ημερολόγιο τού κάφκα γράμμα τού προυστ σχέδιο τού σταντάλ
αι μια που εδώ θα έχουμε να κάνουμε κυρίως με πεζά σαν αυτά που προηγήθηκαν (δηλαδή δικά μου), και μια που δεν ξεκινήσαμε ακόμα για τα καλά, νά και μερικά γενικά, εν είδει εκθέσεως, ιδεών που λέγαμε και στο σχολείο :
Δεν υπήρξα ποτέ καθωσπρέπει κόρη, και δεν σκοπεύω να γίνω τέτοιου είδους κόρη σε καμία φάση τής ζωής μου, ούτε τώρα. Από μικρή αντιδρούσα μάλιστα με αηδία (εντελώς οργανική – ξερνούσα κιόλας – αχ μικρή ξερνούσα τόσο συχνά, που νόμιζαν οι μεγάλοι συνεχώς ότι έχω κοκκύτη – αντίθετα, τόν κοκκύτη τόν πέρασα πολύ ήπια – (από τότε έμαθα ότι η αρρώστεια είναι ένα πολύ περίεργο πράγμα και εξαρτάται κυρίως απ’ τό πώς τήν περνάνε οι άλλοι) λοιπόν αντιδρούσα με αυτόν τόν εντελώς αηδιαστικό τρόπο στην διδακτικότητα τών μεγάλων. Καμαρώνω γι’ αυτή μου τήν αντίδραση και τήν διατηρώ ως κόρην οφθαλμού, μολονότι τήν κρύβω πια συνήθως: δεν τήν επιδεικνύω ασφαλώς σήμερα – αποκτούμε και ελαττώματα όταν δεν είμαστε πλέον εντελώς παιδιά. Εξίσου όμως κρύβουν τόν πουριτανισμό τους και οι (αιωνίως πάντα) μεγάλοι : αν και εγώ έχω μάθει να τά διαβάζω αυτά έστω και στο ανοιγοκλείσιμο ενός ματιού –: όχι απ’ τό τί λένε, αλλά απ’ τό πώς τό λένε, και μέσα σε τί συμφραζόμενα και υπονοούμενα τό ξεφουρνίζουνε. Είμαστε μερικοί που καταλαβαίνουμε, έχω αυτήν τήν ατυχία.
Από τήν άλλη, εγώ έχω σε μεγάλη εκτίμηση μια αξιοπρέπεια που όταν ήμουν μικρή τήν έλεγαν μάλλον κακοκεφαλιά, αλλά τώρα ξέρω ότι δεν είναι καθόλου κακοκεφαλιά, είναι σκέτη αξιοπρέπεια. Όχι η καθωσπρέπει αξιοπρέπεια, εννοώ εκείνη τήν καθόλου καθωσπρέπει αξιοπρέπεια : αυτού που δεν δέχεται ας πούμε να σκάσει απ’ τό κακό του στον έρωτα για μια απόρριψη (να λυπηθεί δηλαδή παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται και επιβάλλεται) ή να παρακαλέσει και να ζητιανέψει για να πείσει κάποιον να γράψει ωραίες κουβέντες για ένα βιβλίο του : η δικιά μου αξιοπρέπεια είναι πάνω απ’ όλα δηλαδή η αξιοπρέπεια τών βιβλίων μου, κι αυτήν τήν ασκώ με τή μεγαλύτερη δυνατή υπομονή.
Δεν θέλω ν’ αρέσω βρε παιδί μου σ’ αυτούς που περιφρονώ, αυτή είναι η αξιοπρέπεια μ’ άλλα λόγια που λέω.
Και ας μην γράψουν ποτέ καλή κουβέντα για τή δουλειά μου εκείνοι που είναι δυνατοί : μού λένε καλές κουβέντες εκείνοι που μετράνε. Είναι ελάχιστοι αλλά μ’ αυτούς στο μυαλό και τήν καρδιά δουλεύω. (Φυσικά όμως αυτοί δεν επηρεάζουν τίς πωλήσεις. Επηρεάζουν όμως κάποιου είδους ευτυχίες και αναπολήσεις – πράγματα εξαιρετικά σημαντικότερα. Ξέρω βέβαια καλά, ότι τυχαίνει και μόλις τά ξεφουρνίσω όλ’ αυτά σηκώνονται αμέσως οι περισσότεροι και λένε : Τί λες καλέ, δεν είσαι μόνο εσύ έτσι, κι εμείς έτσι είμαστε.) (Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι μόνο εγώ έτσι – αυτοί όμως που μού μοιάζουν ούτε ακούγονται ούτε διαμαρτύρονται, και ούτε καν μέ διαβάζουν μπορώ να πω γιατί ασχολούνται με τή δουλειά τους.) Σύμφωνοι λοιπόν λέω, όλοι τό ίδιο είμαστε, είμαστε όλοι σ’ αυτή τή χώρα εντελώς τό ίδιο, επικρατεί μια ομοιομορφία άνευ προηγουμένου. Όλοι έχουμε βγει λες από καρμπόν. Μόνο που εμείς μεν είμαστε ίδιοι, αλλά οι άλλοι δεν είναι ίδιοι : έτσι εσάς σάς γουστάρουν κι εμένα καθόλου – τί ανωμαλία κι αυτή. Τέτοια διαφορετική ανταπόκριση σε ίδιες συμπεριφορές σπάει κόκκαλα.
Απορώ πάντως, για να σοβαρευτούμε και λίγο, γι’ αυτήν τήν έλλειψη μαγκιάς τελοσπάντων στην αθλιότητα : δεν βγαίνει ούτε ένας μια φορά να πει : ναι ρε, γίνομαι χαλί και μέ πατάνε, γλείφω τούς βρώμικους κώλους τους, τηλεφωνάω κάθε μέρα σε πεντακόσιους, φτάνω να γαμάω τά άσχημα μούτρα τους και να κολακεύω τά ηλίθια μυαλά τους, καλοπιάνω τίς βλακείες που γράφουνε και λιποθυμάω από συγκίνηση μπροστά στις ανύπαρκτες σκέψεις τους μόνο και μόνο για να γράψουν μια αράδα για μένα. Αλλά τό κάνω για να υπερασπιστώ τό έργο μου – χωρίς αυτούς δεν θα τό καταλάβει και δεν θα τό αγοράσει και δεν θα τό εκδόσει κανείς. Θυσιάζομαι για τό κωλοέργο μου. Θα μ’ άρεσε να τ’ ακούσω μια φορά, έτσι για ποικιλία (και να ομολογήσω ότι στην περίπτωση αυτή είμαι σχεδόν σίγουρη ότι και τό έργο θα ήταν καλύτερο από τά έργα για τά οποία μιλάμε). Δεν συμβαίνει όμως. Τό αντίθετο τελείως συμβαίνει : ακούς – από τούς πιο διάσημους και ταλαντούχους : Εγώ ; Δεν κούνησα ούτε τό δαχτυλάκι μου. Ούτε που τόν ξέρω. Μόνος του τό διάβασε τρελάθηκε, έψαξε να μέ βρει και έγραψε. (Όλοι αναπαράγουν στη φαντασία τους τή σκηνή εκείνη με τόν ντοστογιέφσκυ δηλαδή και τόν άλλον τόν πώς τόν λένε, που ’τρεξε βραδιάτικα μόλις διάβασε τούς φτωχούς να τόν βρει. Περίεργο πράγμα πόσο θέλουν να μοιάσουν όλοι με τόν ντοστογιέφσκυ ειδικά σ’ αυτή τή σκηνή.) (Νεκράσωφ τόν λέγαν τόν άλλον). )
Δεν είμαι υπεράνω, ούτε κατά διάνοια. Ζηλεύω αφάνταστα μάλιστα τήν ασφάλεια και τήν βεβαιότητα μέσα στην οποία αυτοί οι άνθρωποι γράφουν. Ναι, θα ήθελα πολύ να τήν έχω. Θα ήθελα πολύ να έχω δηλαδή έναν εκδότη που και να αγαπάει και να καταλαβαίνει (κι όχι μόνο να εκτιμάει, ή να είναι και αρκετά έξυπνος για να προβλέπει και τό πιο μακροπρόθεσμο συμφέρον του). Γράφεις επίσης με άλλη φόρα όταν ξέρεις ότι δεν θα έρθει εκείνη η μαύρη ώρα να πρέπει να ασχοληθείς και να βρεις και να πείσεις (για να μην πω και να πληρώσεις – που δεν είναι και καθόλου αυτονόητο ότι όλοι οι καλοί συγγραφείς πρέπει να έχουν και τά λεφτά – και δεδομένου ότι αν μιλάμε και για πεζογραφία πρέπει συνήθως να οργανώσεις έτσι τή ζωή σου ώστε να μην κάνεις μια δουλειά βιοποριστική που να σού τρώει και πολλή ώρα) έναν εκδότη για να πάρει τό γραφτό σου τόν δρόμο του προς τό βιβλίο.
Βέβαια, όλα αυτά που μόλις είπα σηκώνουνε πάρα πολλές επιπλέον διαπραγματεύσεις, και αντιρρήσεις – μία είναι ας πούμε η έλλειψη ειλικρίνειας που φαίνεται να αποδίδω από δω στους κριτικούς μας. Δεν είναι έτσι, καθόλου, και αυτό είναι σίγουρο. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τούς ανθρώπους βρίσκονται εντελώς στο επίπεδο τών συγγραφέων που ισχυρίζονται ειλικρινά ότι θαυμάζουνε. Αλλά ακόμα κι όταν αναγνωρίζουνε σε ιδιωτικές κουβέντες ότι κάποιοι συγγραφείς παρα-ακούγονται γιατί έχουν ένα σίγουρο και μόνο φοβερό ταλέντο, αυτό τού να γίνονται φορτικοί και να τούς πρήζουν, και έτσι τούς γράφουν κι εκείνοι μια διθυραμβική κουτσουλιά για να τούς ξεφορτωθούν για τό σαββατοκύριακο, και πάλι τό γούστο τους είναι ούτως ή άλλως πολύ χαμηλού επιπέδου κι αυτό βγαίνει ανάγλυφο στις σπάνιες περιπτώσεις εκείνες όπου ομολογούν ότι σε κάποια αποθέωσή τους ήταν όντως ειλικρινείς. Αλλά, εδώ που τά λέμε, πώς μπορεί να ’χουν σοβαρά κριτική σκέψη και πρωτότυπες ιδέες άνθρωποι που έκαναν κάποτε στο παρελθόν τους υποκλίσεις γλειψίματα και κωλοτούμπες σε κάποιους ξεγάνωτους ντενεκέδες με λεφτά, για να πάρουν τή θέση που έχουν στην εφημερίδα ; Διότι είδατε εσείς ποτέ να προκηρύσσεται διαγωνισμός ή οντισιόν για πρόσληψη κριτικού ; Ή είχε θέση στη φυλλάδα ο μπαμπάς τους, ή ήταν στέλεχος τής επιχείρησης η μαμά τους, ή ακολούθησαν απλώς τήν πορεία που προδιαγράψαμε και στηρίχτηκαν στους φίλους τους. Με οποιονδήποτε όμως απ’ αυτούς τούς τρόπους κι αν πήραν τή θέση, ο τρόπος ήδη, και εξαρχής, τούς αλλοίωσε, ακόμα και καλύτεροι δηλαδή δυνάμει χαρακτήρες και μυαλά να ήταν. Τίποτα δεν μένει απλήρωτο σ’ αυτή τή ζωή. Συνεπώς να μην τούς αποδίδουμε μόνο οσφυοκαμψία, αλλά μάλλον, ακριβώς εξαιτίας αυτής τής οσφυοκαμψίας πρέπει να τούς αποδώσουμε και ειλικρίνεια.
Έπειτα η λέξη κριτικός είναι μια κολακεία σκέτη, αλλά κατά βάθος πρόκειται για διαχειριστές πωλήσεων, και οι άνθρωποι αυτοί πολύ καλά τό ξέρουν. Ένα βιβλίο που θα βγει καινούργιο, πρέπει να ακουστεί, δεν έχει σημασία τί ακριβώς δηλαδή θα ακουστεί περί αυτού. Στην πραγματικότητα, τόν τόνο τόν δίνουν οι εκδότες οι οποίοι προσέχουν με ειλικρίνεια τούς συγγραφείς τους – όχι όμως όλους τούς συγγραφείς τους : ξέρω ανθρώπους που βγάλαν καλά βιβλία σε μεγάλους εκδότες – συμβαίνουν κι αυτά – και όμως οι ίδιοι οι εκδότες τά άφησαν να θαφτούν στη σιωπή αποσιωπώντας τα κατ’ αρχάς οι ίδιοι – σε μια περίπτωση μάλιστα ενός γνωστού μου ο εκδότης του που είχε και μεγάλο βιβλιοπωλείο δεν έβαλε τό βιβλίο, ούτε καν για μια μέρα ο ίδιος στην βιτρίνα του (ενώ είχε βάλει ας πούμε, για παράδειγμα, και για πολύ καιρό μάλιστα, στην βιτρίνα του ένα δικό μου – τό οποίο όχι μόνο δεν είχε εκδόσει ο ίδιος, αλλά τό είχε απορρίψει κιόλας όταν τού τό πήγα για έκδοση – εδώ σίγουρα βέβαια είχαμε να κάνουμε με πρωτοβουλία κάποιου υπάλληλου τού βιβλιοπωλείου : όμως τό να μην μπει τό βιβλίο που εκδίδει ο ίδιος, στην βιτρίνα, τίνος πρωτοβουλία άραγε μπορεί να ήτανε ; ) Υπάρχουν, με άλλα λόγια, πολλά και διάφορα συμφέροντα σ’ αυτήν τήν περίπτωση – που καθορίζουν τό ποια βιβλία θα αποφασίσουν (οι εκδότες λέμε, – οι κριτικοί δεν μετράνε, αυτοί υπακούουν απλώς – κι αν όχι για κανέναν πιο ταπεινό λόγο, τουλάχιστον για να έχουν κι οι ίδιοι μετά τόν εκδότη τους) αποφασίζουν λοιπόν λέμε οι ίδιοι οι εκδότες για τό ποια βιβλία θα προωθήσουν και ποια θα θάψουν – φυσικά, και κατανοητά, ένα όχι ευκαταφρόνητο κριτήριο, είναι τά βιβλία που προωθούνται να μην κάνουν κακό στα βιβλία που έχουν ήδη προωθηθεί.
Και όχι μόνο γιατί έτσι διατηρείται η γενική τάξη και ηρεμία στο σύστημα – ζήτημα καθόλου δευτερεύον για τούς εκδότες, και για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο γενικά – αλλά και γιατί υπάρχει και ένα στοκ που πρέπει να πουληθεί : ως γνωστόν τά βιβλία που προγραμματίζονται για επιτυχίες τυπώνονται σε πολύ περισσότερα αντίτυπα από τά βιβλία που προγραμματίζονται για θάψιμο. Εξαυτού πολλά μπαίνουν κατά λάθος και στον πίνακα τών μπεστσέλερ πριν καν κυκλοφορήσουν στην αγορά, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες που επίσης θάβονται εύκολα. Δεδομένου αυτού τού φαινομένου, είναι πταίσμα τώρα με τό οποίο πρέπει να απαξιοί να ασχοληθεί κανείς τό γεγονός πως πολλές φορές γράφονται κριτικές για βιβλίο τό οποίο υπολογίζεται να κυκλοφορήσει μαζί με τό φύλλο τής εφημερίδας, αλλά σπάει ο διάολος τό ποδάρι του και χαλάει τό μηχάνημα τού βιβλιοδέτη και ο κριτικός εμφανίζεται να έχει αγοράσει τό βιβλίο μόνος του στο βιβλιοπωλείο, ή να τό έχει πάρει ακόμα έστω και ως δώρο από τόν συγγραφέα, ένα μήνα περίπου πριν τό βιβλίο υπάρξει καν ως βιβλίο. Θα μπορούσε βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι ο κριτικός διάβασε κάποια χειρόγραφα, τού άρεσαν και έγραψε γι’ αυτά. Θα έπρεπε τότε πάντως να προσέξει να μην μπει στο φύλλο τής εφημερίδας και η εικόνα εξωφύλλου τού χειρογράφου, όσο κι αν αυτό θα ήταν κακό για τίς μελλοντικές του πωλήσεις και θα ακύρωνε ουσιαστικά και τήν χρησιμότητα τής κριτικής : διότι είναι γνωστό ότι αυτό που δουλεύει σήμερα είναι μόνο τό μάτι μας, και μόνο φευγαλέα, και τόσο μόνο ώστε να κρατήσει ακριβώς τήν εικόνα τού εξωφύλλου. Όμως αυτά είναι κακοήθειες και μόνο που τά αναφέρουμε, ή ατυχήματα, τό βασικό είναι ότι πρόκειται όντως για καλά βιβλία.
Από αρχαιοτάτων άλλωστε χρόνων υπήρχε η πεποίθηση ότι τά βιβλία για τά οποία γράφουν οι κριτικοί είναι καλά, και τά βιβλία για τά οποία οι κριτικοί δεν γράφουν, είναι κακά.
Ξέρετε για ποια βιβλία γράφανε οι κριτικοί όσο ζούσε ο σταντάλ ή ο φλωμπέρ ; Πάντως όχι για τά βιβλία τού σταντάλ ή τού φλωμπέρ. Για ποια όμως, δεν μπορώ να σάς πω ούτε εγώ ούτε και κανένας άλλος φοβάμαι, διότι εκείνοι οι μπεστσελεριτζήδες είναι παντελώς άγνωστοι σήμερα. Τής τζαίην ώστιν πάλι ένας εκδότης τής αγόρασε ένα βιβλίο της και τό κράταγε στο συρτάρι του για να μην τό βγάλει ούτε αυτός ούτε όμως και κανένας άλλος, επειδή τό βιβλίο κορόϊδευε (κατά κακή του τύχη) τά μπεστσέλερ (εκείνης) τής εποχής. Ο κλάϊστ έπειτα πέρασε ως γνωστόν βάσανα με τά θεατρικά του – ο πρίγκηπας τού χόμπουργκ δεν εδέησε να τού κάνει τή χάρη να παιχτεί όσο ο ίδιος ζούσε (μιλάω επίτηδες για ένα απ’ τά σημαντικότερα θεατρικά που έχουμε) – και αυτός ίσως ήταν κι ένας από τούς λόγους οι οποίοι απουσίαζαν τή στιγμή ακριβώς που (μάλλον) χρειάζονταν για να τόν απομακρύνουν από τήν ιδέα τής τελετουργικής του αυτοκτονίας. Η ιστορία με τόν προυστ που τού απόρριψαν τόν χαμένο χρόνο τριάντα φορές είναι βέβαια γνωστή. Τού φώκνερ πάλι ένα του μόνο βιβλίο, τή βουή και τό πάθος που είναι και τό αριστούργημά του κατά τή γνώμη μου – αλλά κι ο ίδιος τά ίδια πίστευε – τού τό απορρίψανε, μεγάλοι και μικροί εκδότες ως κακό βιβλίο, καμιά τριανταπενταριά φορές – ομολογώ όμως ότι εγώ δεν άντεξα βέβαια να δω βιβλίο μου να απορρίπτεται τόσες : δεν μπορώ δηλαδή να βλέπω τά μούτρα τους, ούτε τών εκδοτών ούτε τών αναγνωστών τους – και η όποια μικρή αίσθηση τού χιούμορ διαθέτω δεν φτάνει σ’ αυτήν τήν περίπτωση, και είναι φαίνεται ανεπαρκής.
υσικά τό βασικό επιχείρημα οποιουδήποτε κριτικού με αξιοπρέπεια, σ’ αυτές τίς κακές κουβέντες είναι αναμενόμενο, ότι δηλαδή δεν φταίει αυτός για τά χάλια τών άλλων. Και βέβαια έτσι είναι. Ο καθένας είναι υπόλογος μόνο για τόν εαυτό του. Και είθισται να μιλάμε όλοι σαν να έχουμε και εαυτό. Και η κάθε εποχή είναι διαφορετική από τήν άλλη, ασφαλώς. Μόνο που τυχαίνει μερικές φορές να ζούμε στην τελείως άλλη εποχή απ’ αυτήν που νομίζουμε.
αι η ευθύνη ; α, ποτέ δεν έχει ευθύνη κανείς : πάντα κάποιος άλλος, ανώνυμος, έφταιγε. Ξέρετε πόσα χρόνια κανείς δεν ασχολιόταν με τήν κική δημουλά και η γυναίκα πλήρωνε η ίδια για να βγάζει τά βιβλία της γιατί οι κριτικοί δεν γράφανε και οι αναγνώστες (τών εκδοτών δηλαδή) δεν γουστάρανε και οι εκδότες συνεπώς δεν εκδίδανε; (ζωντανοί είν’ όλοι αυτοί ακόμα – οι περισσότεροι – όσο ζωντανή είναι δηλαδή κι η ίδια). Τό ότι η γυναίκα δεν τά μαρτυράει σήμερα αυτά δεν σημαίνει και τίποτα. Προφανώς όταν αποκτήσει πια εξάλλου κανείς μεγάλη δόξα γίνεται και μεγαλόθυμος, ή μπορεί να ήταν κι από πριν. Και οι αμετροέπειες που κατακλύζουνε μετά τούς πάντες, άμα γυρίσει τούμπα τό καράβι, εμένα δεν μού τό βγάζεις απ’ τό μυαλό ότι κυρίως οφείλονται σε ενοχές, και στο κρυφτούλι ολονών από τό παρελθόν τους – και εννοώ δηλαδή ότι υπάρχουνε σήμερα πλήθος τέτοιες αμετροέπειες που μάς κατακλύζουν σε αυτό τό ζήτημα – δεν μιλάω μ’ άλλα λόγια για κανέναν ποιητή που εγώ θαυμάζω (και τόσο) τυφλά ώστε να μπορώ να καταπιώ (χωρίς να πάθω τόν παιδικό μου κοκκύτη) εκείνα τά «όμηρος δημουλά και σαίξπηρ» και διάφορα άλλα τέτοια, πώς αλλιώς τά είπανε : σίγουρα, έχει μια προσωπική φωνή η συγκεκριμένη γυναίκα, κι αυτό είναι σπουδαίο : λέω όμως απλώς τώρα, επειδή πρόκειται για άνθρωπο που σε λίγο όλοι θα νομίζουμε ότι ήτανε και μεγάλος από τά γεννοφάσκια του : ξέρετε ότι – να τήν πω τήν κακία μου – υπάρχουνε αρκετοί πολύ καλύτεροι σήμερα στην ποίησή μας – εδώ, ζωντανοί – από τήν δημουλά, οι οποίοι όμως αυτή τή στιγμή περνάνε ακριβώς εκείνη τήν περίοδο που πέρασε κι εκείνη – όπου κανείς δεν καταδεχότανε να διαφέρει λίγο απ’ τούς άλλους (πληρωμένους κονδυλοφορεμένους) ντενεκέδες και να δείξει λίγη τόλμη και να πει μια καλή κουβέντα ;
Και μη μού πείτε ότι «δεν ήρθε ακόμα η ώρα τους» και ότι «να περιμένουν κι αυτοί» και «να κάνουν υπομονή» κι ότι «κανείς δεν αναγνωρίζεται τόσο γρήγορα» (μολονότι, εδώ που τά λέμε, αυτό καθεαυτό τό ότι «κανείς δεν αναγνωρίζεται τόσο γρήγορα» και πρέπει να πεθάνει πρώτα ή να γίνει εκατό χρονών για να μπορέσει να πάρει πίσω ελάχιστη από τή χαρά που με τό έργο μιας ανασφαλούς και πικρής ζωής δίνει συνέχεια στους άλλους, τό βρίσκω πέρα από κοινωνικά βλαβερό, και εξαιρετικά ανήθικο). Μιλάω όμως για ανθρώπους κατά κανόνα πολύ μεγαλύτερους από τήν συγκεκριμένη στην ηλικία, που απλώς είναι πιο δύσκολοι και καλύτεροι μάλλον ποιητές. Και αν υπάρχει και κανένας νεότερος ανάμεσά τους που είναι επίσης καλύτερος και εξαιρετικότερος ποιητής, να είσαστε σίγουροι ότι μόλις αυτοκτονήσει θα σκιστούνε όλοι να τόν ανακαλύψουνε και να τόν επαινέσουνε γεμάτοι χαρά για τήν χαρά που τούς δίνει.
Και τί να κάνουμε ; α, μην μού βάζετε εμένα ερωτήσεις σχολικής φύσεως – τίποτα να μην κάνουμε : εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, και κανείς νομίζω δεν μπορεί να κάνει τίποτα : τό μόνο νομίζω που μπορεί να κάνει κανείς είναι να μάθει να κινεί τά πόδια και τά χέρια του με λίγο δημιουργικότερο τρόπο : ας συμφιλιωθεί δηλαδή με τήν ιδέα τού περίπατου ώς τό βιβλιοπωλείο άμα αγαπάει τήν τέχνη κανείς : εκεί πας μόνος σου, ξεφυλλίζεις ατέλειωτα βιβλία στους πάγκους, ψάχνεις ατέλειωτα βιβλία στα ράφια : και ποτέ δεν διαβάζεις «κριτικούς» και «κριτικές» παρεκτός αν θέλεις να πληροφορηθείς τί να αποφύγεις σίγουρα – με λίγα λόγια αναπτύξτε τό μυαλό σας κι αυτό θα σάς ανταμείψει, έτσι γίνονται αυτά. Τώρα βέβαια αυτά τά λέω σ’ έναν χώρο όπου μπορείς μ’ ένα κουμπί να φτάσεις ολόκληρες βιβλιοθήκες. Ακόμα όμως δεν μπορείς να ξεφυλλίσεις από δω μέσα πολλά πράγματα, τίτλους βλέπεις. Όταν θ’ αρχίσουνε πολλοί ν’ ανεβάζουν τά βιβλία τους εδώ, θα ’ναι αλλιώς – προς τό παρόν περπατάτε ώς τά βιβλιοπωλεία είναι και καλή γυμναστική.
ο franz kafka ο marcel proust και ο stendhal – ως νέοι και παιδιά
Τά ξέρετε τά αστεία που έκανε μια αμερικανίδα στους αγγλοσάξονες (εκδότες) (τά χάλια είναι διεθνή) (απλώς εδώ ο κανιβαλισμός είναι μεγαλύτερος επειδή είναι μικρότερο και τό πιάτο τό φαΐ – και επειδή δεν υπάρχει και πολύ μεγάλη παράδοση πολιτισμού – ως γνωστόν αποτελούμε μάλλον τόν πιο απολίτιστο λαό τής ευρώπης – δεν σεβόμαστε δηλαδή ούτε τήν τέχνη ούτε τούς ανθρώπους της παρά μόνο αν δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς, αν δηλαδή γράφουν συνέχεια γι’ αυτούς οι φυλλάδες, μιλάνε καμιά φορά τά τζάμια, ή η σουηδία δίνει κάνα βραβείο – τότε έχουμε και επιπλέον συμφέρον να τούς εκτιμήσουμε διότι κάτι μάς επιστρέφει όταν λέμε μπούρδες ας πούμε ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία – τό ίδιο κι ο τουρισμός άλλωστε – κι άλλωστε από τό πολύ βάρος είναι πεσμένες κι οι δύο στο πάτωμα κάτω λιπόθυμες). Ξέρετε λοιπόν τίς πλάκες που έκανε μια αμερικανίδα (δεν θυμάμαι, για λόγους ακατανόητους δεν κράτησα τ’ όνομά της) σε διάφορους μεγάλους εκδότες, όταν τούς έστειλε μερικά μεγάλα έργα, και σαίξπηρ, και τζαίην ώστιν, και φώκνερ, και δεν θυμάμαι και τί άλλο, δακτυλογραφημένα και μεταφρασμένα δηλαδή και με τ’ όνομά της πάνω στον φάκελο, και έζησε τήν (πικρή) χαρά να τά δει να απορρίπτονται όλα μετά πολλών επαίνων. (Μόνο ένας «αναγνώστης» εκδότου (περιφανούς) λίγο τσίνησε στην περίπτωση τής περηφάνειας και προκατάληψης που αρχίζει με μία πρόταση πολύ γνωστή στους άγγλους μαθητές, και τής έγραψε δεικτικά στην απάντησή του, «στο μέλλον να φροντίζει να μην αντιγράφει». Είχα σκεφτεί να κάνω τό ίδιο με «μεταφρασμένο» ας πούμε παπαδιαμάντη ή ευριπίδη στους «δικούς μας» αλλά η τύπισσα μέ κάλυψε και συν τοις άλλοις μού έφυγε και τό κέφι.)
Αυτό που μ’ αηδιάζει περισσότερο απ’ όλα με τούς «συνάδελφους» και τούς «κριτικούς τους» είναι πως όταν κρίνουνε από τήν γενική συμπεριφορά και τήν ενγένει στάση σου ότι δεν έχεις εσύ επικίνδυνα μεγάλες πλάτες είναι πρόθυμοι να σέ φάνε ζωντανό τώρα αμέσως μη γίνει κάνα λάθος δηλαδή στο μέλλον και κάνεις μπράτσα (βέβαια, τό επιστημονικής φαντασίας σενάριο να έχεις πλάτες αλλά να μην τίς χρησιμοποιείς είναι και εκτός πραγματικότητας και εγκληματικό συγχρόνως, διότι δίνει τό κακό παράδειγμα και στη νεολαία – η αξιοπρέπεια ως γνωστόν προς τούς φίλους και τούς ανθρώπους που αγαπάμε είναι άχρηστη και δεν επιστρέφει και τά γνωστά κέρδη)
Ξέρετε ποιο θεωρώ εγώ όμως ως φαινόμενο πιο λυπηρό απ’ όλα, αλλά και πιο χαρακτηριστικό τής εποχής και τής ορθότητας τών όσων λέω;
Τό πόσο λιγότεροι απ’ όσους μέ διαβάζουν εδώ θα διαβάσουν (για τά καλά) ένα έστω και μόνο από τά βιβλία που έχω ανεβάσει.
Και τό ακόμα πιο λυπηρό είναι τό ότι αρκετοί, ακόμα κι αν χάνανε τόν χρόνο τους με τά δικά μου, θα έλεγαν : Μα δίκιο έχουν οι άνθρωποι, δεν μού αρέσεις ούτε κι εμένα –. Αν ανοίξουμε όμως τέτοια συζήτηση θα γράφουμε για μήνες, και τό πώς φτιάχνεται τό γούστο μας είναι κάτι που δεν κάνω κέφι να τό συζητήσω ακριβώς τώρα. Και δεν φοβάμαι μην παρεξηγηθώ, διότι ούτως ή άλλως θα παρεξηγηθώ. Μού αρκούνε όμως αυτοί που ξέρουν καλά τή λογοτεχνία, και όταν μέ βρίζουν έχουνε λόγο που μέ βρίζουνε – σοβαρότερο λόγο εννοώ απ’ τό : δεν γράφουν έτσι τά σχολικά εγχειρίδια ή η λογοτεχνία που μάς μαθαίνει τό κόμμα, ή η τηλεόραση (αυτοί είναι οι τρεις πυλώνες τής μόρφωσης στην πολιτισμένη μας χώρα). Εξάλλου – κάτι που λέω και στους ηλεκτρολόγους και λοιπούς τεχνίτες που έρχονται καμιά φορά σπίτι για επισκευές και μού ζητάνε ένα βιβλίο μου για να διαβάσουν : δεν διαβάζεις ένα βιβλίο μόνο ποτέ : αν δεν σ’ αρέσει ο κάφκα δεν πρόκειται να καταλάβεις δηλαδή τόν προυστ. Κι αν έπρεπε να τά βάλω τώρα με τήν γενική κατάσταση στα ζητήματα τής τέχνης, και ν’ ασχοληθώ με τό πόσο ξέρει ο μέσος έλληνας τί σημαίνει γκαλερί και έκθεση ζωγραφικής, και πόση ανάγκη έχει να ακούσει μια σονάτα τού 18οο, ή τί ευτυχία νομίζει ότι δεν πρόκειται ποτέ να τού δώσει ένα βιβλίο τού φώκνερ ή ένα φιλοσοφικό πόνημα (άσε που με τήν ακαταπόνητη ελληνική ωραιοπάθεια νομίζει κανείς πως οτιδήποτε έχει γραφτεί σε ξένη γλώσσα είναι και περιττό και άχρηστο και εχθρικό) τότε θα έπρεπε να μην κάνω άλλη δουλειά, και άλλη δουλειά δεν είχα.
Πιο πολύ μού πάει λοιπόν να σάς βάζω μερικά κείμενα άλλων πού και πού (στο άλλο μπλοκάκι). Σάς βεβαιώνω (ειλικρινέστατα) ότι όταν σάς βλέπω να διαβάζετε αυτά τών άλλων με κέφι και να είσαστε και δημιουργικοί στα σχόλια που κάνετε χαίρομαι πολύ και τά ξεχνάω όλα : τό δίκτυο εδώ μού έδωσε δηλαδή τή δυνατότητα να καταλάβω ότι η χώρα αυτή είναι καλύτερη μπροστά στον κομπιούτερ της απ’ ό,τι μπροστά στον δάσκαλό της.
Αυτοί όμως που θά ’θελαν να μέ σκυλοβρίσουν χωρίς άλλον λόγο πέρα από τό ότι δεν τούς είμαι και τόσο οικεία όσο οι αρλούμπες τής τηλεόρασης ή τά βιβλία που αγοράζουν με τίς εφημερίδες τους, και απ’ τά τοπ-τεν αυτών τών εφημερίδων, να ’ναι βέβαιοι, τούς βεβαιώνω εγώ και να μού ’χουν εμπιστοσύνη σ’ αυτό τό ζήτημα, ότι μόλις έστω και ένας καλός και (μη) αξιοπρεπής άνθρωπος γράψει σε μια εφημερίδα αμετροέπειες, αμέσως θα τίς εκτιμήσουν : δεν κατασκευάζονται όμως κριτικές σκέψεις και νοοτροπίες με τόν τρόπο αυτόν. Κι εμένα η ανάπτυξη τής κριτικής σκέψης μ’ ενδιαφέρει πέρα από τίς επιμέρους λεπτομέρειες τού ποιος σ’ αρέσει και γιατί. Ας είμαστε όλοι λοιπόν καλά προς τό παρόν, κι ας γράφουμε στο ιντερνέτ, στα σοβαρά ή για τήν πλάκα μας, κάνει καλό στην υγεία και είναι και καλή γυμναστική για τά δάχτυλα.
copyright © 2oo9 hari stathatou for the text, the cat-photo and the initials : all rights reserved
τό χαρακτικό με τούς κρεμασμένους : από τήν 1η έκδοση τών ποιημάτων τού françois villon, παρίσι 1489
τό γράμμα τού προυστ : από τήν έκθεση στο εβραϊκό μουσείο τής βιέννης τόν σεπτέμβριο τού 2οο9 με 8ο ανέκδοτα
χειρόγραφα τού marcel proust © der Kölner Bibliotheca Proustiana von Sammler und Kurator Reiner Speck
[…] Δεν θα πω πολλά γιατί δυσκολεύομαι με διάφορους τρόπους. Υπέρ τής εργοδοσίας (τού εκδότη Σταύρου Πετσόπουλου) στο ζήτημα τής απόλυσης τού Ντίνου Παλαιστίδη, εργαζόμενου στο βιβλιοπωλείο και τίς εκδόσεις τής «Άγρας» υπογράφουν και πρόσωπα που εκτιμώ… υπάρχουν και φίλοι εκειμέσα… Και δεν θέλω (αυτός είναι ίσως κι ο σπουδαιότερος λόγος) να μιλήσω τώρα, πατώντας πάνω στην δυστυχή επικαιρότητα ενός ανθρώπου που χάνει τή δουλειά του, για τά δικά μου που τά ‘χω εκθέσει άλλωστε κιόλας από τήν πλευρά μου επαρκώς νομίζω εδώ και εδώ . […]
Πίνγκμπακ από η Έλλη Παππά θα υπόγραφε; (και θα τής ζητούσε άραγε η “Άγρα” να υπογράψει;) « σημειωματαριο κηπων — 28 Φεβρουαρίου 2010 @ 6:38 πμ
opted for
Σχόλιο από Melissa Davis — 26 Απριλίου 2011 @ 12:26 πμ
από δευτέρα πρέπει να αναζητήσω την έκθεση βαθυτυπίας & τις προετοιμασίες…
πόσα αγνοώ…
Σχόλιο από katabran — 24 Μαρτίου 2012 @ 9:41 μμ
katabran σ’ ευχαριστώ πάντως κι εγώ αγνοώ (και είμαστε συγκεκριμένοι αυτοί που παραδεχόμαστε ότι αγνοούμε 😉 ) αν θα βρίσκονται ακόμα τα καημένα πουθενά…
Σχόλιο από χαρη — 25 Μαρτίου 2012 @ 4:47 μμ
[…] ως ποιήτρια και δεν τό λέω τώρα, ευτυχώς τό ’χω γράψει πιο πριν (προς τό τέλος αυτού τού ατέλειωτου κείμενου […]
Πίνγκμπακ από η πίπα ο πάγκος και τό παγκάκι | σημειωματαριο κηπων — 14 Μαΐου 2013 @ 9:15 μμ
[…] Εδώ θα πρέπει όμως να προσθέσω (τά ’χω πει βέβαια και αλλού) ότι και οι κριτικοί είναι συστατικό και ενεργό μέρος […]
Πίνγκμπακ από υποκριτική | σημειωματαριο κηπων — 27 Νοεμβρίου 2013 @ 5:36 μμ
[…] τά ’χω γράψει εξάλλου και στην υποκριτική, και σε άλλα παλιότερα… δεν ωφελεί να πω περισσότερα : η ενδοσκόπηση έχει και […]
Πίνγκμπακ από «απολίτιστες τέχνες» : a farewell to –my– arms | σημειωματαριο κηπων — 1 Μαρτίου 2014 @ 4:52 μμ
update (απρίλιος 2014) :
μπορεί να μη βρήκα εκείνη την αμερικανίδα συγγραφέα (που λέω στο τέλος τού ποστ), βρήκα όμως έναν αμερικανό συγγραφέα που έκανε μια ανάλογη φάρσα στους εκδότες (και τους «αναγνώστες» τους) :
«Το πείραμα-φάρσα ενός απελπισμένου συγγραφέα
(…) Ο Ross τη δεκαετία του ’70 ήταν ένας νέος επίδοξος συγγραφέας, που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να βρει εκδότη για το πρώτο του μυθιστόρημα. Το μόνο που λάμβανε ήταν επιστολές απόρριψης. Άρχισε να αναρωτιέται αν το γράψιμό του ήταν πραγματικά τόσο κακό ή αν απλά οι εκδότες τον απέρριπταν επειδή ήταν άγνωστος. Έτσι αποφάσισε να μεταχειριστεί έναν έξυπνο, αν και ασυνήθιστο, τρόπο για να μάθει την απάντηση.
Εκείνη την εποχή που δεν υπήρχαν προσωπικοί υπολογιστές, ο Ross κάθισε και αντέγραψε στη γραφομηχανή λέξη προς λέξη το μυθιστόρημα Steps του Jerzy Kosinski. Το βιβλίο εκείνο είχε κερδίσει το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1969, είχε πάρει εκπληκτικές κριτικές και είχε γίνει μπεστ-σέλερ. Μόλις ο Ross τελείωσε την δαχτυλογράφηση του χειρόγραφου, δεν του έβαλε μεν τίτλο, έβαλε όμως πάνω το όνομά του. Έκανε αντίτυπα και τα ταχυδρόμησε. Οι παραλήπτες ήταν 14 μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι. Τέσσερεις από αυτούς είχαν εκδώσει βιβλία του Kosinski. Και ένας από αυτούς είχε εκδώσει το ίδιο το Steps.
Το χειρόγραφο τού επιστράφηκε και από τους 14.
(κλπ κλπ) …»
Σχόλιο από χαρη — 13 Απριλίου 2014 @ 4:29 μμ