά το 1931, και ανάμεσα στους εκτελεστές τού Ζαχαριάδη και τους βασανιστές τού Μεταξά, θα συνεχίσει να συσπειρώνει γύρω του μια χούφτα έντιμων αγωνιστών αφοσιωμένων στη διεθνή επανάσταση κάτω από τη σημαία τής Τετάρτης Διεθνούς, για να συνειδητοποιήσει γύρω στα χρόνια τού πολέμου ότι και οι πραγματικές του αποκλίσεις από τον Τροτσκισμό ήταν μεγάλες· απομονωμένος αλλά απτόητος, έχοντας επανειλημμένα δραπετεύσει από φυλακές και διαφύγει σίγουρες εκτελέσεις, θα συνεχίσει να κρίνει την καταστροφική πολιτική τού κομμουνιστικού κόμματος και να διαπαιδαγωγεί νεαρούς επαναστάτες και διανοούμενους. Είναι γνωστό πόσο ισχυρή ήταν η πνευματική του επιρροή σε ανθρώπους που αργότερα επρόκειτο να διαμορφώσουν εξέχουσα θεωρητική φυσιογνωμία, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Υπάρχει μια αόρατη γενεαλογική γραμμή που συνδέει τον κύκλο τού περιοδικού Σημειώσεις (που τυπικά θα συγκροτηθεί μετά τη μεταπολίτευση τού 1974) με πρόσωπα όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Παναγιώτης Κονδύλης (παρόλες τις πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις που ακολούθησε η σκέψη τους), και αυτή η γραμμή φτάνει μέχρι τον Ά. Στίνα. Ανάμεσα στους νέους που σύχναζαν στον κύκλο τού Στίνα, και που συχνά συνέβαλλαν στη διαμόρφωση τών πολιτικών του θέσεων, ήταν ο Κ. Καστοριάδης, ο Αντώνης Λαυραντώνης και ο Μανώλης Λαμπρίδης (ψευδώνυμο τού Μανώλη Λεοντάρη, που ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός τού ποιητή και από τον ιδρυτικό κύκλο τών Σημειώσεων Βύρωνα Λεοντάρη). Ο Καστοριάδης, μετά τη μετανάστευσή του στη Γαλλία, ακολούθησε τη γνωστή σταδιοδρομία τού φιλοσόφου και θεωρητικού τής αυτονομίας επεξεργαζόμενος μέσ’ από τις σελίδες τού Socialisme ou Barbarie ιδέες που αποτελούσαν κοινή κληρονομιά τής ομάδας την οποία συζητάμε· ο Α. Λαυραντώνης, ένα πνεύμα ζοφερό αλλά οξύτατο και βαθιά διαλεκτικό, παρόλο που ποτέ δεν έγραψε (εκτός από μια περίφημη αλληλογραφία του με τον Καστοριάδη στα χρόνια τής δικτατορίας που δυστυχώς χάθηκε), άσκησε μια σωκρατική επιρροή στους κύκλους του και απευθείας μαθητής του μπορεί να θεωρηθεί ο Π. Κονδύλης, τού οποίου η φιλοσοφικά επεξεργασμένη κυνική (στα ίχνη τού Hobbs) θεωρία τής ισχύος, όπως και ο λεπτός σαρκασμός τού ύφους του, φέρουν τη σφραγίδα τού ζοφερού πεσιμισμού τού Α. Λαυραντώνη· ο Μανώλης Λαμπρίδης, τέλος, συνεργάτης τού τροτσκιστικού Μαρξιστικού Δελτίου στα χρόνια τού ’50 (μαζί με Βερούχη, Χατζημιχελάκη, κ.ά.), ήταν εκείνος ο οποίος ξεκίνησε την αισθητική αντιπαράθεση με τον σταλινισμό τής «επίσημης» αριστερής κριτικογραφίας μέσ’ από τις σελίδες τής Επιθεώρησης Τέχνης την ίδια εποχή. Ήταν ο πρώτος που, από μια ριζοσπαστική αριστερή σκοπιά, θα υποδεχόταν τον σουρρεαλισμό και ορισμένες τάσεις τής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας ως επαναστατικά (με την πολιτική έννοια τού όρου) φαινόμενα, που θα έδειχνε τη σημασία τών ποιητών τής λεγόμενης παρακμής, όπως ο Καρυωτάκης και η γενιά τού ’20, και που θα εκδήλωνε γενικά μια μεγάλη ευαισθησία στην εκτίμηση τών σχέσεων μεταξύ αισθητικής καινοτομίας και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Γύρω από τον Μανώλη Λαμπρίδη και κάτω από την αδιαμφισβήτητη πνευματική του επιρροή διαμορφώνεται ένας κύκλος νεωτέρων, οι οποίοι είναι ακριβώς οι άνθρωποι που από το 1973 θα πλαισιώσουν το περιοδικό Σημειώσεις.

Μεγαλύτερος από αυτούς, και κατά κάποιον τρόπο ποιητικό και ηθικό ίνδαλμα μερικών από τούς νεώτερους, ήταν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ένα πρώιμο ποιητικό ταλέντο και ταυτόχρονα οξύτατος κριτικός νους που συνδύαζε – συνδυάζει ακόμη – μιαν αυθεντική λαϊκή ευαισθησία μ’ ένα στοιχείο υψηλού διανοητικού ελιτισμού. Ο Γ. Λυκιαρδόπουλος εμφανίζεται ήδη στα τέλη τής δεκαετίας τού ’50 δημοσιεύοντας στη Νέα Εστία, την Εφημερίδα τών Ποιητών, την Επιθεώρηση Τέχνης και το Μαρξιστικό Δελτίο. Ειδικά η Επιθεώρηση Τέχνης και οι εκεί πολεμικές θα γίνουν αφορμή να συσταθεί – με την έννοια μιας διανοητικής συγγένειας – αυτή η παρέα. Στο 7º τεύχος (1955) ο Μ. Λαμπρίδης δημοσιεύει ένα ριζοσπαστικό άρθρο με τίτλο «Ιl gran rifiuto», και υπότιτλο «Καβάφης, Βάρναλης, Καρυωτάκης και η παρακμή» το οποίο, ως πρόκληση στον σταλινισμό τής Επιθεώρησης Τέχνης, ξεσήκωσε οργισμένες αντιδράσεις εκ μέρους τών Τ. Βουρνά και Μ. Μ. Παπαϊωάννου, και αργότερα τού Μ. Αυγέρη, τροφοδοτώντας μια υψηλόφωνη συζήτηση που κράτησε για αρκετά τεύχη. Στο 29º τεύχος (1957) στη συζήτηση μπαίνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης με το άρθρο του «Προβλήματα σοσιαλιστικού ρεαλισμού» υπερασπίζοντας τις θέσεις τού Μ. Λαμπρίδη. Το 1963 ξεσπάει μια δεύτερη συζήτηση τής οποίας το έναυσμα θα δώσει ο μικρότερος αδελφός τού Μ. Λαμπρίδη, ο Βύρων Λεοντάρης, ο σημαντικότερος ίσως ποιητής τής δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και ένας εξέχων κληρονόμος τού καρυωτακισμού, με το περίφημο άρθρο του «Η ποίηση τής ήττας». Ο Τ. Βουρνάς θα επιτεθεί στο γνωστό ύφος δίνοντας αφορμή στον Β. Λεοντάρη για μια δευτερολογία, ενώ η συζήτηση θα προκαλέσει την παρέμβαση τού Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου με το άρθρο «Η ποίηση τής ήττας, σύγχρονη αντιστασιακή ποίηση». Το σήμα είχε δοθεί, ένας πνευματικός κύκλος είχε γεννηθεί : το 1961 οι αδελφοί Λεοντάρη, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος μαζί με δύο νεώτερους ποιητές που θα γίνουν αναπόσπαστα μέλη τής ομάδας, τον Στέφανο Ροζάνη που θα αναπτύξει σημαντικό φιλολογικο–κριτικό έργο στη σκιά τού Ρομαντισμού και τον ψυχίατρο Μάριο Μαρκίδη, και ο Ν. Παντής εκδίδουν ένα περιοδικό συλλογικής έκφρασης που φιλοδοξούσε να είναι ο αριστερός αντίποδας τής Επιθεώρησης Τέχνης, τις ιστορικές Μαρτυρίες (λίγο αργότερα ο Μ. Αναγνωστάκης θα εκδώσει και αυτός στη Θεσσαλονίκη την Κριτική, στην οποία αρθρογραφούν σποραδικά τα περισσότερα από τα μέλη τού κύκλου τών Μαρτυριών). Μετά το ιδεολογικό άνοιγμα που κάνει το 1965 η Επιθεώρηση Τέχνης (χάρη στην πρωτοβουλία τών Κουλουφάκου – Ραυτόπουλου) η παρέα επανέρχεται στους κόλπους της αναστέλλοντας προς στιγμήν την έκδοση τών Μαρτυριών. Αυτές θα επανεκδοθούν βγάζοντας δύο τεύχη μεταξύ 1966 και 1967 ως Μαρτυρίες Β΄, για να σταματήσουν οριστικά με το πραξικόπημα και την απριλιανή δικτατορία. Περίπου ένα χρόνο πριν ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος έχει μπαρκάρει στο εμπορικό ναυτικό (σα ναύτης, και αργότερα ασυρματιστής) απ’ όπου θα επιστρέψει μόνο το 1975, υπό δραματικές συνθήκες, για ν’ αναλάβει την έκδοση τού περιοδικού Σημειώσεις και τη συνδεδεμένη με τον κύκλο τού περιοδικού εκδοτική «Έρασμος».

