καθόμουνα σ’ ένα καφενείο που στο μπαρ του βάζει ωραία μουσική κυρίως πριν αρχίσει η φασαρία τό βράδυ, και πίνοντας έναν καφέ στα ενδιάμεσα κάτι τρεξιμάτων διάβαζα τό τελευταίο τεύχος τού new york review of books που είχε ένα άρθρο για τόν σενέκα, και πάνω κει μού ήρθαν κάτι σκέψεις, και λέω να τίς ανακοινώσω
εγώ δεν χωνεύω τούς στωικούς, διότι δεν μ’ αρέσει η φιλοσοφία τους, και εκνευρίζομαι που συνηθίζουν να τούς αναφέρουν μαζί με τούς επικούρειους (εξαφανίζοντας με τόν τρόπο αυτόν, υπούλως, τόν επίκουρο – πράγμα συνηθισμένο, και όχι μόνο στα ελληνικά (προσφάτως κάτι έβλεπα κάπου για τόν λουκρήτιο (κάποια αγγλική μετάφραση ίσως, δεν θυμάμαι) και δεν πήρε τό μάτι μου ούτε μία γραμμή για τόν επίκουρο – ενώ ο συμπαθέστατος ρωμαίος απλώς μετέφερε – όπως είναι βέβαια γνωστό – (μετέφερε εντέχνως και πολύ ωραία) στα λατινικά τή φιλοσοφία τού δασκάλου του))
εν πάση περιπτώσει στα διάφορα συμπιλήματα φιλοσοφίας ή τά εγκυκλοπαιδικά τοιαύτα, αν κοιτάξεις τά κεφάλαια, όλα σχεδόν χωρίς εξαίρεση αναφέρουν τόν κλάδο «στωικοί και επικούρειοι» (και μ’ αυτήν τή σειρά) και βάζοντάς τους και τούς δύο μαζί στα περιεχόμενα (χωριστά δηλαδή από τούς «προσωκρατικούς» και χωριστά κι από τά (θεωρούμενα) θηρία, τόν πλάτωνα και τόν αριστοτέλη – τούς οποίους επίσης δεν τούς χωνεύω (τόν πρώτο μάλιστα καθόλου))
θα μού πεις, τί μάς ενδιαφέρουν εμάς (εσένα δηλαδή) αυτά : δεν λέω ότι ενδιαφέρουν κανέναν, τή γνώμη μου λέω
και τή λέω τή γνώμη μου με αφορμή τόν σενέκα για τόν οποίον είπαμε διάβαζα στο καφενείο, διότι απ’ όλους τούς στωικούς αυτός είναι ο μόνος που συμπαθώ
να σημειώσω ότι δεν τόν συμπαθώ για τίς φιλοσοφικές του πραγματείες, αλλά για τό θέατρό του, δηλαδή τίς αντιγραμμένες απ’ τά ελληνικά τραγωδίες του
τίς οποίες, επίσης όπως και τίς διατριβές του, δεν τίς έχω βεβαίως μελετήσει, όμως τό θέατρό του μ’ αρέσει περισσότερο από τίς διατριβές του για έναν πολύ συγκεκριμένο λόγο
(εδώ πρέπει να πω, μέσα σε παρένθεση, πως έχω τήν (αμετακίνητη πλέον, μετά από χρόνια πολλά στριφογυρίσματος) άποψη ότι σαν άνθρωποι τού δυτικού πολιτισμού, έχουμε αποκλειστικά σχέση με τούς ρωμαίους και όχι με τούς έλληνες : και τό ίδιο συμβαίνει και στην υπόλοιπη ευρώπη (και τήν αμερική) : η αρχαϊκή ελλάδα δηλαδή και ο εξαυτής «κλασικός» πολιτισμός δομήθηκε πάνω σε καταστάσεις που μάς είναι πλέον εντελώς άγνωστες – ψήγματά του ανασκάπτουμε μόνο, διαβάζοντας κάποια κείμενα ή βλέποντας κάποια γλυπτά και λοιπά έργα τέχνης – γι’ αυτό και μερικές μορφές αυτής ακριβώς τής τέχνης μάς είναι περίπου ακατανόητες (οι «βάκχες» π.χ., ή ακόμα και η «μήδεια» ή η «φαίδρα» – δεν είναι σύμπτωση ότι μιλάω για έργα τού ευριπίδη κυρίως : άλλωστε αυτός είναι που παρεξηγήθηκε κατεξοχήν, μέχρι ακόμα και στην προσωπική του ζωή)
για να μην πω τίποτα τώρα για τά κυκλαδικά ειδώλια, και τό τί αρλούμπες λέγονται γι’ αυτά, και τό παρατραβήξω και χάσουμε τόν ειρμό
αλλά ακόμα κι ο όμηρος θέλω να πω, μάς είναι εν πολλοίς ακατανόητος – και είναι προς τιμήν τού πλάτωνα που εκείνος τόν κατάλαβε τόσο καλά, ώστε να τόν αντιπαθήσει σφόδρα (παρέα με τήν αντιπάθειά του για τίς τραγωδίες – ιδιαίτερα φαντάζομαι τού ευριπίδη)
όμως αυτά, για να τά κάνω λιανά θα πρέπει να γράψω ένα βιβλίο που δεν τό ’χω γράψει ακόμα, και συνεπώς δεν περιμένω να είμαι ιδιαίτερα πειστική – τό μόνο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να πω εντελώς περιληπτικά πως η αρχαϊκή εποχή, όντας βεβαίως η εποχή τής θριαμβευτικής νίκης τών φοβισμένων και εκδικητικών αντρών επί τών λυσσασμένων και μαινάδων γυναικών, είναι ακόμα πολύ κοντά εντούτοις σ’ αυτόν τόν γυναικείο ερωτισμό, αυτόν ακριβώς που η καταστολή του (μόνο) έχει φτάσει ώς εμάς – με κυριότερο (και ενδοξότερο) έργο της (τής καταστολής) ακριβώς τήν τραγωδία : μην ξεχνάμε ότι όλ’ αυτά ξεκίνησαν με τήν εφεύρεση ενός νέου θεού που προσπάθησε να συμβιβάσει τά ασυμβίβαστα : ήταν άντρας που γεννήθηκε από άντρα και όμως ντυνόταν χτενιζόταν και συμπεριφερόταν σα γυναίκα, τίς γυναίκες υπερασπιζόταν καθώς οι βάκχες κι οι μαινάδες ήταν οι υπερασπιστές του (τουτέστιν εικόνες γυναικών από τήν προ πατριαρχίας εποχή) και ο διόνυσος λειτούργησε αποτελεσματικά έτσι, σαν αποενοχοποιητικό άλλοθι, ώστε να μετατρέψει τήν καταστολή τού γυναικείου ερωτισμού στο ενδοξότερο επίτευγμα τής πατριαρχίας που ενέσκηψε, βλοσυρή και εκδικητική : τή δημιουργία τής τραγωδίας
έτσι η φάση τής γυναικείας ελευθερίας που προηγήθηκε, κάτι αιώνες και ίσως και χιλιετίες πριν, είναι ζωντανή και παρούσα στην αρχαϊκή ελλάδα, ακριβώς μέσω τής λυσσασμένης άρνησής της – και αυτό είναι που δεν υπάρχει στη ρώμη : οι ρωμαίοι δεν έχουν δηλαδή τέτοια προβλήματα (ή τουλάχιστον δεν τά έχουν μ’ αυτήν τήν ένταση, που τά είχε ο ελλαδικός χώρος) : ανήκουν εξαρχής στην πατριαρχία, ο πουριτανισμός τους είναι διάχυτος σε όλην τους τήν κοινωνία, γι’ αυτό και οι γυναίκες κέρδισαν εκεί μεγαλύτερες θέσεις κι ελευθερίες – δεν θεωρούνταν πια σχεδόν καθόλου επικίνδυνες : κλείνει η παρένθεση)
εμείς λοιπόν είμαστε άνθρωποι τής ρώμης : και αυτό που μ’ αρέσει στον σενέκα είναι ότι τό πράμα αυτό αναδεικνύεται στις τραγωδίες του περίφημα : ο σενέκας παίρνει ένα κείμενο γεμάτο ειρωνικές αμφισημίες όπως τή μήδεια τού ευριπίδη, π.χ., και τό μετατρέπει σε θρίλερ και σε γκραν–γκινιόλ και σε γουέστερν : εκθέτει τά αίματα, εκθέτει τίς σφαγές, εκθέτει τό μίσος – όλα επί σκηνής – δεν έχει ενοχές, δεν καταλαβαίνει καν γιατί πρέπει να κρύψει οτιδήποτε – δεν καταλαβαίνει καν, θα έλεγε ένας κλασικός αθηναίος, περί τίνος ομιλεί :
κι έτσι ο σενέκας είναι, με λίγα λόγια, απολύτως σημερινός, μ’ ένα τρόπο (για μάς ακριβώς σήμερα) απλό και κατανοητό
και τώρα εγώ προσπαθώ να θυμηθώ γιατί έγραψα τά παραπάνω και απορώ : επειδή τά ’γραψα για να μιλήσω για μια μόνο λέξη, τήν αποκολοκύνθωση – και μιλώντας για τήν αποκολοκύνθωση να υποστηρίξω ότι, ενώ μάς είναι αδύνατο, τόσο εμάς όσο και τών άλλων δυτικών (και περισπούδαστων ελληνιστών μάλιστα), να καταλάβουμε όλοι μαζί τούς αρχαϊκούς, έχουμε μερικές φορές εμείς (ακόμα κι αν δεν είμαστε ούτε ελληνιστές, ούτε καν φιλόλογοι) κάτι περίεργα αβαντάζ στον ελλαδικό χώρο, λόγω γλώσσας :
τό άρθρο που διάβαζα για τή ζωή και τά έργα τού σενέκα που μεταφράστηκαν, (για πρώτη φορά όλα, όπως έμαθα, στην αγγλοσαξονική – κι όταν λέμε «όλα» εννοούμε και τά φιλοσοφικά και τά θεατρικά του μαζί, διότι επί έτη πολλά τά θεατρικά του τά θεωρούσαν κατώτερα και ανάξια τής φιλοσοφίας του, και πολύ τά περιγελούσαν) (στην νεοελληνική δεν νομίζω να έχουμε φτάσει καν σ’ αυτό τό σημείο) ήταν συμπαθέστατο και πολύ κατατοπιστικό
(παρένθεση δεύτερη : για τή ζωή τού σενέκα, και ιδιαίτερα τά παιδικά του χρόνια και τά χρόνια τής εφηβείας του και τών σπουδών του, δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα – ενώ αντίθετα έχουμε πληροφορίες για τήν καριέρα του δίπλα στον κλαύδιο και στον νέρωνα (που τότε μάλιστα έκανε και τά πολλά λεφτά – ο σενέκας) : καθώς όμως ήταν συνηθισμένο στους ρωμαίους τών ανώτερων τάξεων (ο σενέκας προερχόταν από ευγενή ρωμαίον τής ισπανίας, και ευγενή ισπανίδα (ήταν δηλαδή κατά μεγάλο μέρος ισπανός) (είχε μάλιστα γεννηθεί στην κόρδοβα (τί περίεργο)) και στη ρώμη πήγε (τόν κουβάλησε, όπως είπε, η θεία του στα χέρια της) όταν ήταν πέντε χρονών – όπως λοιπόν ήταν συνηθισμένο στους καθωσπρέπει μορφωμένους ρωμαίους, να μαθαίνουν ελληνικά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι κι αυτός είχε μάθει – πολύ περισσότερο για να διαβάσει και τίς τραγωδίες τους, και να κάνει πάνω κει τίς παραλλαγές του
η σχέση του με τούς αυτοκράτορες, που τού έτυχαν στη ζωή του, είχε σκαμπανεβάσματα – ο κλαύδιος παραλίγο να τόν δολοφονήσει – εξαιτίας τού μίσους που τού είχε (τού σενέκα) η γυναίκα του, τού κλαύδιου (η μεσσαλίνα) – τού έσωσε όμως (ο κλαύδιος) τή ζωή, απλώς εξορίζοντάς τον : από τήν άλλη, τόν όρισε δάσκαλο τού νέρωνα (μάλλον δηλαδή η δεύτερη γυναίκα του (τού κλαύδιου) η αγριππίνα, τό ’κανε αυτό, αλλά δεν πειράζει – μαθαίνουμε και τή δύναμη που μπορούσαν να έχουν οι αυτοκρατόρισσες στη ρώμη…) πράγμα που έκανε τόν σενέκα παντοδύναμο όταν ο νέρων ανέλαβε τά καθήκοντά του – κι όμως αυτό δεν εμπόδισε τόν νέρωνα όντως και αποτελεσματικά πλέον να τόν δολοφονήσει ( : στα ρωμαϊκά αυτό μεταφράζεται «να τόν αναγκάσει να αυτοκτονήσει»)
ο κακομοίρης ο σενέκας ήταν ένας διχασμένος άνθρωπος (και ποιος δεν είναι – αλλά αυτός παραήτανε) : με τόν θάνατο τού κλαύδιου ανέλαβε να γράψει τό (παραδοσιακά απαραίτητο) κείμενο τής «αποθέωσής» του, και τό ’γραψε – μάς παραδίδεται όμως και μία σάτιρα πάνω στο ίδιο θέμα, η οποία καθόλου δεν έχω καταλάβει αν ήτανε τό ίδιο τό κείμενο τής «αποθέωσης» ή ένα παράλληλο απόκρυφο κείμενο που με τό όνομα «αποκολοκύνθωση» έκανε σκόνη μετά θάνατον τόν καημένο τόν κλαύδιο – (εδώ να θυμηθούμε κι έναν άλλον που έγραψε εκ παραλλήλου με τά «επίσημά» του, και κάτι «απόκρυφα» – βυζαντινόν, και κάτι αιώνες αργότερα, αυτόν) – κλείνει η παρένθεση)
όπως και να ’χει όμως τό πράγμα, κι ό,τι ελληνικά κι αν έμαθε ο σενέκας, τό γεγονός είναι ότι έφτιαξε σίγουρα μια ελληνική λέξη – υπόθεσε δηλαδή (υποθέτω) τήν ελληνική εκδοχή – διότι τήν χρησιμοποίησε στο έργο του εκλατινισμένη ως αποκολοκύνθωση : τουτέστιν apocolocyntosis
και λέω έφτιαξε μια λέξη γιατί μολονότι η λέξη είναι ωραιότατη στα ελληνικά (και η μεταγραφή της πολύ κωμική, έτσι που είναι σχεδόν ακαταλαβίστικη στα λατινικά) δεν βρήκα πουθενά κάποιο στοιχείο ότι η λέξη υπήρχε πριν τή φτιάξει ο σενέκας : έφτιαξε λοιπόν μια λέξη, τήν αποκολοκύνθωση, για να κοροϊδέψει έναν αυτοκράτορα (από τόν οποίο είχε δει και κάνα καλό, βρίζοντάς τον έτσι πάνω στη στιγμή που πέθανε, ενώ κολάκευε συγχρόνως από τήν άλλη έναν άλλον αυτοκράτορα από τόν οποίο θα ’βρισκε και τόν θάνατο (αυτό βέβαια όμως δεν τό ’ξερε ακόμα))
εγώ, βέβαια τώρα, δεν είμαι φιλόλογος, αλλά μού φαίνεται ότι πρόκειται για μια ωραιότατη ελληνική λέξη – όμως τή μεγάλη της αποτελεσματικότητα τήν έχει ακριβώς ως, δήθεν, λέξη μεταφρασμένη : καθότι αποκτάει έτσι μια ειρωνική μεγαλοπρέπεια, κι αυτό είν’ ένα κόλπο που μοιάζει λίγο με τά δικά μας όταν μιλάμε με πασίγνωστες αγγλικές εκφράσεις γράφοντάς τες στα ελληνικά, και με τήν προφορά τού αγράμματου
ο λόγος όμως για τόν οποίο ξεκίνησα να γράφω αυτό τό ποστ είναι μια παράγραφος, στη μέση τού ωραίου άρθρου τού nyrb για τόν σενέκα : «τό περίεργο πάντως», λέει στο άρθρο («a stoic in nero’s court») ο συγγραφέας του (james romm), «είναι πως πουθενά εν πάση περιπτώσει μέσα στο έργο δεν αναφέρονται κολοκύθια»
και καθώς η «αποκολοκύνθωσις» μεταφράζεται αμερικανιστί «pumpkinification» οι αμερικανοί ελληνιστές διερωτώνται μ’ άλλα λόγια «πού στο διάολο είναι τά pumpkins μέσα στο κείμενο – τουτέστιν διερωτώνται «τί διάολο νόημα έχει ο τίτλος τού έργου» (και, συμπερασματικά : «τί διάολο νόημα έχει τό ίδιο τό έργο» : «–the title is an enigma» λέει σοβαροφανέστατα ο καημένος ο αμερικανός, «since the work contains no mention of pumpkins –» (καταλαβαίνω ότι περίμενε να δει κάποια αναφορά στις κολοκύθες τής αμερικανικής αποκριάς)
επομένως, τί να τούς πεις τώρα ; να πεις στους αμερικανούς και άλλους ειδικούς περί τήν αρχαιότητα, να πα’ να μάθουνε νέα ελληνικά ;
και όμως, κάτι τέτοιο πρέπει τελικά να τούς πεις :
διότι (και εδώ ας κάνω κι εγώ τή δικιά μου παράβαση) : η ιστορία αυτή γράφτηκε σήμερα δηλαδή, μόνο και μόνο για να δηλώσει πως όσοι ασχολούνται με τ’ αρχαία ελληνικά πρέπει να ξέρουν και νέα : κι ότι καμία νεκρή γλώσσα δεν σού λύνει όλα τά αινίγματα που η λογοτεχνία της θέτει, αν δεν μελετήσεις με σεβασμό και τή ζωντανή συνέχειά της στο, οποιοδήποτε, παρόν της – και μάλιστα κατά προτίμηση ανάμεσα σε αγροίκους και αμόρφωτους ομιλητές – ή απλώς παιδιά : κατά μυστήριο δηλαδή τρόπο, τόσο οι αρχαίοι αθηναίοι όσο και οι αρχαίοι λατίνοι (μάς λέει, σοβαρότατα, ο σενέκας ότι θα) καταλαβαίνανε κάτι που ισχύει και σήμερα στους δρόμους τής αθήνας – ενώ στους βρετανούς και τούς γαλάτες πρέπει να τό κάνεις λιανά, και πάλι δεν είναι σίγουρο ότι θα σέ πιστέψουν : τά κολοκύθια με τή ρίγανη δηλαδή.
φωτογραφία : anthony friedkin
λεξικό : liddell–scott
κυκλαδικό