τό σημερινό από τά κείμενα άλλων που παραθέτω είναι παλιότερο – όμως μολονότι άλλα επίσης αφορούσε τότε που γράφτηκε, μού φαίνεται ότι στον πυρήνα του αφορά μονίμως μια σταθερή και ιθαγενή νοοτροπία που θα μπορούσε να περιγραφτεί επίσης μέσα από τή ρήση τού μαρξ για τόν άνθρωπο ως αστό – ότι δηλαδή «ο άνθρωπος αυτός είναι μια ζωντανή αντίφαση»… ξέρω, είναι βαρετό να επαναλαμβάνουμε τά γνωστά, αλλά τό πρόβλημα ανακυκλώνεται μονίμως, και μονίμως έτσι (κάποιους (λίγους)) προκαλεί : γιατί αυτός που ζει (και ανασαίνει) μέσω τής τσέπης του η οποία έχει αναχθεί στον πυρήνα τής συνείδησής του, και η οποία έχει υποκαταστήσει με τόν τρόπο αυτό και τό (αν υπήρξε ποτέ) πρόσωπό του, είναι ο ίδιος που θα σπρώξει τούς απογόνους του να σπουδάσουν γιατροί ή δικηγόροι και μετά να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά για να σπουδάσουν κι αυτά κάτι κερδοφόρο αντίστοιχο
και είναι αυτός που ενώ θα κοροϊδεύει μονίμως τόν γρουσούζη γείτονα που έχει τή λόξα να γράφει ποιήματα και τήν παλαβή γειτόνισσα που έχει τήν εξίσου ακατανόητη λόξα να μπογιατίζει τελάρα, θα διαθέτει, επίσης μονίμως, τήν ψυχολογική άνεση να πετάει τήν κορώνα όπου και όταν (τού) χρειαστεί, περί «τών φώτων τού πολιτισμού» που εκπορεύτηκαν από κάποιους παλιότερους εδώ, οι οποίοι είχαν ακριβώς τή λόξα να γράφουν ποιήματα και να μπογιατίζουν τοίχους – : όπως είναι ο ίδιος που θα διακηρύξει, όπου δει, με αυταρέσκεια ότι δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τόν χρόνο (ή διαβάζει (θα μάς κάνει και τή χάρη) ένα) ( : πράγμα βέβαια χειρότερο καθώς αυτό τόν ανεβάζει αυτομάτως κι ένα σκαλί παραπάνω στο πάνθεο τής συλλογικής ενότητας τών ηλιθίων διαβασμένων)
κι ακόμα είν’ ο ίδιος που θα περιμένει απ’ τούς «διανοούμενους» κάθε φορά να είναι ό,τι αυτός εκλαμβάνει ως διανόηση μέσω τού ανέντυπου γυαλιού ή τών έντυπων εφημερίδων που παρακολουθεί – και δεν τού έκανε ποτέ παράσιτα η υποψία καν ότι αν υπάρχει αυτού τού είδους τό ζώο, σήμερα είναι (όπως και ήταν πάντοτε) χωμένο στο σπίτι του με τή γρουσούζικη μονήρη ακατανόητη και άκερδη μονομανία τού συγγραφέα τού ζωγράφου ή τού μουσικού που δεν έχει εκδότη μάνατζερ ατζέντη και γκαλερίστα – καθώς κι αυτοί (εκδότες μάνατζερ και γκαλερίστες) υπάγονται στην ίδια κατηγορία μ’ αυτόν, και τό πρόσωπό τους έχει γίνει κι εκείνων η τσέπη τους
περίεργο ζώο όντως ο αστός μας : «ξέρει» ότι ο κόσμος αποτελείται μόνο από αυτόν και τούς ομοίους του – κι όμως, πόσο εύκολα πιστεύει ότι και οι ανόμοιοι μπορούν επίσης να επιζήσουν στον κόσμο του : φτάνει να βγάζουν τόν σκασμό και να μιλάνε μόνο όταν θα τούς χρειαστεί ο ίδιος
τελικά έχει και κάτι τό ορθώς και θεμελιωδώς μεταφυσικό η σκέψη τού αστού μας…
τό παρακάτω κείμενο τού γεράσιμου λυκιαρδόπουλου γράφτηκε τό 2002 και βρίσκεται στο βιβλίο του «ο Κάντιος και τά Βαλκάνια» :
Πάνε κι έρχονται τά λύματα τής «πληροφόρησης» κατά τούς ανέμους τών προγραμμάτων και κατά τίς ανάγκες τών προγραμματιστών. Όσο για τίς πραγματικές ανάγκες, σκάβουν αλλού τά λαγούμια τους μεταθέτοντας τίς εκρήξεις τους στο μέλλον. Άλλοι θα πληρώσουν τίς φανφάρες τής εθνικής οπερέτας, άλλες κλάσεις θα κληθούν να αιμοδοτήσουν αυτά τά υπό μεγέθυνση μικρόβια οράματα.
Πάνε κι έρχονται τά λύματα. Η αμηχανία τών πωλητών «ειδήσεων» ανακυκλώνει τά «γεγονότα» και τά «θέματα» στην αγορά, ανακατεύει απ’ τήν αρχή τά χαρτιά τής τράπουλας σε μια προσπάθεια να ξαναζωντανέψει τό παιχνίδι – αλλά τά ψάρια είναι λιγότερα απ’ τά δολώματα στα κανάλια. Ο ανταγωνισμός εξαγριώνει τούς ψαράδες και τούς μετατρέπει σε κυνηγούς κεφαλών. Τό παιχνίδι χοντραίνει σε πόλεμο κι ο πόλεμος σε θέαμα. Σκανδαλοτρόφοι και σκανδαλοθρεμμένοι ανατέλλουν κάθε βράδυ στα «παράθυρα» τής ενημέρωσής μας απ’ όπου ωρύεται κερδαλέος και ξετσίπωτος ο λόγος τού Τίποτα. Και μέσ’ απ’ αυτόν τόν παρδαλό ορυμαγδό εκτοξεύεται και τό εμβριθές ερώτημα : «Γιατί σιωπούν οι διανοούμενοι;»
Τό ερώτημα, έτσι όπως τίθεται συνήθως, δεν είναι απλώς κούφιο, υποκριτικό, λαϊκιστικό και εισαγγελικό. Είναι προπάντων ψεύτικο, αφού δεν είναι δα και λίγοι οι διανοούμενοι που παίζουν τό παιχνίδι τού δημοκρατικού διαλόγου με τούς ενημερωτές τού λαού – οπότε θα μπορούσε ίσως κανείς να πει στους ερωτώντες : «Μή φτύνετε κόντρα στον άνεμο! Γιατί εσείς είστε οι διανοούμενοι».
© 2002 γεράσιμος λυκιαρδόπουλος «ο κάντιος και τά βαλκάνια / ασκήσεις λογικής» εκδόσεις ύψιλον/βραχέα
η άρεντ, προσδιόριζε τον τύρρανο ως υποκείμενο στερούμενο φαντασίας..
εξαιρετική ανάρτηση αγαπητή χάρη
Σχόλιο από xk — 7 Απριλίου 2011 @ 6:13 μμ
σ’ ευχαριστώ, κι εγώ πιστεύω πως είναι εξαιρετική η απόφανση τής άρεντ – δεν τήν ήξερα : τελικά ίσως γυναίκα (και τι γυναίκα) θα ‘ταν ο καταλληλότερος άνθρωπος για να το (ζήσει και να το) διαπιστώσει αυτό…
Σχόλιο από χαρη — 7 Απριλίου 2011 @ 6:26 μμ
Reblogged στις To Koskino.
Σχόλιο από Το κόσκινο — 22 Οκτωβρίου 2016 @ 4:59 πμ
Reblogged στις agelikifotinou.
Σχόλιο από ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΦΩΤΕΙΝΟΥ — 24 Σεπτεμβρίου 2017 @ 7:17 πμ