Παρά το χάσμα που επέβαλε η δικτατορία, υπήρξαν ορισμένες παράνομες εκδοτικές δραστηριότητες, καθώς και η (νόμιμη) έκδοση ενός τεύχους με τίτλο Προτάσεις, που πρέπει να θεωρηθεί ακριβώς ως προάγγελος τών Σημειώσεων. Όταν πάντως το 1973, πριν ακόμα τη μεταπολίτευση, καταργήθηκε ο νόμος περί λογοκρισίας, η ομάδα ανασυγκροτείται και αποφασίζει την έκδοση ενός καινούργιου περιοδικού : πρόκειται αυτή τη φορά για τις Σημειώσεις, και την ομάδα αποτελούν οι Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Βύρων Λεοντάρης, Στέφανος Ροζάνης, Μάριος Μαρκίδης, Ανδρέας Μυλωνάς και Ρένα Κοσσέρη. Παρόλο που οι δύο τελευταίοι θα πάψουν να εμφανίζονται με κείμενά τους στις σελίδες τού περιοδικού λίγο αργότερα, ενώ δύο ποιητές, ο Τάσος Πορφύρης και ο Μάρκος Μέσκος θα εμφανίζονται σποραδικά με ποιήματά τους, ο αρχικός πυρήνας παραμένει αρραγής σε μιαν αξιοθαύμαστη εκδοτική προσπάθεια, με πενιχρά έως ανύπαρκτα μέσα, με τις πλάτες περιφρονητικά στραμμένες στη δημοσιότητα και με μια αισθητική και θεωρητική ποιότητα που δεν συγκρίνεται με κανενός απολύτως συγχρόνου τους εντύπου, η οποία συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι σήμερα έχοντας εκδόσει 45 μικρά τεύχη, από τα οποία τα 17 πρώτα είναι εδώ και χρόνια εκτός αγοράς.

 

 

Όλα αυτά τα λέμε για να μπορέσει να φανεί καθαρά η ιστορία αυτού τού πνευματικού κύκλου την οποία φαίνεται ότι ακόμα και οι (λιγοστοί) σημερινοί αναγνώστες τους αγνοούν, αλλά και για να τεκμηριώσουμε την αναλογία που θέλουμε να υποδείξουμε μ’ ένα στοιχείο που μάς φαίνεται τρομερά ουσιώδες : τη συγκεκριμένη πολιτική ρίζα και την πολυεπίπεδη προσωπική στράτευση τής σκέψης αυτής και αυτών τών ανθρώπων. Γιατί και η Σχολή της Φρανκφούρτης, για την οποία μιλάμε σήμερα συχνά με λόγια τών οποίων το βάρος δεν έχουμε ζυγίσει, δεν ήταν ακαδημία. Παρότι πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι πρωτεργάτες της ενεπλάκησαν στην περιπέτεια τής δημιουργίας της ακριβώς για να δραπετεύσουν από τα στεγανά ενός ημι–φεουδαρχικού γερμανικού ακαδημαϊκού κατεστημένου – και γνωρίζουμε πώς μέχρι σήμερα οι πανεπιστημιακοί θεσμοί παραμένουν εχθρικοί απέναντι στο είδος τής σύνθετης και γεμάτης φαντασία έρευνας τής οποίας υπόδειγμα μπορούμε να θεωρήσουμε εκείνη που διεξήγαγε το ιστορικό Ινστιτούτο τής Φρανκφούρτης. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό : η Σχολή τής Φρανκφούρτης προπάντων γεννήθηκε, επωάστηκε, γαλουχήθηκε μέσα στη μεγάλη παράδοση τού ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος, και βλέπει κανείς με ποιους τρόπους η προϊστορία της υπήρξε κρίσιμα συνδεδεμένη με τις εκδιπλώσεις τού εργατικού κινήματος και τού επαναστατικού Μαρξισμού τών χρόνων τού μεσοπολέμου. Και ακόμη πιο πέρα, η σκέψη αυτή στάθηκε για τούς πρωτεργάτες της μια τρομερή αφιέρωση ζωής, πληρωμένη – όπως καθένας γνωρίζει σήμερα – με αληθινό αίμα. Το αίμα και η αγωνία δεν μπορεί να μετρηθεί παρά μόνο με αίμα και αγωνία, πράγματα ολότελα ξένα για τούς σημερινούς ακαδημαϊκούς που επιζητούν να κάνουν δημόσιες σχέσεις ως διαχειριστές τών ιδεών της – [ ] Όμως το πνεύμα, και προπάντων το είδος τού πνεύματος για το οποίο μιλάμε εδώ, βρίσκεται αλλού.

Η συγγένεια τού κύκλου τών Σημειώσεων με το ρεύμα τών ιδεών που εκπροσώπησε η Σχολή τής Φρανκφούρτης έχει βέβαια μία προφανή πλευρά : το ότι ένα μέρος τού έργου τής τελευταίας έχει μεταφραστεί, εκδοθεί, σχολιαστεί και ενσωματωθεί κριτικά μέσ’ από γραπτά και δημοσιεύσεις τού περιοδικού και τών εκδόσεων «Έρασμος» – και δεν γνωρίζω άλλο νεοελληνικό εκδοτικό ή πνευματικό φορέα που να έχει κάνει τίποτε ανάλογο σε έκταση και σε βάθος. Όμως η ουσιώδης συγγένεια βρίσκεται ακόμη πιο βαθιά, και αφορά μια επιλογή υπαρξιακή και κοσμοθεωρητική, αισθητικούς τρόπους και συναφείς θέσεις από τις οποίες κανείς στοχάζεται και μιλά. Θα αναφέρω δύο μόνο τέτοια στοιχεία, για να κλείσω μ’ αυτόν τον τρόπο αυτή τη μικρή αναφορά.

Ο κύκλος τών Σημειώσεων, όπως κι εκείνη η ομάδα τών Γερμανοεβραίων φυγάδων, έχει τις ρίζες του μέσα σ’ ένα επαναστατικό όραμα απολύτρωσης που στα νεανικά τους χρόνια μπόρεσε για μια στιγμή να ενσαρκωθεί από την πολιτική αριστερά, όμως ανδρώθηκε, ωρίμασε μέσα στην οδυνηρή επίγνωση μιας ήττας : είδαν τις πολυτιμότερες ελπίδες τους να συντρίβονται από μια ιστορική εκδίπλωση που οδηγούσε αντί στην απελευθέρωση σε μιαν αύξουσα βαρβαρότητα, είδαν τούς πολιτικούς τους εχθρούς και φίλους να βρίσκονται σαρκαστικά στο ίδιο εντέλει στρατόπεδο, και από αυτή τη θέση έκαναν τη σκέψη το έσχατο όπλο τής απελπισίας που χτυπάει απεγνωσμένα προς όλες τις κατευθύνσεις, δίχως κανένα έρεισμα ισχύος, δίχως την αναμονή αρωγής ή δικαίωσης από πουθενά, και – το τραγικότερο – δίχως ελπίδα.

Μέσα από μια τέτοια θέση, από την άλλη μεριά, ούτε στιγμή δεν αρνήθηκαν τις πολιτικές προϋποθέσεις τής ίδιας τους τής απελπισίας, αλλά παρέμειναν πάντα στρατευμένοι μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο : αρνούμενοι (κατά τρόπο εντυπωσιακά όμοιο μ’ εκείνον τού Χορκχάιμερ ή τού Αντόρνο) όλες τις αναπόφευκτες εξουσίες που συνεπάγεται η άμεση πολιτική δράση, αναδιπλώθηκαν – ή μήπως βρίσκονταν εξαρχής εκεί ; – στην αισθητική σφαίρα τής έκφρασης υποδεικνύοντας διαρκώς, με την ίδια τους τη γραφή, την απολυτρωτική σημασία που κλείνει μέσα της η αυθεντική αισθητική μορφή. Ο αγώνας για την αισθητική έκφραση γίνεται όχι υποκατάστατο, αλλά η ίδια η καρδιά, η πεμπτουσία τού πολιτικού αγώνα, αν βέβαια εκείνο που διακυβεύεται σ’ έναν τέτοιο αγώνα είναι η ανθρώπινη ελευθερία και η ανθρώπινη ευτυχία. Εδώ λοιπόν (όπως και στα όψιμα κυρίως γραπτά τού Αντόρνο) βρίσκουν το αρχιμήδειο σημείο τους ένας ορισμένος ασκητισμός, ως πεισματική άρνηση τής συμμετοχής στην πολυτελή εκπόρνευση που ενορχηστρώνουν τα μαζικά μέσα, κι ένας ανυποχώρητος αισθησιασμός τής ζωής και τής αληθινής χαράς, μέσ’ από τούς δρόμους τής νοσταλγίας ως επίκληση σ’ εκείνο που έχει πια εξαφανιστεί, και σ’ εκείνο που θα μπορούσε ακόμη και τώρα να υπάρξει. Λιγότερο φιλόσοφοι αλλά περισσότερο ποιητές από τούς στοχαστές τής Φρανκφούρτης, πιο εσωστρεφείς και χαμηλόφωνοι αλλά δίνοντας μια ισοσθενή λειτουργία σε όλες τις πλευρές τής πνευματικής τους έκφρασης, ο κύκλος τού περιοδικού Σημειώσεις μοιάζει να ενσαρκώνει εκείνο που οι πρωτεργάτες τής Σχολής τής Φρανκφούρτης πίστευαν για τούς εαυτούς τους : τούς τελευταίους ανθρώπους, τούς τελευταίους στοχαστές και δημιουργούς που ταυτόχρονα συνιστούν ολοκληρωμένες πνευματικές περιπτώσεις, αληθινούς θεματοφύλακες μιας εικόνας τού ανθρώπου που βουλιάζει στο τέλμα ενός κόσμου αιχμάλωτου τών πιο εφιαλτικών του ονείρων.

 

 

 

 

 

 

7 Ιουλίου 2015

arbuthnot περί τής πολιτικής ψευδολογίας

 

 

 

 

 

(ξανα)βρήκα στη βιβλιοθήκη μου εσχάτως ένα βιβλιαράκι που έχει βγει από τίς εκδόσεις «άγρα» και, επειδή φαίνεται ο τίτλος του είναι περί ψεμάτων, έχει (για αγαστή συνάγω συμφωνία και σύμπνοια με τό απολαυστικότατο περιεχόμενό του) στον τίτλο του επίσης ένα ψέμα – κι έτσι, ενώ στο εξώφυλλο βάζει τό όνομα τού (γνωστού μας) τζόναθαν σουΐφτ, στον τίτλο τής μέσα σελίδας, και ακόμα περισσότερο στον πρόλογο, γίνεται σαφές πως τό βιβλίο έχει γραφτεί από τόν τζων άρμπουθνοτ : θα ήταν όμως σίγουρα (και ασυνήθιστα, για τά εδώ) γενναίο, ένα βιβλίο που θα επιγραφότανε «κείμενο τού (άγνωστού μας) άρμπουθνοτ που αποδόθηκε κάποτε κατά λάθος στον (γνωστότερό μας) κύριο σουΐφτ – ο οποίος ήταν απλώς φίλος του»

βάζω λοιπόν εδώ σήμερα αποσπάσματα από τό σημαντικότατο και χρησιμότατο αυτό βιβλίο (και πηγαίνετε να τό πάρετε αν δεν τό ’χετε – κι αν υπάρχει ακόμα – εκδόθηκε τό ’95). Η μετάφραση είναι τής αλόης σιδέρη (η οποία έχει γράψει και ποίηση (και η οποία είχε κάποτε μια εκπομπή για βιβλία στο (κρατικό) ραδιόφωνο (δεν θυμάμαι ποιο απ’ όλα) και επειδή μέ είχε καλέσει να μιλήσουμε για δικό μου βιβλίο είχα τήν τύχη να τή γνωρίσω : πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος και διανοούμενη (πέθανε δυστυχώς πολύ νωρίς πριν από μερικά χρόνια)))

 

 

john arbuthnot «η Τέχνη τής Πολιτικής Ψευδολογίας» ≈ 1712

 

η τέχνη αυτή είναι προορισμένη να αποκτήσει μεγάλη υπόληψη κατά τούς προσεχείς αιώνες [ ]

στο τρίτο κεφάλαιο [ ο συγγραφέας ] πραγματεύεται τή νομιμότητα τής πολιτικής ψευδολογίας και καταδεικνύει ότι είναι θεμιτή και επιτρεπτή [ ]

καταδεικνύει ότι ο λαός έχει δικαίωμα να προσδοκά από τούς συνανθρώπους του τήν αλήθεια προκειμένου για ιδιωτικές υποθέσεις· ότι επίσης καθένας έχει δικαίωμα στην εν οίκω αλήθεια, δηλαδή καθένας είναι εύλογο να απαιτεί τήν αλήθεια από τά μέλη τής οικογένειάς του, ώστε να μην εξαπατάται από τή γυναίκα του, από τά παιδιά του ή και από τούς υπηρέτες του· απεναντίας, ο λαός δεν έχει κανένα δικαίωμα στην πολιτική αλήθεια [ ]

τά παιδιά δεν μπορούν να διεκδικήσουν τίποτε [ ]

επικρίνει ύστερα τό σύνηθες λάθος εκείνων που δεν γνωρίζουν παρά ένα μόνο είδος ψεύδους, τό συκοφαντικό ή δυσφημιστικό, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν τρία είδη : τό συκοφαντικό, τό προσθετικό και τό διαβιβαστικό. [ ] Για τά τρία αυτά είδη δίνει διάφορα παραδείγματα, αλλά κυρίως για τό τελευταίο. Πόσα και πόσα ευεργετήματα, λέει, δεν απέφερε τό διαβιβαστικό ψέμα οσάκις χρειάστηκε, για τό κοινό καλό [ ]

η σωτηρία, η αποκατάσταση και η καταστροφή τής δημοκρατίας μπορούν επίσης να αποδοθούν σε πρόσωπα που δεν έχουν λάβει καθόλου μέρος και δεν έχουν συμβάλει σ` αυτά με κανέναν τρόπο [ ]

ο συγγραφέας παροτρύνει όλους τούς έντιμους επαγγελματίες να ασκηθούν στη μεγάλη αυτή τέχνη, δηλαδή στην τέχνη τού διαβιβαστικού ψεύδους διότι (τά πράγματα μιλούν από μόνα τους και δεν απαιτείται καμιά απόδειξη) [ ] δεν είναι δύσκολο να προεξοφληθεί η ευπιστία τής πλειονότητας τών ανθρώπων [ ]

ένας πολιτικός ψευδολόγος που ξέρει έστω και στοιχειωδώς τή δουλειά του [ ] δεν θα παρουσιάσει τό ίδιο πρόσωπο να επιδιώκει συγχρόνως τή διαρκή επιστράτευση και τήν ελευθερία τού λαού· ούτε έναν άθεο να υποστηρίζει τά συμφέροντα τής εκκλησίας [ ] Αλλά αν είναι απολύτως αναγκαίο να αποδώσουμε σε κάποιον πρόσθετες αρετές για να τόν τιμήσουμε με αξία που δεν έχει, ο συγγραφέας μάς συνιστά να μην τού τίς αποδίδουμε σε υπερβολικό βαθμό [ ] και αν μιλάτε για έναν άνθρωπο τού οποίου τό προσωπικό θάρρος αμφισβητείται, τότε μόνο θα γίνει κάπως πιστευτό τό ψέμα σας, αν δεν τόν εμφανίσετε ως κεραυνοβόλο πολεμιστή που εξολοθρεύει και καταδιώκει ολόκληρες ίλες ιππικού· δώστε του μόνο τήν αξία ενός καβγατζή που κάνει φασαρία στις παρέες και πετάει ένα μπουκάλι στο κεφάλι τού αντιπάλου του [ ]

τούς ίδιους κανόνες ορίζει ο συγγραφέας και για τήν τέχνη τής συκοφαντίας ή δυσφημιστικό ψέμα : συνιστά να μην επινοούνται πράγματα εκ διαμέτρου αντίθετα προς τίς ιδιότητες τών προσώπων που πρόκειται να συκοφαντηθούν. Έτσι μέσα στους σοφούς κανόνες τής Ψευδολογίας [ ] δεν θα πείτε για έναν υπουργό ειλικρινή και μεγαλόψυχο, τού οποίου η ευθύτητα είναι γνωστή, ότι έχει συμμετάσχει σε μια συνωμοσία για να προδώσει τήν πατρίδα του· αλλά μπορείτε να ισχυριστείτε, κι αυτό με επιφύλαξη, ότι είχε κάποια ύποπτη σχέση με μια κυρία [ ]

δεν πρέπει ποτέ να επιμένεις πεισματικά σε ένα και τό αυτό ψέμα. Και για κείνα που περιέχουν υποσχέσεις ή προγνώσεις, [ ] δεν θα ήταν φρόνιμο να κάνει κανείς βραχυπρόθεσμες προφητείες· αυτό υπάρχει κίνδυνος να τόν εκθέσει· [ ] οι κομήτες, οι φάλαινες και οι δράκοι πρέπει να έχουν ένα μέγεθος λογικό και μετρημένο· ως προς τίς θεομηνίες, τίς λαίλαπες, τίς θύελλες και τούς σεισμούς πρέπει πάντα να λένε ότι προβλέπεται να συμβούν σε κάποια περιοχή που απέχει από τό μέρος όπου βρίσκονται τουλάχιστον μιας μέρας δρόμο με τ` άλογο [ ]

τό να δίνεις στο λαό να καταπιεί πολλά μαζί δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να γίνεις πιστευτός· όταν βάζεις παραπάνω σκουλήκι στο αγκίστρι δεν τσιμπάει ο κοκοβιός [ ]

τό κόμμα που θέλει να αποκαταστήσει τό κύρος και τήν αξιοπιστία του πρέπει, επί τρεις μήνες, να μην πει και να μη δημοσιεύσει τίποτε που να μην είναι αληθινό και πραγματικό· είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει τό δικαίωμα να πλασάρει ψέματα τούς επόμενους έξη μήνες [ ]

