σημειωματαριο κηπων

23 Οκτωβρίου 2020

χρέη, ή περιπλάνηση εισπράξεων

 

 

 

 

Ενώ για μένα από την παντελώς απροκατάληπτη ηλικία του βρέφους θυμάμαι καλά ότι όλα ήταν έρωτας (ειπωμένος με μια λέξη γαλλική κιόλας, όπως θυμότανε η μαμά μου και μού διηγήθηκε μια φορά που είμαστε στις καλές μας ότι τής είχα πει πως ήθελα να είναι όλα τα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή και κυρίως τής είχα πει ότι θέλω έτσι να μιλάει στις φίλες μου και τα άλλα αγόρια στη γειτονιά, και για κάποιον μυστήριο λόγο τότε το θυμήθηκα κι εγώ – και θυμήθηκα και κάτι άλλο που η μάνα μου ασφαλώς δεν ήξερε και ούτε επρόκειτο να καταλάβει ποτέ, ότι μ’ ενοχλούσε ο τόνος με τον οποίο μιλούσε στα φτωχά παιδιά με τα οποία παίζαμε στον δρόμο – αν και κυρίως τώρα με απασχολεί γιατί ήτανε αυτή η λέξη μ’ αυτόν τον γαλλικό τρόπο τότε ειπωμένη – όμως το εξηγώ διότι όλοι οι γείτονες κάνανε τους σπουδαίους και λέγανε διάφορα γαλλικά σε κείνη τη δήθεν ακριβή γειτονιά που ήτανε όμως πολύ φτηνή, άσε που η διπλανή μουτρωμένη κυρία που ήτανε και γαλλίδα δεν άφηνε ποτέ την κόρη της να κατεβαίνει να παίζει στον δρόμο μαζί μας, πρέπει λοιπόν να νόμιζα ότι μιλώντας γαλλικά θα με καταλάβαιναν περισσότερο, για κάποιους λόγους μυστήριους βέβαια) βέβαια για κάποιους ακόμα πιο μυστήριους λόγους τα λεφτά είχαν τεράστια σπουδαιότητα για τους μεγάλους – σε όλες τις γειτονιές όμως, κι αυτήν και τις μετέπειτα, κι αυτό δεν μπορούσα στην αρχή ιδίως να το καταλάβω : για μένα τα λεφτά ήταν αυτονόητα, για να παίρνουμε ζωγραφιές μπογιές τραίνα μπιστόλια κούκλες και άλλα δώρα. Όταν όμως έφυγα, τρέχοντας έξω φρενών μακριά από το σπίτι που τα προμήθευε όλ’ αυτά, άρχισαν όλα αυτά να γίνονται πολύ ενοχλητικά απαραίτητα. Έπρεπε να δουλέψω τότε δηλαδή αλλά δεν ήταν και τόσο απλό : είχα πάει να μείνω στον χαζό εραστή μου που τότε τον θεωρούσα ακόμα σπουδαίο, ο οποίος μού έβαζε όμως συνεχώς εμπόδια σε όλ’ αυτά : καμία δουλειά δεν ήταν τού επιπέδου μου, έλεγε – και της οικογένειας από την οποία προερχόμουνα – μα εγώ είχα φύγει απ’ αυτήν την οικογένεια – αλλά αυτός ήθελε να ξαναγυρίσω σ’ αυτήν την οικογένεια και να παντρευτούμε κιόλας : εγώ ήμουνα διά λόγους αρχών κατά του γάμου : αυτός ήτανε κομμουνιστής και συνεπώς κάθε άλλη επανάσταση ήτανε περιττή : έπρεπε να γυρίσω στην οικογένεια, να παντρευτούμε, και να πάρουμε τα λεφτά της.

Θυμάμαι λοιπόν ότι πριν χωρίσουμε τελειωτικά μ’ αυτόν τον πρώτο βλάκα τής ζωής μου (αν εξαιρέσουμε φυσικά τον πατέρα μου που ασφαλώς προηγήθηκε) έζησα μια αξιοπρόσεχτη εμπειρία :

Είχα βρει δουλειά σε μια εταιρεία στην οδό πανεπιστημίου : η οδός πανεπιστημίου δεν έχει σχέση με το πανεπιστήμιο, κι αυτό το λέω για τους αναγνώστες μου των ξένων γλωσσών μια που πιο πολύ θα διαβάζονται έχω την εντύπωση τα βιβλία μου, και αυτό ειδικά, αλλά και τα προηγούμενα, σε ξένες γλώσσες παρά εδώ που γράφω : ανέβηκα λοιπόν σε μια από τις πολύβουες και αντιπαθητικές πολυκατοικίες που ήταν τα γραφεία τους και θυμάμαι αμυδρά αυτούς τους συνηθισμένους πατρικούς άντρες που κάνουν τους ευγενείς ενώ από το χαμόγελό τους φαίνεται ότι κατά βάθος σε κοροϊδεύουν : μού είπαν ότι την πρώτη μέρα για να με δοκιμάσουνε θα μού αναθέτανε να κάνω κάτι εισπράξεις : ήταν ευγενέστατοι : μού δώσανε ένα πάκο χαρτιά, δεν θυμάμαι αν ήταν σε φάκελο ή χύμα – μού εξηγήσανε και διάφορα – βαριέμαι να τα λέω, τα κατάλαβα πάντως – όλη η ιστορία άρχισε μετά.

Το πιο αξιοπρόσεκτο όμως σ’ αυτήν την εμπειρία σήμερα είναι ότι δεν την θυμάμαι καλά : δηλαδή τη θυμάμαι και ποτέ δεν την ξέχασα, και μάλλον μού ξαναήρθε τότε που πέθαναν μερικοί στην οικογένεια (δηλαδή ο πατέρας μου, η μάνα μου θα ζούσε πολύ ακόμα) κι άρχισα να σκέφτομαι καταρρακτωδώς και ανεξήγητα όλα τα προηγούμενα – αλλά δεν τη θυμάμαι πάντως καλά : θυμάμαι όμως ασφαλώς ένα σύννεφο περιπλάνησης και την αθήνα εντελώς άγνωστη, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν την ήξερα καλά, ήμουνα πολύ μικρή και πριν το σκάσω από το σπίτι μού κάναν ερωτήσεις και ελέγχους διαρκώς πού πάω και τί κάνω (εγώ ήθελα να βλέπω τούς εραστές μου και αυτό τούς ενοχλούσε κι εμένα μ’ ενοχλούσε το να τούς κρύβω, αυτούς τους άντρες που ενώ μού αρέσανε αυτοί ασχολούνταν μόνο με τα λεφτά τού μπαμπά μου, όπως έλεγε ο μπαμπάς μου) κι έτσι δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω με όλη μου την άνεση, επομένως βρέθηκα τότε σε μια αθήνα όλη δικιά μου που όμως ήταν αδιόρατα εχθρική και ενοχλητικά απειλητική και απειλητικά άγνωστη.

Υποθέτω ότι έβαλα στην αρχή τα χαρτιά σε μια σειρά, από τις κοντινότερες διευθύνσεις στις πιο απόμακρες, αλλά δεν θυμάμαι πού το έκανα αυτό, κι αν έκατσα σε κάνα καφενείο αρχικά για να το κάνω ή το έκανα όρθια στον δρόμο, κι άρχισα μετά ν’ ανεβαίνω σε πολυκατοικίες και γραφεία για να εισπράξω αυτά που χρωστούσαν από πολύ καιρό αυτοί οι άνθρωποι, έτσι μού είπαν από το γραφείο, αλλά η πλάκα είναι ότι δεν θυμάμαι κιόλας τί ακριβώς πουλούσε αυτή η επιχείρηση, θα πρέπει να ήταν ηλεκτρολογικά  πράγματα πάντως, μηχανήματα, ίσως ψυγεία και οπωσδήποτε τηλεοράσεις – τα είχαν αγοράσει με δόσεις και χρωστούσανε δόσεις, αυτό ήταν το ζήτημα.

Στο σπίτι μου δεν αγοράζαν τίποτα με δόσεις, τα παίρναν όλα τοις μετρητοίς και έτσι τους έκαναν και έκπτωση, θυμάμαι καλά ότι μολονότι είχαν τα λεφτά, κάναν ολόκληρη συζήτηση για την έκπτωση, τους ενδιέφερε πολύ. Εγώ όλη τη διαδρομή την έκανα περπατώντας βέβαια, και βέβαια αργά και ψάχνοντας, και μάλλον ελαφρώς πανικόβλητη αλλά δεν έπρεπε να δείξω τον πανικό μου πουθενά ούτε σε μένα την ίδια εννοώ, απ’ τη μια γειτονιά στην άλλη κι έτσι από το εντελώς κέντρο, βρέθηκα ξαφνικά κατά το μεσημέρι στην άκρη του κόσμου στις πιο λαϊκές γειτονιές που υπήρχαν, και που τις είχα μόνο ακουστά, μερικές μάλιστα και σαν δυσοίωνους και απειλητικούς μύθους, τίποτ’ άλλο.

Αυτό το γεγονός, να χτυπάω πόρτες και να μού ανοίγουνε, το είχα ζήσει άλλη μια φορά στο σχολείο που μάς έβαλαν κατά ομάδες με τη συνοδεία ενός αστυνομικού και μιας νοσοκόμας να πάρουμε βοήθεια από όλον τον κόσμο για τον ερυθρό σταυρό, αλλά τότε άλλοι είχαν το πρόγραμμα της περιπλάνησης, κι εμείς απλώς ακολουθούσαμε, κι όταν άνοιγε μια πόρτα κοιτούσαμε γύρω τον χώρο να δούμε πώς ήταν το σπίτι, θυμάμαι έναν στριμμένο γέρο κύριο σ’ ένα σπίτι με καναπέδες που μας έδιωξε και μας έκανε διάλεξη κουνώντας το χέρι και φωνάζοντας για τους απατεώνες, αλλά τότε ήταν δουλειά του αστυνομικού και της νοσοκόμας να του απαντήσουν, εμείς απλώς χαζεύαμε και διασκεδάζαμε κοιτώντας μέσα πώς ήταν τα σπίτια, αυτός δεν μας άφησε να προχωρήσουμε όμως καθόλου από την εξώπορτα, αλλά θυμάμαι καλά το δωματιάκι στο οποίο μένανε δύο φτωχά παιδιά, το κορίτσι θυμάμαι κυρίως, σ’ αυτονών το σπίτι είχαμε μπει, και δεν ήτανε σπίτι ήταν ένα δωμάτιο κι είχε κι ένα τραπεζάκι με κάτι τρόφιμα πάνω, θυμάμαι ειδικά κάτι ψίχουλα σαν μόλις να ’χανε φάει, πολύ ταπεινά μάς δεχτήκανε, η στάση τους ήταν σαν να ντρέπονται ή σαν να ζητάνε και συγγνώμη, και αυτό το κορίτσι θυμάμαι μάς έδωσε κάτι – ή ίσως το αγόρι – πάντως το σπίτι δηλαδή το δωμάτιο ήτανε πολύ μικρό, όπως μπήκαμε όλο το τσούρμο μέσα το γεμίσαμε τελείως, και δεν ξέρω, μερικές ίσως δεν χωρέσανε κιόλας και μείναν έξω από την πόρτα, στο πλατύσκαλο, εκείνη η περιπλάνηση για λεφτά ήτανε διασκεδαστική, είχαμε γλιτώσει και το μάθημα κείνη τη μέρα και καθώς περιφερόμαστε στους δρόμους της αθήνας μιλάγαμε και γελάγαμε όλες μαζί, και με τον αστυνομικό και με την νοσοκόμα, ο αστυνομικός ειδικά φαινόταν να διασκεδάζει κι αυτός πάρα πολύ κι ήτανε συμπαθέστατος, και μολονότι αυτός κρατούσε το ύφος της παρέας και το κύρος της, ήτανε μικρός στην ηλικία και θα μού άρεσε σαν αγόρι αν δεν φορούσε στολή, δεν μ’ αρέσαν οι στολές, πάντως ήταν μια μέρα πολύ διασκεδαστική τότε σ’ αυτήν την περιπλάνηση για τα λεφτά, κι είχε ξεκινήσει μ’ έναν πολύ ερωτικό και μισοφωτισμένο τρόπο, μας στείλαν σ’ ένα κτήριο στην οδό αμερικής που ήταν σκοτεινό για να βρούμε η καθεμιά την ομάδα της νωρίς το πρωί, και θυμάμαι κοιταχτήκαμε ξαφνικά με μια μου συμμαθήτρια, με την οποία ώς τότε δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις, και ήταν σαν να κάναμε ερωτική εξομολόγηση η μια στην άλλη, και τότε εκεί μες στο μισοσκόταδο, που δεν είχα ιδέα γιατί ήταν έτσι σκοτεινά, αισθάνθηκα σαν ερωτευμένη, και ήταν μια ευτυχία αυτή η ανακάλυψη ότι δεν ήμουνα μόνη μου πια στην τάξη, τώρα όμως ήμουνα εντελώς μόνη κι έπρεπε να βρίσκω συγκεκριμμένα σπίτια γιατί δεν πήγαινα στην τύχη και ήμουνα μάλλον πανικόβλητη αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να το δείξω πουθενά, φερόμουνα επισήμως σαν πολύ άνετη και έμπειρη, τούς μιλούσα ευγενικά, ήταν όλοι άντρες και κάναν ότι δεν ξέραν τίποτα, ήταν έκπληκτοι, τα ρίχναν στις γυναίκες τους όλοι και μερικοί πληρώσανε, μερικά χρέη τους από τις δόσεις ή όλα, δεν θυμάμαι τώρα, θυμάμαι μόνο ότι με κοιτάζαν κατάπληκτοι και υπογείως είρωνες, αλλά πολλοί πληρώσανε.

Και ήταν όλοι παντού άντρες, το θυμάμαι καλά, και μερικοί σε κάποια γραφεία θυμάμαι ότι με επεξεργαζόντουσαν σχεδόν απειλητικά, θυμάμαι τον τρόμο που ένιωθα από μέσα μου, και την ησυχία που έβγαζα απέξω μου, τον τρόπο που από την αρχή σχεδόν ενστικτωδώς εγκαινίασα να είμαι ευγενική και περίπου επιδεικτικά άσχετη, και με βοήθησε πολύ πιστεύω η εμφάνισή μου που ήταν η ίδια και στο πανεπιστήμιο και παντού με τα μπλουτζήν και τις αμερικάνικες πουκαμίσες που είχαμε βρει με τον φίλο μου τον κομμουνιστή ο οποίος μού είχε μάθει να ψωνίζω ρούχα φτηνά από τα μεταχειρισμένα αμερικάνικα κάπου στην πλατεία του δημαρχείου, και ήταν αυτές οι ωραίες πουκαμίσες που λες κι είχαν έρθει ήδη φορεμένες στο γούντστοκ κι έτσι φαινόμουνα σ’ αυτούς τους κυρίους αξιοπερίεργη και (όσο θα θέλαν) ακίνδυνη, και ενώ εγώ περπατούσα σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, πάντως πολλοί μέ πληρώσανε, και ύστερα ήτανε μεσημέρι που βρέθηκα κοντά σ’ ένα ποτάμι και ήταν η πιο φτωχειά γειτονιά που είχα ακούσει ότι υπάρχει, στην πραγματικότητα βέβαια δεν την ήξερα και επειδή κάποια στιγμή νόμιζα πως έχω χαθεί (και συχαίνομαι φοβερά το να χάνομαι, γιατί μού δημιουργεί έναν πανικό) ρώτησα κάποιον στον δρόμο ποια περιοχή είν’ αυτή σάς παρακαλώ, και μού απάντησε πολύ καταδεκτικά και καλοσυνάτα κι αυτό με ηρέμησε, και ύστερα έγινε η ιστορία που θέλω να σού πω.

Δηλαδή βρήκα (ρωτώντας πάλι υποθέτω) τον δρόμο τού ανθρώπου που χρώσταγε, και σ’ αυτήν τη φτωχειά περιοχή τα σπίτια ήταν αραιά με χωματόδρομους ανάμεσα, και το σπίτι που ζήταγα ήταν με ένα μικρό κήπο και φαινόταν κάπως παλιότερο από τα άλλα, δεν ήταν όπως αυτά που συνηθιζόντουσαν τώρα μεσ’ στη χούντα τα δήθεν καινούργια αλλά πολύ φτηνά με τα μπαλκόνια σαν ταψιά, αλλά δεν είναι αυτό τώρα που θέλω να σού πω, αλλά το ότι στην περίπτωση αυτή έζησα για πρώτη φορά στη ζωή μου την ένωση τών χρόνων, και ναι μεν μπορεί αργότερα να την ξαναζούσα, αλλά αυτή η πρώτη φορά με άφησε κατάπληκτη – καταρχάς ήτανε το σπίτι μέσα, όταν άνοιξε η πόρτα, και ύστερα ο άνθρωπος που μού άνοιξε την πόρτα – ήταν σαν να ’χε μεταφερθεί ο χώρος αλλού, και ξαφνικά βρέθηκα με κείνες τις ωραίες γυναίκες τις φίλες τού πατέρα μου, πριν την πατήσει και παντρευτεί εκείνη τη χαζή τη μάνα μου, η οποία το μόνο που ήξερε ήταν να παπαγαλίζει και να μιμείται εκείνες τις έξυπνες γυναίκες αλλά από μέσα ήτανε ένα τίποτα, και σε τρία χρόνια αυτό είχε πλέον αποδειχτεί περίτρανα και έγινε και η αιτία όλων των προβλημάτων, το ότι από τα έξη μου κιόλας δεν χωρίζανε για το καλό μου και μ’ αναγκάσανε εμένα να φύγω για να μην τους βλέπω άλλο, και ξαφνικά είχα τώρα μπροστά μου μια απ’ αυτές τις ωραίες γυναίκες, τις μορφωμένες και έξυπνες, που με αγαπάγανε όλες τόσο πολύ, και το σπίτι της μέσα ήταν γεμάτο παλιά ακριβά έπιπλα, αντιπαθούσα τα φτηνά έπιπλα, κι όταν λέω ακριβά δεν εννοώ φυσικά αυτά με τα χρυσαφικά αλλά το αντίθετο, εκείνα που δεν κραυγάζουν ως πολύ πλούσια, αλλά εκείνα που είναι με φυσικό τρόπο πανάκριβα, όπως εκείνα που είχανε στο πρώτο σπίτι που ζούσαμε, πριν τα πετάξει η μάνα μου ως παλιά και πάρουνε τα πολύ πλούσια, εκείνον τον καναπέ αρτ–ντεκώ ή αρτ–νουβώ που χωνόμουνα όταν ήμουνα πολύ μικρή, και έβλεπα μέσα σ’ αυτό το σπίτι αυτά τώρα τα έπιπλα ακριβώς, και κάπου υπήρχε και μια κουρτίνα αντί για πόρτα γιατί δεν υπήρχε πουθενά πόρτα κι ήταν όλο το σπίτι ένας  μεγάλος χώρος κι ακριβώς μ’ αρέσανε πάρα πολύ οι κουρτίνες μέσα στο σπίτι, κι ο χώρος να ’ναι μεγάλος έτσι, αχανής και ζεστός, πολύ ζεστός, καθόλου χωρισμένος, κι αυτή η γυναίκα ξαφνικά με υποδέχτηκε σαν να ήμουνα μια πάρα πολύ σημαντική επίσκεψη, κι ήταν ντυμένη αν θυμάμαι καλά με κάτι μακριά πολύχρωμα ρούχα και ήταν ακριβώς όχι ευγενική αλλά αυστηρή, σα να μη χρειαζόμουνα ιδιαίτερες ευγένειες, και είχε δίκιο σ’ αυτό, οι πολλές ευγένειες έχουν κάτι το φτηνό, σαν να είσαι ο άρχοντας του χωριού εσύ και θεωρείς τον άλλον υποδεέστερο, και δούλο σου ή σκλάβο σου, και πήρε αμέσως τηλέφωνο την κόρη της, και τη μάλωσε με πάρα πολύ ωραίο τρόπο, που χρώσταγε λεφτά και έκανε το κορίτσι να έρχεται και να ταλαιπωρείται, με ποιο δικαίωμα κουράζεις την κοπέλα, και την αναγκάζεις να έρχεται δωπέρα, τής είπε ή κάτι τέτοιο

αλλά το πιο ενοχλητικό είναι ότι όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο το ξεχνάω (πράγμα που το ’χω ξαναπεί κάπου αλλού νομίζω ή το ’χω γράψει στο μπλογκ μου,  δεν θυμάμαι – και το πιο ενοχλητικό είναι ότι το ’χει γράψει και ο σάλινγκερ κάπου αυτό (εγώ έτσι τον λέω, γιατί μού θυμίζει σαλιγκάρι, αυτό σίγουρα το ’χω γράψει κάπου στο μπλογκ μου) αλλά είναι απ’ αυτά που δεν τα παρατάω επειδή τα ’χε πει κάποιος άλλος : τα σημαντικά δεν τα προδίνω με τίποτα – τα δευτερεύοντα, αν ανακαλύψω (εκ των υστέρων) ότι τα ’χει πει και άλλος, τα αποσιωπώ – δεν είναι ούτε ευγένεια, ούτε καλοί τρόποι, ούτε τίποτα : απλή βαρεμάρα : άμα κάτι δευτερεύον το ’χει πει ένας, δεν χρειάζεται να το πει και δεύτερος)

μού έκανε εντύπωση επομένως πόσο ήσυχα αν και πολύ διδακτικά μιλούσε στην κόρη της, μολονότι τη μάλωνε – ούτε κατά διάνοια δεν σκέφτηκα το σπίτι μου και το πώς μιλούσαν εκειμέσα, την κοιτούσα απλώς από μακριά, από δίπλα στην πόρτα, στο βάθος τού αχανούς αυτού χώρου, μάλλον κατάπληκτη, αν και ήσυχη, και σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να τελειώσω εδώ αυτό το κεφάλαιο

ή να το συνεχίσω και να γίνει πολύ μεγάλο, λέγοντας τό πώς γύρισα στη βάση μου, το μεσημέρι, και το πώς οι κύριοι στην εταιρεία με κοιτάξαν κατάπληκτοι και μού χαμογέλασαν (σχεδόν γέλασαν κοροϊδευτικά θα έλεγα) που «έκανα (τόσες) εισπράξεις», και μετά η συνέχεια, στο σπίτι τού χαζού κομμουνιστή που με έπρηξε με το μαλακό, για να με καταφέρει, πως «δεν ήταν αυτή δουλειά» («για μένα»)

μετά να επεκταθώ στη σχέση μου μ’ αυτόν, και το πώς μού έβαζε εμπόδια στη σχέση μου με την τότε φίλη μου που τον ήθελε, και μού κρατούσε κακία που τον είχα εγώ, και μια φορά μάς έκανε εκείνη την παλιανθρωπιά με την παρανομία στην οποία είχαμε μπλέξει, και που ουσιαστικά ήτανε σαν να μάς κατέδωσε στην ασφάλεια (για να μάθουμε να μην κάνουμε βλακείες, γιατί εμείς παίζαμε, κι αυτοί πάντα την πληρώνουν – οι παλιοί, και σοβαροί, κομμουνιστές)

αλλά τώρα μού ’χει κολλήσει από ώρα, καθώς τα γράφω αυτά, ένα τραγούδι που λέγαμε στο σπίτι μου μικρά, δηλαδή το έλεγε ένα κοριτσάκι της γειτονιάς φτωχό που το συνεισέφερε με καμάρι στις βλακείες μας εμάς των υπολοίπων που μέναμε στους πάνω ορόφους και κάναμε τους σπουδαίους

 

ψέμματα ψέμματα  φταίω εγώ που σ’  έμαθα
να περπατάς στις γειτονιές να λες πως μ’ αγαπάς
κι αν μ’ αγαπούσες
και πιθυμούσες

 

(και το καταλαβαίναμε και γελάγαμε, το κοριτσάκι που το έλεγε υποκλινόταν περήφανο κι ήταν πολύ φτωχό, σήμερα μόνο ακριβώς δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα απ’ ό,τι το τραγουδάκι λέει : ποια ήταν τα ψέμματα).

 

 

 

(απο το ανεκδοτο μυθιστορημα «φούρλα»)

 

 

 

φωτογραφια henri cartier–bresson
επανω : σκηνη απο παλια ελληνικη ταινια

 

 

 

 

 

 

2 Σχόλια

  1. για το σάλινγκερ, σε συσχετισμό με το σαλιγκάρι, έχεις γράψει, το θυμάμαι. Για το άλλο, δεν θυμάμαι:)
    (με βάζεις στα αίματα να συνεχίσω τα δικά μου)

    Σχόλιο από Marina Rodia — 24 Οκτωβρίου 2020 @ 1:20 πμ

  2. Ηδύς ποταμός πικρών αντιμετωπίσεων-μια περιγραφή ουσιαστική στα περιγράμματά της. Χάρη συν χαίρω σε.

    {η τόνων γραφή αποδίδει, ισχυρότερα, το όποιο της άρωμα.}

    γ-Μ

    Σχόλιο από Γιάννης Μανιάτης — 25 Οκτωβρίου 2020 @ 8:33 μμ


RSS feed for comments on this post.

Start a Blog at WordPress.com.

Αρέσει σε %d bloggers: