σημειωματαριο κηπων

12 Δεκεμβρίου 2013

τό όλον σώμα : μικρά προκαταρκτικά

.

 

 

 

   τό περιοδικό «σημειώσεις» συμμετέχει υποθέτω με τόν τρόπο του αντίστροφα, με όλη του δηλαδή τήν απαραίτητη και δέουσα ειρωνεία και απέχθεια προς εορτασμούς και εορταστικές – πλην κενές νοήματος – δήθεν σεβαστικές προς τήν τέχνη – απολύτως αδιάφορες για τά βάσανα τού καλλιτέχνη εν ζωή – επετείους, στην φετινή διπλή επέτειο για τήν γέννηση και τόν θάνατο τού καβάφη προδημοσιεύοντας στο τεύχος του που μόλις κυκλοφόρησε ένα εκτενές απόσπασμα από τήν «εισαγωγή» μιας εξαιρετικής πλην ανέκδοτης μελέτης τού στέφανου τασσόπουλου : τά παρακάτω αποτελούν αναδημοσίευση από τό ίδιο τεύχος τής δικιάς μου προκαταρκτικής εισαγωγής :

 

   Στην μεγάλη έρευνα και μελέτη του για τόν Καβάφη, «Τό Όλον Σώμα», ο Στέφανος Τασσόπουλος δεν ασχολείται με ζητήματα αισθητικής παρά μόνο όσο αυτά άπτονται τού ζητήματος τής καβαφικής εκδοτικής πράξης : όμως εντέλει στον Καβάφη όλα συγκλίνουν σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο όλον : σε αυτό ακριβώς καταλήγει η ανέκδοτη αυτή εργασία τού Στέφανου Τασσόπουλου – και τά παρακάτω συνοπτικά δικά μου ας εκληφθούν απλώς ως μικρή (και ανειδίκευτη) εισαγωγή σ’ ένα ιδιαίτερα (και ευεργετικά) εξειδικευμένο έργο (τό οποίο είχα τήν τύχη ως στενή φίλη να μπορέσω να παρακολουθήσω επίσης στενά, καθώς σχηματιζόταν διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε (εν μέρει, κατά τόν ίδιο τόν συγγραφέα του, ολοκληρώθηκε) στο διάστημα τών είκοσι περίπου χρόνων που απασχόλησε τόν Τασσόπουλο μέχρι τόν (αιφνίδιο και πρόωρο) θάνατό του, τόν Φλεβάρη αυτής τής χρονιάς).

   Σίγουρα οι λόγοι για τούς οποίους ο Καβάφης λειτούργησε εκδοτικά με τόν τρόπο που λειτούργησε θα μπορούσαν να εξεταστούν και από τήν άποψη τών ψυχολογικών και τών κοινωνικών παραγόντων που επέδρασαν πάνω του και με βάση τούς οποίους (ακόμα και από τήν ανάποδη) έζησε ο άνθρωπος Καβάφης – αλλά αυτό θα ήταν μια τελείως άλλη εργασία. Για τή δουλειά που έκανε ο Σ. Τ. πιστεύω ότι αρκεί ως αφετηρία να έχει κανείς μπροστά στα μάτια του μια (γενική, πάντως) καλλιτεχνική αντινομία : όσο μεγαλύτερος είναι ένας δημιουργός τόσο περισσότερο με αυτά που κάνει πατάει αρχικά (και τελικά ; ) στο κενό – και συνεπώς, όσο κι αν ο ίδιος θεωρεί τόν εαυτό του και τό έργο του φυσικό μέρος τού κόσμου, πρέπει να συλλάβει έστω με κόπο και να παραδεχτεί έστω καθ’ οδόν ότι ο κόσμος μετατοπίζεται με τήν κατασκευή από μέρους του αυτού τού έργου – με άλλα λόγια (όπως είναι μια μεταφορά που άρεσε ιδιαίτερα στον Τασσόπουλο) εμείς σήμερα από απόσταση μπορούμε βέβαια να καταλάβουμε ότι ο κόσμος δεν είναι ίδιος πριν τήν ύπαρξη τού Αισχύλου και μετά, χωρίς να υπάρχει η Εκάβη τού Ευριπίδη και όταν η Εκάβη τού Ευριπίδη είναι γεγονός, όταν στο θέατρο δεν υπάρχει κανένας Σαίξπηρ και μετά όταν όλος ο κόσμος ξέρει τόν Άμλετ, όμως αυτή η μικρή διαφορά από τό πριν στο μετά για τόν ίδιον τόν καλλιτέχνη μπορεί να σημαίνει χρόνια ολόκληρα ουσιαστικής μοναξιάς γεμάτης αμφιβολίες, φόβους, σβησίματα, γραψίματα, δισταγμό και τόλμη, και τελικά (σαν ένα είδος αναγκαστικής πλέον αυτοάμυνας) και μια μορφή επιθετικής αλαζονείας : από τόν Καβάφη, χάρη στα ανέκδοτα που διασώζονται σε σχετική πληθώρα από μαρτυρίες συγχρόνων του, έχουμε ένα εμφανές τουλάχιστον παράδειγμα μιας τέτοιας (άλλωστε και συγκινητικής, για τήν κρυμμένη ένταση και αμφιβολία που υπονοεί) στιγμής όταν, δίνοντας ένα ποίημα του σε κάποιον φίλο ή γνωστό τού λέει, μάλλον καθόλου μεταξύ σοβαρού και αστείου «Πάρε καημένε αυτό τό αριστούργημα που μού καίει τά χέρια» ( : κάπως έτσι αν τό θυμάμαι και καλά).

   Η δουλειά αυτή τού Τασσόπουλου υπογείως εμπεριέχει πάντως και μια (γοητευτική) κατά κάποιον τρόπο αντίφαση, γιατί ξεκινώντας από φιλολογικά και σχολαστικά δεδομένα και μένοντας πάντα σταθερά προσηλωμένη στα γεγονότα, τά κείμενα, και τίς αποδείξεις που αυτά παρέχουν, οδηγείται τελικά σε μια αποτίμηση συνολικής (και σημαντικότατης) αισθητικής σημασίας.

   Γιατί ο Καβάφης, με τόν τρόπο που τακτοποίησε τά ποιήματά του κατά θέματα, αποσπώντας τα από τήν απλή χρονολογική παράθεση με τήν οποία είχαν κατά καιρούς δημοσιευτεί, κάτι θέλησε να πει (και κάτι είπε) για τήν σημασία που είχε τό έργο του συνολικά για τόν ίδιο πέρα από τήν έννοια, τό περιεχόμενο και τήν αισθητική αξία τού κάθε ποιήματος χωριστά. Αλλά (πια) καταλαβαίνουμε ότι και ο ίδιος ο δημιουργός (ενίοτε) τά συλλαμβάνει και τά εκτιμά αυτά τά πράγματα καθ’ οδόν – και αυτό τό καθ’ οδόν είναι που, στην περίπτωση τού ποιητή Καβάφη, εμφανίζεται με ιδιαίτερη ενάργεια καθώς ο Στέφανος Τασσόπουλος ερευνά τήν εκδοτική του πρακτική.

   Ας επαναλάβω προκαταρκτικά πράγματα γνωστά : Ο Καβάφης είναι ένας ποιητής ο οποίος ποτέ στη ζωή του δεν είχε (δεν βρήκε ; δεν επιζήτησε ; ) εκδότη : Πλήρωνε ο ίδιος για τά ποιήματά του κάθε φορά που τά εξέδιδε. Είχε όμως μια δυνατότητα (που τού τήν πρόσφερε ο χώρος και η εποχή, και που τήν εκμεταλλεύτηκε πλήρως) : Μπορούσε να δημοσιεύει τά ποιήματά του σε περιοδικά, πριν αρχίσει να τά δένει στις ιδιόμορφες συλλογές του (αλλά και μετά : ποτέ όσο ζούσε δεν σταμάτησε να δημοσιεύει σε περιοδικά, ακόμα και όταν παράλληλα έφτιαχνε τίς συλλογές που σχημάτιζε ο ίδιος, και αυτές τίς συλλογές δεν τίς πούλησε – ας τό θυμόμαστε κι αυτό – ποτέ : δεν έβγαλε δηλαδή ποτέ λεφτά απ’ τήν ποίηση ο Καβάφης, αντίθετα, πλήρωνε για να εκδίδει τά ποιήματά του : και τά ποιήματα αυτά τά χάριζε σε όσους θεωρούσε άξιους – ή χρήσιμους για τήν προώθηση τού έργου του – όντας αναγκασμένος να τό σκεφτεί και αυτό.)

   Αυτά είναι λοιπόν γνωστά στους ειδικούς και οι ειδικοί στα καβαφικά τά θεωρούν και αυτονόητα ακόμα κι αν δεν ερευνήθηκαν ποτέ όσο θα ’πρεπε – αφήνοντάς τα επομένως στην άκρη θα επιχειρήσω να συνοψίσω τό με τί ασχολείται η μελέτη, αλλά και, τό σημαντικότερο : τούς λόγους για τούς οποίους η ενασχόληση αυτή είναι (ή γίνεται καθ’ οδόν) απαραίτητη για τήν κατανόηση τού συνολικού Καβάφη. Πιστεύω μάλιστα – και ας μού συγχωρεθεί αυτή η απόλυτη ας πούμε πεποίθηση η οποία οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι διάβασα επανειλημμένως παρακολουθώντας  τό έργο να γίνεται και να κρατάει τόν Τασσόπουλο δέσμιον ουσιαστικά ώς τόν θάνατό του – ότι μέσα από τήν έκθεση τού τρόπου με τόν οποίο ο Καβάφης θέλησε να ταξινομήσει τό έργο του και να τό επεκτείνει και να τό ορίσει θεματικά, προκύπτει ένας εν μέρει άγνωστος, και εν μέρει ακόμα πιο γοητευτικός Καβάφης.

   Δεν ξέρουμε από ποια ηλικία ακριβώς ο Καβάφης άρχισε να γράφει ποιήματα και πόσα πέταξε ή έσκισε στο μεταξύ, ξέρουμε όμως ότι τό πρώτο ποίημα (που διατηρήθηκε στο αρχείο του) γράφτηκε (πιθανώς) τό 1884 ( = Καβάφης 21 χρονών) και ότι τό 1886 δημοσίεψε για πρώτη φορά (σε περιοδικό). Από τό 1890 όμως και μετά, αναθεωρεί ο ίδιος τή δουλειά του, και, κάποια στιγμή, μέσα απ’ αυτή τή διαδικασία αναδεικνύεται ο Καβάφης που ξέρουμε σήμερα. Ανήκει στην περιοχή τής αυστηρά αισθητικής ανάλυσης η αποτίμηση αυτών τών «πρωτόλειών» του ποιημάτων, είναι όμως σαφές ότι αυτήν τήν ανάλυση τήν έκανε, πριν από μάς, ο ίδιος : Αποφασίζει δηλαδή τό 1904 (κι αυτή είναι μια ιστορική στιγμή για τή ζωή του και τήν ποίησή του) αποφασίζει να κάνει ένα ξεκαθάρισμα, μια πρώτη αισθητική αποτίμηση, και μια πρώτη εκδοτική κίνηση, και να παρουσιάσει σε βιβλίο ορισμένα, από αυτά που είχε δημοσιέψει ώς τότε, σε μια συλλογή : Αυτήν τή στιγμή συναινεί στην κλασική και παραδεδεγμένη πρακτική όλων τών ποιητών τού κόσμου : Μαζεύει λοιπόν (από τά 44 ποιήματα που είχε δημοσιέψει ώς τότε σε περιοδικά) δεκατρία – κι αυτή είναι η πρώτη του αισθητική κρίση για τήν ποίησή του – τούς προτάσσει ένα που δεν είχε ακόμα εκδόσει, τίς «Επιθυμίες», τά τοποθετεί σε μία σειρά που δεν έχει γενικά καμία σχέση με τίς χρονολογίες ούτε τής συγγραφής, ούτε τής δημοσίευσής τους, αλλά είναι μία σειρά που προς τό παρόν δεν μπορούμε να τήν χαρακτηρίσουμε αλλιώς παρά μόνο ως αποτέλεσμα μιας προσωπικής του προτίμησης, (βέβαια, κάποιος παρατηρητικός εδώ θα προσέξει τήν πρόταξη ενός ποιήματος που λέγεται Επιθυμίες1 στην πρώτη εκδοτική πράξη που κάνει ποτέ στη ζωή του ο Καβάφης, καθώς και μια εν σπέρματι λογική που θα δούμε αργότερα να αναπτύσσεται σε θεματική κατάταξη τών ποιημάτων) και τά δίνει σε έναν τυπογράφο, ο οποίος τού τά τυπώνει σε ένα τεύχος κανονικό, με τήν κλασική αρίθμηση σελίδων που έχουν όλα τά βιβλία και τόν γενικό τίτλο «Ποιήματα 1904». Η συλλογή αυτή με τά 14 ποιήματα εκδίδεται ουσιαστικά τό 1905. Ο Καβάφης χαρίζει τή συλλογή σε όσους νομίζει ότι πρέπει. Επειδή όμως συνεχίζει να γράφει, γρήγορα διαπιστώνει ότι η συλλογή αυτή δεν είναι αντιπροσωπευτική πια τής δουλειάς του, και ειδοποιεί τούς φίλους του ότι σκοπεύει να βγάλει και μια δεύτερη συλλογή πιο ενημερωμένη σύντομα. Τό «σύντομα» κράτησε 5 χρόνια, και η δεύτερη αυτή συλλογή εκδίδεται τότε με τόν τίτλο «Ποιήματα 1910» και περιλαμβάνει : τά 14 ποιήματα που είχε εκδόσει στην προηγούμενη συλλογή (που με αυτόν τόν τρόπο ουσιαστικά παύει να έχει νόημα, και αχρηστεύεται) χωρίς να τούς αλλάξει ούτε τή σειρά με τήν οποία τά είχε εκδόσει τότε, και όσα ποιήματα είχε ήδη δημοσιέψει στο μεταξύ (ώς τό 1909) σε περιοδικά, που ήτανε όλα κι όλα 7, αλλά τά τοποθετεί και αυτά όχι με χρονολογική σειρά συγγραφής ή δημοσίευσης αλλά με τή σειρά μιας δικής του πάλι λογικής και προτίμησης. Μολονότι τά ποιήματα που περιέχονται λοιπόν είναι ώς τό 1909, βάζει τώρα στον τίτλο όπως βλέπουμε τό 1910 κι αυτό γιατί έχει μάθει πια ότι τά εκδοτικά ζητήματα έχουνε τόν δικό τους χρόνο και αργούνε, δηλαδή έχει αποκτήσει ήδη πλέον τήν πείρα τού ποιητή που εκδίδει τό έργο του και ξέρει κατά κάποιον τρόπο και τά μυστικά αυτής τής δουλειάς : Έτσι, ξεκινώντας τήν έκδοση τών μέχρι τό 1909 ποιημάτων του, υπολογίζει ότι η συλλογή θα εκδοθεί τό 1910, και υπολογίζει σωστά.

   Έχουμε ένα οριακό σημείο ώς εδώ, που τό βλέπουμε εκ τών υστέρων ολοκάθαρα : Αυτές οι δυο μικρές συλλογές δηλαδή (που ο ίδιος ο Καβάφης τίς ονόμασε «τεύχη», και έτσι τίς λέμε πλέον κι εμείς), είναι η μοναδική φορά στη ζωή του που ο Καβάφης λειτούργησε με τήν κλασική εκδοτική πρακτική : Έκτοτε, εγκαταλείπει αυτήν τή μέθοδο, και εγκαθιδρύει τή δική του, μοναδική και ανεπανάληπτη (απ’ όσο ξέρουμε) μέθοδο εκδόσεως έργου, που συνίσταται στο εξής :

   Για κάθε ποίημα που δημοσιεύει (μετά τό 1910) σε περιοδικό, ζητάει και παίρνει ανάτυπα ή τό τυπώνει ο ίδιος σε έναν τυπογράφο, σε ένα μονόφυλλο ή δίφυλλο, ανάλογα με τό μέγεθος τού ποιήματος. Αυτή η μέθοδός του από δω και πέρα είναι κατά κάποιον τρόπο και τό κεντρικό αντικείμενο έρευνας στο «Όλον Σώμα», και οι συνέπειες αυτής τής πρακτικής είναι ουσιαστικά αυτές οι οποίες προκάλεσαν τόν Τασσόπουλο να αναζητήσει τή σημασία τους για τήν ερμηνεία τού συνολικού καβαφικού έργου :

   Παρακολουθώντας λοιπόν τόν τρόπο με τόν οποίο ο Καβάφης από τή στιγμή εκείνη και μετά «εκδίδει», μπορούμε να δούμε κατ’ αρχάς ότι ακολουθούν δύο εμφανείς τομές στην εκδοτική του πρακτική : Η πρώτη μεγάλη αλλαγή γίνεται με τήν αμέσως επόμενη συλλογή τήν οποία ονομάζει «Ποιήματα 1910 – 1912», βάζοντας δηλαδή για πρώτη φορά δύο ημερομηνίες στον τίτλο, αλλά τή φορά αυτή η «συλλογή» διαφέρει και σε δύο άλλα πράγματα : Αφ’ ενός μεν αποτελείται πλέον – όπως και όλες οι συλλογές του θα αποτελούνται από δω και μπρος – από αυτά τά μονόφυλλα (ή τά δίφυλλα) που τυπώνει ο ίδιος και τά «δένει» μόνος του σε εντελώς χειροποίητες πλέον συλλογές τίς οποίες μοιράζει σε κάθε ενδιαφερόμενο, φίλο, ή θαυμαστή τού έργου του, αλλά υπάρχει και μια επιπλέον ουσιαστική διαφορά στον τρόπο με τόν οποίο παρουσιάζει τά ποιήματά του τώρα : τά τοποθετεί με τήν σειρά τήν χρονολογική με τήν οποία δημοσιεύτηκαν ώς τότε στα διάφορα περιοδικά. Και συνεχίζει να κάνει τέτοιες συλλογές ώς τό 1918 όπου συναντάμε τήν επόμενη μεγάλη αλλαγή, τήν τρίτη ουσιαστικά τομή με τήν οποία ολοκληρώνεται και παίρνει τήν πλήρη της μορφή η εκδοτική του πρακτική :

   Τό 1918 δηλαδή ανακαλύπτει ότι θέλει να κάνει και κάτι άλλο, κάτι για τό οποίο δεν θα δώσει ο ίδιος ποτέ σαφή εξήγηση, είναι όμως τό νευραλγικότερο σημείο τής εκδοτικής του πράξης – και αυτό από τό οποίο πηγάζουν αδιόρατες αρχικά αισθητικές συνέπειες στην ποίησή του : Κάνει δηλαδή, ταυτόχρονα με τήν καινούργια χρονολογική του έκδοση (τά «Ποιήματα 1912 – 1918»), και μία παράπλευρη έκδοση ποιημάτων τήν οποία ονομάζει «Ποιήματα 1909 – 1911» και η οποία θα περιέχει όλα τά ποιήματα που έχουν εκδοθεί ανάμεσα στις δύο αυτές ημερομηνίες, μόνο που τώρα πλέον τά ποιήματα αυτά θα παρατεθούν σε μία κατάταξη που παρακολουθεί κατά κάποιον τρόπο τό περιεχόμενο τών ποιημάτων. Από τήν οριακή αυτή στιγμή και μετά, η εκδοτική πλέον πρακτική τού Καβάφη θα παραμείνει η ίδια ώς τό τέλος τής ζωής του, κάθε φορά θα εκδίδει δηλαδή δύο ταυτόχρονα συλλογές, μία θεματική (τής οποίας τά ποιήματα θα τά αποσπά από ήδη εκδοθείσες χρονολογικές – μ’ έναν ρυθμό ιδιόμορφο, που επαρκώς θα απασχολήσει τό βιβλίο –) και μία χρονολογική στην οποία θα συνεχίζει τήν παράθεση τών καινούργιων ποιημάτων του μαζί με τά παλιά. Αυτή η λογική και η πρακτική αποτελεί ουσιαστικά και τό επίκεντρο τού προβληματισμού στη μελέτη τού Σ. Τ., μια που από τήν πρώτη στιγμή αυτής τής πράξης τού Καβάφη αναδύεται αυτό που μπορεί να ονομαστεί (και κατά καιρούς πράγματι ονομάστηκε, έστω και χωρίς να ερευνηθούν οι επιπλέον συνέπειές του) «θεματική κατάταξη» :

   Τά ποιήματα σ’ αυτές τίς «θεματικές συλλογές» μπαίνουν σε μία σειρά ανάλογα με αυτό που ο ίδιος ο Καβάφης θεωρεί «θεματική» τους διαφοροποίηση (και που δεν είναι αναγκαστικά η διαφοροποίηση που θα διαλέγαμε εμείς ή που θα θεωρούσαμε εμείς αυτονόητη – και ο Τασσόπουλος τό θέτει αυτό από τήν αρχή, γιατί είναι κεντρικό σημείο τού προβλήματος). Έτσι δημιουργούνται από τόν ίδιο τόν ποιητή οι τρεις θεματικές περιοχές τής ποίησής του που κατά καιρούς πήραν διάφορα ονόματα – ας πούμε φιλοσοφικά, ιστορικά και ερωτικά, και τά οποία ο ίδιος καθοδήγησε μάλλον επίμονα τούς σχολιαστές τού έργου του να τά ονομάσουν «τά τής σκέψεως», «τά ιστορικά», και «τά αισθητικά» : Από τή στιγμή που γίνεται αυτή η – ανεπαίσθητη και ακατανόητη ίσως αρχικά – διαφοροποίηση στην εκδοτική του πρακτική, έχουμε στα χέρια μας μια ένδειξη για τό νόημα και τή δυναμική τής ποίησής του όπως τήν αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Και είναι κρίσιμη η ανάλυση αυτής τής πρακτικής, όχι μόνο για τήν «τυπική» σημασία που θα είχε τό να ξέρουμε τί θεωρούσε ο ίδιος π.χ. ότι ανήκει στα ερωτικά του (κάτι που εικονογραφείται ας πούμε περίφημα από τό ότι τό «Ιωνικόν», που θα μπορούσε κανείς αβίαστα να θεωρήσει ότι ανήκει στα τής σκέψεως ή τά φιλοσοφικά2 , κατατάσσεται από τόν ίδιον ανενδοίαστα και μονίμως στα ερωτικά) αλλά και γιατί αυτές οι μετατοπίσεις και οι ταξινομήσεις μάς δίνουν ακριβώς τό πιο έγκυρο – τό μόνο έγκυρο – κλειδί για να δούμε από μέσα τήν ίδια τήν αντίληψη τού Καβάφη για τό νόημα και τών λέξεων και τών ποιημάτων και τής συνολικής αισθητικής ματιάς και άποψης τού ίδιου – άποψη που, ειρωνικά, και αινιγματικά – όπως τό συνηθίζει – υποβάλλει σε όποιον είναι σε θέση να νιώσει τήν υποβολή, άποψη που μιλάει εντέλει για τήν ίδια τήν ποίηση, και «προστίθεται» στις λέξεις πλέον τής ποίησής του, αποτελεί δηλαδή πια, η θέση στην οποία κατατάσσει τό ποίημα, μέρος τού ποιήματος.

   Τό γεγονός ότι προχωράει αργά αυτή η διαδικασία, δείχνει ακριβώς πόσο επίπονη και νευραλγική ήταν αρχικά η ανακάλυψη – ή η απόφαση – αυτή για τόν ίδιον : Έτσι ενώ οι «χρονολογικές» συλλογές, που θα εκδίδει, εμπλουτίζονται αβίαστα πλέον από κάθε καινούργιο, δημοσιευμένο, ποίημα, η κατασκευή τής κάθε θεματικής συλλογής (που η καθεμία, με τή σειρά της, θα ολοκληρώνει κατά κάποιον τρόπο τήν συνολική εικόνα τού έργου του (για τόν ίδιο) ώς τή στιγμή που τήν παρουσιάζει) προχωράει αργά, σαν τόν κάβουρα, και με βήματα που μάς φαίνονται παράλογα έτσι που γυρίζουνε μπρος και πίσω : Τό «Όλον Σώμα» ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά στο α΄ του μέρος με τήν περιγραφή και ανάλυση αυτού τού διστακτικού βαδίσματος.

   Περιληπτικά εδώ η διαδικασία : Για να φτιάξει τίς θεματικές του συλλογές ο Καβάφης  ξεκινάει με βάση τό τεύχος τού 1910 και σ’ αυτήν τήν ενότητα ποιημάτων προσθέτει ποιήματα που (χρονολογικά) ανήκουν στον έναν χρόνο πιο πριν και στους δύο χρόνους μετά, ή (αργότερα) στον έναν (ακόμα) χρόνο πιο πριν και στους τρεις (τώρα) χρόνους μετά : Είναι εμφανές δηλαδή ότι ευκολότερα εντάσσει, θεματικά, ποιήματα που ανήκουν στο «μέλλον» απ’ ό,τι στο «παρελθόν» τής ποίησής του, πράγμα που υποβάλλει κατά τόν Τασσόπουλο τήν ιδέα πως όσο έγραφε ο Καβάφης βρισκόταν όλο και πιο εύκολα, άνετα και αποφασιστικά, μέσα στο πνεύμα τήν νοοτροπία και τό ήθος ενός έργου, που πλέον τόν κάλυπτε και τόν εξέφραζε με μια γενικότερη έννοια και όχι μόνο σαν μεμονωμένο ποίημα, πράγμα που δεν συνέβη ακριβώς στην αρχή, όταν ακόμα έψαχνε ίσως πάρα πολύ, όχι τόσο τό τί θέλει ακριβώς να πει (αλλά ακόμα κι αυτό), κυρίως όμως τό με ποιον τρόπο ακριβώς θα τό ολοκληρώσει σε ένα όλον, τό οποίο θα αποτελεί ουσιαστικά τήν τρίτη – και τή σημαντικότερη ίσως – μορφή τού έργου του : Τήν χρονολογική και τήν θεματική του διάσταση μαζί, δεμένες αναπόσπαστα.

   Αυτό τό όλον σύμφωνα με τόν Τασσόπουλο είναι η κρυμμένη και απόλυτη έγνοια τελικά τού Καβάφη, και αυτό μάς δείχνει πάνω απ’ όλα η ιδιομορφία αυτή τής εκδοτικής του πρακτικής : Για χάρη αυτού τού όλου θα φτάσει στο σημείο να οργανώσει, να προγραμματίσει, ή και να γράψει ποιήματα, να αλλάξει τίτλους, να αλλάξει ημερομηνίες τίτλων, τοπωνύμια τίτλων, ακόμα και οργανικότερα στοιχεία στο μέσο ενός ποιήματος, στις λέξεις ή τό ήθος ενός ήρωα, για να ταιριάσει τό ποίημα έτσι στην περιοχή ακριβώς που θέλει τελικά να τό τοποθετήσει : Κι όταν κανείς αρχίσει να τό υποψιάζεται, να τό συναισθάνεται και να τό βλέπει αυτό, όταν κανείς παρακολουθήσει αυτό τό όλον δηλαδή να αναδύεται μέσα από τήν εκδοτική πράξη τού Καβάφη, βρίσκεται μπροστά σε μια αλήθεια αν όχι τελείως αναπάντεχη (γιατί ο Καβάφης μάς προειδοποιεί εν σπέρματι για όλα ίσως από τήν αρχή όσο κι αν αυτό γίνεται σχεδόν αδιόρατα) όμως σημαντική, συνταρακτική σχεδόν για τίς αισθητικές της διαστάσεις και συνέπειες :

   Νά λοιπόν ο μεγαλύτερος ίσως ποιητής ενός αιώνα που θέλησε να χτίσει έναν κόσμο και μάς άφηνε να νομίζουμε ότι περιγράφει τά ήδη χτισμένα. Δεν είναι ίσως τυχαίο, τό ότι, τό ποίημα, που τώρα βλέπουμε ότι μάς προειδοποιεί γι’ αυτό, είναι σαφές ότι δεν τό εξέδωσε ποτέ : Τροφοδότησε όμως, ίσως αυτό, τά πάντα, μένοντας παρ’ όλ’ αυτά τό ίδιο, ειρωνικά, στα ανέκδοτα : Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένα πρώιμο ποίημα, και ίσως δεν τού βρήκε ακριβώς (ώς τήν ώρα που θα πέθαινε και όλα θα σταματούσαν αναγκαστικά) τό χρονικό σημείο που θα έπρεπε, μέσα στην θεματική κατάταξη, να τό εντάξει : Ή θεώρησε ότι οφείλει να μείνει, σαν διατύπωση, μόνο δικό του, για να προκύψει μετά αβίαστα, ως διαπίστωση, από εμάς :

Όποιος τό πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ τό σέβας κι από τήν υποταγή.
(…)
Τήν καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
τό σπίτι τό μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
(…) 3

   Τό τί υψώθηκε στη θέση τών ερειπίων, ανήκει στην αισθητική τής ποίησης τού Καβάφη – μια πλατύτερη, άλλου είδους εργασία (που ο Τασσόπουλος, ώς τή στιγμή που πέθανε, και μολονότι είχε πειστεί (μετά από κάποιες προσπάθειες φίλων σχετικών με τόν χώρο και τό θέμα – τό ζήτημα περιλαμβάνει και διασκεδαστικά ου μην αλλά και διδακτικά (περί εκδοτικής ζωής μας) ανέκδοτα –) ότι τό έργο του δεν θα εκδοθεί ποτέ όσο ζούσε, πίστευε ότι μπορεί να εύρισκε τή δύναμη και τόν χρόνο για να επιχειρήσει αργότερα). Τό πώς όμως χτίστηκε η αισθητική αυτή και επιβεβαιώθηκε για τόν ίδιον τόν Καβάφη και μπήκε σε εφαρμογή σαν σχέδιο πλέον συστηματικά, αυτό είναι που στο «Όλον Σώμα» ο Τασσόπουλος θέλησε να δείξει αναλυτικά (για να μπορέσει νομίζω να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος, μέσα σ’ όλα τά χρόνια κατά τά οποία συμβίωσε αποκλειστικά με τό βιβλίο αυτό (έχοντας αναστείλει τό γράψιμο μυθιστορημάτων που περιμένανε σε σχεδιάσματα, ως συνέχεια (κυρίως) τού «Ηλιακού Ωρολόγιου» (που εκδόθηκε τό 1988) αν και ολοκλήρωσε στο διάστημα τής συγγραφής τού «Καβάφη» ένα θεατρικό βασισμένο σε μια νουβέλα τού Ντοστογέφσκυ, που κι αυτό είχε σχεδιαστεί απ’ ό,τι θυμάμαι χρόνια νωρίτερα (και έμεινε κι αυτό στα ανέκδοτα)) να καταλάβει καλύτερα και ο ίδιος τό «Όλον Σώμα» τής ποίησης τού Αλεξανδρινού).

   Είναι, κατά τή γνώμη μου (και όχι μόνο τή δικιά μου : ήδη τό βιβλίο έχει κάνει, στη χειρόγραφη/εκτυπωμένη μορφή του (πέρα από τήν προδημοσίευση τμήματος τής Εισαγωγής στον «Επίλογο 2003»), ένα πρώτο ταξίδι σε καβαφικούς φιλολογικούς χώρους στην Ελλάδα και τό εξωτερικό, και έχει ήδη ασκήσει, σ’ αυτή τή μορφή, ακόμα και μια πρώτη, έχω τήν εντύπωση, σιωπηρή επίδραση) είναι λοιπόν μια καβαφική μελέτη που πιστεύω ότι θα αποτελέσει βασικό και θεμελιώδες βοήθημα για κάθε καβαφική έρευνα στο μέλλον.

   Σχολαστικότερες λεπτομέρειες, τελειώνοντας : τό βιβλίο αποτελείται ουσιαστικά από τρία μέρη :

   τίς Εισαγωγές ( : «από τόν Καβάφη σε ποιον Καβάφη» και «εισαγωγή στο ζήτημα») όπου τίθενται αρχικές και βασικές σκέψεις γύρω από τή ζωή και τόν θάνατο τού Αλεξανδρινού – προσωπικά θεωρώ στο σημείο αυτό λαμπρή τήν ανάλυση τών τάφων που έπρεπε να δει ως παιδί αναγκαστικά ο Καβάφης εξαιτίας τών πρώιμων θανάτων στην οικογένεια, και τή σύνδεσή τους με τούς μετέπειτα «Τάφους» και τά «Επιτύμβια» τής ποίησής του,

   τίς Περιοχές τής Ποίησης ( : «η κατάταξις η σωστή, η κατά θέματα» και άλλα τέτοια κεφάλαια που έχουν ως τίτλους φράσεις τού ίδιου τού Καβάφη αναστοχαζόμενου τή δομή τού υλικού του (κυρίως στη σωζόμενη αλληλογραφία του)) όπου εκτίθεται η μέθοδος τού Καβάφη όπως αποκαλύπτεται κατά τή λεπτομερή και σχολαστική μελέτη τών καβαφικών εκδόσεων και τής καβαφικής πρακτικής που απορρέει από αυτές ( : αυτονόητη συνέχιση (κατά παραδοχή βεβαίως τού ίδιου τού Τασσόπουλου) τών «Καβαφικών Εκδόσεων» τού Γ. Π. Σαββίδη, η οποία συνέχιση δείχνει και τί μπορεί να κάνει η γενναία γονιμότητα στον τομέα ακόμα και ενός φαινομενικά σκληρού σχολαστικισμού) έτσι ώστε να μπορέσουμε να δούμε να αναδύεται σταδιακά η μορφή τό σχήμα και τό νόημα μιας συνολικής καβαφικής ποιητικής ιστορικής σύνθεσης, και

   τά Σχόλια ( : «σχόλια σε δύο αιώνες»), που είναι και τό πιο ξεκούραστο ίσως αναγνωστικά μέρος τού βιβλίου : Μέσα από τόν σχολιασμό (εξαντλητικόν, έχω τήν εντύπωση, αν και δεν είναι εκεί τό πρόβλημα) τών ιστορικών γεγονότων που αφορούν τό κάθε ποίημα, δεν εξηγείται μόνο η θέση τού κάθε ποιήματος (όπως τό τοποθετεί δηλαδή ο Καβάφης στην θεματική του έκδοση τών ποιημάτων) δεν καταδεικνύεται μόνο ότι αυτή η θέση είναι ακριβώς η χρονολογική συνέχεια τής ιστορικής στιγμής τού προηγούμενου, και η προετοιμασία για τήν ιστορική στιγμή τού επόμενου, αλλά κάτι πολύ περισσότερο, και αφάνταστα ίσως πιο γοητευτικό : Μέσα από τήν διερεύνηση όλων τών παραμέτρων, συμβόλων, προσώπων, γεγονότων και προσωπικών στιγμών που διασχίζουν τήν υπόθεση τού κάθε «ιστορικού» ποιήματος τού Καβάφη, αναδεικνύεται πολλές φορές με χιούμορ και ειρωνεία όχι μόνο μια πλευρά τής ιστορίας μας εξαιρετικά γοητευτική και άγνωστη στο πλατύ κοινό (ας όψεται η επίσημη παιδεία μας) μια ιστορία τών ιστοριών, τών χειρογράφων τών μελετών και τών προτύπων, τά οποία είχε στη διάθεσή του ο Καβάφης ως πρώτο υλικό (πολλές φορές ειρωνικά συντομεύοντας ή σκληρά συμπυκνώνοντας τούς αρχαίους συγγραφείς), αλλά αναδεικνύεται επίσης αυτόνομα και η κρυμμένη ιστορία τών ίδιων αυτών «πηγών» με τίς αντιφάσεις, τίς αδυναμίες, τίς συμβατικότητες, τίς ποιητικές της άδειες, και τή γοητεία της. Τέλος τά σχόλια λειτουργούνε και σ’ ένα τρίτο επίπεδο σαν αυτόνομο ιστορικό ανάγνωσμα όπου, με αφορμή τά ποιήματα τού Καβάφη, μπορεί να ζήσει κανείς κομμάτια τής ιστορίας μας σχεδόν ξεχασμένα, παραμελημένα ή λογοκριμένα, όπως οι λεπτομέρειες τών τσακωμών τών διαδόχων τού Μ. Αλεξάνδρου, οι αλλεπάλληλες οικογενειακές περιπέτειες επιμειξίες και αιμομειξίες τών Πτολεμαίων, ώς τήν αστραπιαία κατά διαστήματα ανάδυση μιας εκτυφλωτικά (και καβαφικά) γοητευτικής και άγνωστης ζωής και δράσης ενός ήρωα, που μάς σκλαβώνει μ’ αυτήν τήν μυρωδιά προυστικής καθημερινότητας που αναδίνει.

   Στο όλο έργο διαχέεται τελικά μια ευεργετική αυθεντικότητα σύλληψης και μορφής και, να μού επιτραπεί επίσης να πω, και ήθους, γιατί η επιστημονική του λιτότητα και αυστηρότητα συμβαδίζουν με μια ελλειπτικότητα και μια οικονομία ποιητικών καθαρά καταβολών, πράγμα που κάνει τό «Όλον Σώμα» να γοητεύει και σαν κείμενο πέρα από τήν ειδική φιλολογική του αξία τήν οποία υπογείως υποβοηθά και ενισχύει τό γεγονός πως ο Σ. Τ., με τήν απόλυτη αυστηρότητα που τόν χαρακτήριζε σε όλα του τά επαγγελματικά, δεν επικαλέστηκε ποτέ τό δικό του ποιητικό παρελθόν στην ενασχόλησή του με τόν Καβάφη.

   Πιστεύω πως (όταν εάν και όποτε πλέον, μετά θάνατον, εκδοθεί (πικρή μοίρα πολλών συγγραφέων στη χώρα μας να ξέρουν ότι μια τέτοια πρόταση ίσως ειπωθεί κάποτε και για κείνους)) θα αποδειχθεί ένα βιβλίο συντροφικό για όσους αγαπούν τόν Καβάφη, αλλά και ένα βιβλίο εργαλείο χρήσιμο στους ειδικούς, για τούς οποίους μπορεί να λειτουργήσει σαν αρχή και ξεκίνημα προς άλλες μελέτες στο μέλλον όπως (με ανοίκεια για τήν ελληνική πραγματικότητα μετριοπάθεια) ισχυρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του :

   Τό βιβλίο αυτό, (που δεν κατέχει καμιά εξ ύψους αλήθεια για τόν Καβάφη αλλά θέλει να συμβάλλει, αν όχι στην αναζήτηση και ανεύρεσή της, στην καλύτερη κατανόηση τού ποια μπορεί να είναι η αλήθεια αυτή) (…) αποτελεί μέρος τής εργασίας που χρειάζεται να προηγηθεί για να γίνει μια συνολική μελέτη για τόν Καβάφη και τό έργο του. Έτσι, θα πρέπει να ιδωθεί σαν ένα μέρος από τετράδια εργασίας που είναι χρήσιμα για τή δουλειά που θέλω να κάνω, χρήσιμα και για τή δουλειά όποιου άλλου. Παρά τήν έκτασή του και παρότι είναι γραμμένο με τρόπο συχνά ελλειπτικό, έφτασε να καλύψει σε κάποιο βαθμό μόνο τήν ιστορική περιοχή τών ποιημάτων και να σχολιάσει ένα μικρό μέρος μόνο από τά ποιήματα αυτά. (…) η εργασία αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται παράλληλα με άλλες σχετικές με τό έργο τού Καβάφη, τμήματα μιας συνολικής και ανέφικτης ίσως μελέτης, και παράλληλα με τήν προσπάθεια να γνωρίσω τό έργο του. Πάντως τά όποια κενά στη γνώση (σχεδόν όλων τών αδημοσίευτων ώς τώρα) στοιχείων για τόν Καβάφη, και τής βιβλιογραφίας του, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις, που δεν θα ήταν στο κάτω κάτω δυσάρεστες, αφού θα συνεισέφεραν στην πληρέστερη αντιμετώπιση  τού ζητήματος που επιχειρώ να διερευνήσω, επειδή αυτό ενδιαφέρει και όχι η διεκδίκηση κάποιας πρωτοπορίας ή πρωτοτυπίας ή μοναδικότητας. Μια τέτοια εργασία δεν πραγματοποιείται με λυρικές εξάρσεις, ούτε γίνεται για να μιλήσεις για τό έργο σου ή για τόν εαυτό σου. Ας μην ξεχνάμε όταν ασχολούμαστε με τόν Καβάφη ότι η μοναδικότητα και η πρωτοτυπία και η πρωτοπορία ανήκουν σ’ αυτόν αποκλειστικά.
   (…)
   θα  επιχειρήσω να διερευνήσω τά σχετικά με τήν κατάταξη τών ποιημάτων τού Καβάφη σε τρεις περιοχές ή κατηγορίες και θα προσπαθήσω να τά ταξινομήσω, να τά τοποθετήσω δηλαδή στη θεματική τους αλληλουχία, όπου τά ποιήματα πέρα από τή λειτουργία τους ως αυτόνομων ποιητικών μονάδων αποκτούν και άλλες διαστάσεις ή μάλλον, σωστότερα, όπου αποκαλύπτονται και άλλες διαστάσεις τους όταν τά παρακολουθήσει κανείς με μια σειρά παραπλήσια με τή σειρά που ο Καβάφης ήθελε να έχουν. Αυτή τή βούλησή του επιχειρώ να εντοπίσω, να ανιχνεύσω και να πλησιάσω, έχοντας γνώση και συναίσθηση για τό ότι είναι ανέφικτο να τό πετύχω αυτό. Μού αρκεί να μην απομακρυνθώ από τόν δρόμο που δείχνει ο ίδιος και να δοθεί ίσως σε άλλους αφορμή να προχωρήσουν περισσότερο.
   (…)

    Και καθώς τώρα ο χρόνος (τής έρευνας και τής μελέτης, αλλά και τής ζωής εν γένει) τού Στέφανου Τασσόπουλου δεν θα προχωρήσει άλλο, μπορώ νομίζω να προσθέσω και όχι μόνο για λόγους συναισθηματικούς, τελειώνοντας τήν ελάχιστη αυτή αναφορά μου στο έργο του, και τήν τελευταία παράγραφο τού όλου βιβλίου :

   Η εργασία βρίσκεται στην αρχή της ακόμη όμως ώς εδώ που έφτασε έχουν τεθεί οι βασικοί της παράμετροι, αυτές που είναι αναγκαίες για να προχωρήσει – όχι απαραίτητα από μένα. Η απουσία συστήματος και μεθόδου, που μπορεί να φανεί ότι υπάρχει σ’ αυτήν, οφείλεται περισσότερο στην προσπάθεια για τόν σχηματισμό κάποιας μεθόδου. Με τήν έκταση που παίρνει και τίς απαιτήσεις που δημιουργεί αρχίζει ίσως να ξεπερνάει τίς δυνατότητες ενός ανθρώπου, τουλάχιστον τίς δικές μου. Πάντως είμαι σε θέση να τήν συνεχίσω για πολύ, και για τίς δύο πρώτες περιοχές με αρκετή βεβαιότητα.

.

.

.

1  «Επιθυμίες» : Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν / και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, / με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά – / έτσ’ η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν / χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά / τής ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

2 «Ιωνικόν» : Γιατί τά σπάσαμε τ’ αγάλματά των, / γιατί τούς διώξαμεν απ’ τούς ναούς των, / διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί. / Ω γη τής Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη, / σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη. / Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο / τήν ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ τήν ζωή των· / και κάποτ’ αιθερία εφηβική μορφή, / αόριστη, με διάβα γρήγορο, / επάνω από τούς λόφους σου περνά.

3 «Δυνάμωσις» : Όποιος τό πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει / να βγει απ’ τό σέβας κι από τήν υποταγή. / Από τούς νόμους μερικούς θα τούς φυλάξει, / αλλά τό περισσότερο θα παραβαίνει / και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ τήν παραδεγμένη / και τήν ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει. / Από τές ηδονές πολλά θα διδαχθεί. / Τήν καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι· / τό σπίτι τό μισό πρέπει να γκρεμισθεί. / Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.

 

περιοδικό «σημειώσεις» τεύχος 78 δεκέμβριος 2013

.

                                

.

.

.

 

 

8 Σχόλια

  1. Νά λοιπόν ο μεγαλύτερος ίσως ποιητής ενός αιώνα που θέλησε να χτίσει έναν κόσμο και μάς άφηνε να νομίζουμε ότι περιγράφει τά ήδη χτισμένα.

    Kαι απ’ την άλλη, η τελευταία παράγραφος, ένα παρόμοιο σχέδιο, πολύ πιο ταπεινό βέβαια, αλλά και πάλι.

    Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 10:38 πμ

    • Δύτη σέ καλημερίζω, λίγο σκοτεινόν βέβαια (oder wie zu lesen sei!) σήμερα, ή εγώ δεν σέ καταλαβαίνω ακριβώς… (=ποια «τελευταία παράγραφος»;; )

      Σχόλιο από χαρη — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 3:59 μμ

  2. Το παραπάνω το έγραψα λίγο παραπλανητικά, τώρα που το ξαναδιαβάζω. Διορθώνω: ένα παρόμοιο σχέδιο, με την έννοια αυτού του όλου που με το μυαλό μας βλέπουμε κι ας ξέρουμε ότι θα χτίσουμε μόνο μια πρόσοψη, κι αυτή μέσα στις σκαλωσιές.

    Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 10:39 πμ

    • πάλι δυσκολία έχω : ποιο «παρόμοιο σχέδιο» ;
      τεσπάν, είμαι και κρυωμένη…

      (πάντως το «ολον» είναι φράση τού καβάφη, στο καθεαυτό κείμενο (τού τασσόπουλου) γίνεται σαφές)

      Σχόλιο από χαρη — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 4:03 μμ

      • Μου φαίνεται γράφω βλακείες σήμερα. Ήθελα μόνο να πω για αυτό το σχέδιο του Σ.Τ., όπως το κατάλαβα, το είμαι σε θέση να τήν συνεχίσω για πολύ, το είχε πειστεί […] ότι τό έργο του δεν θα εκδοθεί ποτέ όσο ζούσε, αυτό είχα στο μυαλό μου.

        Σχόλιο από Δύτης των νιπτήρων — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 8:03 μμ

        • ναι, τώρα κατάλαβα τι λες
          όχι, νομίζω ότι ήσουνα κρυωμένος κι εσύ, απλώς!

          Σχόλιο από χαρη — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 11:45 μμ

  3. φαντάζομαι πως δε θα περίμενε ποτέ τεύχη ή τευχίδια δημοσιευμένα σε προφίλ μέσων μεταφοράς όμως… αλλά πώς είναι να σαι κοσμογυρισμένος με την έννοια της παρατήρησης των κόσμων;

    πώς μοιάζουν οι επιθυμίες;

    Σχόλιο από katabran — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 11:18 πμ

    • γεια σου katabran!
      τα λεωφορεία θα τον τρομάζανε πάντως ίσως – με την κακοήθη αποσπασματικότητά τους, σίγουρα – …

      Σχόλιο από χαρη — 13 Δεκεμβρίου 2013 @ 4:06 μμ


RSS feed for comments on this post.

Start a Blog at WordPress.com.