προς τό τέλος τού κεφαλαίου [ ο συγγραφέας ] κατακρίνει τήν παραφροσύνη και τή μωρία τών κομμάτων που κρατούν κοντά τους και χρησιμοποιούν για τό πλασάρισμα τού ψεύδους ανθρώπους χυδαίους και μικρόμυαλους, όπως είναι η πλειονότητα τών σημερινών δημοσιογράφων (ειδησεογράφων και σχολιαστών), οι οποίοι δεν έχουν άλλο προσόν από τήν έντονη κλίση προς τό επάγγελμά τους [ ]

τό όγδοο κεφάλαιο περιλαμβάνει ένα σχέδιο για να ενωθούν σε ενιαίο σώμα πολλές μικρές εταιρείες ψευδολόγων [ ]

η εταιρεία αυτή πρέπει να συγκροτηθεί από τούς αρχηγούς κάθε κόμματος [ ] κανένα ψέμα δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί χωρίς τήν έγκρισή τους [ ]

η εταιρεία πρέπει να συμπεριλάβει και ιδιοφυΐες με μεγάλη πείρα από αυτές που αφθονούν στην πόλη και ειδικά στα καφενεία· για παράδειγμα, περιηγητές, κουτσομπόληδες και καλοθελητές, κυνηγούς αλεπούδων, μεσίτες, προξενητές, απόμαχους ναυτικούς τού εμπορικού ή τού πολεμικού στόλου [ ]

στους προθαλάμους τών Μελών τής εν λόγω Εταιρείας πρέπει πάντα να υπάρχουν κάποια πρόσωπα που διαθέτουν μεγάλα αποθέματα ευπιστίας, ακούνε οτιδήποτε λέγεται και τό χάβουν αμέσως [ ] ο Συγγραφέας πιστεύει ότι μπορεί κανείς να βρει επαρκή αριθμό από αυτούς σε όλα τά μέρη στα περίχωρα τού Χρηματιστηρίου [ ]

βασικός κανόνας τής εταιρείας θα είναι να επινοεί ένα ψέμα τήν ημέρα, καμιά φορά και δύο· και κατά τήν εκλογή τών ψευδολογιών, πρέπει να λαμβάνεται υπ` όψιν τί καιρό κάνει και σε ποια εποχή τού χρόνου πλασάρονται : φήμες φοβερές ή ψέματα τρομακτικά και φρικιαστικά κάνουν θαύματα και είναι άκρως αποτελεσματικά κατά τούς μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, αλλά δεν κάνουν τόσο καλό και δεν είναι τόσο δραστικά κατά τόν Μάϊο και τόν Ιούνιο, εκτός αν φυσάνε τότε ανατολικοί άνεμοι [ ]

η εταιρεία πρέπει να απασχολεί [ ] από έναν γενικό ανταποκριτή σε κάθε πόλη όπου υπάρχει αγορά για να επιβλέπει τήν κυκλοφορία τών ψευδολογιών. Οσάκις διαπιστώνεται ότι κάποιο από τά μέλη τής Εταιρείας κοκκινίζει, τά χάνει ή υστερεί με οποιοδήποτε τρόπο τή στιγμή που χρειάζεται να πλασάρει ένα ψέμα, πρέπει να τόν αποκλείει και να τόν κηρύσσει ανίκανο [ ]

εκτός από τά ψέματα που πλασάρονται ανοιχτά και δημόσια, υπάρχουν και άλλα που πρέπει να διαδίδονται στα μουγκά και με μικρό θόρυβο· [ ]

ένα δοκιμαστικό ψέμα είναι κάτι σαν πρώτη γόμωση που τοποθετείται δοκιμαστικά μέσα σε ένα κανόνι· είναι ένα ψέμα που εξαπολύεται μια ορισμένη στιγμή για να καταμετρηθεί η ευπιστία εκείνων στους οποίους πλασάρεται [ ]

ο συγγραφέας συνιστά στους αρχηγούς τών κομμάτων να μην παραπιστεύουν οι ίδιοι τά ψέματά τους· [ ]

ο συγγραφέας προσθέτει ένα Καλαντάρι ψευδολογιών για όλο τό χρόνο, όπου σημειώνει αυτές που συμφέρουν ανάλογα με τήν εποχή και με τό μήνα [ ]

ως προς τήν ταχύτητα με τήν οποία κυκλοφορούν τά ψέματα, ο Συγγραφέας λέει ότι είναι σχεδόν απίστευτη· δίνει πολλά παραδείγματα ψευδολογιών που έχουν τρέξει πιο γρήγορα και έχουν διανύσει μεγαλύτερες αποστάσεις από όσες θα μπορούσε να διανύσει ένας άνθρωπος με ταχυδρομική άμαξα. Τά ψέματα που επινοούνται για να εκφοβίσουν και να αποθαρρύνουν κυκλοφορούν και διαδίδονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, διανύουν πάνω από δέκα μίλια τήν ώρα· [ ]

όσο για τήν αντοχή τών ψευδολογιών, λέει ότι πρέπει να διακρίνεται σε διάφορα είδη και ότι υπάρχουν ψέματα όλων τών ειδών : ωριαία, ημερήσια, ετήσια και αιώνια· ότι υπάρχουν πολιτικά ψεύδη που, όπως τά έντομα, πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται με διαφορετική μορφή· [ ]

όλοι οι μεγάλοι άνδρες μας έχουν καθένας τίς δικές του επινοητικές ικανότητες [ ]

τά ψέματα τών υποσχέσεων που δίνουν τά σπουδαία πρόσωπα, οι πλούσιοι και ισχυροί, οι Άρχοντες, αυτοί που στέκονται ψηλά, αναγνωρίζονται από τούς τρόπους αυτών που τά πλασάρουν : ακουμπούν τό χέρι τους στον ώμο σου, σέ φιλάνε, σέ αγκαλιάζουν, χαμογελούν, διπλώνονται στα δυο για να σέ χαιρετήσουν· [ ]

τό πιο κατάλληλο και τό πιο αποτελεσματικό μέσο για να καταρρίψεις ένα ψέμα είναι να τό αντικρούσεις μ` ένα άλλο ψέμα.
[ ]

 

 

copyright λοιπόν για όλον τόν κόσμο και όλες τίς εποχές John Arbuthnot (1667 – 1735) αδελφικός φίλος τού Alexander Pope και τού Johnathan Swift, πρωτεργάτης και ιδρυτής τού Scriblerus Club, μοναδικός νομέας και δικαιούχος τού ανήλεου πνεύματός του για τό οποίο δεν έδινε δεκάρα, ενώ αντιθέτως προτιμούσε να κάνει τά χειρόγραφα τών γραπτών του σαΐτες για να παίζει με τά παιδιά του.

 

 

 

τό πρωτότυπο κείμενο

 

 

(πρόκειται όπως καταλάβατε για αναδημοσίευση παλιάς μου ανάρτησης από τό παλιό βλογ : είχε τότε και μια εισαγωγή (ως γνωστόν τό συνηθίζω) τήν οποία θεωρώ όμως περιττό να αναδημοσιεύσω – γι’ αυτό και βάζω μόνο τόν επίλογό (της)) : Μέ ενοχλούν τά ψέμματα που δεν περνάν με τίποτα καταβάθος για αλήθεια – ούτε καν γι’ αυτόν που τά λέει, πολύ περισσότερο γι’ αυτόν που τ’ ακούει και μάλιστα πείθεται – αλλά διαμορφώνουν παρ’ όλ’ αυτά ένα πραγματικό στρώμα αληθινής ζωής, ανίκητο και αδιατάρακτο, πάνω στο οποίο οποιαδήποτε συζήτηση περί αλήθειας ή ψέμματος φαντάζει, όχι απλώς γελοία, αλλά στην κυριολεξία εκτός θέματος : μ’ άλλα λόγια μέ ενοχλεί τό νικηφόρο αυτό ψέμμα που καμαρώνει πάνω στην ιδιωτική, τήν πολιτική, τήν κομματική και τή δημόσιά μας ζωή.

Μέ ενοχλεί με άλλα λόγια η καλύτερή μας και η πιο διαδεδομένη μας ηθική.

 

 

 

 

 

12 Αυγούστου 2014

βύρωνα λεοντάρη, μικρά αλλά μεγάλα πεζά

 

 

 

 

η ασθένεια προς θάνατον επελαύνει μονίμως ακάθεκτη όπως φαίνεται, πάνω και γύρω μας, και μέ αναγκάζει να διακόψω τήν επ’ ολίγον αδιάκοπη παράθεση λόγων τού συνοφρυωμένου προτεστάντη δανού, για να θυμηθούμε (και πάλι επ’ ολίγον) έναν άλλον αυστηρό, αλλά γλυκύτατο, άθεο (ελληνικότατης, αυτή τή φορά, καταγωγής) : ο θάνατος τού βύρωνα λεοντάρη πλήττει ερωμένες κι εραστές και τής ποίησης και τής νόησης (στις κριτικότερες και λαμπρότερες στιγμές τους) σ’ αυτόν τόν φτωχό και μουντό τόπο

ελάχιστη απότιση μνήμης λοιπόν, αποσπάσματα από τό δοκιμιακό του έργο, που θα τά ξεκινήσω αλλοιώνοντας ελαφρώς τή σειρά με τήν οποία τά κείμενα αυτά εκδόθηκαν, ξεκινώντας δηλαδή με ένα σημαδιακό (κατά τή γνώμη μου) κείμενο τού ’75 τό οποίο δεν βαδίζει απλώς χειροπιασμένο με τήν πικρή σατιρική διάθεση τού κίρκεγκωρ στα κείμενά του εναντίον τών συγχρόνων του «κριτικών», αλλά παρακολουθεί και περιγράφει (και συνοδοιπορεί, θα ’λεγε κανείς, περίφημα, με) τόν γενικότερο εξευτελισμό τής ελληνικής «πνευματικής» ζωής στις δικές μας, αυτοκρατορικής αθλιότητας και ξηρότητας, ημέρες :

 

 

 

 

τό πνευματικό imperium

 

Η πραγματικότητα μισεί αυτούς που δεν τήν αποδέχονται ως αναγκαιότητα και ιστορία. Η πνευματική αγορά σέ εκδικείται όταν τήν αγνοείς. Απρόκλητα και αυθαίρετα σέ ταξινομεί μέσα της, σέ ανθολογεί, σέ μελοποιεί, σέ μεταφράζει, σέ συζητεί, σέ βιογραφεί, σέ νεκροτομεί και σέ καταβροχθίζει στα κανιβαλικά συμπόσια τών λειτουργιών και εκδηλώσεών της. Βλέπεις τήν υπογραφή σου σε διακηρύξεις που δεν υπέγραψες και δεν βλέπεις τ’ όνομά σου κάτω από δικά σου κείμενα, σού αποδίδουν ιδέες που δεν πρεσβεύεις και σού αρνούνται τίς δικές σου, φέρεσαι απών εκεί που είσαι παρών και αντίστροφα από βαθμοφόρους τού πνεύματος. Όλη αυτή η παραμόρφωση, γιατί η αγορά και ο στρατώνας τού πνεύματος θέλουν να εκβιάσουν τή συμμετοχή σου στην περιοχή τους για τή νομιμοποίηση και συντήρηση τών θεσμών και τών μηχανισμών τους.

Ενώ είναι γνωστές οι θέσεις ορισμένων ποιητών πάνω στο θέμα «Πολυτεχνείο», κατά τής επαίσχυντης παραποίησης μιας γνήσιας επαναστατικής πράξης που «κρατικοποιείται» και καταντάει «εθνική επέτειος», εμφανίζεται στις προθήκες τών βιβλιοπωλείων και κυκλοφορεί ένα πολυτελέστατο – και πανάκριβο – λεύκωμα σαν καταστόλιστος δίσκος γραφείου κηδειών, όπου καταχωρούνται στίχοι (άσχετοι φυσικά προς οποιαδήποτε θεματογραφία τού «πολυτεχνείου»)  κ α ι  αυτών τών ποιητών, με τά ονόματά τους, χωρίς καμμιά προηγούμενη άδειά τους και χωρίς καν να ερωτηθούν, έτσι που δημιουργείται η εντύπωση ότι μετέχουν κι αυτοί (σε κραυγαλέα αντίθεση προς τίς θέσεις τους), σ’ αυτή τήν επίσημη τελετή που διαστρέφει τήν ουσία τής εξέγερσης στο αντίθετό της.

Τό θέμα, φυσικά, δεν έχει σημασία από τήν άποψη τών εντυπώσεων αλλά ως έκφραση τού πνευματικού imperium. Οι υπεύθυνοι τής έκδοσης τού λευκώματος ξέρουν πολύ καλά ότι ορισμένοι ποιητές και ορισμένα έργα, απ’ όπου σταχυολόγησαν στίχους, δεν μπορούν να συμβιβαστούν με παρόμοια καμώματα. Λειτούργησαν όμως και ενήργησαν αναγκαστικά, και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε προθέσεις, κάτω από τή νομοτέλεια τής περιοχής τους.

Παρόμοιες εκδόσεις εντάσσονται στα πλαίσια τής διαμάχης μεταξύ ελαφράς φιλολογίας (επιθεώρηση, λαϊκός περιοδικός τύπος) και τής «σοβαρής τέχνης» (ποιητές τής καριέρας, σεναριογράφοι, θεατρογράφοι, λιμπρετίστες κ.λπ.) για τή διανομή τών κερδών τής – νομιμοποιημένης πια απ’ όλους – καπηλείας τού Πολυτεχνείου. Είδαμε με πόση μανία και πανικό οι εκπρόσωποι τής σοβαρής τέχνης αντέδρασαν κατά τής δραστήριας επιθεωρησιακής εκμετάλλευσης, αιφνιδιασμένοι γιατί αυτοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να διαθέσουν στην αγορά τά (προχρονολογημένα συνήθως στις περιπτώσεις αυτές…) έργα τους.

Αυτό όμως που περισσότερο ενδιαφέρει, είναι ότι τό λεύκωμα αποτελεί μιαν ακόμη προκλητική επίδειξη ισχύος τών εκπροσώπων τής κρατούσας σήμερα  ποίησης  απέναντι  στην  αυθεντική  ποίηση,  έναν  αληθινό    π ν ε υ μ α τ ι κ ό    ι μ π ε ρ ι α λ ι σ μ ό. Γιατί σήμερα κρατούσα ποίηση δεν είναι πια η ποίηση τού Α ή Β ποιητή, αλλά η στιχουργία τών σοβαροφανών πολιτικών τραγουδιών και τά λιμπρέτα αντιστασιακών ορατορίων «προοδευτικών» ημιμουσουργών και ημιμουσικών. Η στιχουργία που, διαπράττοντας τίς πιο φρικαλέες παραποιήσεις, απομιμήσεις, λεηλασίες, διασκευές και κάθε είδους ανόσιες επιμειξίες σε βάρος ξένων   α υ θ ε ν τ ι κ ώ ν   ποιητικών κειμένων, και αλλοιώνοντας κι αυτή τή συχνά ποιητική ψυχή τών στιχοποιών, προσφέρει μια «ποίηση» εύπεπτη, κατάλληλη για μαζική κατανάλωση. Χρησιμοποιώντας ένα τοτεμικό βυζαντινο–αντιστασιακό λεξιλόγιο συναντά τήν ντρεσαρισμένη δεκτικότητα και ερεθίζει τήν ευνουχισμένη επαναστατικότητα ενός φιλότεχνου και κηδειόφιλου κοινού. Είμαστε στην εποχή που τό επαναστατικό κίνημα εκφυλίζεται σε «πολιτιστικό». Η   μ ε λ ο π ο ί η σ η   τ ή ς   ι δ ε ο λ ο γ ί α ς   προσδίδει σ’ αυτήν έναν εμβατηριακό (δηλαδή ακόμη πιο   υ π ο δ ο υ λ ω τ ι κ ό   για τίς μάζες) χαρακτήρα και αποτελεί επιστροφή στην πρωτόγονη αντίληψη για τήν επιτάχυνση τής πορείας τής ιστορίας με ρυθμικά παλαμάκια… Αυτή η στιχουργία, ακολουθώντας τόν δρόμο που άνοιξε η ελαφροσοβαρή μουσική, έχει εξασφαλίσει απόλυτη αυθαιρεσία απέναντι σε κάθε τί τό αυθεντικό και κατοχυρώνει όλο και ασφαλέστερα τά οικονομικά της οφέλη. Ξέρει πως τά αυθεντικά έργα δεν έχουν καμμιά προστασία – εκτός από τήν προστασία τού… να είναι άγνωστα… Τό τέρας που ονομάζεται «πνευματική ιδιοκτησία» (ιδιοκτησία και «πνευματική» γίνεται ; ) ελλοχεύει και θρέφεται μόνο στα γραφεία καλλιτεχνικών οργανισμών, εκδοτών, εταιρειών δίσκων και ταινιών κ.λπ. Τό έργο τέχνης δεν προστατεύεται παρά μόνο αφού γίνει εμπόρευμα, όπως δεν προστατεύεται και η προσωπικότητα τού καλλιτέχνη αλλά μόνο τό προσωπείο του. Αντίθετα, προστατεύεται και πολύ αποτελεσματικά μάλιστα, η κάθε εμπορικά επιτυχημένη παραποίηση αυθεντικών έργων, καθώς και ο παραχαράκτης τους από τυχόν άλλους επίδοξους σφετεριστές. Η συμφωνία αριθ. 40 τού Μότσαρτ δεν προστατεύεται, προστατεύεται όμως τό «χασάπικο 40».

Από τήν αυθεντικότητα ώς τόν κοινωνικό του μύθο ο καλλιτέχνης χάνει κάθε αυτοπροσδιορισμό. Χάνει συνήθως και τή μόνη ευκαιρία του, να στρέψει πίσω και να γίνει στήλη άλατος. Τά κριτήρια τού ετεροπροσδιορισμού του ήταν ανέκαθεν μπάσταρδα, κι όσοι τά χρησιμοποιούν είναι ακριβώς αυτοί που λιγότερο πιστεύουν σ’ αυτά. Γιατί βέβαια, ο Σαρτρ δεν είναι η άρνηση τού νόμπελ, ούτε ο Μπέκετ η αποδοχή του. Ο Σολωμός δεν είναι η δίκη του με τή μάνα του, ούτε ο Σεφέρης κι ο Νερούντα η διπλωματική τους ιδιότητα, ούτε ο Θεοδωράκης οι πολιτικές του δηλώσεις. Ο καλλιτέχνης δεν είναι όλα αυτά. Είναι   π α ρ’   ό λ α   α υ τ ά.  Αν εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται παρόμοια κριτήρια για τόν καλλιτέχνη (κριτήρια κοινωνικής, ερωτικής, πολιτικής συμπεριφοράς κ.λπ.) είναι για να εξασφαλίζεται η συνεχής κοινωνική επιτήρησή του, ο «κοινωνικός έλεγχος» και η παντοτινή υποδικία του. Και, βέβαια, σε περίπτωση δίκης, αυτή κερδίζεται πάντοτε από τήν πολιτεία, τήν εκκλησία και τό κόμμα.

«Αγώνας για μια χαμένη υπόθεση…» χαρακτηρίζεται η εκδοχή να υπάρχει κανείς έξω από τίς θεσμοποιημένες λειτουργίες τής πνευματικής πραγματικότητας και γενικά έξω από τήν «περιοχή τού πνεύματος» που είναι τό πνεύμα οργανωμένο σε imperium. Μετά από αιώνες ανθρώπινης δουλείας έχουμε κάπως καταλάβει τή σημασία τής θρησκευτικής εξουσίας και τής πολιτικής εξουσίας,  δεν  έχουμε  όμως  ακόμη  συλλάβει τή  φρίκη  τής  π ν ε υ μ α τ ι  κ ή ς   ε ξ ο υ σ ί α ς,  παρόλο που θα ’πρεπε να μάς είχαν υποψιάσει καθιερωμένοι πια όροι που χρόνια τώρα φιδοσέρνονται ανάμεσά μας, όπως π.χ. «πνευματική   η γ ε σ ί α», «χώρος τού πνεύματος και τής τέχνης» κ.λπ.

Αυτή η «χαμένη υπόθεση» είναι πολύ παλιά, όσο και η περιπέτεια τού ανθρώπου. Δεν μιλώ για λογαριασμό άλλων, συλλογίζομαι όμως πόσοι και πόσοι άνθρωποι, αρνούμενοι αυτόν τόν θεσμικό χώρο (στρατώνα – αγορά) τού πνεύματος και τής τέχνης, αμφισβητώντας κάθε αυθεντία και προπαντός τήν αυθεντία τού εαυτού τους, χωρίς να επιβάλλει ο ένας στον άλλον τά κριτήριά του, χωρίς επιταγές πίστεως, συνομιλούν και συζητούν τήν έγνοια τους για μιαν άλλη εκδοχή τής ανθρώπινης ουσίας στη διερεύνηση τής σχέσης ελευθερίας και τέχνης. Είναι φυσικό οι άνθρωποι αυτοί να μην κατέχουν θέσεις στο πνευματικό imperium και να μην είναι «εισηγμένοι» στο χρηματιστήριο τών πνευματικών αξιών. Αυτό ακριβώς είναι όμως που δεν ανέχεται η αγορά τού πνεύματος.

«Κάποιος επιτέλους πρέπει να μιλήσει για τόν ποιητή Ρ… Χρόνια κυκλοφορεί ανάμεσά μας προσφέροντας πολύτιμες καταθέσεις, τεκμήρια αδιάσειστα τής πολύπλευρης ευαισθησίας του… κ.λπ κ.λπ.». Έτσι ακριβώς αρχίζει μια κριτική σε σύγχρονο περιοδικό. Πρόκειται για   τ υ π ι κ ή   κριτική αντιμετώπιση ποιητή εκτός αγοράς. Δεν χρειάζεται καμμιά υπογράμμιση για να διακρίνει κανείς τό τυπικό λεκτικό («κυκλοφορεί»… «πολύτιμες καταθέσεις»…) τής κρατούσας πνευματικής νοοτροπίας, που όχι μόνο αποδέχεται τήν πνευματική αγορά ως   α γ ο ρ ά   αλλά και θεωρεί αυτονόητο και αναγκαίο τόν χαρακτήρα της αυτόν. Πρέπει λοιπόν να γίνεται λόγος για τόν Α ή Β ποιητή. Και γιατί «πρέπει» ; Πρέπει, διότι : οι ποιητές είναι οι αναγκαστικοί καταθέτες τού ψυχικού αργυρίου τους. Δεν έχουν δικαίωμα στη σιωπή ή τή μοναξιά – άλλωστε θα τούς καταβληθούν οι τόκοι τους… Τό αντίθετο θα διατάρασσε τήν ομαλή λειτουργία τού συστήματος. Πρέπει, διότι : στο σύστημα αξιών είναι απαραίτητη η αξιολόγηση. Υπάρχει ανάγκη για «μεγάλους» και «μικρούς» ποιητές, για «εθνικούς ποιητές» ή για maudits. Κι ακόμη, πρέπει διότι : ο πολιτισμός μας «θέλει να ζήσει και θα ζήσει» και η τέχνη να βαδίσει τά μεγάλα ιστορικά πεπρωμένα της…

Δεν αμφισβητώ σε κανέναν τό δικαίωμα να μιλάει για τούς άλλους. Όποιος όμως μιλάει ενταγμένος στο πνευματικό imperium δεν μπορεί να αποφύγει ούτε τήν παραποίηση τών άλλων ούτε τήν παραποίηση τού εαυτού του. Γιατί προσπαθεί να επεκτείνει σε άλλους τή νομοτέλεια τής δικής του περιοχής. Τό αποτέλεσμα θα είναι πάντα να καταλήξει σ’ ένα λιβανωτό κανόνων πίστεως, σε συνθηματολογία για μιαν ολοκληρωτική και αυτάρεσκη υποταγή και πρόσδεση τής ουσίας τού ανθρώπου στην αναγκαιότητα, υποταγή που υποτίθεται (σύμφωνα με κομψούς διαλεκτικούς κομφορμισμούς) ότι άγει στην κατάλυσή της.

Αλλά επιτέλους πια: Δ ε ν   υ π ά ρ χ ε ι   α ν α γ κ α ι ό τ η τ α   π ο υ   ν α   κ α τ α λ ύ ε ι   τ ή ν   α ν α γ κ α ι ό τ η τ α.

Είναι θλιβερό να μιλάει κανείς για έγνοιες που τού είναι ξένες. Καιρός να μιλήσουμε για ό,τι έχει απομείνει δικό μας, μοναξιές στο πέλαγος, χωρίς επικοινωνία με παράκτιους σταθμούς, χωρίς να παίρνουμε απ’ αυτούς τό στίγμα μας, χωρίς αναφορές στην «πνευματική επικράτεια».

Θα προβληθεί σίγουρα η αντίρρηση πως, είτε τό θέλει κανείς είτε όχι, η όποια στάση του «σε τελευταία ανάλυση» δεν είναι κι αυτή παρά συμμετοχή δηλαδή ένταξη στο πνευματικό imperium. Είναι πασίγνωστη αυτή η στοργική παρατήρηση. Αλλά   δ ε ν   ενδιαφέρει η «τελευταία ανάλυση». Αν αδειάσει ο άνθρωπος απ’ τίς αντινομίες του, τή μοναξιά του και τόν καημό τής ελευθερίας, δεν απομένει παρά ένα σκιάχτρο. Η «τελευταία ανάλυση» είναι δόγμα τής ανελευθερίας, ολοκληρωτισμός, είναι πυρηνική σχάση, θάλαμος αερίων, απόλυτη απανθρωπία. Ενδιαφέρει τό δικαίωμα της αντινομίας, να υπάρχουμε και να μην υπάρχουμε. Ενδιαφέρει τό δικαίωμα να μη μετατρέψουμε τό προσωπικό μας χάος σε τάξη, αναγνωρίζοντας τό ίδιο δικαίωμα σ’ όλους τούς ανθρώπους – και αυτό δεν είναι ίσως και τόσο μάταιο…

 

πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 5 (1975)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

{ θα συνεχιστεί }

 

 

8 Μαρτίου 2014

ματωμένα βιβλία, υποκριτικές κατά συρροή

 

  

 

  

   είμαι κατά τών φόνων κι είμαι κατά τής βίας : κι είμαι κατά τής υποκρισίας εκείνων που τούς αρέσουν τά παραπάνω φτάνει να επωφελούνται οι ίδιοι απ’ αυτά, αλλά όταν επωφελούνται κι οι εχθροί τους διαμαρτύρονται : διαμαρτύρονται δηλαδή ότι οι εχθροί τους είναι ανήθικοι και μάλιστα και τρομοκράτες : εμένα μέ τρομοκρατούν όλ’ αυτά – και μάλιστα τό παιχνίδι ειδικά με τίς λέξεις μέ τρομοκρατεί κατεξοχήν

   τό παιχνίδι με τίς λέξεις είναι κατεξοχήν τρομοκρατικό γιατί πάει να μέ τουμπάρει ότι είναι ακίνδυνο, ενώ είναι δολοφονικό γιατί καταδικάζει και αθωώνει : αυτό καταδικάζει και αθωώνει : ως βασικό στοιχείο τού παιχνιδιού με τή βία και τούς φόνους έχουμε δηλαδή πάντα τίς λέξεις : δεν καταδικάζουμε κανέναν αν δεν τόν περιτυλίξουμε πρώτα με τίς κατάλληλες λέξεις : τό ίδιο πράγμα άλλοτε είναι φόνος κι άλλοτε δεν είναι δηλαδή : εμείς οι ίδιοι, καθόλα λογικοί, άλλα τά λέμε φόνους κι άλλα τά λέμε εργατικό δίκαιο – άλλα τά λέμε φόνους κι άλλα τά λέμε καπιταλισμό – άλλα τά λέμε φόνους κι άλλα τά λέμε πατριαρχία ή οικογένεια, θρησκεία ή χριστιανισμό ή δωδεκάθεο – : όταν τό κοριτσάκι και η γυναίκα ξεφορτωθούν τό νεογέννητο που δεν θέλησαν ποτέ να γεννήσουν είναι μήδειες φόνισσες και τέρατα – όταν ο μαλάκας εγκαταλείπει ένα κοριτσάκι έγκυο και τό σκάει είναι άντρας και φοράει παντελόνια : όταν ο άλλος μαλάκας σκοτώνει μωρά στον πόλεμο δεν είναι ούτε τέρας ούτε φονιάς ούτε μήδειος (ναι), είναι πατριώτης στην χειρότερη περίπτωση, και στην καλύτερη «χαζός που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, τόν πήρανε στρατιώτη τόν κακομοίρη» : όταν ο πάτερ φαμίλιας διδάξει στον γιο του ότι είναι καλό πράγμα η πατρίδα και ο στρατός που τήν περιφρουρεί, αυτό λέγεται πατρική συμβουλή (και οικογενειακός προσανατολισμός) – όταν ο ναυτικός σκοτώσει τήν πουτάνα στο λιμάνι (ή τή γυναίκα του και τήν κόρη του στο σπίτι : επειδή τόν απατήσανε ή γαμηθήκανε γενικώς) αυτό λέγεται η απελπισία κι η αμορφωσιά τής φτώχειας η κοινή λογική τής κοινωνίας ή ο βρασμός ψυχής τών αντρών : εγκλήματα τιμής είν’ αυτά : κι όταν ο εφοπλιστής αυγατίζει τήν περιουσία του φουντάροντας καράβια αύτανδρα (ή απλώς βάζοντας τούς ναυτικούς να δουλεύουν σα σκλάβοι για πάρτη του) αυτό λέγεται επιχειρηματικότητα και απλώς καπιταλισμός : όταν ο βιομήχανος έχει σκλάβους που αυγατίζουν τήν περιουσία του, και κάποιοι απ’ αυτούς σκοτώνονται σε εργατικά ατυχήματα (γιατί είναι και αγνώμων στους ανθρώπους που τόν τρέφουν και δεν φροντίζει να πληρώσει κάτι παραπάνω για τήν ασφάλειά τους), αυτό λέγεται απλώς καπιταλισμός : που είναι τό μόνο λογικό σύστημα και έχει τήν τάση να καταπίνει αμάσητες και τίς κρίσεις του – και όταν ο εφοπλιστής σκοτώνει τή γυναίκα του στις κλωτσιές αυτό λέγεται επίσης ότι ο τύπος αυτός είναι λιγάκι νευρικός άνθρωπος

   εμένα λοιπόν μέ τρομοκρατεί ο διάχυτος φόνος η διάχυτη βία ο διάχυτος πόλεμος – και η διάχυτη κοινή λογική που τά θεωρεί όλ’ αυτά φυσικά, φτάνει να μη στραφεί κανένα μπιστόλι ή μαχαίρι κατά λάθος ή εξεπίτηδες εναντίον της : και εμένα μ’ αρέσει επίσης πολύ η ιστορία : μ’ αρέσει να τά βλέπω όλα δηλαδή κατά καιρούς (όταν έχω καιρό) από μακριά, σαν να γίνανε όλα πριν από δυο χιλιάδες χρόνια :

   είμαι λοιπόν μια αρειανή δηλαδή που κοιτάει τόν πλανήτη από μακριά : τά βράδια κάνει ένα ταχύτατο ζάπινγκ σε ό,τι παίζουνε αυτά τά κουτιά με τά οποία αποκοιμίζονται (όλη μέρα, όλη τους τή ζωή) οι σκλάβοι (ο πλανήτης αυτός έχει 99% σκλάβους – μυστήρια πράγματα υπάρχουν στους γαλαξίες : ) λοιπόν αποκοιμίζονται με αίματα, αίματα συνεχώς και παντού : αίματα για να μην τούς ενοχλούν τά αίματα : αίματα για να θεωρούν κανονικά τά αίματα τά δικά τους τής γειτόνισας και τού γείτονα : αίματα για να θεωρήσουν κανονικά τά αίματα που θα δουν μετά για δυο ώρες στις ειδήσεις : και έτσι λοιπόν αποκοιμίζονται με φόνους : φόνους για να νομίζουν ότι ο φόνος γίνεται με τό μαχαίρι και να μην καταλάβουν ότι έχουν οι ίδιοι δολοφονηθεί από ιδέες κι από λέξεις (και από τήν ηθική και από τή μεταφυσική και από τήν ανάγκη) : αίματα για να νομίζουν ότι οι ίδιοι είναι αναίμακτοι : αίματα με τίς λέξεις για να νομίζουν ότι οι λέξεις είναι αναίμακτες κι αθώες και άσπιλες : αίματα με βιβλία για να μη διαβάσουν ποτέ βιβλία που θα τούς δείξουν τά αίματα που κάποτε προσπάθησαν να τούς ελευθερώσουν : και αίματα με τό μυαλό για να μη βάλουν ποτέ τό μυαλό τους να δουλέψει, και αίματα με τά μάτια για να μη δουν ποτέ, και ποτέ να μη νιώσουν

   κάνω λοιπόν συχνά ζάπινγκ στην ιστορία αυτών τών σκλάβων : όλα κόκκινα και βαμμένα με αίμα – σε σπάνια (πολύ μικρά, λιλιπούτεια) διαστήματα βλέπω και κάτι άλλα χρώματα, κάτι μικρές λάμψεις γαλαζωπές ξεκούραστες από ανθρώπους που είχαν προς στιγμήν και κάτι άλλο στο μυαλουδάκι τους (αυτός ο πλανήτης έχει μικρό μυαλό), κάτι μικρές λάμψεις γαλαζωπές ή και χρυσαφιές ξεκούραστες (που μού θυμίζουν για λίγο τόν δικό μου πλανήτη) λάμψεις γαλήνιες γαλαζωπές και χρώματα που προσπάθησαν να ψελλίσουν δυο λέξεις αλλιώς, τό χρώμα γύρω είναι αλλιώτικο (μού ξεκουράζει τά μάτια) (αυτός ο πλανήτης λέγεται γαλάζιος, κι ακόμα δεν έχουνε καταλάβει ότι τό αίμα τους είναι μπλε – ούτε τίς φλέβες στο χέρι τους δεν έχουν καταφέρει να κοιτάξουν οι δύστυχοι – δεν έχουν καταλάβει ότι τό αίμα τους είναι μπλε – κι ας είναι κάτι επιστήμονες (έτσι τούς λένε, μολονότι κι αυτοί σκλάβοι είναι) που τούς τσαμπουνάνε ότι τό χρώμα που βγάζει ζέστη είναι τό μπλε, κι όχι τό κόκκινο όπως νομίζουνε – ο πλανήτης είναι μπλε, τό αίμα όταν είναι ζωντανό (μέσα τους, και ζεστό) είναι μπλε – κοκκινίζει όταν παγώσει και νεκρωθεί (και βγει απέξω και πλημμυρίσει και χυθεί) – όλοι έχουν γαλάζιο αίμα οι βλάκες και δεν τό ξέρουνε : απλώς είναι πολύ λίγοι αυτοί που δεν τούς χύνεται γιατί δεν τούς αγγίζει κανείς (κι έτσι μένει πάντα γαλάζιο μέχρι να πεθάνουνε και να πάνε στην κόλαση (η κόλαση είναι γεμάτη πρίγκηπες, κόλαση λένε αυτοί τό μέρος που εμείς λέμε σκουπιδιάρικο και καίμε τά σκουπίδια για να μη μολύνουν και τόν υπόλοιπο κόσμο)) : οι άλλοι λοιπόν φτύνουν αίμα όλη μέρα, και τό αίμα τους είναι τριγύρω παντού κι έχουν συνηθίσει να τό βλέπουν νεκρό παγωμένο και κόκκινο)

   καμιά φορά βλέπω και μερικούς που προσπάθησαν να ψελλίσουν δυο λέξεις αλλιώς – καμιά φορά, λίγες φορές, ξεσήκωσαν κι άλλους – λέω, νά που υπάρχουν κι έξυπνοι σκλάβοι – κι ύστερα τούς βλέπω να πνίγονται κι αυτοί στα κόκκινα : κι έτσι ξαναρχίζει τό κόκκινο και τό αίμα πάλι τρέχει και μέ πνίγει, και τό συχαίνομαι αυτό τό πράμα : αυτό τό χρώμα μού θυμίζει εκείνους τούς πλανήτες τούς παγωμένους : παγωνιά και πόνος που δεν υποφέρεται : αλλά και πυρές φωτιές φλόγες εξίσου άφλογες και παγωμένες : τό ζάπινγκ να σού πω τήν αλήθεια είναι αφόρητο, μ’ ενοχλεί εξαιρετικά, κι ύστερα μ’ ενοχλεί κι η κοροϊδία σα συνδυάζει χρώματα με ήχους (περίεργη σχέση έχουνε με τίς λέξεις αυτοί οι άνθρωποι, άπαξ κι οι λέξεις λένε κάτι κοντά σ’ αυτό που συμβαίνει τίς σκεπάζουν με μαύρο) (άλλο χρώμα κι αυτό πολύ διαδεδομένο πολύ εκεί ανάμεσα) : είναι λίγες, πολύ λίγες οι διαμαρτυρίες σ’ αυτόν τόν πλανήτη και με λέξεις και με τρεξίματα και με σκουντουφλιές και με γροθιές (και με δρεπάνια καμιά φορά (κάτι αγρότες εκεί σ’ αυτό που τό λένε προϊστορία – κάτι λέξεις που βρίσκουν – πάντα να συνδυάζουν τίς λέξεις με τίς αμαρτίες τους)) (εξεγέρσεις τίς λένε κανονικά (ή επανάσταση) αλλά δεν τίς αγαπάνε τίς λέξεις και τίς φοβώνται, κουκουλώνονται με τήν κουβέρτα τους μόλις τίς πεις να τά βλέπουνε όλα μαύρα) αίμα λοιπόν, πολύ αίμα : εναντίον τού ελάχιστου αίματος που ζητούσαν οι ξυπόλητοι να χυθεί για να φύγουν οι πρίγκηπες, να γίνουνε πρίγκηπες όλοι : αυτοί τού ενενηνταεννιά (τοίς εκατό) που θέλαν να ζήσουνε γαλάζια και γαλήνια, και κυρίως εκείνα τά αξιολύπητα τού άλλου γένους, τού φύλου, πώς τά λέγανε – αυτά δεν χύσαν μόνο αίμα χύσαν και φωτιά, τά πνίξανε τά εξαφανίσανε, τά αλλάξανε, τά κάψανε – και τώρα κάνουν ότι δεν τά ξέρουν, τούς αφιερώνουν μια μέρα

   γενικά κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα όλοι : μόνο οι πρίγκηπες καταλαβαίνουν τό συμφέρον τους σ’ αυτό τό χαζό μέρος

   ύστερα μ’ αρέσει να μπαίνω στο αυτί μιανής που όλο γράφει και που δεν καταλαβαίνει κανείς τί λέει γιατί λέει διάφορα παλαβά : αυτό τό είδος υπάρχει από παλιά και λέγεται παλαβοί : μπαίνω στ’ αυτί της και τήν ακούω, δηλαδή ακούω τί σκέφτεται που βγαίνει μετά από τ’ αυτί της και, επειδή είναι παλαβή, μπαίνει μετά και στο στόμα της και τά λέει και δυνατά : εχτές μού είπε (δηλαδή δεν τά είπε σ’ εμένα, αλλά τήν άκουσα και τήν έγραψα από μέσα μου κι έπειτα πήγα στον πλανήτη μας και τά ’βαλα να τήν ακούσει κι ένας από τούς φίλους μου (κι ένας απ’ τούς εικοσιπέντε εραστές μου) που αυτός ξέρει τή γλώσσα της (αυτός ξέρει τή γλώσσα γιατί ασχολείται ειδικά με τίς ξένες γλώσσες, τών πλανητών εκείνων που είναι αδύναμοι κι έχουνε γλώσσες εύκολες, και τίς γράφουν και με πολύ πρωτόγονο τρόπο σαν άγριοι πάνω σε κάτι βαριές πλάκες χαρτιά – κι έχουνε κάτι γλώσσες που μόλις διαβάσεις τήν πρώτη λέξη καταλαβαίνεις μετά τή συνέχεια) : λοιπόν αυτή έβριζε, αρχικά έβριζε μόνο, κι έλεγε ότι όταν όλα ήταν ζόρικα κανείς δεν έκανε τέτοια, και μόνο ένας που πήγε να δολοφονήσει τόν αρχιδολοφόνο, τού χύσαν τό αίμα του ρυάκι, αλλά αυτοί τώρα δολοφονούνε εκ τού ασφαλούς γιατί δεν πρόκειται να περάσουν βασανιστήρια, και μια γυναίκα που πέρασε βασανιστήρια τής είπε ότι τότε που τήν βασάνιζαν οι δολοφόνοι αν είχε μπιστόλι θα τούς δολοφονούσε η ίδια, αλλά μετά δεν είχε νόημα, και ήταν σα να πυροβολείς μόνο πτώματα – λοιπόν είναι χαζοί κι έχουν και χαζό όνομα (λέει) διότι σφετερίζονται τή δράση άλλων που έγινε όταν τά πράγματα ήταν ζόρικα και κινδύνευε ο κόσμος με βασανιστήρια, ενώ αυτοί δεν κινδυνέψαν με βασανιστήρια και τό ξέρουνε και δεν λέγεται έτσι αυτό «εικοσιεφτά οκτώβρη», μπαίνει άρθρο ανάμεσα και λέγεται «εικοσιεφτά τού οκτώβρη» η ζωντανή μας γλώσσα εμάς (λέει) γουστάρει τά άρθρα, γουστάρει πολύ τά άρθρα, τά λέει και τά ξαναλέει, κι εκεί έλεγε συνέχεια κάτι τέτοια, αλλά αυτοί μιμήθηκαν από τήν αρχή τά νεκρά τά πεθαμένα και τή γλώσσα τών κομμάτων που ήταν νεκρά και πεθαμένα, και που θέλαν δήθεν να δείξουν ότι μιλάνε δήθεν τή γλώσσα τή ζωντανή χωρίς να μπορούν να τή φανταστούνε κιόλας ποτέ και μεταφράζοντας μόνο από μια γλώσσα νεκρή και πεθαμένη, διότι όταν μιλάς τή γλώσσα σου ζωντανή βάζεις και άρθρο ανάμεσα – όμως από τήν άλλη δεν μπορεί (λέει) και να υποφέρει και τήν υποκρισία τής ιστορίας (μού λέει) (τούς λέει εκεινών δηλαδή, εμένα δεν μέ ξέρει, ούτε μ’ έχει δει ποτέ η κακομοίρα – ούτε και θα μέ δει – είμαστε για τόν χαζό πλανήτη αόρατοι – ) δεν μπορώ να υποφέρω λοιπόν και τήν υποκρισία τής ιστορίας λέει και εκνευρίζομαι γιατί αυτοί σκοτώσαν είκοσι ανθρώπους και θα περάσουν όλη τους τή ζωή στη φυλακή ενώ οι άλλοι που σκοτώνουνε χιλιάδες κάθε μέρα (γιατί όποιος δουλεύει σκλάβος τους στα εργοστάσιά τους, στην οικογένειά τους, στην πατρίδα τους, στα στρατά τους, στα σκατά τους, είναι κάθε ξημέρωμα κι απ’ τήν αρχή ξανά νεκρός) ενώ αυτοί ζούνε και βασιλεύουν και θα ζουν όσο ζήσουν αθώοι και ελεύθεροι και με πισίνες – και να σκοτώνουνε και τίς γυναίκες τους στο ξύλο λέει άμα λάχει και τούς τή δώσει να πούμε, ή ξυπνήσουνε στραβά ή δεν τούς σηκώνεται να πούμε, και μετά οι κληρονόμοι τους πάλι τά ίδια –  και θα πάει έτσι συνέχεια στους αιώνες τών αιώνων αμήν

   γιατί ο μεγαλύτερος φόνος δεν είναι η κατάργηση τού σώματος αλλά η κατάργηση τής θέλησής του, και πάνω απ’ όλα η κατάργηση τού χρόνου, γιατί ενώ η κατάργηση τού σώματος τελειώνει σε δύο λεπτά, η κατάργηση τής θέλησης κρατάει μια ζωή, και η κατάργηση τού χρόνου γίνεται για να επαυξηθεί ο χρόνος τού άλλου που νομίζει ότι είναι εξυπνότερος επειδή έχει τά λεφτά, γι’ αυτό μη μού μιλάτε εμένα για φόνους, ζείτε σ’ ένα σύστημα φονικών, όπου ο φόνος τού δολοφόνου είναι και ο μόνος που τιμωρείται : τώρα, αν υπάρχουν και μερικοί που νομίζουν ότι σκοτώνοντας τούς δολοφόνους κάτι κάνουνε, αυτοί είναι αφελείς και σίγουρα αμόρφωτοι, και τό πληρώνουνε πάντα, γιατί ποτέ οι φόνοι δεν ήταν τρόπος να καταργηθούν οι φόνοι, και σε άλλες μεριές τού γαλαξία αυτό τό μάθημα θα τό μαθαίναν αμέσως και τουλάχιστον δεν θα χρειάζονταν σαράντα χιλιάδες χρόνια για να τό καταλάβουν : γιατί σε άλλες μεριές τού γαλαξία τό εμπέδωσαν, ότι ο μόνος τρόπος για να καταργηθούν οι φόνοι είναι να καταργηθεί τό μυαλό τού δολοφόνου, κι αυτό τό μυαλό δεν καταργείται παρά μόνο με θέληση και με χρόνο, αλλά γι’ αυτό δεν χρειάζονται και σαράντα χιλιάδες χρόνια για να τό θελήσεις – και να ’χεις τόν χρόνο για να τό καταλάβεις

  

 

 

 

lewis hine (λεπτομέρεια από φωτογραφία)

 

 

 

 

  

Επόμενη σελίδα: »

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: